Αρχική Blog Σελίδα 23

Από+Κτήνος

Η ζωή είναι ένα πεδίο μάχης, κι αυτό που μας διδάσκουν από παιδιά, είναι πως να γίνουμε ακόμη πιο σκληροί. Μαθαίνουμε για τον τάδε πόλεμο, για τον δείνα πόλεμο, κι όχι τόσο για τα δεινά του πολέμου. Όταν ζεις σ ένα πεδίο μάχης, καμιά εντύπωση δε σου κάνουν οι βόμβες. Μόνο όταν-καμιά φορά-κάποιος απ’ τους ευαίσθητους δεν τα καταφέρει, θρηνούμε για λίγο κι ύστερα ξεχνούμε πάλι. Έχουμε αποκτηνωθεί και δεν τρομάζουμε καθόλου με το σκληρό μας κέλυφος. Μάθαμε και συνηθίσαμε στις σκληρές εικόνες, στις σκληρές λέξεις. «Λαθραίος», «καταστολή», «κέντρα κράτησης», «αδικία», «βία που γεννά τη βια». Κι η αποκτήνωση γεννά ανθρώπους που παύουν πια να λέγονται άνθρωποι αφού δεν έχουν καρδιά και καμιά συνείδηση. Μη μου μιλάς για πανδημία λοιπόν. Και δε θέλω να ακούσω πάλι τη φράση «ατομική ευθύνη». Πεθαίνουν ακόμη άνθρωποι από ασιτία. Από ασιτία! Κι εσύ μιλάς για νέα κρούσματα. Τρέχουν οι μισοί να προφυλαχθούν, κι οι άλλοι μισοί να βρουν εμβόλιο. Άνθρωποι πέθαιναν και πριν και μάλιστα με χειρότερο τρόπο. Άνθρωποι αναγκάστηκαν να ζήσουν το υπόλοιπο της ζωής τους ακρωτηριασμένοι για τα συμφέροντα των άλλων. Πως μιλάς για πανδημία, όταν υπάρχει ακόμη πόλεμος; Η μοναδική πανδημία απ’ την οποία κινδυνεύουμε είναι η αποκτήνωση. Γι’ αυτή την αρρώστια, γιατί δεν ψάχνουμε θεραπεία;

Τριήμερο μετά-covid μπαζάρ βιβλίου στο red n’ noir

Ο κίνδυνος του covid-19 δεν τελείωσε. Αυτό που τελειώνει είναι οι μισθοί του μήνα!

Έτσι λοιπόν (και παίρνοντας όλα τα προβλεπόμενα μέτρα) από την Δευτέρα 25 μέχρι την Τετάρτη 27 Μαΐου 2020 και από τις 12:00 έως τις 22:00 στήνουμε πάγκο στο πεζοδρόμιο της Δροσοπούλου 52 και προσφέρουμε τα βιβλία της Σύμπραξης Εκδοτικών Εγχειρημάτων με έκπτωση μέχρι και 40%.

Αλφειός, Angelus Novus, Βαβέλ, Βιβλιοπέλαγος, Εκδόσεις των Συναδέλφων, Εκτός Γραμμής, Ενύπνιο, Έρμα, Εύμαρος, Μάγμα, Redmarks, red n’ noir, Τεφλόν, futura 

*Το red n’ noir bookstore café bar (Δροσοπούλου 52, Κυψέλη) στήνει -συγχρόνως και στις ορισμένες- αποστάσεις τα τραπεζάκια και τις καρέκλες του προσφέροντας το ποτήρι (187ml) κρασί με 2,5€ και το μισό λίτρο τσέχικης βαρελίσιας μπίρας Primator Premium με 3,90€  για όλη την πρώτη εβδομάδα λειτουργίας του. 

Καλλιτεχνική δημιουργία, λογοκρισία και ελευθερία στην ΕΣΣΔ και τις ΗΠΑ

Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ – Γεβγκένι Ζαμιάτιν: Επιστολές στον Στάλιν (εκδόσεις Άγρα)

Στο πρώτο τεύχος του περιοδικού «Ο Οίκος των Τεχνών» (1921), ο Γεβγκένι Ζαμιάτιν δημοσίευε ένα άρθρο με τίτλο «Φοβάμαι». Στο κείμενό του, ο συγγραφέας του «Εμείς» έκανε σφοδρή κριτική στην τσαρική κληρονομιά της λογοκρισίας της καλλιτεχνικής δημιουργίας που συνεχιζόταν από τους νέους «γραφειοκράτες της λογοτεχνίας», οι οποίοι «σπρώχνοντας και κλοτσώντας ο ένας τον άλλον, κάνουν αγώνα δρόμου για το μεγάλο βραβείο: το μονοπωλιακό δικαίωμα να συνθέτουν ύμνους, το μονοπωλιακό δικαίωμα να πετάνε ιπποτικά λάσπη στη διανόηση». Ο Ζαμιάτιν δεν ήταν κάποιος τυχαίος λογοτέχνης. Μέλος του Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος και των Μπολσεβίκων, διώχθηκε σκληρά από το τσαρικό καθεστώς και υποστήριξε την Οκτωβριανή Επανάσταση. Ωστόσο, αντιτάχθηκε στις εξουσιαστικές στρεβλώσεις της επανάστασης και έπεσε σε δυσμένεια όταν δημοσίευσε στο εξωτερικό το δυστοπικό αριστούργημα «Εμείς».

Παρά τη μεγάλη έκρηξη της καλλιτεχνικής δημιουργίας μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, τα πράγματα δεν ήταν καθόλου ρόδινα. Στις επιστολές τους στον Στάλιν, τόσο ο Ζαμιάτιν όσο και ο Μπουλγκάκοφ  περιγράφουν τη λογοκριτική μανία της νέας γραφειοκρατίας και το ασφυκτικό περιβάλλον που δημιουργούσε. Η καλλιτεχνική δημιουργία πνιγόταν από μια δογματική και μηχανιστική αντίληψη για την τέχνη. Όπως γράφει ο Μπουλγκάκοφ στην τέταρτη επιστολή του προς τον Στάλιν, στις 30 Μαΐου του 1931, εξηγώντας την ψυχολογική κατάρρευση και την εξάντληση  που του προκάλεσε η λογοκριτική ασφυξία, «η αίτια της αρρώστιας μου είναι σαφής. Στο ευρύ πεδίο της ρωσικής γραμματείας στην ΕΣΣΔ ήμουν ο ένας και μοναδικός λογοτεχνικός λύκος. Με συμβούλευαν να κρύψω την προβιά μου. Παράξενη συμβουλή. Είτε βαμμένος είτε ξυρισμένος ο λύκος, με τίποτα δεν μοιάζει με κανίς. Ως λύκο με αντιμετώπισαν. Και για κάμποσα χρόνια, βάσει των κανόνων της λογοτεχνικής εκγύμνασης, μέσα σε μια μαντρωμένη αυλή (. . .) Έχω αποκτήσει την ψυχολογία του φυλακισμένου. Πώς να υμνήσω την χώρα μου –την ΕΣΣΔ;».

Η τύχη των δυο συγγραφέων ήταν διαφορετική. Ο Ζαμιάτιν, αφού παραιτήθηκε από τη Ρωσική Ένωση Προλεταρίων Συγγραφέων το 1929, κατάφερε με τη μεσολάβηση του Μαξίμ Γκόρκι να πάρει από τον Στάλιν την πολυπόθητη άδεια εξόδου από τη χώρα και να εγκατασταθεί στη Γαλλία το 1931. Πέθανε πάμφτωχος, έξι χρόνια αργότερα. Ο Μπουλγκάκοφ, αντίθετα, δεν κατάφερε να πάρει την άδεια εξόδου, παρότι δέχθηκε προσωπικό τηλεφώνημα από τον ίδιο τον Στάλιν, ο οποίος του υποσχέθηκε πως θα του βρει δουλειά. Πράγματι, μετά το τηλεφώνημα του Στάλιν, ο Μπουλγκάκοφ διορίστηκε ως βοηθός σκηνοθέτη στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας, αλλά η άδεια για να ταξιδέψει έξω από την ΕΣΣΔ δεν του δόθηκε ποτέ. Μετά την επιδείνωση της υγείας του, ο Μπουλγκάκοφ πέθανε στις 10 Μαρτίου του 1940 στη Μόσχα.

Αν κάτι δείχνει το παράδειγμα των δυο συγγραφέων, είναι πως η μεγάλη ιστορική απόπειρα για μια κομμουνιστική κοινωνία (δηλαδή για μια κοινωνία χωρίς κράτος, ιδιωτική ιδιοκτησία και εξουσία διαχωρισμένη από την κοινωνία) είναι ένας μακρύς δρόμος γεμάτος στρεβλώσεις, πισωγυρίσματα και αυταρχικές εκτροπές. Αν κάτι πρέπει να διδαχθούμε, είναι πως οι νέες απόπειρες για την έφοδο στον ουρανό οφείλουν να αποφύγουν τα ίδια μονοπάτια που οδηγούν σε γραφειοκρατικό εκφυλισμό και να ανοίξουμε νέους δρόμους περπατώντας. Η ελευθερία του λόγου και η καλλιτεχνική δημιουργία δεν πρέπει να θυσιαστούν. Αντίθετα, πρέπει να είναι η «ενοχλητική αλογόμυγα» που θα ασκεί κριτική σε όσους στρογγυλοκάθισαν σε νέους ή παλιούς θρόνους  και δε θα αφήνει σε ησυχία τη νωχελική γραφειοκρατία.  Ή, όπως έγραφε ο Ζαμιάτιν, «η αληθινή λογοτεχνία δεν γίνεται από διεκπεραιωτικούς και έμπιστους υπαλλήλους. Η αληθινή λογοτεχνία υπάρχει μόνο εκεί που τη δημιουργούν τρελοί, ερημίτες, ονειροπόλοι, επαναστάτες και αμφισβητίες. Κι αν ο λογοτέχνης πρέπει να είναι λογικός, ορθόδοξος σε όλα, χρήσιμος στο σήμερα, αν δεν μπορεί να πειράξει τους πάντες σαν τον Σουίφτ, αν δεν μπορεί να χαμογελάσει κοροϊδευτικά σε όλους όπως ο Ανατόλ Φρανς, τότε δεν υπάρχει λογοτεχνία από μπρούτζο παρά υπάρχει λογοτεχνία από χαρτί, λογοτεχνία εφημερίδας, λογοτεχνία που σήμερα διαβάζουν και αύριο τη χρησιμοποιούν για να πακετάρουν την πλάκα το σαπούνι».

Dashiell Hammett: Στο εδώλιο. Καταθέσεις στην Επιτροπή Αντιαμερικανικών Υποθέσεων (εκδόσεις Άγρα)

Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την ήττα της ναζιστικής Γερμανίας, οι ΗΠΑ ανέλαβαν την πρωτοκαθεδρία του καπιταλιστικού «Ελεύθερου Κόσμου». Νέος μισητός εχθρός ήταν πλέον η ΕΣΣΔ και το λεγόμενο «Σιδηρούν Παραπέτασμα». Παρά την αμερικάνικη μυθολογία πως το κράτος των ΗΠΑ υπερασπιζόταν την ελευθερία και τη δημοκρατία έναντι του «ολοκληρωτισμού», η πραγματικότητα ήταν πολύ διαφορετική. Στις επόμενες δεκαετίες, οι ΗΠΑ επέβαλλαν δεκάδες δικτατορικά καθεστώτα, ενώ οργάνωσαν εκατοντάδες φανερές και μυστικές επιχειρήσεις, με αιχμή του δόρατος τη CIA. Στο εσωτερικό των ΗΠΑ, χτιζόταν ένα σκληρό αστυνομικό κράτος, με σκοπό την ανάσχεση του «κομμουνιστικού κινδύνου». Στο πλαίσιο αυτό, η καλλιτεχνική ελευθερία και δημιουργία δέχθηκαν σφοδρή επίθεση. Ο Ντάσιελ Χάμετ ήταν ένας από του συγγραφείς που δέχθηκαν διώξεις, εξαιτίας της συμμετοχής τους σε κινήματα αμφισβήτησης της κυβερνητικής πολιτικής των ΗΠΑ. Η στάση του συγγραφέα απέναντι στον δικαστή Σιλβέστερ Ράιαν, τον Ιούλιο του 1951, αποτελεί ένα δείγμα αξιοπρέπειας, καθώς η επίμονη άρνηση του συγγραφέα να καταδώσει τους συντρόφους του τον οδήγησε για έξι μήνες στη φυλακή, για «ασέβεια» απέναντι στο δικαστήριο. Η ίδια αξιοπρέπεια επαναλαμβάνεται και στις δυο επόμενες καταθέσεις στη Μόνιμη Υποεπιτροπή Ερευνών της Επιτροπής Κυβερνητικού Ελέγχου της Γερουσίας, τον Μάρτιο του 1953.

Ο Ντάσιελ Χάμετ παράτησε από νωρίς το σχολείο, για να μπορέσει να επιβιώσει μέσα στον εφιάλτη του «αμερικάνικου ονείρου» κάνοντας διάφορες δουλειές του ποδαριού. Το 1915, σε ηλικία μόλις 21 ετών, θα εργαστεί για το πρακτορείο ντετέκτιβ Πίνκερτον, που έμεινε γνωστό (και μισητό) για τη συμβολή του στην καταστολή του εργατικού κινήματος στις ΗΠΑ. Ο ίδιος ο Χάμετ διηγήθηκε στη συντρόφισσά του και θεατρική συγγραφέα Λίλιαν Χέλμαν πως το 1917 το πρακτορείο Πίνκερτον του ανέθεσε να δολοφονήσει τον  Φρανκ Λιτλ, ηγέτη των «Γουόμπλις» (Βιομηχανικοί Εργάτες του Κόσμου –IWW). Παραιτείται οριστικά από τους Πίνκερτον το 1921 και ξεκινά τη συγγραφική του δραστηριότητα, που θα τον αναδείξει ως αναμορφωτή της αμερικάνικης αστυνομικής και νουάρ λογοτεχνίας. Χωρίς να τον ενδιαφέρει να ρισκάρει την τεράστια επιτυχία του, ο Χάμετ θα προσχωρήσει στη διωκόμενη αμερικάνικη αριστερά, και το 1937 θα γίνει μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος. Θα πάρει μέρος σε αγώνες ενάντια στον φρανικισμό, τον φασισμό και τον αντισημιτισμό, ενώ ταυτόχρονα θα σταθεί στο πλευρό του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα των μαύρων.

Το 1946 ο Χάμετ θα γίνει πρόεδρος της Επιτροπής Πολιτικών Δικαιωμάτων (Civil Rights Congress), η οποία έχει σαν σκοπό την ανάδειξη ζητημάτων ρατσισμού και φυλετικής ανισότητας στις ΗΠΑ. Με απόφαση του Τρούμαν, η οργάνωση θα διωχθεί εξαιτίας της συμμετοχής κομμουνιστών και το 1956 θα αναστείλει τη δράση της. Στο πλαίσιο τη δράσης της CRC, ο Χάμετ θα σταθεί αλληλέγγυος το 1949 σε δεκατέσσερα μέλη της Ομοσπονδίας Ελληνικών Ναυτεργατικών Ενώσεων (ΟΕΝΕ), που είχαν συλληφθεί στις ΗΠΑ και κρατούνταν στο Έλις Άιλαντ ως μέλη του ΚΚΕ, μετά από αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης. Το 1951 ο Χάμετ θα οδηγηθεί στο δικαστήριο, όταν φυγοδίκησαν τέσσερα στελέχη του ΚΚ των ΗΠΑ που είχαν απελευθερωθεί προσωρινά με εγγύηση της CRC. Η επίμονη άρνηση του Χάμετ να καταδώσει τους συντρόφους του θα τον οδηγήσει στη φυλακή, ενώ το καλλιτεχνικό του έργο του θα γίνει αντικείμενο μίσους της αντικομμουνιστικής σταυροφορίας. Ο ίδιος έλεγε: «Κι αν ήταν περισσότερο από τη φυλακή, αν ήταν η ίδια μου η ζωή, θα την έδινα γι’ αυτό που πιστεύω πως είναι δημοκρατία και δεν θα άφηνα τους μπάτσους ή τους δικαστές να μου πουν τι να πιστεύω πως είναι δημοκρατία».

Το 1953 ο Χάμετ θα βρεθεί πάλι διωκόμενος από την Επιτροπή Μακάρθι, ενώ το 1955 θα κληθεί για ακόμα μια φορά να καταθέσει για τη δράση φιλανθρωπικών οργανώσεων. Με κλονισμένη την υγεία του ήδη από την εποχή που υπηρετούσε στον αμερικάνικο στρατό κατά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, ο Χάμετ θα αφήσει την τελευταία του πνοή στις 10 Ιανουαρίου του 1961 και θα ταφεί ως βετεράνος δύο παγκοσμίων πολέμων παρά τις επικρίσεις του FBI, που δεν τον ξέχασε ούτε μετά το θάνατό του, επισημαίνοντας την «ανάρμοστη κατάσταση, κάποιος που υπήρξε μέλος μιας οργάνωσης που πιστεύει στην ανατροπή της κυβέρνησής μας με τη βία να θάβεται σαν ήρωας, ανάμεσα σ’ εκείνους που έδωσαν τη ζωή τους υπέρ αυτής της κυβέρνησης.»…

«Αχ! Βαχ! Μ’ έφαγες!»

«Αι αρχαίαι συνήθειαι των αγρίων και των πρωτόγονων», γράφει ο Λομπρόζο, «διεσώθησαν μέχρι σήμερον δια μέσου των τάξεων εκείνων, αι οποίαι διετήρησαν (όπως τα θαλάσσια βάθη διατηρούν την αυτή θερμοκρασίαν) τας συνήθειας, τας δεισιδαιμονίας, τα πάθη, τας ματαιοδοξίας και την επίδειξιν του γυμνού».

Το 1929, ο στιγματισμός είναι όχι μόνο γνώρισμα απλής λαϊκότητας του στιγματισμένου, αλλά έχει ακόμα ειδικότερο χαρακτήρα. Τα «Αχ! Βαχ! Μ’ έφαγες!» των βαρυποινιτών, οι καρδιές διαπερασμένες από τα στιλέτα του πάθους και τα «Εφ’ όρου ζωής» είναι κάποιες από τις απεικονίσεις που βλέπουμε στα στήθη των γυναικών και των ανδρών της ειδικής τάξεως που επιβλέπει η αστυνομία.

Εμπρός στο στιγματισμό αναγνωρίζουμε αμέσως ορισμένη τάξη ανθρώπων, χωρισμένη σε τρεις κύριους κλάδους. Σε εκείνον των εργατικών, εκείνον του «κακού δρόμου» και εκείνον του στρατώνα, ιδιαίτερα του ναυτικού. Στον δεύτερο κλάδο, του «κακού δρόμου» της φυλακής ή του οίκου ανοχής, οφείλουμε να περιλάβουμε τα δύο φύλλα, ο βίος των οποίων κοινωνικώς δεν παρουσιάζει ουσιώδεις διαφορές.   

Στον κλάδο αυτόν οφείλεται και η σχεδόν θρυλική  -δια μέσου των λαϊκών στρωμάτων όλων των κλιμάτων- φήμη του τατουάζ, διότι αυτοί οι τύποι της φυλακής, του χασισοποτείου, του χαμαιτυπείου έδωσαν στην προϊστορική παράδοση του στιγματισμού το χρώμα της ειδικής αισθηματολογίας η οποία εκλαϊκεύθηκε δια μέσου των μυθιστορημάτων.

Η πολύχρωμος απεικόνιση της θρυλικής γοργόνας στο μπράτσο του χασισοπότη ή το ερωτικό βέλος που σχίζει στα δύο την καρδιά της δυστυχισμένης γυναίκας του χαμαιτυπείου, όλα τα χρωματοκεντημένα σύμβολα στο δέρμα των καταδίκων υπήρξαν αρκετά για να κεντήσουν την περιέργεια και, μεταξύ του πλήθους, πολλές φορές και ένα είδος θαυμασμού προς τον περιπετειώδη και αλλόκοτο άνθρωπο, που μαζί με την ψυχή του παρέδωσε και το δέρμα του στη μοίρα της απώλειας.

Τα σύμβολα και τα ρητά που έχει συλλέξει η εγκληματολογία, ασχολούμενη ειδικά με τις συνθήκες και την ψυχολογία των στιγματισμένων, αποτελούν ολόκληρο κεφάλαιο.

«Κάλλιον ο θάνατος παρά να αλλάξω» είναι μια φράση που στολίζει συχνά το μπράτσο ή το στήθος του κατάδικου κάτω από μια νεκροκεφαλή. Άλλη μια φράση είναι η «Άνθις του κατέργου» ή «Τιμή εις τους μάρτυρας της αδικίας» ή «Φίλος της εναντιότητας» ή «Θάνατος στις άπιστες» ή «Ζήτω η εκδίκησις» ή «Το κάτεργο είναι η μοίρα μου».

Στο κατάστικτο στήθος ενός κατάδικου η αστυνομία διάβασε και αυτούς τους στίχους, οι οποίοι μαρτυρούν ότι η ποίηση δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο του καφενείου αλλά καλλιεργείται και στη φυλακή.

«Το παρελθόν μ’ εγέλασε

Το  σήμερον με τυραννεί

Το μέλλον με τρομάζει»

Εξίσου περίεργη επιγραφή είναι εκείνη με την οποία άλλος κατάδικος κέντησε την πλάτη του. Κάτω από ένα σταυρό, τον οποίον περιβάλλει η αφιέρωση «Στη μάνα μου», διαβάζει κανείς τον φοβερό όρκο: «Θάνατος στους βλάκες».

Διασκεδαστική είναι επίσης η βεβαίωση μιας ιέρειας της Αφροδίτης, ισχυριζόμενης ότι «Εκείνος που θα αγαπήσω μετά τον Λέοντα δεν θα είναι παρά χήνα».

Η ληστεία της Πέτρας VΙΙ

Κεφάλαιο 13 (1 Οκτωβρίου 1929)

«Την εκτέλεση του σχεδίου ανέλαβε ο Λάμπρος Στάθης συνεννοούμενος ιδιαίτερα με τον Ματσάγκα, μετεχόντων και των Καψάλη, Κώτση, Διαμαντή, Βασιλειάδη», συνεχίζει την απολογία του, στο Ειδικός Πενταμελές Εφετείο Κέρκυρας, ο Γιάννης Ρέντζος.       

«Πέντε μέρες πριν την ληστεία, ήρθαν στα Ιωάννινα ο Λάμπρος Στάθης, ο Μερεμέτης και ο Γιώργος Διαμαντής και, αφού συγκέντρωσαν και τους άλλους αυτουργούς, μετέβησαν στον τόπο της ληστείας, πλην του Διαμαντή, που παρέμεινε για παρακολούθηση στα Ιωάννινα. Επειδή όμως η χρηματαποστολή καθυστερούσε, ο Μερεμέτης επέστρεψε στα Ιωάννινα για να ζητήσει πληροφορίες και έμαθε ότι η χρηματαποστολή θα έφτανε την Κυριακή. Ακριβώς το Σάββατο, ο Ματσάγκος μού ανακοίνωσε την ώρα της άφιξης, προσθέτοντας ότι μεταφέρει 15 εκατομμύρια. Εγώ τότε έδιωξα τον Ματσάγκα, ο οποίος έσπευσε να συναντήσει τον Διαμαντή στον τόπο, λέγοντας ότι αν αυτή τη φορά δεν πετύχει, να μην  επιστρέψει κανείς. Έμαθα όμως κατόπιν ότι ο Καψάλης δεν μετέβη για τη ληστεία, επειδή στο δρόμο αναγνωρίστηκε ότι αρχηγοί ήταν ο Λάμπρος Στάθης και ο Μερεμέτης. Ο ξάδελφός μου, Αθανάσιος Ρέντζος, δεν μετείχε.

»Μετά τη ληστεία σκεφτόμουν να καταδώσω τους δράστες, γιατί η κοινή γνώμη υπεδείκνυε εμάς ως ενόχους. Έμαθα όμως από τον Γιώργο και Λάζαρο Μητροκώστα ότι καταζητούμασταν να συλληφθούμε και αποφάσισα να παραδοθώ. Ο Λάζος Μητροκώστας με ρώτησε τι να πουν στην ανάκριση, αν κληθούν. Εγώ τότε τους απάντησα ότι ο καθένας ας αποδείξει το άλλοθί του.

»Ο Λάμπρος Στάθης με επισκέφτηκε ασθενούντα την τέταρτη μέρα μετά τη ληστεία και εγώ κατέκρινα την πράξη τους και τους έβρισα. Κατόπιν τούτου, φοβόμουν μήπως συλληφθώ, ρώτησα σχετικώς δυο δικηγόρους, οι οποίοι μου είπαν ότι υπάρχει κίνδυνος να τουφεκισθούμε, αν βρίσκονταν μάρτυρες να μας ενοχοποιήσουν.         

»Όταν είδαμε ότι άρχισαν οι συλλήψεις φύγαμε, αφού φροντίσαμε να παραλάβουμε μέρος των χρημάτων της ληστείας».

Κεφάλαιο 14 (Αύγουστος του 1923)

Τα δάχτυλα του Χρηστάκη τρέμουν όσο έχει στα χέρια του τον κλήρο που θα ορίσει την τύχη του. Τον ανοίγει. Τους τον δείχνει. 

«Μπράβο, μπράβο!» φωνάζουν όλοι, χαρούμενοι  που την είχε γλιτώσει. Μόνο ο Συντόρης θύμωσε.

«Να δω και τα άλλα», λέει. «Κάποια προδοσία έγινε κι εδώ»..

Απλώνει το χέρι του να αρπάξει τα χαρτιά για να δει μέσα. Χύμηξε όμως ο Θύμιος και τα πετάει κάτω στη λαγκάδα.

«Κανείς δεν πρέπει να ξέρει τι θέλει και τι κάνει η τύχη», του εξηγεί.

Ο Συντόρης κατάλαβε πως όλοι, εκτός από τον ίδιον, είχανε ρίξει «όχι». Δεν μίλησε εκείνη τη στιγμή, γιατί δεν μπορούσε να τα βάλει με όλους, όμως τα μάτια του άστραφταν. Ο Θύμιος προσπάθησε να συμβιβάσει τα πράγματα. Είπε πως οι καινούριες συνεννοήσεις θα γίνουν μέσα στο λημέρι. Έτσι κι έγινε. Κατέβηκε ο ίδιος κάτω στην πολιτεία και ειδοποίησε τους απεσταλμένους, μέσω ενός φίλου τους χωριάτη, να περιμένουν το επόμενο βράδυ κοντά στη λίμνη. Έμεινε εκεί κρυμμένος όλη τη μέρα και, όταν σουρούπωσε, φάνηκαν. Ήταν ο κύριος Καγιάς και ο κύριος Παπαθανασίου.

«Βρε Θύμιο», του λέει ο Καγιάς, «σαν πολύ δεν τον κρατήσατε τον άνθρωπο; Πάνε δυο μήνες μεθαύριο από τότε που τον πιάσατε».

«Τι φταίω γω; Σεις γιατί δεν πληρώνετε; Εμείς βαστάμε το λόγο μας και δεν τον σφάζουμε, εσείς δεν τον κρατάτε.»

«Καλά, καλά! Θα τα κανονίσουμε απόψε…»

Με την κουβέντα αυτή ξαγρύπνησαν όλοι. Και ο Χρηστάκης ο κακομοίρης σαν είδε τους απεσταλμένους, έπεσε στην αγκαλιά τους κλαίγοντας. Μόλις πέρασε η συγκίνηση, κάτσανε σταυροπόδι.

«Στο ψητό!» λέει ο Συντόρης.

Ο Καγιάς αρχίζει πάλι το παλιό του παραμύθι:

«Αμνηστία αν αφήσετε τον αιχμάλωτο ελεύθερο».

«Άλλαξε το φύλλο σου», του λέει ο Συντόρης.

«Λοιπόν, παιδιά! Ντόμπρα πράγματα. Όλα-όλα τα λεφτά που μάζεψε η οικογένεια δεν είναι ούτε παραπάνω ούτε παρακάτω. Ένα εκατομμύριο έχετε να τους απολύσετε τον άνθρωπο. Ζητώ απάντηση χωρίς άλλη κουβέντα.»

Κοιτάζονται όλοι στα μάτια.

«Λίγα είναι», λέει ο Γιάννης

«Μα δεν υπάρχουν άλλα λεφτά», επιμένει ο Καγιάς. «Στην τιμή μου. Έλα μπρος, καλά είναι!»

Τους κοιτάζει ο Γιάννης πάλι όλους στα μάτια. Όλοι θέλουν να τελειώσει αυτή η φασαρία με όσα κι όσα.

«Καλά», λέει. «Φέρτε τα».

Ο Συντόρης πετάγετε όρθιος και αναμαλλιασμένος από τη θέση του.

«Τι! Μόνο ένα εκατομμύριο θα δώστε;»

Ο Καγιάς γελάει.

«Παιδί μου, μην είσαι ανέμυαλος. Τόσα έχουμε. Αν δεν τα πάρετε αυτά, θα τα χάσετε κι αυτά κι ύστερα…»

«Ε! Ύστερα», φωνάζει με λύσσα, «θα του κόψω το μουσούδι και θα σας το στείλω να το κάνετε βραστό».

«Δεν είσαι καλά», λέει ο Καγιάς.

«Έτσι λες; Κάτσε να δεις!»

Έξω φρενών ο Συντόρης σαν λυσσασμένος σκύλος τραβάει τη δίκοπη μαχαίρα του και σαλτάρει στο μέρος του αιχμαλώτου.

«Βοήθεια! Βοήθεια!» φωνάζει ο δόλιος ο Χρηστάκης.

Λίγο ακόμα και το κακό θα τελείωνε. Ο Συντόρης θα έσφαζε τον αιχμάλωτο σαν κοτόπουλο. Προφταίνει ο Γιάννης σύγκαιρα. Τον βουτάει από τους δυο ώμους, του στρίβει το χέρι, του το παραλύει και η δίκοπη μάχαιρα πέφτει κάτω. Καταφέρνει, καθώς τον είχε πιασμένο από πίσω, να του πάρει το τουφέκι. Η λύσσα του Συντόρη φτάνει σε βαθμό έξαρσης τέτοιον, που ορμάει να πνίξει τον Γιάννη με τα χέρια του μόλις εκείνος τον αφήνει. Οι υπόλοιποι τους χωρίζουν και παίρνουν το μέρος του Γιάννη. Συμφωνούν να γίνει ό,τι πρέπει για να τελειώνουνε. Ο Καγιάς βλέποντας τα ρεζιλίκια τους τρίβει τα χέρια του ότι μπορεί να τους τη φέρει. 

«Κανονίστε τα», λέει. Ένα εκατομμύριο είναι έτοιμο. Παραγγείλτε πού θέλετε να το πάρετε. Εμείς, σαν τίμιοι άνθρωποι, θα σας το δώσουμε. Κι εσείς, σαν τίμιοι άνθρωποι, θα μας στείλετε τον αιχμάλωτο».

*

Δυο μέρες μετά, τους παραγγείλανε να περιμένουν στην ίδια μεριά με το εκατομμύριο στο χέρι να πάρουν τον αιχμάλωτο. Καλού κακού, τον Συντόρη τον πήρανε κοντά στον τόπο που θα συναντιόνταν με τους απεσταλμένους, για να είναι μπροστά στο μέτρημα και μήπως στην απουσία τους ξεπαστρέψει τον αιχμάλωτο. Ο αιχμάλωτος έμεινε στο λημέρι και τον φρουρούσε κάποιος άλλος.

«Πού είναι ο Χρηστάκης;» ρωτάει ο Καγιάς με το δέμα στο χέρι.

«Δεν έχει έρθει η ώρα ακόμα να φύγει», του αποκρίνεται ο Γιάννης. Τα λεφτά πού είναι;

«Τον άνθρωπο! Του βγάλατε την ψυχή. Εξήντα εφτά ημέρες είναι τώρα στα βουνά μαζί σας.»

«Εμείς δεν φταίμε! Εσείς αργήσατε τα λεφτά. Μόλις τα δώσετε, ο αιχμάλωτος θα γυρίσει σπίτι του.»

«Να δούμε», λέει ο Καγιάς, κουνώντας το κεφάλι του και τους δίνει το δέμα. «Εδώ είναι τα λεφτά».

Τα ανοίγει ο Γιάννης. Ήταν πέντε καινούρια κατοστάρικα κι άλλα χαρτονομίσματα. Ο Συντόρης κοιτάζει με γουρλωμένα τα μάτια.

«Να τα μετρήσουμε», λέει και σταυροποδιάζεται κάτω.

«Να σας πω την αλήθεια, βρε παιδιά», πετάγεται ο Καγιάς, «οκτακόσιες πενήντα χιλιάδες είναι».

«Μπα! Δεν πειράζει», λέει ο Συντόρης, πνίγοντας τις λέξεις στο ειρωνικό του σάλιο. «Και λιγότερα να στέλνατε, τι λόγος! Εμείς πλούσιοι άνθρωποι είμαστε. Αν θέλατε, θα σας τον χαρίζαμε. Έτσι δεν είναι, καπεταν-Γιάννη;»

«Έκανες πολύ άσχημα να φέρεις τόσα λίγα κι όχι ένα εκατομμύριο», λέει ο Γιάννης του Καγιά. «Αφού έχουμε όμως στο χέρι τις οχτακόσιες πενήντα, τις κρατάμε».

«Μα δεν έχουν άλλα!»

«Καλά, πήγαινε εσύ στην ευχή του Θεού, πάμε κι εμείς στο λημέρι μας και θα δούμε τι θα γίνει.»

«Μη χαλάστε το παιδί!»

«Πάνω στο λημέρι θα σκεφτούμε αν πρέπει να κρατήσουμε αυτά ή να σου ζητήσουμε και τα ρέστα για το ένα εκατομμύριο. Σε τρεις μέρες θα σου παραγγείλουμε. Αλλιώς, θα αφήσουμε τον αιχμάλωτο ελεύθερο. Άντε, γεια σου.»

*

Φτάνουνε στο λημέρι. Τα παιδιά περιμένουν. Πέντε ήταν όλοι, αλλά δεν ήταν μόνο αυτοί που θα έπαιρναν μερτικό. Ήταν άλλοι έξι ακόμα. Δυο πράκτορες, που είχαν σχεδιάσει τη ληστεία, ένας οδηγός, αυτός δηλαδή που πήγαινε και ερχόταν να ειδοποιεί τους απεσταλμένους και να βλέπει τα αποσπάσματα, και τρεις ακόμα τσελιγκάδες, που τους έκρυβαν στη στάνη και τους έστελναν ψωμί και φαΐ. Ο Γιάννης και ο Θύμιος πήρανε 200 χιλιάδες. Ο Συντόρης, για να μην γκρινιάζει περισσότερο, πήρε μόνος του άλλες 150 χιλιάδες. Από 75 πήραν οι άλλοι δυο. Τις 250 τις πήραν οι δυο πράκτορες, και όσα απέμειναν οι οδηγοί και οι τσελιγκάδες.  

Μόλις μοιράσανε τα λεφτά, λένε στον Χρηστάκη να ετοιμαστεί. Εκείνος πανιάζει από το φόβο του.

«Τι έκανα;» ρωτάει.

«Τίποτα, φύγε!»

Ήταν όμως γραφτό να μη γλιτώσει. Η τύχη του το ήθελε. Εκτός από τον κίνδυνο του Συντόρη, ήταν και άλλοι. Ήταν η συμμορία του Τσόγκου που είχε βάλει σκοπό να τον πάρει από αυτούς και να κάνει και αυτή τη δουλειά της. Και αφού αυτοί είχανε πάρει τα λύτρα, εύκολο ήταν στον δρόμο που θα πήγαινε να τον πιάσουν και να ζητάνε κι αυτοί λύτρα.

Μόλις ο Χρηστάκης κατάλαβε πως ήταν η ώρα για να φύγει, πήρε το μπαστούνι του, ένα μπαστούνι που το είχε φτιάξει ο Γιάννης για τις πεζοπορίες στις οποίες υποβάλλονταν, και με μάτια δακρυσμένα ζήτησε να τους χαιρετήσει όλους. Τον χαιρέτησαν όλοι με συγκίνηση, και ακόμα και ο Συντόρης εκείνη τη στιγμή ήταν δακρυσμένος.

«Έλα, πάμε τώρα», του λέει ο Γιάννης. «Περνάει η ώρα και στο σπίτι σου θα ανησυχούν».

Τον πήραν από κοντά ο Γιάννης κι ο Θύμιος για να τον προστατέψουνε από τη συμμορία του Τσόγκου. Περπάτησαν το συντομότερο δρόμο, λέγοντας διάφορα πράγματα. Το παιδί έβηχε συχνά.

«Κρυολόγησα», έλεγε.

«Έχεις δίκιο, μωρέ Χρήστο μου», του απαντούσε ο Θύμιος, «αλλά δεν φταίμε εμείς. Η οικογένειά σου φταίει που άργησε να στείλει τα λύτρα».

Κάποτε έφτασαν στη θέση «Κατσίκα». Ήταν κοντά πια μέχρι να φτάσει στα Γιάννενα.

«Τώρα είναι καλός ο δρόμος και ήσυχος. Σε λίγο θα είσαι στην πόλη. Άντε, στο καλό, και να ξέρεις ένα πράγμα. Στ’ ορκίζομαι, στο ψωμί που έχουμε φάει μαζί, πως για ό,τι θελήσεις είμαι δικός σου. Γράψε μου ποιος σε πείραξε και το διορθώνω. Γράψε μου ποιος σε άγγιξε και του παίρνω το κεφάλι.»

Ο Χρηστάκης έπεσε στην αγκαλιά του Γιάννη και τον φίλησε. Τον πήραν και αυτόν τα κλάματα. Εβδομήντα μέρες ζωή είχαν κάνει μαζί.

(*Αυτό το ψυχολογικό φαινόμενο, κατά το οποίο όμηροι εκφράζουν συμπάθεια και συμπόνια και έχουν θετικά συναισθήματα προς τους απαγωγείς τους σε βαθμό που δημιουργείται ένας ανεξήγητα βαθύς δεσμός, μερικά χρόνια αργότερα οι επιστήμονες θα το ονομάσουν «Σύνδρομο της Ηπείρου».)

Έφτασε σε κάμποση ώρα στα Γιάννενα. Με τα μακριά του πια μαλλιά και τα αξύριστά του γένια φάνηκε σαν ληστής κι αυτός. Τον περίμεναν στο σπίτι του ο συνταγματάρχης Αδαμίδης, η μάνα του, τα αδέλφια του και ο Μασταλούδας. Έβηχε πολύ. Ρίχτηκαν όλοι στην αγκαλιά του και τον φιλούσαν και έκλαιγαν. Ύστερα από λίγες ημέρες έφυγαν όλοι για το Βουκουρέστι και εκεί αρρώστησε και πέθανε.

(Το επόμενο Σάββατο στο red n’ noir: Όχι, να μην είναι τα σάβανά σας όπως θέλει ο παλιόκοσμος. Να σας δώσουν την ελευθερία σας | Πρέπει να μάθεις μερικά πράγματα, γιατί εδώ είμαστε στον τόπο της Καμόρας)

Σειρά σου τώρα

Μιλήσεις ή σωπάσεις, είναι δική σου επιλογή. Πάντα μου έκανε εντύπωση πότε επιλέγει να το βουλώσει ο άνθρωπος. Είμαι σχεδόν 26 πια, κι έχω ήδη αμέτρητες ιστορίες να διηγηθώ. Ιστορίες καταπάτησης δικαιωμάτων, ιστορίες βίας, φόνου παιδιών. Απ’ τα όργανα εξουσίας. Τρέμω για αυτά που θα ‘χω να διηγηθώ στα 36. Κι αυτό είναι θλιβερό. Δεν επιθυμώ να πω ονόματα ή να αναλύσω κάποιο συμβάν. Κι αυτό γιατί θέλω να σου δώσω τα δεδομένα ως έχουν. Δίχως συναισθηματισμούς. Ούτε θα σου πω να σωπάσεις ή να μιλήσεις. Όμως σκέψου. Για να έχουμε τόσες ιστορίες να διηγηθούμε, σκέψου, πόσες φορές σωπάσαμε. Υπάρχουν ζώα που σκοτώνουν για να επιβιώσουν ή που μάχονται για να κυριαρχήσουν. Είναι ο νόμος της φύσης. Κανένα όμως ζώο δε δείχνει τα δόντια του, μόνο για να διασκεδάσει. Κι έτσι, τα όργανα εξουσίας, δε ξέρω σε ποια κατηγορία να τα κατατάξω. Δε θα σου πω να μιλήσεις ή να σωπάσεις. Θα πω μόνο, πως όταν αυτοί μιλούν, εσύ μίλα δυνατότερα. Είμαι σχεδόν 26 πια κι ως τώρα δεν έχω δει τίποτα πιο δειλό, πιο άνανδρο, πιο απεχθές, πιο βρώμικο, απ’ τα όργανα εξουσίας. Όταν αυτοί μιλούν λοιπόν, εσύ μίλα δυνατότερα. Μιλούν. Άκου. Είναι σειρά σου τώρα.

Δημήτρης Κουσουρής: «Δίκες των δοσίλογων 1944–1949»

Ήταν 16 Ιουνίου του 1998. Τις προηγούμενες ημέρες, ένα πλατύ κίνημα εκπαιδευτικών, φοιτητών, μαθητών και αλληλέγγυων αγωνιζόταν με κάθε τρόπο να ακυρώσει τον διαγωνισμό του ΑΣΕΠ των εκπαιδευτικών. Τα εξεταστικά κέντρα και οι δρόμοι γύρω από αυτά είχαν μετατραπεί σε πεδία μάχης, σε έναν από τους πιο μαζικούς και συγκρουσιακούς αγώνες που γνώρισε το μεταπολιτευτικό εργατικό κίνημα.  Εκείνο το πρωί  της 16ης Ιουνίου, διεξαγόταν στην Ευελπίδων το δικαστήριο των συλληφθέντων αγωνιστών των συγκρούσεων. Ταυτόχρονα, μέλη της Χρυσής Αυγής δικάζονταν για παλιότερη επίθεση εναντίον μελών του ΣΕΚ. Με το πέρας της διαδικασίας, κατά τον προσφιλή τους τρόπο, οι ναζιστές, ως τσούρμο δολοφόνων, επιτέθηκαν με λοστούς και καδρόνια σε τρεις φοιτητές της νεολαίας Κομμουνιστική Απελευθέρωση, τραυματίζοντας τον έναν πολύ σοβαρά στο κεφάλι. Αυτός ο φοιτητής ήταν ο Δημήτρης Κουσουρής .

Ο Δημήτρης Κουσουρής έδωσε μάχη για να κρατηθεί στη ζωή και τα κατάφερε. Είναι ένα απ’ αυτά τα σύμβολα που μας θυμίζουν πως ο αγώνας για ζωή και ελευθερία πάντα θα σταματάει τη φασιστική κτηνωδία. Σήμερα, ο Δ. Κουσουρής είναι καθηγητής ιστορίας  και συμβάλλει με τον τρόπο του στον αγώνα της μνήμης ενάντια στο σκοτάδι του φασισμού. Σήμερα, που η δίκη της Χρυσής Αυγής μπαίνει στην τελική της ευθεία, η ιστορική μελέτη «Δίκες των δοσίλογων 1944–1949. Δικαιοσύνη, συνέχεια του κράτους και εθνική μνήμη», που εκδόθηκε πριν από έξι χρόνια από τις εκδόσεις Πόλις, αποκτά μια νέα επικαιρότητα. Πώς συμπεριφέρθηκε το ελληνικό κράτος στους προγόνους των χρυσαυγιτών; Ας μην ξεχνάμε τι έλεγε ο φύρερ Μιχαλολιάκος σε συγκέντρωση της συμμορίας του: «Είμαστε η σπορά των νικημένων του 1945. Αυτοί είμαστε. Οι εθνικιστές, οι εθνικοσοσιαλιστές, οι φασίστες!».

Η απελευθέρωση της Ελλάδας από την ναζιστική κατοχή έφερε μαζί της ελπίδες για το χτίσιμο μιας νέας ζωής, που γεννήθηκαν από το γιγαντιαίο κίνημα της εαμικής αντίστασης. Οι κυρίαρχες πολιτικές ελίτ είχαν απαξιωθεί πλήρως, καθώς είτε συνεργάστηκαν μα τους κατακτητές είτε τα μαζέψανε και φύγανε για το Κάιρο. Έτσι, ο κυρίαρχος διπολισμός βενιζελικών– μοναρχικών υποχώρησε μπροστά στην ταχύτατη ανάπτυξη του λαϊκού κινήματος, το οποίο δεν περιορίστηκε μονάχα στη στρατιωτική αντιπαράθεση του ΕΛΑΣ με τους κατακτητές, αλλά απελευθέρωσε τεράστιες ποσότητες λαϊκής αυτενέργειας. Οι πολιτικές ισορροπίες και η διάταξη των πολιτικών δυνάμεων δεν θύμιζαν σε τίποτα την προκατοχική περίοδο. Ήταν τέτοια η ένταση και η έκταση του λαϊκού πόθου για ελευθερία, που ανάγκασε τον πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου (γνωστό και ως «παπατζή») να υιοθετήσει την έννοια της «λαοκρατίας» στον «Λόγο της απελευθέρωσης» που εκφώνησε την 18η Οκτωβρίου του 1944. Στο λόγο αυτό ο Παπανδρέου παραδεχόταν πως «η Ηγέτις Τάξις, κατα μέγα μέρος, δεν απεδείχθη αξία του Λαού», ενώ υποσχόταν την παραδειγματική τιμωρία των δοσίλογων: «Το Εθνικὸν Συμβόλαιον του Λιβάνου επαγγέλλεται την επιβολὴν σκληρών κυρώσεων κατά των προδοτών της Πατρίδος και των εκμεταλλευτών της δυστυχίας του Λαού μας. Με το Διάγγελμα της 4ης Σεπτεμβρίου, η Κυβέρνησις επανέλαβε την υπόσχεσιν ότι η Εθνική Νέμεσις θα είναι αδυσώπητος. Και τώρα θα τηρήση την υπόσχεσίν της».

Οι εξελίξεις όμως δεν επιβεβαίωσαν την υπόσχεση του Παπανδρέου. Η «Εθνική Νέμεσις» στο τέλος φάνηκε αδυσώπητη εναντίον του εαμικού κινήματος και των κομμουνιστών που στάθηκαν στην κεφαλή του, ενώ έδειξε επιείκεια στους άσωτους υιούς της, τους δοσίλογους, τους συνεργάτες των φασιστών, τους μπουραντάδες και τους ταγματασφαλίτες. Οι κυρίαρχες προπολεμικές ελίτ μαζί με τις ελίτ που αναδύθηκαν από τη δυστυχία της Κατοχής έβλεπαν πως το εαμικό λαϊκό κίνημα απειλούσε την πρωτοκαθεδρία τους και θέλησαν να κερδίσουν το χαμένο έδαφος. Η επίθεση στο εαμικό κίνημα ήταν αστραπιαία. Η ήττα στη μάχη του Δεκέμβρη, η βρετανική επέμβαση και η λευκή τρομοκρατία που ακολούθησε τη Βάρκιζα δημιούργησαν το κατάλληλο υπόβαθρο για να χτιστεί από την αρχή το αντικομμουνιστικό κράτος των εθνικοφρόνων, το οποίο εμφανιζόταν ταυτόχρονα ως «αντιφασιστικό κράτος» σε μια πρώιμη εκδοχή της θεωρίας των δυο άκρων.

Στο πλαίσιο αυτό, δημιουργήθηκε ο μύθος της «ομόθυμης και καθολικής αντίστασης των Ελλήνων απέναντι στο φασιστικό ζυγό», σε μια προσπάθεια να συγκαλυφθεί το βάθος και η έκταση του φαινομένου της συνεργασίας με τους κατακτητές. Με βάση αυτόν το μύθο, κατά τον οποίο το φαινόμενο του δοσιλογισμού αφορούσε μια μικρή ανάξια ελίτ, επανεντάχθηκαν πλήρως στον εθνικό κορμό οι χιλιάδες συνεργάτες των κατακτητών, ώστε να συμμετέχουν εξαγνισμένοι στον αγώνα εναντίον του «σλαβοκομμουνισμού».

Έτσι λοιπόν, τα Ειδικά Δικαστήρια Δοσίλογων από το 1945 έως το 1949 δίκασαν ένα μικρό μονάχα αριθμό δοσίλογων, απαλλάσσοντας τη συντριπτική πλειοψηφία τους, μένοντας στη λαϊκή μνήμη ως «αθωοδικεία». Την ίδια ώρα, τα έκτακτα στρατοδικεία εξαντλούσαν την αυστηρότητά τους εναντίον των αριστερών, των κομμουνιστών κι άλλων δημοκρατών που πολέμησαν για την απελευθέρωση της Ελλάδας από το φασιστικό ζυγό.  Όπως γράφει ο Κουσουρής: «Όπως είδαμε, οι διοικητικές ή πολιτικές κυρώσεις εις βάρος των δοσίλογων, που αλλού επιβάλλονταν κατά εκατοντάδες, στην Ελλάδα ήταν σχεδόν ανύπαρκτες. Αντιθέτως, οι απολύσεις εαμικών υπολογίζονται σε χιλιάδες. Ο αριθμός των ποινικών κυρώσεων που επιβλήθηκαν στους αριστερούς αγωνιστές ήταν εφτά με δέκα φορές μεγαλύτερος από τον αντίστοιχο των δοσίλογων. Η σύγκριση με τον υπερεκατονταπλάσιο αριθμό εκτελέσεων αριστερών κρατουμένων φέρνει στο φως την αποτρόπαιη όψη της μεταπολεμικής ελληνικής Δικαιοσύνης. Σύμφωνα με τις πιο μετριοπαθείς εκτιμήσεις, από τις 7200 θανατικές ποινές που εκδόθηκαν εις βάρος αριστερών αγωνιστών από τα έκτακτα στρατοδικεία μεταξύ 1946 και 1949, εκτελέστηκαν περίπου οι 3500. Το ποσοστό που προκύπτει στην παραπάνω κλίμακα –σχεδόν 50 ανά 100.000 κατοίκους– είναι από 20 έως 100 φορές υψηλότερο από εκείνο των δοσίλογων που είχαν εκτελεστεί με νόμιμες διαδικασίες, στο πλαίσιο των δικαστικών εκκαθαρίσεων σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Το γεγονός και μόνο ότι στην Ελλάδα σε κάθε δοσίλογο που εκτελέστηκε από την επίσημη Δικαιοσύνη αντιστοιχούν 140 εκτελεσμένοι κομμουνιστές καταδεικνύει τον επιφανειακό και προσχηματικό χαρακτήρα της δίωξης των δοσίλογων».

Ενδεικτικό για την ασυμμετρία της αντιμετώπισης δοσίλογων και εαμικών ήταν το Θ’ Ψήφισμα  «περί εξυγιάνσεως των Δημοσίων Υπηρεσιών» (28 Ιουνίου 1946), στο οποίο από τη μια προβλεπόταν απόλυση μόνο για «εκούσια και συνειδητή συνεργασία» με τους κατακτητές, ενώ από την άλλη η απόλυση αφορούσε «οιαδήποτε συμμετοχή ή συνέργεια εις την εκδήλωσίν της από 3 Δεκεμβρίου 1944 μέχρι 12 Φεβρουαρίου 1945 στάσεως και οιαδήποτε έκτοτε δράσιν –ή συμμετοχή εις τοιάυτην– κατά της εν τω Κράττει εννόμου τάξεως».  

Για το τέλος, αναφέρουμε τη δίκη των κατοχικών κυβερνήσεων, η οποία επίσης αποδείχθηκε μια φάρσα, αφού οι μάρτυρες κατηγορίας μετατρέπονταν σύντομα σε μάρτυρες υπεράσπισης για τις δοσιλογικές κυβερνήσεις και τα Τάγματα Ασφαλείας. Σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου, τα Τάγματα Ασφαλείας δεν αποσκοπούσαν στην άσκηση βίας εναντίον Ελλήνων λόγω της δράσης τους εναντίον των κατακτητών, αλλά στην αποκατάσταση της δημόσιας τάξης στην ύπαιθρο και τις πόλεις, «ήτις είχεν επικινδύνως από του θέρους του 1942 διασαλευθεί ως εκ της δράσεως κακοποιών στοιχείων, εκτραπέντων εις κατάλυσιν αρχών, φόνους οργάνων της τάξεως και πολιτών». Εν τέλει, σε θάνατο καταδικάστηκε ο Τσολάκογλου μαζί με δύο υπουργούς Οικονομικών κατοχικών κυβερνήσεων (Γκοτζαμάνης, Τσιρονίκος), ενώ οι άλλοι δύο κατοχικοί πρωθυπουργοί (Λογοθετόπουλος και Ράλλης) καταδικάστηκαν σε ισόβια. Καμιά από τις θανατικές ποινές δεν εκτελέστηκε. Μονάχα ο Ράλλης πέθανε στη φυλακή, ενώ ο Τσολάκογλου πέθανε στο Νοσηλευτικό Ίδρυμα του Μετοχικού Ταμείου Στρατού. Οι Τσιρονίκος και Γκοτζαμάνης αποφυλακίστηκαν λίγα χρόνια αργότερα. Όπως αναφέρει ο Πολυμέρης Βόγλης: «Γενικά μέχρι το 1948 μόνο εικοσιπέντε δοσίλογοι είχαν εκτελεστεί, γεγονός που επιβεβαίωνε τη διάχυτη στην κοινή γνώμη πεποίθηση ότι στην Ελλάδα η συνεργασία με τον εχθρό είχε μείνει ατιμώρητη» (Π. Βόγλης, Η αδύνατη επανάσταση, εκδόσεις Αλεξάνδρεια).

Περιοδικό Misfit: Κουβέντα για τους πρόσφυγες, τα camps και τις ΜΚΟ

Στο σημερινό (καραντινάτο ακόμα) Κυριακάτικο red n’ noir κουβεντιάζουμε για το πρώτο τεύχος του περιοδικού Misfit (εκδόσεις oposito) με θέμα τους πρόσφυγες, τα camps και τις ΜΚΟ. Οι τρεις καλεσμένοι μας, μας μιλάνε για τα άρθρα που έχουν γράψει.

Ο Νίκος Μυλανώς (υποψήφιος διδάκτορας στο Πανεπιστήμιο του Ντάραμ) μας ξεναγεί στο περιοδικό και συγκεκριμένα στο πρώτο τεύχος του.

Ο Ερβίν Σέχου (ακαδημαϊκός ερευνητής και εργαζόμενος σε ΜΚΟ) μας εξηγεί το πώς στερείται η εμπρόθετη δράση από τους πρόσφυγες μέσω της πολιτικής των ΜΚΟ αλλά και για τις εργασιακές συνθήκες σε αυτές.

Ο Στάθης Παπασταθόπουλος (Επίκουρος Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων) μας εξηγεί τον «παιδαγωγικό» χαρακτήρα που έχουν οι στρατηγικές διαχείρισης του προσφυγικού, υπό την έννοια ότι οι πρόσφυγες «παιδαγωγούνται» στο να έχουν περιορισμένες προσδοκίες και απαιτήσεις ως προς την ενδεχόμενη ένταξη τους στις κοινωνίες υποδοχής. Επίσης αναφέρεται στο πως οι πρόσφυγες τοποθετούνται σε μια θέση απόντων, πασχόντων και θυμάτων, αλλά όχι ως ενεργοί συμμέτοχοι σε ένα κοινωνικό παρόν που μοιραζόμαστε.

Η ληστεία της Πέτρας VΙ

Κεφάλαιο 11 (1η Οκτωβρίου 1929)

«Θα σας πω, κύριοι δικαστές, την αλήθεια.» Έτσι ξεκινάει ο Γιάννης Ρέντζος την απολογία του. «Έγινα εγκληματίας, γιατί σκότωσαν και λήστεψαν τον δυστυχισμένο πατέρα μου. Αλλά φαίνεται δεν έφτανε αυτό. Οι δολοφόνοι του εξακολουθούσαν και μετά το έγκλημα να μας κοροϊδεύουν. Αν έκανα κι άλλα εγκλήματα μετά το φόνο των δολοφόνων του, δεν φταίω εγώ γι’ αυτό. Φταίνε οι Τσάρας και Βασιλειάδης, ως και ο Μητροκώστας, οι οποίοι υπεδείκνυαν τα θύματα των ληστειών. 

»Οι δύο αυτοί εξακρίβωναν ποιοι είχαν περισσότερα χρήματα. Για τη ληστεία της Πέτρας έμαθα τον Αύγουστο του 1925 ότι ο Βασιλειάδης ζήτησε από τον Καψάλη πέντε ανθρώπους για να ληστέψουν τη χρηματαποστολή της Εθνικής Τράπεζας. Ο Καψάλης, όπως πληροφορήθηκα, δέχτηκε και άρχισε τις συνεννοήσεις με τη συμμορία του Καραπάνου, αλλά η απόπειρα αυτή απέτυχε, διότι οι συνεννοούμενοι δεν κατόρθωσαν να συμφωνήσουν.

»Μετά από αυτά, οι Βασιλειάδης και Καψάλης βρήκαν τον γαμπρό μου Γκάρτσο και του πρότειναν να συμμετάσχει στη ληστεία μιας άλλης χρηματαποστολής. Ο Γκάρτσος δέχτηκε και ανέλαβε, συμφωνώντας με τον Κίτσο Βαγγέλη και τον Μερεμέτη να δράσουν από κοινού. Αυτοί αναζήτησαν άλλους συντρόφους, αλλά δεν βρήκαν. Έτσι, η απόπειρα απέτυχε και μετά από είκοσι μέρες ο Γκάρτσος φονεύθηκε από τον Καραπάνο, ο οποίος μάλιστα επιδίωκε να φονεύσει και εμάς την εποχή εκείνη.   

»Ο Μητροκώστας, κατά τη μέρα εκείνη, ήρθε και μου ανακοίνωσε την αποτυχία του σχεδίου. Πρόσθεσε όμως ότι όλοι είναι αποφασισμένοι να επιχειρήσουν τη ληστεία, όταν θα γίνει νέα χρηματαποστολή, με τους Λάμπρο Στάθη, Μερεμέτη, Καψάλη. Τότε κι εγώ τους  ρώτησα πώς θα γίνει η ληστεία και ο Μητροκωστας μού είπε ότι θα αναγκάσουν τους συνοδεύοντες τη χρηματαποστολή να παραδοθούν και θα αφαιρέσουν τα χρήματα χωρίς να τους φονεύσουν. Εγώ τότε του είπα ότι είναι αδύνατον να γίνει έτσι το πράγμα, χωρίς το φόνο των συνοδών, και θα είναι βέβαιη η ανακάλυψη των δραστών. Ο Ματσάγκας, ο οποίος μετείχε στη συνεννόηση, μου είπε ότι αυτός θα δώσει τις αναγκαίες πληροφορίες για την ημέρα άφιξης της χρηματαποστολής, τις οποίες θα λάβει από υπάλληλο της τράπεζας.          

»Εξακολούθησα κατόπιν τις σχέσεις μου με τους οργανωτές της ληστείας, διότι χρειαζόμουν αυτούς για την εξόντωση των ληστών, την οποία, κατόπιν ειδικής συνεννόησης, μου είχαν αναθέσει οι αρχές.

»Μια μέρα, συναντηθήκαμε στο χωριό Μπισδούνι με τον Ματσάγκα και τον Σταμάτη, τον οποίο έβλεπα για πρώτη φορά. Καθίσαμε μαζί και τότε ο Ματσάγκας με ρώτησε γιατί δεν έγινε η ληστεία κι εγώ του απάντησα ότι δεν γνωρίζω. Ο Ματσάγκας εξακολούθησε την ίδια ερώτηση συχνά και από όλη τη  συζήτηση μεταξύ όλων των παρευρισκομένων κατάλαβα καλά ότι γνώριζαν πότε θα έρχονταν οι χρηματαποστολές, όταν έκαναν την αποτυχημένη απόπειρα. Όταν κατόπιν συναντηθήκαμε με το εκτελεστικό απόσπασμα της ληστείας, συνέστησα στον Ματσάγκα να παραιτηθούν από τη ληστεία, γιατί ορισμένως θα αποκαλύπτονταν.

»Τον Απρίλιο του 1926, συναντήθηκα με τον Λάμπρο Στάθη, τον οποίον ρώτησα γιατί απέτυχε η ληστεία και εκείνος μου απάντησε ότι δεν είχε γνώση της απόπειρας. Αυτοί εξακολουθούσαν τις συνεννοήσεις, προσπαθώντας να με πείσουν να μετάσχω και εγώ στη ληστεία. Απάντησα: ‘να κάνετε εσείς καλά, εμείς τρομάξαμε να πάρουμε αμνηστία και δεν θα ξαναβγούμε στο κλαρί’».

Κεφάλαιο 12 (Ιούλιος του 1923)

Εκτός από τον Συντόρη, που μια φορά τον βάρεσε, κατά τ’ άλλα δεν κακοπεριποιήθηκαν τον αιχμάλωτο. Βέβαια, το παιδί υπέφερε στη μεγάλη πορεία από βουνό σε βουνό, όμως έπρεπε να αλλάξουνε λημέρια, για να μην τους πιάσουν τα αποσπάσματα που είχαν αρχίσει να τρέχουν γύρω τους, γιατί έμαθαν για την αιχμαλωσία.

Γύριζαν στα βουνά –πότε κοντά στον Βίκο, πότε έξω από τους Νεγάδες– αλλά κανένα απόσπασμα δεν τους πήρε μυρωδιά. Έξω από τους Νεγάδες, πέρασε η θεία του αιχμαλώτου με πεντέξι ανθρώπους της και δεν κατάλαβε τίποτα. Ο αιχμάλωτος την είδε που περνούσε και παρά λίγο να μπήξει τις φωνές. Ο Συντόρης μόλις που πρόφτασε να του βουλώσει το στόμα. Ύστερα από αυτό, έφυγαν για τη χαράδρα του Βίκου. Περπάτησαν πολλές ώρες, ώσπου φτάσανε στις δυο χαράδρες όπου ήταν το άλλο λημέρι τους. Ο αιχμάλωτος είχε κουραστεί πολύ και μυξόκλαιγε. Του δώσανε στο δρόμο πολλές φορές να πιει κονιάκ από ένα μπουκάλι που είχε πάνω του ο Θύμιος. Ο Χρηστάκης σιχαινόταν και ο Συντόρης τού το έδινε με το στανιό για να βαστήξουν τα κότσια του.

*

Είναι μια βραδιά στη σπηλιά του Βίκου και γίνεται ένας σεισμός τόσο δυνατός, που τον πήραν για οργή θεού. Βράχοι θεόρατοι κατρακυλούν με βουή που ξεκούφαινε τον καθένα. Ο Γιάννης είναι με τον Συντόρη έξω από τη σπηλιά και ο αιχμάλωτος είναι μέσα με τους άλλους. Τρέχει ο Γιάννης σαν τρελός, χωρίς να παραλείψει να κάνει συγχρόνως το σταυρό του. Η γη κουνιέται όλη και μουγκρίζει, σαν να ήρθε η Δευτέρα Παρουσία. Ο Χρηστάκης, που κοιμότανε, πετάγεται πάνω και αρχίζει να δακρύζει. Έπειτα, γονατίζει μπροστά τους. Κατάλαβε ο φουκαράς πως ήρθε η ώρα του και πως μπήκανε με τον Συντόρη για να τον σφάξουνε.

«Μη φοβάσαι. Εγώ είμαι εδώ», του λέει ο Γιάννης και ένα ρίγος διαπερνάει τη ράχη του. Νιώθει τις τρίχες της πλάτης του να σηκώνονται. Αιτία ήταν η σκέψη που καρφώθηκε για μια στιγμή σαν ένα βόλι στο κεφάλι του, που έγραφε πως αυτό ήταν ένα σημάδι του θεού. 

Ο Συντόρης φαίνεται κατάλαβε τις σκέψεις του και τον καθησυχάζει:

«Άντε βρε κουτέ. Όπως και εσύ κάνεις τη δουλειά σου, κάνει και ο θεός τη δική του».

Το επιχείρημα του Συντόρη ήταν στέρεο και άντεχε στην επιστημονική κριτική. Βεβαιώθηκε με αυτόν τον τρόπο πως δεν υπήρχε αιτιώδης σχέση ανάμεσα στα δύο γεγονότα και μόνο τότε ησύχασε.  

*

Συνέβαινε και το άλλο. Επειδή αλλάζανε συχνά λημέρια, δεν μπορούσανε να κατεβούν στην ορισμένη θέση για να βρούνε τους απεσταλμένους που ζητούσαν να τους συναντήσουν για να διαπραγματευτούν και να καταβάλουν λύτρα. Και επειδή δεν τους βρήκαν στη θέση που είχαν πει της γριάς Παπαγιαννοπούλου, αναγκάστηκε να κατέβει ο ίδιος ο Γιάννης στους Νεγκάδες να τους ανταμώσει. Χτύπησε το σπίτι που βρισκόταν ο απεσταλμένος. Μίλησαν μ΄ αυτόν και με μια γυναίκα και του έδωσαν ένα γράμμα για τον Χρηστάκη, το οποίο έγραφε:

Αγαπητό μου παιδί,

Είμαστε όλοι καλά. Μην ανησυχείς. Τα πράγματα πηγαίνουν κατ’ ευχήν και μετ’ ολίγας ημέρας θα βρίσκεσαι σπίτι σου. Έχε θάρρος και πρόσεχε μην αρρωστήσεις. Μάθαμε ότι σε περιποιούνται πολύ εκεί πάνω και χαρήκαμε όλοι. Και πάλι σου συνιστώ υπομονή και σε λίγες μέρες θα ανταμωθούμε.

Του το διάβασαν πεντέξι φορές, γιατί μια λάθος λέξη μπορούσε να θυμώσει τον Συντόρη και να έπαιρνε το κεφάλι του Χρηστάκη. Του είπαν ότι σύντομα θα μάζευαν τα λύτρα, τους φίλησε κι έφυγε.

Πέρασαν είκοσι μέρες από τότε χωρίς να έρθουν να τους ανταμώσουν. Θύμωσαν από αυτή τους τη διαγωγή. Κρατούσανε τον άνθρωπό τους στα χέρια τους και δεν τους ήταν καθόλου δύσκολο να τον ξεκοιλιάσουνε.

Ξαφνικά, στο μέρος που είχανε ορίσει, φάνηκαν δυο αυτοκίνητα και στάθηκαν. Οι ληστές ήταν κρυμμένοι σε κάτι χαμόκλαδα. Ρίχνει ο Γιάννης μια ντουφεκιά στον αέρα και τα δυο αυτοκίνητα σταματούν. Ανάβουν τα φώτα και βγαίνουν καταμεσής του δρόμου. Πρώτος πηδάει από το αυτοκίνητο ο αξιωματικός Μασταλούδας, αυτός που κρατήθηκε για μια μέρα αιχμάλωτος.

«Καλησπέρα, καπετάνιο.»

«Γεια σου», του αποκρίνεται. «Ποιοι άλλοι είναι μαζί σου;»

«Ο κύριος Καγιάς και ένα παιδί.»

«Στο άλλο αυτοκίνητο;»

«Κάτι δικοί μας.»

«Πολύ άσχημα κάματε», φώναξε ο Συντόρης, «να έρθετε τόσοι. Να φύγουν αμέσως!»

«Μα», είπε ο Μασταλούδας, «ήθελαν να δουν τον Χρηστάκη».

Ο Συντόρης φώναξε περισσότερο και αγριεμένα.

«Δεν υπάρχει εδώ κανένας Χρηστάκης. Ο Χρηστάκης είναι στο λημέρι. Δρόμο οι άλλοι, αν θέλουν τα κεφάλια τους. Αν δεν φύγουν, ούτε το κεφάλι του Χρηστάκη σώνεται.»  

Ο Συντόρης δεν είχε άδικο. Αυτοί ήταν αξιωματικοί της χωροφυλακής, ντυμένοι πολιτικά. Τελικά, έμειναν ο Μασταλούδας, ο Καγιάς και ένα παιδί που έφερνε πράγματα στο Χρηστάκη και, αφού είδανε πως έφυγαν οι άλλοι, ξεκίνησαν για το λημέρι.

*

«Κάντε μου τη χάρη να πάρετε μόνο καμιά πεντακοσαριά χιλιάρικα», λέει ο κύριος Καγιάς, «κι εγώ τηλεφωνώ στο Γκουβέρνο και γίνεστε αμέσως ελεύθεροι πολίτες».

Όμως αυτές οι λέξεις ήταν σαν να βάζεις στα πισινά του Συντόρη ένα μαγκάλι κάρβουνα.

«Για κατσικοκλέφτες μας περνάς, κύριε βουλευτή», γκαρίζει και τρίζει τα δόντια του. «Εγώ δεν υποχωρώ ούτε ένα γρόσι. Θα μετρήσετε δεκαπέντε χιλιάδες λίρες, ακούς;» βεβαιώνει και σφίγγει το τουφέκι στα χέρια του.

«Τρελάθηκες;» τον ρωτάει ο Καγιάς. «Πού να βρουν τόσα; Οι Παπαγιαννοπουλαίοι δεν έχουν τους θησαυρούς του Ζοράμη όπως φαντάζεσαι, έξυπνε!»

«Εγώ δεν δέχομαι διαπραγματεύσεις. Ζητάω τα λεφτά. Τα δίνετε; Πάρτε τον άνθρωπο σας. Δεν τα δίνετε; Πάρτε το κεφάλι του.»

Τότε ο Καγιάς γυρίζει στον Γιάννη, που τον έβλεπε πιο μπόσικο, και τον ρωτάει:

«Εσύ τι λες, καπετάν Γιάννη;»

Ούτε κιχ δεν προλαβαίνει να απαντήσει και πετάγεται ο Συντόρης.

«Τι να λέει αυτός; Εδώ είμαι εγώ. Αύριο αν πιάσει κανέναν αυτός, ας σου το ξαναγυρίσει τσάμπα. Εγώ θέλω να πληρωθώ.»

Το κεφάλι του Γιάννη ανάβει από αυτήν την κουβέντα. Σκέφτεται να τραβήξει το τουφέκι του και να του τινάξει τα μυαλά στον αέρα. Ο Συντόρης διαβάζει τη σκέψη του και ανασηκώνει το τουφέκι του, έτοιμος να ρίξει, χωρίς να χάσει καιρό.

«Δρόμο όλοι σας, γιατί θα σας ξεμπερδέψω», ουρλιάζει εν εξάλλω. 

Τέτοιες ώρες τρέλας είχε πολλές ο Συντόρης, όμως ο Γιάννης επέτρεψε στους λογικούς υπολογισμούς να ρυθμίσουν τις αποφάσεις του.  

«Ακούς, αφέντη;» λέει του Καγιά. «Μόνο αν στείλετε δεκαπέντε χιλιάδες λίρες θα πάρετε ζωντανό τον Χρηστάκη. Έτσι διατάζει ο φίλος μου ο Συντόρης…»

*

Πέρασαν έτσι έξι βδομάδες.Το επόμενο ραντεβού το δώσανε στην όχθη της λίμνης της κυρα-Φροσύνης, κοντά στο μοναστήρι του Αβδουραχμάν. Ο Γιάννης  έκανε άλλο ένα ραντεβού με τον κύριο Καγιά και έναν ακόμα. Τον φίλεψαν ψωμί, κονιάκ και γλυκό και κατόπιν μπήκανε στην κουβέντα. Τους έδωσε ένα γράμμα του Χρηστάκη, που έγραφε πως περνούσε καλά, αλλά τους παρακαλούσε να στείλουν γρήγορα τα λύτρα, γιατί δεν μπορούσε να μένει στα βουνά.  

Ο Καγιάς το διαβάζει και τον ρωτάει:

«Λοιπόν, καπετάνιο. Την τελευταία σου κουβέντα θέλω να μάθω. Πόσα θέλετε για να τον αφήσετε;»

«Εγώ σας είπα. Δεκαπέντε χιλιάδες λίρες».

«Καπετάν Γιάννη μου, άκου. Εγώ κατάλαβα πως είσαι μεγάλη καρδιά κι από κατατρεγμό βγήκες στο κλαρί. Μην τα λες όπως σου τα είπε εκείνος ο αγριάνθρωπος ο Συντόρης. Τι λέει εσένα η καρδιά σου ότι πρέπει να πάρετε;»

«Δεκαπέντε χιλιάδες λίρες. Ούτε ένα μονόλεπτο λιγότερο».

«Κατέβα ακόμα!»

Τους είπε ότι δεν μπορούσα να κατέβει περισσότερο και ότι έπρεπε να συνεννοηθεί με τους συντρόφους του. Τον συνόδευσαν μισή ώρα δρόμο και τράβηξε τρέχοντας προς το λημέρι.

*

Καθόλου ικανοποιημένοι δεν έμειναν οι σύντροφοί του από τη συμφωνία.

«Έτσι θα χάσουμε παραπάνω από τα μισά», έλεγε ο ένας.

«Κρίμα στον κόπο μας», έλεγε ο άλλος.

«Βρε μας πουλάει για ξινότυρο κι εσείς δεν καταλάβατε τίποτα», πετιέται ο Συντόρης. 

«Ποιος μωρέ;» ρωτάει ο Γιάννης.

«Εσύ! Ποιος άλλος; Για να πάρεις αμνηστία να γυρίσεις στο χωριό σου.»

«Συντόρη, πάρε την κουβέντα σου πίσω αν θέλεις τη ζωή σου.»

Πέφτει ο Συντόρης μπρούμυτα σε ένα ταμπούρι με το πιστόλι στο χέρι. Τρέχει ο Γιάννης να πιάσει άλλο πόστο και, χωρίς να αλλάξουνε άλλη κουβέντα, αρχίζουνε τις τουφεκιές. Μπαμ, μπουμ, μπαμ! Τα βόλια πέφτουν βροχή και σκάνε στη γη τινάζοντας τα χαλίκια στα μούτρα τους. Ο Χρηστάκης πρασινίζει από το φόβο του και μετά, γκντουμπ, λιποθυμάει. Έπειτα από κανένα τέταρτο, μπαίνει στη μέση ο Θύμιος και κατεβάζουνε και οι δύο τα τουφέκια. 

«Τι θέλεις στη μέση;» ρωτάει ο Συντόρης.

«Γιατί μαλώνετε; Έχετε την ιδέα ότι κάποιος κάνει μπαμπεσιά στον άλλον;»

«Ο αδελφός σου», λέει ο Συντόρης.

«Πώς το ξέρεις;»

«Να, πηγαίνει κάτω, δεν συνεννογιέται για τα λεφτά κι αφήνει ζωντανό τον αιχμάλωτο για να αναγκαστούμε να τον αφήσουμε.»

«Έτσι λες; Λοιπόν, για να ξεμπερδεύουμε. Να του κόψουμε το κεφάλι του αιχμαλώτου, να μουντζώσουμε τα λύτρα και να φύγουμε. Συμφωνείτε;»

«Ναι!» φωνάζουν όλοι τους.

Ο Συντόρης ενθουσιάζεται με την ιδέα αυτή.

«Φέρτε χαρτιά», λέει ο Θύμιος.

Ένας σύντροφος του δίνει μια κόλλα χαρτί και την κάνει πέντε κομμάτια.

«Πάρτε ένα κομμάτι χαρτί και γράψτε τα ονόματά σας. Όποιου το όνομα βγει στον κλήρο, θα κόψει το κεφάλι του Χρηστάκη.»

«Ακούστε, σύντροφοι», παρεμβαίνει ο Γιάννης, που καταλάβαινε ότι για μια στραβοκεφαλιά του Συντόρη θα έχανε το κεφάλι του ο Χρηστάκης και αυτοί τα λύτρα. «Η τύχη θέλει να μας παιδέψει και να μην τελειώνουν οι διαπραγματεύσεις. Ο σύντροφος από δω λέει ότι εγώ φταίω. Εγώ λέω όχι. Λοιπόν, να ρωτήσουμε την τύχη όχι ποιος θα σκοτώσει τον αιχμάλωτο, αλλά αν πρέπει να σκοτωθεί. Και αν ο κλήρος πέσει ‘ναι’, να του κόψουμε το κεφάλι. Αν πέσει ‘όχι’, τότε να τον κρατήσουμε ζωντανό μέχρι να δούμε τι θα απογίνει. Σύμφωνοι;»

Ο Συντόρης κατσουφιάζει, αλλά οι άλλοι φωνάζουν:

«Ναι, ναι! Μπράβο, καπετάνιε!»

Παίρνει τα πέντε κομμάτια της κόλλας από τα χέρια του Συντόρη, που τον κοιτάζει σαν λυσσασμένος στα μάτια. Δίνει από ένα κομμάτι στους άλλους δύο, ένα κρατάει δικό του και δίνει στον Συντόρη το πέμπτο κομμάτι.

«Γράψτε», τους λέει, «μέσα ‘ναι’ ή ‘όχι’ και διπλώστε τα».

Το γράψιμο και το δίπλωμα γίνεται κρυφά, εκτός από τον Συντόρη που γράφει ‘ναι’ φανερά, να δουν και οι άλλοι τον κλήρο του. Οι κλήροι ρίχνονται μέσα στη σκούφια του Θύμιου.

«Ποιος θα τραβήξει τον κλήρο;» ρωτάει ο Γιάννης.

Ο Συντόρης, σαν να μούγκρισε, λέει:

«Ο ίδιος».

«Ποιος ίδιος;»

«Ο αιχμάλωτος».

«Ε!», έκαναν όλοι.

«Ναι, ναι!» προσθέτει ο Συντόρης, και γέλιο σφιχτό στα χείλη του φανερώνει το θυμό του. «Αν η τύχη του θελήσει να γλιτώσει, τότε πάει καλά».

Ο Συντόρης παίρνει τη σκούφια με τους κλήρους και τραβάει στο μέρος που κάθεται ο Χρηστάκης.

«Τράβα χαρτί», του σφυράει στ’ αυτί ο Συντόρης.

«Γιατί;» ρωτάει το παιδί τρέμοντας, μα προσπαθώντας να χαμογελάσει.

«Δεν σε ενδιαφέρει εσένα», του λέει ο Συντόρης. «Τράβα!»

Ο Χρηστάκης απλώνει το δεξί του χέρι του χέρι και πιάνει το ένα χαρτί.

(Το επόμενο Σάββατο στο red n’ noir: Αν αυτή τη φορά δεν πετύχει, να μην επιστρέψει κανείς | Θα του κόψω το μουσούδι και θα σας το στείλω να το κάνετε βραστό)

Οι περιπέτειες του Σέρλοκ Χολμς ΙΙΙ

Ο Χολμς μειδίασε, αλλά το πρόσωπό του έμεινε απαθές.    
    
«Θα ήθελα τώρα», είπε, «να ανέβω στο πρώτο πάτωμα. Ίσως υπάρξει ανάγκη να ξαναβγώ έξω πριν ανέβω».

Εξέτασε βιαστικά όλα τα παράθυρα και στάθηκε περισσότερο εμπρός στο παράθυρο του διαδρόμου που έβλεπε στο δρομίσκο. Το άνοιξε και εξέτασε προσεκτικά το πεζούλι με το φακό του. «Ας ανέβουμε τώρα», είπε.

Το γραφείο του τραπεζίτη ήταν απλούστατα επιπλωμένο, με ένα γκρίζο χαλί, ένα μεγάλο γραφείο και έναν καθρέφτη. Ο Χολμς πήγε πρώτα στο γραφείο και εξέτασε την κλειδαριά.

«Τι κλειδί χρησιμοποίησαν για να το ανοίξουν;»

«Εκείνο που υπέδειξε ο ίδιος ο γιος μου, το κλειδί του ντουλαπιού της αποθήκης.»
«Το έχετε;»

«Αυτό που είναι πάνω στο τραπέζι.»

Ο Σέρλοκ Χολμς το πήρε και άνοιξε το γραφείο.

«Είναι αθόρυβη κλειδαριά. Δεν είναι περίεργο που δεν σας ξύπνησε ο κρότος της. Αυτή τη θήκη έχει το διάδημα;»

Άνοιξε τη θήκη και βγάζοντας το διάδημα το ακούμπησε στο τραπέζι. Ήταν ένα θαυμάσιο κόσμημα με ωραιότατα διαμάντια. Στη μια άκρη του ήταν στραβωμένο και έλειπε ένα κομμάτι με τρία διαμάντια.

«Ορίστε, κύριε Χόλντερ», είπε ο Σέρλοκ Χολμς, «η αντίθετη άκρη εκείνης που είναι σπασμένη. Σας παρακαλώ να το σπάσετε.»

Ο τραπεζίτης οπισθοχώρησε.

«Ποτέ!»

«Ε λοιπόν, θα προσπαθήσω εγώ.»

Ο Χολμς έβαλε όλη του τη δύναμη, χωρίς να κατορθώσει να το σπάσει.

«Αισθάνομαι ότι αρχίζει να υποχωρεί», είπε, «αλλά, αν και έχω εξαιρετικά δυνατά δάκτυλα, θα χρειαζόμουν πολλή ώρα για να το σπάσω. Και τι θα συνέβαινε αν το κατόρθωνα; Θα έκανε έναν κρότο σαν πυροβολισμό. Δεν θα ήταν δυνατόν να γίνει αυτό μέσα στο δωμάτιο, χωρίς να το ακούσετε από το κρεβάτι σας». 

«Δεν ξέρω πια τι να υποθέσω. Όλο και σκοτεινότερη γίνεται η υπόθεση αυτή.»

«Όλα όμως θα διαφωτιστούν γρήγορα. Τι φρονείτε, δεσποινίς Χόλντερ;»

«Ομολογώ ότι συμμερίζομαι την απορία του θείου μου.»

«Ο γιος σας δεν φορούσε υποδήματα όταν τον είδατε;»

«Δεν είχε παρά μόνο το πουκάμισο και το παντελόνι.»

«Ευχαριστώ! Με την άδειά σας, κύριε Χόλντερ, θα συνεχίσω τις έρευνές μου έξω.»
Έφυγε και, μετά από μία και πλέον ώρα, επανήλθε με τα πόδια γεμάτα χιόνια.

«Νομίζω πως είδα τώρα ό,τι ήθελα, κύριε Χόλντερ. Τώρα φεύγω, διότι θα σας φανώ περισσότερο χρήσιμος στο σπίτι μου.»

«Αλλά τα διαμάντια, κύριε Χολμς, πού είναι;»

«Δεν μπορώ να σας το πω.»

Ο τραπεζίτης έσφιξε τα χέρια.

«Δεν θα τα ξαναδώ ποτέ πια», φώναξε. «Και ο γιος μου; Μου δίνετε ελπίδες;»

«Η γνώμη μου δεν άλλαξε καθόλου.»

«Τότε, για όνομα του θεού, τι είναι αυτή η φρικώδης τραγωδία που μου συνέβη;»

«Αν θέλετε να έρθετε αύριο στο σπίτι μου το πρωί μεταξύ εννιά και δέκα, θα είμαι ευτυχής να σας τα εξηγήσω όλα. Αν εννόησα καλά, μου δίνεται κάθε ελευθερία για να βρω τα διαμάντια.»

«Θα δώσω όλη μου την περιουσία για να τα βρω.»

«Ωραία. Θα εξετάσω την υπόθεση ως αύριο. Εις το επανιδείν. Πιθανόν να γυρίσω εδώ πάλι πριν νυχτώσει.»

Ήταν φανερό για μένα ότι ο φίλος μου είχε ήδη βρει τη λύση. Πολλές φορές κατά την επιστροφή μας προσπάθησα να τον ρωτήσω, αλλά απέφευγε διαρκώς, ώστε αναγκάστηκα να παραιτηθώ από  την προσπάθεια. Η ώρα ήταν τρεις όταν φτάσαμε στο σπίτι. Πήγε κατευθείαν στο δωμάτιό του, από το οποίο εξήλθε μετά από λίγο ντυμένος ως αλήτης.

«Πιστεύω πως είμαι καλός», είπε, ρίχνοντας ένα βλέμμα στον καθρέπτη. «Θα ήθελα, αν μπορούσες, να έρθεις και εσύ μαζί μου Ουότσον, αλλά φοβάμαι ότι θα βλάψεις την υπόθεση. Δεν ξέρω και εγώ ακόμα αν βρίσκομαι στα ίχνη ή αν απατώμαι. Εν πάση περιπτώσει, θα το μάθω γρήγορα. Ελπίζω να επιστρέψω γρήγορα».

Πήγε στον μπουφέ, πήρε ένα σάντουιτς, το έβαλε στην τσέπη του και έφυγε.

Είχα πάρει το τσάι μου στις πέντε, όταν επανήλθε πολύ ευδιάθετος και κρατώντας στα χέρια του ένα παλιό παπούτσι με λάστιχο. Το έριξε σε μια γωνία και πήρε ένα φλιτζάνι τσάι.

«Μπήκα σπίτι περνώντας», είπε, «και θα ξαναφύγω».

«Πού;»

«Στο απέναντι μέρος του Ουέστ Εντ. Θα απουσιάσω ίσως για λίγο καιρό. Μην με περιμένεις.»

«Και πώς πάει η δουλειά;»

«Έτσι κι έτσι. Δεν έχω παράπονα. Γύρισα στο σπίτι του τραπεζίτη, χωρίς να μπω ξανά μέσα. Είναι ένα χαριτωμένο πρόβλημα και είμαι ενθουσιασμένος γιατί το έλυσα. Αλλά δεν έχω καιρό να φλυαρώ. Θα βγάλω αυτά τα ύποπτα ρούχα και θα γίνω πάλι εγώ.»

Έβλεπα από τον τρόπο του ότι ήταν απολύτως ικανοποιημένος. Τα μάτια του έλαμπαν και τα συνήθως ωχρά μάγουλά του ήταν κόκκινα. Ανέβηκε στο δωμάτιο και μετά από λίγα λεπτά επανήλθε με το συνηθισμένο του σακάκι και έφυγε αμέσως.
Τον περίμενα ως τα μεσάνυχτα και βλέποντας ότι δεν έρχεται πήγα να κοιμηθώ. Δεν γνωρίζω τι ώρα επέστρεψε, αλλά όταν το πρωί κατέβηκα για το πρόγευμα τον βρήκα εκεί, ευδιάθετο πολύ, να πίνει καφέ και να διαβάζει εφημερίδα.

«Θα με συγχωρέσεις διότι άρχισα να τρώω χωρίς εσένα, Ουότσον», μου λέει, «αλλά μην λησμονείς ότι ο πελάτης μας πρόκειται να έρθει νωρίς».

«Αλήθεια, πέρασε ήδη η ενάτη! Και νομίζω μάλιστα πως έρχεται…»

Το κουδούνι είχε χτυπήσει πράγματι. Ο τραπεζίτης μπήκε. Μου έκανε κατάπληξη η αλλοίωση του προσώπου του, το οποίο ήταν οικτρό στη θέα. Εισήλθε συρόμενος μάλλον.

«Δεν γνωρίζω», είπε, «τι έκανα για να με χτυπά τόσο πολύ η μοίρα. Πριν δύο μόλις ημέρες, ήμουν ένας άνθρωπος ευτυχής και ευδαίμων. Σήμερα ,δεν μου μένει παρά ένα ατιμασμένο γήρας. Η ανεψιά μου Μαίρη με εγκατέλειψε».

«Σας εγκατέλειψε;»

«Ναι. Το κρεβάτι της έμεινε άθικτο σήμερα το βράδυ και έφυγε αφήνοντας ένα γράμμα στο τραπέζι της. Να τι γράφει:

‘‘Αγαπητέ μου θείε,
Αισθάνομαι ότι υπήρξα η αφορμή της δυστυχίας σας και ότι αν φερόμουν διαφορετικά τίποτα δεν θα συνέβαινε. Δεν μπορώ πια ποτέ να είμαι ευτυχής υπό τη στέγη σας και πρέπει να σας εγκαταλείψω για πάντα. Μην ανησυχείτε για το μέλλον μου γιατί είναι εξασφαλισμένο και ιδίως μην με αναζητήσετε γιατί θα χάσετε τον κόπο σας. Εφ’ όρου ζωής θα είμαι η αφοσιωμένη σας,
Μαίρη’’

Τι σημαίνει αυτό το γράμμα, κύριε Χολμς; Μήπως αυτοκτόνησε;»

«Όχι, όχι καθόλου! Και ίσως αυτή είναι η καλύτερη λύση. Μπορώ να σας βεβαιώσω, κύριε Χόλντερ, ότι πλησιάζει το τέλος των βασάνων σας.»

«Νομίζετε; Τι μάθατε, κύριε Χολμς; Γνωρίζετε πού είναι τα διαμάντια;»

«Δίνετε τρεις χιλιάδες λίρες για τα τρία;»

«Δίνω δέκα.»

«Περιττό. Τρεις χιλιάδες αρκούν. Θα χρειαστεί ίσως και μια μικρή αμοιβή. Έχετε το βιβλιάριο των επιταγών μαζί σας; Γράψτε τέσσερις χιλιάδες.»

Ο τραπεζίτης υπέγραψε. Ο Χολμς πήγε στο γραφείο του, άνοιξε το σύρτη και έβγαλε ένα τριγωνικό τεμάχιο χρυσού με τρία διαμάντια, το οποίο έδωσε στον τραπεζίτη.

«Το βρήκατε;» φώναξε έξαλλος από χαρά. «Σώθηκα! Σώθηκα!»

«Έχετε και ένα άλλο χρέος ακόμα, κύριε Χόλντερ», είπε ο Χολμς.

«Χρέος; Πόσο είναι; Θα σας πληρώσω.»

«Όχι εμένα. Χρωστάτε να ζητήσετε βαθύτατη συγγνώμη από τον ευγενικό εκείνο γιο σας, ο οποίος συμπεριφέρθηκε ως αληθινός ευπατρίδης.»

«Ώστε ο Αρθούρος δεν έκλεψε τις πέτρες;»

«Σας το είπα χθες, σας το επαναλαμβάνω και σήμερα ότι ο γιος σας είναι αθώος.»

«Είστε βέβαιος; Ας τρέξουμε αμέσως να του αναγγείλω την αλήθεια.»

«Τη γνωρίζει ήδη. Όταν ξεκαθάρισα το πρόβλημα, έχοντας μια συζήτηση μαζί του και βλέποντας ότι δεν ήθελε να μιλήσει, του τα είπα εγώ όλα. Αναγκάστηκε τότε να ομολογήσει ότι είχα δίκαιο και μου έδωσε ακόμα μερικές λεπτομέρειες που μου χρειάζονταν.»

«Εξηγείστε μου λοιπόν αυτό το μυστήριο!»

«Αμέσως. Αλλά πιο πριν, θα σας ανακοινώσω κάτι το πολύ λυπηρό για σας και για μένα. Υπήρχε συνεννόηση μεταξύ του Σερ Τζορτζ Μπόρνελ και της ανεψιάς σας Μαίρης. Έφυγαν μαζί.»

«Η Μαίρη μου; Αδύνατον!»

«Δυστυχώς, είναι αλήθεια. Ούτε εσείς ούτε ο γιος σας δεν γνωρίζατε τον πραγματικό χαρακτήρα του ανθρώπου αυτού που τον είχατε φίλο σας. Είναι ο πλέον επικίνδυνος άνθρωπος της Αγγλίας, ένας κατεστραμμένος χαρτοπαίχτης χωρίς καρδιά και συνείδηση. Η ανεψιά σας δεν το γνώριζε επίσης. Όταν της ψιθύρισε ερωτικούς λόγους, πίστεψε σε αυτόν. Ο σατανάς ενέπνεε αυτόν τον άνθρωπο και στο τέλος η δυστυχής κοπέλα κατάντησε παιχνίδι στα χέρια του. Κάθε βράδυ είχε ραντεβού μαζί του.»

«Δεν το πιστεύω, δεν το πιστεύω!» φώναξε ο τραπεζίτης.

«Ε λοιπόν, θα σας διηγηθώ τι συνέβη στο σπίτι σας προχθές το βράδυ. Η ανεψιά σας, όταν νόμισε ότι αποσυρθήκατε στον κοιτώνα σας, κατέβηκε σιγά σιγά και πήγε να συνομιλήσει με τον εραστή της στο παράθυρο που βλέπει στο δρομίσκο. Τα ίχνη των ποδιών του έμειναν καθαρά στο χιόνι. Του ανέφερε δε το διάδημα. Εκείνος, του οποίου το πάθος για το χρυσάφι αφυπνίσθηκε, πίεσε την ανεψιά σας να κάνει ό,τι της πει. Υπάρχουν βλέπετε γυναίκες, στις οποίες ο έρωτας κυριαρχεί οποιουδήποτε άλλου καθήκοντος. Μόλις είχε λάβει τις οδηγίες του και σας άκουσε να κατεβαίνετε. Έκλεισε τότε βιαστικά το παράθυρο και σας διηγήθηκε την ιστορία της καμαριέρας που είχε βγει για να συναντήσει τον εραστή της. Ο γιος σας Αρθούρος πήγε να κοιμηθεί, αλλά έμεινε άγρυπνος γιατί συλλογιζόταν το χρέος του. Στο μέσο της νύχτας, άκουσε έναν ελαφρύ θόρυβο μπροστά στην πόρτα του, σηκώθηκε, την άνοιξε και διέκρινε κατάπληκτος την ξαδέλφη του που, βαδίζοντας με προσοχή, έμπαινε στο γραφείο σας. Τρομαγμένος πέρασε ένα ρούχο πάνω του και περίμενε στη σκιά. Η ανεψιά σας βγήκε μετά από λίγο, έχοντας μαζί της το διάδημα. Κατέβηκε τη σκάλα. Εκείνος τρέμοντας την ακολούθησε και τότε έντρομος την είδε να ανοίγει το παράθυρο, να δίνει το κόσμημα σε κάποιον που περίμενε στο δρόμο και να επιστρέφει στο δωμάτιό της.

»Μόλις εξαφανίστηκε εκείνη που αγαπούσε, ο γιος σας όρμησε ξυπόλητος καθώς ήταν, πήδηξε στο χιόνι και έτρεξε στο δρομίσκο προς τον άγνωστο, τον οποίο και έφτασε. Ο Σερ Τζορτζ Μπόρνουελ του ζήτησε να φύγει. Ακολούθησε άγρια πάλη, κατά τη διάρκεια της οποίας οι δυο άντρες τραβούσαν μεταξύ τους το διάδημα. Ο Αρθούρος χτύπησε με μια γροθιά τον Σερ Τζορτζ και τον τραυμάτισε στο μάτι. Υποχώρησε τότε, και ο γιος σας, κρατώντας πλέον το διάδημα, έφυγε και ανέβηκε στο γραφείο σας. Τότε μόνο αντιλήφθηκε ότι το κόσμημα είχε στραβώσει και προσπάθησε να το διορθώσει, όταν φτάσατε εσείς.»

«Είναι δυνατόν;» ψιθύρισε ο τραπεζίτης.

«Τον εξοργίσατε βρίζοντάς τον, τη στιγμή που εκείνος περίμενε συγχαρητήρια. Δεν μπορούσε να πει την αλήθεια, χωρίς να ενοχοποιήσει εκείνη που αγαπούσε. Αποφάσισε να φυλάξει το μυστικό του.»

«Και γι’ αυτόν λοιπόν, κατόπιν, άρχισε να κλαίει και λιποθύμησε βλέποντας το διάδημα! Θεέ μου, πώς δεν το κατάλαβα! Και ο γιος μου ζητούσε την άδεια να απουσιάσει για πέντε λεπτά. Θα ήθελε φαίνεται να δει μήπως τα διαμάντια πέσανε κάτω στο χιόνι!»

«Όταν έφτασα στο σπίτι σας, αναζήτησα ίχνη στο χιόνι. Εμπρός στο μαγειρείο, κάποια γυναίκα είχε σταθεί να κουβεντιάσει με έναν άνθρωπο που είχε ξύλινο πόδι. Σκέφτηκα ότι θα ήταν η υπηρέτρια με τον μανάβη. Στο δρομίσκο όμως ανακάλυψα άλλα ίχνη, σοβαρότερα. Υπήρχε διπλή σειρά βημάτων ενός άντρα με παπούτσια και μια άλλη διπλή σειρά ανθρώπου ξυπόλητου. Βεβαιώθηκα ότι ο ξυπόλυτος ήταν ο γιος σας. Παρακολούθησα τα ίχνη αυτά, τα οποία με οδήγησαν στο παράθυρο του διαδρόμου, όπου ο άνθρωπος με τα παπούτσια παρέμεινε φαίνεται πολύ. Κατόπιν, παρακολούθησα τη δεύτερη σειρά των βημάτων του και έφτασα σε απόσταση εκατό περίπου μέτρων στο δρομίσκο. Εκεί, τα παπούτσια είχαν αντιμετωπίσει τον ξυπόλητο άνθρωπο και έγινε πάλη. Το χιόνι ήταν καταπατημένο και υπήρχαν μερικές σταγόνες αίματος. Ο άνθρωπος έτρεξε κατόπιν φεύγοντας, ενώ η συνέχεια των σταγόνων αίματος έδειχνε ότι αυτός είχε πληγωθεί.    
      
»Μπαίνοντας στο σπίτι, εξέτασα με το φακό το παράθυρο. Εκεί, διέκρινα το ίχνος ενός γυμνού ποδιού βρεγμένου. Σχημάτισα λοιπόν αμέσως τη γνώμη μου. Κάποιος είχε σταθεί κάτω από το παράθυρο. Ένας άλλος του έφερε από μέσα το διάδημα. Ο γιος σας, ακούγοντας κρότο και βλέποντας τα συμβαίνοντα, καταδίωξε τον κλέφτη, πάλεψε μαζί του και έτσι το διάδημα έσπασε. Όλα πλέον ήταν καθαρά για μένα. Έμενε τώρα να εξακριβώσω ποιος ήταν ο κλέφτης και ποιος είχε δώσει το διάδημα.
»Είχα από πάντα την αρχή ότι όταν αποκλείσεις το αδύνατο, όσο απίθανο και να φαίνεται κάτι μετά είναι η αλήθεια. Γνώριζα ότι εσείς δεν είχατε φέρει έξω το διάδημα, άρα δεν έμενε λοιπόν παρά η ανεψιά σας και οι υπηρέτες.

»Αλλά αν επρόκειτο για τους υπηρέτες, γιατί ο γιος σας να κατηγορηθεί αν ήταν αθώος. Ενώ για την ανεψιά σας είχε λόγο, εξαιτίας του προς αυτή σφοδρού έρωτά του, να φυλάξει το μυστικό, αφού μάλιστα η αποκάλυψή του θα την ατίμαζε. Όταν θυμήθηκα ότι είδατε τη νέα στο παράθυρο και ότι λιποθύμησε βλέποντας πάλι το διάδημα, η υποψία μου μεταβλήθηκε σε βεβαιότητα. Και ποιος ήταν ο συνένοχός της; Ένας εραστής προφανώς, το μόνο πρόσωπο που θα είχε τη δύναμη να την κάνει να λησμονήσει τη συμπάθεια και την ευγνωμοσύνη της προς εσάς. Γνώριζα ότι βγαίνετε σπάνια και πως ο κύκλος των φίλων σας είναι περιορισμένος. Μεταξύ όμως αυτών, ήταν και ο Σερ Τζορτζ Μπόρνελ. Είχα ακούσει να μιλούν για αυτόν ως ένα επικίνδυνο υποκείμενο. Ο άνθρωπος λοιπόν με τα παπούτσια θα ήταν εκείνος και τα διαμάντια βρίσκονταν στην κατοχή του. Αν και αναγνωρίστηκε από τον Αρθούρο, μπορούσε να θεωρεί τον εαυτό του ασφαλή, γιατί ήταν αδύνατον ο γιος σας να τον καταγγείλει χωρίς να ενοχοποιήσει την ίδια του την οικογένεια.

»Τώρα φαντάζεστε εύκολα τα μέσα που χρησιμοποίησα. Πήγα στο σπίτι του Σερ Τζορτζ μεταμφιεσμένος σε αλήτη, γνωρίστηκα με τον καμαριέρη του, ο οποίος με πληροφόρησε ότι ο κύριός του είχε τραυματιστεί στο κεφάλι την παρελθούσα νύχτα, και με έξι σελίνια απέκτησα μια ασφαλή απόδειξη, αγοράζοντας ένα ζεύγος παλιών του υποδημάτων. Τα πήρα μαζί μου και είδα ότι εφαρμόζονται ακριβώς στα ίχνη που είχα παρατηρήσει στο χιόνι.»

«Είδα πράγματι έναν αλήτη να περιφέρεται χθες στο δρομίσκο.»

«Ακριβώς. Εγώ ήμουν. Αφού λοιπόν βρήκα τον άνθρωπό μου, γύρισα και άλλαξα ρούχα. Αλλά μου έμεινε ακόμα το λεπτότερο μέρος του έργου μου. Δεν ήταν δυνατή η μήνυση για να μην ξεσπάσει σκάνδαλο και γνώριζα ότι ένας παλιάνθρωπος σαν τον Σερ Τζορτζ θα αντιλαμβανόταν ότι έχουμε δεμένα χέρια. Πήγα να τον δω. Κατ’ αρχάς φυσικά τα αρνήθηκε όλα. Κατόπιν, μόλις του εξήγησα με όλες τις λεπτομέρειες τι συνέβη, θέλησε να κάνει θόρυβο και άρπαξε ένα εγχειρίδιο από μια πανοπλία. Εγώ τότε του πρότεινα το πιστόλι μου πριν προφτάσει να κινηθεί. Του είπα ότι θα του πληρώναμε τα διαμάντια που είχε στην κατοχή του για χίλιες λίρες το καθένα. Αυτό τον έκανε να φανεί μετανοημένος για το έργο του.

‘‘Να πάρει ο διάβολος!’’ είπε. ‘‘Τα πούλησα και τα τρία για εξακόσιες λίρες’’. Του ζήτησα τη διεύθυνση του κλεπταποδόχου, υποσχόμενος ότι δεν θα καταδιωχτεί. Πήγα αμέσως εκεί και μετά από πολλές διαπραγματεύσεις πήρα τα διαμάντια για χίλιες λίρες το καθένα. Πήγα κατόπιν να δω τον γιο σας στη φυλακή, του ανακοίνωσα ότι όλα διορθώθηκαν και τέλος επέστρεψα να κοιμηθώ στις δύο το πρωί, αφού εργάστηκα πολύ καλά και έμεινα ευχαριστημένος.»

«Σώσατε την Αγγλία από ένα μεγάλο σκάνδαλο», είπε ο τραπεζίτης εγειρόμενος. «Και τώρα, πρέπει να τρέξω στον γιο μου να του ζητήσω συγγνώμη. Όσο για την καημένη τη Μαίρη, δεν θα μπορούσατε άραγε, κύριε Χόλμς, να ανακαλύψετε πού βρίσκετε τώρα;»

«Μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε ότι βρίσκεται εκεί που είναι και ο Σερ Τζορτζ Μπόρνουελ. Και οπωσδήποτε, όποιες κι αν είναι οι αμαρτίες της, θα λάβουν γρήγορα μια ικανοποιητική τιμωρία.»

ΤΕΛΟΣ

Λουδοβίκος Ντομινίκ VΙΙΙ

Ένας ιδιοκτήτης ξενοδοχείου ημιδιαμονής, μέλος της οργάνωσης, έστειλε σε αυτήν την παραίτησή του. Οι ποντικοί, λέγεται, εγκαταλείπουν το πλοίο πρώτοι, μόλις προαισθανθούν την απώλεια. Η παραίτηση αυτή, υπό τους όρους που έγινε, φάνηκε στον Λουδοβίκο Ντομινίκ τον Τρισμέγιστο –πάντοτε φιλύποπτο– ως προοίμιο προδοσίας. Για να αφαιρέσει από τους άλλους κάθε διάθεση λιποταξίας, αποφάσισε να δώσει ένα τρομερό παράδειγμα. Ο γαμιστρώνας του λεηλατήθηκε ολόκληρος. Ευτυχώς γι’ αυτόν δεν βρισκόταν μέσα.  

Και εκεί, για ακόμη μια φορά, οι Ντομινικανοί κατελήφθησαν από την αστυνομία και υπέστησαν βαριές απώλειες. Εφτά νεκροί και οχτώ συλληφθέντες. Η νέα αυτή επιτυχία της αστυνομίας, την οποία φάνηκε να προκαλεί ο Ντομινίκ παρασυρμένος από την άφρονα λύσσα του, μείωσε σημαντικά το γόητρό του ως αρχηγού. Είχε απολέσει ήδη την αγάπη των οπαδών του και έχανε τώρα, ως εκ περισσού, και την εμπιστοσύνη τους. Αφού είχε αποδειχτεί βάναυσος, προέκυπτε τώρα και αδέξιος.

Μετά από λίγο καιρό, μια γυναίκα της συμμορίας, ανακρινόμενη μετά τη σύλληψή της από την  αστυνομία, δήλωσε ότι ένας μόνο, καθ’ όσον γνώριζε, μπορούσε να παραδώσει τον Λουδοβίκο Ντομινίκ τον Τρισμέγιστο. Ο πρώτος υπαρχηγός του, ο Σατέλης.

Ο Σατέλης ήταν ένα αιμοβόρο κτήνος, πρώην οϋκάς και νυν εκαμίτης. Κανένας συνάδελφός του δεν είχε αμφιβολίες για το διπλό ρόλο του. Ο ίδιος ο διευθυντής της Δίωξης Εγκλημάτων Ειδικής Βίας, γνωστή στην πιάτσα ως Αντιτρομοκρατική, τον κάλεσε στο γραφείο του και του είπε νέτα σκέτα:

«Θα γλιτώσεις από το μαρτύριο της ανάκρισης, αν όμως δεν μου παραδώσεις τον αρχηγό σου Ντομινίκ, θα σε παραδώσω στη Δικαιοσύνη. Αν, τουναντίον, μου τον παραδώσεις, θα πάρεις τιμητική διάκριση και προαγωγή. Επίλεξε!»

Η επιλογή έγινε αστραπιαία και ο Σατέλης ανέλαβε να παραδώσει τον Ντομινίκ. Σαράντα άντρες τέθηκαν στη διάθεσή του. Τους διάλεξε με πολύ προσοχή, καθώς ο Σατέλης είχε αποκλείσει όλους εκείνους τους οποίους γνώριζε ως μυστικούς πράκτορες των Ντομινικανών.

Ο Σατέλης γνώριζε ότι ο αρχηγός του εκείνη τη νύχτα διασκέδαζε στο κλαμπ «Πιστολέ», ένα κωλόμπαρο της κακιάς ώρας, στο οποίο είχε αδυναμία ο Ντομινίκ επειδή του θύμιζε τα εφηβικά του χρόνια στα Πατήσια. Ο Σατέλης γνώριζε το σύνθημα για να περάσει, και αφού βεβαιώθηκε πως είναι μέσα, τον πλησίασε και τον σταυροφίλησε τρεις φορές. Την έξοδό του ακολούθησε η εισβολή της ειδικής ομάδας σύλληψης, η οποία έγινε χωρίς ο Λουδοβίκος Ντομινίκ ο Τρισμέγιστος να προβάλει παρά μόνο ελάχιστη, ας πούμε για τους τύπους, αντίσταση. Ευτυχώς, γιατί στο τραπέζι του είχε έξι πιστόλια.   

Η είδηση της σύλληψης του Ντομινίκ διαδόθηκε αμέσως σε ολόκληρη τη χώρα και προξένησε περισσότερο ενδιαφέρον παρά οποιαδήποτε άλλη είδηση των ημερών. Δεκάδες οπερατέρ και φωτογράφοι είχαν στηθεί περιμένοντας την πομπή οπλοφόρων και κουκουλοφόρων αστυνομικών που θα τον οδηγήσουν στον ειδικό εφέτη ανακριτή και τον εισαγγελέα. Ο Λουδοβίκος Ντομινίκ ο Τρισμέγιστος, παρότι εμφανιζόταν μόνο με το κολάν και την εφαρμοστή μπλούζα που έφερε το γνωστό λογότυπο, ήτοι το αρχικό ταφ της λέξης «Τρισμέγιστος», και χωρίς την κόκκινη μπέρτα του πια, επιδείκνυε ένα καταπληκτικό θράσος. Έβριζε αυθαδώς και δήλωνε βέβαιος ότι δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για να κρατηθεί στη φυλακή. Ενίοτε, έκανε μορφασμούς και έτριζε τα δόντια. Όταν ένας εκαμίτης της συνοδείας του τον τράβηξε απότομα ώστε να τον αναγκάσει να ακολουθήσει το βιαστικό ρυθμό της μεταφοράς του, ο Ντομινίκ γρήγορος σαν αστραπή του κατάφερε μέσα στα μούτρα ένα τρελό κλωτσίδι. Ευτυχώς για τον αστυνομικό, του Ντομινίκ, με βάση το σχετικό πρωτόκολλο σύλληψης, του είχαν αφαιρεθεί τα κορδόνια και έτσι η λυτή γλώσσα λειτούργησε σαν μαξιλαρένιο προστατευτικό. Το μόνο που είχε καταφέρει ο Ντομινίκ ήταν να του ματώσει τη μύτη, ενώ ακολούθησε μια δίχως προηγούμενο εναντίον του κλωτσοπατινάδα. Ο Ντομινίκ όμως φώναζε μπροστά στις κάμερες στους αστυνομικούς που τον έδερναν:

«Κοτάρες! Μου κάνετε σήμερα αυτό που δεν τολμούσατε να μου κάνετε χθες!»         

Η ανάκριση συνεχιζόταν χωρίς να αποσπαστεί από τον Ντομινίκ καμιά ομολογία. Στις ερωτήσεις του ειδικού εφέτη ανακριτή και του αντίστοιχου εισαγγελέα ισχυριζόταν ότι ονομάζεται Ιωάννης Μπουργκάζ, όπως γράφει και το διαβατήριό του, και πως πιθανότατα πρόκειται για μια τεράστια παρεξήγηση. Επέμενε πως δεν είναι Έλληνας και ότι δεν έχει ακούσει καν για αυτόν τον Λουδοβίκο Ντομινίκ, πόσο μάλλον να έχει απασχολήσει τις αρχές. Επέμεινε στην κατάθεσή του αυτή και τίποτα άλλο δεν είπε. Ούτε οι μάρτυρες που τον αναγνώριζαν, ούτε τα δακτυλικά του αποτυπώματα και οι εκθέσεις της σήμανσης που δεν άφηναν περιθώριο να αμφισβητηθεί η πραγματική του ταυτότητα, ούτε οι ερωτήσεις του ανακριτή και του εισαγγελέα μπόρεσαν να λυγίσουν τον αδάμαστο αυτό χαρακτήρα.                  

Ο ανακριτής κάποια στιγμή, ενθουσιασμένος από το πνεύμα του Ντομινίκ, εξέφρασε τη λύπη του, διότι ένας άνθρωπος τόσο καλοπροικισμένος είχε γίνει εγκληματίας⸱ ο Ντομινίκ του απάντησε ότι αισθάνεται περισσότερη λύπη, διότι ένας άνθρωπος τόσο επιδέξιος είχε γίνει δικαστικός.

Το δικαστήριο ορίστηκε ένα χρόνο μετά τη σύλληψή του, κάπου στα μέσα του 2014, όταν παραδέχτηκε επιτέλους και την ταυτότητά του. Κατά τη διάρκεια του σταδίου των μαρτύρων κατηγορίας, ο Ντομινίκ υπερασπίστηκε τον εαυτό του με εκπληκτική αυτοκυριαρχία. Δεν έπαυε, παρολαυτά, μέχρι την όγδοη συνεδρίαση να διακηρύττει πως είναι αθώος. Η μεγάλη αίθουσα των Δικαστηρίων των Γυναικείων Φυλακών Κορυδαλλού ήταν πάντα ασφυκτικά γεμάτη και τα μέτρα ασφαλείας ήταν δρακόντεια. Το λεωφορείο Γ18 έβαλε έκτακτα δρομολόγια.

Την ημέρα της απολογίας του, ο Ντομινίκ ήταν ιδιαιτέρως νευρικός και διαρκώς κοιτούσε το ρολόι του. Όσο κατέθετε η μητέρα του, που ήταν και η μοναδική μάρτυρας υπεράσπισης, το βλέμμα του περιστρεφόταν προς το κοινό, προσπαθώντας να εντοπίσει κινήσεις ορισμένων προσώπων. Το πλήθος όμως παρέμενε ακίνητο και σιωπηλό. Καμιά κίνηση δεν διαγραφόταν και καμιά ανησυχία, πέρα από τη δικιά του, δεν διακρινόταν στην ανθρώπινη αυτή παλίρροια. Ασφαλώς, η υπέρτατη επέμβαση, η ύστατη επίθεση των οπαδών  του προς διάσωσή του, που είχε ως τότε προεξοφλήσει και ελπίσει, δεν έγινε. Δεν είχε πλέον κανέναν να περιμένει και τίποτα, εκτός από μια ατέλειωτη ατιμωτική ζωή στη φυλακή. Τότε, βλέποντας ότι τον είχαν οριστικά εγκαταλείψει όλοι, ότι είχαν προδώσει την τελευταία του ελπίδα, αιφνιδίως, άφησε τον εαυτό του και κινούμενος με λύσσα προς το εδώλιο δήλωσε ότι ήταν έτοιμος να μιλήσει και να προβεί σε αποκαλύψεις. Σε μια πλήρη ομολογία και να προδώσει όλους τους συνενόχους του.

Η τρομερή απολογία του –η οποία προφανώς δεν στάθηκε τελικά ικανός παράγοντας ώστε να αποφύγει την ποινή της ισόβιας κάθειρξης– διήρκησε δεκαοχτώ ώρες. Τα λόγια με τα οποία ξεκίνησε ήταν τα εξής:

«Παραβήκατε το ρητό λόγο σας, τον οποίο μου είχατε δώσει. Να με απελευθερώσετε με κίνδυνο τη ζωής σας. Μη βρίσκεται λοιπόν κακό ότι αποκαλύπτω στους δικαστές ποιοι είστε και τι πράξατε. Εγώ ρουφιάνος δεν είμαι, αλλά την αλήθεια θα την πω».   

ΤΕΛΟΣ    

Οι περιπέτειες του Σέρλοκ Χολμς ΙΙ

‘‘Πού το βάλατε;’’ ρώτησε ο Αρθούρος.

‘‘Στο γραφείο μου.’’

‘‘Εύχομαι να μην μας έρθουν κλέφτες σήμερα το βράδυ’’, μου απάντησε.

‘‘Το έχω κλειδωμένο.’’

‘‘Ω, οποιοδήποτε κλειδί το ανοίγει. Όταν ήμουν μικρός, το άνοιξα με το κλειδί της ντουλάπας των ασπρόρουχων.’’

Έλεγε συχνά τέτοιες ανοησίες και δεν τον έπαιρνα υπόψη μου. Όταν αποσύρθηκα να κοιμηθώ, με ακολούθησε στο δωμάτιό μου σοβαρός.

‘‘Άκουσε, μπαμπά’’, μου είπε. ‘‘Μπορείς να μου δώσεις 200 λίρες;’’

‘‘Όχι δεν μπορώ’’, του απαντώ θυμωμένος. ‘‘Υπήρξα πολύ επιεικής απέναντί σου ως τώρα’’.

‘‘Ήσουν πάντα πολύ καλός, το ξέρω. Αλλά έχω ανάγκη πάση θυσία αυτό το ποσό. Διότι αλλιώς δεν μπορώ να πατήσω το πόδι μου στη λέσχη.’’

‘‘Τόσο το καλύτερο.’’

‘‘Καλά. Αλλά δεν θα ήθελες βεβαίως να φύγω σαν ατιμασμένος άνθρωπος. Έχω ανάγκη από αυτό το ποσό και αν δεν μου το δώσεις, θα το ζητήσω αλλού.’’

‘‘Δεν θα σου δώσω ούτε λεπτό’’, φώναξα με μεγάλο θυμό, διότι αυτή ήταν η τρίτη φορά που μου ζητούσε χρήματα μέσα στο μήνα.

Όταν έφυγε, άνοιξα το γραφείο μου, για να βεβαιώσω ότι ο θησαυρός μου είναι ασφαλής, και κατόπιν το κλείδωσα και πάλι. Άρχισα ακολούθως την εξέταση του σπιτιού, για να δω αν όλα ήταν κλειστά. Αυτό το καθήκον το εκτελεί συνήθως η Μαίρη, αλλά εκείνη τη νύχτα θέλησα να το κάνω μόνος μου. Καθώς κατέβαινα, διέκρινα τη Μαίρη στο παράθυρο του αντιθαλάμου, το οποίο και έσπευσε να κλείσει μόλις με είδε.

‘‘Για πείτε μου, πατέρα’’, μου είπε με ύφος που φάνηκε ταραγμένο. ‘‘Επιτρέψατε στη Λούσι να βγει σήμερα το βράδυ;’’

‘‘Όχι.’’

‘‘Την είδα να επιστρέφει τώρα από την πόρτα υπηρεσίας. Πιθανόν να πήγε μέχρι τον περίβολο μόνο για να δει κάποιον, αλλά και αυτό δεν μου φαίνεται ορθό.’’

‘‘Μίλησέ της αύριο ή αν θέλεις της το λέω εγώ. Είσαι βέβαιη ότι όλα είναι κλειστά;’’
‘‘Εντελώς βέβαιη.’’

»Τη φίλησα και ανέβηκα στο δωμάτιο, όπου και κοιμήθηκα αμέσως.

»Όπως βλέπετε, κύριε Χολμς, εισέρχομαι σε όλες τις λεπτομέρειες. Έρχομαι τώρα στο κύριο σημείο. Δεν κοιμάμαι βαθιά και, καθώς συλλογιζόμουνα, ο ύπνος μου ήταν ελαφρότερος ακόμα. Κατά τις δύο το πρωί, ξύπνησα από έναν κρότο που προερχόταν μέσα από το σπίτι. Ο κρότος είχε παύσει όταν ξύπνησα, αλλά είχα την εντύπωση ότι κάποιο παράθυρο έκλεισε σιγανά. Προσπάθησα να ακούσω. Και ξαφνικά, άκουσα βήματα πνιγμένα στο διπλανό δωμάτιο. Σηκώθηκα και κοίταξα από τη μισανοιγμένη θύρα.

‘‘Αρθούρε!’’ φώναξα. ‘‘Ληστή! Πώς τολμάς να αγγίζεις το διάδημα;’’

Υπήρχε φως στο δωμάτιο και ο γιος μου, ντυμένος μόνο με ένα πουκάμισο και παντελόνι, ήταν όρθιος εμπρός στο φως, κρατώντας το διάδημα. Φαινόταν σαν να κατέβαλε όλη του τη δύναμη για να το σπάσει ή να το στραβώσει. Ένα από τα άκρα του έλειπε μαζί με τα τρία διαμάντια.

‘‘Άθλιε’’, φώναξα, ‘‘το έσπασες! Με ατίμασες. Πού είναι οι πέτρες που έκλεψες;’’

‘‘Έκλεψα;’’

‘‘Ναι, κλέφτη!’’ του φώναζα τρελός από οργή, αρπάζοντάς τον από τους ώμους.

‘‘Δεν λείπει καμιά, δεν μπορεί να λείπει καμιά.’’

‘‘Λείπουν τρεις και γνωρίζεις πού είναι. Ώστε είσαι και κλέφτης και ψεύτης. Δεν σε είδα που προσπαθούσες να σπάσεις το δεύτερο κομμάτι;’’

‘‘Αυτό είναι πολύ’’, μου απάντησε. ‘‘Ούτε λέξη πλέον και, αφού θεωρήσατε καλό να με βρίσετε, θα φύγω από το σπίτι σας το πρωί και θα φύγω μόνος μου’’.

‘‘Θα φύγεις από το σπίτι με τη συνοδεία της αστυνομίας! Θα διελευκανθεί η υπόθεση!’’

‘‘Δεν θα μάθετε τίποτα από μένα’’, φώναξε με συγκίνηση που με εξέπληξε. ‘‘Αν θέλετε να φωνάξετε την αστυνομία, η αστυνομία ας ενεργήσει ανάκριση’’.

Τη στιγμή εκείνη, όλο το σπίτι βρισκόταν επί ποδός, γιατί είχα υψώσει τη φωνή μου. Η Μαίρη έφτασε πρώτη. Από την κατάσταση του διαδήματος και του προσώπου του Αρθούρου κατάλαβε την αλήθεια και με μια κραυγή έπεσε αναίσθητη. Έστειλα να φέρω την αστυνομία. Όταν ο αστυνόμος και η συνοδεία του εισήλθαν, με ρώτησε αν είχα σκοπό να τον κατηγορήσω για κλοπή. Απάντησα ότι δεν πρόκειται πλέον για ιδιωτική υπόθεση, αφού το σπασμένο διάδημα ήταν εθνική περιουσία. Ήμουν αποφασισμένος να καταφύγω στη δικαιοσύνη.

‘‘Τουλάχιστον’’, είπε ο Αρθούρος, ‘‘δεν πρέπει να με παραδώστε αμέσως. Είναι συμφέρον και δικό σας και δικό μου να μου επιτρέψετε να απουσιάσω έστω για πέντε λεπτά μόνο…’’

‘‘Για να φύγεις ή να κρύψεις εκείνο που έκλεψες;’’ του είπα. Και τότε, προσπαθώντας να τον συγκινήσω, τον ικέτευσα να σκεφτεί τουλάχιστον την τιμή του και να μου πει τι απέγιναν τα τρία διαμάντια.

‘‘Μην απατάσαι’’, πρόσθεσα, ‘‘συνελήφθης επ’ αυτοφώρω και η ομολογία σου δεν δύναται να επιδεινώσει τη θέση σου. Αν μας υποδείξεις πού είναι τα διαμάντια, όλα θα ξεχαστούν και θα τα συγχωρήσω’’.

‘‘Κρατήστε τη συγγνώμη σας για όσους σας τη ζητούν’’, μου απάντησε, γυρνώντας απότομα την πλάτη του.

»Δεν δίστασα πλέον. Κάλεσα τον επιθεωρητή και τον παρέδωσα. Ερεύνησα αμέσως και τον ίδιο, και το δωμάτιό του, και όλο το σπίτι, αλλά δεν βρήκα τίποτα. Ο γιος μου αρνήθηκε εξάλλου να ανοίξει το στόμα του, παρά τις παρακλήσεις ή τις απειλές μου. Τον έθεσα υπό κράτηση σήμερα και, αφού εκπλήρωσα μερικές διατυπώσεις στη αστυνομία, έτρεξα σ’ εσάς για να σας παρακαλέσω να διαφωτίσετε αυτό το μυστήριο. Η αστυνομία ομολογεί ότι δεν μπορεί να το εξηγήσει. Μπορείτε να κάνετε όσα έξοδα θέλετε. Σας υποσχέθηκα ήδη αμοιβή χιλίων λιρών. Τι θα απογίνω, θεέ μου! Έχασα την τιμή μου, τα διαμάντια και τον γιο μου σε μια μόνο νύχτα. Πόσο είμαι δυστυχής!» Και, κρατώντας με τα χέρια του το κεφάλι του, άρχισε οδυρόμενος να στενάζει.
Ο Σέρλοκ Χολμς έμεινε σιωπηρός για λίγα λεπτά με τα φρύδια συσπασμένα.
«Δέχεστε πολλούς στο σπίτι σας;» ρώτησε.

«Κανέναν εκτός από τον συνέταιρό μου και την οικογένειά του και ενίοτε και έναν φίλο του Αρθούρου, τον Σερ Τζορτζ Μπόρνελ, ο οποίος τελευταία έρχεται συχνά. Κανέναν άλλον απολύτως.»        
  
«Συχνάζετε πολύ στα σαλόνια;»

«Ο Αρθούρος ναι. Αλλά η Μαίρη και εγώ μένουμε σπίτι. Δεν μας αρέσει να βγαίνουμε.»

«Αυτό είναι σπάνιο για μια κοπέλα.»

«Είναι είκοσι τεσσάρων ετών και ήσυχη από τη φύση της.»

«Κατά τη γνώμη σας, η υπόθεση αυτή τη συγκίνησε πολύ;»

«Ναι. Περισσότερο και από μένα τον ίδιο.»

«Ούτε εσείς ούτε εκείνη δεν αμφιβάλλετε για την ενοχή του γιου σας;»

«Πώς να αμφιβάλλουμε, αφού τον είδα εγώ ο ίδιος με το διάδημα στα χέρια του;»

«Δεν θεωρώ αυτό ως οριστική απόδειξη. Το υπόλοιπο διάδημα ήταν κατεστραμμένο;»

«Ναι, ήταν επίσης στραβωμένο.»

«Δεν υποθέτετε ότι προσπαθούσε ίσως να το ισιώσει;»

«Ω, ο Θεός να σας ευλογεί! Κάνετε ό,τι μπορείτε για μένα και για τον γιο μου. Αλλά θα είναι δύσκολο το έργο σας. Και πρώτον, τι ήθελε μέσα στο δωμάτιο; Εάν ήταν αθώος, γιατί δεν είπε τι συνέβη;»

«Ακριβώς. Αλλά και αν ήταν ένοχος, γιατί δεν εφηύρε ένα παραμύθι; Η σιγή του μπορεί να εξηγηθεί με δυο τρόπους. Υπάρχουν πολύ περίεργα σημεία σ’ αυτήν την υπόθεση. Τι πιστεύει η αστυνομία για τον κρότο που σας ξύπνησε;»

«Λέει ότι πιθανώς ο Άρθουρ έκλεισε την πόρτα του.»

«Πολύ απίθανο. Ένας άνθρωπος έτοιμος να διαπράξει μια τέτοια πράξη δεν κλείνει την πόρτα του κατά τρόπο που να ξυπνήσει όλο τον κόσμο. Τι λένε για την εξαφάνιση των διαμαντιών;»

«Ερευνούν ακόμα στο πάτωμα και στις γωνίες για να τα βρούνε.»

«Σκέφτηκαν να ερευνήσουν και έξω;»

«Ναι. Επέδειξαν μεγάλη δραστηριότητα. Όλος ο κήπος ερευνήθηκε επισταμένως.»

«Ας δούμε, αγαπητέ μου κύριε! Δεν πιστέυετε ότι όλη αυτή η υπόθεση είναι πολύ περισσότερο μυστηριώδης από ό,τι φαντάζεστε η αστυνομία κι εσείς; Για μένα είναι πολύ περίπλοκη. Υποθέτετε, λόγου χάριν, ότι ο γιος σας βγήκε από το κρεβάτι του, εισήλθε με κίνδυνο στο γραφείο σας, άνοιξε το συρτάρι, πήρε το διάδημα, έσπασε ένα κομμάτι του, πήγε σε κάποιο άλλο μέρος και έκρυψε τα τρία διαμάντια με τόση τέχνη ώστε κανείς δεν μπόρεσε να τα ανκαλύψει, κατόπιν επέστρεψε με το υπόλοιπο διάδημα στο γραφείο όπου διέτρεχε τον κίνδυνο να αποκαλυφθεί. Δεν νομίζετε ότι όλη αυτή η υπόθεση δεν είναι βάσιμος;»

«Τι υποθέτετε λοιπόν εσείς;» είπε ο τραπεζίτης με απελπισία. «Αν δεν είχε κακή πρόθεση, γιατί δεν εξηγείται;»

«Εμείς πρέπει να βρούμε την αιτία της σιγής του», απάντησε ο Σέρλοκ Χολμς. «Αν θέλετε, κύριε Χόλντερ, θα πάμε μαζί στο Στρίδαμ και θα εξετάσουμε το μέρος».

Ο φίλος μου επέμεινε να συμμετέχω στην εκδρομή. Ομολογώ ότι η ενοχή του γιου του τραπεζίτη μου φαινόταν αναμφισβήτητος, αλλά είχα τόση εμπιστοσύνη στην κρίση του Χολμς, ώστε άρχισα να ελπίζω μαζί του. Δεν είπα ούτε λέξη κατά τη διαδρομή. Ο πελάτης μας φάνηκε να ανακτά το θάρρος του. Φτάσαμε μετά από λίγο στο Φέρμπαγκ, την κατοικία του μεγάλου χρηματιστή.

Ήταν μια τετράγωνη οικία, αρκετά μεγάλη, που βρισκόταν σε μια κάποια απόσταση από το δρόμο. Μια διπλή δενδροστοιχία οδηγούσε σε δυο μεγάλες κιγκλίδες. Δεξιά ήταν ένα μικρό ξύλινο περίπτερο, από το οποίο μια στενή ατραπός κλεισμένη από φράχτες οδηγούσε στη θύρα του μαγειρείου. Ήταν η είσοδος της υπηρεσίας.

Αριστερά ένας δρομίσκος οδηγούσε στους στάβλους. Αλλά ο δρομίσκος αυτός ήταν έξω από το κτήμα και δημόσιος, αν και με ελάχιστη κίνηση. Ο Χολμς μας άφησε στην είσοδο και έκανε αργά το γύρο του κτιρίου, κατόπιν βγήκε στην οδό, επανήλθε μέσω του μονοπατιού της υπηρεσίας στον κήπο που βρίσκονταν πίσω από την οικία και μέσω των στάβλων έφτασε στο δρομίσκο. Έμεινε έξω τόσο πολύ, ώστε ο κύριος Χόλντερ και εγώ καθίσαμε δίπλα στη φωτιά του μαγειρείου για να περιμένουμε.

Βρισκόμασταν εκεί όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκε μια νεαρή γυναίκα. Ήταν μάλλον ψηλή, λεπτή, με μάτια και μαλλιά μαύρα και λευκότατο δέρμα. Ποτέ μου δεν είχα δει ξανά τέτοια ωχρότητα. Και αυτά τα χείλη της ακόμα ήταν λευκά και τα μάτια της κόκκινα από το κλάμα. Χωρίς να ανησυχήσει από την παρουσία μου, κατευθύνθηκε προς τον θείο της και του χάιδεψε με στοργή το κέφαλι.

«Διατάξατε να αφήσουν ελεύθερο τον Αρθούρο, θείε μου;»

«Όχι, όχι, παιδί μου. Πρέπει η υπόθεση αυτή να διευκρινιστεί.»

«Μα είμαι βέβαιη πως είναι αθώος. Δεν πρόκειται δυστυχώς, παρά ενός γυναικείου ενστίκτου. Αισθάνομαι ότι δεν έκανε κανένα κακό.»

«Γιατί τότε αρνείται να μιλήσει αν είναι αθώος;»

«Ποιος ξέρει; Ίσως διότι θύμωσε που τον υποπτεύεστε.»

«Πώς να μην τον υποπτευτώ, βλέποντας το διάδημα στα χέρια του;»

«Το είχε πάρει απλώς στα χέρια του να το κοιτάξει. Σας παρακαλώ, πιστέψτε ότι είναι αθώος. Είναι τόσο τρομερό να σκέφτεται κανείς ότι ο Αρθούρος είναι στη φυλακή.»

«Δεν θα σταματήσω τις έρευνες μέχρι να βρεθούν τα διαμάντια, Μαίρη. Η στοργή σας για τον Αρθούρο σάς τυφλώνει. Έφερα από το Λονδίνο έναν κύριο, ο οποίος θα με βοηθήσει να ανακαλύψω την αλήθεια.»

«Είναι ο κύριος εδώ;» ρώτησε στρεφόμενη προς εμένα.

«Όχι, είναι φίλος του. Μας παρακάλεσε να τον περιμένουμε και πήγε στο δρομίσκο των στάβλων.»

«Το δρομίσκο;» είπε εκείνη συσπώντας τα φρύδια της. «Τι ελπίζει να βρει εκεί; Α, να τος  νομίζω. Ελπίζω, κύριε», είπε απευθυνόμενη προς τον εμφανισθέντα Χολμς, «ότι θα κατορθώσετε να αποδείξετε την αθωότητα του ξαδέλφου μου Αρθούρου. Είμαι βέβαιη γι’ αυτή.»

«Συμμερίζομαι απολύτως τη βεβαιότητά σας, δεσποινίς», απάντησε ο Σέρλοκ Χολμς, τινάζοντας στην ψάθα τα χιόνια των παπουτσιών του. «Πιστεύω ότι έχω την τιμή να μιλώ με τη δεσποινίδα Μαίρη Χόλντερ. Μπορώ να σας απευθύνω μερικές ερωτήσεις;»

«Ευχαρίστως, κύριε.»

«Δεν ακούσατε τίποτα κατά τη νύχτα;»

«Τίποτα, μέχρι τη στιγμή που ακούστηκαν οι φωνές του θείου μου. Τον άκουσα και κατέβηκα αμέσως.»

«Εσείς κλείσατε το βράδυ τα παράθυρα και τις πόρτες;»

«Μάλιστα.»

«Τα βρήκατε κλειστά και το πρωί;»

«Μάλιστα.»

«Μία από τις καμαριέρες σας έχει εραστή; Νομίζω ότι είπατε χθες το βράδυ στον θείο σας ότι εξήλθε για να τον συναντήσει.»

«Ναι. Αυτή η ίδια είχε σερβίρει το τσάι στο σαλόνι και πιθανόν να άκουσε τον θείο μου που μιλούσε για το διάδημα.»

«Ωραία. Και φαντάζεστε ότι πιθανόν να εξήλθε για να ειδοποιήσει τον εραστή της, με τον οποίο διοργάνωσαν την κλοπή.»

«Μα τι χρειάζονται όλες αυτές οι ιστορίες», ανέκραξε με ανυπομονησία ο τραπεζίτης, «όταν σας λέω ότι είδα τον Αρθούρο με το διάδημα στα χέρια;»

«Περιμένετε λίγο, κύριε Χόλντερ. Θα επανέλθουμε. Είδατε λοιπόν, δεσποινίς Χόλντερ, την κοπέλα αυτή να εισέρχεται από την πόρτα του μαγειρείου;»

«Μάλιστα, τη στιγμή που πήγα να δω αν η πόρτα ήταν κλειστή για τη νύχτα, την είδα να εισέρχεται. Και διέκρινα και τον εραστή της στο σκοτάδι.»

«Τον γνωρίζετε;»

«Ω, ναι! Είναι ο μανάβης που μας φέρνει τα λαχανικά. Ονομάζεται Φράνσις Πρόσπερ.»

«Στέκονταν», είπε ο Χολμς, «αριστερά και σε μικρή απόσταση από την πόρτα;»

«Ναι, αριστερά.»

«Έχει ξύλινο πόδι;»

«Είστε μάγος λοιπόν; Πώς το γνωρίζετε;»

(Τέλος δεύτερου μέρους. Η συνέχεια την επόμενη Τετάρτη)

Καραντίνα vs φυλακή: Ψιλή κουβέντα

Ο Billys Klaras μέλος του Δικτύου Αλληλεγγύης Κρατουμένων και πρώην κρατούμενος πιάνει ψιλή κουβέντα με τον μέλος του red n’ noir Τάσο Θεοφίλου. Κουβεντιάζουν για τις ομοιότητες και τις διαφορές που έχει η φυλακή με την καραντίνα του Covid-19. Ανάμεσα σε διάφορες χαζομάρες, κουβεντιάζουν και για την στιγμή της αποφυλάκισης, τις προσωπικές, κοινωνικές, και οικονομικές δυσκολίες από τις οποίες συνοδεύεται και υποθέτουν πως όταν κηρυχτεί η άρση των περιορισμών δεν θα είναι στην πραγματικότητα ιδιαίτερα λυτρωτική.

Λουδοβίκος Ντομινίκ VΙΙ

Η διακοπείσα από τη δραπέτευση του Ντομινίκ ανάκριση δεν ήταν δυνατό να επαναληφθεί νομίμως, παρά μόνο κατόπιν νέας σύλληψης του κατηγορούμενου. Η αστυνομία έδωσε φωτογραφίες του στη δημοσιότητα και οι ειδήσεις που περιείχαν πληροφορίες για τη ζωή του ή πιθανές κινήσεις του πετάγονταν κάθε τόσο πρώτες-πρώτες στα νέα της γκουγκλ.

Εκατοντάδες αστυνομικοί με πολιτικά είχαν επιστρατευτεί για την καταδίωξη του Ντομινίκ. Ποιοι όμως; Πολλοί εξ αυτών ήταν Ντομινικανοί. Πολλές φορές επρόκειτο για επίορκους αστυνομικούς με τόσο κακή φήμη, ώστε έγινε αμέσως αντιληπτό ότι το φάρμακο αυτό απλώς επιδείνωνε το κακό.

Ο εισαγγελέας που είχε αναλάβει την υπόθεση ενημέρωνε σχετικώς τον αρμόδιο υπουργό, αναφέροντας: «Εννιακόσιοι αστυνομικοί περιφέρονται νυχθημερόν εντός των Αθηνών, μεταμφιεσμένοι με πολιτική ενδυμασία προς αναζήτηση του Λουδοβίκου Ντομινίκ. Έχω την τιμή να σας αναφέρω ότι όχι μόνο δεν θα τον συλλάβουν, αλλά και ότι με το ευφυές αυτό πρόσχημα είναι ικανοί να διαπράττουν κλοπές και φόνους σημαντικούς».

Ίσως επειδή καταλάβαινε ότι είχε καταστεί το αντικείμενο της γενικής προσοχής, ο Ντομινίκ γινόταν διαρκώς περισσότερο νευρικός, οξύθυμος, δύσπιστος, φιλύποπτος, ανήσυχος. Αισθανόταν ότι είναι περικυκλωμένος από ενέδρες, δεν διέμενε δύο συνεχόμενες νύχτες στο ίδιο μέρος και διήγαγε ένα βίο δηλητηριασμένο από την αγωνία. Φοβόταν προπάντων μην πουληθεί από κάποιον οπαδό του και ο φόβος αυτός τον κατέστησε σκληρό και τραχύ προς τους άντρες του. Πλέον, καμιά εμπιστοσύνη δεν είχε σε κανέναν και βασίλευε με την τρομοκρατία. Με μια απλή αμφιβολία διέταζε τον φόνο πολλών εκ των μελών της οργάνωσής του. Ίσως τότε, όπως αναφέρει ο αστικός θρύλος, διήλθε μερικές εβδομάδες στην Αλβανία, για να πετύχει ένα καλό ντιλ με κατουρόχορτο που σκόπευε να μεταφέρει στην Αθήνα. Εκεί, λέγεται ότι συνάντησε τον αλβανό αντίπαλό του Μπλερίμ, τον Λουδοβίκο Ντομινίκ του Ελμπασάν, γνωστό και ως Σρεκ, λόγω της ομοιότητάς του με τον ομώνυμο ήρωα αν εξαιρέσει κανείς το πράσινο χρώμα του τελευταίου.     

Οι δύο αυτοί άντρες λοιπόν έθεσαν τις βάσεις από τότε ενός είδους οργάνωσης –διεθνούς αδελφάτου ληστείας, λαθρεμπορίας και εκβιασμών– η οποία θα επέτρεπε να υποδεικνύονται αμοιβαίως οι επικερδείς επιχειρήσεις.

Όταν αναχώρησε από την Αλβανία ο Ντομινίκ, για να παραπλανήσει τους διώκτες του και να τους κάνει να χάσουν τα ίχνη του και να τον ξεχάσουν κάπως στην Αθήνα, μετέβη στη Θεσσαλονίκη και εκεί είχε μια περιπέτεια εξαιρετική, αληθινό θέμα μυθιστορήματος, η εξιστόρηση της οποίας όμως δεν είναι θέμα της παρούσας αφήγησης.

Από καιρό σε καιρό είναι αλήθεια ότι κυκλοφορούσε η φήμη του θανάτου του, αλλά την επαύριο κάποιο τολμηρό γεγονός έπειθε τους πάντες ότι έχει αναστηθεί. Δεν βρήκε λοιπόν όταν επέστρεψε από την Αλβανία μια κοινή γνώμη κατευνασμένη. Ήταν πάντοτε το αντικείμενο της γενικής ενασχόλησης. Και η ανησυχία και η αγωνία άρχισαν πάλι να δηλητηριάζουν τη ζωή του. Δεν κοιμόταν πλέον. Διερχόταν μέρες ολόκληρες κρυμμένος μέσα σε αποθήκες και γιάφκες.

Το νευρικό του σύστημα ήταν κλονισμένο και διαταραγμένο από τις επανειλημμένες τρομοκρατήσεις και η συνεχής αγωνία τον έκανε να βλέπει παντού την προδοσία και τον ωθούσε ενίοτε σε πράξεις παραφροσύνης. Πράξεις οι οποίες προοικονομούσαν την απώλειά του.

Δυο αλλεπάλληλες αποτυχίες και μάλιστα σοβαρές, τις οποίες δοκίμασαν οι οπαδοί του έριξαν ανάμεσά τους το σπόρο της αμφιβολίας και προκάλεσαν την πτώση του ηθικού.      

Μια φορά, κατά την οποία οι Ντομινικανοί είχαν εισδύσει για να κλέψουν το χρηματοκιβώτιο –νύχτα αυτή τη φορά και όχι σαν τον Γαρδέλη μέρα-μεσημέρι– στα γραφεία του εργοστασίου της ΑΓΝΟ, τα οποία, σύμφωνα με πληροφορίες που υποτίθεται είχαν από μέσα, τα νόμιζαν άδεια, βρέθηκαν περικυκλωμένοι από ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις και συγκεκριμένα από ομάδες των ΕΚΑΜ. Ήταν προφανές. Επρόκειτο για ενέδρα.  Ταμπουρώθηκαν αρχικά στο γραφείο, μεταβάλλοντάς το σε φρούριο. Ο Ντομινίκ κατόρθωσε μολαταύτα να διαφύγει από το φωταγωγό κατά το παλιό του συνήθειο, χάρη στην εκπαίδευση που είχε αποκτήσει όταν μικρός συναγελάζονταν με εκείνη την παρέα από κάγκουρες. Είχε από τότε διατηρήσει τόσο την κατάλληλη σωματική διάπλαση όσο και την γατίσια ευκινησία. Για πρώτη φορά όμως, καθώς προσγειωνόταν στο έδαφος του πίσω πάρκινγκ του εργοστασίου, η μπέρτα του πιάστηκε σε ένα κλαδί και σκίστηκε ελαφρώς. Αυτός ο κακός οιωνός θα είναι και η αρχή του τέλους για τον αντί-υπερήρωα ή υπερ-αντιήρωα Λουδοβίκο Ντομινίκ τον Τρισμέγιστο.        

Ο Ντομινίκ είχε πια βαθιά την πεποίθηση ότι είχε προδοθεί. Συγχρόνως, στο μακελειό που ακολούθησε, οι περισσότεροι συμμετέχοντες στην επιχείρηση ένιωσαν τις δονήσεις που προκαλούσαν τα όπλα των εκαμιτών να απορροφούνται από τα κορμιά τους, ενώ οι κραυγές πόνου που τους προκαλούσαν οι σφαίρες καθώς κατατρυπούσαν τις σάρκες τους πνίγονταν στο αίμα, την απόγνωση και την αγωνία. Ένας υπαρχηγός του, ο Ρεζής, ο μόνος που παρέμεινε ζωντανός, έπεσε στα χέρια της αστυνομίας. Οι απώλειες ήταν σημαντικές και ο κίνδυνος μήπως ο Ρεζής αποκαλύψει τα μυστικά της οργάνωσης τεράστιος. 

 (Η συνέχεια το επόμενο Σάββατο…) 

Η ληστεία της Πέτρας V

 Κεφάλαιο 9 (7 Οκτωβρίου 1929)

Το πρωί αναχώρησαν με την τακτική αμαξοστοιχία προς προϋπάντηση του κυρίου Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη ο υπουργός Στρατιωτικών, κύριος Σοφούλης, ο διευθυντής του Πολιτικού Γραφείου, κύριος Τσιμπιδάρος, και ο γενικός γραμματέας του υπουργείου Γεωργίας, κύριος Πιστολάκης. Στη Θεσσαλονίκη θα συναντηθεί επίσης με τον πρωθυπουργό ο υπουργός Δικαιοσύνης, κύριος Δίγκας. Στο σταθμό Λιανοκλαδίου έχει κανονιστεί να προϋπαντήσει τον κύριο Βενιζέλο ο υπουργός Οικονομικών, κύριος Μαρής, ενώ ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, κύριος Μιχαλακόπουλος, και τα λοιπά μέλη του υπουργικού συμβουλίου θα υποδεχτούν τον κύριο Βενιζέλο στο σταθμό Λαρίσης, όπου θα είναι και το οριστικό τέλος του ταξιδιού του από το Βελιγράδι.

Είναι στ’ αλήθεια πολύ πιθανόν πως κανένα από τα δύο αδέλφια δεν είχε πληροφορηθεί τίποτα για το ταξίδι του πρωθυπουργού και για τη σημασία του, και ούτε που τους ένοιαζε. Είναι επίσης σχεδόν το ίδιο πιθανόν πως κανένα από τα δύο αδέλφια δεν πίστευε στ’ αλήθεια, μέχρι εκείνη τη στιγμή, πως θα καταδικαστεί σε θάνατο για τη ληστεία της Πέτρας.      

Το Ειδικό Πενταμελές Εφετείο έχει αποσυρθεί για να συνεδριάσει. Η διάσκεψη παρατείνεται μέχρι το απόγευμα. Όσο διαρκεί η αναμονή, όλοι οι κατηγορούμενοι, και ιδιαιτέρως οι Ρεντζαίοι και οι τρεις αυτουργοί της ληστείας, είναι τόσο φορτισμένοι, που δεν μιλάνε μεταξύ τους. Αναμένουν, κατειλημμένοι από αγωνία την οποία προδίδουν τα κατακίτρινα και κάθιδρα πρόσωπά τους, την απόφαση που θα ορίσει τη διάρκεια της ζωής τους από δω και πέρα. 

Στις τέσσερις και μισή, οι δικαστές εμφανίζονται και αμέσως καταλαμβάνουν τις θέσεις τους. Ο πρόεδρος αρχίζει την ανάγνωση της πολυσέλιδης απόφασης του δικαστηρίου. Κατά τη διάρκεια της εκφώνησής της, όλοι οι κατηγορούμενοι με εντατική προσοχή εκδηλώνουν την ψυχική τους διάθεση, κάνοντας διάφορες νευρικές κινήσεις και μορφασμούς.

Τα κύρια σημεία της απόφασης είναι πως οι Διαμαντής και Κωνσταντίνος Καψάλης και ο Ευάγγελος Κόκκαλης κρίνονται ένοχοι αυτουργίας της ληστείας της Πέτρας, ενώ οι Ιωάννης και Ευθύμιος Ρέντζος ένοχοι ηθικής αυτουργίας εξ ιδιοτέλειας. Το δικαστήριο επιβάλλει και στους πέντε τη θανατική ποινή. Ένοχοι επίσης συνέργειας εξ ιδιοτέλειας κρίνονται ο Ιωάννης Ματσάγγας και ο Βασιλειάδης, οι οποίοι όμως καταδικάζονται στην ελαφρύτερη ποινή των ισοβίων δεσμών. Σε μικρότερες ποινές καταδικάζονται μερικοί κατηγορούμενοι ακόμα, ενώ κάποιοι άλλοι, ανάμεσά τους και ο πεθερός του Γιάννη Ρέντζου, Βασίλης Κολοβός, και ο υπάλληλος της Εθνικής Τράπεζας, Νικόλας Σταμάτης, αθωώνονται.  

Οι καταδικασθέντες σε θάνατο και σε ισόβια δεσμά είναι βαθύτατα θλιμμένοι. Ο Γιάννης και ο Θύμιος μετά βίας στέκονται στα πόδια τους. Θεωρούν την ποινή άδικη. Πιστεύουν ότι στην πραγματικότητα το δικαστήριο έλαβε υπόψη τα εγκλήματα που διέπραξαν πριν την αμνηστία τους, αλλά ακόμα και την εξέγερση της κοινής γνώμης μετά την τελευταία απαγωγή του Τζατζά. Μόνη ελπίδα τώρα η αναίρεση στον Άρειο Πάγο ή κάποια χάρη.   

Κεφάλαιο 10 (Ιούνιος του 1923)

Πέρασε καιρός που λημέριαζαν εδώ και εκεί και έσφαζαν κανένα αρνί να φάνε. Για τα υπόλοιπα φρόντιζαν οι ίδιοι οι Βλάχοι, που τους έστελναν ό,τι χρειάζονταν. Τους προσκαλούσαν και στα τσιμπούσια τους για να τους έχουν φίλους.

Μια μέρα, τους είπαν ότι οι Ιταλοί και οι Αλβανοί τούς έχουν επικηρύξει για εκατό χιλιάδες λιρέτες. Η ζωή τους για αυτούς κόστιζε σαν δώδεκα κριάρια. Για καλή τους τύχη, και παρότι η χώρα μας δεν πέρασε Διαφωτισμό, το ελληνικό κράτος δεν φάνηκε το ίδιο ανάλγητο και απρόσωπο. Κόλλησε στην επικήρυξη άλλα εκατόν πενήντα χιλιάδες φράγκα. Τώρα στοιχίζουν ένα εκατομμύριο και είναι ευχαριστημένοι.

Είναι πια ο καιρός να σκεφτούν τι θα κάνουν με το μέλλον τους. Παίρνουν μερικές αποφάσεις. Θα κόψουν τα πεσκέσια των Βλάχων και θα κερδίσουνε το ψωμί τους με τη δουλειά τους. Τα εργαλεία που χρειάζονται τα έχουν, την τέχνη την ξέρουν, το κύρος το έχουν, τη φήμη την έχουν, το δίκτυο πελατών και συνεργατών το έχουν. Είναι πια καιρός να μεγαλουργήσουν στον κλάδο. 

Ψάχνουνε να πετύχουνε μια γερή μπάζα. Καιρός πολύς περνάει και γυρίζουνε απένταροι. Η ευκαιρία έρχεται, όταν πια αρχίζουν να κινδυνεύουν από τους Καραγκούνηδες, που με τον καιρό αρχίζουν και τους βαριούνται.

Οι πράκτορες τους πληροφορούν τους Ρεντζαίους ότι ένας πλούσιος από το Βουκουρέστι, κάποιος Παπαγιαννόπουλος που λείπει χρόνια από την Ελλάδα, θα στείλει τα παιδιά του στα Ζαγόρια για διακοπές μαζί με τη γυναίκα του και ότι έχει εβδομήντα εκατομμύρια περιουσία. Η δουλειά αυτή θα τους έσωζε. Πράγματι, σε λίγο ήρθε η οικογένεια Παπαγιανόπουλου. Μάθανε επίσης πως κατέβαινε τακτικά στα Γιάννενα με αυτοκίνητο.

Το πρωί μιας καλοκαιρινής Κυριακής, χωρίζονται σε δύο καραούλια. Ο Γιάννης με έναν ακόμα στήνουν στο Μπισδόνι και ο Θύμιος με τον Συντόρη περιμένουν σ’ ένα ύψωμα κοντά στο γεφύρι του Λυκόστομου. Κατά τις τρεις-τέσσερις το απόγευμα, εμφανίζεται το αυτοκίνητο στην ενέδρα του Θύμιου και του Συντόρη. Είναι η γριά Παπαγιαννοπούλου με τα δυο της παιδιά.

Σταματάει λίγα μέτρα κάτω. Ο οδηγός κατεβαίνει, κάνει μια επιδιόρθωση και ξαναβάζει πάλι μπρος. Πετάγεται ο Θύμιος από τη θέση του με το ντουφέκι του ψηλά. Ο Συντόρης έρχεται από πίσω του. Ο οδηγός τα χάνει και πηδάει από τη θέση του τόσο ταραγμένος, που παραλίγο να πετάξει το αυτοκίνητο στη χαράδρα.

«Στάσου, ρε βλάκα», του φωνάζει ο Θύμιος. «Τι κάνεις έτσι;»

«Έλεος, καπετάνιε. Εγώ τίποτα δεν φταίω.»

«Τι να φταις εσύ», του λέει. «Εσύ δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα».

Η Παπαγιαννοπούλου τους κοιτάζει άφωνη.

«Μη φοβάσαι, κυρά μου», της λέει ο Θύμιος. «Κανείς δεν θα σε πειράξει. Φτώχεια έχουμε και κάνουμε την τέχνη μας επάγγελμα για να ζήσουμε».

Εκείνη τη στιγμή εμφανίζεται ένας αξιωματικός δίπλα στην κοπέλα.

«Μην κουνηθείς από τον τόπο σου, λοχαγέ», φωνάζει ο Θύμιος, «γιατί σου την άναψα!»

Ο λοχαγός τον έχει πάρει για φαντάρο επειδή φοράει χακί.

«Είναι που φαίνεσαι μεθυσμένος, καημένε! Αλλιώς αύριο θα σε έβαζα στο πειθαρχείο.»

«Άκουσε, λοχαγέ», του λέει και του βγάζει μια και καλά την ιδέα. «Δεν είμαι φαντάρος. Είμαι ο Θύμιος ο Ρέντζος!»

Ο λοχαγός πρασινίζει.

«Εγώ ένας φτωχός υπάλληλος είμαι. Ο μισθός μου δεν αρκεί να ζήσω, όχι να δώσω και λύτρα.»

«Θα το δούμε αυτό», του κάνει ο Θύμιος. «Ακολούθα μας τώρα. Οι υπόλοιποι ελάτε κοντά».

Ο Συντόρης, περισσότερο προφυλακτικός, πλησιάζει τον αξιωματικό και τον ψάχνει. Ούτε σουγιαδάκι δεν έχει πάνω του. Η γριά κλαίει. Η κόρη της όμως μοιάζει ενθουσιασμένη μπροστά στην προοπτική της περιπέτειας που ανοίγεται. Ύστερα από πολλή πορεία, φτάνουν στο χωριό Περίλεφτι των Γεωργιτσαίων. Είναι μια χούφτα σπίτια και πρέπει να περάσουν από την άκρη του για να συναντήσουνε τον Γιάννη με τους άλλους.

Μόλις σουρουπώνει, και δυο Περιλεφτιώτες τους βλέπουν. Τρέχουν και ειδοποιούν τους χωριάτες. Σε λίγο ακούγεται οχλοβοή και πλήθος έρχεται με τα τουφέκια κατά πάνω τους. Ο Συντόρης κιτρινίζει.

«Το κόβουμε λάσπη;» ρωτάει τον Θύμιο.

«Μια δουλειά που αρχίζει πρέπει να τελειώνει», του αποκρίνεται ο Θύμιος. «Ή με τη ζωή ή με τον θάνατο».     

Του Συντόρη του έχει κοπεί η αναπνοή. Δεν ξέρει τι να κάνει, αλλά το θάρρος πάντα νικάει. Σηκώνει το τουφέκι του ο Θύμιος και φωνάζει σε εκείνους που τρέχουν κατά πάνω τους.

«Ε! Σεις! Εμείς θα πεθάνουμε μια μέρα. Αλλά εσείς που έχετε τη ζωή δική σας, γυρίστε πίσω αν την αγαπάτε.»

«Αφήστε τους αιχμαλώτους και δεν σας πειράζουμε», του απαντάνε.

«Α, έτσι είναι;» λέει ο Θύμιος. «Τότε σταθείτε και θα δείτε».

Κάνει ένα σάλτο και βάζει την Παπαγιαννοπούλου μπροστά του. Αρχίζει χωρίς σκέψη αράδα τουφεκιές στον αέρα και φωνάζει:

«Θα τους σκοτώσω πρώτα και ύστερα θα χάσω το κεφάλι μου. Πυρ Συντόρη!»

Ο Συντόρης ξεθαρρεύει και ρίχνει. Μπουχός γίνονται οι περισσότεροι. Άλλοι πιάνουν ταμπούρια και πυροβολούν. Τις σφαίρες τους τις ρίχνουν στον αέρα, γιατί φοβούνται μην σκοτώσουν τους αιχμαλώτους. Οι γυναίκες του χωριού βγαίνουν και φωνάζουν στους άντρες τους να φύγουν από κεί. Οι Περιλεφτιώτες φοβούνται μην πάρει καμιά αδέσποτη τις γυναίκες τους και φεύγουν. Μόνο ο γιός του προέδρου κάνει για λίγο τον παλικαρά, ώσπου του δίνει μια κοντακιά ο Θύμιος, λιποθυμάει και ησυχάζει. Ο Θύμιος και ο Συντόρης το βάζουνε στα πόδια γρήγορα μαζί με τους αιχμαλώτους, μην τους μπλοκάρουν οι χωροφύλακες. 

Ο Γιάννης τους βρίσκει σε κακό χάλι, μερικές εκατοντάδες μέτρα έξω από το Μπισδόνι. Ο Συντάρης τα έχει χαμένα. Οι αιχμάλωτοι μόλις ακούνε ότι ήρθε ο Γιάννης τα χάνουν περισσότερο! Τους πιάνει με το καλό, προσπαθώντας να τους εξηγήσει πως δεν είναι δα και κάνα κτήνος. Αλίμονο! Άνθρωπος είναι!

Μόλις τους καθησυχάζει λίγο, αφήνει έναν από την ομάδα να τους φυλάει και παίρνει τους άλλους παράμερα. Πρέπει να συμφωνήσουνε πόσα θα ζητήσουνε για λύτρα. Ο γέρος στο Βουκουρέστι έχει εβδομήντα εκατομμύρια περιουσία σύνολο και φαντάζονται όλοι τους ότι το πράγμα είναι έτσι απλό. Άλλος λέει πέντε εκατομμύρια, άλλος δέκα. Όπως ονειρεύτηκε ο καθένας, τσαμπουνάει και από ένα νούμερο. Νομίζουν ότι με μια δουλειά θα πιάσουν την καλή σαν να είναι οι απαγωγές, κάτι σαν λαχείο.

«Α, μπα», τους λέει ο Γιάννης. «Δεν μπορούμε να ζητήσουμε τόσα πολλά. Τρία εκατομμύρια να ζητήσουμε».

Πολλοί δυσαρεστήθηκαν και ο Συντορής είπε:

«Το ένα εκατομμύριο, όμως, χρυσό».

«Σύμφωνοι», λέει ο Γιάννη.

*

Έπειτα πηγαίνουν τους αιχμάλωτους σε μια τρύπα κοντά στα Ζαγόρια. Μέσα σε κείνο το λημέρι, αφού έχουν συμφωνήσει να ζητήσουνε τρία εκατομμύρια για λύτρα, ο Γιάννης κοιτάζει τους αιχμαλώτους καλά-καλά. Έχει και η τέχνη της απαγωγής τα μυστικά της. Πρέπει να βρει κανείς το μέρος που πονιέται περισσότερο, χωρίς το άσκοπο βάρος τεσσάρων αιχμαλώτων.  

Έχουν τη γριά και τα δυο παιδιά της, την κοπέλα και τον γιο. Ο αξιωματικός δεν έπιανε. Ποιους να αφήσουν και ποιους να κρατήσουν; Να ένα ερώτημα που για να απαντηθεί σωστά κάποιος μάστορας της συγκεκριμένης τέχνης πρέπει να λάβει υπόψη του όλους τους αστάθμητους παράγοντες. Αυτές οι εξισώσεις έχουν ως κυρίαρχη μεταβλητή την ψυχολογία και των δύο πλευρών. Ο Θύμιος κι ο Συντορής είχαν την ιδέα πως έπρεπε να κρατήσουνε τις δυο γυναίκες. Πάντα πονιούνται τα αδύνατα μέρη πιο πολύ από τους άνδρες λέγανε. Ο Γιάννης έβρισκε τον πυρήνα της πρότασης τους στη σωστή κατεύθυνση, όμως υπεισερχόταν ένας υποκειμενικός παράγοντας που ανέτρεπε τα δεδομένα. Η κοπέλα τον είχε βάλει σε πειρασμό τέτοιον, που κόντευε να ξεχάσει τη Χαρίκλεια.

Εκεί που έδινε στους ομήρους να φάνε μαζί, αυτή έφευγε από τους δικούς της και πήγαινε και σταυροποδιαζόταν κοντά του.

«Ξέρεις πως είσαι λεβέντης;» του έλεγε και γελούσε. Πήγαινε να κόψει το ψητό και δεν τον άφηνε. «Στάσου, στάσου!» έλεγε, «οι δεσποινίδες περιποιούνται τους άντρες».

Πηρούνια δεν είχανε εκεί πάνω και έσκιζε το κρέας με τα άσπρα δάχτυλα και τα κόκκινα νύχια της και του το τάιζε μέσα στο στόμα. Και το χειρότερο; Έγερνε κοντά του και τον έβαζε σε πειρασμό με το μεγάλο άνοιγμα της φορεσιάς της. Ένα βράδυ που έπιασε κρύο, ο Γιάννης βολτάριζε έξω από το λημέρι, σκεπτόμενος τι έπρεπε να γίνει. Ήρθε κοντά του, του έσφιξε το μπράτσο και χουχούλιαζε.

«Κρύο, καπετάνιε μου», του λέει.

«Έχεις δίκιο», της αποκρίνεται, «δεν είσαι συνηθισμένη. Γιατί δεν κάθεσαι μέσα;»

«Κάνει πλήξη μέσα, πες μου καμιά ιστορία. Πώς περνάτε;»

«Τι σε νοιάζει να μάθεις; Εσύ είσαι μια κοπέλα.»

«Μην είσαι τόσο κακός. Πες μου! Αφού βλέπεις πόσο κρυώνω και δεν πάω μέσα.»

Δεν υπάρχει χειρότερος ξεπεσμός για έναν ληστή από το να του βγει το όνομα πως είναι γυναικάς, γιατί μετά δεν τον βάζουν σπίτι τους οι Βλάχοι όταν κινδυνεύει και τον προδίδουν στα αποσπάσματα, γιατί φοβούνται την τιμή του σπιτικού τους. Όλες οι στάνες κλείνουν και καμιά πόρτα δεν του ανοίγει. Να ένα κόλπο που δεν ξέρει η χωροφυλακή.

Πήρε τότε την απόφασή του. Θα την έδιωχνε με τη μητέρα της να φύγει. Θα κρατούσε μόνο τον γιο της Παπαγιαννοπούλου, τον Χρηστάκη, μέχρι να έρθουν τα λύτρα. Ίδρωσε και ξίδρωσε για να τους καταφέρει και τους άλλους να δεχτούν να κρατήσουνε μόνο τον Χρηστάκη και όχι την κοπέλα.

Όταν τους είπε ο Θύμιος ότι είναι ελεύθερες, η γριά έκλαιγε που άφηνε το παιδί της, το φίλησε πολλές φορές, τους παρακαλούσε να μην το πειράξουν, έλεγε πως θα έστελνε τα λύτρα γρήγορα και τραβούσε τα μαλλιά της. Ο αξιωματικός έτρεμε και ο Γιάννης είχε συγκινηθεί και κρύφτηκε. Η γριά άρχισε να κλαίει μέχρι που λιποθύμησε και έτσι μισόξερη την πήρε ο αξιωματικός ο Ματσουλάδας και την τράβηξε κάτω μαζί με την κοπέλα που έφευγε δακρυσμένη φωνάζοντας:

«Χαιρετίσματα στον καπετάν-Γιάννη και να μου προσέχει τον αδελφό μου!»

(Το επόμενο Σάββατο στο red n’ noir: Να κάνετε εσείς καλά, εμείς τρομάξαμε να πάρουμε αμνηστία και δεν θα ξαναβγούμε στο κλαρί | Αυτές οι λέξεις ήταν σαν να βάζεις στα πισινά του Συντόρη ένα μαγκάλι κάρβουνα)

Οι περιπέτειες του Σέρλοκ Χολμς Ι

«Χολμς», είπα ένα πρωί κοιτώντας από το παράθυρο, «να ένας τρελός που περνά τον δρόμο. Πόσο λυπηρό που οι συγγενείς του τον έχουν αφήσει να κυκλοφορεί μόνος!».


Ο φίλος μου σηκώθηκε νωχελικά από την πολυθρόνα του και με τα χέρια στις τσέπες της ρόμπας του πλησίασε για να κοιτάξει και αυτός πάνω από τον ώμο μου. Ήταν ένα ηλιόλουστο και ψυχρό πρωινό του Φεβρουαρίου. Το πυκνό χιόνι της προηγούμενης ημέρας που κάλυπτε ακόμα το έδαφος λαμποκοπούσε στον ωχρό χειμερινό ήλιο. Στο κέντρο της οδού Μπέικερ είχε δημιουργηθεί ένα καφέ μονοπάτι από την κίνηση των πεζών, όμως στα πλάγια το χιόνι παρέμενε όσο λευκό ήταν όταν έπεσε. Το γκρίζο κράσπεδο είχε μεν καθαριστεί και ξυστεί αλλά παρέμενε ολισθηρό και κανείς δεν διακινδύνευε να το διασχίσει. Μόνος διαβάτης από την κατεύθυνση του σταθμού Μετροπόλιταν ήταν ο κύριος του οποίου η εκκεντρική του εμφάνιση  μου είχε τραβήξει την προσοχή.

Ήταν ένας άνθρωπος πενήντα περίπου ετών, ψηλός, ογκώδης και επιβλητικός με αδρά χαρακτηριστικά προσώπου. Η εμφάνισή του, ήταν σοβαρή και περιποιημένη. Φορούσε μαύρη ρεντικότα, αψεγάδιαστο καπέλο, σκούρες γκέτες και ένα παντελόνι γκρι γυαλιστερό τελευταίας μόδας. Οι κινήσεις του όμως ήταν σε απόλυτη αντίθεση προς την αξιοπρέπεια της εμφάνισής του, γιατί έτρεχε με όλη του τη δύναμη, πηδώντας κάποιες στιγμές σαν άνθρωπος που δεν είναι συνηθισμένος να υποβάλει τα πόδια του σε αυτή τη δοκιμασία. Συγχρόνως χειρονομούσε, κουνούσε το κεφάλι του και έκανε παράξενους μορφασμούς.


«Τι διάολο συμβαίνει με αυτόν;» ρώτησα. «Κοιτάζει τους αριθμούς των σπιτιών.»

«Νομίζω πως έρχεται εδώ», μου είπε ο Χόλμς τρίβοντας τα χέρια του.


«Εδώ;»


«Ναι, μου φαίνεται πως έρχεται να με συμβουλευθεί επαγγελματικά. Νομίζω αναγνωρίζω τα συμπτώματα. Να! Τι σου έλεγα;»


Πράγματι, ο άγνωστος βαριανασαίνοντας έτρεχε κατευθείαν προς την πόρτα μας και χτύπησε το κουδούνι, του οποίου οι ήχοι αντήχησαν σε όλη την κατοικία. Μετά από ένα λεπτό, βρισκόταν μέσα στο δωμάτιό μας, φουσκώνοντας και χειρονομώντας συνεχώς και με ένα βλέμμα τέλειας απελπισίας, έτσι ώστε τα χαμόγελά μας σβήστηκαν από τον οίκτο και τον τρόμο που μας προκάλεσε. Για μερικά λεπτά ήταν αδύνατον να μιλήσει. Περιφερόταν και τραβούσε τα μαλλιά του σαν άνθρωπος που έχασε τα λογικά του…

Ξαφνικά, τινάχτηκε όρθιος και χτύπησε το κεφάλι του στον τοίχο με δύναμη τέτοια, που και οι δυο μας πέσαμε πάνω του τραβώντας τον στο κέντρο του δωματίου. Ο Σέρλοκ Χολμς τον κάθισε σε μια πολυθρόνα, έκατσε δίπλα του και κρατώντας το χέρι του προσπάθησε να τον κάνει να συνέλθει μιλώντας του σε άνετο και καθησυχαστικό τόνο.


«Ήρθατε να μου πείτε την ιστορία σας; Είστε κουρασμένος από το δρόμο. Περιμένετε να συνέλθετε πρώτα και έπειτα με μεγάλη μου ευχαρίστηση θα μελετήσουμε μαζί το πρόβλημά σας.»


Ο άνδρας κάθισε για ένα λεπτό ή και παραπάνω βαριανασαίνοντας, ενώ πάλευε με τη συναισθηματική του φόρτιση. Τέλος, σκουπίζοντας το μέτωπο του με το μαντίλι του, έσφιξε τα χείλη του και στρέφοντας το πρόσωπό του προς τα εμάς είπε:


«Θα με νομίζετε τρελό…»


«Νομίζω ότι τελείτε υπό το πλήγμα μεγάλης δυστυχίας», απάντησε ο Χολμς.

«Ο Θεός γνωρίζει! Μιας δυστυχίας τόσο αναπάντεχης και τρομερής, που θα μπορούσε να με κάνει να τρελαθώ.  Θα μπορούσα να υποφέρω μια δημόσια ατίμωση, αν και είμαι τίμιος άνθρωπος. Θα μπορούσα να υποφέρω ένα οικογενειακό δυστύχημα, αφού αυτή είναι η μοίρα των ανθρώπων. Αλλά και τα δύο μαζί με μια τέτοια μορφή είναι αρκετά για να συντρίψουν τα βάθη της ψυχής μου. Και έπειτα δεν πάσχω μόνο εγώ. Οι σπουδαιότεροι ευγενείς της χώρας θα προσβληθούν αν δεν βρεθεί τρόπος να διορθωθεί η τρομερή αυτή υπόθεση.»

«Συνέλθετε, κύριε», είπε ο Χολμς ,«και εξηγήστε μου λεπτομερώς ποιος είστε και τι σας συμβαίνει».

«Το όνομα μου», απάντησε εκείνος, «σας είναι ίσως γνωστό. Είμαι ο Αλέξανδρος Χόλντερ του τραπεζικού οίκου Χόλντερ και Στίβενσον επί της οδού Θρέντνιντλ».

Το όνομα μας ήταν πράγματι γνωστό. Ήταν ο κύριος  συνέταιρος μιας των μεγαλύτερων ιδιωτικών τραπεζών του Λονδίνου. Τι να συνέβαινε άραγε, ώστε να φέρει σε αυτήν την αξιοθρήνητη κατάσταση έναν από τους σημαντικότερους πολίτες της πρωτεύουσας; Περιμέναμε όλο περιέργεια, όταν επιτέλους ο επισκέπτης, καταβάλλοντας μια ακόμα προσπάθεια, συνήλθε και άρχισε να διηγείται τη  ιστορία του:

«Αισθάνομαι ότι ο χρόνος είναι πολύτιμος και γι’ αυτό έσπευσα να έρθω αμέσως, όταν ο αστυνομικός επιθεωρητής μού σύστησε τη συνεργασία μαζί σας. Ήρθα στην οδό Μπέικερ με τον υπόγειο και από εκεί πεζός, γιατί οι άμαξες πηγαίνουν αργά με τέτοιο χιόνι. Εξού και το λαχάνιασμά μου, καθώς είμαι ένας άνθρωπος που δεν ασκείται συχνά. Νιώθω ήδη καλύτερα και θα παραθέσω αμέσως τα γεγονότα με συντομία και σαφήνεια.

«Θα σας είναι γνωστό βεβαίως πως η επιτυχία του τραπεζικού μας ομίλου εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη δυνατότητα εξασφάλισης αποδοτικών επενδύσεων των κεφαλαίων μας, καθώς επίσης και από τη διεύρυνση των επαφών και των καταθετών μας. Μια από τις επικερδέστερες τοποθετήσεις είναι τα δάνεια έναντι ασφαλών εγγυήσεων. Κάναμε πολλά δάνεια τέτοιου είδους κατά τα τελευταία έτη και υπάρχουν πολλές ευγενείς οικογένειες στις οποίες προκαταβάλαμε ποσά έναντι ενεχυριάσεως των πινάκων τους, των βιβλιοθηκών τους ή των ασημικών τους.

Χθες το πρωί, ήμουν στο γραφείο μου στην τράπεζα, όταν ένας υπάλληλος μου έφερε ένα επισκεπτήριο. Αναπήδησα όταν διάβασα το όνομα, διότι ήταν… Αλλά και απέναντί σας ακόμα πρέπει να μην το αναφέρω και θα αρκεστώ να σας πω ότι ήταν ένα όνομα πασίγνωστο σε ολόκληρο τον κόσμο, ένα από τα ευγενέστερα και πλέον υψηλόβαθμα ονόματα της Αγγλίας. Ζαλισμένος από την τιμή, ψέλλισα μερικές λέξεις στον επισκέπτη μου όταν εισήλθε, αλλά εκείνος αμέσως έθιξε το ζήτημα, με την απόφαση του ανθρώπου που θέλει να τελειώνει σύντομα με μια δυσάρεστη δουλειά.

‘‘Κύριε Χόλντερ’’, μου είπε, ‘‘πληροφορήθηκα ότι χορηγείτε δάνεια’’.

‘‘Ο όμιλος το κάνει, όταν έχει ασφαλείς εγγυήσεις’’, απάντησα.

‘‘Έχω απόλυτη ανάγκη πενήντα χιλιάδες λίρες αμέσως. Θα μπορούσα φυσικά να δανειστώ από φίλους μου ποσό δέκα φορές μεγαλύτερο, αλλά προτιμώ το θέμα να παραμείνει επαγγελματικό και να το διευθετήσω προσωπικά. Καταλαβαίνετε ότι κάποιος στη θέση μου δεν μπορεί να υποχρεώνεται.’’

‘‘Θα μπορούσα να ρωτήσω για πόσο καιρό χρειάζεστε αυτά τα χρήματα παρακαλώ;’’

‘‘Την προσεχή Δευτέρα θα μου πληρώσουν ένα μεγάλο ποσό που μου χρωστάνε και τότε θα σας εξοφλήσω αμέσως μαζί με τον τόκο τον οποίο θα μου καθορίσετε. Ωστόσο, έχει μεγάλη σημασία για μένα τα χρήματα να μου διατεθούν αμέσως.’’


‘‘Θα ήμουν ευτυχής να σας προκαταβάλλω αυτό το ποσό από την ίδια μου την τσέπη, αν δεν ήταν μεγαλύτερο από όσο θα μπορούσε να αντέξει. Εξάλλου, αν το κάνω εξ ονόματος της τράπεζας, είμαι υποχρεωμένος, για να είμαι δίκαιος με τον συνέταιρό μου, να ζητήσω και από εσάς ακόμα τις συνηθισμένες εγγυήσεις.’’

‘‘Θα προτιμούσα αφάνταστα να γίνει με αυτόν τον τρόπο’’, είπε, παρουσιάζοντάς μου συγχρόνως την τετράγωνη, μαύρη από μαροκινό δέρμα θήκη που είχε ακουμπήσει δίπλα στην καρέκλα του. ‘‘Ακούσατε ίσως να γίνεται λόγος για το διάδημα των σμαραγδιών;’’


‘‘Ένα από τα πιο πολύτιμα αντικείμενα της περιουσίας του Βασιλείου;’’ ρώτησα.      


‘‘Ακριβώς.’’


Άνοιξε τη θήκη και μου έδειξε επί ενός θαυμάσιου, στο χρώμα της σάρκας, βελούδου να αναπαύεται το υπέροχο αυτό κόσμημα που είχε κατονομάσει.

‘‘Έχει τριάντα εννιά τεράστια σμαράγδια, ενώ ακόμα και η αξία του χρυσού δεσίματος είναι από μόνη της ανυπολόγιστη. Η αξία του είναι παραπάνω από τη διπλάσια του ποσού που σας ζητώ. Είμαι προετοιμασμένος να σας το αφήσω ως ενέχυρο.’’
»Πήρα την πολύτιμη θήκη στα χέρια μου και κοίταξα με κάποια αμηχανία τον εκλεκτό πελάτη μου.

‘‘Αμφιβάλλετε για την αξία του;’’ με ρώτησε εκείνος.

‘‘Διόλου. Διερωτώμαι μόνο…’’

‘‘Αν έχω το δικαίωμα να σας δώσω τέτοιο ενέχυρο; Μπορείτε να είστε ήσυχος επ’ αυτού. Δεν θα το έκανα ποτέ, αν δεν ήμουν βέβαιος ότι δύναμαι να σας εξοφλήσω μετά από τέσσερις ημέρες. Ζήτημα τύπων απλώς. Είναι η εγγύηση επαρκής;’’

‘‘Επαρκέστατη!’’

‘‘Ελπίζω να κατανοείτε, κύριε Χόλντερ, πως σας δίνω μια ισχυρη απόδειξη της εμπιστοσύνης που σας έχω, θεμελιωμένη σε όλα όσα έχω ακούσει για εσάς.   Βασίζομαι πάνω σας, όχι μόνο για το ότι θα φανείτε διακριτικός και θα προστατέψετε το μυστικό από κάθε κουτσομπολιό, αλλά κυρίως ότι θα λάβετε όλες τις προφυλάξεις για την ασφάλεια του ενέχυρου. Εάν και το ελάχιστο συνέβαινε στο κόσμημα, θα δημιουργούνταν τεράστιο σκάνδαλο. Κάθε ζημιά του θα ήταν εξίσου σοβαρή όσο και η απώλειά του, καθώς δεν υπάρχουν σε όλο τον κόσμο τέτοιου μεγέθους σμαράγδια ώστε να ταιριάξουν μαζί τους και έτσι θα ήταν αδύνατον να αντικατασταθούν. Οπωσδήποτε, σας αφήνω το διάδημα με κάθε εμπιστοσύνη και θα επανέλθω να το πάρω το πρωί της προσεχούς Δευτέρας.’’

»Βλέποντας πως ο πελάτης μου ανυπομονούσε να φύγει, δεν είπα τίποτα άλλο και αφού κάλεσα τον ταμία μου, τον διέταξα να καταβάλει πενήντα χαρτονομίσματα των χιλίων λιρών. Όταν έμεινα μόνος με την πολύτιμη θήκη πάνω στο γραφείο μου, δεν μπορούσα να μην σκέφτομαι με κάποιο φόβο την τεράστια ευθύνη με την οποία με είχε εξουσιοδοτήσει. Δεν υπήρχε αμφιβολία, μιας και επρόκειτο για εθνική περιουσία, πως ένα φρικτό σκάνδαλο θα ακολουθούσε, αν της συνέβαινε το ο,τιδήποτε.  Είχα ήδη μετανιώσει που συμφώνησα να το αναλάβω. Καθώς ήταν πολύ αργά πια για να αλλάξουν τα πράγματα, το έκλεισα στο προσωπικό χρηματοκιβώτιό  μου και συνέχισα να εργάζομαι.

»Το βράδυ μου φάνηκε επικίνδυνο να αφήσω στην τράπεζα ένα τόσο πολύτιμο αντικείμενο. Εάν συνέβαινε να παραβιάσουν το χρηματοκιβώτιο, όπως έχει συμβεί σε άλλες τράπεζες παλιότερα; Αν γινόταν αυτό, σε τι απίστευτη θέση θα βρισκόμουν; Αποφάσισα λοιπόν να το παίρνω κάθε μέρα μαζί μου στο σπίτι, ώστε να το έχω διαρκώς κοντά μου. Φώναξα λοιπόν ένα αμάξι και κατευθύνθηκα με την πολύτιμη θήκη μέχρι το σπίτι μου στο Στρίτχαμ. Δεν ανέπνεα άνετα μέχρι να το ανεβάσω πάνω και να το κλειδώσω στο γραφείο του δωματίου μου.

»Ησύχασα μόνο όταν το έκλεισα μέσα στο γραφείο του δωματίου μου.

»Και τώρα μια λέξη για το σπίτι μου, κύριε Χολμς, διότι επιθυμώ να καταλάβετε καλά την κατάσταση. Ο καμαριέρης και ένας μικρός γκρουμ κοιμούνται έξω, ώστε δεν λογαριάζονται. Έχω τρεις υπηρέτριες που είναι μαζί μου εδώ και πολλά χρόνια και είναι απολύτως τίμιες. Μια άλλη, η Λούσι Πο, είναι στην υπηρεσία μου μόνο μερικούς μήνες. Είχε πολύ καλά πιστοποιητικά και δεν μου έδωσε και αφορμή παραπόνων. Είναι μια ωραία κοπέλα, της οποίας οι θαυμαστές πολλές φορές εθεάθησαν γύρω από το σπίτι μου. Αλλά τη θεωρώ και αυτή εντελώς τίμια. Αυτοί είναι οι υπηρέτες μου. Η οικογένειά μου εξάλλου είναι μικρή.

»Είμαι χήρος και έχω ένα μόνο παιδί, τον Αρθούρο. Αυτός υπήρξε η απογοήτευσή μου, κύριε Χολμς. Δεν του αρνήθηκα ποτέ τίποτα και αυτό ίσως τον χάλασε. Βγήκε βίαιος και πεισματάρης. Έγινε μέλος μιας αριστοκρατικής λέσχης, όπου συνδέθηκε φιλικά με αρκετούς νέους, που ζούσαν έχοντας μεγάλες περιουσίες και ασωτεύοντας. Άρχισε να παίζει και πολλές φορές αναγκάστηκα να του πληρώσω διάφορα χρέη τιμής. Πολλές φορές πείστηκε να εγκαταλείψει την επικίνδυνη αυτή συντροφιά, αλλά πάντοτε η επιρροή του φίλου του Σερ Τζορτζ Μπόρνελ δεν τον άφηνε να το κάνει. Και πράγματι, δεν εκπλήσσομαι για το πώς ένας άνθρωπος σαν τον Τζορτζ Μπόρνελ απέκτησε τέτοια επιρροή πάνω του, διότι ερχόταν συχνά στο σπίτι μου και ομολογώ ότι και εμένα με σαγήνευε. Είναι μεγαλύτερος από τον Αρθούρο και άνθρωπος του κόσμου. Είναι παντού, σχετίζεται με όλη την ανώτατη κοινωνία και είναι συγχρόνως και ωραίος άντρας. Όταν εντούτοις δεν είναι κοντά μου για να με σαγηνεύει, βρίσκω ότι είναι επικίνδυνος άνθρωπος. Αυτή είναι η γνώμη μου και η γνώμη επίσης της Μαίρης της ανεψιάς μου. Όταν ο αδελφός μου πέθανε πριν από πέντε χρόνια, άφησε το κοριτσάκι του, το οποίο υιοθέτησα και το θεωρώ σαν παιδί μου. Είναι η χαρά της ζωής μου, είναι γλυκιά, τρυφερή, χαριτωμένη και ευαίσθητη πολύ. Είναι το δεξί μου χέρι και με αγαπάει πολύ και αυτή. Μόνο σε ένα πράγμα μου έφερε αντίρρηση. Δυο φορές ο γιος μου ζήτησε να την κάνει γυναίκα του και εκείνη αρνήθηκε. Πιστεύω ότι αυτή, μόνη της, θα μπορούσε να τον επαναφέρει στο σωστό δρόμο, αν δεχόταν το γάμο αυτόν. Δυστυχώς όμως, τώρα είναι πολύ αργά.

»Τώρα, κύριε Χολμς, γνωρίζετε όλο το προσωπικό του σπιτιού μας και μπορώ να εξακολουθήσω την αφήγησή μου.

»Μετά το δείπνο, πίνοντας τον καφέ μου στο σαλόνι, διηγήθηκα στον Αρθούρο και τη Μαίρη το επεισόδιο του διαδήματος, χωρίς να αναφέρω το όνομα του πελάτη. Είμαι βέβαιος ότι η Λούσι Πο, που είχε φέρει τον καφέ, δεν ήταν παρούσα. Δεν ξέρω όμως αν η πόρτα ήταν κλειστή. Η Μαίρη και ο Αρθούρος άκουγαν με πολύ ενδιαφέρον και ήθελαν να δουν το διάδημα, εγώ όμως αρνήθηκα να το δείξω.

(Τέλος πρώτου μέρους. Η συνέχεια την επόμενη Τετάρτη)

Comic Cultura #7: Ψιλή κουβέντα

Οι Ίωνας Αγγελής και Λάζαρος Κολαξής, μέλη της συντακτικής ομάδας του ηλεκτρονικού περιοδικού Comic Cultura κουβεντιάζουν (σε homemade εκπομπή λόγω covid-19) με τα μέλη του red n’ noir, Chrispy Shif και τον Τάσο Θεοφίλου, για το 7ο τεύχος περιοδικού (Μάρτιος – Μάιος 2020) με θέμα τον τρόμο στην 9η Τέχνη.   

Λουδοβίκος Ντομινίκ VΙ

Κάποιος, ονόματι Πελεσής, νεαρός χειρουργός από τους πλέον εκτιμώμενους στην Αθήνα, φημισμένος στους υψηλότερους κοινωνικούς κύκλους, την εντιμότητα του οποίου κανείς δεν μπορούσε να αμφισβητήσει, ήταν μυστικό μέλος της συμμορίας του Λουδοβίκου Ντομινίκ και χρησιμοποιούνταν ως καταδότης. Οι περίεργοι αυτοί βίοι, εν μέρει διπλοί, είναι λιγότερο σπάνιοι και εξαιρετικοί από όσο φαντάζεται κανείς.  

Ο Πελεσής λοιπόν ειδοποίησε τον Ντομινίκ για κάποιο ταχυδρομικό αμάξι που θα περνούσε μερικές μέρες μετά και θα μετέφερε 300.000 ευρώ σε μετρητά. Μια επίθεση οργανώθηκε αμέσως στο ευνοϊκό σημείο του δρόμου μπροστά στο Γαλλικό Ινστιτούτο και αυτός ο ίδιος ο Πελεσής ανέλαβε τη διεύθυνση της επιχείρησης. Η επιχείρηση πέτυχε πλήρως. Οι μεταφορείς των χρημάτων, αιφνιδιασμένοι, καταβλήθηκαν αμέσως και ξαπλώθηκαν κατά μήκος του οδοστρώματος, χωρίς να καταφέρουν να προστατέψουν τα χρήματα που είχαν στην ευθύνη τους.

Λίγες μέρες αργότερα, ο Πελεσής διηύθυνε μια νέα επίθεση κατά χρηματαποστολής στη Θεσσαλονίκη, αλλά τα δύο σεκιούριτι ήταν στο κόλπο και η ομάδα του νεαρού χειρούργου δεν δυσκολεύτηκε καθόλου.

Λιγότερο τυχερός ήταν μια άλλη φορά που συνελήφθη επ’ αυτοφώρω. Παρά την έκπληξη που είχε προκαλέσει τότε η σύλληψη, ο Χειρούργος, όπως πλέον τον αποκαλούσαν δηκτικά τα μίντια, δεν μπόρεσε να αρνηθεί την ενοχή του. Αρνήθηκε όμως, παρά τα βασανιστήρια που υπέστη στην ανάκριση, να υποδείξει έστω και έναν από τους συνενόχους του και πέθανε έτσι από εσωτερική αιμορραγία στα κρατητήρια της ΓΑΔΑ, λίγο πριν οδηγηθεί στον εισαγγελέα για να πάρει 48ωρη προθεσμία για να απολογηθεί.   

Σαρώνοντας όλους τους δρόμους της Αθήνας, έχοντας εγκαταστήσει σε ολόκληρη την Ελλάδα πλήρες δίκτυο συνενόχων χάρη στους πολυάριθμους ιδιοκτήτες καφέ-μπαρ και ξενοδοχείων ημιδιαμονής, οι Δομινικανοί ήταν στην πραγματικότητα οι κύριοι των Αθηνών. Η Αθήνα έμοιαζε με πόλη πολιορκούμενη από εγκληματίες. Οι κάτοικοι είχαν βάλει σιδερένια κάγκελα στα παράθυρα, κλειδαριές ασφαλείας στις πόρτες, συναγερμούς στα σπίτια, τα αμάξια και τα μαγαζιά τους για να παρεμποδίζουν, ή έστω να δυσχεραίνουν, την αρπαγή της περιουσίας τους από οποιονδήποτε φορέα δεν είναι κρατικός.                               

Όλοι πλέον μιλούσαν για τον Λουδοβίκο Ντομινίκ. Όλοι πίστευαν ότι τον έβλεπαν παντού. Στην αστυνομία διαβεβαίωναν την παρουσία του ταυτοχρόνως σε πολλά σημεία της πόλης. Ήταν γνωστό, τόσο από μαρτυρίες όσο και από βιντεοληπτικό υλικό, ότι ο Λουδοβίκος Ντομινίκ έφερε κολάν χρώματος κανέλας και ερυθρά μανίκια ασορτί με την μπέρτα του. Η εφαρμοστή του μπλούζα, με σήμα το αρχικό ταφ της λέξης «τρισμέγιστος», ήταν στο χρώμα του κολάν του. Πρέπει να λεχτεί ότι η αφοσίωση των ανδρών του ήταν αρκετή για να εξηγήσει τις απάτες αυτές, καθώς δημιουργούσαν τις ψευδείς αυτές εντυπώσεις ως σωσίες του, φορώντας την ίδια στολή και περιφερόμενοι σε διάφορα σημεία της πόλης. 

Η αστυνομία συνέλαβε λάθος άτομα παραπάνω από 100 φορές, 31 από τις οποίες βιάστηκε να κάνει ανακοινώσεις για τη μεγάλη της επιτυχία, ενώ η διάψευση ερχόταν μερικές ώρες μετά, καταβαραθρώνοντας το γόητρο και το ηθικό της. Αφού εξαπατήθηκε τόσες φορές και γελοιοποιήθηκε στην κοινή γνώμη, εφαρμόστηκε η σιωπηρή απόφαση που όριζε ότι δεν θα γινόταν καμιά σύλληψη σχετικά με τον Λουδοβίκο Ντομινίκ.

Ο ζήλος της είχε άλλωστε ψυχρανθεί σε απίστευτο βαθμό από τα φοβερά κατορθώματα της συμμορίας. Σε όλες τις συμπλοκές, και ήταν πολλές, κατά τις οποίες οι αστυνομικοί είχαν συγκρουστεί με τους Ντομινικανούς, οι τελευταίοι είχαν νικήσει και είχαν αμείλικτα φονέψει πολλούς από τους αντιπάλους τους.

Κάποιος αστυνομικός με το όνομα Χωρόν, πολύ θαρραλέος και με εξαιρετικό κύρος και γόητρο, καυχήθηκε ότι θα συλλάβει τον Ντομινίκ και την επόμενη μέρα βρέθηκε νεκρός. Επί του πτώματός του είχε καρφωθεί μια πινακίδα, η οποία σε ένα δίστιχο διακήρυττε ότι με αυτόν τον τρόπο θα τιμωρείται κάθε επίδοξος μιμητής του Χωρόν.

Ο κόσμος πια είχε βεβαιωθεί πως έχει υπερδυνάμεις. Υπήρξε μάλιστα και μια διαφωνία των ειδικών επί των ζητημάτων της νερντ κουλτούρας, σε σχέση με το αν ο Λουδοβίκος Ντομινίκ είναι ένας αντι-υπερήρωας ή ένας υπερ-αντιήρωας. Κάπου το 2015, είχε συλληφθεί επ’ αυτοφώρω, ενώ προσπάθησε να κλέψει το υπηρεσιακό πιστόλι ενός αστυνομικού μέσα από τη θήκη του. Αμέσως κινητοποιήθηκε όλη  η αστυνομική δύναμη της περιοχής και τον ακινητοποίησε. Κατά την ανάκριση, είχε φανεί απίστευτα αυθάδης και σε έναν παροξυσμό του έσκισε την κατάθεσή του όταν του τη δώσανε να την υπογράψει, λέγοντας ότι όλα αυτά δεν έχουν σημασία. Και είχε δίκιο, αφού πράγματι την επόμενη μέρα μυστηριωδώς είχε εξαφανιστεί από τα αφιλόξενα κρατητήρια του 12ου ορόφου της ΓΑΔΑ.       

   (Η συνέχεια το επόμενο Σάββατο…) 

Η ληστεία της Πέτρας IV

Κεφάλαιο 7 (10 Οκτωβρίου 1929)

Πάνω από την ψηλή πύλη της εισόδου, μια εντειχισμένη πλάκα γράφει: «Ου βούλομαι τον θάνατον του αμαρτωλού εις το αποτρέψαι τον ασεβή από της οδού αυτού της πονηράς και ζειν αυτόν…». Κι όμως, εάν ο Θεός και οι εντολές του δεν ζητούν το θάνατο του αμαρτωλού, δεν έχει την ίδια γνώμη η ανθρώπινη δικαιοσύνη.

Ένας μεγάλος κακοχτισμένος μαντρότοιχος, ένα οίκημα πανάρχαιο, στη μέση και γύρω από αυτό μικροσκοπικά δωμάτια που μοιάζουν με σπιρτόκουτα. Είναι τα κελιά που κρατούνται οι κατάδικοι. Αυτές είναι οι φυλακές της Κέρκυρας. Στο πανάρχαιο οίκημα βρίσκονται εγκατεστημένα τα γραφεία του διευθυντή. Στο πάνω πάτωμα βρίσκεται η εκκλησία του σωφρονιστηρίου, ακριβώς στο κέντρο του κύκλου της φυλακής. Είναι το σημείο που κάποτε χρησιμοποιούνταν ως παρατηρητήριο του αρχιφύλακα για να εποπτεύει όλες τις ακτίνες της φυλακής. Από εκεί τώρα φαίνονται οι καταπράσινοι λοφίσκοι και τα ψηλά κυπαρίσσια του γαλλικού νεκροταφείου.

Πίσω από τους παλιούς ψηλούς τοίχους των κερκυραϊκών φυλακών που έχτισαν οι Άγγλοι, αργοζεί η συνήθης πελατεία των αποδιωγμένων της κοινωνίας. Εγκληματίες, κακούργοι, ληστές και όλοι οι καταδικασμένοι από τη δικαιοσύνη των ανθρώπων περνούν αργά τις μέρες τους εδώ. Ανάμεσά τους οι Ρεντζαίοι, που υποστηρίζουν ότι μπορεί να κύλησαν την Ήπειρο στο αίμα, μπορεί να κάνανε ό,τι κάνανε, τους χαριστήκαν όμως όλα με την αμνηστία που εξαγόρασαν, καθαρίζοντας τον τόπο από αρκετούς επικηρυγμένους ληστές. Ανάμεσα στους κρατούμενους, βρίσκεται και ο Γεράσιμος Καλαφάτης από το χωριό Δειλινάτα Κεφαλληνίας, που έχει καταδικαστεί για δυο φόνους λόγω οικογενειακής εκδίκησης στην πατρίδα του και από δεκαεφτά χρονών παιδί κλείστηκε στις φυλακές. Μετά, καταδικάστηκε και για ένα φόνο εκ προ μελέτης εντός των φυλακών Πύλου.

Δεν ξέρουμε θετικά αν ανάμεσα σε όσους συγκαταδίκους αποχαιρέτησε εκείνη τη μέρα ο Γεράσιμος Καλαφάτης βρίσκονταν και οι Ρεντζαίοι. Ξέρουμε όμως με κάθε βεβαιότητα ότι βρίσκονταν στις ίδιες φυλακές εδώ και περίπου εφτά μήνες. Τόσος καιρός πέρασε από όταν οι Ρεντζαίοι μετήχθησαν από τις φυλακές Συγγρού. Ξέρουμε επίσης πως πριν τρεις μέρες το δικαστήριο έκρινε τους Ρεντζαίους ένοχους ως ηθικούς αυτουργούς για τη ληστεία της Πέτρας και τους καταδίκασε σε θάνατο. Μπορούμε πια να υποθέσουμε βάσιμα ότι εκείνη τη μέρα, κάποια, ίσως όχι γενναία, σίγουρα όμως πλούσια σε συναισθήματα στιγμή, στην οποία ενδεχομένως θα συμμετείχαν από κοινού ο Καλαφάτης και οι Ρεντζαίοι, καρφιτσώθηκε στον απέραντο εκείνο πίνακα, που συντίθεται όταν οι ιστορίες των ανθρώπων διασταυρώνονται.    

*

Τον Γεράσιμο Καλαφάτη ξυπνάνε περίπου τα ξημερώματα και τον ειδοποιούν να ετοιμαστεί. Εκείνος καταλαβαίνει το λόγο. Δέκα ολόκληρες νύχτες ψυχικού μαρτυρίου και αγωνίας πέρασε κλεισμένος στο μικρό κελί του σωφρονιστηρίου Κέρκυρας περιμένοντας αυτήν τη στιγμή, καθώς η είδηση της διαταγής του υπουργείου για την εκτέλεσή του είχε διαδοθεί στις φυλακές πριν δέκα περίπου μέρες. Δεν παραλείπει να εκφράσει το παράπονό του για το γεγονός ότι η εκτέλεσή του γίνεται λίγο πριν κλείσει πενταετία από την καταδίκη του, οπότε και σε λίγες μέρες η ποινή του θα μετατρεπόταν, βάσει νόμου, σε ισόβια δεσμά.

Μια συμπαιγνία της τύχης ενάντια στην ελπίδα του κατάδικου ή, πιο συγκεκριμένα, η απαγωγή του γερουσιαστή Σωτηρίου Χατζηγάκη που διαπράχθηκε από τον διαβόητο Τζατζά ώθησε το υπουργείο, ενδεχομένως για να καταπραϋνθεί κάποια έξαρση δυσαρέσκειας της κοινής γνώμης, στην απόφαση για επίσπευση των εκτελέσεων που εκκρεμούν.

«Θα πληρώσουμε εμείς τον Τζατζά», λέει με προσποιητό χαμόγελο, που αποκρύπτει τη  μελαγχολία που προκαλείται στον ίδιο από την προφανή αιτία. Αλλά και αυτός θα πληρώσει αλλουνού αμαρτίες. Δανεικά είναι όλα στον κόσμο.

Στις τέσσερις τα ξημερώματα, τον επισκέπτεται ο ιερέας των φυλακών Καρούσος για την τελευταία παρηγοριά και μετάληψη. Αργότερα, φτάνει και ο μητροπολίτης Αθηναγόρας για να ενισχύσει και αυτός τον μελλοθάνατο. Ο Καλαφάτης, αγαπητός σε όλο το προσωπικό και τους συγκαταδίκους του, δεν δείχνει ούτε μια στιγμή λιποψυχία ή κατάπτωση του θάρρους του. Απεναντίας, προθυμότατος δέχεται κάθε παρηγοριά με μειδίαμα, δίνοντας τόνωση στη συζήτηση, αντί να παραδίνεται σε μονήρεις συλλογισμούς απελπισίας. 

Στο πρωινό ημίφως, στην εκκλησία των φυλακών, δέχεται τη συγχώρεση του αντιπροσώπου της θείας χάριτος και ευλαβικά ασπάζεται κάθε εικόνα του τέμπλου. Τους κερνάει όλους καφέ και πίνει αρκετούς και ο ίδιος, καθώς και δυο φλιτζάνια κονιάκ. Επιτράπηκε φαίνεται στον ίδιο, και για τους προφανείς λόγους, να ακολουθήσει το σχετικό τελετουργικό πριν ξεκινήσει η κηδεία. Παραμένει άγνωστο αν έφαγε τα κόλλυβα που του αναλογούσαν. Σε κανέναν δεν κατεβαίνει μπουκιά τέτοιες στιγμές.   

Με αυτά και με εκείνα, ο Καλαφάτης αποχαιρετάει τους συγκαταδίκους του, οι οποίοι είχαν πληροφορηθεί ότι θα γινόταν η εκτέλεσή του και είχαν ξυπνήσει για αυτόν το λόγο. Στις εφτά ακριβώς, αποχαιρετάει τους φυλακισμένους και ετοιμάζεται για τον τελευταίο του περίπατο.

Κοντόχοντρος, με ελαφρύ ξανθωπό μουστάκι και αφέλειες, ζωνάρι κόκκινο στη μέση και ανοιχτό λευκό πουκάμισο, βαδίζει μειδιών εν μέσω του αποσπάσματος στο πλευρό του ιερέα.

«Πολλά μάτια στον πάνω κόσμο με κοιτάζουν», λέει με κάποιο φιλοσοφικό τόνο για την περιέργεια του συνηγμένου έξω από τις φυλακές πλήθους. Παρακαλάει τον διευθυντή των φυλακών, κύριο Μαρούδη, να τον αφήσει να επισκεφτεί και τους καταδίκους στις επανορθωτικές φυλακές. Ανταλλάσσει τελευταίους ασπασμούς με τους φίλους του που είναι δακρυσμένοι και λέει:

«Τι σήμερα; Τι αύριο; Όλοι θα πάμε… Γεια σας, παιδιά!»            

«Γεια σου, Γεράσιμε!»

Τα αυτοκίνητα προχωρούν. Ο τόπος της εκτέλεσης απέχει από τις φυλακές περίπου ένα τέταρτο με το αυτοκίνητο. Σε όλο το μήκος του δρόμου, γυναίκες με νυχτικές στα παράθυρα, γέροι και παιδιά τον αποχαιρετούν, ενώ κάποιες μοιρολογούν.  

Από τις τρεις τα μεσάνυχτα, στη γέφυρα του Ποταμού που βρίσκεται το πεδίο βολής του10ου Συντάγματος Κέρκυρας, είναι συγκεντρωμένο πλήθος, αφού η είδηση της εκτέλεσης έγινε γνωστή από την προηγούμενη μέρα. Η έμφυτος ανθρώπινη σκληρότητα προς τα ξένα βάσανα και η ομαδική περιέργεια ωθεί κατά χιλιάδες τα πλήθη προς το αναμενόμενο σκληρό θέαμα.

Πάντοτε μειδιών, ο Γεράσιμος προχωράει στο μέσο του τετραγώνου, ενώ στρατιωτική δύναμη προσπαθεί να συγκρατήσει το περίεργο και φιλοθεάμον κοινό. Είναι εφτά και είκοσι και ώρα της εκτέλεσης έχει οριστεί η ογδόη ακριβώς, τηρουμένη με χρονομετρική ακρίβεια.

Παίρνει από όλους όσους τον περιστοιχίζουν τσιγάρα που του προσφέρουν και τα καπνίζει το ένα μετά το άλλο. Αποχαιρετά ζωηρά και με χαμόγελα τους γνωστούς του, ανάμεσά τους και κάποιον καλοντυμένο συγγενή του.

«Γεια σας, γεια σας! Θα φυλάξω για όλους σας γωνίτσες στον ουρανό. Έτσι ήταν γραφτό μου, να μη γνωρίσω τον κόσμο. Κλείστηκα νωρίς στις φυλακές και έμεινα χρόνια εκεί μέσα…»

Κάποιον κατάδικο, που άφησαν να έρθει ως εκεί, τον πειράζει:

«Όταν έρθεις κι εσύ, μην ξεχάσεις να φέρεις και κιόσια» (ένα είδος ζαριών που παίζουν στη φυλακή).

Λίγο πριν την ογδόη ώρα, η συνοδεία τον τοποθετεί καταλλήλως. Ακολούθως, το απόσπασμα λαμβάνει θέση σε ελάχιστη απόσταση από τον κατάδικο, ο οποίος παρακολουθεί τη διαδικασία με πρωτοφανή αταραξία και ψυχραιμία.

«Δεν μου κακοφαίνεται που φεύγω. Θα πικραινόμουν αν ήξερα ότι θα μένατε για πάντα εσείς εδώ κάτω, θα σας ξανάχω όμως συντροφιά.»

Περιφέρει το βλέμμα του προς τον κόσμο που έχει συρρεύσει, χωρίς να δείξει την παραμικρή συγκίνηση. Φαίνεται μόνο λίγο ωχρός. Οκτώ παρά δύο λεπτά. Το εκτελεστικό απόσπασμα, αποτελούμενο από δώδεκα άνδρες, αναμένει έτοιμο. Ο μελλοθάνατος αποχωρίζεται ασπαζόμενος για τελευταία φορά τον διευθυντή των φυλακών, τους δεσμοφύλακες, τους φίλους του και ως τελευταία διαθήκη του χαρίζει μερικά οφειλόμενα σε αυτόν χρήματα στους απορότερους των φυλακών. Η συνοδεία προχωράει, προηγούμενου του ιερέα με το σταυρό. Την ογδόη ακριβώς, ο εισαγγελέας διαβάζει την απόφαση του δικαστηρίου. Ακούγεται το παράγγελμα του επικεφαλής:

«Επί σκοπόν!»

Τα πλήθη συνωστίζονται σιωπηλά, τις ίδιες στιγμές που ο Γεράσιμος Καλαφάτης στέκει σε απόσταση δώδεκα βημάτων από το απόσπασμα. Τα χέρια του είναι δεμένα με χειροπέδες, που παρανόμως δεν του έχουν αφαιρεθεί. Την τελευταία στιγμή, τα σηκώνει ενωμένα ως αποχαιρετισμό προς το πλήθος.

«Γεια σας, παιδιά!»

«Ο Θεός να σε συγχωρέσει!»

Το ξίφος του ανθυπομοίραρχου κατέρχεται.

«Πυρ! »

Αμέσως ακούγονται οι συντονισμένοι πυροβολισμοί και ο Καλαφάτης πέφτει αμέσως νεκρός, κλίνοντας προς τα εμπρός. Γονατίζει και πέφτει ανάσκελα στα χόρτα. Ο επικεφαλής του αποσπάσματος πλησιάζει και ρίχνει την τελευταία βολή. Ο κόσμος περίεργος εξορμεί για να δει καλύτερα και από κοντά τον εκτελεσμένο. Ένα λευκό φέρετρο δέχεται το σώμα του. Η δικαιοσύνη ικανοποιήθηκε, όπως και το πλήθος που παρακολουθούσε.

Κεφάλαιο 8 (Γύρω στο 1920)

Ο Γιάννης καταριότανε την ώρα και τη στιγμή που είχε κάνει μερικά φονικά και δεν ήταν ελεύθερος να ζητήσει και επίσημα τη Χαρίκλεια από τον μπαμπά της. Μπαμπάς της ήταν ο Βασίλης Κολοβός. Ο Κολοβός είχε εχθρό του τον Αχμέτ Αγά. Ο Αχμέτ Αγάς ήταν ληστής στην Αλβανία και είχε κάνει κακό στην οικογένεια του Κολοβού. Είχε σκοτώσει τον αδελφό του και αφού με τους Ρεντζαίους, έστω και άτυπα λόγω των ειδικών συνθηκών, ήταν πια οικογένεια, ο Γιάννης έβγαινε για μια ακόμα φορά, σύμφωνα με κάτι υπολογισμούς του, ζημιωμένος σε αίμα. Δεν είχανε βάσει των νόμων τους άλλη επιλογή, παρά να βοηθήσουν τον πεθερό τους να πάρει πίσω όσα λίτρα από αυτόν το ζωογόνο πηχτό κόκκινο χυμό του έλειπαν.

Ξεκινάνε λοιπόν ένα βράδυ με τον Θύμιο, τον Κολοβό και τον Χαρίλαο Στεργίου. Όλοι οι φαντάροι κοιμούνται στα φυλάκια και τα σύνορα τα περνάνε χωρίς δυσκολία. Την άλλη μέρα, φτάνουνε κοντά στη στάνη του Αχμέτ Αγά. Ο Κολοβός δεν κρατιέται. Θέλει μέρα μεσημέρι να τον σφάξει επί τόπου. Τον συγκρατούνε οι άλλοι, γιατί ο Αχμέτ Αγάς έχει πολλούς γύρω του και θα γίνει κάνα μακελειό.

Κρύβονται μέχρι να βραδιάσει. Όταν σουρουπώνει, μπαίνουνε στην στάνη του Αγά. Τους βλέπει. Πετάγεται από το κρεβάτι του και βάζει τις φωνές:

«Ράι, ράι!»  λέει. Δηλαδή ήμαρτον, ήμαρτον, όπως λέμε εμείς ελληνικά.

Ο Κολοβός βγάζει ένα δίκοπο μαχαίρι και τον σφάζει σαν τραγί.

«Φτου σου, μαγαρισμένε», λέει και δίνει του Θύμιου το κεφάλι που με την σειρά του το βάζει σ’ ένα σακί.

Λίγο πριν τα σύνορα για την επιστροφή στην Ήπειρο, πέφτουν πάνω σε έναν Χόντζα. Έπεφτε ο ήλιος εκείνη την ώρα και γονατιστός πάνω σε μια πέτρα με τα χέρια ψηλά κάνει την προσευχή του στον Αλλάχ.

«Στάσου ρε«, του λέει ο Γιάννης, «μας ξεκούφανες«. Ο Χόντζας τα χάνει, αλλά δεν αφήνει στη μέση τον αμανέ του στον Αλλάχ. Τρώει τότε και μια κλωτσιά στα πλευρά και πέφτει ανάσκελα.

«Μήπως είδες τον Αγά τον Αχμέτ;»

Το λαρύγγι του σκαλώνει από φόβο. Αφήνει και τον αμανέ και τον Αλλάχ. Χωρίς να χάσει καιρό, απαντάει:

«Να, δώθε κάτω, τζανέμ, πάει με τα πρόβατα του».

«Μπρε τι μας λες; Ορκίζεσαι στον Αλλάχ;»

Αρχίζει να κομπιάζει περισσότερο, όμως επιμένει:

«Ναι, μα τον Αλλάχ, κάτω πάει».

«Α, έτσι λοιπόν. Κοίτα εδώ τότε», του λέει ο Γιάννης και ανοίγει το σακί με το κεφάλι.

Τον πιάνει τούρτουρο. Τα μάτια του πετάγονται από τις κόγχες τους. Πιάνει τα γένια του και βάζει τις φωνές.

«Αλλάχ, Αλλάχ! Βάι, βάι!» φωνάζει.

«Σύρε στο διάολο», του λέει, «και όπου φύγει-φύγει».

Αρπάζει το τουρμπάνι του, το σηκώνει και δρόμο. 

Το κεφάλι του Αγά το κράτησε ο Κολοβός και το έβαλε στον τάφο του αδελφού του. Χρόνιαζε τότε από την ημέρα του σκοτωμού του και έβαλε το κομμένο κεφάλι πάνω στον τάφο του παρέα με έξι κεριά. Τρία για τον αδελφό του και τρία για τον ίδιο τον Αχμέτ.

(Το επόμενο Σάββατο στο red n’ noir: Ο Γιάννης και ο Θύμιος μετά βίας στέκονται στα πόδια τους | Μια δουλειά που αρχίζει πρέπει να τελειώνει. Ή με τη ζωή ή με το θάνατο)

Τα απομνημονεύματα του διάσημου αστυνομικού φον Κολοκοτρώνη XV

Έτσι, με αυτόν τον τρόπο, ο διευθυντής της Αστυνομίας ανέθεσε στον δραστήριο αξιωματικό Δημέρη την παρακολούθηση και τη σύλληψη των διαρρηκτών. Ο Δημέρης υποσχέθηκε ότι θα καταβάλλει κάθε προσπάθεια προς επιτυχία της αποστολής του και αποχώρησε.

Αλλά ο Κοσσονάκος έκρινε καλό ότι δεν έπρεπε να αρκεστεί μόνο στις ενέργειες του Δημέρη και, καλώντας ένα αμάξι, κατευθύνθηκε αμέσως στη διεύθυνση Ασφαλείας, όπου συνάντησε τον φον Κολοκοτρώνη.

«Έχω να σου πω!» του ανακοίνωσε εμπιστευτικώς, κλείνοντας την πόρτα του γραφείου πίσω του.

«Είμαι όλος αυτιά», απάντησε ο Κολοκοτρώνης.

«Πρόκειται για τις διαρρήξεις των τελευταίων ημερών. Είμαι ανάστατος κυριολεκτικώς… Έφτασα μέχρι του σημείου να υποβάλλω την παραίτησή μου.»

«Μα γιατί είστε έτσι λιγόψυχος;» είπε γελώντας ο φον Κολοκοτρώνης.

«Διότι πρέπει να είμαι, όταν έχω τέτοιους συνεργάτες σαν και τους δικούς μου!»

«Μείνε ήσυχος! Όλα θα διορθωθούν… Είμαι στα ίχνη του δράστη!»

Η ανακοίνωση αυτή, την οποία ο φον Κολοκοτρώνης πρόφερε με την πλέον ήρεμη και σταθερή φωνή, κατέπληξε τον Κοσσονάκο και έκανε να πάρει χρώμα το μέχρι εκείνη τη στιγμή ωχρό πρόσωπό του.

«Μίλα καλά!» του είπε. «Μην αστειεύεσαι!»

«Δεν αστειεύομαι καθόλου! Μιλάω σοβαρότατα και σας βεβαιώ ότι, αν όχι απόψε τη νύχτα, αύριο το αργότερο, ο Ντοτόρος θα είναι στις φυλακές!»

«Ποιος Ντοτόρος; Εκείνος που είναι στις φυλακές;»

«Μάλιστα! Μάλιστα! Εκείνος!»

«Και τι σχέση έχει αυτός;»

«Δεν ξέρω τι σχέση έχει… Αλλά σας βεβαιώνω ότι μετά την αυτοψία που έκανα στις σπασμένες κλειδωνιές των καταστημάτων, κανένας άλλος από αυτόν δεν μπορεί να είναι ο δράστης!»

«Μα πού το ξέρεις;»

«Το ξέρω! Αυτός μόνο έχει ένα εργαλείο, κάποιο λοστό, ένα σιδερένιο, τέλος, όργανο, που σπάζει με τρόπο μαγικό και τις δυσκολότερες κλειδαριές!»

Εκείνη τη στιγμή, δύο όργανα της Καταδιώξεως μπήκαν στο γραφείο του φον Κολοκοτρώνη και του ανήγγειλαν ότι ανακάλυψαν τον Ντοτόρο, τον παρακολούθησαν μέχρι ενός δικηγορικού γραφείου  στο οποίο εισήλθε, και άφησαν ένα συνάδελφό τους εκεί κοντά κρυμμένο για να μην χάσουν τα ίχνη του. Εντέλει, το ρώτησαν τι νεότερες διαταγές είχε να τους μεταδώσει.

«Μία μόνο», απάντησε ο φον Κολοκοτρώνης με σταθερή φωνή. «Να τον παρακολουθείτε και οι τρεις και κάθε φορά που αλλάζει λημέρι να με ειδοποιείτε! Αλλά να μην έρχεστε δυο μαζί! Ένας μόνο αρκεί. Οι δύο πρέπει να τον φυλάνε πάντοτε, γιατί έχετε να κάνετε με πολύ επιτήδειο άνθρωπο και επικίνδυνο ίσως!»

Ο Κοσσονάκος έφυγε ικανοποιημένος και μετά μιαν ώρα έστειλε και τον Δημέρη προς ενίσχυση των ενεργειών του φον  Κολοκοτρώνη. Τοιουτοτρόπως, με σύστημα μεθοδικό και αθόρυβο, τα όργανα της Ασφάλειας παρακολούθησαν από μακριά πάντοτε απόσταση τον Ντοτόρο, μέχρις ότου, μετά την έξοδό του από το θέατρο, τον είδαν να αποχαιρετά τον φίλο του, δήθεν πως θα πήγαινε για ύπνο, και κατόπιν την περιπέτειά του σε ένα ζαχαροπλαστείο και σε ένα καφενείο της Ομόνοιας, μέχρις ότου, περί τις δύο τα μεσάνυχτα, τον είδαν να εισέρχεται στην οδό Αθηνάς και έπειτα στην οδό Ερμού, να πλησιάζει το κατάστημα «Αγία Σοφία» του Βουγά και, με μια κίνηση της ράβδου του, να ανοίγει την πόρτα και να εισέρχεται.

Ο φον Κολοκοτρώνης, που τον παρακολουθεί πλησιέστερα από τα όργανά του, κρύφτηκε στη νότια γωνία της Καπνικαρέας, ο Δημέρης χώθηκε σε ένα φούρνο του αντικρινού μικρού δρομίσκου και σε άλλα σημεία οι υπόλοιποι αστυνομικοί.

Έτσι έμειναν επί κάποια λεπτά της ώρας. Αλλά όταν είδαν ότι ο Ντοτόρος αργούσε να φανεί, με ένα  νεύμα του Κολοκοτρώνη, έκαναν άλλη διάταξη και πλησίασαν περισσότερο στην πόρτα του καταστήματος του Βουγά, την οποία είχε διαρρήξει ο Ντοτόρος.

Το σκοτάδι ήταν βαθύ. Ο λωποδύτης, μη υποπτευόμενος καν ότι τον είχαν πάρει μυρουδιά, εξήλθε αμέσως, κρατώντας στα δυο του χέρια ένα πελώριο δέμα κουτιών, πακέτων μεταξωτών υφασμάτων κλπ. Μόλις έκανε όμως δέκα βήματα, δέκα χέρια πέσανε πάνω του και δέκα γροθιές τον έπληξαν στο κεφάλι.

Ο Ντοτόρος τα έχασε. Αλλά στη ζάλη του εκείνη βρήκε τον καιρό να πετάξει τη σιδηρά του ράβδο πάνω στο θόλο της Καπνικαρέας. Οι αστυνόμοι όμως, που ήθελαν να γνωρίσουν από κοντά το περίεργο εκείνο εργαλείο που έκανε τις διαρρήξεις, δεν δίστασαν να ανέβουν στο θόλο του ναού και να πάρουν τη ράβδο.

Το επόμενο πρωί, ο Ντοτόρος, αφού τα ομολόγησε όλα κατά σειρά και χωρίς να κρύψει τίποτα, καταδικάστηκε από τον Κοσσονάκο σε πενταετή ειρκτή και φυλακίστηκε αμέσως. Αυτό ήταν ένα από τα καλύτερα κατορθώματα του διάσημου αστυνομικού φον Κολοκοτρώνη.

ΤΕΛΟΣ