Αρχική Blog Σελίδα 24

Οι περιπέτειες του Σέρλοκ Χολμς

Ο Πέτρος Απόγονος γνωρίζει κάποια λίγα αγγλικά, όμως όχι τόσα ώστε να είναι σε θέση να μεταφράσει ένα λογοτεχνικό κείμενο. Ακόμα κι αν πρόκειται για κείμενο όχι αρκετά απαιτητικό, όπως παραδείγματος χάριν, είναι οι περιπέτειες του Σέρλοκ Χολμς. Οι ελληνικές εφημερίδες του Μεσοπολέμου, από την άλλη πλευρά, έχουν ένα ατέλειωτο υλικό επιφυλλίδων, μεγάλο μέρος των οποίων καταλαμβάνουν οι μεταφρασμένες αστυνομικές ιστορίες του Άρθουρ Κόναν Ντόιλ, του Γκαστόν Λερού και του Μορίς Λεμπλάν. Ο Πέτρος Απόγονος λοιπόν το μόνο που κάνει είναι η μεταφορά των μεταφράσεων που φιλοξενούνται στις εφημερίδες Εσπερινή, Ακρόπολις, Εστία και Ελληνική, κατά την περίοδο 1926-1932, από την καθαρεύουσα στη δημοτική. Ο Πέτρος Απόγονος απλώς αναπαλαιώνει μεταφράσεις και από αυτήν την μικρή απάτη προσπαθεί να βγάλει το ψωμί του. Τη μικρή αυτήν απάτη του Πέτρου Απόγονου, ευτυχώς για όλους μας, δεν πρόλαβε να τη διαλευκάνει ο Σέρλοκ Χολμς. Αυτό φυσικά μικρή σημασία έχει, καθώς ο Πέτρος Απόγονος δεν είναι καν υπαρκτό πρόσωπο. Αυτό είναι κάτι που επίσης δεν παρατήρησε ο Σέρλοκ. Αντίθετα με τον Πέτρο Απόγονο όμως, πραγματικό πρόσωπο είναι η Chrispy Shift, η οποία με το μαγικό της πενάκι αναπαλαίωσε τις κλασικές γκραβούρες του Σίντνει Πάγκετ.

Ρώμος Φιλύρας: Ψιλή κουβέντα με τον ποιητή στο μεσοπολεμικό Δρομοκαΐτειο

Ρώμος Φιλύρας! Ποιος μπορεί να λησμονήσει τον ποιητή του «Πιερότου», του «Γόη» και τόσων άλλων ωραίων τραγουδιών;

Και όμως… Ο Φιλύρας, κατά το έτος 1933, είναι ήδη πέντε χρόνια κλεισμένος μέσα στους τέσσερις τοίχους ενός θαλάμου του φρενοκομείου. Από τα καγκελόφραχτα παράθυρα μόνο οι ακτίνες του ήλιου μπορούν να περάσουν και η εικόνα του κόσμου πάντα ίδια: ένα βουνό και λίγα πεύκα. Το θέαμα όμως αυτό είναι αρκετό για να συγκινήσει έναν ποιητή. Και ο Φιλύρας, μ’ όλη τη βαριά του αρρώστια, δεν έπαψε να είναι ποιητής. Ο ποιητής, που τόσο μας συγκίνησε με τον αυθορμητισμό και τη γλυκιά μελαγχολία των στίχων του. Κλεισμένος στο Δρομοκαΐτειο, μέσα στο πιο τραγικό περιβάλλον, γράφει. Γράφει ποιήματα και πεζά. Και κάτι άλλο ακόμα. Ο Φιλύρας, τον τελευταίο καιρό, ζωγραφίζει. Με το μολύβι στο χέρι, κάθεται ώρες και σχεδιάζει πράγματα που βλέπει και πράγματα που φαντάζεται…

                                                                              ***  

Την πρώτη φορά που ο κύριος Γ. Δημάκος, συντάκτης του περιοδικού Παναθήναια, πήγε να τον δει, ένα ηλιόλουστο χειμωνιάτικο μεσημέρι, βρήκε τον ποιητή καθισμένο στο κρεβάτι του. Είχε μια ελαφριά αδιαθεσία, που δεν το εμπόδιζε ωστόσο να μιλάει με κέφι. Μίλησε για τη ζωή του, θυμήθηκε τους φίλους του, σχολίασε ειδήσεις που είχε διαβάσει στις εφημερίδες. Γιατί ο Φιλύρας, παρόλη την απομόνωσή του, διαβάζει και παρακολουθεί το καθετί που τον ενδιαφέρει. Η φιλολογική κίνηση του περιοδικού Παναθήναια ήταν το αγαπημένο του θέμα.

Έπειτα, μίλησε στον κύριο Γ. Δημάκο για την υγεία του:

«Τώρα είμαι καλά», είπε. «Σε λίγο καιρό θα βγω έξω». 

Ποθούσε να αρχίσει μια νέα ζωή, να ταξιδέψει, να τυπώσει ανέκδοτα έργα του.

Τώρα είναι η δεύτερη επίσκεψη που του κάνει, παρέα με τον συνεργάτη του κύριο Φαλτάιτς. Αυτή τη φορά, τον συναντάνε στο γραφείο της διευθύνσεως. Ήσυχος, χλωμός, με τη ρεμπούπλικά του στο κεφάλι, είχε ριγμένο στους ώμους ένα παλιό μπαλωμένο παλτό. Κάθισε απέναντί τους, έσιαξε τα γυαλιά του κι έβγαλε το κομπολογάκι του.

«Παίρνεται ένα καφεδάκι, κύριε Ρώμο;» του λέει ο υποδιευθυντής του Δρομοκαΐτειου, κύριος Σκουλικίδης.  

Ο Φιλύρας δεν χαλάει χατίρι. Δέχεται τον καφέ. Έχει όμως ένα παράπονο. Όχι βέβαια με τον διευθυντή –εκεί μέσα όπως λέει τον αγαπούν όλοι– αλλά  με τον κύριο Δημάκο, για κάτι που έγραψε μετά την προηγούμενή του επίσκεψη.

«Γιατί να γράψετε ότι με ξέχασαν;» παρατηρεί.

«Δεν εννοούσα τον ποιητή, αλλά τον άνθρωπο.»

«Και μήπως είμαι τίποτα άλλο εκτός από ποιητής;» ήταν η απάντησή του.

Έτσι βλέπει ο Φιλύρας τον εαυτό του και μέσα στο Δρομοκαΐτειο. Μόνο ποιητή. Κατόπιν, μιλάει για την αρρώστια του, ήσυχα, σαν να μην ήταν αυτός ο άρρωστος. Το 1922 είχε ζαλάδες και αϋπνίες. Σηκωνόταν στις τρεις το πρωί και πήγαινε στου Ζαχαράτου. Πήγε μάλιστα σε κάποιον γιατρό παθολόγο να τον κοιτάξει. «Είναι από το στομάχι», του είπε εκείνος. Και ο Φιλύρας γελάει ακόμα με τη διάγνωσή του.

«Φανταστείτε τι διάγνωση έκανε! Εγώ όμως ήξερα την αρρώστια μου», λέει.

«Και γιατί δεν πηγαίνατε να κάνετε αμέσως θεραπεία;»

«Δεν ήθελα να κλειστώ σε κλινική. Νόμιζα πως έτσι θα πέθαινα!»

Ο κύριος Σκουλικίδης τον ρωτάει ποια συμπτώματα παρουσίαζε τότε. Ο Φιλύρας τα θυμάται όλα. Είχε πολιτικό παραλήρημα. Έβγαζε λόγους κι έβαλε μάλιστα υποψηφιότητα για βουλευτής.

«Θυμάσαι, Ρώμο, που μίλησες στις κολώνες για το συνταγματικό;» ρωτάει ο κύριος Φαλτάιτς.

Ο Φιλύρας προσπαθεί να θυμηθεί.

«Όχι, όχι! Α ναι, ναι, έχεις δίκιο! Έπρεπε όμως να μιλήσω! Έπρεπε! Και τα είπα ωραία, ε;»

Ύστερα προσθέτει:

«Αυτά όμως εμένα δεν με ενδιαφέρουν!»

Τι τον ενδιαφέρει; Η ποίηση! Βγάζει από την τσέπη του ένα μάτσο χειρόγραφα.

«Να, πάρτε ένα ποίημα!» λέει. «Όχι αυτό, δεν το έχω τελειωμένο».

Τους δίνει ένα τραγούδι από την ανέκδοτη συλλογή «Ακουαρέλες του Αιγαίο» και τους παρακαλεί να το δημοσιεύσουν. Είναι ασφαλώς από τα καλύτερά του.

ΣΑΡΩΝΙΚΟΣ

Σαρωνικέ το κύμα σου κουφάλες βαθουλώνει,

Στις γραφικές σου ακρογιαλιές, σε θόλους μουραγιών,

Στις δαντελλένιες γλώσσες των, ο αφρός του ξεφαντώνει.

Μόλις μπλαβό το χρώμα σου ξαλλάζει στο κραγιόν.

Ξεμπουνατσάρει ο ρούφουλας και μες στα νύχτια σκότη,

Μπουράσκα δέρνει σύβαθα και ρεύει τα καδιά

Της τράτας και τα σύνεργα του καϊκιού στην πρώτη

Και την στερνήν, ανώφελη θαλασσινή ευδειά.

Βαρκούλες κι ανεμότρατες, καΐκια, τρεχαντήρια

Μες στη γαλήνη, που το φως, μεσημερνή γιορτή,

Πλούσιο σκορπιέται ολόγυρα στα πρώτα παραθύρια,

Αναγαλλιάζουν τα νερά σε σπιθωσιά ρευστή.

Μονόξυλα, αβοήθητα κι η τράτες, παραγάδια

Ρίχνουν και σέρνουν στη στεριά σε λάμψεις χαλικιών

Απ’ την Καστέλλα, ως της γλαυκής και γλαφυρής τα χάδια

Της φρεαττύδας τα γλυπτά βραχάκια, τον γιαλόν.

Φάληρα, ξέφωτα κι ακτές, οι Φλέβες αντικρύ

Και τα δυο ξέχειλα νησιά η Αίγινα κι ο Πόρος

Άγιος Κοσμάς, η Βάρκιζα κι η Βούλα σου η μικρή

Δαντελλωτός και στρογγυλός, πλατύς όλος ο χώρος.

Κι απ’ τα κοχύλια σου ως το φως, την ίσια σου γραμμή,

Κόλπε γλαυκέ, κι ο κάβουρας κι η μέδουσα στο φύκι

Καλοκαιρινή ξεφάντωσι στο κύμα σου η συρμή

Σαν άπλωμα βαλσάμικο στα πορφυρά σου μήκη. 

Εκτός από τον «Σαρωνικό», ο Φιλύρας δίνει στον κύριο Δημάκο και ένα πεζό που τιτλοφορείται «Η κλίσις μου στην Ποίησι». Είναι, όπως λέει, μια μικρή φιλολογική αυτοβιογραφία και να πώς περιγράφει την αρχή του ποιητικού σταδίου:

«Από 8 ετών, δηλαδή από την 3η του Δημοτικού Σχολείου, την οποία διήνυα στην πατρίδα μου, την κωμόπολι Κιάτον της Κορινθίας, άρχισα να γράφω. Ο πατέρας μου, φιλόλογος κατ’ επάγγελμα, σχολάρχης, ρήτωρ και ποιητής, ανοιχτόκαρδος και χορευτής, μύστης της αρχαίας Παιδείας και των Γραμμάτων ακούραστος καλλιεργητής, συγγραφεύς σχολικών βιβλίων και αρχαιοπρεπών δραμάτων, λάτρης των δημωδών ασμάτων, του ψαλτηρίου και της ακολουθίας, υιός ιερέως και εγγονός επίσης διακονησάντων εν τω δήμω Τρικκάλων, εξ ου και το επίθετο: «Οικονόμος» και «Οικονομόπουλος» Νικόλαος και Παναγιώτης, του δε πατρός μου Βασίλειος, ελκόντων το γένος εκ Κωνσταντινουπόλεως και Ρώμης, μετηνάστευσαν δε μετά την πτώση της Βασιλίδος και την Ελληνική Επανάστασιν του ’21, υπερήφανοι και πανηγυρίζοντες δια την απελευθέρωιν, της μικράς τότε, Ελλάδος.

Η μητέρα μου εκ Νaυπλίου, πρωτευούσης τότε του Κράτους, εκ των καλύτερων οικογενειών καταγωγής Ενετικής, από 2 αιώνων Δογικής, εκ πυρήνως οικογενειών, αριστοκρατικών, πάππου συμβολαιογράφου της Επικρατείας, επί Όθωνος, συγγενεύοντως προς τους Βιλλαρδουΐνους της Αχαΐας Ιωαν. Δ. Σαρεγιάννη.

Ο δημοδιδάσκαλος που μου εξέμαθε τα πρώτα γράμματα και τα πρώτα σχολικά ποιήματα, θείος μου, πρώτος εξάδελφος του πατρός μου, Δ. Οικονομόπουλος, υιος ιερέως και ούτος. Δια τας εξετάσεις με έβαλε να μαθαίνω και να απαγγέλλω ποιήματα, το θέρος δε του 1896, επισκεφθείς το άνωθεν της πατρίδος μου κείμενον τσιφλίκι «Μπίρμπου», ενεπνεύσθην και έγραψα το πρώτο μου ποίημα «Στ’ αηδόνι». Η περιοχή αντηχεί από τα μελωδικά άσματα των πουλιών κι εγώ, απομονωθείς εις ένα δωμάτιον της επαύλεως, έγραψα εν εκστάσει το κάτωθι παιδαριώδες, δια σήμερον, και άτεχνον, αλλ’ εύελπι, φυσικά, δια την μικράν ηλικία μου ποιήμα.

Πουλί μου, αηδονάκι μου, μ’ ανοίγεις την καρδιά

Όταν σ’ ακούω να λαλής επάνω στα κλαδιά.

Μ’ ανοίγεις την καρδούλα μου, αγαπημένο μου πουλί.

Εις τα δεντράκια σαν πετάς, στο κάθε των κλαδί.

Πετάς στα δέντρα τα κλαδιά με θέλγητρο και χάρι

Και απολαμβάνεις τη δροσιά στο κάθε των κλωνάρι.

Ύστερα στις εξετάσεις της Δ’ τάξεως, απήγγειλλα τον «Κανάρη» του ένδοξου, τότε, Αχιλλέως Παράσχου. Έπειτα επεδόθην, ειδικώς, στην Ποίησι. Την κλίσιν μου ευνοούσεν η κληρονομικότης μου, η μελαγχολικότης και ο ρωμαντικός χαρακτήρ μου, η καλοκαρδοσύνη μου και το φιλέρωτον και η κάποια, κάποτε, μυστικοπάθειά μου, το ρεμβώδες της ιδιοσυγκρασίας μου εν γένει.

Ολόκληροι χειρόγραφοι συλλογαί μου, της παιδικής ηλικίας μου, δεν διεσώθηκαν. Μερικά μόνον εις την «Διάπλαση των Παίδων». Η έλευσίς μου, από την πατρίδα μου εις τον Πειραιά, δια να σπουδάσω εις το Γυμνάσιον, ενδυνάμωσε την κλίσιν μου. Διότι η οικογένειά μου κατοίκησεν εις ρομαντικήν, άποπτον θέσιν, παρά το Πασαλιμάνι, και οι περίπατοί μου εις την Καστέλλαν και την Φρεαττύδα ενεδυνάμωσαν την κλίσιν μου. Καθώς και η συναναστροφή μου με φιλολογούντας, λόγιους εν γένει και ποιητάς, όπως ο Νιρβάνας, ο Βουράς, ο Πορφύρας, ο Καμπάνης, ο Μελάς, ο Μπόνης, ο Βώκος, ο μουσουργός Γ. Λαμπελέτ, ο Ν. Χατζάρας, ο Σικελιανός, ο Ουράνης, ο Σκίπης, ο Μίχας και άλλοι. Έπειτα με δημοσιογράφους, στην Αθήνα, με τον Κ. Παλαμά, με τον Μαλακάση, με τους αειμνήστους Στεφ. Μαρζώκη, Λ. Μαβίλη. Περισσότερον ευνοϊκός όμως υπήρξεν ο Πειραιεύς και λόγω των τοπίων του».

Έχει αρχίσει να σουρουπώνει, όταν ο Γ. Δημάκος με τον κύριο Φαλτάιτς φεύγουν από το Δρομοκαΐτειο. Ο Φιλύρας μαζί με τον γιατρό κύριο Δεστούνη τούς συνοδεύουν ως τη σιδερένια εξώπορτα.

«Χαιρετίσματα σ’ όλους!» είναι τα τελευταία λόγια του ποιητή…                      

Λουδοβίκος Ντομινίκ V

Δεν ήταν, έλεγαν οι θαυμαστές του, κοινός ληστής. Ήταν κάτι ανώτερο. Εμφανιζόταν στη φαντασία του κόσμου σχεδόν ως δικαστής, επανορθωτής των αδικιών. Σε πολλούς κύκλους θεωρούνταν ως ένας ιδιότροπος και ευφάνταστος ευεργέτης, ο οποίος απογύμνωσε τους άδικους και ανάξιους πλούσιους για να βοηθήσει τους άξιους και δίκαιους φτωχούς.  

Έτσι, διαδίδονταν φήμες και δημιουργούνταν μια παράδοση από διάφορες δημοσιεύσεις και σχόλια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όλα τους με ηθικιστική βάση. Μια μέρα, πόσταρε ένας χρήστης στον τοίχο του πως ο Ντομινίκ είχε συναντήσει έξω από κάποια τράπεζα έναν εργαζόμενο που έκλαιγε διότι είχε χάσει το σπίτι του λόγω ενός παλαιότερου χρέους και του έδωσε χρήματα αρκετά για να αγοράσει καινούριο. Μια άλλη φορά, βεβαίωνε κάποιος σχολιαστής κάτω από μια είδηση σχετική, ο Ντομινίκ ξέφευγε από αστυνομικό κλοιό σκαρφαλώνοντας στο φωταγωγό κάποιας πολυκατοικίας, όταν άκουσε από το παράθυρο της τουαλέτας ενός διαμερίσματος μια γυναίκα να μιλάει στο τηλέφωνο και να διαμαρτύρεται για την τραγική οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκεται. Χωρίς να χάσει χρόνο –ως άλλος Άγιος Βασίλης– άφησε πάνω στο καζανάκι μια μικρή δεσμίδα με τρεις χιλιάδες ευρώ.

Στις θρυλικές αυτές αφηγήσεις, διακρίνει κανείς τη γενναιόφρονα παραμόρφωση, κατά την οποία η λαϊκή φαντασία, παρακινούμενη από την αυθόρμητη επιθυμία της να ενθουσιάζεται, αποδίδει φανταστικές ιδιότητες στην πραγματική προσωπικότητα εκείνων στους οποίους προσκολλάται και αφοσιώνεται.

Δεν είναι φυσικά ανάγκη να λεχθεί ότι ο Ντομινίκ καθόλου δεν άξιζε μια τόσο κολακευτική φήμη και πως, εκτός από χρηματισμούς αστυνομικών, δικαστικών και πολιτικών, δεν είχε στο ενεργητικό του καμία από τις ευεργεσίες που του απέδιδε η αφελής λαϊκή φαντασία.

*

Σε δύο περιπτώσεις, εντούτοις, πρέπει να του αναγνωριστεί ότι φέρθηκε –φαινομενικά τουλάχιστον– με τον πλέον ευγενή τρόπο. Μια μέρα, διερχόταν τη λεωφόρο Νέας Ιωνίας. Είδε αιφνιδίως έναν άντρα κατεχόμενο από μεγάλη ανησυχία, με τα μάτια βλοσυρά, να χειρονομεί βιαίως και να μονολογεί διευρυνόμενος προς το κρηπίδωμα της γέφυρας, για να το δρασκελίσει και να πέσει στις γραμμές του ηλεκτρικού.

«Ε! Κύριε! Πού πηγαίνετε εκεί;» του είπε ο Ντομινίκ, κρατώντας τον από το βραχίονα. «Κάνετε λάθος στο δρόμο σας!»

Ο άνθρωπος του εξήγησε τότε ότι είναι χαμένος, ότι όφειλε διακόσιες ογδόντα χιλιάδες ευρώ σε τοκογλύφους και πως, μη δυνάμενος να τα πληρώσει, προτιμάει το θάνατο από το φόβο της εκδίκησής τους.  

«Έχετε δίκαιο», του είπε ο Ντομινίκ. «Ο φόβος είναι χειρότερος από το θάνατο. Δεν υπάρχει όμως κάποιος τρόπος να αποφύγετε και τα δύο αυτά κακά;»

«Αλίμονο, κύριε! Διακόσιες ογδόντα χιλιάδες ευρώ», επανέλαβε ο δυστυχής. «Πού θα τις βρω;»

«Είναι σημαντικό ποσό, προφανώς!»         

«Βλέπετε λοιπόν καλώς ότι πρέπει να πεθάνω», επανέλαβε ο απελπισμένος κι αμέσως έσπευσε να διασκελίσει το κρηπίδωμα της γέφυρας.

«Μα επιτέλους, κύριε, είστε λυσσασμένος», ανέκραξε ο Ντομινίκ, σταματώντας τον εκ νέου. «Επιστρέψτε σπίτι σας και μείνετε ήσυχος. Αύριο θα πληρώσω τα χρέη σας».

«Τι; Εσείς; Διακόσιες ογδόντα χιλιάδες ευρώ;»

«Ναι! Μάλιστα! Εγώ! Διακόσιες ογδόντα χιλιάδες ευρώ! Επιστρέψτε σας λέω, καλέστε τους δανειστές σας έτοιμους με ό,τι αποδείξεις χρειάζεται και αύριο το απόγευμα θα βρίσκομαι εκεί.»

Το επόμενο απόγευμα, ο φτωχός και χρεοκοπημένος επιχειρηματίας βρίσκεται στον ίδιο χώρο με τους τοκογλύφους και τους εξηγεί, ίσως είναι η εκατοστή φορά από χθες, τη θαυμαστή συνάντηση που του είχε σώσει τη ζωή. Η αφήγησή του έβρισκε τους δανειστές δύσπιστους, μέχρι που επιτέλους ο Ντομινίκ έφτασε.

Όλα τα βλέμματα στράφηκαν προς αυτόν. Με βραδείς κινήσεις εκείνος ξεκούμπωσε το μπουφάν του και με μια μεγαλοπρεπή χειρονομία εναπόθεσε επί του τραπεζιού τις διακόσιες ογδόντα χιλιάδες ευρώ, τις οποίες είχε υποσχεθεί. Ο κοντύτερος από τους τρεις άνδρες που στέκονται απέναντι από τον Ντομινίκ και τον ατυχή επιχειρηματία βάζει τα χρήματα σε μια χάρτινη σακούλα. Παλιό κόλπο, για να μην τραβάει την προσοχή. Οι δυο άλλοι φουσκωτηράκηδες, που στέκονται δεξιά και αριστερά του αφεντικού τους, κοιτάζουν ικανοποιημένοι μόλις, με ένα βλέμμα του, τους βεβαιώσει ότι η συναλλαγή ολοκληρώθηκε επιτυχώς.  

Κατόπιν, ο Ντομινίκ, πάντοτε άγνωστος και ανώνυμος, προτείνει να πιουν από ένα ποτήρι κρασί Βουργουνδίας, για να γιορτάσουν τούτην την ευτυχή εξέλιξη των πραγμάτων. Βγάζει ένα μπουκάλι από την τσάντα του και ζητάει από τους οικοδεσπότες ποτήρια.   

Παρακάθονται όλοι στο τραπέζι και ο, ακόμα άγνωστος σε αυτούς, Ντομινίκ βγάζει από την τσέπη του λίγο χόρτο και κολλάει ένα τσιγάρο. Κανείς δεν αρνείται μερικές καυτές τζούρες και η ώρα περνάει με τους συνδαιτυμόνες πλήρεις χαράς και ευθυμότατους.

Όλη αυτήν την ώρα, ο Ντομινίκ κοιτούσε το ρολόι του σαν να ανέμενε κάτι. Πράγματι, ξαφνικά και χωρίς προηγούμενη προειδοποίηση, έδωσε το σύνθημα της αναχώρησης. Ο τοκογλύφος και οι λακέδες του ξεκίνησαν μαζί του και όλοι μαζί εξακολουθούσαν να συνομιλούν. Ήταν ένα σκοτεινό στενό. Έπνεε σφοδρός άνεμος. Η βροχή έπεφτε με τόση δύναμη, που οι σταγόνες της σχεδόν προκαλούσαν πόνο. Δεν έβλεπε κανείς σε απόσταση δυο μέτρων. Ξάφνου, στην γωνια του δρόμου, ένας όμιλος κακοποιών, κραδαίνοντας καδρόνια, τους επιτέθηκε και, πριν αντιληφθούν το παραμικρό, τους αφαιρεθήκαν οι διακόσιες ογδόντα χιλιάδες και άλλες εκατόν τριάντα που κρατούσαν ακόμα. Πριν ο τοκογλύφος και οι δυο μπράβοι του συνέλθουν από την παραζάλη του αιφνιδιαστικού ξυλοκοπήματος, ο Λουδοβίκος Ντομινίκ είχε εξαφανιστεί μαζί με τον -εξαρχής- στρατολογημένο να παίξει το ρόλο του χρεωκοπημένου επιχειρηματία και τον όμιλο των κακοποιών, προς την ίδια κατεύθυνση. 

*

Κάποιο βράδυ του Ιουλίου του 2009, η εφοπλιστής κυρία Μουφλερίδου ασχολιόταν στην κρεβατοκάμαρά της με τη νυχτερινή της περιποίηση και είχε το παράθυρό της, στο πρώτο πάτωμα της έπαυλης, ορθάνοιχτο, ένεκα του υπερβολικού καύσωνα. Ποτέ της δεν υπέφερε την τεχνητή δροσιά του κλιματιστικού. Και την αγένειά του. Να παίρνει τη ζέστη και να την πετάει έξω, σαν να είχε και η ίδια συναίσθηση των πράξεών της! Όχι, ούτε αυτήν την ιδέα μπορούσε να υποφέρει!  Ένας νέος, κομψός και ευκίνητος, διασκέλισε αιφνιδίως το άνοιγμα του παραθύρου και πήδηξε ξαφνικά στο εσωτερικό του δωματίου.

«Τι σημαίνει αυτό, κύριε; Τι τρόπος είναι αυτός;» ανέκραξε καταταραγμένη. «Δεν σας γνωρίζω!»

«Συγγνώμη, κυρία μου! Με γνωρίζετε, τουλάχιστον εκ φήμης. Είμαι ο Λουδοβίκος Ντομινίκ. Τα σέβη μου! Όχι! Μην φωνάζετε! Δεν θα σας προξενήσω κακό. Έρχομαι μόνο να σας ζητήσω άσυλο για τη νύχτα, γιατί έχω όρεξη να κοιμηθώ ήσυχος και καταδιώκομαι εδώ και πολλές μέρες από την κακεντρέχεια της αστυνομίας. Μην θελήσετε να με παραδώσετε, γιατί θα υπάρξουν αντίποινα. Η θαλαμηπόλος σας Ιουστίνα απουσιάζει και δεν θα επιστρέψει παρά αύριο το πρωί. Αυτό το γνωρίζω. Θα κοιμηθώ λοιπόν στο κρεβάτι της, το οποίο βρίσκεται στο διπλανό δωμάτιο. Θα είστε καλά προφυλαγμένη. Δεν βλέπετε αυτά τα δύο τριανταοχτάρια; Προς το παρόν, θα σας παρακαλέσω μόνο να με σερβίρετε να δειπνήσω γιατί πεινάω πολύ. Ω! Δεν θέλω τίποτα! Λίγο κοτόπουλο θα ήταν εντάξει και μια φιάλη σαμπάνιας. Καλέστε λοιπόν τους υπηρέτες σας. Θα περιμένω στο διπλανό δωμάτιο, ώσπου να σερβιριστεί το δείπνο.»

Τι να κάνει η κυρία Μουφλερίδου, αναγκάστηκε να υποκύψει. Το προσωπικό της έπαυλης, κάπως απορημένο για την ασυνήθιστη ιδιοτροπία της, έφερε ζαμπόν, κρύα ψητά και κρασί λευκό σαμπανιζέ. Κατόπιν, αποσύρθηκε με διακριτικότητα.

Ο Ντομινίκ αποδείχθηκε γοητευτικός συνδαιτυμόνας, του οποίου η όρεξη τίποτα δεν αφαίρεσε από το σπινθηροβόλο πνεύμα. Η εφοπλιστής, τρίβοντας τα μάτια της για να βεβαιωθεί ότι δεν ονειρεύεται, παρακαθόταν στο δείπνο του και του κρατάγε συντροφιά. Ο Ντομινίκ διακήρυξε ότι το ζαμπόν ήταν τέλειο και το ψητό γευστικότατο, βρήκε όμως ότι το σαμπανιζέ λευκό κρασί δεν ήταν και τόσο άμεμπτο.       

«Θα επιτρέψω στον εαυτό μου», είπε, «να σας στείλει μερικές φιάλες από το κρασί που βγάζει ένας συνεργάτης μου, ο κύριος Πάρης Ντιβανίδης, και το οποίο μου φαίνεται πολύ ανώτερο. Σκέφτομαι να σας στείλω εκατό μποτίλιες».

Ο Ντομινίκ βρήκε για μια νύχτα κάτω από τη φιλόξενη στέγη της κυρίας Μουφλερίδου καλό δείπνο, καλό άσυλο, καλό ύπνο, όχι όμως και τη συνέχεια όπως έχει γραφτεί. Η συκοφαντία αυτή δεν είναι δυνατόν να θίξει την εφοπλιστή κυρία Μουφλερίδου.

Το πιο περίεργο παραμένει ότι η κυρία Μουφλερίδου έλαβε τις εκατό φιάλες κρασί που της είχε υποσχεθεί ο Ντομινίκ, και όταν η διασκεδαστική αυτή ιστορία έγινε γνωστή χάρη σε μια σχετική ανάρτησή της στο ίνστα, ο κύριος Πάρης Ντιβανίδης αξίωσε από την ίδια, δια της δικαστικής οδού, την καταβολή του αντίτιμου των φιαλών. Η εφοπλιστής αρνήθηκε τις κατηγορίες και αμύνθηκε απολογούμενη ότι ουδέποτε είχε ζητήσει τις μποτίλιες αυτές και επιπλέον είχε τη συνείδησή της ήσυχη γιατί τις είχε αποκτήσει επάξια. Οι δικαστές είχαν την ίδια γνώμη με την ίδια και επιβάρυναν τον Ντιβανίδη με τα έξοδα της δίκης. Ο περιώνυμος αυτός οινοπαραγωγός ήταν άλλωστε ένας νεόπλουτος καράβλαχος χωρίς μόρφωση, ένας παλιός κατασκευαστής ντιβανιών, από όπου πήρε και το όνομά του.  

Όταν ο Ντομινίκ φυλακίστηκε, η εφοπλιστής θυμήθηκε τον θελκτικό συνδαιτυμόνα της θερινής εκείνης νύχτας και ανταπέδωσε στον Ντομινίκ, στον Κορυδαλλό αυτήν τη φορά, την επίσκεψή της. Του έφερε μάλιστα και ένα μπουκάλι Τάλαμορ δεκαεφτάρι, προκειμένου να του βελτιώσει την ασυνήθιστη καθημερινότητα της φυλακής, το οποίο πέρασε από τον έλεγχο χωρίς κανένα εμπόδιο, καθώς κανένας σωφρονιστικός υπάλληλος δεν τόλμησε να της ζητήσει να υποβληθεί σε σωματική έρευνα ή να της φέρει οποιουδήποτε είδους αντίρρηση. 

Τα θελκτικά, ευγενικά και πνευματώδη αυτά χαρακτηριστικά δεν πρέπει εντούτοις να μας απατήσουν για την αληθινή φυσιογνωμία του Λουδοβίκου Ντομινίκ. Αποτελούν, μέσα στον πολυκύμαντο βίο του, σπανιότατες εξαιρέσεις. Αντίθετα, πόσα φρικώδη εγκλήματα, πόσα σκληρά κατορθώματα και πόσες αιματηρές πράξεις αποτελούν τη συνηθισμένη κατάσταση της ύπαρξής του!

Οι επικερδέστερες επιχειρήσεις των Ντομινικανών γίνονταν με εκβιασμούς σε βάρος ιδιοκτητών επιχειρήσεων διασκέδασης και επισιτισμού. Περιλάμβαναν είτε βομβιστικές επιθέσεις εναντίον των μαγαζιών τους, των σπιτιών τους ή των οχημάτων τους είτε σωματικές επιθέσεις, ενώ κάποιες φορές –αν δεν βάζανε μυαλό με το καλό– δεν γινόταν να αποφευχθεί η προοπτική των πυροβολισμών μέχρι τελευταίας πνοής τους. Επίσης, κέρδιζαν αρκετά και με το εμπόριο πετρελαίου από τη θάλασσα, αφού υπήρχαν εκατοντάδες Ντομινικανοί λιμενικοί, ή από το διαμετακομιστικό εμπόριο ναρκωτικών από την ξηρά, καθώς υπήρχαν δεκάδες τελωνειακοί εξαρτημένοι από την οργάνωση. Δεν ήταν μικρά τα έσοδα της οργάνωσης και από τα ποσοστά του καζίνου, καθώς είχαν αναλάβει την προστασία του.

(Η συνέχεια το επόμενο Σάββατο…)

Η ληστεία της Πέτρας ΙΙΙ

Κεφάλαιο 5 (5 Μαρτίου 1930)

Εκείνο το βράδυ, κανένα από τα δυο αδέλφια δεν κοιμήθηκε ούτε πολύ ούτε καλά. Στις δύο τα μεσάνυχτα, είχανε μια, όχι ακριβώς αναπάντεχη, σίγουρα όμως αρκετά δυσάρεστη επίσκεψη. Ήταν ο διευθυντής της φυλακής, που πήγε πρώτα στον Γιάννη και μετά στον Θύμιο να τους απαγγείλει την απόφαση της κυβέρνησης. Δεν αντέδρασαν. Μπορεί κανείς να πει ότι το περίμεναν. Η αίτηση χάριτος που είχαν κάνει είχε απορριφθεί και πριν λίγες μέρες εκτέλεσαν τους Κουμπαίους. Η σειρά τους πλησίαζε και αυτό ήταν προφανές. Την τελευταία βδομάδα, τους είχαν περιορίσει ακόμα και τη μεταξύ τους επικοινωνία και ούτε στη μάνα τους δεν επέτρεπαν να τους δει στο επισκεπτήριο.

«Θέλεις να αφήσεις καμιά παραγγελία για τη μητέρα σου και τους συγγενείς;» ρωτάει τον Γιάννη ο διευθυντής.

«Ναι», του λέει ο Γιάννης. «Φέρε χαρτιά». 

Αμέσως μετά, έρχεται ο παπάς να τους εξομολογήσει και να τους μεταλάβει των αχράντων μυστηρίων. Υπάρχει το ενδεχόμενο πως ο Γιάννης εξήγησε στον παπά ότι μάλλον δεν προλαβαίνει να εξομολογηθεί μέχρι το πρωί και ότι έχει να περάσει και από τον Θύμιο να του πει τα ίδια από την αρχή. Ίσως να του πρότεινε τη λύση μιας συνοπτικής εκδοχής. Είναι επίσης πιθανόν πως ο παπάς συμφώνησε, γιατί μόνο έτσι εξηγείται ότι μέχρι τις τρεις το χάραμα είχανε τελειώσει. Από δω και πέρα ο θεός βοηθός αν στρέχει έτσι η αίτησή τους για τον Παράδεισο, αλλά, για να λέμε την αλήθεια, κανείς δεν πιστεύει πως κάποιος από τους δύο πληροί τις προϋποθέσεις. Υπάρχουν σίγουρα άλλοι με καλύτερα βιογραφικά για τη θέση, που πιθανόν να πιάνουν πολλά περισσότερα μόρια από δαύτους. Έτσι τελειώνει η ληστρική τους ζωή. Από την άλλη πλευρά του τουφεκιού. Είναι σχεδόν βέβαιο πως δεν πλαστήκαμε για να ζούμε αιώνια. Τουλάχιστον όχι αυτοί. Να σε τουφεκίζουν, κάπως πάει και έρχεται. Από την προσωπική τους εμπειρία, σίγουρα θα έχουν καταλήξει στην ισχυρή πεποίθηση πως το χειρότερο είναι να σου παίρνουν το κεφάλι.

Κεφάλαιο 6 (Άνοιξη του 1919)

Ο Γιολδάσης και ο Μπέτσος λέγανε πως όπου τους συναντήσουν θα τους ξεμπερδέψουν. Οι Ρεντζαίοι τούς κάλεσαν στη δεξιά ράχη του Μιτσικελίου να παίξουμε τουφεκιές, όμως αυτοί θέλανε να τους πετύχουν με καραούλι και μπαμπεσιά. Τότε ήταν που τα αδέλφια αποφάσισαν να τελειώνουνε μαζί τους. Έσερναν όπου πήγαιναν τα τουφέκια τους και ψάχνανε ευκαιρία να τους βρούνε και να κλείνουν εκκρεμότητες. Η ευκαιρία ήρθε ένα σούρουπο. Τους πέτυχαν στη ράχη του βουνού.

«Κάντε το σταυρό σας γιατί θα πεθάνετε», τους φωνάζει ο Γιάννης.

Ο Γιολδάσης σηκώνει το τουφέκι του. Ο Μπέτσος κάνει να τρέξει για να πιάσει ταμπούρι σε μια μεγάλη πέτρα στην άκρη του βουνού. Ο Γιάννης δεν αφήνει τη στιγμή να χαθεί. Το τουφέκι του είναι γεμάτο. Σκοπεύει και πατάει τέσσερις φορές τη σκανδάλη. Μπαμ-μπαμ, μπαμ-μπαμ. Δυο σφαίρες ρίχνει στον έναν, δυο σφαίρες στον άλλον. Ο Γιολδάσης τρώει τις δυο στο μέτωπο και πέφτει κάτω χωρίς να βγάλει τσιμουδιά. Ούτε που τις άκουσε. Ο Μπέτσος χτυπιέται στη μέση, χάνει την ισορροπία στην ακριανή πέτρα και προσπαθεί να κρατηθεί λίγες στιγμές πριν να γονατίσει. Τελικά, κατρακυλάει κάτω στη χαράδρα. Τον βλέπει ο Γιάννης να πέφτει στο βάραθρο. Γκρεμίζεται με το κεφάλι κάτω και τα πόδια στον ουρανό. Χίλια κομμάτια φτάνει στη γη. Γίνεται ένας σωρός από κρέατα, αίματα και κόκαλα.

«Έτσι σας έπρεπε!»

Και έτσι, με αυτά και με εκείνα, κυλούσε ήρεμα η ζωή, πότε στο Ανώγι πότε κάτω στα χειμαδιά της Φιλιππιάδας. Τώρα, έπαιρναν βεβαίως περισσότερες προφυλάξεις.

Δεν έκλεβαν ακόμα, καθώς τα πεσκέσια πήγαιναν και έρχονταν στα λημέρια τους. Τους τα έστελναν οι ίδιοι οι καραγκούνηδες, άλλοι από υπολογισμένο συμφέρον και άλλοι από φόβο, και τους παράγγελναν ότι έπρεπε να τους θεωρούνε φίλους τους. 

Να ησυχάσουνε πια είναι αδύνατον. Έχουνε μπει στο χορό και δύσκολο είναι να ξεμπλέξουνε. Έχουνε πάρει τρεις ζωές και οι συγγενείς ζητούν το αίμα των σκοτωμένων τους πίσω. Έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο το πάρε-δώσε αίματος, που δεν ξέρει κανείς πλέον ποιος τελικά χρωστάει σε ποιον, και αυτά τα ζητήματα είναι λεπτά για να λυθούν με λογιστικές εξισώσεις.  

Τα πράγματα έγιναν κατά πώς τα προβλέψανε, αλλά πιο γρήγορα από ό,τι περιμένανε. Στο σπίτι του Γιολδάση, είχαν μαζευτεί οι συγγενείς αυτού και του Μπέτσου και ορκιστήκαν να τους πάρουν τα κεφάλια για να εκδικηθούν. Διάλεξαν τους τέσσερις καλύτερους από το συγγενολόι τους. Από τους είκοσι ενδιαφερόμενους διάλεξαν τον Γιάννη και τον Θύμιο Γιολδάση, αδελφούς του σκοτωμένου. Επίσης τον Γιάννη Μπάρο και τον Θύμιο Γιολδάση, ξαδέλφια του σκοτωμένου. Αναρωτιέται κανείς αν χάθηκαν τα άλλα ονόματα στο χωριό ή αν είναι όλοι μόνο Θύμιοι και Γιάννηδες. Ίσως να υπήρχε κάποιος συμβολισμός. Αυτοί οι τέσσερις πήραν τα βουνά με τα τουφέκια τους και προσπαθούσαν να τους βρούνε σε κατάλληλο μέρος να τους τη σφυρίξουν. Τους παρήγγειλαν τότε τα αδέλφια να ησυχάσουν και τους εξήγησε ο Γιάννης σε ένα γράμμα πως οι δικοί τους είχαν σκοτώσει τον πατέρα τους και αυτοί τους σκοτώσανε μετά. Άρα, με βάση τους δικούς τους υπολογισμούς, είναι πάτσι σε αίμα.

Αυτοί φαίνεται κρατούσαν άλλα τεφτέρια που τους έβγαζαν ζημιωμένους, και αντί για άλλη απάντηση τους μήνυσαν ότι άμα τους εύρισκαν θα τους έπαιρναν τα κεφάλια και θα τα κρεμούσαν στην πλατεία του Ανωγίου να τα φτύσει όλος ο κόσμος. Αν και καθόλου δεν τους ευχαρίστησε η απάντηση, αφού αυτοί οι τρόποι είναι κατά κοινή ομολογία απαράδεκτοι, προσπάθησαν ωστόσο να μην ανταμώσουνε, για να αποφύγουνε την αιματοχυσία. Άδικα. Ο Βαγγέλης Χρηστάκης, στη στοά του οποίου έμεναν, τους πρόδωσε για να πάρει λίγα κατοστάρικα, και ένα μεσημέρι βρέθηκαν κυκλωμένοι από όλες τις μεριές. Μια στιγμή ο Γιάννης τα χάνει. Ο Θύμιος τού δίνει κουράγιο.

«Πιάσε πόστο», συμβουλεύει και πέφτει μπρούμυτα σ’ ένα λάκκο.

Το τουφεκίδι ξεκινάει. Τριάντα τουφεκιές αλλάξανε. Τα ταμπούρια που έχουνε πιάσει οι Ρεντζαίοι είναι όπως τα θέλουν, ενώ οι άλλοι ξέρουν από σκοποβολή όσο ο Θύμιος από γαλλικά. Οι σφαίρες τους κάνουν του κεφαλιού τους. Όλες τους πηγαίνουν στα χαμένα. Εκτός από μία, που γρατζουνάει τον ώμο του Γιάννη. Δεν γίνεται όμως το ίδιο και με των Ρεντζαίων, που πειθαρχούν σε ό,τι τις διατάξουνε. Ύστερα από τις δεκαπέντε τουφεκιές, ο Γιάννης και ο Θύμιος Γιολδάσης μένουν στον τόπο. Οι άλλοι δύο μένουν με κομμένο το αίμα μπροστά σε αυτήν την εξέλιξη και ρίχνουν σφαίρες στον αέρα. Τελικά παραδίνονται.

«Παραδινόμαστε», δηλώνουν.

«Πετάξτε τα τουφέκια», τους λέει ο Γιάννης. Τα πετάνε και αρχίζουν να κλαίνε.

«Εμείς δεν φταίμε!»

«Φτου να χαθείτε, δειλοί», τους μαλώνει ο Θύμιος.

Και οι δυο τους κλαίνε. Περισσότερο τρέμει από φόβο εκείνος ο Μπάρος.

«Καπετάν Γιάννη», φωνάζει. «Εγώ δεν φταίω, με πήραν με το στανιό. Μη με σκοτώσεις, καπετάν Γιάννη. Τι να έκανα; Συγγενής ήμουνα και τους ακολούθησα».

Ο άλλος ο Γιολδάσης δεν λέει τίποτα. Τρέμει μόνο και δεν μιλά.

«Ελάτε κοντά», τους προστάζει.

Πλησιάζουν. Ο Θύμιος παίρνει τα τουφέκια τους και τ’ ανοίγει. Έχουν δυο σφαίρες το καθένα μέσα, αλλά είναι χτυπημένες.

«Να τους την ανάψω;» ρωτάει θυμωμένος τον αδελφό του. «Αυτοί παρά λίγο να μας ξεκάνουν».

Ο Γιάννης δεν τον αφήνει και γυρνάει σ’ αυτούς.

«Γδυθείτε! Βγάλτε και τα τσαρούχια σας!»

Ο Μπάρος και ο Γιολδάσης κάνουν ό,τι τους λέει χωρίς να πουν λέξη. Μένουν μόνο με τα εσώρουχα. Ο Θύμιος τους φτύνει και τους στέλνει κατ’ ανέμου, προειδοποιώντας τους: 

«Αν άλλη φορά σας απαντήσω στο δρόμο μου, δεν θα τη γλιτώσετε. Και πείτε και στους άλλους ότι ο Θύμιος ο Ρέντζος δεν χωρατεύει».

Έτσι, ολοτσίτσιδοι, τράβηξαν για το Ανώγι και μαζεύτηκαν οι χωριάτες να τους δουν σ’ αυτήν την κατάσταση. Ήταν δύση όταν σκοτώσανε τον Θύμιο και τον Γιάννη Γιολδάση. Σε κείνο το κόκκινο σούρουπο ξεκίνησε για τα καλά η ληστρική τους ζωή, που σε μια μαύρη αυγή θα τελειώσει.

(Το επόμενο Σάββατο στο red n’ noir: Έτσι ήταν γραφτό μου να μην γνωρίσω τον κόσμο. Κλείστηκα νωρίς στις φυλακές και έμεινα χρόνια εκεί μέσα… / Ράι, ράι!  λέει. Δηλαδή «ήμαρτον, ήμαρτον» όπως λέμε εμείς ελληνικά)

Τα απομνημονεύματα του διάσημου αστυνομικού φον Κολοκοτρώνη XΙV

Αλλά πριν προχωρήσουμε στις λεπτομέρειες της νυχτερινής αυτής περιπέτειας, είναι ανάγκη να πούμε μια ενδιαφέρουσα σκηνή που έλαβε χώρα στη Διεύθυνση της Αστυνομίας Αθηνών κατά την ενάτη προ μεσημβρίας ώρα της ημέρας που ο Ντοτόρος, κουρασμένος από τη νυχτερινή κλοπή του εδωδιμοπωλείου, κοιμόταν και έβλεπε γλυκά όνειρα.

Κατά την ώρα εκείνη, μια ασυνήθης κίνηση, ταραχώδης και νευρική, παρατηρούνταν στο κατάστημα της Αστυνομικής Διεύθυνσης. Διάφοροι αξιωματικοί της χωροφυλακής, διευθυντές τμημάτων και προϊστάμενοι των καταδιωκτικών αποσπασμάτων κατέφθαναν, ο ένας μετά τον άλλον, βιαστικοί, ασθμαίνοντες και, αφού ανέβαιναν ανά δύο τα σκαλοπάτια της κεντρικής σκάλας, εισέρχονταν στο γραφείο του διευθυντή Κοσσονάκου, από το οποίο ζωηρές κραυγές ακούγονταν, εν είδει επιτιμήσεων, μομφών, απειλών, και βλασφημιών ακόμη.

«Δεν είναι δυνατόν να ανεχθώ αυτήν την κατάσταση!» φώναζε ο αστυνομικός διευθυντής. «Είναι απίστευτο! Είναι πρωτοφανές! Ακούς εκεί, κάθε βράδυ να έχουμε και μια διάρρηξη στα κεντρικότερα σημεία της πόλης! Κάτω από τη μύτη σας! Μέσα στα μάτια σας! Μέσα στα χέρια σας! Μα δεν έχετε λοιπόν ντροπή εσείς; Δεν έχετε αίμα στις φλέβες σας; Για σκεφτείτε τι θα λέει για μας ο πληθυσμός της ελληνικής πρωτεύουσας, ο οποίος έχει εμπιστευτεί τη ζωή του και την ασφάλεια της περιουσίας του στα χέρια μας! Προσέξετε να δείτε τι γράφουν οι δημοσιογράφοι και φανταστείτε πώς θα μας κρίνει η κυβέρνηση!»

Κανείς δεν τολμούσε να απαντήσει στις δριμείες εκείνες παρατηρήσεις του Κοσσονάκου. Όλοι οι αξιωματικοί είχαν κατεβασμένα τα μάτια και προσπαθούσαν να συγκαλύψουν την ταραχή τους σιωπώντας και μην τολμώντας να ατενίσουν τον προϊστάμενό τους.

«Σας καθιστώ όλους υπεύθυνους της έκρυθμης αυτής κατάστασης και αν εντός είκοσι τεσσάρων ωρών δεν μου ανακαλύψτε τους ενόχους –διότι ασφαλώς πρόκειται περί πολλών, περί ομάδας, περί σπείρας ολόκληρης– εγώ θα υποβάλλω την παραίτησή μου, αλλά πριν παραιτηθώ εγώ θα είστε όλοι σας παυμένοι!» 

Ένας διευθυντής απομακρυσμένου αστυνομικού τμήματος τόλμησε να παρατηρήσει προς τον Κοσσονάκο ότι οι ευθύνες των διαρρήξεων δεν έπρεπε να μοιράζονται σε όλους τους αστυνομικούς, εφόσον οι διαρρήξεις είχαν γίνει στις περιφέρεις δύο μόνο τμημάτων!   

«Αυτό δεν με ενδιαφέρει εμένα!» είπε ο αστυνομικός διευθυντής. «Χθες ένα, σήμερα δύο, και αύριο περισσότερα… Όλοι υπέχετε ίσες ευθύνες και στο πρόσωπο όλων σας εγώ! Έπειτα, δεν πρόκειται για κανένα μυστήριο ή για κανένα φάντασμα! Πρόκειται για μερικούς λωποδύτες, που αν τους παραφυλάξουμε, αν τους κυνηγήσουμε δραστηριότερα και αποτελεσματικότερα σαν άγριοι φρουροί της τάξης, θα τους πιάσουμε και τότε θα τους τιμωρήσουμε παραδειγματικά για να μάθουν να φέρονται! Και προπάντων να σέβονται την αρχή στην οποία είναι εμπιστευόμενη η τάξη και η ασφάλεια της πόλης».

Μετά το σύντομο αυτό λογύδριο, ο Κοσσονάκος υπέδειξε στους αξιωματικούς του να προβούν σε όλα τα δυνατά προληπτικά μέτρα, συλλαμβάνοντες με κεραυνοβόλο ταχύτητα όλα τα ύποπτα υποκείμενα του λωποδύτικου πάνθεου, επί των οποίων υπήρχαν ορισμένες –ή και αόριστες– υποψίες, και να τους υποβάλλουν σε ανάκριση, αφού τους κρατήσουν στα αστυνομικά τμήματα υπό επιτήρηση.  

Οι αστυνομικοί αναχώρησαν. Σύμφωνα με τη διαταγή του διευθυντή, μέχρι της έκτης απογευματινής ώρας, κατόπιν δραστηριότατων ενεργειών, είχαν συλληφθεί γνωστότατοι λωποδύτικοι τύποι της εποχής:

Ο Ποντίκης, ο Λάστιχος, ο θρασύτατος Κοπέλης, ο περιβόητος Αρκούδας, ο Κλέβας, ο Παστρικός, ο Αργύρης, ο Μολύβας, ο διάσημος Μπουλντόγκ, ο πρύτανης των σπιτικών Κορόιδος, ο Γλιαρμής, ο Σκεντεράνος, και δυο ακόμα δωδεκάδες ατιμότερων ή εκκολαπτόμενων Γιάννηδων, Ζουλατζήδων, Παπατζήδων, Κλεφτομπουγάδων και Κλεφτοκοτάδων, οι οποίοι είχαν περάσει από τα αστυνομικά κατάστιχα και γνώριζαν τις κεντρικές ενωμοτίες ή τις φυλακές του κράτους…

Οι καρδερίνες τούς είχαν οδηγήσει στα αστυνομικά μπουντρούμια και ο Κοσσονάκος ειδοποιήθηκε καταλλήλως περί του γεγονότος.    

Αλλά ειδοποιήθηκε ταυτοχρόνως ότι εκ των γενομένων ανακρίσεων δεν προέκυψε τίποτα επιβαρυντικό για όλα εν γένει αυτά τα υποκείμενα, τα οποία αποδεδειγμένα και ασφαλώς ήταν αμέτοχα των τελευταίων διαρρήξεων.

Ο Κοσσονάκος έγινε έξω φρενών. Κάλεσε τότε τον έμπιστό του Δημέρη, στη δραστηριότητα του οποίου βασιζόταν, και του ανέθεσε να ανακαλύψει και να συλλάβει υπευθύνως τους θρασείς διαρρήκτες.

Την επόμενη Τετάρτη στο red n’ noir:

Ο φον Κολοκοτρώνης λαμβάνει εντολή να ανακαλύψει τους ενόχους | Οι υποψίες του φον | Η επιστήμη της διάρρηξης | Η ταυτόσημη σφραγίδα του επιστήμονα λωποδύτη. Οι υποψίες περί Ντοτόρου | Ο Δημέρης ειδοποιεί δια σημάτων ότι εθεάθη ο λωποδύτης στην πλατεία Συντάγματος | Η καταδίωξη και η ενέδρα

Kι ας είμαστε γυναίκες: Ψιλή κουβέντα με την Πάολα Στατσόλι

Λίγες μέρες πριν την έναρξη της καραντίνας και μαζί με τα πρώτα κρούσματα του covid-19 στη χώρα μας, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις μας (red n’ noir) το βιβλίο Kι ας είμαστε γυναίκες της Πάολα Στατσόλι, σε μετάφραση του Ηλία Διάμεση.

Το βιβλίο αφηγείται τις ιστορίες δέκα αγωνιστριών, που, από τη δεκαετία του 1970 μέχρι τις αρχές της νέας χιλιετίας και κατά κύριο λόγο στην Ιταλία, έκαναν την επιλογή των όπλων, πραγματοποίησαν παράνομες ενέργειες –συμμετέχοντας σε διάφορες οργανώσεις και χώρους της επαναστατικής αριστεράς– και θυσίασαν τη ζωή τους, καθώς έκαναν πράξη τις επιλογές τους.

Για αυτά τα ζητήματα καθώς και για την κατάσταση στην Ιταλία λόγο του Covid-19 ο Λεωνίδας Βαλασόπουλος έκανε μια διαδικτυακή κουβέντα με την Πάολα Στατσόλι, την οποία παρουσιάζουμε στο κυριακάτικο red n’ noir.

Με την ευκαιρία της κυκλοφορίας της ελληνικής έκδοσης του βιβλίου σου «Κι ας είμαστε γυναίκες», η πρώτη ερώτηση που προκύπτει αυθόρμητα αφορά το κοινό σημείο που κρατάει δεμένες αυτές τις δέκα βιογραφίες επαναστατριών. Ποιο είναι το νήμα που ενώνει αυτές τις ιστορίες, αυτές τις ζωές που σταμάτησαν ή κόπηκαν έξω από την πρεσβεία των ΗΠΑ στην Αθήνα, τους δρόμους της Ρώμης και όχι μόνο, ή σε συνθήκες φυλάκισης και εγκλεισμού;

«Από τη στιγμή που αποφάσισα να γράψω ένα βιβλίο με τις ιστορίες των πολιτικών αγωνιστριών, που στην Ιταλία των αρχών της δεκαετίας του 1970 και μέχρι πιο πρόσφατους καιρούς αποφάσισαν να πάρουν τα όπλα ή και να αγωνιστούν με παράνομα μέσα στο πλαίσιο οργανώσεων ή χώρων της επαναστατικής αριστεράς, έπρεπε να κάνω και μια επιλογή. Αρχικά, αποφάσισα να ασχοληθώ μονάχα με συντρόφισσες που δεν είναι πια στη ζωή. Και αυτό, για να ξεγλιστρήσω από το αστυνομικό ρεπορτάζ και να μιλήσω για την ιστορία, η οποία μπορεί να είναι πολύ πρόσφατη αλλά παράλληλα είναι  πολύ πυκνή σε νοήματα και ζητήματα, των οποίων η επεξεργασία είναι χρήσιμη και σήμερα. Ήταν όμως αναγκαία και μια δεύτερη επιλογή. Μέσα στα χρόνια, μερικές συντρόφισσες της ένοπλης πάλης των δεκαετιών του 1970-80 πέθαναν από ασθένειες ή ατυχήματα. Δεν θα έφτανε ένα βιβλίο για τη διήγηση όλων αυτών των ιστοριών. Επομένως, αποφάσισα να μιλήσω μονάχα για εκείνες τις επαναστάτριες, των οποίων ο θάνατος ήταν άμεσα συνδεδεμένος με την πολιτική στράτευσή τους. Συντρόφισσες που δολοφονήθηκαν από την αστυνομία, που έπεσαν κατά τη διάρκεια δράσεων ή αυτοκτόνησαν κατά τη διάρκεια της φυλάκισής τους. Αρχής γενομένης με την Έλενα Αντζελόνι, την πρώτη σε χρονολογική σειρά, η οποία το 1970 θυσίασε τη ζωή της για την απελευθέρωση του ελληνικού λαού από το καθεστώς των συνταγματαρχών, μέχρι την τελευταία, την Ντιάνα Μπλέφαρι, στρατευμένη στις Ερυθρές Ταξιαρχίες για την οικοδόμηση του Μαχόμενου Κομμουνιστικού Κόμματος (Β.R-P.C.C), η οποία αυτοκτόνησε σε μια φυλακή της Ρώμης, έχοντας υποστεί μια συνθήκη κράτησης τόσο σκληρής, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί βασανιστική. Ενδιάμεσα υπάρχουν η Μαργκερίτα Καγκόλ και η Ανναμαρία Λούντμαν, στρατευμένες στις Ερυθρές Ταξιαρχίες (B.R), η Ανναμαρία Μαντίνι των Ένοπλων Προλεταριακών Πυρήνων (Ν.Α.Ρ), η Μάρμπαρα Ατσαρόνι της Πρώτης Γραμμής (P.L), η Βίλμα Μόνακο της Ένωσης Μαχόμενων Κομμουνιστών (U.C.C). Έπειτα, δυο συντρόφισσες που πήρανε μέρος σε παράνομες δράσεις στο πλαίσιο ομάδων και οργανώσεων της Εργατικής Αυτονομίας, η Μαρία Αντονιέττα Μπέρνα και η Λάουρα Μπαρτολίνι. Σε πιο πρόσφατους καιρούς, η Μαρία Σολεδάδ Ρόσας, η Σόλε, αναρχική, Αργεντίνα καταληψίας, η οποία συνελήφθη τον Μάρτιο του 1998 στο Τορίνο μαζί με δυο συντρόφους της και κατηγορήθηκαν για κάποιες δράσεις σαμποτάζ στην κοιλάδα της Σούσα, ενάντια σε εργοτάξια για τα τραίνα υψηλής ταχύτητας (TAV). Η έκδοση περιέχει συμπληρωματικά ιστορικά παραρτήματα για τις πολιτικές οργανώσεις και τους χώρους από τους οποίους προέρχονται αυτές οι συντρόφισσες.   

Το βιβλίο προσπαθεί να δέσει το νήμα της μνήμης, αλλά θέλει και να συνδράμει στην επεξεργασία του σήμερα, στα ζητήματα που ανοίγονται για τη ριζική, την επαναστατική μεταβολή της κοινωνίας. Αν και σε σύγκριση με τις δεκαετίες του ʼ70 και του ʼ80 του εικοστού αιώνα πολλά πράγματα είναι αυτά που έχουν αλλάξει, σίγουρα δεν έχει ελαττωθεί η αναγκαιότητα του αγώνα για μια κοινωνία βασισμένη στην κοινωνική δικαιοσύνη.»       

Η έκδοση περιλαμβάνει και μια αμερικάνικη ιστορία, γραμμένη από τη Σίλβια Μπαραλντίνι, μια αγωνίστρια δραστήρια στις ΗΠΑ των 70s στην υπόθεση της αφροαμερικάνικης απελευθέρωσης, για την οποία και βρέθηκε έγκλειστη –για σχεδόν δυο δεκαετίες– στις φυλακές «του πιο ελεύθερου κράτους του κόσμου», μέχρι την επιστροφή, τον εγκλεισμό και την απελευθέρωσή της στην Ιταλία. Θέλεις να αναφερθείς συνοπτικά στην ιστορία της –μιας και δεν είναι πολύ γνωστή στην Ελλάδα–, καθώς και στη συνεργασία σας σε αυτήν την έκδοση;

«Η Σίλβια είναι μια συντρόφισσα πολύ γνωστή στην Ιταλία, αλλά αναφορικά με την ιστορία της είναι γνωστή κυρίως η βαριά καταδίκη της στις ΗΠΑ, οι βάρβαρες συνθήκες κράτησης, τα χρόνια απομόνωσής της σε μια υπόγεια φυλακή, κατά τη διάρκεια των οποίων αναπτύχθηκαν οι καμπάνιες αλληλεγγύης που κατάφεραν να επιτύχουν τη μεταφορά της στην Ιταλία το 1999. Με τη συμβολή της σε αυτό το βιβλίο, η Σίλβια θέλησε όμως να διηγηθεί για πρώτη φορά τις αιτίες και τους σημαντικούς σταθμούς της πολιτικής εμπειρίας της στις ΗΠΑ, όπου και είχε μεταναστεύσει μαζί με την οικογένειά της, η οποία ξεκίνησε με το κίνημα ενάντια στον πόλεμο στο Βιετνάμ και σύντομα εξελίχτηκε σ’ έναν αποφασιστικότερο και ριζοσπαστικότερο αγώνα ενάντια στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό. Η συμπαράστασή της στον αγώνα για την αυτοδιάθεση του αφροαμερικανικού λαού –παράλληλα με τη στράτευσή της στο φεμινιστικό κίνημα– την ώθησε να υποστηρίξει την ένοπλη πάλη και να δράσει ως αλληλέγγυα του Μαύρου Απελευθερωτικού Στρατού. Για αυτήν τη συνεισφορά, καθώς και για τη συμμετοχή της στην απόδραση της αφροαμερικανής επαναστάτριας  Ασσάτα Σακούρ από τη φυλακή, η Σίλβια συνελήφθη τον Νοέμβρη του 1982. Καταδικάστηκε σε 44 χρόνια κάθειρξης για ένταξη και συμμετοχή σε οργάνωση και γιατί αρνήθηκε να συνεργαστεί με το δικαστικό θεσμό του grand jury. Μεταφέρθηκε στην Ιταλία το 1999, όπου και έκτισε το υπόλοιπο της ποινής. Αποφυλακίστηκε τον Σεπτέμβρη του 2006. Ένας ακόμη λόγος που ώθησε τη Σίλβια να συνεισφέρει σε αυτό το βιβλίο ήταν η επιθυμία αμφισβήτησης ορισμένων πεποιθήσεων μέρους του κινήματος που αναπτύχθηκε με στόχο την αποφυλάκισή της, βάσει των οποίων ήταν ένα «αθώο θύμα» που καταδικάστηκε μονάχα για τις ιδέες της. Η Σίλβια από την πλευρά της θέλησε να υπογραμμίσει το γεγονός ότι η –αναμφίβολα βαριά– καταδίκη της ήταν συνέπεια των συνειδητών και ριζοσπαστικών πολιτικών επιλογών της. 

Οι εμπειρίες που είχα μαζί με τη Σίλβια κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων που κυκλοφόρησε το βιβλίο ήταν ενδιαφέρουσες και συγκινητικές. Κάναμε μαζί σχεδόν διακόσιες παρουσιάσεις και εκδηλώσεις σε όλη την Ιταλία, σε κοινωνικά κέντρα, κατειλημμένους χώρους, έδρες οργανώσεων και επιτροπών. Υπήρξε ένα έντονο ενδιαφέρον το οποίο δεν το περιμέναμε, κυρίως από νεαρούς συντρόφους και συντρόφισσες. Ενδιαφέρθηκαν για το παρελθόν, για τη μνήμη, αλλά και για να αποπειραθούν ν’ αντιληφθούν ποια είναι τα σημερινά καθήκοντά μας. Αυτό για εμάς ήταν πολύ σημαντικό, αφού ένας από τους σκοπούς του βιβλίου –εκτός από την ανάδειξη της μνήμης των προσωπικοτήτων αυτών των πολιτικών αγωνιστριών– ήταν ακριβώς ν’ αντιληφθούμε πώς πρέπει να δράσουμε σήμερα, μέσα σε μια δύσκολη συνθήκη, στην οποία όμως δεν υπάρχουν –κατά τη γνώμη μας– εφικτοί τρόποι διαφυγής. Η επαναστατική υπόθεση παραμένει ο μοναδικός πιθανός δρόμος για ένα πραγματικό ξεπέρασμα μιας κοινωνίας βασισμένης στην εκμετάλλευση και την καταπίεση.»     

Πυροβολήστε πρώτα τις γυναίκες! Αυτές οι λέξεις είναι ειπωμένες από έναν διευθύνοντα των αντιτρομοκρατικών ταγμάτων της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας των 70s. Αυτός ο αξιότιμος υπηρέτης της εξουσίας του δημοκρατικού Ράιχ αιτιολογούσε αυτήν την ετυμηγορία του, εξηγώντας ότι οι γυναίκες που φτάνουν να κάνουν επιλογές τόσο ριζοσπαστικές όσο οι ένοπλες έχουν ξεπεράσει όρια, ρόλους και προκαταλήψεις πολύ βαθύτερες από εκείνες των συντρόφων τους, επομένως ο θάνατός τους είναι πολύτιμος. Εσύ τι λες;

«Για μια γυναίκα, ιδιαίτερα στις αρχές της δεκαετίας του 1970, ήταν σίγουρα πολύ πιο δύσκολο να κάνει μια ριζοσπαστική επιλογή, όπως η ένοπλη, η οποία ορισμένες φορές περιελάμβανε επίπονες συνέπειες, όπως ο αποχωρισμός από τα παιδιά της. Επομένως, αυτή η επιλογή απαιτούσε και μια μεγαλύτερη συνειδητοποίηση. Στις ιταλικές ένοπλες οργανώσεις των δεκαετιών 1970-80 (σε αντίθεση με τις μεταγενέστερες, όπως οι B.R- P.C.C), οι γυναίκες ήταν αριθμητικά λιγότερες συγκριτικά με τους συντρόφους τους, δεν είχαν όμως διαφορετικούς ρόλους και καθήκοντα μέσα στις οργανώσεις.

Στην εγκληματική προτροπή για δολοφονία των στρατευμένων επαναστατριών που αναφέρεις στην ερώτησή σου, περιέχεται όμως και ένα στοιχείο που πολλές φορές δεν αναγνωρίζεται στις γυναίκες μαχήτριες: η αναγνώριση μιας επιλογής. Πράγματι, από την αστική πλευρά, υπήρξε ανέκαθεν απόπειρα να υποβαθμίσουν τον αυτόνομο ρόλο των συντροφισσών, θεωρώντας ότι βρέθηκαν μέσα στην ένοπλη πάλη όχι από δική τους επιλογή, αλλά είτε για ν’ ακολουθήσουν τους άντρες τους είτε εξαιτίας προσωπικών αδιέξοδων και κακών συναναστροφών. 

Το βιβλίο θέλει ν’ αποφύγει τις δυο αντίθετες αντιδράσεις, την αγιοποίηση και τη δαιμονοποίηση, και να εντάξει αυτές τις ζωές μέσα στο πλαίσιό τους, ανατρέχοντας σε μια εποχή όπου οι παράνομες και βίαιες μορφές πάλης αποτελούσαν κληρονομιά για το σύνολο της ανταγωνιστικής αριστεράς.»

Δεδομένου του γεγονότος ότι οι ερωτήσεις αυτές γράφονται τη στιγμή που ο κόσμος βρίσκεται σε μια αρκετά δυστοπική συνθήκη, σε πόλεμο ενάντια στον ιό Covid-19, και η Ιταλία σε καραντίνα, σε κατάσταση μόνιμης έκτακτης ανάγκης και απαγόρευσης κυκλοφορίας, θέλεις ν’ αναφερθείς λίγο στο κλίμα που επικρατεί στη χώρα;

«Αυτές τις μέρες στην Ιταλία βρισκόμαστε αντιμέτωποι με “θωρακισμένα” σενάρια, τα οποία ποτέ δεν είχαμε φανταστεί ότι θα ζήσουμε. Μια κατάσταση πολέμου και τρόμου, η οποία φυσικά μπλοκάρει και όλες τις κοινωνικές και πολιτικές πρωτοβουλίες. Πρόκειται σίγουρα για μια δύσκολη συνθήκη, για όλους και όλες, περισσότερο ακόμα για άτομα σαν κι εμένα, με ογκολογικές παθήσεις ή άλλες σοβαρές ασθένειες. Όμως, σε καταστάσεις όπως αυτή, αναδεικνύονται αναμφίβολα και τα ουσιαστικά και βαθύτερα χαρακτηριστικά του καπιταλιστικού συστήματος. Ενός συστήματος που κατεδάφισε τη δημόσια υγεία με περικοπές και κλεισίματα νοσοκομείων, παρέχοντας ταυτόχρονα τεράστιους πόρους για εξοπλισμούς μαζικής καταστροφής. Ενός συστήματος που κλείνει τους ανθρώπους μέσα στα σπίτια τους (όσους έχουν ένα σπίτι για να κλειστούν μέσα…) και ταυτόχρονα δεν σταματάει την παραγωγή. Με τον εκβιασμό της απόλυσης, εξαναγκάζει ένα πλήθος εργατών να δουλεύει χωρίς τα απαραίτητα μέτρα ασφαλείας, που δεν σχετίζονται μονάχα με αυτά για την τρέχουσα επιδημία. Πρόκειται για συνθήκες που πυροδότησαν δεκάδες αυθόρμητες απεργίες, ενώ η αστική τάξη “ανακαλύπτει” και πάλι την κεντρικότητα του εργοστασίου, μετά από άπειρες αφηγήσεις για το τέλος της εργατικής τάξης. Αναδύονται επίσης σημαντικές μορφές διαμαρτυρίας και κοινωνικής αλληλεγγύης, καθώς και μια μεγάλη δοκιμασία αφοσίωσης από την πλευρά των γιατρών και των νοσηλευτών του δημόσιου συστήματος υγείας, στοιχεία που είναι σημαντικό ν’ αναδειχθούν και να αξιοποιηθούν όταν θα έχουμε βγει από την κατάσταση έκτακτης ανάγκης.

Αυτές τις μέρες οι φυλακές τινάχτηκαν στον αέρα. Η αφορμή για το ξέσπασμα ήταν η απαγόρευση των αδειών και των επισκεπτηρίων μεταξύ των κρατουμένων και των συγγενών τους. Όμως στον πυρήνα των εξεγέρσεων, με πολλούς θανάτους κρατουμένων που δεν έχουν ως τώρα εξηγηθεί, βρίσκονται οι προϋπάρχουσες συνθήκες, κυρίως ο τεράστιος υπερπληθυσμός και συνεπώς οι άσχημες συνθήκες υγιεινής και περίθαλψης. Σε γενικές γραμμές, οι πραγματικές ευθύνες βαραίνουν –όπως πάντα– εκείνους που διαχειρίζονται αυτό το σύστημα και τις φυλακές του. Επομένως, αυτή η κατάσταση δεν κάνει άλλο από το να επιβεβαιώνει αυτό που ξέραμε εδώ και καιρό: Για να ζήσουμε σ’ έναν κόσμο πιο ελεύθερο και δίκαιο, δεν υπάρχει άλλος δρόμος από εκείνον της ανατροπής του καπιταλισμού. Συνεπώς, ακόμα κι αν τα φαινόμενα μας κάνουν να σκεφτόμαστε το αντίθετο, σήμερα –περισσότερο από ποτέ– είναι καιρός για επανάσταση!» 

Λουδοβίκος Ντομινίκ ΙV

Η ζωή του Λουδοβίκου Ντομινίκ άλλαξε και πάλι και άρχιζε να θυμίζει εκείνα τα πρώτα του μαθητικά χρόνια, τα ίδια που είχαν καθορίσει και το πεπρωμένο του. Τα μέρη που πλέον σύχναζε πλημμύριζαν κυριολεκτικά από πλούτη. Μια αυθάδης πολυτέλεια νεόπλουτων κυριαρχούσε παντού. Η Εκάλη, η περιοχή στην οποία εργαζόταν, είχε κατακλυσθεί –είχε κατακτηθεί καλύτερα– από ανθρώπους που τους προσέλκυε η μανία του κέρδους. Ουδέποτε του είχαν επιδειχτεί τόσα κοσμήματα, τόσος χρυσός, τόσα πολύτιμα υφάσματα στις δεξιώσεις και τα θεάματα, ούτε τόσο ακριβά αμάξια στις καθόλου κοσμοβριθείς οδούς των βορείων αυτών προαστίων. Μόνο για εκατομμύρια μιλούσαν όλοι και μόνο άλλους εκατομμυριούχους ανέφεραν.

Αντίθετα, διατηρούσαν στη δούλεψή τους ανθρώπους που έφταναν στην Αθήνα από διαλυμένα κράτη και κυρίως από εμπόλεμες ζώνες, χωρίς πόρους, χωρίς επάγγελμα, χωρίς εργασία. Δεν είχαν να δειπνήσουν καν και συγχρόνως έβρισκαν τους εαυτούς τους εν μέσω ανθρώπων οι οποίοι είχαν πλουτίσει χωρίς καμία προσπάθεια, ενώ αυτοί μάχονταν για μερικά ευρώ ημερησίως. Και εμφανίζονταν, σαν να μην έφταναν αυτά, ως γραφικοί παραμυθάδες με τις αφηγήσεις τους από την κακοτράχαλη ζωή τους και τις σκληρές τους περιπέτειες, αδιάκριτοι και ενοχλητικοί στο περιβάλλον των χορτασμένων, όπου όλοι μόνο για την ύψωση των μετοχών τους και τα πραγματοποιούμενα κέρδη ενδιαφέρονται. Η διαμονή στις επαύλεις, οι κίνδυνοι τους οποίος διέτρεχαν για να προστατεύουν το υποκείμενο της εργασίας τους, τους είχαν καταστήσει πικρόχολους, τραχείς, απογοητευμένους και περισσότερο φιλοχρήματους.

Φαντάζεται λοιπόν κανείς χωρίς κόπο ποιες μπορούσαν να είναι οι σκέψεις τους και οι πόθοι τους όταν τριγύριζαν εν μέσω όλων αυτών των πολυτελειών, που έμοιαζε να περιγελούν την ένδειά τους. Ζωηρή έμενε η εντύπωση πως είναι θύματα μιας αδικίας και το αίσθημα ότι είναι και πολύ ζώα που ριψοκινδυνεύουν τη ζωή τους, ενώ οι άλλοι –χάρη σε αυτούς ακριβώς– συλλογίζονται μόνο πώς να χαρούν τη ζωή και φροντίζουν απλώς πώς να συλλέξουν περισσότερο χρήμα.   

Το αίσθημα αυτό το εξέφρασε ο Ντομινίκ και εξήγαγε συμπεράσματα βάναυσα, πρακτικά και εγκληματικά. Τους είπε χωρίς προσχήματα:

«Είναι η πρόθεσή σας να ριψοκινδυνεύετε για να ζήσουν αυτοί τη ζωή τους ή εσείς τη δική σας;»

Συγκάλεσε εντός της εβδομάδας μεγάλη μυστική συνέλευση. Στη συνάντηση αυτή των δυσαρεστημένων προσήλθαν περισσότερα από διακόσια άτομα. Οι λόγοι τους οποίους είπε ο Ντομινίκ υπήρξαν σύντομοι αλλά πειστικοί. Σε λίγες μόλις λέξεις εξέθεσε το πρόγραμμά του:

«Το παν έγκειται σε δύο πράγματα: Να παίρνετε και να μην σας συλλαμβάνουν».

Αμέσως λοιπόν άρχισε η οργάνωση της μικρής αυτής στρατιάς του εγκλήματος. Ο Ντομινίκ έβαλε ως βάση την οργάνωση της συμμορίας. Είχε υπαρχηγούς, οι οποίοι βρίσκονταν σε επικοινωνία μαζί του και μόνο αυτοί γνώριζαν τα μυστικά των επιχειρήσεων. Αυτοί διαβίβαζαν κατόπιν τις αναγκαίες διαταγές στους δικούς τους. Όλοι υπόκειντο σε αυστηρότατη πειθαρχία και σε απόλυτη υπακοή στις διαταγές του αρχηγού, που δεν ήταν άλλος από τον ίδιο τον Λουδοβίκο Ντομινίκ. Όλοι ορκίζονταν μεταξύ τους αμοιβαία βοήθεια. Ο καθένας δε είχε ειδικευθεί αναλόγως των ικανοτήτων του.

Ολίγον κατ’ ολίγον, ο Ντομινίκ πέτυχε να επεκτείνει την επιρροή του, να διεισδύσει σε όλους τους κύκλους, να εξασφαλίσει παντού συνενόχους και οπαδούς. Κατά τη στιγμή της μεγαλύτερης ισχύος του, είχε άνω των δύο χιλιάδων Ντομινικανών στις διαταγές του.  Ο βιογράφος του Φουνγκ Βρετανός λέει περί αυτού: «Διεύθυνε ένα πραγματικό κράτος εν κράτει».          

Υπήρχαν κοσμηματοπώλες κλεπταποδόχοι, εκ των οποίων ένας ήταν ο χρυσοχόος του πρωθυπουργού, που μεταπουλούσαν τα κλοπιμαία και μεταποιούσαν τα πολύ χαρακτηριστικά για την πρόληψη κάθε σχετικού κινδύνου. Υπήρχαν επίσης έμποροι όπλων, οι οποίοι εφοδίαζαν τις συμμορίες του Ντομινίκ με όπλα και πυρομαχικά. Υπήρχαν ξενοδόχοι και ιδιοκτήτες μπαρ, στα οποία μπορούσαν οι Ντομινικανοί να συναντιούνται για να καταστρώνουν σχέδια, να προετοιμάζουν τις ληστρικές επιθέσεις τους, να βρίσκουν καταφύγιο ή να επικαλούνται άλλοθι και –περιστάσεως τυχούσης– να ληστεύουν ήσυχα-ήσυχα κανέναν περαστικό. Υπήρχαν χειρουργοί για να περιθάλπουν τους τραυματισμένους Ντομινικανούς και να τους βοηθούν  να αποφεύγουν τις αναζητήσεις της δικαιοσύνης. Υπήρχαν, τέλος, γραφεία οικιακών βοηθών και παροχών υπηρεσιών φροντίδας, τα οποία τοποθετούσαν στα μεγάλα σπίτια εργαζόμενους και εργαζόμενες, ούτως ώστε οι Ντομινικανοί να διαθέτουν παντού πράκτορες και κατασκόπους.  

Υπήρχαν έτσι Ντομινικανοί σε όλους τους κύκλους, υπήρχαν ακόμα και αρκετές εκατοντάδες μέσα στην αστυνομία, το λιμενικό και τα τελωνεία.       

Αυτό το θράσος του Λουδοβίκου Ντομινίκ δεν γνώριζε πια όρια. Φαίνεται ότι τίποτα δεν ήταν πλέον αδύνατον καθώς η διαφθορά είχε διεισδύσει παντού, γεγονός που ευνοούσε και τις πιο ριψοκίνδυνες επιχειρήσεις του. Κατόπιν συνεχούς πίεσης της κοινής γνώμης, όπως αυτή αντανακλόταν στα δελτία ειδήσεων, η κυβέρνηση αναγκάστηκε να αναλάβει κάποια δράση, παίρνοντας μέτρα για την αντιμετώπιση –και κάποτε την πάταξη– του φαινομένου των Ντομινικανών. Ειδικοί νόμοι, που περιέγραφαν ακριβώς τη δράση της οργάνωσης και τυποποιούσαν μια σειρά από ρόλους σε αδικήματα, ψηφίζονταν από τη βουλή σε έκτακτες συνεδριάσεις και ποινές μακρόχρονης φυλάκισης απειλούσαν όσους είχαν ακόμα και υποστηρικτικό ρόλο στο δίκτυο των Ντομινικανών. Οι νόμοι αυτοί έμειναν γνωστοί στην κοινή γνώμη με την ονομασία αντιντομινικανοί νόμοι.

Ο Λουδοβίκος Ντομινίκ έβρισκε αυτή τη νομοθεσία εντελώς δυσάρεστη, κακού γούστου και εντελώς ανάξια, όπως έλεγε, ενός σύγχρονου ευρωπαϊκού κράτους. Αποφάσισε λοιπόν να εκδικηθεί και ο υπουργός Δικαιοσύνης εξεπλάγη υπερβολικά μια μέρα, όταν έλαβε ένα δέμα με περιεχόμενο μια χειροβομβίδα και ένα σημείωμα που τον αποκαλούσε «τον μεγαλύτερο κλέφτη της χώρας» και τον κατηγορούσε ότι ήθελε να αδικήσει μετριοφρονέστερους συναδέλφους του.               

Τόση πνευματώδης αυθάδεια, προστιθέμενη σε τόση επιτυχή πάντοτε τόλμη, προσέλκυσε υπέρ του Ντομινίκ πολλούς θαυμαστές και κατέστησε τη φήμη του τεράστια. Ο Ντομινίκ έγινε πολύ σύντομα δημοφιλής όσο κανένας.

(Η συνέχεια το επόμενο Σάββατο…)

Η ληστεία της Πέτρας ΙΙ

Κεφάλαιο 3 (5 Μαρτίου 1930)

Εκείνη τη νύχτα, στον Πειραιά, επί της οδού Μιαούλη, σημειώθηκαν κάποιες θορυβώδεις σκηνές, για τις οποίες σε καμιά περίπτωση δεν έμαθαν ποτέ οι αδελφοί Ρεντζαίοι. Όχι μόνο επειδή είναι εκτός του πλαισίου ενδιαφερόντων τους, αλλά επιπλέον επειδή δεν υπάρχει περίπτωση να πρόλαβε αυτή η μικρή είδηση να φτάσει στα αυτιά τους. Στο μηχανοκίνητο αρτοποιείο του Π. Αλεξόπουλου, ομάδα οχτώ εργατών, μένεα πνέουσα εναντίον του αρχιεργάτη Σ. Χατζηδημητρίου, απέργησε. Αμέσως, με τη συνδρομή άλλων πέντε εργατών, κατήρτισαν μια ομάδα δεκατριών ατόμων και εισέβαλαν στο αρτοποιείο με μαχαίρια, πιστόλια και ρόπαλα. Μόλις φτάσανε στο ζυμωτήριο, χτύπησαν με ρόπαλα στο κεφάλι τον κύριο Χατζηδημητρίου, τραυματίζοντάς τον. Ένας άλλος απεργός αποπειράθηκε να τον πυροβολήσει, αλλά αναχαιτίστηκε από κάποιον ψυχραιμότερο. Οι ταραχοποιοί εξαφανίστηκαν, ο τραυματίας μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο και η αστυνομία ενεργεί για τη σύλληψη των δραστών. Αυτά συνέβησαν στον Πειραιά.      

Την ίδια ώρα, στην Κέρκυρα, από την ώρα που ’φυγε ο παπάς ίσα με το πρωί, ούτε ο Γιάννης ούτε ο Θύμιος μπόρεσαν να ησυχάσουν, παρά βάδιζαν νευρικά στο κελί, μονάχος ο καθένας, και κάπνιζαν συνεχώς. Όσα τσιγάρα και αν άναψαν, τα πνευμόνια τους δεν έλεγαν να γεμίσουν. Σε λίγες ώρες θα πέφτουν νεκροί από τις σφαίρες του εκτελεστικού αποσπάσματος, και αν για κάτι δεν υπάρχει περίπτωση να μετανιώσουν είναι για την ολονύκτια κατάχρηση νικοτίνης. Δεν θα ξυπνήσουν με το βάρος του καπνού στα πνευμόνια, πα’ να πει μπορούν να καπνίζουν όσο τραβάει η όρεξή τους. Τις τελευταίες στιγμές του να τις περνάει κανείς μόνος σε ένα κελί, γνωρίζοντας ότι μένουν λίγες ώρες μέχρι να εκτελεστεί. Να η πιο οδυνηρή εμπειρία του κόσμου!

Κεφάλαιο 4 (Δεκέμβριος του 1917)

Εκεί στη Ήπειρο, λέει, έχουνε τους δικούς τους νόμους και το δικό τους σύστημα να τιμωρούν. Νόμους άγραφους, που διδάσκονται από πατέρα σε γιο. Έτσι λειτουργεί εκεί η δικαιοσύνη. Χωρίς δικαστές, χωρίς ρουσφέτια, χωρίς δάκρυα, χωρίς οίκτο. Αυτήν την παράδοση ακολουθήσανε ο Γιάννης με τον αδελφό μου.

Όταν ο Θύμιος τού είπε τα ονόματα των δολοφόνων του πατέρα τους, ο Γιάννης τον έπεισε να πάρουνε τα όπλα τους, να λιποτακτήσουνε, κι έτσι να φτάσουνε στο Ανώγι για να πάρουνε το αίμα τους πίσω.

Είναι νύχτα και το χιόνι φτάνει ως το γόνατο, όταν ξεκινάνε προς το άγνωστο. Η καρδιά τους χτυπάει δυνατά. Τα χέρια τους τρέμουν. Δεν είναι φόβος αλλά συγκίνηση. Θα πάνε πρώτα το αίμα τους να πάρουμε πίσω και μετά θα πάρουνε τα βουνά.

Ούτε ένα αστέρι δεν φωτίζει το δρόμο τους. Περπατάνε ώρες στο σκοτάδι και τα τσακάλια ουρλιάζουν από μακριά. Ανατριχίλα διαπερνάει τα κορμιά τους. Τα ξημερώματα βρίσκονται σε μια χαράδρα. Λοξοδρομούνε από εκεί στο Ανώγι, αποφεύγοντας προσεχτικά το δημόσιο δρόμο. Είναι πια λιποτάκτες και κινδυνεύουνε να συλληφθούν. Αυτή η πορεία είναι το πρώτο τους μάθημα.

Μόλις φτάσουν στο χωριό, ζητάνε να μάθουν πού μένουν ο Γιολδάσης, ο Μπέτσος και ο Καρατζάς. Δεν κρύβουνε από κανέναν το σκοπό τους. Οι συγχωριανοί τους, από φόβο, τους λένε⸱ αυτοί τραβάνε να τους βρούνε. Ο Γιολδάσης και ο Μπέτσος λείπουν. Όμως ο Καρατζάς στο δάσος κόβει ξύλα.

Τους βλέπει αγριεμένους να ορμάνε κατά πάνω του. Αρπάζει το ντουφέκι και τους ρίχνει δυο σφαίρες. Και οι δυο πάνε στα Τζουμέρκα. Του Γιάννη η σφαίρα τον βρίσκει στο στομάχι. Πάρτον ξάπλα. Λίγες στιγμές μόνο σπαράσσει στο χώμα. Μια ντουφεκιά τού μπουμπουνάει ο Θύμιος στο δόξα πατρί. Αυτό ήταν.  

«Να τον κάνουμε κομμάτια με το μαχαίρι και να δώσουμε στα σκυλιά τις σάρκες του!»

«Όχι, Θύμιο! Μια φορά κανείς πεθαίνει.»

«Τι θα γίνει τώρα;»

«Τώρα μόλις αρχίζουν όλα. Θα ξεπαστρέψουμε και τους άλλους δύο και μετά όπου η μέρα κι όπου η νύχτα μας!»

Αφού ο Καρατζάς είναι για τα καλά νεκρός, τραβάν αμέσως για το Ανώγι.

«Χτύπα την καμπάνα της εκκλησίας», λέει του Θύμιου.

«Τι θα κάνεις, τρελέ;»

«Χτύπα να μαζευτεί ο κόσμος και να μάθει ότι εμείς δεν παίζουμε και πως το αίμα μας το παίρνουμε πίσω.»

Ο Θύμιος τη χτυπάει με μανία. Κοντεύει να τη σπάσει. Ο κόσμος μαζεύεται στην πλατεία κι ο Γιάννης βγάζει το λόγο μου.

«Αυτοί που έσφαξαν τον πατέρα μας, έναν γέρο φτωχό με τόσα παιδιά, για εκατό μόνο λίβρες, δεν θα βρούνε έλεος από εμάς. Μας ρίξανε στη φτώχεια και την ορφάνια άδικα. Όχι λίγες φορές, κοντέψαμε να πεθάνουμε από την πείνα, γιατί δεν ήταν στη ζωή προστάτης μας.»

«Ποιοι είναι οι φονιάδες;» ρωτάει ένας χωριάτης μέσα από τον κόσμο.

«Ο Μπέτσος, ο Καρατζάς και ο Γιολδάσης», απαντάει ο Γιάννης δυνατά, να τ’ ακούσουν όλοι.

Και πολύ πιο δυνατά προσθέτει:

«Και οι τρεις θα περάσουν από τα ντουφέκια μας».

«Τρελέ!» ακούγεται μια φωνή.

«Άντε, βρε παλιόπαιδο», λέει κάποιος από το πλήθος, «που βαστούν εσένα τα κότσια σου να κάνεις τρία φονικά».

Κατιτίς μέσα του, πες το παρόρμηση, τον γαργαλάει να τραβήξει το ντουφέκι να ξεμπερδέψει με αυτούς που γελάνε. Επιλέγει τη διπλωματική οδό και τους ενημερώνει για τις τελευταίες εξελίξεις:

«Λοιπόν, λίγα μέτρα έξω από το Ανώγι, είναι σκοτωμένος ο πρώτος, ο Καρατζάς. Πηγαίνετε να τον δείτε».

Μερικοί από τους χωριανούς κάνουν λίγα βήματα πίσω φοβισμένοι, ενώ τρεις-τέσσερις συγγενείς του Καρατζά κάνουν πως αγριεύουν.

«Σήκω το ντουφέκι σου, Θύμιο!»

Ο Θύμιος σηκώνει το ντουφέκι του. Ρωτάει:

«Να ρίξω;»

«Όχι», του λέει ο Γιάννης. Στρέφεται προς τον κόσμο και φωνάζει πάλι:

«Πίσω, γιατί θα σας ξεμπερδέψουμε όλους!»

*

Εκείνη την εποχή, στο Ανώγι, έπρεπε να περάσει πολύς καιρός για να φανεί αντιπρόσωπος της εξουσίας. Μήνες ολόκληρους στο χωριό και δεν τους ενόχλησε κανείς. Το πρώτο διάστημα μάλιστα, οι συγχωριανοί τούς πλησίαζαν από φόβο και σύντομα άρχισαν να τους κάνουν τον φίλο. Οι δυνατοί του χωριού τούς συμβούλευαν ότι έπρεπε να βγούνε στο κλαρί. Τους έλεγαν ότι θα κάνουν χρυσές δουλειές. Έτσι είναι εκεί στην Ήπειρο, λέει. Μόλις κανείς παραστρατήσει και τον ζητάει η δικαιοσύνη, οι άλλοι τον σπρώχνουν να βγει ληστής, για να τον έχουν προστάτη και να τους κανονίζει τις διαφορές τους και τις δουλειές για τα λιβάδια τους και τα πρόβατά τους.

Αυτοί λοιπόν τους φούσκωσαν το κεφάλι να πάρουνε τα βουνά. Τους έδιναν χρήματα και τους βεβαίωναν ότι θα τους υποστήριζαν με όλη τους τη δύναμη. «Αν κάνετε λεφτά», τους εξηγούσαν, «από τις ληστείες, τότε τα καταφέρνουμε με κανέναν πολιτευόμενο και παίρνετε αμνηστία και ησυχάζετε. Ούτε οι πρώτοι ούτε οι τελευταίοι είσαστε που θα πάρετε χάρη».

Όσο και αν ήθελαν να ακολουθήσουν, αντί για τις παροτρύνσεις των χωριανών τους, τη συμβουλή της μάνας τους και να ησυχάσουν, είναι καμιά φορά που συμβαίνει αυτό με τα γεγονότα. Κάνουν του κεφαλιού τους και δεν αφήνουν χώρο για καθαρές αποφάσεις. Το γεγονός τώρα ήταν ότι τους ήρθε παραγγελία. Ο Μπέτσος και ο Γιολδάσης απειλούν να τους σκοτώσουν. «Αν έτσι είναι», είπαν, «τότε στάσου να δεις». Πήραν την απόφαση να βγούνε στο κλαρί και να τους ξεπαστρέψουνε χωρίς πολλές κουβέντες…

(Το επόμενο Σάββατο στο red n’ noir: Από την άλλη πλευρά του τουφεκιού | Σε ένα κόκκινο σούρουπο ξεκίνησε η ληστρική τους ζωή που σε μια μαύρη αυγή θα τελειώσει)

Τα απομνημονεύματα του διάσημου αστυνομικού φον Κολοκοτρώνη XΙΙΙ

Τη μεσημβρία της επιούσης, όταν ξύπνησε –συνέπεια ισχυρών κρότων, οι οποίοι αντήχησαν από την πόρτα του διαμερίσματός του–, η ερωμένη του, απαστράπτουσα από ωραιότητα και δροσιά, ήλθε να του πει μια καλημέρα.

Εκείνος τη δέχτηκε με ανοιχτές αγκάλες και της πρόσφερε ένα ευρωπαϊκό λικέρ, σπάνιο για την εποχή και δυσεύρετο. Η Νερίνα βρήκε το διαμέρισμά του αξιόλογο, την επίπλωση θαυμάσια και υπέροχα τα καινούρια ασπρόρουχα και τα φορέματά του. Εντούτοις, η ωραία εκείνη νέα είχε ένα δικαιολογημένο παράπονο, το οποίο έσπευσε να διατυπώσει με τον εντονότερο τρόπο, λέγουσα:

«Τον εαυτό σου ξέρεις να φροντίζεις κι εμένα δεν με λαμβάνεις καθόλου υπόψη! Κι αυτό θα πει ότι δεν με σκέπτεσαι καθόλου και δεν μ’ αγαπάς!»   

«Μα πώς το λες αυτό! Εσύ που ξέρεις…»

«Είναι ψέματα!»

«Α! Όχι δα!»

«Ναι! Η απόδειξη είναι ότι δεν μου ψώνισες τίποτα…»

«Έχω τους λόγους μου».

«Δηλαδή;»

«Δεν ήθελα να σου προσφέρω ένα-δυο πράγματα μόνο! Ήθελα να σου προμηθεύσω όλα μαζί τα είδη που σου χρειάζονται και θα σου χρειαστούν».

«Αλήθεια; Να το πιστέψω;»

«Να το πιστέψεις. Και να έρθεις αύριο από εδώ να τα πάρεις μόνη σου! Κι έπειτα θα βγούμε έναν περίπατο στο Φάληρο».

*

Τη επομένη, ο Ντοτόρος έλαβε την απόφαση να εκστρατεύσει προς την οδό Ερμού, με σκοπό να φανεί συνεπής στις υποσχέσεις που έδωσε στη Νερίνα και να την προμηθεύσει με όλα τα είδη καλλωπισμού και τουαλέτας που της χρειάζονταν.

Συγκεκριμένα, είχε αποφασίσει να επισκεφτεί το κατάστημα του Βουγά, από το οποίο οι γυναίκες της υψηλής αριστοκρατίας των Αθηνών συνήθιζαν κατά την εποχή εκείνη να κάνουν τις προμήθειές τους.

Με αυτό το πρόγραμμα εξήλθε από το διαμέρισμα της οδού Θεμιστοκλέους 2 και κατευθύνθηκε προς ένα φιλικό γραφείο στην πλατεία Συντάγματος, περπατώντας με ύφος κάπως σκεπτικό και, παρά τη συνήθειά του, σκυθρωπός και ανήσυχος.

«Α! Απόψε μάλλον είναι το τελευταίο μου κόλπο. Φτάνει πια! Αρκετά κουράστηκα! Δεν μπορεί να εξακολουθήσει πια αυτή η δουλειά… Διάβολε! Έχω ανάγκη από λίγη ησυχία και έπειτα…»

Σιώπησε για μια στιγμή αναλογιζόμενος τα κατορθώματα των τελευταίων ημερών και, κουνώντας με κάποια δυσπιστία το κεφάλι του, πρόσθεσε:      

«Και έπειτα, δεν είναι καλό παιχνίδι αυτό που κάνω! Η αστυνομία θα έχει ανησυχήσει, οι εφημερίδες γράφουν. Και φαντάζομαι τι μούτρα θα κάνει ο διευθυντής της Ασφάλειας και τι θα λέει! Το ξέρω πως οι καρδερίνες είναι εχθρός που δεν πρέπει κανείς να φοβάται, αλλα… μια, δυο, τρεις! Κάπου θα σκαλώσει! Και αν σκαλώσει; Τότε αντίο γκαρσονιέρες, κοστούμια, μυρωδικά! Αντίο σουπέ! Αντίο Νερίνες! Και τα αποτελέσματα;»   

Με τις σκέψεις αυτές έφτασε στο γραφείο του φίλου του και όταν νύχτωσε στα γεμάτα βγήκε μαζί του έξω, δείπνησαν, πήγαν στον Καραγκιόζη, και μετά τα μεσάνυχτα χωρίστηκαν. Ο φίλος του τράβηξε για τα Πατήσια και ο Ντοτόρος, προφασισθείς ότι πηγαίνει να κοιμηθεί, κάθισε σε ένα ζαχαροπλαστείο της Ομόνοιας μέχρι που έγινε δύο τα μεσάνυχτα.

Τότε σηκώθηκε και τράβηξε προς την οδό Αθηνάς. Έφτασε στο Μοναστηράκι και κατόπιν εισήλθε στην οδό Ερμού και στάθηκε εμπρός στο εμπορικό «Αγία Σοφία» του Βουγά, κοντά στην Καπνικαρέα.

Μετά δύο λεπτά, χάρη στη μαγική ράβδο, η πόρτα του καταστήματος υποχώρησε και άφησε τον λωποδύτη να διεισδύσει στο κατάστημα…

Την επόμενη Τετάρτη:

Η εντολή του Δημέρη | Ο φον Κολοκοτρώνης λαμβάνει την εντολή να ανακαλύψει τα ίχνη του θρασύτερου των λωποδυτών | Η αξία της μαγικής ράβδου | Η οδός Ερμού σε κατάσταση πολιορκίας | Ο φούρνος που χρησιμεύει ως ορμητήριο | Η ψυχραιμία του Ντοτόρου  

Η απαίσια μηχανή του Γκιγιοτέν

Κατά το πρώτο έτος της βασιλείας του Όθωνα, και συγκεκριμένα στις 18 Δεκεμβρίου του 1833, δημοσιεύεται ο πρώτος Ποινικός Νόμος, ο οποίος, μεταξύ άλλων, καθιερώνει τη λαιμητόμο ως όργανο εκτέλεσης της εσχάτης των ποινών.

Άρθρον 5: Ο καταδικασθείς εις θάνατον αποκεφαλίζεται δια του λαιμητόμου εις τόπον δημόσιον, ωρισμένον δια της ποινικής αποφάσεως (Άρθρ. 18). Η περιουσία του, άμα κοινοποιηθείσης της τελεσιδίκου αποφάσεως, ανήκει εις τους κληρονόμους του. Ο ίδιος από της στιγμής ταύτης καθίσταται ανίκανος να διαθέσει και πάσα πράξις αφορώσα συμβόλαιον τι μεταξύ αυτού και των ζώντων είναι άκυρος. Το σώμα του ενταφιάζεται ησύχως και άνευ πομπής, ημπορεί δε, κατ’ έγκρισιν της ίδιας αρχής, και να παραδοθή ζητηθέν εις χείρας των συγγενών του δια να ενταφιαστεί παρ’ αυτών εν άκρα σιγή.

Η λαιμητόμος φτάνει ευθύς αμέσως από τη Μασσαλία στο Ναύπλιο, κατόπιν παραγγελίας από γαλλικό εργοστάσιο. Η απαίσια μηχανή του Γκιγιοτέν συνοδεύεται από τον Γάλλο χειριστή της και αρχίζουν μαζί το απαίσιο έργο τους, προς εκτέλεση των αποφάσεων τριών δικαστηρίων.

Η πρώτη θανατική εκτέλεση γίνεται στην Πρόνοια, προάστιο του Ναυπλίου, με τη σύμπραξη δυο βοηθών του Γάλλου δήμιου, ενός Βούλγαρου και ενός Ιταλού. Θύμα τους ο ληστοπειρατής Γεώργιος Μητρομαργαρίτης Αιγαιοπελαγίτης. Επόμενη στάση το Μεσολόγγι. Εκεί, αποκεφαλίζονται εννέα ληστές, οι οποίοι, μέχρι να αντικρίσουν το σώμα τους από αυτήν την εντελώς καινούρια οπτική γωνία, αντιστέκονται σθεναρά. Ο δήμιος τους κακοποιεί προκειμένου να κάνει σωστά τη δουλειά του, όμως, μετά από αυτό το περιστατικό και αποθαρρυμένος από την ασυνήθιστη αποδοκιμασία του λαού και τις βιαιοπραγίες των καρατομηθέντων, οδηγείται σε παραίτηση.

Αντικαταστάτης του ορίζεται ο, αλβανικής καταγωγής και καταδικασμένος σε θάνατο για ληστείες, Χασάν Αρναούτ, ο οποίος προπονείται εντατικά από τον προκάτοχοό του. Έπειτα, οδηγείται υπό άκρα μυστικότητα και υπό αυστηρή στρατιωτική φρούρηση στο υπουργείο Δικαιοσύνης. Παρουσία του υπουργού και του επιτρόπου της επικρατείας, δίνει τον προβλεπόμενο από το σχετικό πρωτόκολλο όρκο:

Σήμερον, την εικοστήν Οκτωβρίου, 1833ου έτους, παρουσιασθείς ο κατά την Ελλάδα δήμιος Χασάν Αρνουάτ έδωκε τον εξής όρκον, ενώπιον του επί της Δικαιοσύνης Γραμματέως της Επικράτειας κ. Κ. Σχινά:

«Ορκίζομαι να φυλάξω πίστιν εις τον Βασιλέα, υπακοήν εις τους Νόμους του Βασιλείου και να εκπληρώ ακριβώς το εμπιστευθέν εις εμέ χρέος».

Ο Χασάν Αρνούτ, μη ηξέυρων γράμματα, έκαμε το σημείον του Σταυρού +.

(Υπογ.) Κωνσταντίνος Δ. Σχινάς

Εδουάρδος Μάσσων

Ο Χασάν Αρναούτ, αφού είχε επαρκώς ασκηθεί από τον Γάλλο προκάτοχό του στο χειρισμό αυτού του τόσο πολύπλοκου εργαλείου της ομολογουμένως απαιτητικής δουλειάς του, προβαίνει μετά από λίγες ημέρες στο Άργος, στην καρατόμηση τριών ληστών. Το απαίσιο δράμα παρακολουθεί πλήθος κόσμου, με κραυγές ζωηρής συγκίνησης και φρίκης. Όμως, αφού αποδοκιμάζονται και λιθοβολούνται μαζί με τον Αλγερινό βοηθό του από τον κόσμο, οδηγούνται τελικά με στρατιωτική συνοδεία στο Ναύπλιο και κλείνονται σε επιθαλάσσιο φρούριο, που από τότε καθορίζεται ως τόπος παραμονής τους. Πλέον, δεν τους επιτρέπεται η έξοδος, παρά μόνο για τις εκτελέσεις.

Ο Χασάν Αρναούτ και ο Αλγερινός βοηθός του, μετά την οκταετή θητεία τους, λαμβάνουν βασιλική χάρη και αφήνονται ελεύθεροι, έχοντας αποκομίσει και κάποιο κομπόδεμα από την έντιμη εργασία της απλής εφαρμογής του νόμου. Το πρωί της εξόδου τους στην πρώην  πρωτεύουσα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, βρίσκονται νεκροί, φονευμένοι από μαχαίρι έξω από το παραλιακό Καφενείο «Ποσειδών». Η Αστυνομία δεν θα  μπορέσει να αποκαλύψει τους αυτουργούς. Κανείς, επίσης, δεν τόλμησε να αγγίξει τα φέροντα την τιμή του αίματος βαλάντια των δήμιων, τα οποία ρίχτηκαν στη θάλασσα μαζί με τα πτώματά τους.

Στις 28 Ιουνίου του 1846, η κυβέρνηση ψηφίζει το συμπληρωματικό νόμο, σύμφωνα με τον οποίο η θανατική ποινή εκτελείται δια της λαιμητόμου αλλά πλέον και δια τουφεκισμού.  Τώρα μάλιστα!

Προτάσεις βιβλίων από το red n’ noir

Η ληστεία της Πέτρας Ι

Κεφάλαιο 1 (5 Μαρτίου 1930)

Στις 7.30 το πρωί, βγαίνουν από τα κελιά τους δεμένοι με χειροπέδες. Συνοδεύονται από ισχυρές δυνάμεις δεσμοφυλάκων κι από στρατιωτικό απόσπασμα. Τους τοποθετούν στο ορισμένο για αυτή τη δουλειά σημείο και τους προτείνουν να τους δέσουν τα μάτια. Αρνούνται. Ο εισαγγελέας διατάσσει τον γραμματέα να διαβάσει την απόφαση. Το εκτελεστικό απόσπασμα παρουσιάζει τα όπλα. Ο εισαγγελέας τούς πλησιάζει.

«Έχετε κάτι να πείτε;»

«Σαν τι τάχα;» τον ρωτάει ο Θύμιος.

«Τις τελευταίες σας επιθυμίες.»

«Τίποτα», του απαντάνε και οι δύο.

Ο Θύμιος προσθέτει:

«Πολλά κάναμε στη ζωή μας και δικαίως μας τουφεκίζουν».

Ο επικεφαλής του αποσπάσματος διατάσσει «επί σκοπόν». Τα δυο αδέλφια βλέπουν να τους σημαδεύουν από τριάντα τουφέκια τον καθένα. Δεν θα μπορούσε να υπάρξει πιο ασφαλής πρόβλεψη για αυτό που θα επακολουθήσει. Αυτό που πρόκειται να συμβεί είναι αναπόφευκτο όσο και ο θάνατος. Σε μερικά δευτερόλεπτα θα ακουστεί η ταυτόχρονη εκπυρσοκρότηση των εξήντα τουφεκιών. Δεν υπάρχει καμιά γαλήνη σε αυτές τις στιγμές. Πώς μπορεί να γαληνεύει κανείς όταν είναι αντιμέτωπος με την πιο φρικαλέα εκδοχή του αναπόδραστου; Ίσως να μην προλάβουν να ακούσουν τίποτα. Αν είχαν δεχτεί να τους δέσουν τα μάτια, ούτε που θα έβλεπαν επίσης. Δεν θα καταλάβαιναν τίποτα. Δεν θα καταλάβαιναν πως έφυγαν. Να μια σωστή επιλογή.

Κεφάλαιο 2 (1909 με 1917)

Όταν μια σταγόνα αίματος χυθεί, καμιά φορά, μπορεί να γίνει ολόκληρο κόκκινο ποτάμι. Είναι γνωστά αυτά. Το ένα έγκλημα φέρνει το άλλο. Ο φυγόδικος θέλει να ζήσει. Δουλειά δεν μπορεί να βρει. Για να ζήσει, πρέπει να ληστέψει. Για να μην συλληφθεί, πρέπει καμιά φορά να σκοτώσει. Δεν είναι φαύλος κύκλος. Είναι ένα σπιράλ που όσο απλώνεται εξαντλεί τα αποθέματα τύχης του παράνομου.

Είναι αλήθεια πως την πρώτη σταγόνα αίματος δεν την έχυσαν αυτοί. Η πρώτη σταγόνα αίματος ήταν του πατέρα τους, κάποια χρόνια πριν. Μια μέρα τον περίμεναν σπίτι⸱ δυο μέρες, τρεις μέρες, πέντε μέρες. Κατέβηκαν στη Φιλιππιάδα να καταγγείλουνε το χαμό του. Κανένας δεν μπόρεσε να τον βρει. Πέρασαν δυο βδομάδες που η τουρκική χωροφυλακή ερευνούσε την υπόθεση χωρίς αποτέλεσμα. Είκοσι μέρες μετά, έρχεται ένας χωριανός τους.

«Είδα τον πατέρα σας κρεμασμένο σε μια σπηλιά κοντά στον Λούρο», τους λέει.

Πάρτην κάτω λιπόθυμη τη μάνα τους και οι αδελφές τους να βάζουν τις φωνές. Το αίμα του Γιάννη ανάβει, σφίγγει το μαχαίρι του στο σελάχι και ορκίζεται εκδίκηση.

«Τι να κάνουμε;» ρωτάει ο Θύμιος βουρκωμένος, δώδεκα χρονών ακόμα.

«Σώπα συ. Θα έρθει η ώρα σου να μάθεις τη δουλειά σου.»             

Κόκαλα και ξεσκισμένες σάρκες είναι ό,τι αντικρίζουν τα δυο παιδιά μόλις φτάνουν στη σπηλιά. Επί τρεις βδομάδες, τα σκυλιά και τα όρνια κατασπάραζαν το κρεμασμένο κορμί του πατέρα τους. Βάζουν τη σορό του σε ένα σακί και τη μεταφέρουν μέχρι το Ανώγι, να γίνει η κηδεία.

Τότε στα πράγματα ήταν οι Τούρκοι. Ήταν αδύνατον να κάνουν έρευνες σ’ ένα χωριό Ρωμιών, ριγμένο σ’ ένα πέτρινο έδαφος κάπου στο πουθενά. Το μόνο σίγουρο είναι πως του είχαν δώσει δέκα μαχαιριές για να του πάρουν εκατό λίβρες από μερικά πρόβατα που είχε πουλήσει. Το πάθος της εκδίκησης για τα δυο αδέλφια με τα χρόνια φτάνει σε σημείο βρασμού. Μαχαίρι για μαχαίρι, σφαίρα για σφαίρα, δόντι για δόντι.

*

Ακόμα δεν είχε κλείσει τα δεκαοχτώ ο Γιάννης Ρέντζος, όταν απελευθερώθηκε η Ήπειρος από τους Τούρκους και τον πήραν στρατιώτη. Σε λίγο καιρό πήγε και ο Θύμιος και τους έστειλαν να υπηρετήσουν στο λόχο της Ερσέκας κοντά στη Βόρειο Ήπειρο. Στους τρεις μήνες έρχεται γράμμα. Η μάνα τους είναι άρρωστη. Ζητάνε άδεια να πάνε κάτω στο Ανώγι και οι δυο τους, αλλά δίνουν μόνο του Θύμιου. Δυο βδομάδες μετά, επιστρέφει εξαγριωμένος.

«Τι έχεις, μωρέ Θύμιο;» τον ρωτάει ο Γιάννης.

«Τον έμαθα! Τον έμαθα!» του λέει αμέσως.

«Ποιον έμαθες;»

«Τον φονιά! Τον πατέρα μας τον έχουν σκοτώσει ο Βασίλης ο Καρατζάς, ο Κώστας ο Μπέτσος και ο Βασίλης ο Γιολδάσης. Πήγα ένα βράδυ στο καφενεδάκι του Ανωγιού να συναντήσω έναν κολίγο για να συνεννοηθώ για τα πρόβατα και κάθισα στο ακρινό τραπέζι. Μπήκε μια παρέα επτά-οκτώ Ανωγίτες. Ανάμεσά τους ο Μπέτσος, ο Καρατζάς και ο Γιολδάσης. Έπιναν πολύ κρασί διαρκώς, κερνούσαν ο ένας τον άλλον. Σε λίγο μέθυσαν. Άρχισαν να σπάζουν τα ποτήρια. Σε μια στιγμή, ο κάπελας θύμωσε.

«Πάψτε να σπάζετε», τους λέει.

Ο Μπέτσος θυμώνει κι αυτός.

«Σε μένα το λες; Πρόσεξε, γιατί θα σε κάνω κομμάτια.»

Ο κάπελας σφίγγει τις γροθιές του.

Ο Μπέτσος σηκώνεται όρθιος, αρπάζει μια μπουκάλα και την τινάζει κατάμουτρα στον κάπελα. Τον βρίσκει στο κούτελο και τον ρίχνει κάτω λιπόθυμο. Ο Μπέτσος γελάει και λέει:

«Θα στον κάνω σαν τον Ρέντζο».

Μπαίνει στη μέση ο Καρατζάς.

«Σώπα εσύ», του λέει. «Είμαι εγώ εδώ. Αν δεν ήμουν μαζί σου, ποτέ δεν θα αποφάσιζες να τον σφάξεις μόνος σου».

Ο Γιολδάσης, που ήταν περισσότερο στουπί από το μεθύσι, τους απαντάει:

«Πάψτε, μας ακούει και ο κόσμος. Εγώ του έστριψα το λαρύγγι. Εγώ! Εγώ! Εσείς βαρέσατε μόνο μαχαιριές».

Αυτά άκουσε ο Θύμιος και από τότε δεν κρατιόταν άλλο. Έπρεπε πια να λείψουν αυτοί οι άνθρωποι από τη μέση και σχεδιάσανε αμέσως πώς θα τους ξεπαστρέψουνε και τους τρεις.

(Το επόμενο Σάββατο στο red n’ noir: Ολονύχτια κατάχρηση νικοτίνης | Όπου η μέρα κι όπου η νύχτα μας)

Λουδοβίκος Ντομινίκ ΙΙΙ

Ο Λουδοβίκος Ντομινίκ δεν έλειψε φυσικά. Και μετά από λίγο, διακρίθηκε στα χαρτοπαιχτικά κέντρα, λόγω της πραγματικά αφύσικης σταθερότητας με την οποία κέρδιζε διαρκώς. Οτιδήποτε κι αν έπαιζε, είχε πάντοτε καλό χαρτί και πάντα κέρδιζε. Δεν είναι ανάγκη να λεχθεί καν ότι ο Λουδοβίκος Ντομινίκ είχε την ανυπέρβλητη δεξιοτεχνία να κανονίζει εκ των προτέρων τα χαρτιά και ότι δεν υπήρχε τέχνασμα άγνωστο σε αυτόν.

Όσο επιτήδειος κλέφτης όμως και να ήταν ο Ντομινίκ, δεν ήταν δυνατόν να μην αποτύχει μια μέρα και να μην αποκαλυφθεί. Ένας παίχτης, έξαλλος πλέον και βρισκόμενος σε απόγνωση γιατί έχανε διαρκώς, τον κατηγόρησε μια νύχτα ότι έκλεβε. Και ο Ντομινίκ είδε από τη νύχτα εκείνη να του κλείνουν τις πύλες όλων των χαρτοπαιχτικών κέντρων.

Το επεισόδιο αυτό μάλιστα αφηγείται και ο δημοσιογράφος Γκραναβάς, εντελώς συμπτωματικά, στη δισέλιδη έρευνα για τις χαρτοπαιχτικές λέσχες της Αθήνας.

Μη δυνάμενος λοιπόν πλέον ο Ντομινίκ να αναζητεί στο χαρτοπαίγνιο τα μέσα συντήρησής του, επανάρχισε την εξάσκηση του επαγγέλματός του ως λωποδύτης και διαρρήκτης. Ενώ λοιπόν καταγινόταν με τις καρποφόρους αυτές επιχειρήσεις, συνάντησε μια μέρα κάποιον Καλλιγιό, συνάδελφό του και ανταγωνιστή στο έντιμό του επάγγελμα. Ο Καλλιγιός θαύμασε την επιδεξιότητα του Ντομινίκ και θέλησε να δοκιμάσει το θάρρος του. Τον πλησίασε λοιπόν και, απειλώντας τον, τον διέταξε να του παραδώσει το πορτοφόλι το οποίο είχε κλέψει.

«Το πορτοφόλι μου», απάντησε ο Ντομινίκ στιλετέλκοντας, «έλα να το πάρεις, βρίσκεται στην αιχμή του στιλέτου μου».

«Μπράβο!» αναφώνησε τότε ο Καλλιγιός, ενθουσιασμένος από τη δοκιμασία. «Είσαι ακριβώς ο άνθρωπος που χρειάζομαι», και, πιάνοντάς τον από τους βραχίονες, τον οδήγησε να πιουν ένα ποτό.

Δεν κόπιασε να τον πείσει ότι είναι άδικο να εργάζεται μόνος του, ότι η ένωση παράγει τη δύναμη και ότι η πιστή σύμπραξη με έναν άνδρα άξιο σαν αυτόν θα μπορούσε να είναι από κάθε άποψη πολύ επωφελής και ασφαλέστατη. Σύντομα, τον παρέσυρε μέχρι το σπίτι του, όπου ο Ντομινίκ ήταν σε θέση να πεισθεί με ένα βλέμμα από την ποσότητα των κλοπιμαίων που βρίσκονταν εκεί ότι ο Καλλιγιός δεν είχε υπερβάλει στην εξύμνηση των ικανοτήτων του.

Η συνεργασία αποφασίστηκε λοιπόν αμέσως και μάλιστα μετά από λίγες μέρες επισφραγίστηκε άτυπα, γινόμενη σαφώς πληρέστερη, αφού ο Ντομινίκ σύναψε ερωτικό δεσμό με την αδελφή της γυναίκας του Καλλιγιού Μικαέλα. Χρησιμοποιώντας άλλες λέξεις, μπορούμε να πούμε ότι έγιναν μπατζανάκηδες. 

Η αλλόκοτη αυτή συνεργασία δεν κατέστη δυνατόν να διαρκέσει περισσότερο από μερικούς μήνες. Ο Καλλιγιός, άτυχος, έπεσε στα χέρια της αστυνομίας. Ήταν μολαταύτα ένας ληστής ευφυής, με πνεύμα εφευρετικό και ικανότατος.

Αυτός κατόρθωσε κάποτε μόνος, εντελώς μόνος, να ληστέψει μια χρηματαποστολή στο κέντρο της Αθήνας, που μετέφερε σημαντικό χρηματικό ποσό όχι σε θωρακισμένο βέβαια αλλά σε απλό ταχυδρομικό όχημα, με ένοπλη ωστόσο αστυνομική συνοδεία. Για να πετύχει στην επικίνδυνη και δυσχερέστατη αυτή απόπειρα, ο Καλλιγιός είχε καταφύγει σε ολόκληρη σκηνοθεσία. Είχε τοποθετήσει ακριβώς σε μια ευνοϊκή για την επιχείρησή του στροφή του δρόμου έξι ανδρείκελα που κατασκεύασε ο ίδιος, έχοντας ως βάση αντίστοιχου αριθμού κούκλες βιτρίνας. Διαφαίνονταν μόνο τα ψεύτικα μάτια πίσω από τις μπαλακλάβες και τα ομοιώματα από έξι κάννες όπλων στραμμένων προς τη χρηματαποστολή. Ο ίδιος ο Καλλιγιός είχε πηδήξει στο δρόμο κραδαίνοντας ένα αυτόματο, στάθηκε μπροστά στο όχημα και, τηρώντας απόσταση ασφαλείας από τον οδηγό, φώναξε προς τον επικεφαλής της αστυνομικής κουστωδίας, ο οποίος άρπαζε εκείνη την ώρα το όπλο του:

«Ναι! Μπορείτε να φονεύσετε εμένα, αλλά οι σύντροφοί μου δεν θα σας χαριστούν».

Τρομοκρατηθείς από τους απαστράπτοντες στον ήλιο σωλήνες έξι όπλων, ο επικεφαλής, ο οποίος δεν ήταν ατρόμητος όπως ο αστυνόμος Φρακάσσος, υποχώρησε και αναγκάστηκε να παραδώσει στον ληστή τα χρήματα, σφίγγοντας από λύσσα τα χείλη του.

**

Ως γνωστόν, σε μια παρόμοια περίπτωση, ο αστυνόμος Φρακάσσος είχε αντιληφθεί το τέχνασμα, το αποκάλυψε και, αφού ανέτρεψε ψυχραιμότατα τα ανδρείκελα, συνέλαβε χωρίς δυσκολία τον αξιοθρήνητο ληστή. Ο Καλλιγιός, ατυχέστερος σε άλλη περίπτωση, έπεσε τελικά κι αυτός στα χέρια της δικαιοσύνης και περιορίστηκε στις φυλακές Τρικάλων. Η σύζυγός του και η αδελφή της, η θελκτική Μικαέλα, φυλακίσθηκαν και αυτές. Στις γυναικείες φυλακές Κορυδαλλού η πρώτη και στο Γενικό Κατάστημα Κράτησης Θήβας η δεύτερη. Ο Ντομινίκ μόνο διέφυγε και έκρινε φρόνιμο να μεταβάλλει τη ζωή του.

Και τον βρίσκουμε –τι απροσδόκητος μεταμόρφωση!– καταδότη στην υπηρεσία της αστυνομίας για τρεις κι εξήντα. Ταυτοχρόνως, είχε προσληφθεί και σε κάποια εταιρεία παροχής υπηρεσιών ασφαλείας υψηλών προσώπων. Στην πραγματικότητα, υπήρχε ένας στρατός επαγγελματιών, ελλήνων και ξένων, οι οποίοι διορίζονταν στις υπηρεσίες διαφόρων εφοπλιστών, βιομηχάνων, πολιτικών και άλλων τέτοιων του αυτού φυράματος. Είναι ανάγκη το δίχως άλλο να λεχθεί, κατ’ αρχήν, ότι η συλλογή εργαζομένων από τη συγκεκριμένη εταιρεία δεν γινόταν με ιδιαίτερη ευσυνειδησία σε σχέση με τον έλεγχο για το ποιόν τους.  

(Η συνέχεια το επόμενο Σάββατο…)

Τα απομνημονεύματα του διάσημου αστυνομικού φον Κολοκοτρώνη XΙΙ

Μετά το διαμέρισμα, τα φορέματα και κατόπιν από αυτά τα μυρωδικά και τα ασπρόρουχα, ο Ντοτόρος ήταν πλέον εντάξει. Γινόταν να εμφανίζεται αξιοπρεπώς και να εισέρχεται σε όλα τα σαλόνια της αριστοκρατίας, χωρίς να μεμψιμοιρεί πλέον για τον εαυτό του και χωρίς να ντρέπεται ότι είναι κατά τι κατώτερος από τους κύκλους που σύχναζε, και που μόνο αυτοί ήταν σε θέση να τον τροφοδοτούν αφθόνως, να του κάνουν εκπτώσεις, να τον εισάγουν στα πλούσια κέντρα και να γίνεται να έχει στη διάθεσή του ανοιχτά πάντοτε τα βαλάντιά τους.

Δεν του έλειπε τίποτα πλέον. Αλλά επειδή εξακολουθούσε ακόμα να τον κατέχει ζωηρά και αμείωτα η λωποδύτική του έξαψη, έκρινε καλό, εφόσον και αυτή η τύχη φαινόταν εξαιρετικά ευνοϊκή, να συμπληρώσει ό,τι του χρειάζεται και κατόπιν να αναπαυθεί όσο ήθελε και να μείνει ήσυχος για πολύ καιρό.

Την επομένη της διάρρηξης του καταστήματος της Ρουμάνας στην πλατεία Αγίων Θεοδώρων, τα αστυνομικά όργανα είχαν αναστατωθεί και ο αθηναϊκός Τύπος άρχισε να δημοσιεύει πύρινα άρθρα εναντίον της αστυνομικής αρχής του τόπου και του τρόπου με τον οποίο οι αρχές άφηναν εγκαταλελειμμένα στο έλεος του θεού τα καταστήματα και τη ζωή των κατοίκων.

Ο Ντοτόρος, ψύχραιμος όπως ήταν πάντοτε, έριξε ένα βλέμμα στις εφημερίδες και γέλασε για την αρθογραφία, η οποία πήγαζε από τα περίφημα κατορθώματά του των τελευταίων ημερών.

«Δεν βαριέσαι!» είπε. «Ποιος θα ακούσει τις εφημερίδες; Ο διευθυντής της αστυνομίας μπορεί να γίνει έξω φρενών και να δώσει χίλιες διαταγές, αυστηρές και άγριες! Αλλά τα κατώτερα όργανα κοιμούνται και οι καρδερίνες φοβούνται το κρύο, φοβούνται τους κλέφτες, φοβούνται να περπατήσουν και περισσότερο από όλα φοβούνται το σκοτάδι της νύχτας… Εφόσον δε, αντί για όλους αυτούς τους εχθρούς, υπάρχει ένα κρασοπωλείο ή ένα ζεστό κρεβάτι, γιατί να μην προτιμήσουν κανένα κατοσταράκι ρετσίνας ή ολίγη ξάπλα, αλλά να τρέξουν για την καταδίωξη του Ντοτόρου;»

Με τις σκέψεις αυτές –τις οποίες έβρισκε απολύτως δικαιολογημένες– ξεστράτισε πάλι για τα Χαυτεία και, κατά την τρίτη μεταμεσονύκτια ώρα, έβαλε τη μαγική του ράβδο στην κλειδωνιά του περίφημου τότε εδωδιμοπωλείου του Παπαγιαννάκη. Μπαίνοντας, προχώρησε προς το βάθος του σαν άνθρωπος που γνώριζε όλα τα τμήματα του καταστήματος και όλες τις γωνίες του!  

Πρέπει να σημειώσουμε ότι από νωρίς ο Ντοτόρος, προσποιούμενος ότι ήθελε να προμηθευτεί λίγα φαγώσιμα, είχε εισχωρήσει στο κατάστημα, κατά την ώρα που ήταν γεμάτο από πελατεία, και εξέταζε με την άνεσή του όλα τα είδη που αυτό περιείχε στους πάγκους, τα ράφια και τις προθήκες του ακόμα. 

«Μια που θα γίνει το κόλπο», έλεγε, «πρέπει να γίνει καλά και να μην πάει ο κόπος μου στα χαμένα! Ούτε να πάρω δεύτερο πράμα!»

Έτσι, όταν τρύπωσε μέσα στη  νύχτα στο εδωδιμοπωλείο του Παπαγιαννάκη, ο Ντοτόρος γνώριζε και την παραμικρότερη ακόμα λεπτομέρεια. Πού βρίσκονταν τα καλά σαλάμια και πού τα δεύτερα. Πού το αγνότερο ρωσικό χαβιάρι. Πού οι φρεσκότερες κονσέρβες και τα ιδεώδη χοιρομέρια. Πού τα φουαγκρά και τα πτι πατέ και όλα όσα του χρειάζονταν για να ικανοποιήσει τις επιθυμίες του και να κάνει την καλύτερη επίδειξη στους αριστοκράτες φίλους του…

Μισή ώρα του έφτασε για να συγκεντρώσει στην είσοδο του καταστήματος όλα όσα του χρειάζονταν ανεξαιρέτως, χωρίς να λησμονήσει και αυτό ακόμα το νωπό βούτυρο Ολλανδίας μέσα στα στρογγυλά χαριτωμένα κουτάκια του.

Έπειτα, ατάραχος όπως πάντοτε, ψύχραιμος, χωρίς βεβιασμένες κινήσεις, τα συσκεύασε όλα εκείνα τα πράγματα σε δυο μεγάλα πακέτα, τα κράτησε στα χέρια και τράπηκε προς το διαμέρισμα της οδού Θεμιστοκλέους, το οποίο είχε μεταβληθεί σε αληθινό παράδεισο.

«Ούτε του πουλιού το γάλα δεν μου λείπει τώρα», έλεγε τρίβοντας τα χέρια του, και, υπό το φως μια τεράστιας λάμπας οινοπνεύματος με μωβ αμπαζούρ, κάθισε μόνος του και πήρε το πρώτο σουπέ του με τα εκλεκτότερα κρύα φαγητά και με όλα εκείνα τα προκλητικά εδέσματα.

Την επόμενη Τετάρτη στο red n’ noir:

Η αναστάτωση της Αστυνομίας | Η έξαψη του Κοσσονάκου | Η εντολή προς τον Δημήτρη | Ο φον Κολοκοτρώνης επί τα ίχνη του διάσημου λωποδύτη | Η διάρρηξη του καταστήματος «Αγία Σοφία» του Βουγά | Η τύχη της μαγικής ράβδου του Ντοτόρου

Το Κράξιμο: Ψιλή κουβέντα με την Πάολα

Πάνε σχεδόν τριάντα χρόνια από το 1993, απ’ όταν δηλαδή το «Κράξιμο», το θρυλικό αντεργκράουντ περιοδικό «επαναστατικής ομοφυλόφιλης έκφρασης», όπως έγραφε στο εξώφυλλό του, που εκδιδόταν από την επίσης θρυλική Πάολα Ρεβενιώτη, σταμάτησε την κυκλοφορία του. Όπως λέει η ίδια στο red n’ noir, είχε τότε κλείσει τον κύκλο του. «Έκανε τον κύκλο του. Δεν θα μπορούσε να κρατήσει την αγνότητά του, συγχρόνως βγήκαν κι άλλα περιοδικά, πιο εμπορικά και επαγγελματικά. Αυτά τα πράγματα βγαίνουν όταν πρέπει να βγουν. Παίζουν τον ρόλο τους και εξαφανίζονται, δεν είναι αιώνια.»

Δεν είναι η εποχή σήμερα, έτσι κι αλλιώς, που θα μπορούσε να ανθίσει ένα έντυπο περιοδικό –αντεργκράουντ ή μη. Αυτό όμως δεν ίσχυε το 1981, όταν σε ένα καφενείο στα Εξάρχεια συλλέχτηκε η ύλη του πρώτου τεύχους. «Τα πρώτα κείμενα τα μάζεψα στη Ζωοδόχου Πηγής, σε ένα καφενείο που πήγαιναν αναρχικοί –δεν θυμάμαι πώς το λέγανε– και πέρναγε κάθε απόγευμα η Ασφάλεια και μας φωτογράφιζε.»

Το «Κράξιμο», παρότι αντεργκράουντ, έχει φιλοξενήσει άρθρα και συνεντεύξεις μιας σειράς προσώπων, που οι στήλες του πολιτιστικού ρεπορτάζ συνηθίσουν να χαρακτηρίζουν ως «ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών», όπως ο Φελίξ Γκουαταρί, ο Ηλίας Πετρόπουλος, ο Μίνως Αργυράκης, ο Αλέξης Μπίστικας, ο Τάκης Σπετσιώτης, η Κατερίνα Γώγου, ο Γιώργος Χρονάς, ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, ο Μιχάλης Ράπτης, η Μαλβίνα Κάραλη, ο Χρόνης Μίσσιος, ο Δημήτρης Παπαϊωάνου και ο Κώστας Ταχτσής. 

«Το αγαπήσανε το περιοδικάκι, ήταν και η προσωπικότητά μου που τους έσπαγε τα στερεότυπα και αυτό το εκτιμούσανε», εξηγεί η Πάολα.

Η εκδότρια ενός αντεργκράουντ περιοδικού της εποχής των 80ς δεν περιορίζει την δραστηριότητά της στη συγκέντρωση της ύλης αλλά και στο δημιουργικό κομμάτι του στησίματος, του τυπώματος και της διανομής του. Πόσο μάλλον όταν είναι τόσο ριζοσπαστικό για την εποχή του και έχει να αντιμετωπίσει διώξεις και μηνύσεις. Η έκδοση ενός αντεργκράουντ περιοδικού μοιάζει με ολόκληρη περιπέτεια.

«Τότε το μοντάζ ήταν πιο χρονοβόρο. Ο Λεωνίδας ο Χρηστάκης είχε έρθει σπίτι και μου είχε εξηγήσει πώς γίνεται. Μου είχε γράψει τις διαστάσεις για να φτιάξω μια μονταζιέρα. Ο Χρηστάκης ήταν δάσκαλος για τα περιοδικά. Μπορεί να του προσάψουμε ότι ήταν λίγο στριμμένος αλλά ήταν μεγάλη προσωπικότητα και παρεξηγημένη. Μου είχε μάθει να φτιάχνω τη μονταζιέρα. Η μονταζιέρα ήταν ένα ξύλινο κουτί με δυο λάμπες φθορίου μέσα, από πάνω βάζαμε ένα πλέξιγκλας και ένα κρύσταλλο καλό. Βάζαμε από πάνω ένα ριζόχαρτο, το κολλάγαμε, και πάνω στο ριζόχαρτο αρχίζαμε το μοντάζ.

Τα πρώτα κείμενά μου τα έδινα να μου τα χτυπήσουν πάνω σε ρολά, τα όποια έπρεπε να τα διορθώνω μετά, γιατί δεν φτάνανε τα δικά μου ορθογραφικά λάθη έπρεπε να υπάρχουν και τα δικά τους… Έπαιρνα αυτό το ρολό μετά, το κολλούσα, έκανα μια γραμμούλα με ένα χάρακα, κι όταν έμενε κενό έπρεπε κάτι να σκεφτώ να το γεμίσω. Δεν ήταν εύκολο πράγμα, αλλά είχε και μια γοητεία. Μόλις έκανες το μοντάζ, το πήγαινες στο τυπογραφείο και το κάνανε τσίγκους. Μετά, όταν τυπωνόταν, επειδή δεν περίσσευαν λεφτά να μου τα διπλώσουν, έπαιρνα τις σελίδες και τα δίπλωνα μόνη. Και μετά το έβλεπα κρεμασμένο στο περίπτερο και καμάρωνα!  Ήταν τέχνη ένα περιοδικάκι.

Πρόσφατα, με σταμάτησε ένα παιδί και μου είπε ότι έχει τεύχη από το «Κράξιμο» επειδή τα τύπωνε ο πατέρας του, πολύ συγκινητικό.»

Εκτός από τον τρόπο που συλλεγόταν το υλικό για το «Κράξιμο», το πώς στηνόταν και το πώς τυπωνόταν, υπάρχει μια σειρά από ερωτήματα στα οποία απαντάει η Πάολα, όπως το πώς και πού γινόταν η διανομή. Τι ανάγκες κάλυπτε, ποια η σχέση του με άλλα περιοδικά αντίστοιχης ύλης της εποχής, όπως το «Αμφί»; Πώς το αντιμετώπισαν τα Εξάρχεια της εποχής; Πώς το αντιμετώπισε η αστυνομία, αλλά και πώς το ίδιο αντιμετώπισε την αστυνομία; Τι σήμαινε, τέλος, να είσαι τρανς τη δεκαετία του 1980;

Πώς και πού γινόταν η διανομή;

«Εκείνη την εποχή υπήρχαν μερικά στέκια, μερικά βιβλιοπωλεία, όπως το βιβλιοπωλείο του Γαρμπή στα Εξάρχεια, αλλά κυρίως σε περίπτερα. Υπήρχε και ένα περίπτερο κεντρικό, που έπαιρνε και τα μεγαλύτερα ποσοστά, στην Κάνιγγος, ιστορικό περίπτερο. Εκεί, έβλεπες όλο τον αντεργκράουντ τύπο, από το «Ιδεοδρόμιο» του Λεωνίδα Χρηστάκη μέχρι τις εφημερίδες της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Υπήρχαν και μερικά άλλα βιβλιοπωλεία, αλλά συνήθως πουλιόταν στην Ομόνοια σε κεντρικά σημεία. Έξω από την Εθνική Τράπεζα, όπου εκεί πουλούσε 400-500 τεύχη, και σε μερικά άλλα στέκια στην Ομόνοια. Από πέντε στέκια στο κέντρο έφευγαν τα περιοδικά. Όπως και κανένα άλλο περιοδικό, εκτός από τα γνωστά τα κατεστημένα που υπήρχανε, δεν είχε ευρεία διανομή. Και να το έδινες σε πρακτορείο δεν είχε νόημα. Εγώ από κάποια και μετά προσπάθησα να το κάνω, αλλά οι περιπτεράδες δεν το βάζανε γιατί είχαν τόσα άλλα περιοδικά.» 

Τι ανάγκες κάλυπτε, ποια η σχέση του με άλλα περιοδικά αντίστοιχης ύλης της εποχής, όπως το «Αμφί»;

«Καταρχήν, εγώ ποτέ δεν δήλωσα ότι το «Κράξιμο» είναι ένα περιοδικό για τους ομοφυλόφιλους. Δεν με ενδιέφερε αυτό. Δήλωσα ότι ήταν ένα περιοδικό για την ομοφυλόφιλη απελευθέρωση, κάτι που ήταν εντελώς διαφορετικό. Γιατί είχα ζήσει και στο δρόμο από μικρό παιδάκι και έβλεπα τι διαφορές έχει μια τρανς ή ένας γκέι που δεν έχει στον ήλιο μοίρα με έναν άλλον ο οποίος ήταν μεγάλος μοντελίστ ή μεγάλος κομμωτής και τον είχαν στα όπα-όπα. Την ταξική διαφορά την καταλάβαινα από τότε και δεν μου πήγαινε η καρδιά να γράψω οι «ομοφυλόφιλοι», δεν μπορούσα να ταυτιστώ με διάφορους οι οποίοι στα αρχίδια τους για μένα.

Το «Αμφί» ήταν ένα αριστερό περιοδικό, εναλλακτικό και με ήθος, αλλά δεν ήταν ένα περιοδικό που μπορούσε να εκφράσει εμένα. Ήταν ελιτίστικο. Φυσικά και χρωστάω πολλά στο «Αμφί», έμαθα πράγματα από το «Αμφί», αλλά δεν ήταν ένα περιοδικό που εξέφραζε εμένα. Μια τρανς που είναι στο δρόμο έχει άλλα βιώματα από έναν ομοφυλόφιλο ο οποίος είναι αριστερός, έχει τη δουλειά του, και ο οποίος δεν το λέει στη δουλειά του. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν, όση διάθεση κι αν είχαν, τα προβλήματα τα δικά μας και δεν μας βλέπανε και ισότιμα. Ήταν μια εποχή κιόλας που οι ομοφυλόφιλοι τις τρανς τις θεωρούσαν πολύ παρακμή, πολύ υπόκοσμο.»

Πώς αντιμετώπισαν το περιοδικό τα Εξάρχεια της εποχής;

«Δεν ήταν αποδεκτό από τον αναρχικό χώρο, δεν το θεωρούσαν δηλαδή δικό τους περιοδικό. Μπορεί να το παίρνανε και να το συζητούσαν, αλλά δεν ήταν αποδεκτό.

Στα Εξάρχεια της εποχής με αγαπούσαν, αλλά δεν με αποδεχόντουσαν. Σε αποδεχόντουσαν μόνο όταν ήσουν θύμα. Ο Νικόλας ο Άσιμος εμένα δεν με χώνευε γιατί ήμουν πάντα καλοντυμένη και είχα αγοράσει και ένα αυτοκινητάκι. Με θεωρούσε ότι έχω μπει στο σύστημα επειδή δεν ήμουν χωρίς δόντια και να κλαίω τη μοίρα μου. Μου έλεγε ότι έχω την κιλότα στο κεφάλι μου, είχα νευριάσει και μ’ αυτόν. Δεν μπορούσαν πολλοί να καταλάβουν ότι είχαν τα προνόμια του λευκού στρέιτ, φοιτητές όλοι σε καλές σχολές, και δεν καταλάβαιναν τη διαφορά μας…»

Πώς το αντιμετώπισε η αστυνομία αλλά και πώς το ίδιο αντιμετώπισε την αστυνομία;

«Αν δεις τα πρώτα τεύχη ήταν πολύ επιθετικά απέναντι στους μπάτσους. Είχα μια στήλη μικρή που λεγόταν «αστυνομικά χρονικά», στην οποία υπήρχαν καταγγελίες. Αυτό το έπαιρναν σοβαρά οι μπάτσοι. Μετά ήταν και ένα περιοδικό που κίνησε την περιέργεια, το περιοδικό μιας τρανς που κάνει και βίζιτες. Με έσωσε που με έκανε γνωστή και δεν έτρωγα ξύλο από τους μπάτσους. Δεν ήταν όμως ο σκοπός μου αρχικά αυτός.

Από την άλλη, οι μπάτσοι μου έκαναν μηνύσεις και δεν υπήρχε ούτε κίνημα, ούτε ίντερνετ να με προστατέψει, και ήμουν και μικρό παιδάκι τότε, όταν το έβγαλα πρέπει να ήμουν είκοσι χρονών.

Με τα χρόνια κατάλαβα ότι ήταν σπουδαίο περιοδικό. Όταν το έβγαζα, το έβγαζα από ανάγκη. Και όταν λέω από ανάγκη δεν εννοώ οικονομική, γιατί δεν είχε κέρδος.»

Τι σήμαινε να είσαι τρανς τη δεκαετία του 1980;

«Ήταν σκληρές οι συνθήκες πολύ αλλά και οι ανταμοιβές μεγαλύτερες. Είχες χιλιάδες γκόμενους. Το τρανς μπορεί να είναι τώρα πιο κοινωνικά αποδεκτό, αλλά έγινε πιο περιθωριακό στη σεξουαλικότητα του Έλληνα, τότε ήταν κυρίαρχο. Η Συγγρού ήταν παρέλαση από χιλιάδες όμορφα αγόρια που σε είχαν θεά. Μια κοινωνία που σε έλεγε πούστη το πρωί ερχόταν το βράδυ και σε πλήρωνε. Έβλεπες πως έχεις αξία…»

Η ληστεία της Πέτρας

Ένας τρόπος υπάρχει για να λυθεί κάποιο ληστρικό μυθιστόρημα. Η οριστική νίκη της εξουσίας επί του ήρωα. Τρεις εκδοχές υπάρχουν για τη λύση αυτή. Η αμνήστευση, η εκτέλεση από τα καταδιωκτικά αποσπάσματα σε κάποια συμπλοκή ή η σύλληψη και η καταδίκη σε θάνατο. Είτε με την επιείκεια του συμβιβασμού, είτε με τον πλήρη θρίαμβο επί του σώματος του ληστή, μικρή σημασία έχει, αν η ισορροπία διαταραχτεί επανέρχεται μόνο όταν κερδίσει ο νόμος. Οι Ρεντζαίοι δοκίμασαν την πρώτη και την τρίτη εκδοχή σε διάστημα περίπου τεσσάρων χρόνων.   

Τα όσα παρουσιάζονται στο Κατσαπάλπ Γούστερν σε συνέχειες που ακολουθεί με τον τίτλο: «Η ληστεία της Πέτρας και άλλες περιπέτειες των αδελφών Ρεντζαίων στην ελληνική Άγρια Δύση» είναι εξαιρετικά ανακριβή. Στο μεγαλύτερο μέρος τους πρόκειται για μια, ελεύθερη ώς έναν βαθμό, ανασύνθεση των γεγονότων, όπως παρουσιάστηκαν σε μια σειρά από ρεπορτάζ, συνεντεύξεις και εντυπώσεις δημοσιογράφων που τους επισκέπτονταν ή υποτίθεται ότι τους επισκέπτονταν στις φυλακές της Βάρνας, της Συγγρού, της Κέρκυρας καθώς και στην κουκέτα που φρουρούνταν αλυσοδεμένοι κατά την διάρκεια της μεταγωγής τους από τη Βάρνα στην Αθήνα. Ως πρώτη ύλη χρησιμοποιήθηκαν επίσης οι σχετικές συνεντεύξεις του διευθυντή της αστυνομίας πόλεων Καλυβίτη που πιστώθηκε τον εντοπισμό και τη σύλληψη τους, οι μαρτυρίες σωφρονιστικών υπαλλήλων και, σε κάποιες περιπτώσεις, τυχαία μονόστηλα που φιλοξενούνταν δίπλα στις περιπέτειες τους. Με άλλα λόγια, δηλαδή, δεν είμαι ο συγγραφέας, αλλά, τελικά, ο συνθέτης αυτού του ψηφιδωτού.

Η επιλογή που έκανα ανάμεσα σε εκατοντάδες δημοσιεύματα των εφημερίδων Εμπρός, Εσπερινή, Ακρόπολις και Ελληνική δεν έγινε με βάση την ιστορική τους ακρίβεια, αλλά κυρίως με βάση την αμεσότητα των περιγραφών, τις οποίες υπάρχουν περιπτώσεις που αντιγράφω κατά γράμμα. Η λογοκλοπή είναι συστατικό στοιχείο της λαϊκής λογοτεχνίας και ακόμα πιο αυταπόδεικτα του ληστρικού μυθιστορήματος. Μπήκα στη στάνη των αρχείων τύπου της εποχής, όχι για να κλέψω κρυφά και αθόρυβα τα ντοκουμέντα, τα ρεπορτάζ, τις αφηγήσεις και τις συνεντεύξεις που σχετίζονται με τη ζωή των Ρεντζαίων, αλλά για να κάνω πλιάτσικο σε ό,τι -τις περισσότερες φορές, όχι με ιδιαίτερα έντιμο τρόπο- συλλέξανε οι αστυνομικοί και δικαστικοί ρεπόρτερ της εποχής. Τίποτα λιγότερο δεν θα τιμούσε περισσότερο τη μνήμη αυτών των δύο καθαρμάτων.

Αν είναι για τα καλά ξεκάθαρο ότι πρόκειται για ληστρική νουβέλα σε συνέχεις και όχι για ιστορική έρευνα, ας γίνει το ίδιο ξεκάθαρο, λοιπόν, ότι ως συνθέτης της νουβέλας αυτής δεν θέλω να εξιδανικεύσω καταστάσεις. Δεν αγνοώ ούτε υποβαθμίζω το γεγονός πως την αμνηστία τους οι αδελφοί Ρεντζαίοι την κέρδισαν το 1924, αποκεφαλίζοντας τέσσερις άλλους επικηρυγμένους ληστές που δρούσαν στην ίδια περιοχή, κάνοντας χρήση των σχετικών ευεργετικών διατάξεων της εποχής για την καταπολέμηση της ληστείας. Ούτε αδιαφορώ για το γεγονός πως μετά την αμνήστευση τους δρούσαν στα θολά όρια μεταξύ δύο κατά τα άλλα καθόλου αντιφατικών ιδιοτήτων: Αυτή του σερίφη και αυτή του μπράβου. Ακόμα περισσότερο, θεωρώ την εξουσία των «Βασιλέων των Όρεων» ενδεχομένως πιο απόλυτη, πιο ολοκληρωτική και σίγουρα πολύ σκληρότερη από τη θεσμική. Ακόμα και αν υπάρχει κάποια συμπάθεια για τα πρόσωπα αυτών των δύο, όχι απλώς αμοραλιστών, αλλά βαθιά ανήθικων παρανόμων, αυτή δεν αφορά στα ιστορικά πρόσωπα πίσω από το όνομα των Ρεντζαίων, αλλά τους αντίστοιχους μυθιστορηματικούς χαρακτήρες.

Συνοπτικά μπορεί να πει κανείς ότι δεν πρόκειται ούτε για βιογραφία τους ούτε για αγιογραφία τους. Σκοπός μου ήταν να συνθέσω ένα ευχάριστο ανάγνωσμα στα όρια του ανάλαφρου, προσπαθώντας ταυτοχρόνως να προσεγγίσω αυτό που υποτιμητικά ονομάζουμε λαϊκή λογοτεχνία. Μύχιος στόχος μου είναι να εισφέρω στην αναβίωση του ληστρικού μυθιστορήματος, εγκαινιάζοντας το νεοσύστατη λογοτεχνική υποκατηγορία με την ονομασία «Κατσαπάλπ Γουέστερν».

Δηλώνω επιπλέον ξεδιάντροπα και χωρίς να κοκκινίζω πως η ιδέα αυτή, αν και κυοφορούνταν επί αρκετά χρόνια στο μυαλό μου, δεν κατάφερε να γεννηθεί παρά μόνο αφού παρακολούθησα τα πρώτα επεισόδια graphic novel «Ληστές» των Γιώργο Γούση και Γιάννη Ράγκου στον Μπλε Κομήτη.

Η εξιστόρηση χωρίζεται σε 14 επεισόδια και τον επίλογο. Το κάθε επεισόδιο, πλην του επιλόγου, χωρίζεται με τη σειρά του σε δυο κεφάλαια. Τα κεφάλαια με μονό αριθμό ξεκινάνε από το τέλος της ιστορίας τον Μάρτιο του 1930 και με χρονολογική κατεύθυνση προς τα πίσω καταλήγουν στη μέση, ενώ αυτά με ζυγό αριθμό ξεκινάνε από την αρχή της, κάπου το 1909, τηρούνε την κανονική χρονολογική διαδοχή, καταλήγοντας επίσης στη μέση. Συναντιούνται χρονολογικά στο 14ο και προτελευταίο επεισόδιο τον Ιούνιο του 1926. Προφανώς δεν πρόκειται για κάποια πρωτοτυπία. Απλώς θεώρησα ότι θα είναι κάπως πιο ευχάριστο στον αναγνώστη. Έτσι κι αλλιώς, δεν υπάρχουν ιδιαίτερες αξιώσεις. Είναι μονάχα μια ιστορία μεταξύ παλπ ντοκουμέντου, γουέστερν αφήγησης και ληστρικής νουβέλας.

Είναι, δυστυχώς, φως φανερό πως δεν είμαι ούτε κανένας μαέστρος της αστυνομικής λογοτεχνίας, ούτε καν ένας μάστορας του νουάρ μυθιστορήματος. Είμαι ένας ταπεινός κατσαπλιάς της pulp αφήγησης που προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στο crime fiction και το crime non-fiction.  

Καλή απόλαυση.

Λουδοβίκος Ντομινίκ ΙΙ

Το χαρτοπαίγνιο, οι σούζες με το παπάκι, οι μάπες με άλλους νέους της ηλικίας του, η εξάσκηση στο στιλέτο–πεταλούδα και οι διάφορες φιγούρες που επιδείκνυαν την επαρκή γνώση του χειρισμού του, η χρήση χασίς, ταβόρ και περαγκόν, οι μικροκλοπές, και γενικώς ο ούρμπαν τυχοδιωκτισμός, γίνονταν το αντικείμενο της μάθησής του και ταχέως τα μέσα συντήρησής του. Και ο μικρός Ντομινίκ επέδειξε συντόμως μια δεξιότητα, η οποία εξέπληξε και αυτούς τους δασκάλους του κάγκουρες.

Η μοίρα επρόκειτο όμως να προσφέρει στον μικρό Ντομινίκ μια τελευταία ευκαιρία να επανέλθει στον ίσιο δρόμο.

Ασθένησε, εισήχθη στο νοσοκομείο και, ενώ νοσηλευόταν ακόμα σε αυτό, συνέβη κάτι που θα μπορούσε να αλλάξει τη ζωή του. Καθώς μια περίοδος επίπλαστης κοινωνικής ευμάρειας και απατηλής οικονομικής ανάπτυξης είχε αρχίσει να κάνει τον κύκλο της, πολλά πράγματα στην καθημερινότητα αυτών των μητροπολιτικών βεδουίνων, που αποτελούσαν το περιβάλλον του, είχαν αρχίσει να αλλάζουν. Η αστυνόμευση εντάθηκε, τα μέτρα καταστολής και ο σχεδιασμός της αντεγκληματικής πολιτικής επικεντρώθηκε στην αστική μικροπαραβατικότητα και στη λεγόμενη καθημερινή ασφάλεια των πολιτών, με αιχμή τη θεωρία του σπασμένου παράθυρου. Στην πραγματικότητα, απαγορεύτηκε η κυκλοφορία των κάγκουρων στην πόλη. Οι κάγκουρες λοιπόν αναγκάστηκαν να αποτελέσουν παρελθόν, χωρίς να συμπεριλάβουν τον Ντομινίκ, ο οποίος νοσηλευόταν ακόμα στο νοσοκομείο. Κανείς δεν ξέρει τι συναισθήματα δοκίμασε, όταν πια κανένας στο δρόμο δεν φορούσε ασημένιο φλάι, δεν είχε ντεκαπάζ τσουλούφι, άσπρη κάλτσα. Κανένας δεν γνωρίζει πόση μοναξιά κατέκλυσε αίφνης την ευαίσθητη εφηβική του ψυχή, όταν πια κανείς δεν πήγαινε στη καφετέρια να πιει φραπέ γλυκό με γάλα, καβαλώντας κάποιο πειραγμένο, χωρίς ποδιά, με αερογραφίες και γυαλισμένη νίκελ εξάτμιση αεροπλάνου, παπάκι. 

Όταν αυτός εξήλθε επιτέλους εντελώς υγιής, βρέθηκε ολότελα μόνος, χωρίς κανέναν πόρο, και άρχισε να περιπλανάται κατά μήκος της οδού Πατησίων, αναζητώντας κάποιο τρόπο να κερδίσει χρήματα για να ζήσει και σκεπτόμενος να μπει στο πρώτο μαγαζί που θα έβρισκε και να ζητήσει δουλειά ως ντελίβερι.

Μια περίεργη τύχη, τον έφερε τότε αντιμέτωπο με κάποιον από τους θείους του, ο οποίος είχε έρθει στην Αθήνα από το χωριό για μια δίκη και έμεινε έκπληκτος όταν αναγνώρισε τον ανεψιό του στη θέα του μικρού αυτού τυχοδιώκτη. Προσφέρθηκε τότε, καταληφθείς από οίκτο, να επαναφέρει στους γονείς του τον μικρό Λουδοβίκο Ντομινίκ και δεν κόπιασε πολύ να τον πείσει ότι ήταν η καλύτερη λύση.

Η άκρα απόγνωση στην οποία βρισκόταν ο μικρός δραπέτης υπήρξε, στην περίπτωση αυτή, καλός σύμβουλος. Ακολούθησε τον θείο του και επανήλθε μετανοών, τουλάχιστον φαινομενικώς, στην πατρική στέγη. Η επάνοδος του ασώτου υιού έγινε κατ’ αρχάς δεκτή με ψυχρότητα και ο Ντομινίκ τέθηκε σε επιτήρηση. Φαινόταν όμως πράγματι μεταμελημένος και μετά από λίγο καιρό άρχισε να μαθαίνει την τέχνη του μηχανικού αυτοκινήτων, υπό τη διεύθυνση του πατέρα του. Εργαζόταν τόσο καλά, φαινόταν τόσο εύθυμος, τόσο καλός συνάδελφος, ώστε τους κατέκτησε όλους, τόσο με την ικανότητα όσο και με το κέφι του.

Ήταν τότε δεκαεπτά ετών και υποσχόταν να καταστεί ένας ικανός και καλός εργάτης, όταν νέο επεισόδιο τον έριξε για δεύτερη φορά στον κακό δρόμο. Αιτία υπήρξε ο έρωτας. Και ο έρωτας προσφέρθηκε σε αυτόν υπό τα θελκτικά και γοητευτικά χαρακτηριστικά της Λίζας ή Ελίζας, μιας ωραίας σερβιτόρας στο καφέ της γειτονιάς, της οποίας η τσαχπίνικη χάρη και η προκλητική φιλαρέσκεια κατόρθωσαν να αναφλέξουν αμέσως τη νεανική καρδιά του Ντομινίκ.

Ο νεαρός μέλλοντας ληστής την περιέβαλε με τις ατελεύτητους περιποιήσεις του. Η Λίζα ή Ελίζα άλλωστε δεν ήταν και γυναίκα με πολύ δύσκολη αρετή. Και ενώ μετά από λίγο καιρό ο Ντομινίκ είδε τον έρωτά του να κατακτάει την Ελίζα, έπρεπε όμως και πάλι να διατηρεί τη φλόγα ενός τόσο θερμού έρωτα, διότι η φιλαρέσκειά της προκαλούσε πάντοτε νέους πόθους προς ικανοποίηση. Τα λίγα κέρδη του μαθητευόμενου μηχανικού αυτοκινήτων δεν μπορούσαν φυσικά να επαρκέσουν, ώστε έπρεπε λοιπόν είτε να καταπνίξει τον έρωτά του για την Ελίζα ή να της ομολογήσει τη φτώχεια του. Η ματαιοδοξία του δεν του επέτρεπε να παραδεχτεί μια τόσο σκληρή ανάγκη.

Τότε θυμήθηκε τις ιδιότητες που απέκτησε κατά την περίοδο της παραμονής του κοντά στους κάγκουρες και άρχισε να τις χρησιμοποιεί για τα ωραία  μάτια της Ελίζας.            

Η δεξιότητά του ήταν τόσο αξιοθαύμαστη, ώστε τα πορτοφόλια, τα κινητά τηλέφωνα, τα ρολόγια, τα κοσμήματα, κλεπτόμενα κατά τον ευκολότερο τρόπο, δεν άργησαν να ικανοποιήσουν τις χρηματικές τους ανάγκες. Και ο Ντομινίκ μπορούσε πλέον να εκτελεί τις επιθυμίες της Ελίζας.

Εξελίχθηκε και ο ίδιος τότε, για να την τιμήσει, σε εξαιρετικά κομψό ως προς την εξωτερική του εμφάνιση. Η κομψότητά του μάλιστα άρχισε να προκαλεί εντύπωση και να φαίνεται ύποπτη στον πατέρα του. Άρχισε λοιπόν αυτός να επιτηρεί τον γιο του και γρήγορα ανακάλυψε τα τεχνάσματά του και κρυφά ενέργησε ώστε να πετύχει τη σύλληψή του και, κατ’ επέκταση, την αποστολή του νεαρού Ντομινίκ στις σωφρονιστικές φυλακές του Αυλώνα.

Ένα πρωί λοιπόν, κάλεσε τον γιο του να τον ακολουθήσει σε μια επείγουσα επίσκεψη που θα έκανε σε έναν πελάτη του και τον οδήγησε με το αμάξι προς τη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Ο νεαρός Ντομινίκ όμως δεν ήταν δυνατόν να απατηθεί τόσο εύκολα. Μερικοί λόγοι του πατέρα του ήρθαν στο μυαλό του και τον έκαναν να γίνει δύσπιστος. Η επείγουσα και ασυνήθιστη αυτή διαδρομή, το περιφρονητικό ύφος και η σιωπή του πατέρα του, το μυστήριο αυτό που προαισθανόταν, όλα τον ανησυχούσαν. Και επωφελούμενος μιας στιγμής που ο πατέρας του τον είχε αφήσει μόνο του στο αμάξι, έσπευσε να εξαφανιστεί. Τη φορά αυτήν δεν επρόκειτο πλέον να επανέλθει.

Είναι αρκετά δύσκολο να καθοριστεί ποια υπήρξε τότε η ύπαρξή του. Όμως, χωρίς αμφιβολία, μετά την εξαφάνισή του, κατόρθωσε να προσληφθεί ως λακές στην υπηρεσία του επιχειρηματία της νύχτας με το χαρακτηριστικό όνομα Σιν Ντάμπρε.

Τα μεγάλα νυχτερινά μαγαζιά είχαν τότε ένα μεγάλο αριθμό λακέδων, ο ρόλος των οποίων ήταν κυρίως να κάνουν επίδειξη. Οι λακέδες εκείνοι λοιπόν διέθεταν, πλην των ελαχίστων ωρών της υπηρεσίας τους, πολύ περισσότερο χρόνο εύκαιρο από τους σημερινούς. Επωφελούνταν δε της ευκαιρίας αυτής, για να συχνάζουν διαρκώς στους δημόσιους περίπατους, τις καφετερίες, τους ποδοσφαιρικούς αγώνες και ιδίως στα πολυάριθμα καταγώγια όπου το χαρτοπαίγνιο βασίλευε.

(Η συνέχεια το επόμενο Σάββατο…)

Τα απομνημονεύματα του διάσημου αστυνομικού φον Κολοκοτρώνη XΙ

Η κατάσταση τώρα είχε βελτιωθεί αισθητά και σε τούτο πολύ συντέλεσε η αποφασιστική δραστηριότητα την οποία είχε αναπτύξει ο Ντοτόρος, με σκοπό να αποκατασταθεί οριστικά και να είναι σε θέση να αντικρίζει τους φίλους του ευπροσώπως, να δέχεται μερικούς εξ αυτών στο διαμέρισμά του και προπάντων να έχει ένα ορμητήριο για τις νυχτερινές του εκδρομές, τις επιθέσεις και για να δέχεται την ωραία Νερίνα, μια καστανή Ναπολιτάνα, η οποία θεωρούσε ως καύχημά της ότι ήταν ερωμένη του Ντοτόρου.  

Αλλά με μόνο το διαμέρισμα της οδού Θεμιστοκλέους και με την εμφάνιση, την οποία κάπως αξιοπρεπώς είχε αποκτήσει χάρη στο φράκο του Βαρβόγλη και το μπλε μαρέν κοστούμι του Ιωάννου, δεν επερχόταν οριστική και απόλυτη διευθέτηση της κατάστασης.

Γι’ αυτό και ο Ντοτόρος, όταν ξύπνησε κατά το μεσημέρι και γευμάτισε πρόχειρα στο δωμάτιό του, μονολογώντας μεμφόταν τον εαυτό του λέγοντας:

«Μα καημένε Ντοτόρο! Δυο ολόκληρες νύχτες χρειάστηκες για δυο πράγματα μονάχα, έπιπλα και φορεσιές. Ξέρεις ακόμα πόσα σου λείπουν; Άντε λοιπόν, να σου πω πόσα σου λείπουν! Δώδεκα αλλαξιές το ελάχιστο από κάθε είδος. Σου λείπουν επίσης είδη καλλωπισμού, ξυρίσματος και αρώματα, που μόνο από το μυροπωλείο του Όφμαν μπορείς να προμηθευτείς. Σου λείπουν κονσέρβες και διάφορα ορεκτικά ή φαγώσιμα για το σουπέ σου. Πράγματα αναπόφευκτα, άλλωστε, για έναν κύριο καθωσπρέπει, που πηγαίνει σε θέατρα, χορούς, διασκεδάσεις και που δέχεται κάποτε και κανέναν αριστοκράτη στο σαλόνι του…»

Αυτά είναι αρκετά υποθέτω. Δηλαδή τρία διαφορετικά καταστήματα πρέπει ακόμα να υποστούν την ίδια τύχη με το επιπλοποιείο του Κυριακόπουλου και με το ραφείο του Μπρίντεζη! Με άλλους λόγους, μια βδομάδα ακόμα η αστυνομία θα είναι ανάστατη για τα «θρασύτερα λωποδυτικά κατορθώματα», όπως θα ονομάζουν οι διάφοροι καλοθελητές της δημόσιας ασφάλειας τα κολπάκια του.

Σιώπησε σκεπτόμενος με κάποια μελαγχολία τις τολμηρές απόπειρές του και τον κίνδυνο που διέτρεχε να συλληφθεί από στιγμή σε στιγμή.

Σκέφτηκε πως σαν άνθρωπος του κόσμου πρέπει να έχει μια ωραία ερωμένη. Να πάρει μεταξωτά, κεσεδάκια, δαντελάκια και μετά από μικρή σκέψη πρόσθεσε:

«Ω, αυτά πρέπει να τα προμηθευτώ από τον Βουγά! Από την Αγία Σοφία, κοντά στην Καπνικαρέα, το περίφημο κατάστημα της υψηλής αριστοκρατίας των Αθηνών!»

Στο σημείο αυτό έληγαν τα σχέδια της επίθεσης του Ντοτόρου και έκλεινε ο κατάλογος των άμεσων αναγκών του, μαζί  με το κομβολόγιο των διαδοχικών αποπειρών και των κατορθωμάτων του που δεν έπρεπε να καθυστερήσουν ούτε μια μέρα.

«Προ πάντων δεν πρέπει να χάνω καιρό!» σκέπτεται. «Ό,τι είναι για να γίνει πρέπει να γίνει μια ώρα γρηγορότερα».

Και την ίδια νύχτα, δυο ώρες μετά τα μεσάνυχτα, όταν κάθε κίνηση σταμάτησε στην οδό Σταδίου, η μαγική ράβδος διέρρηξε το μέγα μυροπωλείο του Όφμαν και αφαίρεσε τα καλύτερα και πολυτιμότερα είδη του καταστήματός του: ξυράφια, σαπούνια, κουμπιά μανικετιών και πουκαμίσων, λίμες για τα νύχια, κτενάκια και μυρωδικά, άφθονα και βαρύτιμα, αμπαλαρισμένα κατά το τελειότερο ευρωπαϊκό σύστημα της εποχής.

Τη στιγμή που έβγαινε με γεμάτα τα χέρια από τα προχείρως συσκευασθέντα δέματα, ένα στιλπνό δοχείο επάνω στο ταμείο του καταστήματος εφείλκυσε την προσοχή του.

«Τι είναι αυτό;» ψιθύρισε.

Το έπιασε. Ήταν ο κουμπαράς του μικρού υπαλλήλου του κουρείου και ήταν γεμάτος από νομίσματα.

«Καλός είναι!» είπε ο Ντοτόρος και με μια κίνηση τον έχωσε μέσα στην τσέπη του και εξήλθε φροντίζοντας να κλείσει επιμελώς τη θύρα του καταστήματος πίσω του.

Την επόμενη νύχτα, κατά τον ίδιο τρόπο, διέρρηξε το κατάστημα μιας Ρουμανίδας επί της πλατείας των Αγίων Θεοδώρων και αφαίρεσε κατά δωδεκάδες διάφορα εκλεκτά είδη εσωρούχων, χειμερινά και καλοκαιρινά, παντός είδους.

Την επόμενη Τρίτη στο red n’ noir:

Το σουπέ ενός διακεκριμένου λωποδύτη | Στο εδωδιμοπωλείο του Παπαγιαννάκη | Η ημερήσια επισκόπηση και η νυχτερινή εκτέλεση | Χαβιάρια, χοιρομέρια και πτι πατέ | Η αναστάτωση των αστυνομικών, ο τρόμος των καταστηματαρχών και η έξαψη του διευθυντή της αστυνομίας Κοσσονάκου.         

Η κινηματογραφική απόδραση 8 κομμουνιστών από τις φυλακές Συγγρού την άνοιξη του 1931

Ο υποδιευθυντής της Αστυνομίας Πειραιώς κύριος Πολυχρονόπουλος αν διάβαζε την Ακρόπολη εκείνη τη μέρα, 16 Απριλίου του 1931, θα μάθαινε ότι μετά από δημοψήφισμα ο Βασιλιάς Αλφόνσο ΙΓ’ της Ισπανίας είχε καθαιρεθεί. Έτσι αποφάσισε ο ισπανικός λαός δυο μέρες πριν. Θα μάθαινε επίσης ότι σύντομα επέστρεφε ο γνωστός δημοσιογράφος της εφημερίδας Δημήτρης Σβολόπουλος από την μπολεσεβίκικη Ρωσία και  η εφημερίδα προετοίμαζε το αναγνωστικό της κοινό για μια σειρά από σχετικά ρεπορτάζ.  

Όχι τόσο επειδή μέσω μιας σειράς συμπτώσεων η ζωή του, ένα μήνα περίπου μετά, θα επηρεαζόταν από τα γεγονότα, αλλά περισσότερο από επαγγελματική διαστροφή, υποθέτω πως αυτό που θα τον ενδιέφερε περισσότερο είναι η δεσπόζουσα είδηση της τρίτης σελίδας, σύμφωνα με την οποία κάτι σπάνιο, που θυμίζει απίθανες αφηγήσεις τρομακτικών αστυνομικών μυθιστορημάτων, συνέβη στις φυλακές Συγγρού τη νύχτα της 14ης προς 15η Απριλίου του 1931! Πριόνισμα και γκριτσάνισμα του καγκελόφραχτου παράθυρου, αρπαγή και φίμωση του σκοπού-στρατιώτη, στιλπνά περίστροφα μέσα στην ψυχρή απριλιάτικη νύχτα.  

Κατάπληκτη έμεινε και η υπηρεσία των φυλακών, ο άτυχος διοικητής  κύριος Μαρκόπουλος και όλοι οι ανώτεροι υπάλληλοι του υπουργείου Δικαιοσύνης, οι οποίοι διεξήγαγαν όλη τη μέρα ανακρίσεις. Από τις ανακρίσεις αυτές προκύπτει η σειρά των γεγονότων:

Οι 32 κομμουνιστές

Στο δεύτερο θάλαμο των φυλακών Συγγρού, στην πλευρά που βλέπει προς το εξωτερικό προαύλιο, ήταν εγκάθειρκτοι 32 κομουνιστές. Η έλλειψη επαρκούς αριθμού κελιών εμπόδιζε την κατά μονάς εγκάθειρξή τους. Επιπλέον, οι 16 από αυτούς είχαν μεταφερθεί πριν λίγες μέρες από τις φυλακές Άσσου και Κεφαλληνίας και λόγω εορτών του Πάσχα δεν είχε κανονιστεί η οριστική κατανομή τους. Το καγκελόφραχτο παράθυρο εκ του οποίου έγινε η απόδραση απέχει από το έδαφος πάνω από τέσσερα μέτρα, τα σίδερά του είναι στερεότατα και επιπλέον η σκοπιά βρίσκεται απέναντί του, ώστε ο σκοπός-στρατιώτης να αντιλαμβάνεται κάθε κίνηση μέσα από αυτό.

Επίσης, οι κρατούμενοι δεν έδωσαν καμιά αφορμή για να δημιουργηθεί υπόνοια απόδρασης στην υπηρεσία των φυλακών, ώστε να τους διασκορπίσει σε διάφορα κελιά.

Ο κυριότερος παράγοντας         

Ο κυριότερος παράγοντας του θρασύτατου πραξικοπήματος, το κυριότερο σκέλος της απόδρασης είναι ο δεκανέας Γρηγόριος Γρηγοριάδης. Άνευ αυτού τίποτα και με αυτόν όλα. Ήταν της κλάσης 1929Β και μετά από λίγο καιρό η κλάση του θα απολυόταν. Αντί της ήσυχης ιδιωτικής ζωής που τον περίμενε, προτίμησε το κλαρί ή το στρατοδικείο όταν συλληφθεί. Καταγόταν από τη Χαλκίδα και αρχικά ήταν υπόδειγμα στρατιώτη. Οι τις στρατιωτικής υπηρεσίας προϊστάμενοί του βεβαιώνουν ότι δεν είχε υποδείξει κομμουνιστικά φρονήματα ούτε άλλη αφορμή είχε δώσει ώστε να σωφρονιστεί καταλλήλως. Εξακολουθούσε να τηρεί τακτική πειθαρχία στρατιώτη. Στις φυλακές Συγγρού τοποθετήθηκε πριν δυο μέρες ως δεκανέας αλλαγής. Η υπηρεσία αυτή συνίστατο στο να τοποθετεί και να αλλάζει κατά τα ορισμένα χρονικά διαστήματα τους σκοπούς στις θέσεις τους. Ακριβώς αυτή η ειδική υπηρεσία τού έδωσε την ευκαιρία να συντελέσει το πλείστον στην απόδραση των κρατουμένων ομοϊδεατών του.

Τι έκανε           

Τις δυο προηγούμενες μέρες συνομιλούσε με τους κομμουνιστές κρατούμενους στον προαναφερθέντα θάλαμο. Συγκεκριμένα, συνομιλούσε με τον Μαρκοβίτη και τον Χάιτα, που φέρονται ως αρχηγοί του όλου πραξικοπήματος. Η συνομιλία τους δεν γέννησε υποψίες, καθώς το ίδιο φαινόμενο επαναλαμβανόταν συχνά. Άλλωστε, δεν έγινε ιδιαιτέρως, αλλά καθώς αυτός βρισκόταν στο προαύλιο και οι κρατούμενοι στο παράθυρο. Τόσο ο κύριος Ζωγράφος του υπουργείου Δικαιοσύνης όσο και ο ταγματάρχης του Φρουραρχείου κύριος Γιωτάκος, οι οποίοι διεξάγουν ανακρίσεις, δεν πιστεύουν ότι έγινε η συνεννόηση μέσω συνομιλίας αλλά με μικρά σημειώματα που ρίπτονταν από το παράθυρο προς αυτόν.

Θεωρείται ακόμα βέβαιο ότι ο Γρηγοριάδης ήταν εκ των δραστηριότερων στρατιωτικών στελεχών του ερυθρού κόμματος και ότι γι’ αυτό διατάχθηκε να βοηθήσει στην απόδραση. Οπωσδήποτε είναι βέβαιο ότι το τελευταίο διήμερο ενήργησε με το παραπάνω για να επιτύχει η απόδραση των κομμουνιστών.

Δυο μέρες πριν την απόδραση, αποπειράθηκε να ναρκώσει όλους τους φρουρούς, δίνοντάς τους γλυκίσματα κοκ στα οποία υπήρχε ειδική υπνωτική σκόνη. Κατά περίεργη σύμπτωση, οι στρατιώτες αποποιήθηκαν τα γλυκίσματα, πλην δύο οι οποίοι τα έθιξαν ελαφρά.

Ο Γρηγοριάδης δεν απελπίστηκε από την αποτυχία αυτή του πρώτου τολμήματος και αποφάσισε να ενεργήσει πιο δραστήρια.

Δεξιά του ορόφου των φυλακών και προς το μέρος που βρίσκεται το κελί της απόδρασης υπάρχει μια υπερώος σκοπιά. Ειδικός διάδρομος επί του ορόφου επιτρέπει στον σκοπό να αντιλαμβάνεται τα συμβαίνοντα στην μπροστά πλευρά των φυλακών. Με αυτόν τον τρόπο, ο στρατιώτης της σκοπιάς, περπατώντας κατά τον κανονισμό κατά μήκος του υπερώου αυτού διαδρόμου, θα έβλεπε την απόδραση.

Ο Γρηγοριάδης, κατά τη νυχτερινή αλλαγή εκείνη την τρίτη μέρα του Πάσχα, είπε στον προορισθέντα για αυτή στρατιώτη Σπυλιώτη να μην μεταβεί.

«Δεν υπάρχει λόγος να κάνεις τέτοιον περίπατο εκεί πάνω και να πουντιάσεις μέσα στη νύχτα.»

«Μα αν το μάθει ο ανθυπολοχαγός», παρατήρησε ο στρατιώτης.

«Πού θα το μάθει; Αφού εγώ δεν θα σε αναφέρω. Άλλωστε όλοι κοιμούνται, ποιος κουνιέται μέσα από τη φυλακή μετά από τέτοιο φαγοπότι.»

Ο Σπυλιώτης δεν υπέκυψε στον πειρασμό του ύπνου και πήγε στη θέση του. Αντί όμως να κάνει τη διαδρομή, κλείστηκε μέσα στην πλινθόκτιστο υπερώων σκοπιά, ώστε πλέον του ήταν αδύνατον να βλέπει τι γινόταν στην πρόσοψη και προπάντων στο μέρος του κελιού των δραπετών. Έτσι, ο Γρηγοριάδης και οι αναμένοντες την απόδραση εξασφαλίστηκαν κατά το ήμισυ.

Η παραπλάνηση του στρατιώτη     

Έμενε τώρα η απομάκρυνση του στρατιώτη που ήταν  εγκατεστημένος στη σκοπιά που βρισκόταν στην αυλή και η οποία έβλεπε κατευθείαν στο κελί της απόδρασης. Ο Γρηγοριάδης είχε εγκαταστήσει σε αυτήν έναν αγαθούλη φαντάρο. Ο ίδιος αυτός διηγείται τα παθήματά του.

Τι αφηγείται ο Σουλιώτης 

«Λίγο μετά τα μεσάνυχτα χθες, με πλησίασε ο δεκανεύς Γρηγοριάδης και μου είπε ότι του πονούσε το κεφάλι και έπρεπε να πάω να του αγοράσω ασπιρίνη στη στάση Χαροκόπου. Εγώ καταρχάς αρνήθηκα κατηγορηματικώς. Ο Γρηγοριάδης όμως άρχισε να μου λέει πως αν έφευγα δεν είχε καμιά σημασία, εφόσον αυτός ήταν  δεκανεύς παραλαβής. Τι να κάμω; Εδέχθηκα. Είναι αλήθεια ότι καθ’ όλο το από το φυλακών μέχρι της στάσεως του Χαροκόπου διάστημα δεν μου πέρασε από το νου καμιά υποψία για το προμελετημένο σχέδιο του Γρηγοριάδη και των αποδρασάντων οκτώ κομμουνιστών, μετά των οποίων σας λέγω εντίμως δεν με συνέδεε τίποτα. Όταν γύριζα με την ασπιρίνη και τα τσιγάρα, εσκέφθην αμέσως τον δεκανέα, τον οποίον καθώς σας είπα εγκατέλειψα υποφέροντα από μεγάλη κεφαλαλγία, και επιτάχυνα το βήμα μου δια να τον ανακουφίσω το ταχύτερον. Αλλά τη στιγμή που επερνούσα τη γέφυρα του ηλεκρικού κατευθυνόμενος εις τα φυλακάς, με εσταμάτησαν ο δεκανεύς Γρηγοριάδης μετά δύο άλλων κομμουνιστών, οίτινες κρατούσαν περίστροφα εις τα χέρια των.» Στο σημείο αυτό ο Σουλιώτης, μεταφερόμενος νοερώς εκ νέου στη στιγμή εκείνη, μας λέει με τρόμο: «Δεν επρόφθασα να αρθρώσω λέξη, διότι και οι τρεις εν μια φωνή με ηπείλησαν ότι θα με σκοτώσουν εάν άνοιγα το στόμα μου και παρεδόθην εις αυτούς δια να με φιμώσουν και ακολούθως να με δέσουν. Τότε προσπάθησα να δραπετεύσω, αλλά με αντιλήφθησαν και το ξύλο που έφαγα δεν περιγράφεται. Διετάχθην να τους ακολουθήσω και πάλι, παρακάτω δε συναντήσαμε και τους άλλους δραπέτας, ολίγον δεν μακρύτερα άλλους δέκα κομμουνιστάς, οίτινες τους ανέμεναν. Και τώρα όλοι πλέον μαζί, προχωρούμε και φθάνουμε στο ηλεκτρικό εργοστάσιο ΦΩΣ παρά τα Πετράλωνα. Εδώ και πάλι μου προτείνουν να τους ακολουθήσω, όταν δε τους ηρνήθην με υποχρέωσαν να παραμείνω εκεί μέχρις ότου διαβούν τα σίδερα του ηλεκτρικού, διερχόμενοι από ένα μικρό γεφυράκι που ευρίσκεται ακριβώς στα Κάτω Πετράλωνα. Από εκεί διέκρινα ότι ηκολούθησαν το δρόμο που φέρει προς το μνημείο του Φιλοπάππου». Ο αγαθός φανταράκος τελειώνει την αφήγησή του σταυροκοπούμενος: «Πώς δεν με σκότωσαν! Και θα βρω τώρα και τον μπελά μου…» Και δακρύζει.        

Από τα παρσίματα πάντως των ανακρίσεων που διεξήγαγαν ο ταγματάρχης κύριος Γκιτάκος με τον υπολοχαγό κύριο Στεφανάκο τα γεγονότα έρχονται ως εξής:

Θα είχε παρέρθει η πρώτη πρωινή, όταν ο δεκανέας Γρηγοριάδης, πλησιάζοντας τη σκοπιά  του Σουλιώτη, του είπε ότι υποφέρει από φοβερό πονοκέφαλο. Έπιανε τη μέση του και το κεφάλι του, λέγοντας:

«Καημένε, δεν μπορώ να ησυχάσω απόψε και θα μου σπάσουν τα μηνίγγια. Πας να μου πάρεις λίγη ασπιρίνη επάνω στου Χαροκόπου από κανένα περίπτερο;»

Ο φανταράκος αρνήθηκε κατ’ αρχάς:

«Κυρ-δεκανέα, θα βρω τον μπελά μου. Μήπως έλθει η έφοδος».

Ο δεκανέας τον καθησύχασε:

«Δεν έχει καμιά σημασία αυτό. Θα μείνω εγώ στη θέση σου να φυλάω, ωσότου γυρίσεις».

Υπό την πίεση των παρακλήσεων και των συστάσεων του δεκανέα, ο φανταράκος δέχθηκε.

Πήρε δέκα δραχμές για να πάρει ασπιρίνη και αναχώρησε. Η νύχτα ήταν αρκετά συννεφώδης και, όπως ο ίδιος βεβαιώνει, βραδυπορούσε. Έφτασε στου Χαροκόπου, ψώνισε ό,τι τον είχαν παρακαλέσει και επέστρεψε. Κοντά στη γέφυρα όμως του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου, έπεσε θύμα ενέδρας. Τρεις άγνωστοι κακοντυμένοι με κούκους και χωρίς λαιμοδέτες, εκ των οποίων ο ένας πολύ εύσωμος, του επιτέθηκαν και άρχισαν να τον γρονθοκοπούν. Περίστροφα του άγγιξαν το πρόσωπο και ο εύσωμος αλήτης του είπε:

«Τσιμουδιά αν βγάλεις, θα σε σκοτώσουμε σαν σκυλί!»

Υπό την απειλή των περιστρόφων, ο Σουλιώτης, χωρίς να βγάλει τσιμουδιά, τους ακολούθησε. Τον οδήγησαν στα Κάτω Πετράλωνα σε ένα ερημικό μέρος δίπλα στο ηλεκτρικό εργοστάσιο ΦΩΣ. Εκεί, για κάθε ενδεχόμενο, του έδεσαν το στόμα με μαντίλι. Για την ώρα της απολύσεώς του και τη σκηνή αυτή ο στρατιώτης Σουλιώτης πέφτει σε ελαφρά σύγχυση και αντίφαση. Ενώ αρχικά, όταν τον απελευθέρωσαν, έλεγε ότι διέκρινε και τον δεκανέα Γρηγορίου, στην ενώπιον του κυρίου Γκιτάκου κατάθεση δεν υποστηρίζει το ίδιο με βεβαιότητα.

«Ήσαν πολλά πρόσωπα στο σκοτάδι», λέει. «Καμιά δεκαριά πρόσωπα. Μου φαίνεται πως είδα και τον δεκανέα. Άκουσα μόνο ξάστερα τον παχύ άνθρωπο να λέγει: “Αφήστε τον τώρα. Θα έχουν φύγει όλοι”. Και εξαφανίσθηκαν».

Η απόδραση      

Οπωσδήποτε σε πολύ κακό χάλι ο αγαθός φανταράκος επέστρεψε στις φυλακές Συγγρού. Μόλις προ ολίγων λεπτών, ο υπαξιωματικός του φρουραρχείου Κωστόπουλος, ενεργώντας την τακτική του έφοδο και αντιλαμβανόμενος εγκαταλελειμμένη τη σκοπιά της πρόσοψης, κάλεσε τη φρουρά σε συναγερμό. Ο Σουλιώτης τού διηγείται τι του συνέβη και ο ανθυπολοχαγός της φρουράς κύριος Ξενόφος, μετά από έρευνα, αντιλαμβάνεται την απόδραση. Από το προαναφερθέν κελί είχε σπάσει ένα από τα σίδερά του. Από το πρεβάζι αυτού κρέμονται πλεγμένες μακριές λουρίδες κουβερτών, περιτυλιγμένες εν είδει σκοινιού. Στη βάση του τοιχώματος εντοπίζεται και ένα μικρό οδοντωτό δρεπάνι, με το οποίο οι δραπέτες απέκοψαν το σίδερο. Είχε αποκοπεί το μεσαίο του κεντρικού τετραγώνου του καγκελόφρακτου παράθυρου, ώστε να δημιουργηθεί κενό από το οποίο να διέρχεται με ελαφρά πίεση το ανθρώπινο σώμα.

Ο Σουλιώτης απουσίασε ολόκληρη ώρα και υπολογίζεται ότι κατάφεραν να δραπετεύσουν μόλις λίγα λεπτά πριν καταφτάσει η έφοδος.

Ποιοι δραπέτευσαν

Όταν ειδοποιήθηκε η εσωτερική υπηρεσία και οι δεσμοφύλακες όρμησαν στο κελί των δραπετών, διαπίστωσαν ότι από τους κρατούμενους κομμουνιστές έλειπαν οι 8. Οι άλλοι, είτε διότι αυτό πραγματικά συνέβαινε είτε όχι, φαίνονταν κοιμώμενοι. Οι δραπέτες ήταν οι κυριότερες φυσιογνωμίες των κρατουμένων αυτών και του κομμουνιστικού κόμματος. Είχαν δραπετεύσει οι: Ανδρόνικος Χάιτας, Λευτέρης Αποστόλου, Περικλής Καρασκόγιας, Κωνσταντίνος Ευτυχίδης, Παπαρήγας Δημήτρης, Ορφεύς Οικονομίδης, Βασίλειος Ασίκης και Μάρκος Μαρκοβίτης (ο καταδικασμένος για τις γνωστές σκηνές του Ουλαμού Καλπακιού).

Περί του τόπου της κατεύθυνσης των δραπετών καμιά σαφής πληροφορία δεν υπάρχει. Το σίγουρο είναι ότι μαζί τους έφυγε και ο δεκανέας Γρηγοριάδης.

Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, οι δραπέτες θα κατευθυνθούν στη Ρωσία ή σε άλλο κράτος του εξωτερικού. Ειδοποιήθηκαν κατόπιν της υπόνοιας αυτής όλες οι λιμενικές αρχές του κράτους και κινητοποιήθηκαν σμήνη αστυνομικών προς ανακάλυψη του κρησφύγετου των δραστών.\

Οι πληροφορίες της ειδικής ασφάλειας

Η διεύθυνση ειδικής ασφάλειας είχε την πληροφορία ότι μέλη του κομμουνιστικού κόμματος, ως και του αρχειομαρξιστικού, κατέβαλλαν προσπάθειες για να πετύχουν την εκ των φυλακών Συγγρού απόδραση των ομοϊδεατών τους. Η ειδική ασφάλεια δια εγγράφου της κατέστησε γνωστές τις παραπάνω πληροφορίες στα υπουργεία Εσωτερικών και Δικαιοσύνης και στο αρχηγείο της Χωροφυλακής. Τα έγγραφα αυτά απεστάλησαν την 19η του προηγούμενου μήνα, ουδεμία μέριμνα όμως ελήφθη για να προληφθεί η μελετώμενη απόδραση.

Βραδύτερα, η ειδική ασφάλεια πληροφορήθηκε ότι οι συγκεκριμένοι των φυλακών Συγγρού ενεργούν προπαγάνδα, όπως και ότι ασκείται ένα καθημερινό γυμνάσιο. Επίσης, κατά πληροφορίες της, καμιά επίβλεψη κομμουνιστών δεν γινόταν.

Η ανακοίνωση του υπουργείου Δικαιοσύνης

«Η υπηρεσία, έχουσα υπόψη τας δοθείσας σε αυτή πληροφορίας εκ της Γενικής Ασφάλειας δια την προσπάθεια προς απόδρασιν των κομμουνιστών, έλαβε πάντα τα μέτρα, τα οποία ηδύνατο να λάβει με τα μέσα άτινα διαθέτει το Κράτος.

Ατυχώς, οσαδήποτε μέτρα και να λαμβάνονται, δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπίζονται αποτελεσματικώς πάντοτε τοιαύται προσπάθειαι, εφ’ όσον δεν υπάρχουσι δια τους φυλακισμένους ούτε κτίρια ασφαλή με ανάλογον χώρον ούτε προσωπικό κατάλληλο και επαρκές αριθμητικώς. Η ύπαρξη μόνον των δύο τούτων προϋποθέσεων εξασφαλίζει την κράτησιν των καταδίκων εν ταις φυλακαίς.

Πάντα σχεδόν τα προπολεμικά κτίρια των φυλακών μας, άτινα χρησιμοποιούνται και ήδη, πλην των αγροτικών φυλακών, είτε δημόσια είναι είτε ιδιωτικά, ου μόνον εις άθλιον κατάσταση ευρίκονται, αλλά και εντελώς ανεπαρκή είναι δια τον διπλάσιον σχεδόν αριθμόν των κρατουμένων σήμερον.

Ειδικώς, αι φυλακαί Συγγρού περιλαμβάνουν σήμερα 480 κρατούμενους, ενώ ο χώρος αυτός προορίσται δια 250 μόνον.

Το προσωπικό των φυλακών αντί να αυξηθεί αναλόγως προς τον αυξηθέντα αριθμόν των κρατουμένων, τουναντίον, ηλαττώθη υποχρεωτικώς, χάριν οικονομικών⸱ και ουχί μόνον τούτο, αλλ’ ούτε δια την πλήρωσιν των κενών θέσεων έχει ακόμα συναινέσει η υπηρεσία του Δημοσίου Λογιστικού, καίτοι υπεδείχθη αυτή δια πολλών εγγράφων του υπουργείου ότι επιβάλλεται να γίνει το ταχύτερον η πλήρωσις διά λόγους ασφαλείας.

Τέλος, δια του ανακοινωθέντος, τονίζεται ότι ο γενικότερος λόγος, όστις κυρίως συνέβαλε εις την απόδρασιν, είναι το γεγονός ότι αι φυλακαί έχουν δύο είδη φρουράς, εκ των οποίων η εξωτερική αποτελείται από άπειρους κληρωτούς, οι οποίοι δεν έχουν σαφή συνείδησιν των καθηκόντων τους.»

Το υπουργείο Δικαιοσύνης απεύθυνε έγγραφα προς τα υπουργεία Εσωτερικών και Στρατιωτικών, δια των οποίων ζητάει οι αποστελλόμενοι φρουροί στις φυλακές να διαλέγονται ανάμεσα στους καλύτερους στρατιώτες.

Επίσης, διαβιβαστήκαν προς όλους τους εισαγγελείς του κράτους τηλεγραφήματα, δια των οποίων εντέλλονται να φροντίσουν για την ένταση των προφυλακτικών μέτρων στις φυλακές, προκειμένου να αποτρέψουν τον κίνδυνο νέας απόδρασης.

Επίσης, όπως ανακοίνωσε ο κύριος Αβραάμ, στο προσεχές υπουργικό συμβούλιο θα εισηγηθεί το ζήτημα της οργάνωσης ειδικού σώματος φυλάκων, το οποίο θα χρησιμοποιείται για την εξωτερική φρούρηση αντί των στρατιωτών.

Η διαφυγή στη Σοβιετική Ένωση

Περίπου ένα μήνα μετά την απόδραση, την Κυριακή 17 Μαΐου, κατά τις δύο το μεσημέρι, 20 περίπου άτομα φτάνουν σε ένα ερημικό σημείο στη Βουλιαγμένης. Είναι 5 γυναίκες και οι υπόλοιποι είναι άνδρες μέτριας περιβολής. Έχουν φέρει μαζί τους κρύα φαγητά. Δύο κρατάνε μαντολίνα και ένας τρίτος κρατάει κιθάρα. Άλλοι κρατάνε στάμνες, στις οποίες υπάρχει κρασί και νερό. Κάθονται όλοι και τρώνε με κέφι και με όρεξη. Κανείς δεν γίνεται να υποψιαστεί ότι το πρόσχαρο αυτό σύνολο ανθρώπων που γλεντάει είναι η ομάδα των καταζητούμενων δραπετών και άλλοι ομοϊδεάτες τους.

Η παραθαλάσσιος αυτή ευωχία εξακολούθησε μέχρι τις εφτάτο απόγευμα. Έχει αρχίσει να επέρχεται το λυκόφως της εσπέρας, όταν δυο άτομα κατευθύνονται και συνομιλούν με δυο άτομα του ευθυμούντος ομίλου. Κατόπιν, αποχωρούν.

Λίγο μετά, ο αστυνομικός Γιαννόπουλος καταφτάνει στην οικία του αστυνομικού υποδιευθυντή κύριου Πολυχρονόπουλου και του γνωστοποιεί ότι οι 8 κομμουνιστές θα φύγουν το απόγευμα εκείνο για τη Ρωσία με το πλοίο «Ίλιτς». Δεν γνωρίζει όμως περισσότερες λεπτομέρειες.   

Ο κύριος Πολυχρονόπουλος αναπτύσσει την επιβαλλόμενη για την περίσταση δραστηριότητα. Ενώ βάζει το λαιμοδέτη του, τηλεφωνεί προς το λιμεναρχείο, ζητώντας πληροφορίες για το αν απέπλευσε το «Ίλιτς». Του απαντούν ότι μόλις πριν δέκα λεπτά είχε παραλάβει θεωρημένα τα χαρτιά του και έχει τεθεί υπ’ ατμόν. Ήταν μόλις μετά τις οχτώ.

Εντωμεταξύ, ο όμιλος των 20 γλεντζέδων, μετά την αναχώρηση των δυο αυτών ατόμων, τα μαζεύει από τη Βούλα και βαδίζει προς το Καβούρι. Δυο αυτοκίνητα τυχαίως διερχόμενα τους μεταφέρουν προς τα εκεί, χωρίς οι σοφέρ να γνωρίζουν την ταυτότητα των επιβατών τους.

Ο αστυνομικός υποδιευθυντής, παραλλήλως και αγνοώντας τα ως άνω εκτιθέμενα, σπεύδει στο λιμεναρχείο και, παραλαμβάνοντας τον υπολιμενάρχη κύριο Κολινάκη, φτάνει στο «Ίλιτς» με μια βενζινάκατο. Το προλαβαίνει τη στιγμή που σηκώνει τις άγκυρές του.

Τον αστυνομικό και τον λιμενικό αξιωματικό υποδέχεται στην πόρτα της ανεμόσκαλας ο πλοίαρχος του «Ίλιτς». Ένας τύπος ευτραφούς ανθρώπου, ξυρισμένος τελείως και με ζωηρούς οφθαλμούς. Στο πλευρό του στέκει ο σύντροφος Σκουρίνιν που υπηρετεί στην αθηναϊκή σοβιετική πρεσβεία ως διπλωματικός ακόλουθος, στην ουσία όμως, κατά συγκεκριμένες πληροφορίες, είναι αρχηγός του τμήματος της ΓκεΠεΟυ στη χώρα μας. Παραβρίσκονται ακόμα και άλλοι αξιωματικοί του πλοίου και τρεις ογκώδεις ρώσοι ναύτες, οι οποίοι φαίνονται πιο εξαγριωμένοι από τους άλλους.  

Ο πλοίαρχος δεν κρύβει την οργή του από την πρώτη στιγμή. Αποκαλέι τον κύριο Πολυχρονόπουλο βάναυσο και απρεπή, διότι του θίγει το σεβασμό του στους ελληνικούς νόμους.

«Εγώ», είπε, «ουδέποτε παρέβην τους νόμους της χώρας σας. Ποτέ μου δεν πήρα λαθρεπιβάτη, αν και μπορούσα να το κάνω επανειλημμένως. Ιδού μια απόδειξη ότι σέβομαι τους νόμους της χώρας σας».

Διατάζει τότε να του φέρουν ένα ημερολόγιο του πλοίου, σε μια σελίδα του οποίου αναφέρεται ότι παρέδωσε ένα λαθρεπιβάτη προ διμήνου στο λιμεναρχείο Πειραιώς.

«Τον συνάντησα», είπε, «πέντε ώρες έξω από τον Πειραιά και με παρακάλεσε να τον μεταφέρω με το πλοίο μου στη Ρωσία. Τον πήρα πάνω και γύρισα και τον παρέδωσα».

Ο κύριος Πολυχρονόπουλος του παρατηρεί δρυμέως ότι έχει σαφείς πληροφορίες περί της φυγής 8 λαθρεπιβατών και τον ρωτάει πώς αφού το κανονικό δρομολόγιο είναι να αναχωρήσει για Κωνσταντινούπολη και Ρωσία το απόγευμα της Δευτέρας, αναχωρεί Κυριακή.

Ο πλοίαρχος, θορυβηθείς, δίνει απάντηση ότι επείγουσες διακομιστικές ανάγκες απαιτούν την παρουσία του πλοίου το επόμενο βράδυ και, προς επίρρωση των ισχυρισμών του, δίνει την άδεια να ερευνηθεί το πλοίο του προς όλα τα σημεία. Αυτό γίνεται χωρίς να ανακαλυφθεί τίποτα.

Κατόπιν, ο μπολσεβίκος πλοίαρχος, επινεύοντας με μειδιάματα τον σύντροφο Σκουρίνιν, παίρνει ένα χαρτί και γραφεί στη ρωσική γλώσσα μακροσκελή διαμαρτυρία και βεβαίωση ότι ουδέποτε παρέλαβε ή θα παραλάβει λαθρεπιβάτες. Η βεβαίωση αρχίζει ως εξής:

«Εγώ, ο πλοίαρχος του “Ίλιτς”, σκάφος της Ενώσεως Σοβιετικών Δημοκρατιών της Ρωσίας, δίδω το λόγο της τιμής μου ότι ουδέποτε μετέφερον εις το έδαφος της ΕΣΣΔ ή θα μεταφέρω λαθρεπιβάτες εις τούτο».

Περαιτέρω, αφού βεβαιώνει ότι ουδέποτε αναμείχθη το σκάφος του με οποιαδήποτε πολιτική κίνηση της Ελλάδας, καταλήγει ως εξής:

«Διαμαρτύρομαι για την ανάρμοστον συμπεριφορά του έλληνος αστυνομικού Πολυχρονόπουλου και του υπολιμενάρχου Κολινάκη, διατυπωσάντων εναντίον μου βαριές υπόνοιες και διότι εγένοντο πρόξενοι καθυστερήσεως του δρομολογίου μου, δια την οποία και επιφυλάσσομαι να διεκδικήσω τη νόμιμη αποζημίωσιν!»     

Μετά από αυτό, ο κύριος Πολυχρονόπουλος και ο υποπλοίαρχος διαπεραιώνονται στον Πειραιά. Κανένα μέσο παρακολούθησης του «Ίλιτς» δεν κατέστη δυνατό να βρεθεί την ώρα εκείνη, ώστε να παρεμποδιστεί η επιβίβαση των φυγάδων στην ανοιχτή θάλασσα. Πολυάριθμοι αστυνομικοί έχουν διασκορπιστεί κατά μήκος της Φαληρικής ακτής μέχρι των πιο απομακρυσμένων σημείων και παρακολουθούν τον πλου του «Ίλιτς». Αυτό ανοίγεται προς τις Φλέβες και εκεί εξαφανίζεται στο ανοιχτό πέλαγος. Οι ενεδρεύσαντες ως τα ξημερώματα αστυνομικοί αποχωρούν στις πέντε το πρωί, με τη βεβαιότητα ότι οι δραπέτες δεν επιβιβάστηκαν επί του «Ίλιτς».

Την ίδια ώρα στο Καβούρι…

Περί τις οκτώμισι,  περίπου δηλαδή όταν διαπληκτίζονταν οι έλληνες αξιωματικοί με τους μπολσεβίκους ναυτικούς, στο μικρό ακροατήριο του Καβουριού εμφανίστηκε μια βενζινάκατος, φαιού χρώματος. Επ’ αυτής επιβιβάστηκαν τα 13 άτομα εκ του προαναφερθέντος ομίλου των γλεντζέδων. Πριν την επιβίβασή τους, όπως λέει ο πληροφοριοδότης στον υπαστυνόμο κύριο Πολυχρονόπουλο, και επειδή λίγο πιο μακριά βρίσκονταν μερικοί ψαράδες, υπό τύπου αστειότητας, φιλήθηκαν με τις γυναίκες, οι οποίες επιπλέον φώναζαν ότι ήταν τρέλα να κάνουν περίπατο με τη βενζίνα σε τέτοια φουσκοθαλασσιά.

Προστίθεται ότι οι τρεις εκ των επιβατών ωθούνται από τους υπόλοιπους για να ανέλθουν στη βενζινάκατο, ενώ οι άλλοι δύο φαίνονται δυσαρεστημένοι. Το σκότος εμποδίζει τον πληροφοριοδότη να αντιληφθεί την όλη ψυχολογική κατάσταση των φυγάδων. Μόλις επιβιβάζονται οι 13, η βενζινάκατος πλέει ολοταχώς προς το ανοιχτό πέλαγος και απομακρυνθείσα του Καβουριού καταφτάνει ανοιχτά των Φλεβών.

Έτερος πληροφοριοδότης βεβαιώνει ότι είδε τη βενζινάκατο στις έντεκα το βράδυ να συναντιέται με το «Ίλιτς», το οποίο ανέκοψε την ταχύτητά του για πέντε περίπου λεπτά. Ο πληροφοριοδότης αυτός έπλεε με ψαροκάικο χωρίς βενζινομηχανή και λέει ότι λόγω της τρικυμίας δεν κατόρθωσε να προσεγγίσει το «Ίλιτς«». Αντιλήφθηκε όμως θόρυβο και άκουσε ήχους φωνών, υποθέτοντας πως αναβιβάζονταν λαθραία εμπορεύματα. Μετά από λίγα λεπτά, συνάντησε τη βενζινάκατο κενή, πλέουσα ολοταχώς προς Πειραιά. Ο πρώτος πληροφοριοδότης βεβαιώνει ότι η γυναίκα και οι τρεις εναπομείναντες άνδρες της εικοσαμελούς παρέας, αντί να περιμένουν την επιστροφή της βενζινάκατου, αναχώρησαν μετά από λίγα λεπτά κατευθυνόμενοι προς την Αθήνα τραγουδώντας.

Ανατροπή στις έρευνες

Την επόμενη μέρα, η υπόθεση λαμβάνει νέα τροπή. Από τις ανακρίσεις προκύπτουν λίαν επιβαρυντικά στοιχεία κατά του αστυνομικού Γιαννόπουλου, ως διευκολύνοντος τη φυγή των κομμουνιστών κατά τη νύχτα της Κυριακής, ώστε να μην συλληφθούν.

Κατά τις ανακρίσεις αυτές, ο ρόλος του Γιαννόπουλου έγκειται στο εξής: Αυτός έχει έναν γαμπρό, ονόματι Φωτόπουλο, πρώην μηχανικό του υπουργείου Γεωργίας, αποβληθέντα της υπηρεσίας λόγω της κομμουνιστικής του ιδεολογίας. Τώρα εργάζεται στη εταιρεία Μακρή. 

Στην οικία του, που βρίσκεται στη διασταύρωση Μενάνδρου και Σαπφούς, οι δραπέτες διέμειναν μερικές ημέρες μέχρι το Σάββατο. Κατά την τελευταία νύχτα, ο υπαστυνόμος Γιαννόπουλος συναντήθηκε με αυτούς στην οικία του γαμπρού του και συνομίλησε μαζί τους επί μακρόν. Όλως περιέργως, το αστυνομικό αυτό όργανο δεν έσπευσε να εξέλθει στο δρόμο και να καλέσει δια σφυριγμάτων αστυφύλακες για να τους συλλάβουν, αλλά παρέμεινε μαζί τους μέχρι των πρωινών ωρών. Επιπλέον, αυτός ειδοποίησε την προϊσταμένη του αρχή ότι οι κομμουνιστές πρόκειται να διαφύγουν δια βενζινόπλοιου στο εξωτερικό, λίγα μόλις λεπτά πριν την αναχώρηση του «Ίλιτς«. Κατά την επίσημη ανακοίνωση, η όλη συμπεριφορά του Γιαννόπουλου υπήρξε παραπλανητική για το έργο των καταδιωκτικών αρχών.

Ο αστυνομικός Γιαννόπουλος, από την πλευρά του, ισχυρίζεται ότι αρχικά δεν γνώριζε την ταυτότητα των δραστών, και όταν αυτή του αποκαλύφθηκε δεν αντέδρασε άμεσα για να μην δώσει στόχο, και με την πρώτη ευκαιρία ειδοποίησε τον ανώτερό του υπαστυνόμο Πολυχρονόπουλο.

Παρεμφερείς πληροφορίες αναφέρουν ότι αυτός προέβει στην κατά την τελευταία στιγμή γνωστοποίηση των σχεδίων των κομμουνιστών, διότι αντελήφθη ότι ένα πρόσωπο εκ των γνωριζόντων το καταφύγιό τους στην οικία του Φωτόπουλου ερχόταν σε επαφή με την αστυνομία.

Ο Φωτόπουλος επίσης συνελήφθη κατά διαταγή του εισαγγελέα Κιουρτσάκη, ο οποίος παρακολουθεί και εποπτεύει την ενεργούμενη παρά των αστυνομικών ανάκριση.

Επίσης, ο κύριος Ρεμαντάς διέταξε τη διενέργεια διοικητικής ανακρίσεως κατά του υπαστυνόμου κυρίου Πολυχρονόπουλου, και αυτό διότι δεν ανέφερε στους προϊσταμένους του τις πληροφορίες που είχε, και γι’ αυτό δεν επιτεύχθηκε η σύλληψή τους, η οποία θα πετύχαινε αν ζητούνταν η συνδρομή των αστυνομικών διευθύνσεων Πειραιά και Αθηνών.

Λουδοβίκος Ντομινίκ Ι

Ο Λουδοβίκος Ντομινίκ γεννήθηκε στην Αθήνα το 1981 και ήταν ο μεγαλύτερος των αδελφών του. Λουδοβίκος Ντομινίκ ήταν όχι κάποιος κληρονομικός τίτλος αλλά το πραγματικό του όνομα και κανείς δεν γνωρίζει γιατί ήταν ξενικό ούτε κι από πού προερχόταν. Όλοι συμφωνούσαν πως είναι ιδιαίτερο. Ο πατέρας του, ένας φιλήσυχος, έντιμος και μάλλον φτωχός εργάτης, κατέληξε μετά από πολλά χρόνια μόχθου και σκληρής εργασίας να ανοίξει το δικό του συνεργείο αυτοκινήτων. Επιδείκνυε επίσης εξαιρετική αυστηρότητα στο ζήτημα της τιμιότητας. Ο τίμιος αυτός εργάτης όμως επρόκειτο να απαθανατιστεί στην ιστορία ως πατέρας του περιφημότερου ληστή όλων των εποχών.

Για την παιδική ηλικία του Λουδοβίκου Ντομινίκ ελάχιστα γνωρίζουμε, καθώς οι ακριβείς πληροφορίες των πρώτων χρόνων της ζωής του είναι πολύ περιορισμένες. Ένα από τα σημεία που ξεσήκωσαν τις μεγαλύτερες συζητήσεις (πρέπει να σημειωθεί ότι για τον Ντομινίκ γραφτήκαν τόμοι ολόκληροι, όχι μόνο από αστυνομικούς και δικαστικούς συντάκτες αλλά και από έγκριτους εγκληματολόγους, μέχρι και μια πλήρης διδακτορική διατριβή με τίτλο «Το έγκλημα, η τιμωρία και το φαινόμενο Λουδοβίκος Ντομινίκ») είναι η εκπαίδευση του Ντομινίκ. Από τη μία, η παράδοση, ο θρύλος, οι αστικοί μύθοι, τα χοαξις, τα φέικ νιούζ, η κοινή γνώμη γενικώς, επιμένουν ότι ο Ντομινίκ έλαβε μια σχετικώς επιμελημένη αγωγή και ότι νεότατος διέπρεψε στο σχολείο, καθώς ο πατέρας του, προοιωνίζοντας το μέλλον του, αναγκάστηκε να υποβληθεί στη βαρύτατη για την οικονομική του κατάσταση θυσία και να τον στείλει στο Γαλλικό Κολλέγιο. Από τη άλλη, οι δύο καλύτεροι και θετικότεροι βιογράφοι του, ο Βαρθολομαίος Ιακώβ και ο Φουνγκ Βρετανός, επιμένουν τουναντίον ότι ο Λουδοβίκος Ντομινίκ σχεδόν ούτε ανάγνωση γνώριζε και ότι ολόκληρη η παιδική του ηλικία διέρρευσε ανεπιτηρήτως μέσα στις αλάνες, όπου ο μέλλων ληστής έπαιζε, μέχρι το δέκατο τέταρτο έτος της ηλικίας του, με τα χαμίνια της συνοικίας.     

Τα επιχειρήματα και εκείνων οι οποίοι ισχυρίζονται ότι ο Ντομινίκ ήταν εντελώς αμόρφωτος και εκείνων οι οποίοι βεβαιώνουν ότι ήταν πολύ μορφωμένος είναι πολλά και άξια πολλής προσοχής. Οι υποστηρίζοντες την περί αγραμματοσύνης άποψη προβάλλουν το επιχείρημα, το οποίο φαίνεται αμέσως τελειωτικό και ακαταμάχητο. Αυτός ο Ντομινίκ, κατά την ανάκρισή του, είχε δηλώσει ότι ούτε γραφή ούτε ανάγνωση γνώριζε. Υπέγραψε δε με ένα σταυρό όλα τα έγγραφα της δίκης. Εντούτοις, η επιχειρηματολογία αυτή, μολονότι κάνει αμέσως εντύπωση, δεν είναι και αποφασιστική. Διότι δεν πρέπει να λησμονηθεί ότι κατά τη διάρκεια της ανάκρισης, στην οποία ο Ντομινίκ είχε δηλώσει ότι δεν γνωρίζει γραφή και ανάγνωση, είχε αμφισβητήσει επιμόνως και αυτή την ταυτότητά του. Διατεινόταν ότι καθόλου δεν είναι ο Ντομινίκ, αλλά ότι στην πραγματικότητα ονομάζεται Ιωάννης Μπουργκάζ. Εάν λοιπόν τότε ήταν γνωστό ότι ο Ντομινίκ ήταν μορφωμένος, ο ανακρινόμενος ληστής σκέφτηκε ότι θα τον βοηθήσει πολύ στην άρνηση της ταυτότητάς του, αν ισχυρίζεται ότι ήταν εντελώς αγράμματος.  

Εκείνοι οι οποίοι διατείνονται ότι ο Ντομινίκ φοίτησε στο Γαλλικό Κολλέγιο παρατηρούν τω όντι ότι βρίσκεται εκεί σαν παραπεταμένος, λόγω της ταπεινής του καταγωγής. Ενώ οι περισσότεροι μαθητές ήταν μεγαλοαστικά κωλόπαιδα ή τουλάχιστον τέκνα μεσοαστών, ενδεδυμένοι κομψώς και έχοντας για χαρτζιλίκι άφθονα πάντοτε χρήματα προς αγορά καφέ καπουτσίνο βιενουά, ακριβών τσιγάρων και ικανών ακόμα χρημάτων ώστε να μισθώνουν ταξί για τις μετακινήσεις τους μετά το τέλος των μαθημάτων, ο μικρός Ντομινίκ με τα φτωχικά του ενδύματα, χωρίς χρήματα, αισθανόταν ταπεινωμένος, υπέφερε στη ματαιοδοξία του και λυσσούσε για τις στερήσεις και την ένδεια που επέβαλε σε αυτόν η κατάστασή του.

Οι πρώτες του κλοπές χρονολογούνται από τα μαθητικά χρόνια της παιδικής του εκείνης ηλικίας. Ο μικρός Λουδοβίκος Ντομινίκ, έξαλλος για την ένδειά του και βλέποντας τους συμμαθητές του να σπαταλάνε αφειδώς τα χρήματά τους στην αγορά διαφόρων πραγμάτων, άρχισε να επισκέπτεται τα μικρομάγαζα της συνοικίας του και να κλέβει ρετσίνες, καθαρή βενζίνη για τζίνα, τσιγάρα, μαρκαδοράκια για ταγκιές και τσοντοπεριοδικά. Πήρε αμέσως θάρρος από την ευκολία με την οποία διέπραττε τις μικροκλοπές αυτές και, όταν είδε ότι δεν συλλαμβάνεται και δεν τιμωρείται, φρόντισε να κλέψει το γεμάτο πορτοφόλι ενός νεαρού πλουσιότατου συμμαθητή του. Η κλοπή αυτή αποκαλύφθηκε όμως και ο μικρός Ντομινίκ εκδιώχθηκε κακήν κακώς από το κολλέγιο.

Αυτό που είναι σχεδόν βέβαιο, είτε πρόκειται πράγματι για κλοπή πορτοφολιού από την τσέπη πλούσιου συμμαθητή του είτε για κάτι παρόμοιο, είναι ότι ο Ντομινίκ, όταν ήταν δεκατεσσάρων ετών, υπέπεσε σε κάποιο βαρύ πταίσμα, το οποίο προκάλεσε δριμύτατες παρατηρήσεις εκ μέρους του πατέρα του, του έντιμου συνεργειά, ο οποίος δεν αστειευόταν στο κεφάλαιο της τιμιότητας. Η επίπληξη αυτή είχε ως αποτέλεσμα τη δραπέτευση από την πατρική του οικία, αποφασισμένος να μην επανέλθει πλέον σε αυτή. Με άλλα λόγια, ο Ντομινίκ, τρέμοντας την πατρική οργή και τιμωρία, αποφάσισε να μην επιστρέψει στο σπίτι του.

Και χωρίς αμφιβολία, ο μικρός κλέφτης δεν θα επέμενε περισσότερο από σαράντα οχτώ ώρες στην απόφαση του αυτή, εάν κατά τύχη δεν συναντούσε μια ομάδα κάγκουρων που τον περισυνέλεξαν και με τους οποίους έζησε επί τρία έτη έναν αλλόκοτο πλάνητα βίο. Είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς τι διδάχθηκε ο μικρός Ντομινίκ μέσα στον όμιλο αυτό. 

Αυτά είναι όλα τα στοιχεία για την εκπαίδευση του Λουδοβίκου Ντομινίκ, εκπαίδευση που τόσες συζητήσεις είχε γεννήσει.

(Η συνέχεια το επόμενο Σάββατο…)

Τα απομνημονεύματα του διάσημου αστυνομικού φον Κολοκοτρώνη X

Όταν μπήκε στο εμποροραφείο του Πρίντεζη, στο κεντρικότερο σημείο των Χαυτείων, οι υπάλληλοι μόλις άναβαν τα φώτα, ετοιμαζόμενοι να δεχτούν τους καλύτερους πελάτες του φημισμένου εκείνου καταστήματος, οι οποίοι, επιστρέφοντες από τα γραφεία τους, έβρισκαν την ευκαιρία να κάνουν και τις παραγγελιές τους στον εκλεκτό καλλιτέχνη με το ψαλίδι της τελευταίας πάντοτε μόδας.

Η πελατεία ήταν ακόμα αραιά εκείνη τη στιγμή και ο εμποροράφτης ανέλαβε να περιποιηθεί μόνος του τον κομψό αλλά άγνωστό του πελάτη, ο οποίος για πρώτη φορά ερχόταν στο κατάστημά του.

«Εννοώ να σας περιποιηθώ μόνος μου!» του είπε με τόνο φιλικό.

«Μα γιατί να παίρνεται αυτό τον κόπο;»

«Τι λέτε! Είναι ευχαρίστηση για μενα! Μου αρέσετε και πρέπει να σας ντύσω με το μεγαλύτερο γούστο και σικ!»

Ο Ντοτόρος δεν αντέτεινε περισσότερο και ο ράπτης άρχισε να του επιδεικνύει μια ατελείωτη ποικιλία υφασμάτων αγγλικών, από τα στερεότερα και τα πλέον μοντέρνα.

«Κόψετέ μου μια φορεσιά από αυτό», είπε ο λωποδύτης με αδιαφορία και αφέλεια, τα δυο αυτά χαρακτηριστικά γνωρίσματα των εκ γενετής αρχοντομαθημένων και πλουσίων ανθρώπων.

Ο ράπτης έκοψε το ύφασμα και του πήρε τα μέτρα.

Τη στιγμή όμως εκείνη, τα βλέμματα του Ντοτόρου, περιπλανώμενα από γωνία σε γωνία, έπεσαν σε μερικά κοστούμια, τα οποία ήταν κρεμασμένα σε μια ψηλή ραβδωτή κρεμάστρα, και ιδίως σε ένα απαστράπτον φράκο, το οποίο κατείχε την πρώτη θέση μεταξύ αυτών.

«Μπορώ να δοκιμάσω αυτό το φράκο;» ρώτησε.

«Πολύ ευχαρίστως!»

Εν ριπή οφθαλμού, το φράκο είχε περιβάλει το σώμα του κατά τον πλέον θαυμαστό και τέλειο τρόπο.

«Ούτε παραγγελία να το είχατε!» ψιθύρισε ο ράπτης.

«Είδατε;» είπε ο λωποδύτης.

Και μετά από μικρή σιωπή πρόσθεσε:

«Είναι παραγγελία;»

«Μάλιστα».

«Τίνος είναι;»

«Είναι του κυρίου Βάρβογλη. Είναι υποψήφιος υπουργός Δικαιοσύνης και για αυτόν ακριβώς το σκοπό το παρήγγειλε».

«Μπα! Και γιατί δεν το πήρε;»

«Σήμερα μόλις τελείωσε».

«Α! Έτσι;»

«Μάλιστα! Και θα του το στείλω αύριο».

«Αύριο;»

Ο Ντοτόρος στύλωσε τα βλέμματά του επί του παρισινού τεχνίτη και ξέσπασε σε ένα γέλιο αυθόρμητο.

«Και τι με ενδιαφέρει εμένα πότε θα το παραδώσετε το φράκο! Γιατί μου το λέτε! Γιατί σας ρωτάω!»

«Ε, χρειάζεται και λίγη κουβέντα.»

Ένα άλλο κοστούμι πρόβαλε τώρα στη ραβδωτή κρεμάστρα. Θαυμάσιο κοστούμι, χρώματος μπλε μαρέν. Ο Ντοτόρος προσποιήθηκε ότι δεν μπόρεσε να συγκρατήσει την περιέργειά του και, παρότι είχε κάνει την προηγούμενη παρατήρηση, την ώρα που έβγαζε το φράκο, είπε στον ράπτη:

«Μπορώ να προβάρω κι εκείνο το κοστούμι;»

«Ευχαρίστως! Είναι και αυτό παραγγελία. Είναι του κυρίου Ιωάννου».

Ο Ντοτόρος πρόβαρε και το άλλο κοστούμι, με το οποίο και αυτός και ο τεχνίτης έμειναν κατενθουσιασμένοι. Του πήγαινε καλούπι στο σώμα του.

«Α! Ομολογουμένως, ράβετε θαυμάσια!» είπε ο λωποδύτης. «Είστε άξιος συγχαρητηρίων!» Και έβγαλε το ξένο κοστούμι, για να φορέσει τα ρούχα του.

«Με κολακεύετε», είπε ο ράφτης.

«Είναι η αλήθεια!»

«Σας βεβαιώ ότι θα μείνετε πολύ ευχαριστημένος!»

«Δεν αμφιβάλλω γι’ αυτό.»

«Μείνετε ήσυχος!»

«Και τώρα, τι σας οφείλω;»

«Είκοσι πέντε δραχμές μόνο, ως προκαταβολή.»

Ο Ντοτόρος άνοιξε το χαρτοφυλάκιό του και του μέτρησε πενήντα δραχμές.

«Ω, μα είναι πολλά!» είπε ο ράπτης.

«Τι σημασία έχει;» απάντησε ο λωποδύτης με ύφος προσποιητής μετριοφροσύνης. «Θα το πληρώσω που θα το πληρώσω!»

Μετά από λίγες ακόμα τυπικές κουβέντες, ο Ντοτόρος εξαφανίσθηκε, αλλά τα μεσάνυχτα, την ώρα που τα Χαυτεία ήταν πενταέρημα και μια ψιλή βροχή ανάγκαζε τους καθυστερημένους να επιστρέψουν με τα μόνιππά τους στο σπίτι, επανήλθε στον Πρίντεζη και με μια και μόνη κίνηση της θαυματουργού σιδηράς του ράβδου έσπασε την κλειδαριά, μπήκε μέσα και, χωρίς καθόλου να ενοχληθεί, πήρε το φράκο του Βάρβογλη και το κοστούμι του Ιωάννου και επανήλθε με δυο πηδήματα στο διαμέρισμα της οδού Θεμιστοκλέους.     

Την επόμενη Τετάρτη στο red n’ noir: 

Τα ασπρόρουχα της Ρουμάνας και τα μυρωδικά του Όφμαν | Τα λούσα της ερωμένης | Η «Αγία Σοφία» του Βουγά και η αναπόδραστη σύλληψη