Αρχική Blog Σελίδα 26

Τα απομνημονεύματα του διάσημου αστυνομικού φον Κολοκοτρώνη

Ο φον Κολοκοτρώνης είναι ο τέλειος αστυνομικός υπάλληλος. Άνδρας ευφυέστατος, ευρείας μόρφωσης, κάτοχος της γερμανικής και της γαλλικής γλώσσας, ο οποίος έζησε επί πολλά χρόνια στο Βερολίνο και το Παρίσι, είναι ένας τύπος ισχνού και μάλλον καχεκτικού άνδρα, που χωλαίνει ελαφρώς από το ένα πόδι, μετρίου αναστήματος, με μικρούς οφθαλμούς που στριφογυρίζουν αέναα μέσα στις κόγχες τους. Έχει ένα λεπτό μουστάκι με ελαφρύ μαυριδερό χρώμα, που δίνει στο πρόσωπό του ένα τόνο μελαγχολίας, εμβρίθειας και σκέψεως, εκ παραλλήλου προς την περιφρόνηση των κινδύνων και την εξαιρετική τόλμη.

Από τα πρώτα χρόνια της πρόσληψής του στην υπηρεσία της αστυνομίας της πρωτεύουσας, έγιναν αμέσως καταφανή τα εξαιρετικά προσόντα του και πολλές φορές τιμήθηκε από τους ανωτέρους του για τα δείγματα της άφθαστης δραστηριότητας την οποία ανέπτυξε και του ζήλου του προς το καθήκον. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, μετά από κάποια χρόνια, προήχθη στη θέση του υποδιευθυντή και αργότερα του διευθυντή της καταδίωξης Αθηνών. Απέσπασε την εμπιστοσύνη των τότε κυβερνήσεων και κατόρθωσε να σαρώσει τα κακοποιά στοιχεία της πρωτεύουσας και να τρομοκρατήσει εκείνους των οποίων δεν πέτυχε τη σύλληψη.

Η εξιχνίαση των βαλαντιοτόμων και των αλητών, των αυτοχθόνων ή παρεπιδημούντων λωποδυτών ανήκει κατά πολύ στον φον Κολοκοτρώνη. 

Όπως κανείς δεν μπορεί να υπεισδύσει στο αχανές κράτος των Τσάρων χωρίς να λάβει γνώση η τρομερή ρωσική αστυνομία, έτσι, κατ’ αναλογία, μπορεί κανείς να πει για τον φον ότι δεν είναι δυνατόν να αποβιβαστεί στον Πειραιά λωποδύτης χωρίς να τον πάρει μυρωδιά. Στέκεται με το σκύλο του στην προκυμαία, επισκοπεί τους αποβιβαζόμενους και το μεφιστοφελικό του πρόσωπο λούζεται από τις ακτίνες του αγαθού, περίεργου ή φιλόφρονα νοικοκύρη, όταν υποπτευθεί κάποιον. Του προσφέρει τσιγάρο, καφέ και τέλος τη φιλοξενία του στα αναπαυτικά υπόγεια της αστυνομίας.

Στο ενεργητικό του αναφέρονται πάνω από εκατόν πενήντα μυστηριώδεις υποθέσεις εγκλημάτων, δολοφονιών, κλοπών, διαρρήξεων, απαγωγών, τις οποίες κατόρθωσε να διαλευκάνει με κεραυνοβόλο δραστηριότητα και επιδεξιότητα καταπληκτική.

Το μικρό γραφείο του βρίσκεται στην ανατολική γωνία της αστυνομικής υποδιευθύνσεως. Στον τοίχο είναι αναρτημένοι πίνακες αφίξεων και αναχωρήσεων ατμόπλοιων, σιδηροδρόμων και μύριες άλλες ιερογλυφικές σημειώσεις, έντυπες ή χειρόγραφες, πραγματικός λαβύρινθος. Πάνω στο γραφείο του κείτεται ένα σημειωματάριο δεμένο κομψά με δέρμα μαροκινό, που τα χρυσά κεφαλαία γράμματα στο εξώφυλλό του φανερώνουν τον τίτλο του: Η Μελανή Βίβλος. Η βίβλος αυτή έχει πάχος μόλις τέσσερα δάχτυλα. Μήκος έχει τριάντα εκατοστά και πλάτος δεκαπέντε εκατοστά του πήχη.

Δεν υπάρχει στην Αθήνα μικρός ή μεγάλος που να βρίσκεται σε όχι ανθηρές σχέσεις με τον νόμο και για τον οποίον να μην υπάρχουν μερικές γραμμές στο σημειωματάριο αυτό. Υπάρχουν επίσης τα ονόματα διακοσίων πενήντα έξι ενδόξων υποκειμένων που διήλθαν από την αστυνομική περιφέρεια του φον, η επιμελής προσωπογραφία τους, ο βίος και η ιστορία τους, οι σχέσεις και οι περίεργοι δεσμοί με άλλους μεγαλώνυμους κακοποιούς, οι άθλοι τους με κάθε λεπτομέρεια, ο τρόπος της σύλληψής τους, η διεύθυνση και η τελευταία διαμονή τους. Δεν πρόκειται για ένα βιογραφικό κομπολόι αλλά για ένα ψηφιδωτό εγκληματικών συμβάντων, που κατά τα έτη 1889-1903 συγκίνησαν την πόλη των Αθηνών.

Είναι ο μόνος ίσως αστυνομικός, ο οποίος κράτησε ημερολόγιο των πεπραγμένων του εκείνη τη δεκαετία και στο οποίο αναγράφει καθημερινώς, εκτός από τις λεπτομέρειες των διαφόρων υποθέσεων, και κρίσεις ακόμα ψυχολογικές επί των εγκληματιών για τις αφορμές που ώθησαν αυτούς στις πράξεις τους.

Ο Γεώργιος φον Κολοκοτρώνης λοιπόν, ένας από τους πρώτους διάσημους αστυνομικούς τους οποίους γνώρισε το ελληνικό κράτος των τελευταίων δεκαετιών του 19ου αιώνα, πεθαίνει στην Αθήνα κατά τα τέλη του 1904.

Το red n’ noir είναι στην ευχάριστη θέση να ανακοινώσει ότι, χάρη στην εξαντλητική αρχειοδιφική του σκαπάνη, κατάφερε να εντοπίσει αποσπάσματα του συγκεκριμένου σημειωματάριου, ή αλλιώς της Μελανής Βίβλου, του φον Κολοκοτρώνη. Τις σημειώσεις αυτές ζωντανεύει ο Νέστορας Βικέλ μέσα σε μια σειρά επεισοδίων, που θα δημοσιεύονται κάθε Τετάρτη και για 15 επεισόδια στο ηλεκτρονικό μας περιοδικό.

Η Γυναίκα με το όπλο: Ψιλή κουβέντα με τον Γιώργο Σερβετά

Αστοί γκάγκστερ, όχι ακριβώς μοιραίες ερωμένες, φιλόδοξοι μικροαστοί και η γυναίκα με το όπλο διασταυρώνουν τις ζωές, τα σχέδια και τα πυρά τους. Οι συσχετισμοί δύναμης θα καθορίσουν ωμά τις συνέπειες, χωρίς καμιά λυτρωτική ανατροπή. Φόντο, ένα από τα σταυροδρόμια του διεθνούς οργανωμένου εγκλήματος. Η Κύπρος. Αρχικά, ποια είναι η σχέση σου με την Κύπρο και γιατί την επέλεξες ως τόπο που διαδραματίζεται η ιστορία;

Την Κύπρο τη γνώρισα πρώτη φορά το 2009. Η Λεμεσός είναι η πόλη όπου βρέθηκε από τα τέσσερα και μεγάλωσε η σύντροφός μου και μητέρα του παιδιού μου, οπότε έχει γίνει μια πόλη αρκετά δική μου πια. Για μερικές εβδομάδες του δύσκολου 2012, είχε γίνει και η πόλη στην οποία σχεδιάζαμε να μείνουμε, κάτι που τελικά δεν έγινε.

Στην Κύπρο, είχα τη σπάνια εμπειρία να επισκεφθώ ένα μέρος, για το οποίο δεν είχα διαβάσει κανένα βιβλίο, δεν είχα δει καμία ταινία. Συνειδητοποίησα, κατά κάποιον τρόπο, πως οι ιστορίες είναι στην πραγματικότητα η ταυτότητα ενός μέρους και μιας κοινωνίας. Μου έδινε αυτό που είχα χάσει, το στοιχείο της έκπληξης, που δεν μπορείς να έχεις σε έναν κόσμο που, όσο μεγαλώνουμε και εκτιθόμαστε στις ιστορίες, μικραίνει. Την Κύπρο την είδα πρώτη φορά χωρίς μια τέτοια διαμορφωμένη αντίληψη, μόνο με μια θετική προδιάθεση, αυτή που έχει κανείς όταν σε έναν τόπο σε συστήνει αγαπημένο πρόσωπο. Επίσης, το γεγονός ότι ερχόμουν σε επαφή με τη χώρα σε μια εποχή που η Αθήνα ήταν στην πιο σκληρή και βίαιη εποχή που την έχει ζήσει η γενιά μου, έκανε την Κύπρο και τη Λεμεσό να μου είναι πολύ ευχάριστη, να φέρει την ανάμνηση μιας ήπιας, μικροαστικής και ευημερούσας κανονικότητας.

Πέρα από αυτήν την πολύ προσωπική εντύπωση, η Κύπρος ήταν και κάτι άλλο: ένα νησί πιο κοντά στη Μ. Ανατολή παρά στην Ευρώπη, που ξυπνά αναμνήσεις ενός λεβαντίνικου κοσμοπολιτισμού που έχει πια χαθεί από την περιοχή. Επίσης, ο τρόπος που έχει αναπτυχθεί η οικονομία της έχει διαμορφώσει ένα ανθρωπογενές τοπίο ιδανικό για μια αλλοτριωμένη ηρωίδα σαν τη δική μου. Ίσως ήταν ακριβώς αυτό, η έκθεσή της στους μη τόπους των αυτοκινητόδρομων, των κυριλέ πύργων και της ανοικοδόμησης για τουρίστες, που γέννησε έναν τέτοιο χαρακτήρα στο μυαλό μου. Το μέρος το αντιλαμβανόμουν όχι ακριβώς σαν κράτος, σαν μια πολιτική οντότητα, αλλά σαν ένα λούνα παρκ για τουρίστες και για επιχειρήσεις στα χρηματοοικονομικά.

Το έγκλημα διαπερνάει κάθετα την οικονομική πυραμίδα μόνο για να συσσωρεύσει τις συνέπειές του στη βάση της. Αυτό με έναν τρόπο συμβαίνει και στη γυναικά με το όπλο. Τα αναφερόμενα σε σχέση με τη διαπλοκή εγκληματικότητας, λευκού κολάρου και οργανωμένου εγκλήματος είναι αποτέλεσμα έρευνας, προσωπικής εμπειρίας, φαντασίας ή συνδυασμού τους;

Ευτυχώς, η άμεση προσωπική μου εμπειρία με έχει κρατήσει σε πιο ασφαλή πλαίσια. Από την άλλη, οι κανόνες που διέπουν τον κόσμο μας και τα νταραβέρια είναι κοινοί, τουλάχιστον στο εύρος που έχω κινηθεί και συναντήσει εγώ, οπότε πρόκειται σε κάποιο βαθμό και για μια προσαρμογή, μεγέθυνση της κλίμακας της δικής μου εμπειρίας πάνω στις ιστορίες που σκάλισα και που συνέλεξα. Για τη φαντασία, ακολουθώ το εξής αξίωμα, δικής μου έμπνευσης: αν κάτι είναι λογικό να γίνει, εξυπηρετεί τα συμφέροντα ή τους σκοπούς κάποιου και δεν υπάρχει κάποιος ανασταλτικός παράγοντας, τότε θα γίνει, όσο βίαιο, βρώμικο ή κάφρικο και αν είναι.

Η γυναίκα με το όπλο, αλλιώς Νατάσα, εμφανίζεται να έχει μπει σε έναν κόσμο τον οποίον περιφρονεί και ο οποίος έχει σαν στόχο την εξουσία και το χρήμα. Συγχρόνως, η ίδια δείχνει να υιοθετεί τις βασικές αξίες –φυσική βία, δύναμη, χρήμα, όπλα– ενός κόσμου που συγχρόνως περιφρονεί. Με τη βεβαιότητά της ότι μπορεί να τον ξεγελάσει ή να τον κερδίσει, επιχειρεί να τον αντιμετωπίσει με αυτά τα μέσα, ώστε να έχει πρόσβαση στα πλεονεκτήματα που αυτός ο κόσμος προσφέρει. Το ότι τελικά χάνει, θεωρείς ότι οφείλεται στο ότι χρησιμοποίησε αυτά τα μέσα με κάποιου είδους ρομαντισμό και αγνοώντας κάποιους κανόνες;

Όχι, θεωρώ ότι χάνει επειδή της λείπει το ηθικό υπόβαθρο που χρειάζεται κάποιος για να επιβιώσει σε αυτόν τον κόσμο. Δεν είναι ειλικρινής, έχει μπει σε έναν κόσμο για τον οποίο το χρήμα είναι πάνω από όλα ηθική, ένα σύστημα αξιών. Η Νατάσα έχει περισσότερη λογική παρά ηθική και η υποκρισία είναι κάτι που είναι εύκολο να το μυριστεί κανείς.  Την καφρίλα, την αναλγησία δεν φτάνει να την υπηρετείς, πρέπει να την αγαπάς. Για να ανελιχθείς, πρέπει κυρίως να είσαι “ένας από αυτούς”. Η Νατάσα δεν είναι και ταυτόχρονα δεν έχει επίγνωση της θέσης της, δεν μπορεί να αρκεστεί στη θέση του γελωτοποιού του βασιλιά, που είναι ένας από τους θεμιτούς ρόλους.

Για να απαντήσω και στο πρώτο σκέλος, δεν πιστεύω ότι  οι βασικές αξίες διαφοροποιούνται στα κοινωνικά στρώματα. Ή, ακριβέστερα, μπορεί να διαφοροποιούνται, αλλά το βασικό αξιακό σύστημα, το κυρίαρχο, είναι αυτό που διαμορφώνεται από αυτούς που μπορούν να το επιβάλλουν και αυτό διαμορφώνει και το όποιο πλαίσιο της επιτυχίας.

Διαφαίνεται ότι υπάρχει μια παλιά ιστορία, η οποία δεν εξηγείται ακριβώς. Υπήρχε κάποιος λόγος που έμεινε έτσι θολό;   

Ίσως επειδή «Η γυναίκα με το όπλο» αναπτύχθηκε ως σενάριο, χρειάστηκε να προσαρμοστεί σε μια τυπική φιλμική αφήγηση δύο ωρών. Ακόμα, το ενδιαφέρον μου βρισκόταν στην επίδραση του καινούριου κόσμου της. Το παρελθόν είναι σχετικά εξερευνημένο φιλμικά, χωρίς να θέλω να πω ότι είναι τετριμμένο, απλά δεν ήταν το σημείο του ενδιαφέροντός μου. Αυτό που κράτησα από αυτό είναι το στοιχείο της ιδεολογικής χρεοκοπίας, ή απλά ήττας, κάτι που θεωρώ ότι δεν είναι άγνωστος τόπος για έναν κόσμο της γενιάς μου στην Ελλάδα.

Είμαι σε θέση να γνωρίζω αυτήν την ιστορία και με αυτήν την άνεση κάνω την ερώτηση, καθώς στην «Γυναίκα με το όπλο» υπονοούνται κάποια πράγματα σε σχέση με το παρελθόν της Νατάσας, αν και δεν αναφέρονται αρκετά καθαρά. Υπονοείται κάποια εμπλοκή κατά το παρελθόν στον ένοπλο αγώνα. Πιστεύεις πως η λογοτεχνική αποτύπωση της στράτευσης κάποιας ή κάποιου στον αγώνα, και μάλιστα στη μορφή με τις πιο αμείλικτες συνέπειες, μπορεί να μην προϋποθέτει πάντοτε ένα χαρακτήρα ανιδιοτελή; Είναι εξίσου πιθανόν να προϋποθέτει ένα χαρακτήρα τυχοδιωκτικό, στα όρια του αστού ή και του γκάγκστερ. Γιατί, με έναν τρόπο, αυτή είναι η περίπτωση της Νατάσας.  

Νομίζω ότι οι ιστορίες μάς συγκινούν ή, εν πάσει περιπτώσει, κάποιες ιστορίες μάς συγκινούν επειδή υπάρχει ένα κοινό ψυχικό υπόβαθρο, ένας κυρίαρχος ανθρωπότυπος σε μια εποχή και σε μια κοινωνία. Νομίζω ακόμα, όπως μου φαίνεται ότι είπα με άλλα λόγια πριν, ότι η κυρίαρχη ιδεολογία διαπερνά ολόκληρο τον κοινωνικό ιστό. Ότι αυτό είναι κάτι που κατασκευάζεται κυρίως από την απτή πραγματικότητα και όχι από τη βούληση των υποκειμένων. Από την άλλη, η δυνατότητα της εξέγερσης δεν προϋποθέτει, στην πραγματικότητα σχεδόν δεν σχετίζεται με την απεμπόληση του κυρίαρχου ηθικού κώδικα. Με κάποια αναλογία, τα βίαια ρεύματα αιρετικών του μεσαίωνα που δεν αρνούνταν τον χριστιανισμό δεν ήταν λίγο ακίνδυνα για την τότε άρχουσα τάξη. Πιστεύω ότι και οι εξεγερμένοι του σήμερα δεν θα είναι έξω από τα πλαίσια της επίσημης θρησκείας μας, του ατομισμού, και δεν υπάρχει κάτι ριζικά κακό σε αυτό.

Εξάρχεια. Ποια η σχέση σου με αυτά, καθώς αναφέρονται κάποιες φορές, παρότι το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας διαδραματίζεται στην Κύπρο.

Ζω εδώ. Είναι ένα μέρος με ισχυρή ταυτότητα, που, όπως όλες οι ταυτότητες, διαμορφώνεται και από τις προσδοκίες των απ’ έξω. Γινόμαστε πάντα λίγο και από αυτό που οι άλλοι περιμένουν να είμαστε.

Η Νατάσα είναι μια πολύ δυναμική προσωπικότητα με αυτοπεποίθηση τέτοια που, λόγω της υπερεκτίμησης των δυνάμεών της, καταλήγει στην καταστροφή. Γιατί επέλεξες γυναικά σε αυτό το ρόλο; Από πού προέκυψε η βασική ιδέα αυτής της ηρωίδας;

Μάλλον επειδή προτιμώ να περνώ το χρόνο μου, το χρόνο πάνω από το λάπτοπ όσο διαρκεί η συγγραφή, με μια γυναίκα στο μυαλό μου. Και ίσως και για κάτι ακόμα: νομίζω ότι στα πλαίσια μιας κοινωνίας που διαμορφώνει διακριτούς ρόλους, οι γυναίκες είναι λιγότερο εκπαιδευμένες στην υποταγή. Η κοινωνική ένταξη των ανδρών περιλαμβάνει ένα ολόκληρο πλέγμα μηχανισμών με στόχο την εμπέδωση της ιεραρχίας, από το ποδόσφαιρο μέχρι τον στρατό. Ο ρόλος της Νατάσας, στην πραγματικότητα κάθε ρόλος που με έχει ενδιαφέρει ως τώρα, έχει να κάνει με ανθρώπους οριακά μή ενταγμένους, με ανθρώπους με κάποια ελλιπή εκπαίδευση όσον αφορά την ιεραρχία, αλλεργικούς στην υποταγή.

Η πρώτη απαγωγή στη μεταπολιτευτική Αθήνα

1η Ιανουαρίου 1978

Η οικογένεια του σαραντατετράχρονου λιβανέζου επιχειρηματία Ζεΐν Μόναχ περνάει ώρες φοβερής αγωνίας στο σπίτι της, στην οδό Ζαμάνου 8 στη Γλυφάδα. Καρφωμένοι δίπλα στο τηλέφωνο, άυπνοι και ταλαιπωρημένοι, μετρούν τις ώρες. Το τελευταίο από τα έξι παιδιά της οικογένειας, ο Φαρούκ Μόναχ, ετών οχτώ, απήχθη από αγνώστους, μεταξύ των ωρών 14:00 και 17:00 της Παρασκευής 30 Δεκεμβρίου, ενώ έπαιζε αμέριμνος στον κήπο του σπιτιού του. Οι απαγωγείς ζητούν το αστρονομικό ποσό των 37 εκατομμυρίων δραχμών.

Ο πατέρας του Φαρούκ έχει υψώσει ένα αδιαπέραστο τείχος σιωπής γύρω του και εκτός από την κατάθεση που έδωσε στους αξιωματικούς της Χωροφυλακής δεν δέχεται να δει κανέναν άλλον. Βρίσκεται συνεχώς σε επαφή με τη Χωροφυλακή και την πρεσβεία του Λιβάνου, από όπου προσπαθεί να πάρει πληροφορίες για την τύχη του παιδιού του. Έξω από τη βίλα που μένει η οικογένεια του μικρού Λιβανέζου, χωροφύλακες με πολιτικά περιπολούν συνεχώς και ελέγχουν εκείνους που πλησιάζουν. Μέσα στο σπίτι άλλοι αστυνομικοί έχουν παγιδέψει το τηλέφωνο και περιμένουν και αυτοί το μήνυμα των απαγωγέων.

Από τα ανοιχτά παράθυρα του ισογείου φαίνονταν στο εσωτερικό του σπιτιού οι φιγούρες πέρα δώθε που κάπνιζαν συνέχεια. Μια συγγενής στην πόρτα της κουζίνας λέει στους δημοσιογράφους:

«Η αγωνία όλων είναι μεγάλη. Κανείς δεν ξέρει τίποτα για την τύχη του Φαρούκ. Οι γονείς του παιδιού είναι φοβερά ταραγμένοι και με δυσκολία στέκονται στα πόδια τους. Δεν θέλουν να τους ενοχλήσετε».

«Από πότε έχουν να σας τηλεφωνήσουν οι απαγωγείς;» επιμένουν στις ερωτήσεις τους οι δημοσιογράφοι.   

«Τελευταία φορά μας πήραν στις 9:00 το πρωί και επιμένουν να τους δώσουμε λύτρα για να μας φέρουν πίσω το παιδί».

«Και εσείς τι θα κάνετε;»

«Δεν ξέρω, αφήστε με, αυτό είναι δουλειά των γονέων του Φαρούκ».

Ο Φαρούκ Μόναχ εγκαταστάθηκε στο σπίτι της οδού Ζαμάνου πριν από δυο μήνες περίπου. Πρώτα έμενε σε άλλο σπίτι, πάλι στην περιοχή της Γλυφάδας. Από τους γείτονες του Μόναχ κανείς δεν ξέρει ακριβώς τι δουλειά κάνει. Οι πιο πολλοί γνωρίζουν ότι είναι έμπορος που ασχολείται με εισαγωγές και εξαγωγές. Κάποιος όμως που τον ήξερε καλύτερα μας αποκάλυψε ότι είναι μέτοχος ή ιδιοκτήτης πετρελαιοπηγών και φυσικά εκατομμυριούχος.

Ο κηπουρός της βίλας που μένει ο κύριος Μιχάλης Γαμπιράκης είναι και ο τελευταίος άνθρωπος που είδε τον οχτάχρονο Λιβανέζο Φαρούκ πριν τον απαγάγουν οι άγνωστοι:

«Ήταν γύρω στις 12:30, όταν βγήκε από το σπίτι του για να παίξει έξω. Εκείνη την ώρα βρισκόμουν στον κήπο και σκάλιζα τα λουλούδια. Για λίγο τον έχασα, αλλά φυσικά δεν έδωσα σημασία. Λίγο αργότερα επέστρεψε σπίτι του, πήρε ένα κουβαδάκι και πήγε στην ελιά που είναι έξω από την αυλή για να μαζέψει όσες έχουν πέσει κάτω. Στις 14:00 εγώ έφυγα από το σπίτι. Πέρασα από μπροστά του και τον χαιρέτησα. Εκείνος γύρισε, με είδε και χαμογέλασε. Σήμερα το πρωί που ήρθα ξανά έμαθα ότι τον απήγαγαν».

«Μήπως φεύγοντας είδατε κανένα αυτοκίνητο να περιμένει κάπου εκεί κοντά με αναμμένη μηχανή ή κάποιον που σας φάνηκε ύποπτος;»

«Όχι, δεν πρόσεξα. Βέβαια αυτοκίνητα υπήρχαν σταθμευμένα, αλλά κανένα δεν μου κίνησε υποψίες».

«Στο παρελθόν ο πατέρας του παιδιού είχε εκφράσει φόβους για την τύχη του ή πίστευε ότι απειλείται η ζωή του;»

«Δεν νομίζω. Εγώ τουλάχιστον δεν είχα ακούσει τίποτα τέτοιο».      

Από αστυνομικής πλευράς διατυπώνεται η άποψη ότι οι απαγωγείς δεν είναι Έλληνες. Την ίδια στιγμή ο παλαιστίνιος εκπρόσωπος δήλωσε από τη Βηρυτό ότι το αντάρτικο παλαιστινιακό κίνημα δεν έχει καμία σχέση με την απαγωγή του γιου πλούσιου Λιβανέζου που έγινε στην Αθήνα. Ο εκπρόσωπος πρόσθεσε: «Αποκλείεται να υπάρχει σχέση μεταξύ των παλαιστινιακών δυνάμεων και της απαγωγής».

4 Ιανουαρίου 1978

Συλλαμβάνονται στο κρησφύγετό τους στο Περιθώρι Ακράτας οι δύο από του τρεις απαγωγείς του μικρού Λιβανέζου Φαρούκ Ζεΐν Μόναχ. Πρόκειται για τον Θεόδωρο Ε. Τσαβαλιά, σαράνατα έξι χρόνων, από τα Σελινιάτικα Αγίου, υπάλληλο σούπερ μάρκετ στη Ρόδο, και τον τριανταεξάχρονο έμπορο φρούτων Αριστοτέλη Β. Κορμπίλα, συμπατριώτη του εγκέφαλου της απαγωγής. Ανακρίνονται για να αποκαλύψουν τους λόγους της απαγωγής και τους συνεργάτες τους.

Ο τρίτος δράστης, ο επιχειρηματίας Π. Εμ. Καρζής, εγκέφαλος της σπείρας, αρχηγός και οργανωτής της απαγωγής, παραμένει ακόμα ασύλληπτος. Είναι τριάντα οχτώ ετών και κατάγεται από το Παρθένι Αρκαδίας. Είναι απόφοιτος της Ανωτάτης Εμπορικής Σχολής, μέτοχος σε δύο σούπερ μάρκετ στη Ρόδο και στην Αργυρούπολη Γλυφάδας και ιδιοκτήτης πτηνοτροφείου στην Τρίπολη. Τα πραγματικά κίνητρα διερευνούνται από τις αστυνομικές αρχές, μολονότι οι δύο συλληφθέντες επιμένουν ότι ήταν η είσπραξη των λύτρων. Η σύλληψη του επιχειρηματία αρχηγού, που αναμένεται από ώρα σε ώρα, θα φωτίσει πλήρως και το ερώτημα αυτό.

Ο μικρός Φαρούκ, όπως διαπιστώθηκε, μεταφέρθηκε στο χωριό Περιθώρι, κοντά στην Ακράτα Πελοποννήσου, σε μια αγροικία που ανήκει στη μητέρα του Θεόδωρου Τσαβαλιά. Παρότι δεν είναι ακριβώς γνωστές οι κινήσεις των απαγωγέων, πιστεύεται ότι στο Περιθώρι έμειναν μόνο ο Θεόδωρος Τσαβαλιάς με τον Αριστοτέλη Κορμπίλα. Ο Παναγιώτης Καρζής επέστρεψε στην Αθήνα και άρχισε τις τηλεφωνικές επαφές με τη μητέρα του μικρού. Τηλεφώνησε αρχικά στις 16:30 και ζήτησε τον Ζεΐν Μόναχ. Του είπαν ότι κοιμάται και εκείνος δεν ανέφερε τίποτα για την απαγωγή. Το απόγευμα της Παρασκευής στις 17:20, έκανε δεύτερο τηλεφώνημα. Σε σπαστά αγγλικά είπε στη μητέρα του μικρού πως ήθελε να μιλήσει με τον σύζυγό της. Και όταν εκείνη τον ρώτησε πώς λέγεται, απάντησε: «Δεν έχω όνομα».

Στις 21:00 ο Καρζής τηλεφώνησε και πάλι και είπε στη μεγαλύτερη,  ηλικίας δεκαεφτά ετών, αδερφή τού Φαρούκ στα αγγλικά:

«Έχετε χάσει το παιδί σας. Είναι μαζί μας και είναι καλά. Είμαστε Παλαιστίνιοι και θέλουμε 1 εκατομμύριο δολάρια μετρητά. Προσέξετε. Δεν θα πείτε στην Αστυνομία τίποτα αν θέλετε να ξαναδείτε το παιδί σας ζωντανό. Θα σας ξαναπάρουμε αύριο στις 9:00 το πρωί για να κανονίσουμε τις λεπτομέρειες για την παραλαβή των χρημάτων».

Μετά από αυτό ο Ζεΐν Μόναχ κατέφυγε στη Χωροφυλακή και κατήγγειλε την απαγωγή. Στις 23:00 της Παρασκευής, ο Καρζής έκανε κι άλλο τηλεφώνημα και διαβεβαίωσε πως το παιδί ήταν καλά και ζήτησε πάλι 1 εκατομμύριο δολάρια. Το ίδιο συνέβη και στις 9:00 το πρωί του Σαββάτου. Τότε ο πατέρας τού είπε ότι δεν μπορούσε να βρει μετρητά, γιατί οι τράπεζες ήταν κλειστές και δεν θα άνοιγαν πριν από την Τρίτη. Ακολούθησαν δύο ακόμα τηλεφωνήματα στις 10.45 και στις 12.30. Σε αυτά ο Καρζής επέμεινε στην καταβολή των λύτρων, αλλά περιόρισε το ποσό από 1 εκατομμύριο σε 500 χιλιάδες ή τουλάχιστον σε εγγύηση ότι θα του έδιναν τα λεφτά την Τρίτη. Ο λιβανέζος έμπορος δέχθηκε να δώσει οποιαδήποτε εγγύηση και περίμενε να την προσδιορίσει ο άγνωστος απαγωγέας. Έτσι εξελίχθηκαν τα πράγματα μέχρι τις 14:00 το μεσημέρι του Σαββάτου, οπότε ο απαγωγέας άλλαξε στάση. Ζήτησε από τον Μόναχ να πει στη Χωροφυλακή ότι είχε μαλώσει και είχε δείρει το παιδί του κι εκείνο έφυγε και διανυκτέρευσε σε ένα φιλικό σπίτι. Ταυτόχρονα, υποσχέθηκε πως θα άφηνε το παιδί εντός της ημέρας. Ο Μόναχ δέχθηκε και περίμενε την απελευθέρωση του γιου του. Επακολούθησαν τρία ακόμα τηλεφωνήματα του Καρζή στις 18:00, στις 19:20 και στις 20:00 με παζάρια για την απομάκρυνση της Χωροφυλακής.

Στη 1:40 τη νύχτα του Σαββάτου, ο Καρζής έκανε το τελευταίο τηλεφώνημα. Πληροφόρησε τον πατέρα ότι άφηνε το παιδί του κοντά στο ζαχαροπλαστείο «Κιν Σοπ». Ο Μόναχ, συνοδευόμενος από τη Χωροφυλακή και τη σύζυγό του, έφτασε εκεί και πράγματι συνάντησε το παιδί του σώο. Παρολαυτά, οι έρευνες συνεχίστηκαν και η Χωροφυλακή κατάφερε να εντοπίσει το αυτοκίνητο της απαγωγής, ένα κοκκαλί-κίτρινο Τογιότα με αριθμό κυκλοφορίας ΡΚ 1284 και να δώσει σήμα αναζητήσεων. Το αυτοκίνητο αυτό βρέθηκε λίγες ώρες μετά εγκαταλελειμμένο στην οδό Σάμου 7, κοντά στο σταθμό Λαρίσης. Λίγο πριν, στις 22:00 το βράδυ της Δευτέρας, συνελήφθη στη Ρόδο ο πρώτος από τους απαγωγείς Αριστοτέλης Κορμπίλας και μετήχθη από αξιωματικούς της Ασφάλειας Προαστίων στη Αθήνα. Έπειτα συνελήφθη στην Τρίπολη και ο Θεόδωρος Τσαβαλιάς, ο οποίος μετήχθη αργά τη νύχτα στην Αθήνα.

Ο Κορμπίλας, ανακρινόμενος από την Ασφάλεια Προαστίων, ομολόγησε την απαγωγή και υπέδειξε το κρησφύγετο στο Περιθώρι της Ακράτας, όπου μετέφεραν τον μικρό Λιβανέζο. Η ανάκριση των δύο συλληφθέντων συνεχίστηκε, ενώ συγχρόνως αναμενόταν η σύλληψη και του Π. Καρζή, γύρω από τον οποίο ο κλοιός στένευε συνεχώς.

Από την ανάκριση προέκυψε ότι ο Π. Καρζής είχε νοικιάσει το διαμέρισμα-κρησφύγετο ήδη από τον Σεπτέμβριο, με σκοπό να διαπράξει σειρά απαγωγών. Μέσω ενός Αιγύπτιου, πληροφορήθηκε ότι ο λιβανέζος έμπορος Ζεΐν Μόναχ, με τον οποίο είχε επαγγελματική γνωριμία από τον Οκτώβριο, είναι πολύ πλούσιος και έτσι τον επέλεξε ως πρώτο θύμα του, φροντίζοντας αμέσως να μπει στον κύκλο του για να παρατηρήσει τις συνήθειές του.

Στα μέσα του Δεκεμβρίου περίπου, μίλησε στον υπάλληλό του Θεόδωρο Τσαβαλιά και τον φίλο και συμπατριώτη του Αριστοτέλη Κορμπίλα και τους έπεισε ότι μπορούσαν να κερδίσουν πολλά εκατομμύρια δραχμές. Έτσι άρχισαν να παρακολουθούν το σπίτι του λιβανέζου εμπόρου.

Για τις ανάγκες της παρακολούθησης, που κράτησε ένα περίπου μήνα και γινόταν διακριτικά και με κάθε προφύλαξη για να μην υποψιαστεί η οικογένεια ή οι περίοικοι ότι κάτι ύποπτο συμβαίνει, η σπείρα  χρησιμοποιούσε συνήθως το Τογιότα του Καρζή.

Όταν πια θεώρησαν πως είχαν προβλέψει κάθε λεπτομέρεια του εγχειρήματος, αποφάσισαν την πραγματοποίησή του στην πρώτη ευκαιρία που θα τους δινόταν. Η ευκαιρία αυτή δόθηκε το απόγευμα της περασμένης Παρασκευής, όταν ο μικρός Φαρούκ βρέθηκε να παίζει στο δρόμο στην οδό Ζαμάνου έξω από το σπίτι του.

Μόλις ολοκληρώθηκε το πρώτο μέρος της αρπαγής και ενώ οι τρεις με τον μικρό όμηρό τους κατευθύνονταν στο νοικιασμένο διαμέρισμα, ο μικρός άρχισε να διαμαρτύρεται και να φωνάζει. Αυτό έκανε του απαγωγείς να σκεφτούν ότι στο διαμέρισμα θα γινόταν αντιληπτή η παρουσία του παιδιού. Τότε ο Τσαβαλιάς πρότεινε να τον μεταφέρουν στο σπίτι της μητέρας του στο Περιθώρι Ακράτας, όπως και έγινε.

Σε κανένα από τα μέλη της σπείρας δεν πέρασε από το μυαλό η σκέψη ότι μετά την απαγωγή θα μεσολαβούσε τριήμερο και οι τράπεζες θα ήταν κλειστές, οπότε ο πλούσιος λιβανέζος έμπορος δεν θα μπορούσε να βρει το υπέρογκο ποσό του 1 εκατομμυρίου δολαρίων.

Το βράδυ της σύλληψης των δύο πρώτων δραστών, ο Λιβανέζος έμπορος Ζεΐν Μόναχ με τη σύζυγό του και τον μικρό Φαρούκ πήγαν στην Ασφάλεια Προαστίων. Εκεί οι αξιωματικοί έβαλαν τους δράστες ανάμεσα σε τέσσερις χωροφύλακες με πολιτικά και ζήτησαν από το παιδί να αναγνωρίσει τους απαγωγείς του. Ο μικρός τους αναγνώρισε αμέσως.

«Με γνωρίζατε πριν την απαγωγή;» ρώτησε ο λιβανέζος έμπορος τους απαγωγείς.

«Όχι», απάντησαν εκείνοι. «Ο Καρζής μάς μίλησε για εσάς».

«Γιατί πήρατε το παιδί μου; Τι θα το κάνατε;» ξαναρώτησε ο πατέρας.

«Σας ζητούμε συγγνώμη. Ήταν μια απερισκεψία. Τώρα το μετανιώσαμε», είπαν εκείνοι. «Δεν θα του κάναμε κακό».

5 Ιανουαρίου 1978

Μεταξύ 9:00 και 10:00 το πρωί εμφανίζεται στην Ασφάλεια Προαστίων ο εγκέφαλος της απαγωγής Π. Καρζής. Τον συνοδεύει ο δικηγόρος Τριπόλεως κύριος Ορφανόπουλος, ο οποίος και αποκαλύπτει στους έκπληκτους αστυνομικούς την ιδιότητα του πελάτη του πριν προφτάσουν να συνέλθουν και να τον αναγνωρίσουν. Αμέσως ο ταξίαρχος διοικητής της Ασφάλειας Προαστίων κ. Ι. Παπαναστασίου με τον προϊστάμενο κοινού εγκλήματος συνταγματάρχη Κύρθο Α. Χρα και τον ταγματάρχη Οδ. Κούκο τον παραλαμβάνουν και αρχίζουν να τον εξετάζουν. Έτσι αποκαλύπτεται ότι ο Καρζής κρυβόταν όλες αυτές τις μέρες σε φιλικό σπίτι στην Τρίπολη. Από εκεί παρακολουθούσε από τις εφημερίδες την πορεία των ερευνών για την ανεύρεσή του και αποφάσισε να παραδοθεί πιστεύοντας πως δεν μπορούσε να διαφεύγει επ’ άπειρον. Ειδοποίησε τότε τον γνώριμό του δικηγόρο και πήγαν στην Αθήνα να παραδοθεί. Το πρώτο ερώτημα που τέθηκε ήταν το αν παραδέχεται την πράξη του. Αβίαστα και χωρίς δισταγμό, ο Καρζής παραδέχτηκε ότι εκείνος συνέλαβε την ιδέα της απαγωγής και κατέστρωσε το σχετικό σχέδιο. Για τους συντρόφους είπε ότι εκείνος είναι υπεύθυνος και ότι τους παρέσυρε.

«Δεν με ενδιέφεραν τα λύτρα. Ήθελα να χτυπήσω τις κοινωνικές αδικίες», δήλωσε.

Υποστήριξε ότι έμαθε συμπτωματικά πως ο λιβανέζος έμπορος Ζεΐν Μόναχ είχε στην κατοχή του δισεκατομμύρια δολάρια. «Το χρυσάφι έρεε πακτωλός», είπε χαρακτηριστικά. «Η περιουσία του ήταν αμύθητη». Υποστήριξε ότι τότε συναισθάνθηκε την κοινωνική αδικία και πρόσθεσε πως του μπήκε η ιδέα να αποσπάσει από τον Λιβανέζο μερικά από τα πλούτη του. Έτσι αποφάσισε να οργανώσει την απαγωγή του μικρού γιου του, του Φαρούκ, και να ζητήσει για λύτρα 1 εκατομμύρια δολάρια, δηλαδή 37 εκατομμύρια δραχμές.

«Ήθελα να νιώσω επίσης τη συγκίνηση μιας μεγάλης περιπέτειας», συμπλήρωσε. Και μίλησε για τη συγκίνηση του καταδιωκόμενου.

«Δεν θα πείραζα το παιδί», διευκρίνισε.

Το βιβλιοπωλείο του red n’ noir προτείνει:

Περάσαμε 48 ώρες στα μεσοπολεμικά κρατητήρια του Α’ Αστυνομικού Τμήματος Αθηνών

Όλοι οι αντιπροσωπευτικοί τύποι της χειρότερης νεοελληνικής μανίας σε γενικό ραντεβού, σε δύο ευρύχωρα δωμάτια του Α’ Αστυνομικού Τμήματος. Διοργανωτής  της πρωτότυπης αυτής συγκέντρωσης  ο υπαστυνόμος ο κύριος Τσίγκρης και ο κινηματογραφικός φακός του κυρίου Γαζιάδη!

Επί 48ωρου λοιπόν θα φιλοξενηθούν στο Α’ τμήματος οι αξιότιμοι κύριοι Ψυχίτσας,  Καραμπούμης, Νικολάκιας Μαγώμης,  Πανάγος Μπουρουντούρης, ο Γιάνναρος Χαρμάνης, ο Σταύρος Μπαστεβάνης, ο Γωγός ο Μποχώρης και όλη η πολυώνυμος και πολυάριθμος παρέα των σκοτεινών δρόμων της Αθήνας. Ο τίτλος τον οποίον δίνουν στον εαυτό τους και η αστυνομία τον υιοθετεί είναι «πρεζάκηδες».

Για τα αστυνομικά όργανα είναι γνωστό που συχνάζουν και η σύλληψη τους δεν απαιτεί μεγάλο κόπο. Στην στοά Πάππου, στους αρχαίους τάφους του Κεραμικού και πίσω από την Δημαρχία. Εκεί συχνάζουν οι λαϊκοί χαρμάνηδες ή αλλιώς πρεζάκηδες. Κουβαριασμένοι επάνω στους ρόλους χάρτου στην στοά Πάππου ή ξαπλωμένοι πάνω στη λάσπη ρουφούν τα σκονάκια τους. Απολαμβάνουν την συντριπτική του οργανισμού τους ηδονή ή την ηδονή της συντριβής του εγώ και των εξωτερικών εντυπώσεων. Το βύθισμα τους σε όνειρα αλλόκοτα. Μια ευεξία τρέλας ψυχικής τους κατέχει, κάτω από την οποία εξουθενωμένη απονεκρώνεται κάθε σωματική δύναμη. Τα μάτια καίτοι ολάνοιχτα δεν βλέπουν τίποτα. Τα χείλη σουφρωμένα παραμιλούν. Τα ίδια και στον καγκελόφραχτο χώρο του αρχαίου Κεραμικού. Περισσότεροι εδώ γιατί εδώ έχουν την ευχέρεια της φευγάλας όταν αντιληφθούν την έφοδο της αστυνομίας.

-Πάει, πάει, πάει! Μια βασιλικιά! Μια μαντζουράνα. Πούντος! Πούντος! Την τύλιξα. Την τύλιξα!

Κατόπιν σαν επωδός επακολουθεί το μεράκι της στιγμής. Του ρουφήγματος της δολοφόνου σκόνης.

-Την ρούφηξα. Ααα χαπ!

Το πρόσωπο του γίνεται όλο μια σούφρα σαρκών. Βασιλικιά αποκαλείται το κόκκινο ή κίτρινο χαρτάκι που περιέχει διπλή δόση ηρωίνης ενώ μαντζουράνα εκείνη που περιέχει μονή.

Διερωτάται κανείς! Αφού η Αστυνομία γνωρίζει τα κατατόπια γιατί δεν μπορεί να συλλάβει και εκείνους που πουλούν τα καταστρεπτικά σκονάκια; Όσο μπορεί το κάνει αλλά δεν κατορθώνει πάντα να χτυπήσει τις κεφαλές του λαθρεμπορίου. Διότι η πώληση στους φτωχούς αυτούς διαβόλους της μορφίνης ή της ηρωίνης γίνεται από ομοιοπαθείς τους. Και οι ίδιοι αυτοί πωλητές προτιμούν να τους κοπεί το κεφάλι παρά να μαρτυρήσουν ποιος τους προμηθεύει τα σκονάκια προς πώληση. Διότι όπως δεν τους μέλει αν φάγουν έστω και ένα κουλούρι αρκεί να έχουν το σκονάκι τους άλλο τόσο δεν τους ενδιαφέρει αν θα φυλακιστούν. Και στα κρατητήρια όταν συλλαμβάνονται σηκώνουν τέτοια αντάρα και τέτοια φωνή ζητώντας την πρέζα τους ώστε οι ίδιοι οι αστυνομικοί αναγκάζονται να τους δώσουν για να ησυχάσουν. Αλλιώτικα γίνονται αλλόφρονες. Πηδούν, χτυπούν τα στήθη τους με τις γροθιές τους, τα κεφάλια στον τοίχο, σκούζουν και κλαίνε.

Εξήντα είναι συνολικά  οι φιλοξενούμενοι στα κρατητήρια του τμήματος. Πλειοψηφούν βέβαια μέσα στην απρόοπτο συγκέντρωση οι ρακένδυτοι και ξυπόλυτοι, οι αναμαλλιασμένοι με τα κατάμαυρα νύχια και τις σχισμένες τραγιάσκες. Είναι όμως και αρκετοί με εμφάνιση της προκοπής. Φοράνε λαιμοδέτες, κολάρα και ρούχα καθαρά. Αλλά είναι ίδια η ακαθαρσία στους κύκλους των ματιών, η ίδια κιτρινίλα στα δόντια από την ηρωίνη και την μορφίνη ίδιο και αυτό το βλέμμα. Όταν δεν τραγουδούν «θα ‘μαι, θα ‘μαι πάντοτε χαρμάνης» φωνάζουν στον διοικητή του παραρτήματος Ασφαλείας κ. Τσιγκρήν, «ή μας δίνεις πρέζα κυρ’ αστυνόμε ή κοπανάμε το κεφάλι μας στον τοίχο. Θα κόψουμε το λαρύγγι μας!».

Ο λόγος της συγκεντρώσεως δεν είναι βεβαίως θεραπευτικός. Κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατόν αφού δεν υπάρχει οργανωμένο συστηματικά δημόσιο ίδρυμα θεραπείας ναρκομανών. Ο λόγος της συγκέντρωσης είναι ένας και εκπαιδευτικός. Να κινηματογραφηθούν από τον κύριο Γαζιάδη και η ταινία να προβληθεί στην νεολαία για να  ανακοπεί η επέκταση της μανίας των ναρκωτικών.

Επί παρουσία μας ο κύριος Τσιγκρής τους ρωτάει:

-Τι προτιμάτε, φαγητό ή πρέζα;  

-Πρέζα! Πρέζα, να αγιάσουν τα χέρια σου.

Και όταν αυτή τους διανεμηθεί, όταν την στραγγίσουν τρίβοντας τις μύτες τους επάνω στα κρυσταλλικά σκονάκια γέρνουν και ξαπλώνονται χάμω. Η αποχαύνωση έρχεται γρήγορα και αρχίζει το τρελό μουρμούρισμα.

-Ναι, αγάπη μου! Ναι! Ναι! Μαντζουράνα ήταν αχαπ και μια βασιλική.

Βλέπει κανείς ανθρώπινα κορμιά πατημένα χάμω με την αποκρουστική μυρωδιά από την απλυσιά να σαλεύουν σαν σκουλήκια. Χαρακτηριστικότερος τύπος ο Ψυχίτσας. Ένα πάχος αρρωστιάρικο έχει καλύψει τον λαιμό του. Μάτια θαμπά με τα μαυράδια τους ασπρισμένα. Χρόνια στο χαρμάνι της ηρωίνης. Αφού κατασπάραξε την περιουσία του πατέρα του, αφού έγινε διαρρήκτης για να οικονομήσει για την αγορά της ηρωίνης κατέληξε να είναι μικροπωλητής της και πήρε ένα σωρό ανθρώπους στο λαιμό του. Του κόλλησε τελευταία η μανία να κυνηγάει φίδια, δουλειά που κάνει επί πληρωμή όταν τύχει. Η Ηρωίνη όπως έχει παρατηρηθεί του έχει φέρει ανοσία και δεν τον δηλητηριάζει κανένα δάγκωμα φιδιού.

-Γιατί δεν διορθώνεται μωρέ Ψυχίτσα;

Τον πιάνει το παράπονο αμέσως.

-Μα βλάπτω κανέναν; Σε παρακαλώ τον Θεό μου! Εμένα έτσι μου αρέσει, πώς να κάνω αλλιώς;

-Μωρέ ξύλο που θέλεις, του λέει ο φύλακας

Τότε, παθαίνει μετάπτωση σε κέφι. Σκάει στα γέλια για να πει,

-Βάρα εσύ ξυλιές όσες θέλεις. Δίνε μου όμως και πρέζα και τι με μέλλει.

Άλλος ενδιαφέρον τύπος ο Τουροκτούμης. Είναι νέος μόλις 30 ετών και εν τούτοις φαίνεται σαν 60αρης. Γκρίζα άτακτα γένια που καλύπτουν τα μάγουλα και η λάμψη των ματιών είναι τέλειος σβησμένη. Φοράει σχισμένα πασούμια και μία σκισμένη κουβέρτα χρησιμοποιεί στους ώμους του για κάπα.

-Πώς το έπαθες εσύ;
-Σε νοιάζει;
-Αν Θέλεις.

Απαντά αφού κλείσει τα μάτια θέλοντας να συγκεντρώσει μία ξεχασμένη ανάμνηση.

– Μου το έσκασε η Μαρίκα. Η γκιόσα μου. Αυτή πάει τώρα στο….

Γελάνε οι συνοδοί και αυτό έγινε αιτία να βάλουν όλοι τις φωνές διαμαρτυρίας.

-Τι γελάτε ρε; Τι γελάτε; Είμαστε χαρμάνηδες. Πρεζάκηδες. Και ύστερα; Δεν είμαστε θέατρο. Καταλάβατε; Τα μάτια αποκτούν ζωηρές λάμψεις, τα δόντια τρίζουν και τα πιγούνια ταράζονται. Δεν είναι τίποτα παρά μια περαστική στιγμιαία άμυνα της χαμένης αξιοπρέπειας. Έτσι και έγινε με τα δύο λεπτά. Ξανάρχισε ύστερα η φωνή της ικεσίας. Τα παρακάλια.


– Δώσε μας ψυχούλα μας κυρ-αστυνόμε την πρέζα. Λυπήσου μας. Θα μας βγει το αίμα από το κεφάλι.

Έμεινε ωστόσο αμυνόμενος ένας περιποιημένος ναρκομανής. Κρατώντας τα δυο μάγουλα του για να συγκρατήσει το τριζοβόλιμα το δοντιών του από το πάθος λέει,

-Δεν είναι για γέλια κύριε. Αυτά τα παλιόπαιδα κόλλησαν για το κέφι. Οι περισσότεροι όμως γίναμε έτσι από τραύματα που πήραμε στον πόλεμο.

-Εσύ; Γιατί είπες;

-Ενέσεις μορφίνης για να παύσουν οι πόνοι από το τραύμα και μου ήρθε το πάθος.

-Γιατί δεν πας να γιατρευτείς;

-Πως το κάνω κύριε; Πού να βρω τα λεφτά; θέλω πέντε χιλιάδες. Μαζεμένες που να τις βρω;


Και μονομιάς του κόλλησε το τούρτουρο της ηρωίνης πάλι. Έστριψαν τα σαγόνια του προς τα πάνω. Τα μάγουλα σκέβρωσαν και τα μάτια του έσβησαν. 


-Δώστε μου! Δώστε μου κυρ’ αστυνόμε, πεθαίνω.

Ο κύριος Τσιγκρής κάνει τη διανομή της πρέζας και επανέρχεται η ησυχία και η αποχαύνωση.

Ανεπίδοτη Επιστολή: Kουβέντα με τον Λεωνίδα Β.

«Ο πατέρας μου γενικά έγραφε, κυρίως λογοτεχνία και ποίηση. Η συγκεκριμένη μαρτυρία όμως έχει ενδιαφέρον και σαν ιστορία. Είναι ένα κείμενο που το είχε γράψει κάποιες εβδομάδες μετά τα γεγονότα του Νοέμβρη του 1973 και προοριζότανε για να το στείλει σε ένα φιλικό και συντροφικό του ζευγάρι που ήταν τότε στο Παρίσι, στους οποίους τελικά και αφιερώνεται αυτή η έκδοση. Για διάφορους λόγους τότε δεν το έστειλε, προφανώς εξαιτίας της λογοκρισίας, γιατί θα γινόταν έλεγχος στο ταχυδρομείο, καθώς και ο ίδιος ήταν φακελωμένος και οι άνθρωποι που ήταν στο Παρίσι. Έτσι, έμεινε στο συρτάρι, δεν τους το έστειλε, το κράτησε, και γενικά μέσα στα χρόνια, τις μέρες αυτές της επετείου, και εγώ του έλεγα αλλά και εκείνος ήθελε να το εκδώσουμε, και τελικά έμελε να βγει μετά θάνατον και να μην προλάβει να το δει τυπωμένο. Έλεγε: δεν στάλθηκε εκεί που ήταν να σταλεί, να μείνει τουλάχιστον σαν μαρτυρία.»

Σε αυτές τις λίγες φράσεις, ο Λεωνίδας Βαλασόπουλος, γιος του Γιάννη Βλάσση (Φλεβάρης 1938 —Αύγουστος 2019), συμπυκνώνει την αξία, τη σημασία και τη φόρτιση αυτής της έκδοσης που έγινε με δική του πρωτοβουλία.

Το γεγονός ότι αυτή η επιστολή δεν έφτασε στη ώρα της στους αρχικούς της παραλήπτες, ίσως κάνει την αξία της μεγαλύτερη, καθώς η επίδοσή της γίνεται τελικά με τρόπο που την μετατρέπει σε ανοιχτή επιστολή ή καλύτερα σε ένα ντοκουμέντο για εκείνο το τετραήμερο του 1973, που τόσο έχει ταλαιπωρηθεί και κατασυκοφαντηθεί.

Η έκδοση αυτή —τυχαία αλλά σίγουρα όχι από κάποια ευτυχή συγκυρία— συμπίπτει χρονικά με την έκδοση του βιβλίου του Ιάσονα Χανδρινού Όλη Νύχτα Εδώ, το οποίο είναι μια εξαντλητική συλλογή και επιμέλεια μαρτυριών ανθρώπων που πρωταγωνίστησαν στα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Αν το βιβλίο του Χανδρινού είναι μια διείσδυση στον πυρήνα των γεγονότων με ένα μεγεθυντικό φακό, η Ανεπίδοτη Επιστολή του Γιάννη Βλάσση μοιάζει περισσότερο με μια κάτοψή τους.

Σε κάθε περίπτωση, η μαρτυρία αυτή θα κινδύνευε να μείνει σε κάποιο βαθμό αφώτιστη, αν ο Λεωνίδας δεν μας μετέφερε κάποιες προφορικές περιγραφές και διευκρινίσεις που πολλαπλασιάζουν την αξία αυτού του χρονικού.   

«Φαίνεται, κατά τη γνώμη μου, ότι πολλά πράγματα δεν καταγράφονται σαφώς, αλλά υπάρχουν πράγματα που υπονοεί και πράγματα που αιωρούνται. Ήταν γραμμένο επί χούντας και με προοπτική να σταλεί κι όλας. Υπήρχε ένα στοιχείο αυτολογοκρισίας μέσα. Εμένα μου είχε αναφέρει πολλά περισσότερα γεγονότα, ειδικά σε σχέση με τις συγκρούσεις και με την καταστολή, τι εκτυλίχτηκε εκείνες τις μέρες στη Αθήνα. Στο κείμενο λείπει όλο αυτό. Η διήγηση δεν αναφέρεται καθόλου στο τι γίνεται μέσα στο Πολυτεχνείο, μόνο στο τι γίνεται έξω στους γύρω δρόμους. Υπήρχε η πρόθεση να καταγράψει τα πράγματα αλλά, για λόγους ασφάλειας, όχι εντελώς ανοιχτά.

Σαν γραπτό, πέρα από τη συναισθηματική αξία που έχει για μένα επειδή είναι πατέρας μου, κατά τη γνώμη μου, συμβάλλει στο να σπάσουν τα κλασικά στερεότυπα που ξέρουμε, ή αυτά που προσπαθεί να περάσει το καθεστωτικό αφήγημα, ως μία  κατάληψη αποκλειστικά φοιτητών, παρότι προφανώς ως τέτοια ξεκίνησε.

Περιγράφει και το κλίμα της συμπαράστασης του κόσμου έξω, όπως και κάτι ακόμα που για μένα είναι πολύ σημαντικό. Αναφέρεται στις συγκρούσεις στην πλατεία Κάνιγγος μετά την εισβολή του τανκς, κάτι που δείχνει ότι η εξέγερση δεν τέλειωσε αμέσως και ούτε ο κόσμος έσπασε αμέσως ή φοβήθηκε τόσο πολύ. Δείχνει ένα κλίμα έντασης και σύγκρουσης, ακόμα και την επόμενη μέρα.

Η αλήθεια είναι ότι έχουν βγει πολλές μαρτυρίες και διηγήσεις μέσα στα χρόνια, άλλες πιο ειλικρινείς και τίμιες, κατά τη γνώμη μου, άλλες ίσως με λίγη δόση σπέκουλας. Μέσα στα χρόνια, έχουν υπάρξει διηγήσεις, και προσωπικές αλλά και άλλες, πάνω στις οποίες χτίστηκαν καριέρες πολιτικές. Νομίζω έχει μια αξία, γιατί μιλάει σε εντελώς ανθρώπινο επίπεδο και περιγράφει πολλές φορές το φόβο που ένιωσε ο ίδιος, και που φαντάζομαι υπήρχε, περιγράφει πολύ το γεγονός ότι στους δρόμους δεν ήταν μόνο ο υπερπολιτικοποιημένος κόσμος και πώς ο ίδιος συμμετείχε με τον τρόπο του στην εξέγερση, που σίγουρα δεν ήταν κάτι που περιοριζόταν σε μια φοιτητική διαμαρτυρία, περιορισμένη στο χώρο του Πολυτεχνείου. Ακόμα και η διήγηση που κάνει για τις συγκρούσεις στο δρόμο, για το πώς η αστυνομία και ο στρατός κινήθηκαν στους δρόμους, ειδικά εκείνο το βράδυ.

Ένα άλλο που, κατά τη γνώμη μου, έχει ενδιαφέρον είναι ότι επειδή ο ίδιος ήταν εργαζόμενος του ΟΤΕ, έτσι γλίτωσε, όπως περιγράφει, κατά κάποιο τρόπο τη σύλληψη εκείνο το βράδυ, γιατί μπόρεσε και μπήκε στο κτίριο του ΟΤΕ στη Γ’ Σεπτεμβρίου. Περιγράφει την κατάσταση που επικρατούσε το βράδυ εκείνο μέσα στο κτίριο, όπου ήταν γεμάτο εσατζήδες μέχρι και στις ταράτσες και γινόταν έλεγχος ακόμα και στους ίδιους τους εργαζόμενους. Και βγαίνει και το πόσο για την ίδια τη χούντα η εξέγερση σαν γεγονός ήταν πολύ σημαντικό, κάτι βέβαια που προκύπτει από το γεγονός ότι επανέφεραν το στρατιωτικό νόμο.

Αν και ο ίδιος ήταν πολιτικοποιημένος από μικρός, αριστερός και την περίοδο εκείνη ήταν ενταγμένος στο ΚΚΕ Εσωτερικού, δείχνει ωστόσο ότι το Πολυτεχνείο ήταν κάτι πολύ ευρύ, στο οποίο συμμετείχαν άνθρωποι που κατέβηκαν στο δρόμο τρεις και τέσσερις μέρες, και εκεί επίσης είναι η αξία της αφήγησης αυτής. Στην αποκατάσταση των χιλιάδων ανώνυμων.»

Εκτότε, και κυρίως τα τελευταία χρόνια, πολλά ήταν τα αφηγήματα που προσπάθησαν να παρουσιάσουν το Πολυτεχνείο είτε με τρόπο που να μοιάζει σαν μια ανώδυνη φοιτητική γιορτή, που διακόπηκε από την ασύμμετρη απάντηση της εισβολής ενός τανκς, είτε αμφισβητώντας την ένταση και την έκταση της καταστολής, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να αμφισβητείται η ύπαρξη των δεκάδων νεκρών.

Στη μαρτυρία του Γιάννη Βλάσση αναφέρεται εμμέσως ότι από την ταράτσα του ΟΤΕ ενδεχομένως να υπήρχαν ελεύθεροι σκοπευτές. Ωστόσο, κάτι τέτοιο απλώς υπονοείται. Έτσι, μοιραία, τίθεται το ερώτημα για το αν υπήρξε κάποια προφορική μαρτυρία σχετικά με αυτό το γεγονός.

«Εγώ θυμάμαι, μέσα στα χρόνια, ότι και ο ίδιος και οι συνάδελφοί του το είχαν σαν δεδομένο πως εκείνο το βράδυ, το περιγράφει εμμέσως και προκύπτει κάπως από τη διήγηση, υπήρχαν ελεύθεροι σκοπευτές στην ταράτσα του ΟΤΕ της Γ’ Σεπτεμβρίου και στο κτίριο του υπουργείου Δικαιοσύνης, Γ’ Σεπτεμβρίου και Μάρνης, στο κτίριο που τώρα είναι το Εργατικό Κέντρο Αθηνών. Είναι πολλές οι μαρτυρίες που πιστοποιούν το γεγονός.

Υπάρχει και ένας κλασικός ακροδεξιός μύθος, που έχει ειπωθεί και από χείλη υπουργών, όπως Άδωνης και Βορίδης, ότι δεν υπήρχαν νεκροί στο Πολυτεχνείο, με την έννοια ότι δεν υπήρχαν νεκροί μέσα στο κτίριο του Πολυτεχνείου. Η αλήθεια είναι ότι η συντριπτική πλειοψηφία των καταγεγραμμένων νεκρών ήταν στους γύρω δρόμους και, όποιος το δει πιο συγκεκριμένα, κυρίως στη Γ’ Σεπτεμβρίου, την Πατησίων και σε κεντρικούς δρόμους που αντιστοιχούν σε δράση ελεύθερων σκοπευτών από αυτά τα δύο συγκεκριμένα κτίρια.

Επίσης, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι το κτίριο εκείνο του ΟΤΕ ήταν το βασικό κτίριο που είχε ο ΟΤΕ τότε στο κέντρο της Αθήνας, οπότε ήταν λογικό και για το κράτος να βάλει τις δυνάμεις του για να το υπερασπιστεί σε περίπτωση που… Ήταν ένα κτίριο που θα προφύλασσαν και θα χρησιμοποιούσαν κι όλας ως βάση παρακρατικών στοιχείων, τα οποία μέσα στην ανωνυμία θα δρούσαν στο πλευρό της αστυνομίας και του στρατού.

Ως προς αυτό το σημείο, η αφήγηση λοιπόν το αφήνει λίγο θολό, καθώς δεν λέει «ναι, με βεβαιότητα ξέραμε ότι κάποιοι πυροβολούν από την ταράτσα», αλλά λέει ότι «εγώ βρέθηκα μέσα στο κτίριο και μου είπαν οι συνάδελφοι του έβδομου ορόφου, του τελευταίου, ότι στην ταράτσα δεν μπορεί να βγει κανείς γιατί είναι κλειδωμένη απ’ έξω…»Οπότε, νομίζω, για να είναι κλειδωμένη απ’ έξω, τη στιγμή που στους γύρω δρόμους γινόταν μακελειό, καταλαβαίνουμε όλοι τι μπορεί να κάνανε αυτοί που ήταν κλειδωμένοι στην ταράτσα ενός τόσο κομβικού κτιρίου για τη χούντα.

Για μένα επίσης είναι και πολύ συγκινητικό το πώς περιγράφει ότι κόσμος αφήνει τη  δουλειά του για να πάει στο Πολυτεχνείο. Θυμάμαι να μου εξηγεί ότι, επειδή το να μην πάει κάποιος εκείνη τη μέρα στη δουλειά του ήταν μια δήλωση πολύ ξεκάθαρη, πολύς κόσμος αυτό που έκανε ήταν να πηγαίνει τις πρώτες πρωινές ώρες πριν πάει για δουλειά ή να προσπαθεί να το σκάσει για λίγη ώρα. Έχει κι αυτό τη σημασία του, αν και δεν έφτασε βέβαια σε σημείο να γίνουν απεργίες ή να φύγει μαζικά κόσμος από τη δουλειά. Αυτό τουλάχιστον ξέρω από την εμπειρία του πατέρα μου που είναι λίγο ιδιαίτερη, με την έννοα ότι ως υπηρεσία τούς είχαν σε πολύ έντονη επιτήρηση, γιατί φοβούνταν ότι κάποιος μπορούσε να χρησιμοποιήσει τις δομές του ΟΤΕ ή να κάνει σαμποτάζ, συν ότι έπρεπε οι εργαζόμενοι να διασφαλίσουν τις επικοινωνίες, κάτι που επίσης σκιαγραφεί και ένα κλίμα πολεμικό.

Πάντως, μου έχει κάνει εντύπωση ότι πιο δύσκολες ήταν οι μέρες μετά το Πολυτεχνείο, με την έννοια ότι υπήρξε ένα κλίμα φοβερής τρομοκρατίας, συλλήψεις, κηρύχτηκε πάλι στρατιωτικό νόμος, υπήρχαν δεκάδες νεκροί και αγνοούμενοι ή συλληφθέντες, που δεν ξέρανε καν που τους έχουν, και ότι είχε περάσει ένα κλίμα ότι η εξέγερση μπορεί να έφερε και αποτελέσματα αρνητικά και να ανέτρεψε την προοπτική της φιλελευθεροποίησης. Κηρύχτηκε στρατιωτικός νόμος, οι ίδιοι οι χουνταίοι ανατρέψανε τον Παπαδόπουλο και βάλανε την πτέρυγα την πιο ακραία, τον Ιωαννίδη, αλλά η ιστορία έδειξε ότι ήταν ένα γεγονός πολύ κομβικό, και θεωρώ ότι και για αυτό υπάρχει ακόμη αυτή η λύσσα είτε, από την πλευρά τη δεξιά, να το μετατρέψουν σε ένα γεγονός επιπέδου εθνικού πανηγυριού είτε, απο την πλευρά της  της πιο ακροδεξιάς αφήγησης, ως ένα γεγονός που θέλει τους κουμουνιστές και τους “αντεθνικώς σκεπτόμενους” να το μεγαλοποιούν, για να κάνουν την προπαγάνδα τους. Για αυτό είχε την  αξία του να βγουν τέτοιες μαρτυρίες, ιδίως στην εποχή μας που υπάρχει μια απόπειρα να ξαναγραφτεί η ιστορία…»