Αρχική Blog Σελίδα 25

Τα απομνημονεύματα του διάσημου αστυνομικού φον Κολοκοτρώνη VII

Το απεγνωσμένο κόλπο ενός λωποδύτη που σκέφτεται πώς να αποκατασταθεί οριστικά | Το διαμέρισμα της οδού Θεμιστοκλέους αριθμός 2

Πάλι ο περίφημος Ντοτόρος! Ομολογουμένως, ο λωποδύτης αυτός είναι ο μόνος που απασχόλησε τόσο καιρό την αστυνομία και για τη σύλληψή του κουραστήκανε όλοι τόσο πολύ στα γεμάτα.

Το πρωί, τα ξημερώματα μάλλον, λίγο πριν την ανατολή του ηλίου, ο φον Κολοκοτρώνης είχε το ευτύχημα να τον συλλάβει. Αλλά πώς; Γιατί; Και με ποια ευκαιρία;

Αφού πέρασε όλα τα στάδια του λωποδύτη και όλες τις διαβαθμίσεις του κοινού ή εξαιρετικού υπαλλήλου, ο Ντοτόρος κατόρθωσε να επιβληθεί στον αριστοκρατικό κόσμο της ελληνικής πρωτεύουσας, και κυρίως μεταξύ των νέων, των εύθυμων και χασομέρηδων, οι οποίοι έβρισκαν μια εξαιρετική ευχαρίστηση στη συντροφιά του. Μεταξύ αυτών που δεν γνώριζαν την προέλευση και το ποιόν του, περνούσε ως φοιτητής ιατρικής, που ξεκοκάλιζε αφθόνως και αστόργως την πατρική του περιουσία.

Συχνά, συχνότατα, πήγαινε στα σαλόνια τους και διασκέδαζε, άλλοτε χορεύοντας και άλλοτε χαρτοπαίζοντας, επιστρέφοντας τα ξημερώματα στην κατοικία του, ένα φτωχό δωμάτιο υπερώου, σε ένα ερειπωμένο σπιτάκι στο τέρμα της οδού Ασκληπιού.

Η απότομη μετάπτωση του να φεύγει από τα πλούσια σαλόνια των φίλων του και να βρίσκεται ξαφνικά στο αποκρουστικό δωμάτιό του, όπου μαζί με τη φτώχεια και την κακομοιριά το έζωνε η βρώμα και η αηδία, συχνά τον έκανε να επαναστατήσει προς τον εαυτό του.

«Μα δεν είναι ζωή αυτή;», έλεγε με πείσμα, δαγκώνοντας τα χείλη του και χτυπώντας στο δάπεδο νευρικά τη ράβδο του, μια σιδερένια ράβδο με ένα καταχθόνιο γαντζάκι στην άκρη, χάρη στο οποίο πετύχαινε τα μεγαλύτερα κατορθώματά του και έκανε δυνατά τα αδύνατα.

Ιδού η απορία. Αυτή η ερώτηση τον συνέτριβε τακτικά και, επειδή μάταια περίμενε επί πολλές ώρες χωρίς να βρίσκει μια λογική απάντηση στο ερώτημά του, επειδή δεν βρήκε καμιά λύση αντάξια των περιστάσεων και της αποστολής του, σιωπούσε, έμενε αναποφάσιστος και άφηνε τις ημέρες να περνούν αδρανής.

Ένα απόγευμα όμως, την ώρα που καθόταν στο παγκάκι του Ζαππείου απολαμβάνοντας τη θαλπωρή του χειμερινού αττικού ήλιου και τη σιλουέτα μιας γερμανίδας γκουβερνάντας, με την οποία προσφάτως είχε συνάψει ερωτικές σχέσεις, βρήκε τη λύση του αδιεξόδου στο οποίο βρισκόταν επί μακρόν χρόνο.

«Τελείωσε!» είπε. «Μόνο έτσι θα λυθεί το μυστήριο της ζωής. Ένα κόλπο, στην αρχή σύντομο, βασικό, αποτελεσματικό, ένα κόλπο απεγνωσμένο που θα χρησιμεύσει ως βάση όλης της επιχείρησης! Και ύστερα…»

Σιώπησε πάλι για πολλή ώρα, σκεπτόμενος τις συνέπειες, υπολογίζοντας τις λεπτομέρειες, λαμβάνοντας προκαταρτική μέριμνα  για τα απρόοπτα και καταλήγοντας σε νέο αποφασιστικό συμπέρασμα.

«Ύστερα να! Όλα θα έλθουν μόνα τους.»

Το ίδιο βράδυ, σε φιλικό σαλόνι όπου για πρώτη φορά εμφανίστηκε χωρίς κέφι, χωρίς διάθεση, προκαλώντας τη γενική περιέργεια για το απροσδόκητο τούτο φαινόμενο, πλησίασε ένα φίλο του και του είπε:

«Γιώργο, έχω ανάγκη από τριακόσιες δραχμές!»

«Εσύ; Τι λες;» απάντησε ο φίλος του με κατάπληξη δίκαια, διότι ήταν η πρώτη φορά που ο Ντοτόρος τολμούσε να ζητήσει δανεικά από οποιονδήποτε φίλο του.

Εκείνος, με θαυμαστή ψυχραιμία και χωρίς καν να σηκώσει τα μάτια του, επανέλαβε στερεοτυπικώς:

«Σου είπα ότι έχω ανάγκη από τριακόσιες δραχμές!»

«Αλήθεια το λες, Ντοτόρο;»

«Όπως με βλέπεις και σε βλέπω!»

«Γι’ αυτό δεν παίζεις απόψε;»

«Όχι! Για να παίξω έχω αρκετά! Θέλεις να σου πω τους λόγους που με κάνουν να σου ζητήσω δανεικά;»

«Ξέρω γω! Εσύ δεν μου έκανες ποτέ σου μια τέτοια πρόταση.»

«Ούτε σε σένα ούτε σε κανέναν!»

«Το ξέρω!»

«Καταβαίνεις λοιπόν…»

«Ότι σου συμβαίνει κάτι εξαιρετικό!»

«Πολύ εξαιρετικό!»

«Ευχάριστο; Δυσάρεστο; Πες μας, να μετέχουμε κι εμείς σαν φίλοι στα αισθήματά σου!»

«Αδύνατον!»

«Αυτό με στεναχωρεί για λογαριασμό σου.»

«Να μην σε στεναχωρεί καθόλου.»

«Ώστε είναι ευχάριστο;»

«Μάλλον.»

«Τότε σου τις δανείζω με όλη μου την ευχαρίστηση.»

«Σ’ ευχαριστώ!»

Και ενώ ο καλός του φίλος τον πήρε σε μια γωνιά του σαλονιού για να του μετρήσει τριακόσιες δραχμές, ο Ντοτόρος, με την ίδια πάντοτε ψυχραιμία και το εμπεριστατωμένο του ύφος, πρόσθεσε:

«Έχω κάτι να σου πω ακόμα, με όλο το θάρρος.»

«Λέγε!»

«Μην με βιάσεις να σου τα επιστρέψω.»

«Τι λόγος! Με προσβάλλεις! Δεν θέλω να μου λες τέτοια πράγματα…»

«Όταν ευκολυνθώ…»

«Απολύτως! Όταν ευκολυνθείς.»

«Ευχαριστώ!»

Αυτή ήταν η εθιμοτυπία την οποία κρατούσε ο Ντοτόρος με τους φίλους του και η οποία του επέτρεψε, κατά την κρίσιμη εκείνη καμπή, να πραγματοποιήσει το μεγάλο κόλπο που είχε συλλάβει η φωτεινή λωποδύτική του διάνοια!

Την άλλη μέρα το πρωί, ο Ντοτόρος εμφανίσθηκε στον ιδιοκτήτη της επί της οδού Θεμιστοκλέους αριθμός δύο οικίας και του είπε:

«Έχετε δύο δωμάτια για νοίκιασμα;»

«Μάλιστα! Κι ένα χολ. Τα δωμάτια είναι εκείνα στην πρόσοψη. Βλέπουν επί της οδού Πανεπιστημίου.»

Ο Ντοτόρος έριξε μια ματιά εξεταστική και κατόπιν πρόσθεσε στον ίδιο τόνο με λακωνικότητα:

«Το νοικιάζω! Πόσο;»

«Πενήντα δραχμές το μήνα και τα δύο, μαζί με το χολ…»

«Σύμφωνοι!»

«Δηλαδή δέχεσθε;»

«Αφού σας είπα σύμφωνοι!»

«Πότε να κάνουμε τα συμβόλαια;»

«Τώρα αμέσως! Να τα λεφτά…»

Και βγάζοντας τα χρήματα από το χαρτοφυλάκιο, μέτρησε στον ιδιοκτήτη τριακόσιες δραχμές, προσθέτοντας:

«Σας προπληρώνω το ενοίκιο του πρώτου εξαμήνου!»

Την επόμενη Τετάρτη στο red n’ noir:

Ο Κόκκινος τοποθετείται σε μια χειράμαξα | Τα ωραιότερα έπιπλα του Κυριακόπουλου | Ένα κάρο φορτώνει μέσα στη νύχτα και φεύγει για τον Πειραιά | Άλλο κάρο τραβάει για την οδό Θεμιστοκλέους | Τα μετά την επίπλωση | Το εμποροραφείο του Πρίντεζη | Το φράκο του υποψηφίου υπουργού Βαρβόγλη και η μπλε μαρέν φορεσιά του Ιωάννου | Τα ασπρόρουχα της Ρουμάνας και τα σπανιότερα μυρωδικά του Όφμαν

«Ο υπνωτισμός θα σώσει την ανθρωπότητα από τους εγκληματίες»: Ψιλή κουβέντα με τον Άρθουρ Κόναν Ντόιλ

Λονδίνο, Νοέμβριος του 1929, και όχι κάποια περιπέτεια του θρυλικού Σέρλοκ Χολμς αλλά μια νέα θεωρία του Κόναν Ντόιλ αναστατώνει την Αγγλία.

«Εάν θέλουμε να εξοντώσουμε τους κακοποιούς, ας χρησιμοποιήσουμε τον υπνωτισμό. Είναι το μόνο μέσο που θα σώσει την ανθρωπότητα από τους εγκληματίες.»

Δράττομαι της ευκαιρίας και τον επισκέπτομαι. Τον βρίσκω στο γραφείο του, βυθισμένο στις σημειώσεις του. Με δέχεται ευχαρίστως και μου αποκαλύπτει τις πρωτότυπες, σχεδόν εκκεντρικές, απόψεις του για το ζήτημα. Του ζητάω να μου επιβεβαιώσει ότι πιστεύει στα όσα διακηρύσσει και να μου αποκαλύψει πού, τέλος πάντων, στηρίζει τις παρατηρήσεις του.

«Σε σχέση με τη χρησιμοποίηση των ψυχικών δυνάμεων για την ανακάλυψη των εγκλημάτων, είμαι πεπεισμένος ότι υπάρχει στο πεδίο αυτό μεγάλη δράση, της οποίας δεν έγινε μέχρι τώρα κατάλληλη εκμετάλλευση και η οποία ουδέποτε θα μπορέσει να χρησιμοποιηθεί με πλήρη αποτελέσματα, εφόσον ισχύουν οι σημερινοί νόμοι περί μέντιουμ. Η αστυνομία δεν μπορεί να καταδιώκει τα μέντιουμ και ταυτοχρόνως να τα χρησιμοποιεί. Όταν όμως ανατείλει φωτεινότερη εποχή, τότε οι δυνάμεις εκείνες, τις οποίες μερικοί άνθρωποι αναμφιβόλως έχουν, θα καταστούν νέος και ισχυρός παράγοντας στο πλευρό του νόμου και της τάξης.»

«Και πιστεύετε ότι ο υπνωτισμός θα βοηθήσει πολύ στην ανακάλυψη των κακοποιών;» τον ρωτάω.

«Ασφαλώς ναι. Επιτρέψτε μου να αναπαραστήσω την εξιχνίαση ενός σοβαρού εγκλήματος, όπως τη βλέπω στο μέλλον. Ας υποθέσουμε ότι μια γυναίκα βρίσκεται νεκρή στην άκρη του δρόμου. Έχει στραγγαλιστεί. Κοντά της ανακαλύπτεται ο σκούφος ενός άντρα. Δεν υπάρχει άλλο πειστήριο. Αμέσως ειδοποιείται η αστυνομία, και ένας ντετέκτιβ, ένας γιατρός και άλλοι αποστέλλονται στον τόπο του εγκλήματος. Μεταξύ των άλλων, υπάρχει και αξιωματικός ο οποίος διευθύνει το φυσικό τμήμα και φέρει μαζί του μερικά κιβώτια και μια λαβίδα. Ο τελευταίος μόλις φτάσει παίρνει τη σκούφια με τη λαβίδα, τη θέτει εντός του κιβωτίου και το σφραγίζει. Έπειτα παίρνει διάφορα αντικείμενα της γυναίκας, τα γάντια της, την τσάντα της και μετά το φόρεμά της, προσέχοντας να τα θίξει όσο το δυνατόν λιγότερο με τα δάκτυλά του. Και τα πράγματα αυτά τίθενται σε δεύτερο κιβώτιο και το σύνολο μεταφέρεται στην αστυνομία.

Εκεί, στο ήρεμο δωμάτιο, κάθεται το μέντιουμ, στο οποίο παραδίδεται εν πρώτοις ο σκούφος του άντρα και έπειτα τα πράγματα της γυναίκας. Στενογράφος καταγράφει όλα τα σχόλια τα οποία το μέντιουμ θα κάνει. Τα σχόλια αυτά προσλαμβάνουν δύο μορφές, ανάλογα με το χαρακτήρα των ψυχικών δυνάμεων. Μία από τις δυνάμεις αυτές είναι η ψυχομετρία, με την οποία ένα αντικείμενο μπορεί να προκαλέσει κάποια εντύπωση στο πνεύμα ενός ανθρώπου. Φαίνεται ότι πρόκειται για ανθρωπινή δύναμη, η οποία εξαρτάται από το πνεύμα το οποίο είναι κλεισμένο εντός του ανθρώπινου σώματος.

Το πνεύμα αυτό έχει κάποιες ευρείες δυνάμεις, που εμείς περιορίζουμε δια της υλικής φύσης της ζωής μας. Σε μερικούς ανθρώπους το πνεύμα τους διατηρείται ακόμα και είναι οι άνθρωποι αυτοί που ανταποκρίνονται, κατά ιδιάζοντα τρόπο, στις γενόμενες δοκιμασίες.

Νομίζει κανείς ότι κάθε αντικείμενο σχετίζεται δια αθέατων δονήσεων με τις σκηνές στις οποίες έπαιξε κάποιο μέρος και εκείνος ο οποίος θα μπορέσει να θιχτεί από τις δονήσεις αυτές μπορεί να λάβει γνώση της σκηνής. Χρησιμοποιώ όρους τηλεασυρμάτου, γιατί πιστεύω ότι μεταξύ τους υπάρχει μεγάλη αναλογία.

Το μέντιουμ λοιπόν πρέπει αμέσως να απαντήσει: Από το σκούφο αυτόν συνάγω την εντύπωση μιας άγριας πάλης. Αισθάνομαι φρίκη. Διαβλέπω ανθρώπους πενήντα χρονών με αραιό γένι. Το ένδυμά τους είναι σκούρο. Αισθάνομαι ναυτία. Πιθανόν να ήταν ναύτης. Έχει κόκκινο λαιμοδέτη. Τώρα κρύβεται στο τάδε μέρος. Πηγαίνετε και θα τον συλλάβετε.»

«Και είστε βέβαιος περί τούτου;» τολμώ να ψελλίσω.

«Υπερβέβαιος. Τα πειράματα που έγιναν μέχρι τώρα με πείθουν απολύτως. Υπάρχουν μάλιστα περιπτώσεις κατά τις οποίες άνθρωποι που έβλεπαν όνειρο κατόρθωσαν να λύσουν τέτοια προβλήματα. Ένας φίλος μου, του οποίου ο γιος πνίγηκε –επρόκειτο περί ατυχήματος και όχι περί εγκλήματος–, είδε στον ύπνο του όλη την τραγική σκηνή.

Αν λοιπόν με τις σημερινές αδέξιες μεθόδους δυνάμεθα να έχουμε αποτελέσματα, δεν θα ήταν καλό να το επιτύχουμε αυτό επιστημονικώς;» καταλήγει.

Το πνεύμα ενός θαύματος 

«Αλλά υπάρχει και άλλη περίπτωση», συνέχισε ο Κόναν Ντόιλ, «την οποία εγώ πιστεύω. Και η περίπτωση αυτή είναι η επικοινωνία του μέντιουμ με το πνεύμα του θύματος. Στο φόνο της Ειρήνης Μούνρο, νεαρής δακτυλογράφου, έγινε συνεδρίαση από τον γνωστό ερευνητή Χάρολντ Σπίαρ στον τόπο του εγκλήματος. Το μέντιουμ επικοινώνησε αμέσως από το πνεύμα, το οποίο έδωσε πολλές λεπτομέρειες, οι οποίες είχαν τούτο το εξαιρετικό: ότι περιλάμβαναν το γεγονός ότι ο δολοφόνος μετέβη στο ξενοδοχείο Άλπερμαρ, πράγμα που απεδείχθη αληθέστατο.

Σε έναν άλλο φόνο, διαπραχθέντα στο Μπουρνεμέουν πριν μερικά χρόνια, η ανακάλυψη του φόνου επιτεύχθηκε χάρη στον υπνωτισμό. Το μέντιουμ της κυρίας Στάλκεϊ έδωσε τις πληροφορίες που βοήθησαν την αστυνομία να συλλάβει τους δράστες. Ο διευθυντής της αστυνομίας συνέταξε επίσημη έκθεση περί του γεγονότος αυτού.

Αλλά γεννάται τώρα το εξής πρόβλημα. Ένα δικαστήριο θα μπορούσε να καταδικάσει έναν άνθρωπο επί τη βάση της μαρτυρίας ενός μέντιουμ; Βεβαίως, θα ήταν δύσκολο έστω και να σύρει κανείς στο εδώλιο του κατηγορούμενου κάποιον άνθρωπο, στηριζόμενος σε τέτοιου είδους μόνο μαρτυρίες. Μέχρις ότου η ακρίβεια της μαρτυρίας αυτής διαπιστωθεί και με άλλους τρόπους, καταδίκη δεν μπορεί να γίνει. Αλλά δεν υπάρχει λόγος να μην χρησιμοποιείται η μέθοδος αυτή προς ανεύρεση των ιχνών ενός εγκληματία.

Η περίπτωση της κυρίας Γκούντερς στη Γερμανία, η οποία αρκετά επιβοήθησε το έργο της αστυνομίας, πείθει τους πάντες ότι αμέσως πρέπει να τεθεί σε χρήση ο υπνωτισμός. Πολλάκις η γυναίκα αυτή ανακάλυψε επιτυχώς φόνους και άλλα μικρότερα εγκλήματα. Κατέδωσε μάλιστα κι ένα διεθνή απατεώνα που είχε διαπράξει μια κλοπή και ο οποίος συνελήφθη καθώς έβγαινε από το σπίτι του να πάει γα χορό. Έκανε φυσικά και σφάλματα και σε μια τελευταία περίπτωση κατήγγειλε έναν  αθώο. Τα αποτελέσματα όμως τα οποία πέτυχε ήταν συνολικά τόσο ευνοϊκά, ώστε όταν καταγγέλθηκε δεν καταδιώχθηκε τελικά με βάση τον νομό περί μέντιουμ, αλλά απαλλάχθηκε λόγω της συνολικής αξίας των πληροφοριών της.

Πολλάκις παρατήρησα ότι αν δοθεί στα μέντιουμ από πριν μία πληροφορία, έστω και ψευδής, επιστρέφει αναμεμιγμένη με πολλή αλήθεια. Ο μόνος ασφαλής τρόπος να συμβουλευτεί κανείς μέντιουμ είναι να μην του δίνει καμιά πληροφορία. Τότε το μέντιουμ εργάζεται πολύ καλύτερα».

Ο Κόναν Ντόιλ μου μίλησε με τόση πεποίθηση για τη θεωρία του, ώστε δεν τόλμησα να τον αμφισβητήσω ανοιχτά. Έχει δίκιο ή πλανάται; Αυτό θα το αποδείξει το μέλλον…

Τα απομνημονεύματα του διάσημου αστυνομικού φον Κολοκοτρώνη VI

Ο Ντοτόρος συλλαμβάνεται και στέλνεται στις φυλακές | Το θράσος ενός λωποδυτη καριέρας | Εντούτοις όλα τα ασημικά και τα χρυσαφικά των ανακτόρων του βασιλιά έγιναν ανάρπαστα από τους λωποδύτες

Ο βασιλιάς Γεώργιος, εκπλαγείς, είπε:

«Μπα τον αυθάδη!»

«Μιλάτε για τον λωποδύτη;» ρώτησε ο Ράινεκ.

«Γι’ αυτόν βέβαια! Είδες εκεί θρασύτητα;»

Ο Ράινεκ σιώπησε και παρακολούθησε με το βλέμμα του το κατάπληκτο πρόσωπο του βασιλιά, το οποίο τώρα φαίδρυνε ένα μειδίαμα θαυμασμού. Αίφνης, πρόσθεσε:

«Πέστε στον κύριο Σωτήρχο να καλέσει αμέσως αυτόν τον άνθρωπο για τον οποίον σας είπε ο κύριος Κολοκοτρώνης».

Ο Ράινεκ εκτέλεσε την εντολή. Ο δον Σωτήρχος κάλεσε τον Ντατόρο, ο οποίος πλησίασε μέσα στη θαυμάσια κυανή στολή του αυλικού θαλαμηπόλου, φρεσκοξυρισμένος, με στριμμένο το θαυμάσιο μουστάκι του, με κάλτσες φιλ ντ’ εκός και άβαλτη κιλότα.

Ο συνοδός του φον Μαρτίκας, μόλις τον είδε πάλι να μπαίνει, του ψιθύρισε με τρόπο επιβεβαιωτικό:

«Ναι! Αυτός είναι! Όλος κι όλος! Δεν μου κάνει καμιά αμφιβολία!»

Τότε τράβηξε τον Μαρτίκα από το χέρι και τον έσυρε προς το βάθος της αίθουσας, κοντά σ’ ένα πελώριο παράθυρο, πίσω από τα βελούδινα παραπετάσματα, πίσω από τα οποία κρυφτήκαν και οι δύο.

Εντωμεταξύ ο Σωτήρχος τον πλησίασε και του είπε:

«Είσαι από τους νέους θαλαμηπόλους;»

«Μάλιστα».

«Πότε ήρθες εδώ;»

«Σήμερα!»

«Ποιος σε έφερε;»

«Εγώ! Δηλαδή ο εαυτός μου!»

Ο βασιλιάς παρακολουθεί τη σκηνή με ενδιαφέρον και δεν παύει να μειδιά. 

«Πώς λέγεσαι;» πρόσθεσε ακόμα ο Σωτήρχος.

«Ονομάζομαι Δημήτριος Παπανικολάου!»

Η στιγμή ήταν κατάλληλη. Ο φον Κολοκοτρώνης άφησε αμέσως την κρύπτη του και πλησίασε με βιαστικά βήματα μέχρι το σημείο που διεξαγόταν η στιχομυθία. Ο λωποδύτης-αυλικός τον είδε, τον αναγνώρισε, αλλά δεν κινήθηκε καθόλου από τη θέση του, τηρώντας πάντοτε τη μεγαλύτερη ψυχραιμία και απόλυτη αδιαφορία.

«Βρε Ντοτόρο!» του φώναξε.

Εκείνος προσποιήθηκε ότι εκπλήσσεται με την προσφώνηση αυτή. Τότε τον πλησίασε περισσότερο και ακουμπώντας το χέρι του στο ώμο τού επανέλαβε:

«Βρε Ντοτόρο; Τι θέλεις μωρέ εδώ;»

«Εγώ;»

«Ναι, εσύ.»

«Ντοτόρος; Τι θα πει αυτό; Τι σημαίνει;»

«Βρε άστα αυτά τα κολπάκια και ξέρεις πως σε εμένα δεν περνάνε! Ούτε τη χήνα μπορείς να μου κάνεις εμένα ούτε να ξεφύγεις από τα νύχια μου! Συνεννοούμαστε υποθέτω!»

Μπροστά στον αποφασιστικό τόνο της φωνής του φον, ο Ντοτόρος άρχισε να ωχριά και να κλονίζεται. Ο βασιλιάς Γεώργιος εξακολουθούσε να μειδιά ευχαριστημένος για το απροσδόκητο επεισόδιο.

«Λοιπόν;» ρώτησε πάλι ο φον.

«Τι λοιπόν; Τι θέλεις;»

«Σε ρωτώ τι γυρεύεις εδώ!»

«Ήρθα να προσφέρω τις υπηρεσίες μου!»

«Θαυμάσιες υπηρεσίες!»

Ο βασιλιάς ήταν τώρα ξεκαρδισμένος στα γέλια και, καλώντας μεγαλοφώνως τον Ράινεκ να πλησιάσει, είπε:

«Πάρτε τον αμέσως από εδώ και γδύστε τον!»

Τη στιγμή εκείνη, ο Ντοτόρος έξω φρενών με τον φον Κολοκοτρώνη γιατί του κατέστρεψε τα σχέδια του φώναξε:

«Μα πάντα εσύ, καημένε Φον, θα είσαι ο κακός μου δαίμονας;»

«Τι να γίνει; Βλέπεις η μοίρα έτσι διατάσσει!»

Με ένα νεύμα του Σωτήρχου, δύο εύζωνοι της φρουράς των ανακτόρων πλησίασαν, τον άρπαξαν και τον οδήγησαν έξω, για να τον παραδώσουν στα όργανα της τάξης. Τότε ακολούθησε και ο φον, αλλά, τη στιγμή που ετοιμαζόταν να εξέλθει, τον πλησίασε ο βασιλιάς και τον συνεχάρη σφίγγοντας το χέρι του.

«Μπράβο, κύριε Κολοκοτρώνη!» του είπε. «Είσθε άξιος ιδιαίτερης εκτίμησης και θαυμασμού. Σας συγχαίρω!»

Τα συγχαρητήρια αυτά ήταν μια ικανοποίηση για αυτόν. Τα δέχτηκε με λόγους μετριοφροσύνης και βγαίνοντας από τα ανάκτορα παρέλαβε τον Ντοτόρο και τον οδήγησε στις κεντρικές ενωμοτίες.

16 Οκτωβρίου 1889

Ο φον Κολοκοτρώνης πληροφορήθηκε ότι η σύλληψη του Ντοτόρου δεν έσωσε τα ανάκτορα από τους κλέφτες και τους λωποδύτες. Δεν άφησαν ούτε ασημικό ούτε χρυσαφικό ούτε τίποτα πολύτιμο. Περίμεναν να τελειώσουν οι γάμοι και όταν έγινε η απαρίθμηση των πολυτελών αντικειμένων δεν βρέθηκε τίποτα στη θέση του. Δεκαεπτά δωδεκάδες ασημένια μαχαιροπίρουνα έγιναν ανάρπαστα! Από μια δωδεκάδα μαλαματένια κουτάλια της σούπας έμειναν μόνο δύο. Και δύο μόνο ασημένια κουταλάκια του γλυκού από τριάντα ολόκληρες δωδεκάδες!

Την ίδια τύχη είχαν τρεις πελώριοι δίσκοι ασημένιοι με ασημένια δισκοπότηρα. Δύο άλλοι δίσκοι αργυροί μικρότεροι και ένας δίσκος χρυσός μεγάλης αξίας με διάφορα δοχεία χρήσιμα για το κάπνισμα: τσιγαροθήκη, σπιρτιέρα, σανδριέρα, όλα χρυσά και βαρύτιμα, δωρηθέντα στον βασιλιά από τον γερμανό Κάιζερ, επ’ ευκαιρίας των γάμων του διαδόχου της Ελλάδας.

Τέτοια κλοπή καταντάει ομολογουμένως απίστευτη! Ασφαλώς, ο Ντοτόρος, κι αν έμενε στα ανάκτορα ως θαλαμηπόλος, θα ήταν ο αβλαβέστερος όλων σε σχέση με τους υπόλοιπους τίμιους λωποδύτες, οι οποίοι έγδυσαν κυριολεκτικώς το βασιλικό θησαυροφυλάκιο.                              

18 Οκτωβρίου 1889

Διάφοροι κοσμηματοπώλες συνελήφθησαν ως κλεπταποδόχοι των χρυσών και αργυρών σκευών των ανακτόρων. Ανακρινόμενοι όμως κατήγγειλαν τα ονόματα των ανθρώπων, οι οποίοι τους πούλησαν τα κλοπιμαία –εν αγνοία τους– και τα αστυνομικά όργανα αμέσως ξεκίνησαν τις αναζητήσεις των δραστών. Η σύλληψη τους θα πραγματοποιηθεί εντός την ημέρας και πιστεύεται ότι θα τιμωρηθούν όλοι παραδειγματικά.      

Την επόμενη Τετάρτη στο red n noir:

Η μεγάλη δράση του Ντοτόρου | Το καταχθόνιο σχέδιο της επιπλώσεως μιας θαυμάσιας γκαρσονιέρας στην οδό Θεμιστοκλέους αριθμός 2 | Ο επιπλοποιός, ο ράφτης και ο προμηθευτής των κονσερβών του | Το σουπέ της αριστοκρατίας και το σουπέ ενός λωποδύτη | Τα λούσα της μαιτρέσας του και το μαγικό μπαστούνι | Από τα Χαυτεία στην Ρόμβη και από την οδό Σταδίου στην Καπνικαρέα |Οκτώ καταπληκτικές διαρρήξεις εντός οκτώ ημερών | Ο φον Κολοκοτρώνης στα ίχνη του λωποδύτη |          

       

Μυρίζει αίμα: Ψιλή κουβέντα με τον Γιάννη Ράγκο

Ο Γιάννης Ράγκος διάβαζε λογοτεχνία από μικρός, όμως θεωρούσε την αστυνομική λογοτεχνία «ένα πράγμα δευτερεύον ή και τριτευον». Όλα άλλαξαν όταν ο πατέρας του, του σύστησε τον Τσάντλερ και τον Χάμετ. Έτσι ξαφνικά, άνοιξε ένας ολόκληρος κόσμος.

«Αργότερα διαπίστωσα ότι οι άνθρωποι με ποινικό πεπρωμένο με ελκύουν και μυθοπλαστικά αλλά και ως χαρακτήρες. Πάντα με απασχολούσε και αυτό το κομμάτι, η υπαρξιακή καταβύθιση και η ευθεία αναμέτρηση με τη σκοτεινή μας πλευρά. Ήταν αυτή η υπαρξιακή πλευρά του νουάρ που με γοήτευσε.

Αυτό συνδέθηκε και με τη δημοσιογραφική μου δουλειά. Η συγκέντρωση στοιχείων, η ερευνητική διαδοχή τους, η διασταύρωσή τους, τα λάθη στην εκτίμησή τους και μια πιθανή αλλαγή δρόμου στην έρευνα ήταν κάτι που συνέβαινε με παρόμοιο τρόπο και στη δουλειά του δημοσιογράφου.»

Η ανανεωμένη επανέκδοση του Καστανιώτη το 2019 (πρώτη έκδοση από τον Ίνδικτο το 2008) του μυθιστορήματος «Μυρίζει αίμα» καταφέρνει αβίαστα να μεταφέρει τον αναγνώστη στο 1969. Ο Γιάννης Ράγκος ζωντανεύει μια τόσο πραγματική όσο και εξωφρενική για την περίοδο ιστορία, που τάραξε τα ποινικά και εγκληματολογικά δεδομένα της τότε ελληνικής πραγματικότητας.

Στις αρχές Μαρτίου του δεύτερου χρόνου της δικτατορίας, δύο τριαντάρηδες Γερμανοί, ο Χέρμαν Ντουφτ και ο Χανς Μπασενάουερ, φτάνουν στην Ελλάδα, δηλώνοντας πως έρχονται για τουρισμό και δουλειές. Κατά τη διάρκεια της σαρανταήμερης διαμονής τους, διαπράττουν έξι ανθρωποκτονίες και πέντε ληστείες απέναντι σε τυχαία επιλεγμένους στόχους. Οι αστυνομικές αρχές, απασχολημένες με την καταστολή της αντικαθεστωτικής δράσης, αδυνατούν να φτάσουν στα ίχνη τους, ενώ συγχρόνως απαγορεύεται στον Τύπο η δημοσιοποίηση των σχετικών γεγονότων, προκειμένου να μην διαταραχθεί η εικόνα της τάξης και της ασφάλειας.

Το «Μυρίζει αίμα» είναι ένα λογοτεχνικό έργο, συγχρόνως όμως είναι και  ένα δημοσιογραφικό ντοκουμέντο. Με τον Γιάννη Ράγκο βρεθήκαμε στο red n’ noir βιβλιοκαφέ στη Δροσοπούλου, για να μιλήσουμε για το βιβλίο του, την πρώτη ύλη που χρησιμοποίησε, το non fiction crime novel, τα όρια του συγγραφέα ανάμεσα στη μυθοπλασία και την πραγματικότητα, τη μεταξύ τους αναλογία, τον τρόπο που καθόρισε την εξέλιξη των γεγονότων η περίοδος στην οποία διαδραματίστηκαν, το αστυνομικό ρεπορτάζ της εποχής, τους λόγους που επιλέχτηκε ο συγκεκριμένος τίτλος και τέλος για το αν πρόκειται για το ελληνικό «Εν ψυχρώ».

Η πρώτη ύλη

Ο Γιάννης Ράγκος είχε συλλέξει το υλικό του, χάρη στη δημοσιογραφική του ιδιότητα, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, στο πλαίσιο της συνεργασίας του με την τηλεοπτική σειρά «Ανατομία ενός Εγκλήματος» ως υπεύθυνος δημοσιογραφικής έρευνας. Το σχετικό επεισόδιο με τίτλο «Εν ψυχρώ», σε σκηνοθεσία Μπάμπη Σπανού και σενάριο Πέτρου Μάρκαρη, προβλήθηκε στις 18 Φλεβάρη του 1993.

«Όλο αυτό το υλικό είχε χρησιμοποιηθεί για την παρουσίαση της υπόθεσης στην εκπομπή και περιλαμβάνει τα πλήρη πρακτικά του δικαστηρίου, το πλήρες υλικό της προανάκρισης από το αρχείο της αστυνομίας, δημοσιεύματα του Τύπου της εποχής και πάρα πολλές συνεντεύξεις με ανθρώπους, καθώς όταν έκανα την αρχική ερευνά, στην αρχή της δεκαετίας του 1990, πολλοί από αυτούς ζούσαν ακόμα. Πήγα στα σημεία των εγκλημάτων, μίλησα με ανθρώπους, είδα και το χώρο. Μίλησα και με κάποιους ανθρώπους στη Γερμανία.

Πήρα πάρα πολλές συνεντεύξεις από πρόσωπα που γνώρισα και εμπλέκονταν με οποιαδήποτε ιδιότητα. Τη μόνη που δεν κατάφερα να βρω, επειδή δεν ζούσε, ήταν η ελληνίδα αρραβωνιαστικιά του Χέρμαν Ντουφτ, η οποία είχε σκοτωθεί περίπου ένα χρόνο πριν σε τροχαίο. Μίλησα με τον αδελφό της όμως τον ράφτη, που το ραφείο του ήταν πολύ κοντά στο σπίτι μου.

Μετά από αρκετά χρόνια, αυτό το υλικό το ξαναδούλεψα για το μυθιστόρημα, όπου εκεί χρειάστηκε άλλου τύπου έρευνα, κυρίως πραγματολογικού χαρακτήρα. Όταν αναπαράγεις μια εποχή πρέπει να ξέρεις κι άλλα πράγματα, όπως τη μόδα της εποχής, τις ταινίες που παίζονταν στον κινηματογράφο και την τιμή που είχε το καλαμάκι σουβλάκι τότε –μια δραχμή και είκοσι λεπτά. Μπαίνουν διάφορα πραγματολογικά στοιχεία που στην έρευνα δεν σου χρειάζονται, σου χρειάζονται όμως σε μια αποτύπωση μυθοπλαστική, λογοτεχνική πια.

Την περίοδο που έγραφα το βιβλίο, άκουγα μόνο μουσική του 1969, ροκ ή ελληνικά, αλλά μόνο του 1969. Μερικά τραγούδια τα βάζω να ακούγονται και στο βιβλίο.»

Το non fiction crime novel, τα όρια του συγγραφέα ανάμεσα στη μυθοπλασία και την πραγματικότητα και η μεταξύ τους αναλογία

«Το περίφημο αυτό υβριδικό είδος, που καθιερώθηκε από το «Εν Ψυχρώ» του Τρούμαν Καπότε, είναι μια τεχνική που με το ένα πόδι πατάει στο δημοσιογραφικό λόγο και στις αντίστοιχες τεχνικές, χρησιμοποιώντας αυθεντικά ντοκουμέντα, κομμάτια από συνεντεύξεις, δημοσιεύματα εφημερίδων ή ντοκουμέντα από δικαστικά και αστυνομικά αρχεία, ενώ με το άλλο πατάει στη λογοτεχνία, χρησιμοποιώντας εσωτερικούς μονολόγους, διαλόγους κλπ. Εμένα αυτό μου αρέσει πολύ, γιατί συναιρεί και τις δυο μου ιδιότητες, του δημοσιογράφου και του συγγραφέα.

Δεν μπορώ να κρίνω σε ποιο βαθμό ακριβώς έμεινα πιστός στα γεγονότα. Αρχικά, έκανα μια επιλογή που με βοήθησε και πρακτικά. Χρησιμοποίησα τα αληθινά ονόματα του Ντουφτ και του Μπασενάουερ, άλλαξα όλα τα ονόματα των πραγματικών χαρακτήρων και πρόσθεσα κάποιους χαρακτήρες καθαρά μυθοπλαστικούς. Παράλλαξα τα ονόματα με έναν τρόπο που να θυμίζουν όμως τα πραγματικά. Αυτό το έκανα κυρίως για λόγους δεοντολογίας απέναντι στη μνήμη των θυμάτων.

Είναι λογικό πολλά πράγματα να μην τα ξέρω. Παραδείγματος χάριν, τι έκαναν αυτοί οι δύο άνθρωποι όταν ήταν μόνοι τους. Επομένως εκεί επινόησα, όμως με έναν τρόπο που να ταιριάζει στα επιβεβαιωμένα συμβάντα. Δηλαδή στη χαρακτηρολογία, τον τρόπο που αντιδρούσαν στα ερεθίσματα και την ιδιοσυγκρασία τους. Δεν μπορείς, αν για παράδειγμα τα τεκμηριωμένα συμβάντα σκιαγραφούν ένα χαρακτήρα, στις μυθοπλαστικές σου σκηνές εσύ να δείχνεις έναν άλλον. Έπρεπε να επινοήσω σκηνές. Σκηνές που να είναι λειτουργικές και να εξυπηρετήσουν συγχρόνως και το υπαρξιακό κομμάτι της ιστορίας, χωρίς να τους δικαιολογώ ή να τους καταδικάζω. Με ενδιέφερε να ανακαλύψω τους χαρακτήρες τους. Για να το καταφέρω αυτό, έπρεπε από τη μία να μάθω πράγματα γι’ αυτούς, αλλά έπρεπε να βυθιστώ και στην ύπαρξή τους και τον τρόπο που σκέφτονταν.

Όταν αποφάσισα να κάνω αυτό το βιβλίο, πήγα ξανά σε όλα τα σημεία που διαδραματίστηκαν τα γεγονότα. Όταν πήγα στο βενζινάδικο (τώρα έχει κλείσει) που έγιναν οι πρώτοι φόνοι, σταμάτησα με το αμάξι απέναντι και έπαθα τέτοια αυθυποβολή, που αισθάνθηκα σαν να ζω τη σκηνή μπροστά μου. Ήταν μέρα, το σκηνικό εντελώς διαφορετικό έτσι κι αλλιώς, και παρόλα αυτά είδα τη σκηνή μπροστά μου, μου κόπηκε η ανάσα για μερικά δευτερόλεπτα μέρα-μεσημέρι, ήμουν σε κάτι σαν παραλήρημα. Ήμουν τόσο μέσα στην ιστορία αυτή, που για κάποια ώρα την είδα να ζωντανεύει μπροστά μου.

Η αίσθηση αυτή, ότι ξεκινάς από ένα απειροελάχιστο ίχνος και ψάχνοντας σου ανοίγεται ξαφνικά ένας ολόκληρος κόσμος… Είναι πολύ γοητευτική η πορεία προς την αποκάλυψη αυτού του κόσμου».

Πώς καθόρισε την εξέλιξη των γεγονότων η εποχή στην οποία διαδραματίστηκαν

«Πιστεύω ότι αυτή ιστορία δεν θα είχε την εξέλιξη που είχε, αν δεν ήταν η χούντα. Η χούντα εκείνη την περίοδο ήταν απομονωμένη διεθνώς και μην ξεχνάμε ότι το 1969, που διαδραματίζονται τα γεγονότα, αποβάλλεται από το Συμβούλιο της Ευρώπης. Μάλιστα πριν αποβληθεί, αποχωρεί από μόνη της. Προκειμένου λοιπόν να έχει μια έξωθεν καλή μαρτυρία και να φέρνει και συνάλλαγμα, υπήρχε μια τάση, κυρίως στα χερσαία σύνορα, να μην γίνονται σοβαροί έλεγχοι. Αυτό εκμεταλλευτήκαν οι δύο Γερμανοί και πέρασαν όλο τον οπλισμό τους χωρίς να τους ελέγχει ποτέ κανείς, καθώς ήρθαν οδικώς από τη Γερμανία.

Το άλλο δεδομένο είναι ότι η αστυνομία και οι διωκτικές αρχές ήταν σαφώς προσανατολισμένες στην πολιτική δράση. Είχαν εξασθενήσει τα αντανακλαστικά στο κοινό έγκλημα. Βέβαια να σημειώσω ότι αυτά για την Ελλάδα ήταν εγκλήματα πρωτοφανή, δεν τα είχαν ξαναδεί ποτέ. Μιλάμε για έγκλημα που άλλαξε τη χώρα, δεν είχε άλλους δεν είχε προηγούμενο. Εγκληματολογικά, δυο σίριαλ κίλερ στην Ελλάδα, ήταν υπόθεση τομή.

Το τρίτο και σημαντικότερο ήταν το γεγονός ότι για λόγους πολιτικής αντίληψης και της ανάγκης να παρουσιαστεί ότι υπάρχει τάξη και ασφάλεια, το καθεστώς δεν επέτρεπε καμία δημοσίευση των γεγονότων (έκτος από ένα μονόστηλο στο δεύτερο φόνο και ένα δίστηλο στον τρίτο) και έτσι ο κόσμος ήταν απληροφόρητος σχετικά. Αυτό εμμέσως βοήθησε και τη δράση των δύο Γερμανών, γιατί τα θύματα ήταν ανυποψίαστα. Εξάλλου και οι ίδιοι έψαχναν τις εφημερίδες, δεν έβλεπαν τίποτα και έλεγαν πάμε για άλλα.»

Το αστυνομικό ρεπορτάζ της εποχής

«Τα εγκλήματα που παρουσιάζονται στον Τύπο της εποχής είναι κυρίως τα εγκλήματα πάθους. Ένα έγκλημα πάθους μπορεί να δικαιολογηθεί ιδεολογικά μέσα σε αυτό το πλαίσιο, καθώς είναι εγκλήμα που συμβαίνει ανεξάρτητα από το καθεστώς τάξης και ασφάλειας και με έναν τρόπο λειτουργεί ως η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα.

Δεν ήταν εγκλήματα πάθους ή εγκλήματα για κτηματικές διαφορές. Ήταν εγκλήματα που το κράτος δεν μπορούσε να ελέγξει, να καθοδηγήσει ιδεολογικά, δεν μπορούσε να τα εντάξει σε μια κατηγορία και κάπως να τα χειριστεί σε επίπεδο δημοσιότητας.

Αυτή την αμηχανία προσπαθώ να την περάσω και μέσα από τον ήρωα τον αστυνομικό, καθώς πράγματι υπάρχει μια αμηχανία. Και το ότι πέσανε μέσα στο γεγονός ότι είναι ξένοι οι δράστες, δεν είναι από κάποια τεχνοκρατική προσέγγιση, αλλά από το γεγονός ότι οι Έλληνες δεν κάναν τέτοια εγκλήματα.»

Ο τίτλος

«Την εποχή που έγραφα το βιβλίο, διαβάζοντας ένα άσχετο κείμενο, οικονομικό, έπεσα στη λατινική φράση non olet pecunia sed santes, που σημαίνει δεν μυρίζει χρήμα αλλά αίμα, οπότε σκέφτηκα το «Μυρίζει αίμα», με τη λογική ότι όλη Ελλάδα μύριζε αίμα. Τότε ακόμα δεν το είχα τελειώσει το βιβλίο, ήμουν λίγο μετά τη μέση, και έπειτα το ξέχασα. Όταν ο Ντουφτ μπήκε στη φυλακή και αφού καταδικάστηκε και πήγε στην Κέρκυρα, έστειλε μια επιστολή στο Συμβούλιο της Ευρώπης, για να καταγγείλει την ελληνική χούντα για βασανιστήρια. Όταν διάβαζα ξανά την ελληνική μετάφραση της επιστολής για να τη δαχτυλογραφήσω και να τη βάλω στο βιβλίο, ανακάλυψα (κάτι που δεν είχα παρατηρήσει αρχικά) ότι υπάρχει αυτή η φράση. Σε ένα σημείο γράφει ότι σε αυτό το κελί μυρίζει αίμα,* οπότε λέω αυτός είναι ο τίτλος, γιατί ακριβώς ήθελα να συμβολίσω ότι δεν μύριζε αίμα μόνο η υπόθεση αλλά όλη η εποχή.»

Το ελληνικό «Εν ψυχρώ»

«Για λόγους εμπορικούς έχει γραφτεί ότι είναι το ελληνικό «Εν ψυχρώ». Μια ομοιότητα είναι η χρήση του λογοτεχνικού υβριδίου non fiction crime novel, με τη διαφορά ότι ο Καπότε το έγραφε συγχρόνως με τα γεγονότα, ενώ εγώ με μια απόσταση δεκαετιών. Άλλες ομοιότητες είναι ότι οι δράστες είναι δύο και ότι ο Καπότε αναφέρεται σε ένα έγκλημα που είναι επίσης τομή στην εγκληματολογική ιστορία της χώρας. Είναι η εποχή της αποαθωοποίησης της Αμερικής, όπως αντίστοιχα συμβαίνει και με το έγκλημα των δύο Γερμανών στην Ελλάδα.

Δεν ήταν όμως σε καμιά περίπτωση η πρόθεσή μου να το μιμηθώ. Δεν ήθελα να αντιγράψω ούτε το ύφος του. Το έργο του Καπότε το έχω διαβάσει τριάντα φορές, το θεωρώ ένα αριστούργημα για πολλούς λόγους. Πριν γράψω το «Μυρίζει αίμα» το ξαναδιάβασα, για να το έχω φρέσκο στο μυαλό μου, ακριβώς για να αποφύγω να το μιμηθώ έστω και υποσυνείδητα.

Προφανώς έχω επηρεαστεί από το βιβλίο αυτό, όπως και από άλλα πράγματα. Άλλωστε τίποτα δεν προκύπτει από το μηδέν.»

*Το απόσπασμα της επιστολής του Χέρμαν Ντουφτ: «Εδώ στο κελί φαίνεται ότι έχουν αυτοκτονήσει αρκετοί, γιατί μυρίζει αίμα και βαρβαρότητα. Ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες, η μυρωδιά γίνεται περισσότερο ή λιγότερο έντονη. Μπορεί κανείς να δει το αίμα και στον τοίχο, αν και τον έχουν πλύνει».

Τα απομνημονεύματα του διάσημου αστυνομικού φον Κολοκοτρώνη V

Μια διάσημη λωποδύτικη φυσιογνωμία | Ο μυρωδάτος Ντοντόρος και τα κατορθώματά του | Πώς τόλμησε να γίνει θαλαμηπόλος στα ανάκτορα του βασιλιά Γεώργιου | Ένα συνταρακτικό επεισόδιο

Σήμερα, ο φον Κολοκοτρώνης σημείωσε μια από τις καλύτερες επιτυχίες του αστυνομικού του σταδίου. Βεβαίως, δεν μπορεί να πει ότι είναι μεγάλη η επιτυχία του, διότι ούτε κανένα κατόρθωμα ούτε κανένα ανδραγάθημα έκανε κατά τη διάρκειά της. Εντούτοις, του δόθηκε η ευκαιρία να δεχτεί τα συγχαρητήρια του βασιλιά Γεωργίου Α’, να του σφίξει το χέρι και να του ψάλλει επαίνους, για τους οποίους και μόνο μπορεί να καυχιέται.

Την αφορμή για τούτο έδωσε ο διάσημος λωποδύτης Ντοτόρος, ο λεπτός και μυρωδάτος και αιώνιος αυτός τζέντλεμαν λωποδύτης, ο οποίος είχε συνταράξει από τριετίας την αθηναϊκή κοινωνία με τα ασύγκριτα και αξιοθαύμαστα κατορθώματά του.

Πριν ένα μόλις μήνα, ο ίδιος ο φον Κολοκοτρώνης τον είχε στείλει στις φυλακές και δεν γνώριζε καν ότι είχε δραπετεύσει, όταν ξαφνικά να σου ο καλός μας να βρίσκεται, πού φαντάζεστε; Μέσα στα ανάκτορα του βασιλιά της Ελλάδας, προετοιμαζόμενος κι αυτός να λάβει μέρος στις γιορτές της στέψης του διαδόχου Κωνσταντίνου, με στολή θαλαμηπόλου των ανακτόρων, λιβρέα, κιλότα, γυαλισμένες μπότες…

Μα τι θαυματουργός άνθρωπος είναι λοιπόν ο Ντοτόρος! Ντοτόρος! Τι θα πει Ντοτόρος; Δεν είναι βέβαια αυτό το όνομά του. Όχι βέβαια! Ονομάζεται Παπαδόπουλος, Παπανικολάου, Παπαδάκης, Παπαδάτος, Χασιωτάκης, Χαρκουτσάκης ή Ντοτόρος. Το τελευταίο είναι το επικρατέστερο όλων. Αλλά τα αστυνομικά δελτία τον φέρουν καταγεγραμμένο ανά διάφορες εποχές με όλα αυτά τα ονόματα, τα οποία αποτελούν και το φωτοστέφανο της οντότητάς του. Το επώνυμο όμως του Ντοτόρου, το οποίο του έδωσαν οι νέοι της αριστοκρατικής μας τάξης στα σαλόνια των οποίων σύχναζε, του κόλλησε σαν βεντούζα.

Και ομολογουμένως, με το μέτριο ανάστημά του, το σιτωχρό χρώμα του μάλλον ευγενικού προσώπου του, το περιποιημένο μουστάκι του, τα γαλανά του μάτια και την, από κάθε άποψη, ευγενική του φυσιογνωμία, δίνει την εντύπωση ανθρώπου που πλάστηκε όχι για τις φυλακές ούτε για ταπεινές κλοπές και ευτελείς λωποδυσίες, αλλά για να ζει στα σαλόνια της αριστοκρατίας και τις χαρτοπαιχτικές λέσχες και για να κάνει μεγάλα κόλπα ή γερές μπάζες, αναλόγως των περιστάσεων του τόπου και του χρόνου.

Υπήρξε με τη σειρά: υπηρέτης, υπάλληλος ωρολογοποιείου, άνθρωπος του κόσμου, περιζήτητος σύντροφος, χαρτοπαίχτης, υπηρέτης εκ νέου, πάλι υπάλληλος ζαχαροπλαστείου στα Χαυτεία, αυλικός θεράπων, κατακτητής καρδιών, κατάδικος φυλακών, αγαθός γλεντζές, τζέντλεμαν και, υπεράνω όλων αυτών, μοναδική λωποδυτική προσωπικότητα.

Και τι προσωπικότητα! Κάτοχος της γερμανικής και της γαλλικής, ομιλεί απταίστως τη μητρική του γλώσσα και κανείς ποτέ δεν κατόρθωσε να εξακριβώσει τον τόπο στον οποίο γεννήθηκε ο περίεργος αυτός τύπος.  Φοράει πάντοτε γάντια και είναι παρφουμαρισμένος με τόσα μυρωδικά καλά και δυνατά, ώστε από απόσταση είκοσι με τριάντα βημάτων, η παρουσία του προδίδεται από μόνη της και ο καθένας μπορεί να βεβαιώσει θετικότατα: Ντοτόρος! Έρχεται ο Ντοτόρος!

Το πρώτο του κόλπο το διέπραξε στο σπίτι του υποστράτηγου Καραϊσκάκη, στο οποίο δυο χρόνια πριν ήταν υπηρέτης. Είχε κλέψει ένα ποσό 1.700 δραχμών και εξαφανίστηκε. Αλλά μετά από πολλές και επίμονες έρευνες, ανακαλύφθηκε το καταφύγιό του και συνελήφθη για να αποσταλεί στις κεντρικές φυλακές. Εκεί όμως, φαίνεται ότι συνάντησε καλούς καθηγητές και ο Ντοτόρος έμαθε πώς να εργάζεται με το καλύτερο σύστημα, χωρίς να γίνεται αντιληπτός, και να μένει, ως επί το πλείστον, ασύλληπτος από τα όργανα της καταδίωξης.

Μία από τις σημαντικότερες επιτυχίες του ήταν η κλοπή του γερο-Κάρταλη, πατέρα του βουλευτή Αντώνιου Κάρταλη. Αυτός είχε καταλύσει στο παρά την οδό Σταδίου ξενοδοχείο της «Γαλλίας» και ο Ντοτόρος, που είχε τη δύναμη να μυρίζει εξ αποστάσεως τα σπουδαία θηράματά του, παρακολούθησε τον πλούσιο εισοδηματία και δεν δίστασε να ζητήσει ένα δωμάτιο εντός του ίδιου ξενοδοχείου. Εκεί, έμεινε δυο μέρες και μετά εξαφανίστηκε, αποκομίζοντας 8.000 χρυσές δραχμές, τις οποίες αφαίρεσε από τη βαλίτσα του Καρτάλη, την οποία, παραδόξως, φεύγοντας άφησε καλά κλειδωμένη!

Παρά τα προφυλακτικά μέτρα που έλαβε, ακόμα και τότε, δεκαεφτά μήνες πριν, οι ‘καρδερίνες’ της αστυνομίας τον συνέλαβαν και τον έριξαν στις φυλακές. Αλλά το μεγαλύτερο του κόλπο, ομολογουμένως, ήταν το σημερινό στα ανάκτορα του βασιλιά Γεωργίου. Κανείς ποτέ δεν είναι δυνατόν να πιστέψει την τόση θρασύτητα ενός λωποδύτη, γνωστότατου άλλωστε σε όλα τα όργανα της ασφάλειας, και ο οποίος, μόλις πριν ένα μήνα, είχε σταλεί στις φυλακές.

Πρέπει να σημειωθούν και οι εξής ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες: Λόγω των επικείμενων γάμων του Κωνσταντίνου, της άφιξης πολλών επισήμων, αντιπροσώπων κυβερνήσεων, πριγκίπων και της αναμενόμενης άφιξης του αυτοκράτορα της Γερμανίας και διαφόρων άλλων υψηλοτήτων, ο βασιλιάς Γεώργιος σκέφτηκε ότι έπρεπε να στρατολογήσει και νέο προσωπικό στα ανάκτορά του, με την πρόθεση να παράγει καλή εντύπωση στους υψηλούς ξένους. Ταυτοχρόνως, προσλήφθηκαν στην υπηρεσία των ανακτόρων περίπου είκοσι πέντε άτομα, άνθρωποι ευπρόσωποι και κατά γενικό κανόνα γλωσσομαθείς. Μεταξύ αυτών, έκρινε καλό ότι πρέπει να είναι και ο Ντοτόρος.

Διάβολε! Γιατί να χάσει την ευκαιρία, αφού εκεί μέσα υπήρχαν τόσα μαλαματικά, ασημικά και πολύτιμα πράγματα! Αλλά για κακή του τύχη, ζητήθηκε από τον Σωτήρχο ενίσχυση της αστυνομικής φρουράς των ανακτόρων και μεταξύ των πρώτων υπεδείχθη ο φον Κολοκοτρώνης, για να προλάβει, το κατά δύναμιν, οτιδήποτε απευκταίο.

Ο βασιλιάς Γεώργιος, ενδιαφερόμενος να γίνουν τα πάντα κατά τον τελειότατο τρόπο, εννοούσε να επιβλέπει αυτοπροσώπως και αυτή ακόμα την παράταξη των νέων θαλαμηπόλων του.  Οι δεκαπέντε νέοι άνδρες παρατάχθηκαν κατά σειρά και η επιθεώρηση άρχισε. Ο βασιλιάς ήταν κρυμμένος πίσω από τα παραπετάσματα και ένα μειδίαμα ευχαρίστησης είχε ανθίσει στα χείλη του από την παράταξη των νέων θαλαμηπόλων.

Αίφνης, ο φον Κολοκοτρώνης αντίκρισε τον Ντοτόρο. Στο μέσον περίπου την παράταξης, ευθυτενή, αμέριμνο, θρασύτατο. 

«Βρε, Μερτίκα!» είπε στον ακόλουθό του. «Εκείνος εκεί κάτω δεν είναι ο Ντοτόρος;»

«Όλος κι όλος», απάντησε εκείνος κατόπιν μικρής εξέτασης.     

«Ας ρωτήσουμε τον Σωτήρχο πώς και με τι όνομα ήρθε εδώ!»

Ο φον Κολοκοτρώνης πλησίασε τον Σωτήρχο και του ανακοίνωσε την ανακάλυψή του. Εκείνος ανέφερε τα καθέκαστα στον Ράυνεκ, αλλά την ίδια στιγμή ο βασιλιάς Γεώργιος, παρακολουθώντας με ενδιαφέρον τις κινήσεις τους, ρώτησε τον Ράυνεκ:

«Τι λέτε λοιπόν;»

«Μεγαλειότατε!» είπε ο Ράυνεκ. «Ο φον Κολοκοτρώνης διατείνεται ότι ένας από τους νέους θεράποντες είναι λωποδύτης!»

«Ποιος;»

«Εκείνος εκεί!» 

Την επόμενη Τετάρτη στο red n noir:

Η στιχομυθία με τον βασιλιά Γεώργιο και ο διάλογος με τον Ντοτόρο | Από τα ανάκτορα στις φυλακές | Ο κακός του δαίμονας | Εντούτοις η κλοπή των ανακτόρων έγινε με τον πλέον άσπλαχνο τρόπο  

Ω γλυκύ μου έαρ. Ψιλή κουβέντα με τον Κώστα Γουρνά

Έχουν περάσει πια δύο χρόνια και ένας μήνας, από όταν ο Κώστας Γουρνάς εξέδωσε το δεύτερο βιβλίο του με τίτλο Ω γλυκύ μου έαρ. Η ιστορία εξελίσσεται κατά την επιστροφή με αμάξι δυο συμπολεμιστών από τον Έβρο στην Αθήνα. Έχει προηγηθεί πολεμική σύγκρουση με την Τουρκία και, εκτός του τακτικού στρατού, υπάρχει και συμμετοχή αντάρτικων ομάδων, στις οποίες φαίνεται να συμμετέχουν και κομμάτια του ανταγωνιστικού κινήματος. Άλλοι με τη λογική της εξοικείωσης με τα όπλα και την πολεμική σύγκρουση και άλλοι με τη λογική της αντιπαράθεσης με το καθεστώς Ερντογάν στην Τουρκία. Μετά τη λήξη της σύγκρουσης και καθώς επιστρέφουν, οι αντάρτες πρέπει να φυλαχθούν πια από το ελληνικό κράτος, που τους καταδιώκει. Έτσι, μέσα σε αυτή την κατάσταση, ο κυρ-Φραγμός, που είναι μεσήλικας, και ο Αλέξανδρος, που είναι νεαρός, συνταξιδεύουν, συζητώντας μια τεράστια γκάμα θεμάτων, προσπαθώντας συγχρόνως  να φτάσουν στην Αθήνα ασφαλείς. Με αφορμή τη συγκεκριμένη νουβέλα και με μια μικρή καθυστέρηση, κάναμε με τον Κώστα μια αρκετά μεγάλη κουβέντα.

Όσο ήσουν κρατούμενος στις ελληνικές φυλακές για τη συμμετοχή σου στον Επαναστατικό Αγώνα, έγραψες δύο λογοτεχνικά βιβλία: ένα μυθιστόρημα (Η βαρύτητα στη ή) και μια νουβέλα (Ω γλυκύ μου έαρ). Επίσης, κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού σου, είχες γράψει και δημοσιεύσει αρκετά αμιγώς πολιτικά κείμενα. Μέσα σε αυτόν τον πολύ μεγάλο όγκο λογοτεχνικών και πολιτικών κειμένων, απουσιάζει αισθητά κάτι που να μιλάει για τη φυλακή. Είτε βιωματικό είτε θεωρητικό. Νομίζω επίσης πως είσαι ο μοναδικός πολιτικός κρατούμενος, ή και κρατούμενος γενικά (από τη μεταπολίτευση και έπειτα), ο οποίος γράφει λογοτεχνία που δεν είναι ούτε αυτοβιογραφική ούτε αφορά την εμπειρία της φυλακής.

Από τη σύλληψή μου το 2010 και την ανάληψη της πολιτικής ευθύνης για τον Επαναστατικό Αγώνα, κουβαλούσα διαρκώς την αντίληψη ότι ο λόγος μου θα έπρεπε να είναι εξωστρεφής και να απευθύνεται κυρίως προς την κοινωνία. Για το λόγο αυτό και δεν πήρα μέρος, σε μεγάλο βαθμό, σε κινήσεις που είχαν ως στόχο την προπαγάνδα στους ίδιους τους κρατούμενους, ως ένα εν δυνάμει κοινωνικό–εξεγερσιακό υποκείμενο. Σε αυτό συνετέλεσε βέβαια και η όλη οξυμένη κοινωνική κατάσταση την περίοδο της κρίσης και των μνημονίων, οπότε θεωρώ ότι ο βαθμός πολιτικοποίησης εκτοξεύθηκε κατακόρυφα.

Είναι αλήθεια ότι στο λόγο μου όντως απουσιάζει το βίωμα και οι συνθήκες του εγκλεισμού στο πλαίσιο της φυλάκισης. Αυτό οφείλεται κυρίως σε δύο λόγους. Ο πρώτος έχει να κάνει με την άρνησή μου να περιγράψω μια καθημερινότητα που δεν θα ήταν χρήσιμη σε κανέναν είτε θα μπορούσε να αποθαρρύνει ανθρώπους από το να αγωνιστούν, παίρνοντας ρίσκα σύλληψης. Ο δεύτερος έχει να κάνει με το γεγονός ότι έβγαλα σχεδόν όλη τη φυλακή μου σε καθεστώς απομόνωσης, οπότε δεν πιστεύω ότι μπορώ να αποδώσω πιστά την πραγματικότητα της φυλακής με την απεικόνιση του γενικού πληθυσμού της.

Όπως έχω ξαναπεί χαριτολογώντας, η αυτοβιογραφία μου μπορεί να “πουλούσε” περισσότερο, αλλά λίγα θα είχε να προσφέρει πολιτικά.

Και στα δυο βιβλία –στη Βαρύτητα στο ή είναι σαφώς διατυπωμένο, ενώ στο Ω γλυκύ μου έαρ πιο έμμεσα– επισημαίνεις ότι ο πολιτικός αγώνας των καταπιεσμένων δεν μπορεί είναι μόνο μια στιβαρή πολιτική θέση. Ότι δεν μπορεί να περιορίζεται εκεί. Ότι στην πραγματικότητα πρόκειται για τη σύγκρουση και τη σύνθεση όλων των εκφράσεων της ζωής. Είναι, κατά τη γνώμη σου, η αναζήτηση του τρόπου που αλληλεπιδρούν τα διάφορα πεδία της ζωής ικανά να επηρεάσουν τον αγώνα; Πόσο αξία έχει να μην περιορίζει κανείς τους πολιτικούς προβληματισμούς στην αμιγώς πολιτική τους διάσταση, αλλά να θέτει και μια σειρά υπαρξιακών ζητημάτων που τους συνοδεύουν;

Ο αγωνιστής που δεν αναζητά την ολοκλήρωσή του στα πολλαπλά πεδία της ζωής οδηγείται σε μια γραφειοκρατία της αντιπαράθεσης με τον ταξικό εχθρό, που και απομακρύνει την κοινωνία από δίπλα του και τον οδηγεί σε τακτικά λάθη. Πολιτική δίχως υπαρξιακή αναζήτηση είναι αντιιστορική διαδικασία. Ειδικά για τους αναρχικούς αγωνιστές, που στοχεύουν στην ουτοπία της αταξικής κοινωνίας, η αναζήτηση μιας διαρκούς αυτοβελτίωσης είναι και η ουσιαστική προϋπόθεση για την επίτευξή της, καθώς καταδεικνύει τον ίδιο τον ρεαλισμό, σε τελική ανάλυση, της αναρχικής κοινωνίας.

Ένα βασικό αντεπιχείρημα εδώ θα μπορούσε να είναι ότι ο αγώνας για την κοινωνική επανάσταση είναι πρωτίστως απόρροια του ταξικού πολέμου, ενός πολέμου δηλαδή με όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά μιας σύγκρουσης. Θα αντέτεινε δηλαδή κάποιος ότι αυτό που φέρει ο αγωνιστής μέσα του την ώρα της μάχης δεν έχει καμιά σημασία ως προς την έκβαση αυτής.

Από τα λίγα πράγματα που έχω κρατήσει στη φυλακή, είναι ότι πολλές φορές ο σεβασμός συγχέεται με το φόβο. Εκείνος που επενδύει στο φόβο ποτέ δεν θα μπορέσει να έχει μακροπρόθεσμους συμμάχους, σε αντίθεση με εκείνον που τον σέβονται. Το ίδιο ακριβώς θα πρέπει να συμβαίνει και με τον αγώνα. Τις εσωτερικές του διαδικασίες, αλλά και την ώσμωσή του με τα κοινωνικά υποκείμενα που απευθύνεται.

Όταν έγραψες το Ω γλυκύ μου έαρ, μετρούσες ήδη (με ένα μικρό διάλειμμα ενδιάμεσα, λόγω παρέλευσης δεκοχταμήνου) περίπου εφτά χρόνια στη φυλακή. Έχει ενδιαφέρον, για μένα, ότι κάνεις λεπτομερείς περιγραφές τοπίων και καθημερινών εικόνων. Η μνήμη φυσικά δεν ξεθωριάζει τόσο εύκολα, όμως η ικανότητά σου να περιγράφεις με λεπτομέρειες σκηνές από την καθημερινότητα των ανθρώπων, όταν η δικιά σου καθημερινότητα για σχεδόν μια δεκαετία ήταν μερικοί τοίχοι και περισσότερα σιδερένια κάγκελα, μου φαντάζει σχεδόν εξωπραγματική. Πόσο μάλλον όταν είναι μέρη που δεν έχεις πάει καν. 

Πράγματι, η ενασχόλησή μου με τη λογοτεχνία, εκτός από ένα πολιτικό πείραμα, υπήρξε και μια εσώτερη ανάγκη να ταξιδέψω εκτός φυλακής, να εκφραστώ, να ζήσω την τρίτη δεκαετία της ζωής μου με ένα δημιουργικό τρόπο. Η λογοτεχνική έκφραση ήταν ένα προσωπικό μου στοίχημα σε μια διαδικασία αυτοεξέλιξης. Έζησα κινηματικά τα πρώτα χρόνια της ενήλικης ζωής μου, ενταγμένος σε ομάδες, αλλά και αργότερα στον Επαναστατικό Αγώνα, συνειδητά κάτω από ασφυκτικές συνθήκες, με χρονική πίεση και αυξημένες ευθύνες. Δεν ταξίδεψα πολύ ούτε πέρασα μια ανέμελη νεότητα. Τα ‘‘ταξίδια’’ αυτά λοιπόν, μέσω της λογοτεχνίας, προέκυψαν εντελώς πηγαία, φυσικά και προπαντώς αναγκαία. Ειδικότερα στο δεύτερο βιβλίο μου, όπου έδωσα μεγαλύτερο βάρος στη λογοτεχνική του πλευρά, οι περιγραφές των τοπίων ήταν και ένα εργαλείο για τη μορφή που ήθελα να αποδώσω. Ένα οδοιπορικό στη βόρεια Ελλάδα, στην οποία έχω κινηθεί ελάχιστα στη ζωή μου.

Αν και δεν υπάρχει κάποια σαφής αναφορά, ωστόσο το βίωμα και η εμπειρία της φυλακής διαπερνάει ύπουλα σχεδόν ολόκληρο το δεύτερο βιβλίο. Ακόμα και ο πυρήνας του, ο διάλογος μεταξύ του νεαρού Αλέξανδρου και του κυρ-Φραγμού, αντανακλά σε κάποια σημεία, ή σε κάποιες διαστάσεις μάλλον, όψεις κάποιου εσωτερικού σου διαλόγου πριν τη φυλάκιση και πώς φανταζόσουν τον εαυτό σου μετά. Είναι αυτός ο ενδιάμεσος χρόνος, που δεν είναι ακριβώς νεκρός αλλά δεν είναι και ζωντανός. Είναι κάτι σαν κοινωνικό κενό, που εν προκειμένω σου επιτρέπει να στοχαστείς  τις αλλαγές  που συμβαίνουν στον τρόπο θέασης της ζωής και του αγώνα. Ισχύει κάτι τέτοιο;

Διαβάζοντας για τις πανελλαδικές εξετάσεις, έπεσα στον Αριστοτέλη, που κατά κάποιο τρόπο με γοήτευσε. Ξεκίνησα να διερωτώμαι ειδικά για τη σχέση ανάμεσα στο αντικειμενικό και το υποκειμενικό, τη δράση και τη δομή, τη σύγκρουση και τη δυνατότητα σύνθεσής τους. Πράγματι, αντικειμενικά, ο χρόνος μέσα στη φυλακή είναι ένας νεκρός χρόνος. Η κοινότητα των φυλακισμένων, όσο κι αν προσπαθήσει, δεν μπορεί να παράγει κοινωνικές δυναμικές και εκφράσεις τους. Όλες οι διεκδικήσεις και οι αλλαγές έχουν ως στόχο την ίδια τη φυλακή, χωρίς να επηρεάζουν την κοινωνία.

Αντιθέτως, ο αγωνιστής, κατά τη διάρκεια της φυλάκισής του, οφείλει να συγκρουστεί με το νεκρό χρόνο, τον ίδιο το θάνατο αν χρειαστεί. Εδώ, έρχεται η υποκειμενική διάσταση της ύπαρξης. Κάθε προσπάθεια αυτοεξέλιξης είναι θεμιτή στη φυλακή, με τον ίδιο τρόπο που θα ήταν και έξω στην κοινωνία. Μια τέτοια συνθήκη δεν έχει να κάνει με το σωφρονισμό, που είναι αποτέλεσμα επιβολής και καταναγκασμού. Είναι μια συνειδητή προσπάθεια να προσφέρεις στον εαυτό σου, πρώτα από όλα, αλλά και στον αγώνα.

Η εσωτερική σύγκρουση του συγγραφέα είναι εμφανής σε διάφορα σημεία του βιβλίου, με κορυφαίο, κατά τη γνώμη μου, το σημείο για την πατρότητα στο όγδοο κεφάλαιο και την αντίφαση, από την οποία προφανώς έχει προκύψει, μεταξύ του να δίνεις τη ζωή σου για να φτιάξεις έναν καλύτερο κόσμο για τα παιδιά σου και του γεγονότος ότι αυτή η προσπάθεια οδηγεί, με μαθηματική σχεδόν ακρίβεια σε κάποιες περιπτώσεις, στο να σε στερούνται.

Θέλησα σκόπιμα να ‘‘αναμετρηθώ’’ με αυτό το ζήτημα, το οποίο κουβαλούσα από το ξεκίνημα της φυλάκισής μου. Αλλά όχι μόνο αυτό. Θέλησα να το δω κι από τη θέση των παιδιών μου και να κάνω ένα διάλογο μαζί τους, εν είδει απολογιστικής συζήτησης. Ιστορικά, δεν υπάρχει αγώνας, πόλεμος, επανάσταση, που για τον ίδιο τον αγωνιζόμενο και τους δικούς του ανθρώπους να μην έχει κόστος. Άνθρωποι χάνονται, παιδιά μεγαλώνουν μόνα τους ή με τον ένα γονιό. Ανθρώπινες τραγωδίες, που ειδικά για τον πρώτο κόσμο ή την ημιπεριφέρεια όπου ζούμε, βιώνονται στον υπερθετικό. Βέβαια, δεν είμαι από εκείνους που θα έλεγα ποτέ στα παιδιά μου, για να δικαιολογήσω τις ευθύνες μου ως πατέρας, ότι υπάρχουν και χειρότερα. Γνωρίζουμε πως ο καπιταλισμός για να πέσει είναι επιβεβλημένο κάποιοι άνθρωποι να στερηθούν τα πάντα. Αυτό θα ισχύει σε κάθε πόλεμο, πόσο μάλλον στον ταξικό. Το κόστος αυτό, που βιώνουν με τραυματικό τρόπο πολλά μικρά παιδιά, δεν επουλώνεται εύκολα, πολλές φορές και καθόλου. Εκεί είναι που διεξάγεται ένας άλλος αγώνας, καθημερινός, μακριά από τα ‘‘φώτα της δημοσιότητας’’, για να συγκρατήσεις όλες τις βλαβερές επιπτώσεις που συσσωρεύονται από τη διαρκή και χρόνια  απώλεια που βιώνουν τα παιδιά. Και να εξηγήσεις βέβαια, με κάθε δυνατό τρόπο, την αντίφαση πως αυτό το βλαβερό για την παιδική τους ζωή ήταν μια πράξη δίκαια. Τόσο απλά.

Στο Ω γλυκύ μου έαρ βάζεις και ένα δίλημμα σε σχέση με την ανάλυση της έννοιας του έθνους. Για το αν πρόκειται για ψευδή συνείδηση, για μια κατασκευή, που τον 19ο αιώνα αποτέλεσε την ατμομηχανή της εξουσιαστικής κουλτούρας για τον κατακερματισμό της εργατικής τάξης, ή τελικά για ένα μόρφωμα, που μετά από δύο αιώνες κατάφερε να θέσει του όρους του και να επιβληθεί ως απτή πραγματικότητα.

Δεν υπάρχει δίλημμα εδώ. Και τα δύο ισχύουν ταυτόχρονα. Ο σχηματισμός της εθνικής ταυτότητας είναι μια κοινωνική κατασκευή, που βοήθησε τη δημιουργία κρατών, με μια ομοιογένεια ανάμεσα στους υπηκόους, μετά την κατάρρευση των μεγάλων αυτοκρατοριών. Η εθνική συνείδηση είναι αναμφισβήτητα το ισχυρότερο εργαλείο των αστικών εξουσιών για την καθυπόταξη των λαών τους και για την εξυπηρέτηση των κάθε λογής συμφερόντων τους. Στον ελληνικό χώρο, η διαμόρφωση του νέου κράτους, που προέκυψε μετά τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, στηρίχτηκε πάνω στη «μεγάλη ιδέα» για σχεδόν έναν αιώνα. Η συνθήκη αυτή όντως έχει ορίσει μια πραγματικότητα, κάτω από την όποια η ελληνική ταυτότητα είναι πολύ έντονη στον κοινωνικό βίο της χώρας.

Ωστόσο, η πραγματικότητα αυτής της κατασκευής δεν εδράζεται σε μεταφυσικές δομές. Ο τόπος που μεγαλώνει κανείς, οι αλάνες που παίξαμε μπάλα, τα προαύλια των σχολείων που πρωτοερωτευτήκαμε, οι πόλεις στις οποίες κάναμε τα όνειρά μας, η γη που καλλιεργήσαμε, οι κουλτούρες, οι μουσικές μάς συνέχουν. Δεν καταλαβαίνω πώς κάποιος, είτε αρνείται την έννοια του έθνους και της πατρίδας είτε όχι, δεν θα υπερασπιζόταν, αν δεχόνταν επίθεση, όλα αυτά τα δικά του πράγματα.

Πόσο πιθανό θεωρείς στο σχετικά άμεσο μέλλον ένα θερμό επεισόδιο με την Τουρκία;

Από το 2013 ήδη, εκτιμούσα ότι θα υπάρξει κάτι παραπάνω από ένα θερμό επεισόδιο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Ειδικότερα μετά τη διεθνή απομόνωση της δεύτερης και τους χειρισμούς της στον πόλεμο της Συρίας, θεωρώ το σενάριο αυτό πάρα πολύ πιθανό. Εκτιμώ πως κάτι τέτοιο θα γίνει σχεδόν αναπόφευκτο, όταν η Ρωσία αποσύρει τη συγκυριακή υποστήριξή της στο καθεστώς Ερντογάν, ενώ παράλληλα η Δύση κουραστεί από τους συνεχείς εκβιασμούς της. Τότε η Τουρκία θα χρησιμοποιήσει μια επιθετική κίνηση προς την Ελλάδα, όπως κάνει σήμερα με τη Λιβύη, ως διαπραγματευτικό χαρτί για τη διεκδίκηση εδαφών στη Συρία ή και για την κατοχύρωση δικαιωμάτων στην εκμετάλλευση του υποθαλάσσιου πλούτου σε Κύπρο και Αιγαίο.

Το βασικό πρόβλημα είναι ότι έχεις στο ενεργητικό σου αρκετές εύστοχες προβλέψεις, γεγονός που προκαλεί μια ανησυχία, καθώς ένα από τα κεντρικά ζητήματα του βιβλίου –κάποιος ενδεχόμενος πόλεμος με την Τουρκία– γίνεται επίκαιρος κατά περιόδους. Οπότε και στα πολιτικά διλήμματα που βάζεις, υπάρχει ορατός ίσως ο κίνδυνος να μας τεθούν επιτακτικά. Ένα από αυτά είναι και το ποια θα πρέπει να είναι η θέση του αναρχικού χώρου στην περίπτωση ενός εθνικού πολέμου με την Τουρκία. Και μάλιστα σε μια περιοχή, όπου οι γεωπολιτικοί συσχετισμοί και οι τόσο ρευστές συμμαχίες θυμίζουν σουντόκου.  

Ναι, η αλήθεια είναι ότι αυτό με τις προβλέψεις έχει καταντήσει λίγο αστείο, όσο και τρομακτικό. Μπρέξιτ, τάσεις απομονωτισμού ΗΠΑ, τέταρτο μνημόνιο, κλείσιμο Μέγκα… Μας έχει μείνει η συγκυβέρνηση και ο ελληνοτουρκικός πόλεμος.

Σε συνέχεια της προηγούμενης ερώτησης, θα έλεγα ότι η επίθεση μιας ξένης χώρας μπορεί να ιδωθεί με πολλές διαφορετικές οπτικές. Φυσικά, η ιστορία των ελληνοτουρκικών διενέξεων έχει μια συνέχεια τους δύο τελευταίους αιώνες, οπότε και μια νέα ενδεχόμενη φάση της δεν μπορεί να ξεφύγει από το συγκεκριμένο πλαίσιο αναφοράς των εθνικισμών των δύο χωρών. Στη σημερινή συγκυρία βέβαια, εκείνο που επικρατεί είναι η διεκδίκηση ζωτικού χώρου από μεριάς της Τουρκίας προς τα δυτικά της και όχι το αντίστροφο. Η Ελλάδα, από το ‘22 κι έπειτα, έχει πάψει να προβάλλει εδαφικές αξιώσεις έναντι της Τουρκίας. Κι εδώ βρίσκεται το σημείο κλειδί στη διαχείριση αυτού του τόσο περίπλοκου ζητήματος. Εδώ, έχουμε να κάνουμε με έναν καθαρά αμυντικό πόλεμο απέναντι σε ένα καθεστώς με φασιστικά χαρακτηριστικά, όπως είναι εκείνο του Ερντογάν. Φασιστικό με μία ευρύτερη έννοια βέβαια, και όχι με την καθαρά ιστορική μορφή που έλαβε ο φασισμός κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου. Τι κάνει λοιπόν το κίνημα απέναντι σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο; Και πολύ περισσότερο, τι κάνουν οι αναρχικοί απέναντι σ’ αυτό;

Μια ιδεολογική προσέγγιση θα έτεινε να απαντήσει πως ο πόλεμος αυτός δεν αφορά τα συμφέροντα της κοινωνίας, καθώς πρόκειται για ενδοεξουσιαστική διαμάχη, οπότε οι αναρχικοί δεν θα επέλεγαν να πολεμήσουν για τα αφεντικά, ντόπια ή ξένα. Ένας ενδεχόμενος πόλεμος όμως κατά της Ελλάδας σημαίνει πρωτίστως επίθεση στον λαό και την εργατική τάξη αυτού του τόπου. Αυτό είναι κάτι που, όσο ιδεολογικά κι αν το δει κανείς, δεν μπορεί να παρακαμφθεί. Το γεγονός ότι κάποιος σου επιτίθεται επειδή είσαι Έλληνας, δεν σημαίνει ότι εσύ πρέπει να κάτσεις με σταυρωμένα χέρια επειδή δεν νιώθεις τέτοιος. Ούτε είναι και συνετό να αφήσεις τους άλλους να αποκρούσουν την επίθεση, ισχυριζόμενος ότι δεν σε αφορά. Σε μια γενικευμένη επίθεση, δεν σε ρωτάει ο αντίπαλος ποια είναι η συνείδησή σου για να κάνει κάποια επιλογή. Χτυπάει με βάση την ταυτότητα των ανθρώπων που κατοικούν σε έναν τόπο. Αδιακρίτως. Η άμυνα απέναντι στον επιτιθέμενο είναι ηθικά, ιστορικά και πολιτικά μια δικαιολογημένη, κοινωνικά νομιμοποιημένη πράξη. Δεν βλέπω πώς μπορεί να υπάρξει κάποια άλλη θέση των αναρχικών πέρα από αυτή. Ούτε και βλέπω κάποιο βιώσιμο πολιτικό μέλλον για εκείνους που θα αρνηθούν να αμυνθούν σε μια τέτοια επίθεση. Πολύ απλά, η κοινωνία θα τους απομονώσει πλήρως. Και με το δίκιο της, θα έλεγα εγώ. Εδώ, δεν έχουμε να κάνουμε με το μικροπολιτικό παιχνίδι του εθνικισμού και της ακροδεξιάς που παίχτηκε στο μακεδονικό ζήτημα. Εδώ, το κίνημά μας πρέπει να απαντήσει με ξεκάθαρο τρόπο. Και είναι βέβαιο ότι αυτά τα πράγματα οδηγούν νομοτελειακά σε εμφυλίους ή σε πολιτική απομόνωση και εκκαθαρίσεις. Η ουδετερότητα θα οδηγήσει σίγουρα στο δεύτερο. Ελπίζω να μην κάνουμε αυτό το ιστορικό λάθος που θα υπογράψει την καταδίκη μας.

Θεωρείς ότι υπάρχουν οι αναλογίες αυτού του είδους, ώστε το ανταγωνιστικό κίνημα να οφείλει να πάρει θέση; Θεωρείς ότι σε κάποιο βαθμό μπορεί να συγκριθεί με την ιστορική υποχρέωση που είχε το εργατικό κίνημα κατά τον Β’ ΠΠ;

Αναμφισβήτητα, η θέση που πήρε το κίνημα κατά τη διάρκεια του Β’ΠΠ ήταν από όλες τις απόψεις ορθή. Δεν μπορώ να φανταστώ πόσο ολέθριες θα ήτανε οι συνέπειες για εμάς, αν συνέβαινε το αντίθετο. Σήμερα, ένας ενδεχόμενος ελληνοτουρκικός πόλεμος δεν μπορεί να ιδωθεί απλά ως μια περιφερειακή σύγκρουση δύο κρατών με μία παράδοση εχθρότητας. Το πλαίσιο μέσα στο οποίο ενδέχεται να συμβεί είναι ο πόλεμος της Συρίας. Είναι δηλαδή η ευρύτερη σύγκρουση ιμπεριαλιστικών και περιφερειακών δυνάμεων για την αναδιάταξη της γεωστρατηγικής τους επιρροής, τη δημιουργία μιας νέας τάξης ισχύος μέσα στο περιβάλλον της παγκόσμιας κρίσης του καπιταλισμού. Υπό αυτή την έννοια, μπορούμε όντως να μιλάμε για πολιτικές συνθήκες νέου παγκοσμίου πολέμου και δευτερευόντως για αψιμαχίες προπαρασκευής του.

Μέσα από την ένταση που διαπερνάει τη σχέση των δυο πρωταγωνιστών, του νεαρού Αλέξανδρου και του μεσήλικα κυρ-Φραγμού, προκύπτουν και άλλες συγκρούσεις, όπως αυτές μεταξύ θεωρίας και εμπειρίας, ανάλυσης και πράξης, λογικής και θυμικού, ρεαλισμού και ουτοπίας. Η αιχμή της σύγκρουσης, το σημείο που η σύγκρουση κορυφώνεται, είναι όταν στο ενδέκατο και προτελευταίο κεφάλαιο, ουσιαστικά στον επίλογο. Μπαίνει πριν το τέλος το δίλημμα μεταξύ του ενστίκτου επιβίωσης και της αλληλεγγύης ή, για την ακρίβεια, συγκρούονται οι δυο εκδοχές του ενστίκτου της επιβίωσης μεταξύ τους. Η εκδοχή του ανταγωνισμού και η εκδοχή του αλτρουισμού. Τι είναι τελικά αυτό που κινεί την ιστορία; Ο ανταγωνισμός ή ο αλτρουισμός;

Το τι κινεί την ιστορία είναι πολλάκις κατατεθειμένο, επιβεβαιωμένο και αδιαμφισβήτητο. Είναι ο ανταγωνισμός. Ο ταξικός πόλεμος ήταν, είναι και θα είναι μια ντε φάκτο συνθήκη πολιτικής οργάνωσης της κοινωνίας για όλους μας. Ακόμα και για εκείνους τους μεταρρυθμιστές φιλειρηνικούς που τον απεύχονται. Ωστόσο, ο αλτρουισμός είναι η μόνη αναγκαία προϋπόθεση για την επιτυχία και τη βιωσιμότητα της κοινωνικής επανάστασης. Για τη δημιουργία ενός νέου ηθικού και κοινωνικού κώδικα, ενός νέου συμβολαίου, που θα ενσωματώσει τις αξίες της αλληλεγγύης στον πυρήνα της επαναστατημένης κοινωνίας.

Τα απομνημονεύματα του διάσημου αστυνομικού φον Κολοκοτρώνη IV

Το διπλό αίσθημα της Χρυσάνθης | Τι αποκαλύπτει η Μαργαρώ και τι δεν τολμά να διαψεύσει ο Σάρρος | Πλήρες φως στο μυστήριο της οδού Μπουμπουλίνας  

Πρωί πρωί, ο φον Κολοκοτρώνης μετέβη στο αστυνομικό τμήμα της οδού Σόλωνος και μπήκε αθόρυβα στο δωμάτιο που κρατούνταν η Μαργαρώ.

Την έπιασε να κλαίει γονατιστή σε μια γωνία και να ψιθυρίζει προσευχές. Φαίνεται ότι είχε περάσει τη νύχτα άγρυπνη και ότι ο τρόμος για την τύχη της είχε παραλύσει τα μέλη της. Δεν πρόφθασε ακόμα να αντιληφθεί την παρουσία του, όταν της φώναξε με βροντερή φωνή και κάποια ειρωνία:

«Πώς τα πέρασες λοιπόν του λόου σου εδώ μέσα;»

Αντί να απαντήσει, εξερράγη σε λυγμούς και έχωσε το κεφάλι της μέσα στις δυο παλάμες της.

«Φαίνεται ότι δεν σου κάνει και μεγάλη εντύπωση η φυλακή», της είπε στον ίδιο τόνο. «Και πού να δεις… Το αποψινό ήταν παιχνίδι. Τώρα που θα σε πάνε στην Παλιά Στρατώνα μαζί με κακούργους και λωποδύτες…»

Ένα ρίγος διέδραμε το σώμα της Μαργαρώς. Εξακολούθησε να κλαίει και να συγκλονίζεται από λυγμούς, αλλά δεν θέλησε να απαντήσει.

«Έχεις μάνα; Αδέλφια;» την ρώτησε.

«Έχω», απάντησε εκείνη εν μέσω δυο σπαρακτικών λυγμών.   

«Και τι θα πουν για σένα όταν μάθουν την κατάντια σου;»

«Έλεος! Έλεος!»

«Μα δεν υπάρχει ανάγκη, παιδί μου! Εγώ θέλω να μου πεις την αλήθεια και να δεις πώς θα ελαφρύνω τη θέση σου».

«Μα εγώ δεν έφταιξα σε τίποτα! Ούτε ξέρω τίποτα! Ούτε είδα τίποτα!»

Οι ένοχοι

Την κοίταξε καλά στο πρόσωπο, το οποίο βρεχόταν τώρα από τα κλάματα, και, χτυπώντας την στον ώμο, της είπε:

«Πώς δεν έφταιξες, αφού σκότωσες άνθρωπο;»

«Εγώ;» τραύλισε με τρόμο η κόρη.

«Κι αν δεν τον σκότωσες με το χέρι σου, μήπως δεν έγινες αφορμή να τον σκοτώσουν;»

«Εγώ αφορμή; Τι φταίω εγώ αν η Χρυσάνθη είχε σχέσεις με τον Κώστα κι έβαλε τον Κώστα να πιαστεί με τον Σπύρο; Εγώ, κυρ-αστυνόμε, δεν έκανα ποτέ μου κανένα κακό! Και τώρα ακόμα, δεν καταλαβαίνω τι έγινε και πώς ο Σπύρος μπλέχτηκε σε αυτή τη φάκα…»

«Για εξηγήσου λίγο! Ποια εννοείς φάκα;»

«Να! Εκείνο εκεί το υπόγειο, που είχε ένα αντικλείδι ο Κώστας και έμπαινε τη νύχτα μέσα…» 

«Και τι έκανε;»

«Ξέρω ‘γώ τι έκανε;»

«Μήπως κατέβαινε η Χρυσάνθη και τον έβρισκε;»

Η Μαργαρώ ξεροκατάπιε κι έγινε κατακόκκινη. Θεώρησε σκόπιμο να την εμψυχώσει και να της εμπνεύσει περισσότερη εμπιστοσύνη.

«Μα γιατί δεν μου λες; Εγώ θέλω το καλό σου! Κι έπειτα, εγώ δεν θα προδώσω ποτέ μου ό,τι μου πεις. Κατέβαινε λοιπόν η Χρυσάνθη και τον έβρισκε;»

«Ναι!»

«Κι εσύ;»

«Εγώ φύλαγα επάνω να μην ξυπνήσει ξαφνικά η κυρία.»

«Και δεν ξύπνησε ποτέ η κυρία;»

«Όχι! Ποτέ!»

«Ώστε η Χρυσάνθη σκότωσε τον Γιούρο!»

«Όχι! Όχι!»

«Αλλά ποιος; Ο Σάρρος;»

«Ναι!»

«Και πού το ξέρεις;»

«Το ξέρω! Γιατί, εκείνο το βράδυ και το προηγούμενο, ο Σάρρος τη φώναζε και εκείνη δεν κατέβαινε! Τότε, μου είπε εμένα να της πω πως πήρε μυρωδιά τις απιστίες της και θα της δείξει, λέει…»

«Ποιες απιστίες της; Μήπως είχε σχέσεις η Χρυσάνθη με τον Γιούρο;»

«Όχι! Ο Σπύρος δεν ήξερε από αυτά τα πράγματα, όμως τελευταία ήταν πολύ κρύος μαζί μου!»

«Και δεν σου μιλούσε καθόλου για τη Χρυσάνθη;»

«Δεν θυμάμαι… Ίσως! Μια νύχτα όμως, τους τσάκωσα να μιλούν κοντά κοντά ο ένας στον άλλον στην είσοδο. Και δεν ήξερε πώς να μου δικαιολογηθεί! Έγινε κίτρινος! Ύστερα όμως, η Χρυσάνθη μού είπε πως της μίλαγε για μένα!»

«Είδες λοιπόν όταν λες την αλήθεια πως δεν χάνεις; Είδες πως είσαι αθώα;»    

«Βέβαια είμαι αθώα! Εγώ δεν είχα ποτέ μου καμιά κακή ιδέα!»

Η αναπαράσταση 

Οι αποκαλύψεις εκείνες έχυναν πλήρες φως στο μυστήριο. Ήξερε ο φον πλέον ό,τι του χρειαζόταν, αλλά έκρινε σκόπιμο να μην απελευθερώσει ακόμα τη μικρή Μαργαρώ.

Την άφησε στο κρατητήριο και έστειλε δυο κλητήρες να συλλάβουν τη Χρυσάνθη, ενώ τέσσερις άνδρες, υπό τον Καρύδη, όρμησαν για να εντοπίσουν τον Σάρρο, ο οποίος είχε συλληφθεί τη νύχτα και είχε απολυθεί ως αθώος.

Μετά από είκοσι λεπτά, η Χρυσάνθη οδηγούνταν στο τμήμα. Φορούσε μια λεπτή ρόμπα σκοτεινού χρώματος, με κλειστό λαιμό, μακριά μανίκια κι ένα μαντήλι στο κεφάλι. Είχε τον καιρό τώρα, υπό το φώς του ηλίου, να την εξετάσει καλύτερα. Δεν άργησε επίσης να αντιληφθεί ότι ήταν καλοκαμωμένη κοπέλα, όχι ωραία βέβαια, η οποία κατέβαλε επιμελή προσπάθεια για να φαίνεται όσο το δυνατόν περισσότερο άσχημη, και ότι δεν είχε πάνω της τίποτα το προκλητικό ή το ελκυστικό.

Στην ανάκριση, στην οποία την υπέβαλε ο φον, αρνήθηκε τα πάντα. Τον βεβαίωσε ότι δεν είδε ποτέ της τον Γιούρο κι ότι δεν γνώριζε καν τι πράγμα ήταν ο Σάρρος. Άδικα την απείλησε και άδικα της απέδειξε ότι η Μαργαρώ τού τα είπε όλα.

«Είναι τρελή», του απάντησε. «Είναι θεότρελη και δεν ξέρει τι λέει. Ίσως να είναι ένοχη εκείνη, που είχε σχέσεις με τον Γιούρο. Εγώ όμως δεν ξέρω τίποτα και εννοώ να με αφήσετε ήσυχη να επιστρέψω στη δουλειά μου! Ορίστε μας!»

Ο φον Κολοκοτρώνης είχε απελπιστεί τελείως και δεν ήξερε τι να υποθέσει. Η Μαργαρώ, την οποία είχε επισκεφθεί εκ νέου, τον βεβαίωσε ότι η Χρυσάνθη της είχε απαγορεύσει να του αποκαλύψει οποιαδήποτε λεπτομέρεια για τις σχέσεις της και ότι κατά τη στιγμή που έκανε την προηγούμενη μέρα τις ανακρίσεις στο σπίτι της κυρίας της, είχε πράγματι εμφανιστεί έξω από την πόρτα και για τελευταία φορά της απαγόρευσε με απειλητικά νεύματα να μιλήσει.

Εντούτοις, η Χρυσάνθη αρνούνταν διαρρήδην κι αυτή ακόμα τη λεπτομέρεια, την οποία ο ίδιος είχε αντιληφθεί με τα μάτια του.

Αίφνης, κατά τις έντεκα, ενώ ετοιμαζόταν να φύγει απελπισμένος από το τμήμα, βλέπει να οδηγεί  ο επικεφαλής των ανδρών του τον Σάρρον, δέσμιο και καταματωμένο στο πρόσωπο και τα χέρια.

Ο άθλιος, ενθαρρυμένος από τη νυχτερινή περιπέτειά του, κατά την οποία συνελήφθη και αφέθηκε ελεύθερος εντός μιας ώρας, τόλμησε να προβάλει αντίσταση κατά των οργάνων της τάξης και να απειλήσει με μαχαίρι ότι θα τους σκοτώσει όλους.

Τώρα όμως, καθώς φαίνεται, σκέφτηκε καλύτερα καθ’ οδόν και ήταν τελείως εξαντλημένος και συντετριμμένος. Μόλις τον αντίκρισε ο φον, του είπε:

«Τα ξέρω όλα! Η Χρυσάνθη μαρτύρησε και την τελευταία λεπτομέρεια… Είναι εδώ. Μέσα σ’ αυτό το δωμάτιο…»

«Αλήθεια!» τραύλισε εκείνος με απογοήτευση. «Αλίμονο! Το ήξερα ότι θα με προδώσει. Έτσι είναι αυτές οι παλιογυναίκες!»         

Και τα ομολόγησε όλα, χωρίς να κρύψει καμιά λεπτομέρεια: Τις σχέσεις που είχε με την υπηρέτρια, το αντικλείδι που είχε κατασκευάσει για το υπόγειο του Μαλακατέ, τις συναντήσεις του εκεί με τη Χρυσάνθη, και τέλος την αιφνίδια μεταβολή των αισθημάτων της, τον έρωτά της προς τον Γιούρον, την απέχθειά της προς τον ίδιο. Και το μίσος που αναπτύχθηκε προς τον υπηρέτη εκείνον του παντοπωλείου, που αποφάσισε να τον τιμωρήσει με τον τρομερότερο τρόπο, μέσα στο ίδιο το υπόγειο των οργίων του.

Την επόμενη Τετάρτη στο red n noir:

Ο φον Κολοκοτρώνης φόβητρο των ληστών και των λωποδυτών | Στα ανάκτορα του Βασιλέως Γεωργίου | Την ημέρα των γάμων του διαδόχου | Ένας διάσημος λωποδύτης μεταξύ των αυλικών | Ο Στήρχος, ο Ράινεκ και το ενδιαφέρον του βασιλέως Γεωργίου | Ο ιδεώδης τύπος ελλήνων λωποδυτών εκπροσωπείται θαυμάσια με τον θρασύτατο Ντοτόρο | Σε εφτά νύχτες ανοίγονται οι πύλες εφτά διαφορετικών καταστημάτων | Η δράση ενός υπέροχου αστυνομικού | Από έκπληξη σε έκπληξη     

Τα απομνημονεύματα του διάσημου αστυνομικού φον Κολοκοτρώνη ΙΙΙ

Η τελευταία εκδρομή του θύματος στην Αλυσίδα | Η Μαργαρώ ακουσίως προδίδει τον Σαρρόν | Ο παντοπώλης αποκαλύπτει τις σχέσεις με τον Γιούρον | Μια αόρατη δύναμη εμποδίζει την υπηρέτρια να συνεχίσει τις αποκαλύψεις της

Ο φον Κολοκοτρώνης σημείωσε το όνομα του οικτρού εκείνου θύματος και, όταν βγήκαν από την είσοδο, ρώτησε τον παντοπώλη:

«Πόσο καιρό τον είχες κοντά σου;»

«Ακριβώς ένα χρόνο! Πέρυσι του Αγίου Κωνσταντίνου τον πήρα…»

«Τι παιδί ήταν;»

«Της δουλειάς!»

«Δεν ρωτώ γι’ αυτό…»

«Αλλά;»

«Είχε παρέες;»

«Τίποτα! Κανέναν!»

«Καθόλου σχέσεις;»

«Ούτε!»

«Πώς είναι δυνατόν;»

«Σας λέω την αλήθεια!»

«Σε πιστεύω! Αλλά μπορεί να σου διέφυγε τίποτα. Για θυμήσου καλά. Ξέρω ‘γώ, κανένα μικροαίσθημα; Καμία υπηρέτρια…»

Ο παντοπώλης συλλογίσθηκε λίγο και έπειτα απάντησε με κάποια αδιόρατη αμφιβολία:

«Ψάχνω, μα δεν βλέπω τίποτα! Δεν φαντάζομαι τίποτα! Ήταν ένα παιδί αγνό, άδολο, χωρίς καμιά υποψία!»

«Το παραδέχομαι! Αλλά μήπως είδες ποτέ σου τίποτα κουβεντίτσες, κρυφομιλήματα με την υπηρέτρια αυτής εδώ πάνω της χήρας;»

«Ποια; Τη Μαργαρώ;»

«Ναι».

«Ε, πάντα της μιλούσε, μα η Μαργαρώ όσο τρελή κι αν είναι, είναι τίμιο κορίτσι! Μικρό μόνο και άμυαλο. Ναι, έχετε δίκιο. Της μιλούσε τακτικά. Ναι, ναι. Θυμάμαι. Τελευταία μάλιστα, περισσότερο από όσο πρέπει. Είχαν τις τελευταίες μέρες κάποια μαλώματα, κάτι πείσματα. Μα δεν μπήκε ποτέ κακή υποψία στο μυαλό μου».

Η αποκάλυψη αυτή ήταν πολύ ενδιαφέρουσα για τις έρευνες του φον Κολοκοτρώνη, αλλά δεν ήταν και τόσο ενοχοποιητική για τη μικρή υπηρέτρια. Και δεν μπορούσε βέβαια να φανταστεί ότι η Μαραγρώ έστησε παιχνίδια σε εκείνον τον νέο για να τον δολοφονήσει, αλλά οπωσδήποτε κάτι μπορούσε να πληροφορηθεί από την αλληλουχία εκείνη των σχέσεων και των συνομιλιών του.

Αίφνης, ο παντοπώλης πρόσθεσε:

«Τώρα θυμάμαι πως το τελευταίο σαββατόβραδο που ήταν ο Σπύρος στο μαγαζί, με ανάγκασε να του κάνω μερικές αυστηρές παρατηρήσεις».

«Γιατί;»

«Να! Ήταν η Μαργαρώ εκεί και, σαν σαββατόβραδο που ήταν, είχαμε πολλλή δουλειά. Πολύς κόσμος. Μονάχος δεν τον πρόφταινα κι αυτός εξακολουθούσε να κουβεντιάζει, κρυμμένος πίσω από την άκρη του πάγκου, με τη Μαργαρώ».

«Τι να λέγανε, άραγε;»

«Δεν ξέρω! Ήταν σαν θυμωμένοι και οι δυο. Αναγκάστηκα να τον μαλώσω λίγο, μα πάλι δεν μ’ άκουσαν, και στο τέλος έμπηξα τις φωνές κι έκανα τη μικρή να φύγει τρεχάλα».

Σε αντιπαράσταση     

Όλα αυτά ήταν ενδιαφέροντα πράγματα βέβαια, αλλά δεν ήταν αρκετά για να αποδείξουν κάτι θετικό και βάσιμο.

«Έρχεσαι πάνω μαζί μου;» του είπε ο φον.

«Έτσι, όπως είμαι;»

«Βέβαια έτσι! Τι πειράζει;»

«Έρχομαι!» του απάντησε ο αγαθός άνθρωπος και τον ακολούθησε στο πάνω πάτωμα της ιδιοκτησίας εκείνης του Μαλακατέ.

Όταν εισήλθαν μέσα στο δωμάτιο, όλοι βρίσκονταν ακόμα στη θέση που ο φον Κολοκοτρώνης τους είχε αφήσει. Εντούτοις, η Μαργαρώ, μόλις είδε τον μπακάλη εισερχόμενο, θορυβήθηκε με έναν τρόπο αρκετά εμφανή. Τον κοίταξε με έκπληξη και υποχώρησε χλομιάζοντας, όπως μια κακή μαθήτρια στην εμφάνιση του δασκάλου της.

Ο φον προσποιήθηκε ότι δεν πρόσεξε αυτή τη λεπτομέρεια και, μόλις κάθισε στη θέση του, κοίταξε με αυστηρό βλέμμα τη μικρή υπηρέτρια και της είπε, δίνοντας άγριο τόνο στη φωνή του:

«Είδες πως προσπαθείς να παίξεις κακό παιχνίδι μαζί μου; Είδες πως θέλεις να με γελάσεις; Μάθε λοιπόν πως εγώ δεν γελιέμαι! Απάντησε μου αμέσως, τι σχέσεις είχες με τον Γιούρο;»

«Με ποιον;»

«Με τον Σπύρο», πρόσθεσε ο παντοπώλης επεμβαίνοντας.

Και είχε δίκιο να προφέρει το πραγματικό όνομα του ατυχούς νέου, διότι η Μαργαρώ στο άκουσμα αυτού του ονόματος αναπήδησε αμέσως και ένα ρίγος διέτρεξε το σώμα της, ενώ τα χείλη της πρόφεραν μηχανικώς:

«Τον Σπύρο;»

«Ναι, τον Σπύρο!» επανέλαβε ο φον τονίζοντας το όνομα.

«Δεν είχα σχέσεις…»

«Κι όμως, είχες σχέσεις, κρυφομιλήματα, κουβεντίτσες…»

«Ιστορίες ολόκληρες!» συμπλήρωσε ο παντοπώλης Αναστασόπουλος.       

«Τι ιστορίες; Μιλούσαμε για τα ψώνια…»

«Για θυμήσου καλά», επανάλαβε ο παντοπώλης. «Το προπερασμένο σαββατόβραδο, που αναγκάστηκα να μπήξω τις φωνές και να σε κάνω να φύγεις τρεχάλα; Εγώ ξέρω τι λέγατε! Γιατί μου είπε εμένα ο Σπύρος τι τρέχει».

«Τι μπορεί να σας είπε; Και τι κακό είναι πως πήγαμε την Κυριακή στην Αλυσίδα;»

«Στην Αλυσίδα;» πρόφερε ο φον με έκπληξη που δεν κατόρθωσε να συγκρατήσει.

Η μικρή δάγκωσε τα χείλη της, μόλις αντιλήφθηκε την γκάφα που είχε κάνει. Αλλά ο παντοπώλης, που ήταν έξυπνος άνθρωπος και είχε όλη τη διάθεση να βοηθήσει τον φον Κολοκοτρώνη, εξακολούθησε να επιμένει στις δήθεν αποκαλύψεις που του είχε κάνει ο υπάλληλός του.

«Μα δεν μου είπε μόνο πως πήγατε στην Αλυσίδα! Μου είπε και τι κάνατε εκεί και τι είπατε!»

Η Μαργαρώ τον κοίταξε με νέα έκπληξη, ανοίγοντας τα μάτια της. Τότε ο φον βρήκε ευκαιρία κατάλληλη να επέμβει.

«Άκουσε, Αναστασόπουλε! Σε παρακαλώ να μην επαναλάβεις ούτε μια λέξη από όσα σου είπε ο μακαρίτης ο Σπύρος, το καλό αυτό παιδί. Θεός σχωρέστο!»

Η Μαργαρώ είχε αρχίσει να κλαίει. Η επανάληψη του ονόματος του νέου κα τα καλά λόγια που έλεγαν γι’ αυτόν τη συγκίνησαν τόσο, ώστε δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυά της. Τότε ο φον πρόσθεσε:

«Άφησέ την να μας πει μόνη της τα καθέκαστα, κι αν πει κανένα λάθος τη διορθώνεις, κι αν επιμείνει να λέει ψέματα, τότε τη διορθώνω εγώ όπως της αξίζει! Λέγε!»

Ο μυστηριώδης Σάρρος      

Τότε η Μαργαρώ, με τρεμάμενη καταρχάς από τη συγκίνηση φωνή αλλά ολίγον κατ’ ολίγον ανακτώντας το θάρρος της, άρχισε να λέει τα εξής:

«Πήγαμε, ναι, στην Αλυσίδα. Μα δεν καθίσαμε πουθενά. Ο Σπύρος ήθελε να καθίσουμε πουθενά, μα εγώ του έλεγα να κάνουμε βόλτες. Κατεβήκαμε στον Ποδονίφτη, ύστερα μέσα από το χαντάκι τραβήξαμε κάτω στον κάμπο και ξαναγυρίσαμε… Δεν κάναμε τίποτα κακό. Δεν είπαμε τίποτα κακό. Έναν περίπατο μονάχα για να ξεσκάσουμε. Δεν ήταν περί έρωτα… Α! Μπα! Μπα! Όχι τέτοιο πράγμα. Μόνο που τρομάξαμε, γιατί σαν γυρίζαμε, είδαμε πίσω από ένα δένδρο έναν άνθρωπο να μας παραφυλάει και φοβηθήκαμε».

«Δεν είναι έτσι, νομίζω», είπε ο φον διακόπτοντας τεχνικώς την ομιλία της.

«Στο ορκίζομαι! Έτσι είναι!»

«Δεν του μιλήσατε;»

«Ο Σάρρος πρώτα μίλησε του Σπύρου. Ο Σπύρος κι εγώ θέλαμε να φύγουμε για να μην τον ανταμώσουμε».

Το νέο όνομα, το οποίο προστέθηκε στις αποκαλύψεις, κάτι βεβαίως επρόκειτο να προσθέσει στο μυστήριο του τραγικού εκείνου δράματος. Εντούτοις, για να μην τη φοβίσει, ο φον δεν θέλησε να τονίσει ιδιαιτέρως την προσοχή της σε αυτό και την άφησε να συνεχίσει.

«Μα δεν είπαν τίποτα σπουδαίο, μόνο δυο λόγια είπανε και χωρίσανε! Ο Σάρρος φώναξε λίγο περισσότερο, μα εμείς δεν του δώσαμε…»

Αίφνης, η Μαργαρώ, η οποία είχε τώρα τα βλέμματά της προς την ανοιγμένη θύρα, σταμάτησε απότομα, σαν να υπάκουγε σε κάποια δύναμη αόρατη στους υπόλοιπους, η οποία την υποχρέωνε με τρόπο επιτακτικό να σταματήσει.

«Λέγε!» διέταξε ο Κολοκοτρώνης βιαστικά, παρακολουθώντας το βλέμμα της.

Αλλά εκείνη δεν εννοούσε να προσθέσει ούτε μία λέξη. Εν ριπή οφθαλμού, αναπήδησε από το κάθισμά του και όρμησε προς τη θύρα. Κοίταξε δεξιά αριστερά, μα κανείς δεν ήταν στο διάδρομο, ούτε ακουγόταν κανένας θόρυβος.        

Πετάχτηκε έξω σαν αίλουρος, κάνοντας μεγάλα βήματα και πατώντας στις μύτες των ποδιών του, για να μην κάνει κανέναν κρότο. Σε δυο λεπτά έφθασε στην άκρη του διαδρόμου, κοιτάζοντας παντού με προσοχή. Αλλά δεν είδε κανέναν. Στο βάθος, μόνο η πόρτα της κουζίνας ήταν ανοιχτή και μέσα στην κουζίνα η Χρυσάνθη, η άλλη υπηρέτρια, η οποία κρατούσε στα χέρια τη σκούπα και σάρωνε τα σανίδια αμέριμνα.

«Ήσουν έξω τώρα!» της είπε με τόνο μη επιδεχόμενο αντίρρησης.

Εκείνη τον κοίταξε με ψυχραιμία και με ειρωνικό χαμόγελο στα χείλη απάντησε:

«Τι λόγια είναι αυτά; Πρωτάκουστα! Και πώς φανταστήκατε πως βγήκα έξω εγώ; Τι δουλειά έχω μαζί σας; Και τι με ενδιαφέρει εμένα;»

Τα λόγια της ήταν σταράτα και η έκφρασή της τόσο πειστική, ώστε δεν επιτράπηκε στον φον να αμφιβάλει καθόλου για τα λόγια της.

Μολονότι το υποκείμενο εκείνο αρχικά του είχε φανεί τόσο ύποπτο, εντούτοις έκρινε καλό ότι δεν έπρεπε να δώσει μεγαλύτερη σημασία και, στρέφοντας τα νώτα του, επανήλθε στο δωμάτιο της πρόχειρης ανάκρισης.

Η Μαργαρώ όμως από τη στιγμή εκείνη δεν θέλησε να προσθέσει καμιά άλλη λεπτομέρεια. Μόνο για τον Σάρρον του είπε, με πολλή δυσκολία, ότι ονομάζεται Κώστας και εργάζεται σε ένα κατάστημα ποδηλάτων στο Κολωνάκι.     

Την νύχτα αυτή, η Μαργαρώ την πέρασε στο τμήμα, συμφώνως προς τις υποδείξεις του φον Κολοκοτρώνη και τα επιχειρήματα τα οποία ανέπτυξε στους αστυνόμους Παλαμάρα και Καρύδη.

Ο Κωνσταντίνος Σάρρος συνελήφθη από όργανο της αστυνομίας, υπέστη μια πρόχειρη ανάκριση και, καθώς φάνηκε να είναι εντελώς ξένος προς την υπόθεση, αφέθηκε ελεύθερος.

Εντούτοις, στη μυστηριώδη αυτή υπόθεση, που κατέληξε στον τόσο τραγικό φόνο του νεαρού Γιούρου, δεν μπορεί να μην είναι κανείς ένοχος! Διάβολε! Η Μαργαρώ αποκλείεται να έκανε το φόνο και ο Σάρρος είναι αθώος. Η Χρυσάνθη δεν είχε καμία σχέση. Ποιος λοιπόν σκότωσε τον καλό Σπύρο; Και γιατί; Γιατί; Αυτά ήταν τα ερωτήματα που κάνανε τον φον Κολοκοτρώνη να πνίγεται μέσα σε μια σταγόνα νερού! Γιατί; Για ποιο λόγο; Ποια ήταν η αιτία; Ποια η αφορμή;

Αυτό το γιατί θα τον βασανίσει όλη τη νύχτα, αλλά πρωίήπρωί η Μαργαρώ θα δεχτεί την επίσκεψή του, πιστεύοντας ότι η κράτησή της στο τμήμα θα την έχει αρκετά σωφρονίσει.                    

Την επόμενη Τετάρτη στο red n’ noir:

Όπου αποδεικνύεται ότι η συνεννόηση των δυο υπηρετριών ήταν αρκετά ενοχοποιητική | Το διπλό αίσθημα της Χρυσάνθης | Το αντικλείδι του Μαλακατέ | Ο Σκοτίδης συλλαμβάνει ξανά τον Σάρρον | Στο υπόγειο των οργίων και του φρικτού θανάτου | Η αναπαράσταση του εγκλήματος | Τα φονικά όπλα του κακούργου διπλοκλειδωμένα σε ένα μικρό δωμάτιο | Πλήρες φως στο μυστήριο εντός δεκαεπτά ωρών     

Μιλήσαμε με τον Γάλλο δήμιο κύριο Ντεμπλέρ

Δεκατέσσερις θανατικές εκτελέσεις σε διάστημα δώδεκα μηνών. Αυτός είναι ο απολογισμός του 1930. Αυτό το έτος θα μείνει ασφαλώς ιστορικό στα χρονικά της γαλλικής δικαιοσύνης, τόσο για τον αριθμό και την ένταση των αδικημάτων που διαπράχθηκαν όσο και για τη σκληρότητα με την οποία αντιμετωπιστήκαν οι δράστες τους.

Ο κύριος Ντεμπλέρ ασκεί ένα σπάνιο και καθόλου λαοφιλές επάγγελμα. Είναι δήμιος. Ο «Κύριος των Παρισίων», όπως είναι γνωστός σε ορισμένους κύκλους, ποτέ δεν έχει ζήσει τόσο αιματηρό έτος: «Είμαι εξήντα πέντε ετών. Κληρονόμησα από τον πατέρα μου το επάγγελμα που εξασκώ όταν ήμουν τριάντα και στο μακρύ αυτό διάστημα των τριάντα πέντε χρόνων πρώτη φορά μου συνέβη να περιοδεύσω ολόκληρη σχεδόν τη Γαλλία».

Το πρώτο κεφάλι για το 1930 το έκοψε στη Ντιν, στις 24 του Γενάρη. Ήταν του Ουγκέτ. Ενός αμούστακου παιδιού δεκαοχτώ χρονών, που βοηθούμενο από τον Στέφα Μούσα (ένα παιδί δεκαέξι χρονών), έσφαξε σε διάστημα πέντε λεπτών πέντε ανθρώπους: τον Ρισό (ένα φιλήσυχο γεωργό της Βαλανσόλ), τα δυο μικρά παιδιά του, τον γέρο υπηρέτη και τέλος τη γυναίκα του. Ο Ουγκέτ και ο Μούσα είχαν ζητήσει άσυλο για μια νύχτα από τον Ρισό και τα χαράματα κατάσφαξαν όλη την οικογένεια για να κλέψουν τα λίγα λεφτά του γεωργού. Τη μέρα της δίκης, οι ένορκοι κόντεψαν να λιποθυμήσουν από τη συγκίνηση, όταν ο πατέρας του Ουγκέτ ζήτησε με σταθερή φωνή να καταδικαστεί σε θάνατο ο γιος του. Μόλις αντίκρισε τη λαιμητόμο, ο καταδικασμένος έχασε εντελώς το θάρρος του και μεταβλήθηκε σε ζωντανό πτώμα, πριν ακόμα ο Ντεμπλέρ αφήσει να πέσει το βαρύ και κοφτερό λεπίδι της ‘χήρας’.

Η Ντουέ είναι μια μικρή πόλη στη βόρεια Γαλλία. Τα χαράματα της 20ής Μαρτίου, οι κάτοικοί της θα βγουν βιαστικά από τα σπίτια τους για να προφθάσουν το θέαμα της εκτέλεσης του Σαρλ Μασσαλίς, ο οποίος έχει καταδικαστεί ως δράστης του βιασμού και στραγγαλισμού δυο κοριτσιών ηλικίας έξι ετών. Δύο μαυροντυμένες γυναίκες, οι κυρίες Μπιλό και Νοτό, οι μητέρες των δύο μικρών θυμάτων, στέκονται σε απόσταση λίγων βημάτων από τη λαιμητόμο και, όταν ο κύριος Ντεμπλέρ ξαπλώνει τον θανατοποινίτη στη σανίδα, ξεφωνίζουν σπαρακτικά, βρίζοντας και εξαπολύοντας κατάρες εναντίον του μελλοθάνατου. Ένα δευτερόλεπτο μετά, η επιθυμία τους έχει ικανοποιηθεί. Δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για το αν η λαιμητόμος διαχώρισε την ψυχή του από το σώμα του, καθώς αυτό μπορεί να εξαρτάται από το πρίσμα της μεταφυσικής δοξασίας που ο καθένας προτιμάει. Το βέβαιο είναι ότι η λεπίδα χώρισε το κεφάλι από το σώμα. Την παραμονή της εκτελέσεώς του, ο Μασσαλίς είχε ζητήσει από τους δεσμοφύλακές του ένα χαρτί και ένα μολύβι. Ζωγράφισε ένα κοιμητήριο με τρεις τάφους και στον πρώτο έγραψε: «Σαρλ Μασσαλίς. Πέθανε δολοφονηθείς το 1930 δι’ έλλειψιν μαρτύρων». Στον δεύτερο έγραψε «Μητέρα Μασσαλίς, 1930. Πέθανε από λύπη». Στον τρίτο έγραψε το όνομα της συζύγου του: «Υβόν Μασσαλίς, 1930. Πέθανε από ντροπή».

Ο Αλμπέρ Κλαρίς ήταν πλανόδιος καλαθοποιός που κατηγορήθηκε (και προφανώς καταδικάστηκε) πως, βοηθούμενος από τη γυναικαδελφή του Λίζαν Καρλ που ήταν συγχρόνως ερωμένη του, έσπασε τη νύχτα της 31ης Οκτωβρίου 1928 την εξώθυρα του φτωχικού σπιτιού που κατοικούσε κατάμονη η γριά χήρα Φουκό. Τη στραγγάλισε και αφού κομμάτιασε το πτώμα, το έκαψε κατόπιν με βενζίνα. Όλα αυτά για να ιδιοποιηθεί τις ασήμαντες οικονομίες της γριάς Φουκό. Η συνένοχός του καταδικάστηκε σε θάνατο και αυτή, αλλά από το 1890 και έπειτα δεν καρατομούν γυναίκες. Η Λίζα Καρλ, γνωστή στην εποχή της ως γυναίκα του διαβόλου, εξακολουθεί να ζει, μη έχοντας σώας στας φρένας. Όσο για τον Κλαρίς, από τη στιγμή που τον ξύπνησαν μέχρι τη στιγμή που άστραψε γλιστρώντας στο κεφάλι του η λεπίδα της λαιμητόμου, δεν είπε ούτε μία λέξη. Έβγαλε μονάχα βαθείς αναστεναγμούς και τα μάτια του έδειχναν όλη την απερίγραπτη απελπισία.  

Τρία εικοσιτετράωρα αργότερα, στις 8 Μαϊου, ο «Κύριος των Παρισίων» έστηνε και πάλι τη μακάβρια μηχανή του. Αυτή τη φορά στη Βουλώνη. Τον ερχομό του περίμενε, κλεισμένος εδώ και εκατόν σαράντα ημέρες στις φυλακές της ίδιας πόλης, ο Πωλ Ντυφούρ, ένας γεωργός που μαζί με κάποιον άλλο γεωργό, τον Τρουίτ, έκοψαν σε σαράντα κομμάτια κάποια Μαριάν Ανγκέ, πασίγνωστη φιλάργυρη γριά του Ραντιγκέν. Οι δυο τους μοιράστηκαν τα χρυσά νομίσματα της Ανγκέ, αλλά δεν πρόφθασαν να τα χαρούν. Η αστυνομία τους συνέλαβε και καταδικαστήκαν το ίδιο έτος σε θάνατο. Στη δίκη αποδείχτηκε ότι ο Τρουίτ είχε παρασυρθεί από τον Ντυφούρ και δεν έλαβε μέρος στο κομμάτιασμα της γριάς και έτσι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μετέτρεψε την ποινή του σε ισόβια δεσμά. Οι συνεργάτες του Ντεμπλέρ αναγκάστηκαν να υποβαστάζουν τον Ντυφούρ και σχεδόν να τον φέρουν στα χέρια μέχρι τη λαιμητόμο, αφού μόλις την αντίκρισε έχασε τις αισθήσεις του.

Στις 15 Μαϊου 1930, η Μασσαλία παρακολουθεί την εκτέλεση του Γκιφό, που σκότωσε τον εισπράκτορα Λουντιέ για να κλέψει 400.000 φράγκα, που ο τελευταίος μετέφερε στην τράπεζα όπου εργάζονταν.

Έξι εβδομάδες αργότερα, μάρτυρες αυτού του αποκρουστικού θεάματος έγιναν με τη σειρά τους οι κάτοικοι του Ρουέν. Η ‘χήρα’ αποκεφάλισε εκείνο το πρωί τον Βερντιέ, εκείνον δηλαδή που στις 11 Δεκεμβρίου 1929 στραγγάλισε και κατόπιν βίασε την οχτάχρονη Χριστίνα Γκαλάν. Κατόπιν, κοιμήθηκε ήσυχα ήσυχα όλη τη νύχτα, έχοντας δίπλα του το παγωμένο πτώμα της μικρής. Η ιστορία της καρατόμησης του Ζαν Γκαμπιγιάρ κρύβει μια ειρωνική κάπως διάσταση. Νέος τριάντα ετών είχε για ερωμένη την κυρία Ρενό, είκοσι χρόνια λιγότερο νέα από τον ίδιο. Τη νύχτα της 19ης Φεβρουαρίου 1929, ο Ζαν σχίζει με ένα τσεκούρι το κεφάλι της ερωμένης του και ύστερα ανάβει το τζάκι και την ψήνει. Όλα αυτά για να της κλέψει 1500 φράγκα. Όταν καταφθάνουν οι χωροφύλακες, τον βρίσκουν σχεδόν πεθαμένο. Είχε κρεμαστεί από την οροφή. Η έγκαιρη επέμβαση των γιατρών όμως τον επαναφέρει στη ζωή, μα μόνο προσωρινά. Στις 21 Ιουνίου, ο «Κύριος των Παρισίων» τραβάει το σχοινάκι και το κεφάλι του Ζαν κατρακυλάει σε εκείνο το καλάθι που θα καταλήξουν οι κεφαλές και των επόμενων εφτά, που είχαν τον κύριο Ντεμπλέρ ως τελευταία εικόνα στη ζωή τους το 1930

Το τσιπάκι της γνώσης: Ψιλή κουβέντα με τον Βαγγέλη Κάλιοση

Τον Βαγγέλη Κάλιοση τον γνώρισα στις φυλακές Κορυδαλλού το 2015. Εγώ ως κρατούμενος σπουδαστής σε διάφορα προγράμματα εξ αποστάσεως φοίτησης και ο Βαγγέλης διευθυντής του ΙΕΚ της φυλακής σε ένα μικρό γραφείο, που το μοιράζονταν οι καθηγητές και οι μαθητές του ΣΔΕ (Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας), του ΙΕΚ γραφιστικής και οι φοιτητές. Σε μια πτέρυγα της φυλακής αποτελούμενη από ένα διάδρομο και μερικές αίθουσες, στην οποία κάποιοι κρατούμενοι προσπαθούσαμε να ανασάνουμε έναν αέρα λιγότερο μολυσμένο και αποπνικτικό από αυτόν της υπόλοιπης φυλακής.

Ο Βαγγέλης ήταν ένας από τους λίγους ανθρώπους στον οποίο είχα εμπιστευτεί, λίγο πριν εκδοθεί, τις φωτοτυπίες του κόμιξ Οθέλος, για να μου πει τη γνώμη του πριν τυπωθεί, όταν ακόμα η Χριστίνα Σ. (κατά κόσμο Chrispy Shift) πρόσθετε τα σχέδια για τα τελευταία καρέ, έκανε τις τελευταίες διορθώσεις και πάσχιζε να με πείσει για άλλες τόσες, αλλά τελικά υποχωρούσε για να μην με κακοκαρδίσει αφού ήμουν φυλακή. Σε αντάλλαγμα, ο Βαγγέλης μού είχε χαρίσει ένα αντίτυπο από το μέχρι τότε τελευταίο του μυθιστόρημα Και τώρα τι θα γίνουμε χωρίς τρομοκράτες. Καμιά βδομάδα μετά, και έχοντας διαβάσει ο ένας τη δουλειά του άλλου, είχε λίγο πλάκα η αμηχανία με την οποία αντιμετωπίσαμε το γεγονός ότι και στις δυο περιπτώσεις περιγράφουμε μια ληστεία τράπεζας, κάνοντας σχεδόν τις ίδιες παρομοιώσεις και καταγράφοντας τους ίδιους συνειρμούς.

Το Τσιπάκι της γνώσης μου το χάρισε (με αφιέρωση αυτή τη φορά) πίνοντας καφέ στη Λοκομοτίβα το καλοκαίρι του 2019 και μερικές βδομάδες μετά ακολούθησε η παρακάτω συνέντευξη.  

Πότε και πώς ξεκίνησες να γράφεις το βιβλίο; Ποια ήταν η πρώτη ιδέα, πότε πήρε μορφή αυτή η ιδέα και πότε τέλειωσε;

Την ιδέα αυτού του βιβλίου μού την πυροδότησε η διαπίστωση ότι όποτε και σε όποιο περιβάλλον άνοιγα συζήτηση περί δημοκρατίας και της προφανούς ανάγκης να τη διεκδικήσουμε, με το επιχείρημα ότι πολύ απλά αυτό που έχουμε δεν είναι δημοκρατία, έπεφτα πάνω σε ένα τείχος δεδηλωμένης ή κεκαλυμμένης άρνησης. Αυτό λάμβανε χώρα κάπου το 2007, λίγο μετά την έκδοση του προηγούμενου μυθιστορήματός μου Και τώρα τι θα γίνουμε χωρίς τρομοκράτες, και με οδήγησε τελικά στην επιλογή να γράψω ένα πολιτικό δοκίμιο με τον τίτλο Η κρίση του κοινοβουλευτισμού και το αίτημα της άμεσης δημοκρατίας, το οποίο τελικά εκδόθηκε το 2011, πιστεύοντας ότι ο τεκμηριωμένος γραπτός λόγος είναι πιο επιδραστικός από τον προφορικό και πιο ξεκάθαρος πολιτικά από το λογοτεχνικό. Τζίφος! Δεν άλλαξε κάτι. Παρότι η συγκυρία της κρίσης έμοιαζε ιδανική για μια ριζοσπαστική μεταστροφή της κοινής συνείδησης, οι συνομιλητές μου συμφωνούσαν μαζί μου σχεδόν σε όλα, αλλά στο τέλος της συζήτησης με ρωτούσαν τι θα ψηφίσω. Καταλαβαίνεις πώς είναι; Μου κόβονταν τα πόδια. Όσο διαρκούσε αυτός ο βασανισμός, τόσο εδραιωνόταν μέσα μου η μαξιμαλιστική πεποίθηση ότι ένα σάιφαϊ πολιτικό μυθιστόρημα, όπως για κάποια χρόνια πλέον το είχα στο μυαλό μου αλλά δεν τολμούσα να το γράψω, ίσως με τις τεθλασμένες του ρίψεις διατρυπούσε πιο αποτελεσματικά το τείχος. Η αρχική ιδέα συνοψιζόταν στο καφκικό ερώτημα «Τι θα γινόταν αν αίφνης όλοι οι άνθρωποι έκαναν κτήμα τους όλη τη διαθέσιμη γνώση, απαλλαγμένη από οποιαδήποτε ιδεολογικά βαρίδια;». Η παράλογη αυτή διερώτηση ήταν η απελπισμένη αντίδρασή μου στην εξίσου παράλογη τάση των ανθρώπων γύρω μου να παίρνουν για αλήθεια το ψέμα και να βλέπουν ψέμα στην αλήθεια. Και για να εξηγούμαι, επειδή αλήθεια και ψέμα είναι έννοιες σχετικές, αδυνατούσα να κατανοήσω πώς είναι δυνατόν να πιστεύουν ότι το ισχύον πολιτικό σύστημα είναι δημοκρατικό, τη στιγμή που η καθημερινή εμπειρία αποδεικνύει πέραν πάσης αμφιβολίας ότι είναι δεσποτικό και φαύλο, και πώς γίνεται να προσδίδουν ισχύ φυσικού νόμου στην αξίωση των τσαρικής δομής κομμάτων να τα ψηφίζουν, όταν αυτά, εδώ και πολλές τετραετίες, τους πιστοποιούν αδιαλείπτως ότι είναι ανάξια της εμπιστοσύνης τους. Είδα τη γνώση ως αντίδοτο σ’ αυτό που ο μαρξισμός ονομάζει ψευδή συνείδηση και άρχισα να πείθομαι ότι το γνωσιολογικό έλλειμμα είναι μία από τις γενεσιουργές αιτίες του προβλήματος. Την πρώτη απόπειρα να γράψω το Τσιπάκι της Γνώσης την έκανα το 2012. Αφού έγραψα περίπου έξι κεφάλαια, εγκατέλειψα. Προφανώς δεν ήμουν έτοιμος. Στα χρόνια που μεσολάβησαν, κρατούσα απλά σημειώσεις. Σταδιακά σχηματίστηκε ξεκάθαρα στο μυαλό μου και το έγραψα σε εννιά σχεδόν μήνες από τον Σεπτέμβρη του 2017 μέχρι τον Μάη του 2018. Η συνάφεια με τη διάρκεια μιας εγκυμοσύνης εικάζω πως είναι τυχαία.

Για ποιο λόγο ο Πολίτης Β, ένας πρώην δημοσιογράφος του σκανδαλοθηρικού τύπου, είναι ο πρωταγωνιστής της ιστορίας; Τι συμβολίζει αυτή η μεταστροφή του από τυχοδιώκτη σε επαναστάτη;

Πολλές φορές στην Ιστορία, ο τυχοδιώκτης υπήρξε το άλτερ έγκο του επαναστάτη, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που φερόμενοι ως επαναστάτες αποδείχτηκαν τυχοδιώκτες. Τις τελευταίες δύο τρεις δεκαετίες, οι σκανδαλοθήρες δημοσιογράφοι, μαζί με ελάχιστους αξιόλογους δημοσιογράφους έρευνας, ήταν οι μόνοι ίσως στο κόσμο των μίντια και εν γένει στο πεδίο των ποικιλώνυμων εξουσιών που, έστω και στρεβλά, δικαιολογούσαν το ρόλο τους. Έχωναν τη μύτη τους εκεί που η βρώμα προκαλεί ασφυξία, αποκάλυπταν σκάνδαλα και έδιναν έτοιμο υλικό στις δικαστικές αρχές, οι οποίες αντί να το αξιοποιούν, ως όφειλαν, για να αποδίδουν δικαιοσύνη, περνούσαν τους πάσης φύσεως φορείς της διαπλοκής από την κολυμπήθρα του ξεπλύματος προστατευόμενης ανομίας και τους επανέφεραν αθώες περιστέρες στην κοινωνία, και από εκεί μετά λίγης υπομονής από μέρους τους – προκειμένου ο πανδαμάτωρ χρόνος συνεπικουρούμενος από ισχυρές δόσεις προπαγάνδας να επιβάλλει τη λήθη στις συνειδήσεις– στους θώκους της εξουσίας ή στους παραδείσους της παχυλής αργομισθίας, επί ζημία πάντα της κοινωνίας. Αυτό με έκανε να επιλέξω τον συγκεκριμένο ανθρωπότυπο ως τον πλέον κατάλληλο για να σηκώσει το βάρος μιας τέτοιας εσωτερικής μεταστροφής και την ευθύνη να γίνει κινητήριος μοχλός σε μια διαδικασία πολιτικής και κοινωνικής χειραφέτησης. Άλλωστε, αν οι δημοσιογράφοι έκαναν αυτό που τους αναλογεί, ίσως να μην χρειαζόταν να επινοήσω τον πολίτη Β. Μια άλλη λύση θα ήταν εκείνη του ιερέα, αλλά δεν αντέχω τους αναμάρτητους!

Η αλήθεια είναι ότι η γνώση, ή για την ακρίβεια το δίκαιο μοίρασμά της ή με άλλα λόγια η ταξική ισότητα στην πρόσβαση και κοινοποίηση της γνώσης, είναι καθοριστικής πολιτικής και κοινωνικής σημασίας. Αυτός είναι ο τρόπος αλλά και η προϋπόθεση που οι κοινωνίες περνάνε από τις αριστοκρατίες στις δημοκρατίες. Δεδομένου ότι το βασικό θέμα που πραγματεύεται το μυθιστόρημα είναι η γνώση, εσύ με ποιον τρόπο τη θεωρείς καθοριστική; 

Αν ικανοποιούνταν η συνθήκη που ορίζεται στο μυθιστόρημα, σύμφωνα με την οποία όλα τα μέλη μιας δεδομένης κοινωνίας αποκτούν ισότιμα πρόσβαση στην ιδεολογικά ουδέτερη και καθολική γνώση –τονίζω το καθολική, γιατί θα είχε πολύ μεγάλη σημασία να μπορούν οι άνθρωποι να ατενίζουν όλη την εικόνα του κόσμου και όχι μια μικρή φέτα της όπως συμβαίνει στις τρέχουσες συνθήκες–, τότε φρονώ ότι θα είχαμε την πλήρη αφύπνιση της συνείδησης και ένα πολιτικό υποκείμενο έτοιμο να αναλάβει την ευθύνη που του αναλογεί σε μια αυτόνομη, αυτοδιευθυνόμενη και σε διαρκή αναδημιουργία κοινωνία με πρόσημο την ελευθερία. Θα δώσω ένα απλό παράδειγμα του πόσο πιο απλά θα γίνονταν τα πράγματα. Ας υποθέσουμε ότι ένα μέλος αυτής της κοινωνίας αρρωσταίνει. Διαθέτει τη γνώση, για να αυτοϊαθεί. Οπότε δεν έχει ανάγκη από κάποιον επαΐοντα γιατρό, που πριν τον γιατρέψει θα τον εκμεταλλευτεί, ούτε από φάρμακα, προερχόμενα από κάποια διαπλεκόμενη πολυεθνική που κερδοσκοπεί, ούτε από κάποιον γνώριμό του πολιτευτή, για να του βρει κρεβάτι εντατικής σε κάποιο δημόσιο νοσοκομείο με αντάλλαγμα την ψήφο του, την ίδια δηλαδή την πολιτική του υπόσταση, και πάει λέγοντας. Ως δια μαγείας, εξαφανίζονται οι πάσης φύσεως μεσάζοντες και πάροχοι ωφέλιμων ή ανώφελων υπηρεσιών, κοινωνικό πεδίο από το οποίο φύεται η φάρα των εξουσιαστών. Αν τώρα τη γνώση τη δούμε από το πρίσμα των υφιστάμενων συνθηκών, θεωρώ ότι η απουσία της βρίσκεται στη ρίζα όλων των δεινών. Εντάξει, να δεχτώ ότι υπάρχει η προπαγάνδα που προκαλεί σύγχυση και φόβο, η αλλοτρίωση που φενακίζει τις συνειδήσεις, η ψυχολογία της μάζας, ο ευέλικτος και απανταχού επιδρών καπιταλισμός, το υποταγμένο στο διατακτικό του εκπαιδευτικό σύστημα και άλλοι δαίμονες στους οποίους συνήθως ρίχνουμε το ανάθεμα, αλλά το ερώτημα παραμένει: «Τι είναι αυτό που εξακολουθεί στο πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα να κάνει τους ανθρώπους ανήμπορους να αντιδράσουν και πάντα έτοιμους να συνταχτούν με τον πρώτο σωτήρα που θα εμφανιστεί μπροστά τους;». Η δική μου απάντηση στο ερώτημα είναι το τεράστιο γνωσιολογικό έλλειμμα, για το οποίο φυσικά και ευθύνονται πρωτίστως οι παραπάνω παράγοντες. Τα βλέπουν σχεδόν όλα λάθος. Είναι σαν να έχεις δώσει σε κάποιον ένα βιβλίο με την αλήθεια της ζωής και το διαβάζει ανάποδα. Είναι ποτέ δυνατόν να το κατανοήσει; Οπότε η λύση είναι να αναποδογυρίσουμε το βιβλίο. Εγχείρημα καθόλου εύκολο και εξαιρετικά χρονοβόρο. Με άλλα λόγια, απαιτείται η ανάπτυξη ενός νέου πνευματικού κινήματος με τη σύμπραξη όλων των χειραφετικών δυνάμεων και σκοπό την κάλυψη αυτού του γνωσιολογικού κενού. Για να ανακτήσουν οι έννοιες τη σημασία τους και να δουν οι πολίτες την πραγματικότητα. Τότε ο φόβος θα υποχωρήσει και οι γίγαντες του σήμερα θα φαντάζουν νάνοι. Καμία ποτέ εξουσία δεν πρόκειται να παραιτηθεί αυτοβούλως από την προνομιακή της θέση. Οι πολίτες θα την αναγκάσουν. Άλλος τρόπος δεν υπάρχει.

Αυτός που απελευθερώνει τη γνώση με τη μορφή ενός τσιπ, ή αυτός που βοηθάει στην κοινοποίησή της, είναι ένας δημοσιογράφος. Αυτός ο σύγχρονος Όμηρος ή ο σύγχρονος Προμηθέας που απελευθερώνει τη γνώση και από κτήμα των λίγων την κάνει κτήμα των πολλών και διώκεται ή κινδυνεύει να διωχτεί γι’ αυτό. Είναι ο ρόλος του Τζούλιαν Ασάνζ παρόμοιος με του Όμηρου ή του Προμηθέα; Θεωρείς τόσο καθοριστικό το ρόλο των δημοσιογράφων στην απελευθέρωσή της ή ήταν τυχαίο το ότι τον Πολίτη Β τον έβαλες να κάνει αυτό το επάγγελμα; Γιατί επιλέγεις να μην  τιμωρηθεί ο Πολίτης Β, όπως γίνεται παραδοσιακά στον Όμηρο, τον Προμηθέα και τον Τζούλιαν Ασάνζ; 

Ναι, θα μπορούσαμε σίγουρα να παραλληλίσουμε τον Πολίτη Β με τον Τζούλιαν Ασάνζ, με μία βέβαια θεμελιώδη διαφορά. Ο Πολίτης Β είχε το προνόμιο να κινείται στο φασματικό χώρο ενός μυθιστορήματος και να σουλατσάρει ασφαλής στο κεφάλι μου. Εκτός από αυτό, ωστόσο, έδρασε και μινιμαλιστικά, στο περιβάλλον μιας πόλης, προετοίμασε καλά το ρόλο του και εκμεταλλεύτηκε κάθε δυνατότητα, τεχνική και μη, προκειμένου να προσδώσει στη δράση του εμπράγματη συλλογική διάσταση. Ο Τζούλιαν Ασάνζ, πέραν του ότι είναι ήρωας του πραγματικού κόσμου, έχει κάτι το εγγενώς δραματικό. Είναι πράγματι προμηθεϊκός τύπος. Απελευθέρωσε πληροφορία και γνώση, επιχείρησε να αναμετρηθεί με την εξουσία, στρέφοντας εναντίον της τα ίδια τα μέσα με τα οποία εκείνη εκφράζει τη δύναμή της, και πληρώνει σκληρό τίμημα. Έχει τον απόλυτο σεβασμό όλων των στοιχειωδώς σκεπτόμενων με όρους ελευθερίας ανθρώπων γι’ αυτή του την πράξη και είμαι βέβαιος ότι οι μελλοντικές κοινωνίες δικαίως θα τον εντάξουν στο πάνθεον των ηρώων τους. Η περίπτωσή του όμως μας διδάσκει κάτι πολύ απλό αλλά καθοριστικά σημαντικό. Κανείς, όσο ικανός και αν είναι, ό,τι μέσα και αν έχει στη διάθεσή του, δεν μπορεί να κερδίσει έναν αγώνα ενάντια σε κατά πολύ υπέρτερους, με όρους ισχύος, αντιπάλους. Είναι εντυπωσιακό, λοιπόν, ότι ο αληθινός ήρωας Τζούλιαν Ασάνζ λειτούργησε πολύ πιο μυθιστορηματικά από τον ήρωα του μυθιστορήματος, τον Πολίτη Β. Και για αυτό η ιστορία του έχει δραματικό φινάλε. Η επιλογή μου να μην επιφυλάξω παρόμοια μοίρα στον Πολίτη Β συνιστά μια συνειδητή άρνηση αποδοχής του παραδοσιακού μοτίβου της ήττας. Εξάλλου, εκείνος δέσμευσε στο ρίσκο του και χιλιάδες άλλους ανθρώπους και η τιμωρία, αν τελικά ερχόταν, θα μοιραζόταν. Ωστόσο, θα πρέπει εδώ να επισημάνω ότι η νίκη των πολιτών της εν λόγω πόλης είναι μερική, καθώς περιορίζεται στα όριά της, έξω από τα οποία το ίδιο μέσο, το Τσιπάκι της Γνώσης, καθίσταται από μέσο χειραφέτησης σε εργαλείο χειραγώγησης.

Είσαι πράγματι τόσο αισιόδοξος για το θετικό ρόλο που μπορεί να παίξει η τεχνολογία; Για το γεγονός ότι μπορεί να ανατραπεί ο σκοπός της, εξυπηρετώντας το συμφέρον των πολλών;

Η φύση της τεχνολογίας είναι θεωρώ εκ της κατασκευής της χειραφετική. Ας σκεφτούμε ότι κάθε συσκευή από αυτές που χρησιμοποιούμε καθημερινά επινοήθηκε για να εξυπηρετήσει μια ανάγκη του ανθρώπου, η αδυναμία εκπλήρωσης της οποίας τον δέσμευε. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι οι κατέχοντες πλούτο και εξουσία δεν θα πάψουν ποτέ να επιδιώκουν την υπόταξή της στο διατακτικό τους, που δεν είναι άλλο από τη διαιώνιση και την επαύξηση του πλούτου και της εξουσίας τους. Πλην όμως, οι δυνάμεις που απελευθερώνει πλέον η τεχνολογία, και ειδικότερα εκείνη της επικοινωνίας, περιέχουν το σπέρμα της ανατροπής των όρων κυριαρχίας των ολίγων προνομιούχων. Εκείνο που χρειάζεται είναι να συνειδητοποιήσουν οι πολλοί πόσο δυναμικά πολλαπλασιάζονται οι δυνατότητες δικτύωσης και άθροισης της κοινωνικής και πολιτικής τους δύναμης. Για να πειστούμε περί τούτου, αρκεί να σκεφτούμε πώς επέδρασε στα συμφέροντα επιχειρηματικών κολοσσών στο χώρο της μουσικής και του θεάματος η εμφάνιση και ευρεία χρήση του διαδικτύου. Κατέρρευσαν σε χρονικό διάστημα πολύ μικρότερο από αυτό που χρειάστηκαν για να γιγαντωθούν. Σήμερα, η μουσική διακινείται ελεύθερα και αυτό δεν ευεργετεί μόνο τους ακροατές της αλλά και την ίδια τη μουσική παραγωγή, καθώς οι καλλιτέχνες δεν είναι πλέον έρμαια κάποιας εταιρείας, αλλά διαμορφώνουν οι ίδιοι το πλαίσιο της επικοινωνίας και, αν θες, και της δοσοληψίας με το κοινό τους. Δεν είναι αυτό χειραφέτηση; Ας το κάνουμε υπερκείμενη εικόνα με τους πολίτες συνολικά στη θέση των καλλιτεχνών!

Συνδυάζοντας τις δύο παραπάνω ερωτήσεις, θα προχωρήσω σε μια σημείωση, για την οποία θα ήθελα το σχόλιό σου. Για δεκαετίες κυριαρχούσε στο δημόσιο λόγο και τον τρόπο δημιουργίας της κοινής γνώμης η τηλεόραση, στην οποία είχαν πρόσβαση πομπού μόνο οι ελίτ. Για μερικά χρόνια, μέσω των σόσιαλ μίντια, το τοπίο άλλαξε και οι μάζες, αξιοποιώντας αντιφάσεις, χρησιμοποίησαν πλατφόρμες φτιαγμένες πράγματι από τις ελίτ, που ωστόσο έδιναν τη δυνατότητα στους πολίτες να γίνουν πομποί πέρα από δέκτες. Πέρασαν μόλις λίγα χρόνια αμηχανίας και δείχνει πως αυτό το τοπίο έχει πάλι ανατραπεί. Η εξουσία όχι μόνο κυριάρχησε σε αυτά τα μέσα σε λίγα χρόνια⸱ αλλά ακόμα χειρότερα το τουίτερ έχει γίνει, από μια πλατφόρμα που άλλοτε αξιοποιήθηκε από κινήματα, ένας αλτ ράιτ βόθρος που έφερε τον Τραμπ στην εξουσία. Νομίζω πως, τηρουμένων των αναλογιών, Το τσιπάκι της γνώσης θα μπορούσε να παραλληλιστεί με την ανάδυση των σόσιαλ μίντια. Εννοώ πώς γίνεται να παραμένεις τόσο αισιόδοξος, όταν η πραγματικότητα φαίνεται να σε διαψεύδει;

Ναι, ομολογώ ότι είμαι αισιόδοξος! Ο οπτιμισμός μου πηγάζει από την επίγνωση του γεγονότος ότι όλες οι μεγάλες αλλαγές στην ιστορία ωθήθηκαν από ιδέες που έφεραν τη σφραγίδα της ουτοπίας. Να διευκρινίσω όμως ότι η αισιοδοξία μου υπερβαίνει τον ορίζοντα της ζωής μου, ίσως και τον ορίζοντα της ζωής των παιδιών μας. Δεν γίνεται να περιμένουμε τέτοιας κλίμακας αλλαγές να συντελεστούν από τη μια στιγμή στην άλλη. Απαιτούν χρόνο και κυρίως πολλή δουλειά. Χρειάζεται επιμονή και μια διαρκής αναμέτρηση με τη ματαιότητα. Έχουμε την τάση οι άνθρωποι για ό,τι υπερβαίνει τη θνητότητά μας να εκδηλώνουμε αδιαφορία. Είναι χαρακτηριστική προς τούτο η στάση μας στο ζήτημα της κλιματικής αλλαγής. Μας καθησυχάζει ενδόμυχα η αίσθηση ότι δεν αφορά εμάς, αλλά κάποιες άγνωστες μελλοντικές γενιές. Ισχύει όντως ό,τι περιγράφεις. Έτσι κάπως έχουν εξελιχθεί τα πράγματα με τα σόσιαλ μίντια. Διάγουν ακόμη, τρόπον τινά, την παιδική τους ηλικία και οι κηδεμόνες τους καταφέρνουν να τιθασεύουν κάπως την ελευθεριότητά τους. Έχουν όμως ήδη επιτελέσει το διεγερτικό τους ρόλο. Έμπασαν άτυπα την κοινωνία στη δημόσια σφαίρα, από την οποία ήταν ολότελα αποκομμένη. Είναι ζήτημα χρόνου να ξεπηδήσουν πλατφόρμες επικοινωνίας που το πλήθος, το εύρος και οι τεχνικές τους δυνατότητες θα είναι τέτοιας κλίμακας, που θα καθιστά αδύνατο τον έλεγχό τους. Με άλλα λόγια, το ανάπτυγμα της κοινωνίας πλέον υπερβαίνει εκείνο των πολιτικών ελίτ και οι όποιες ελεγκτικού χαρακτήρα απόπειρές τους είναι ψυχορραγήματα ενός οργανισμού που, στον ιστορικό χρόνο πάντα, είναι στα τελευταία του.  

Απουσιάζει εντελώς οποιαδήποτε ταξική αναφορά. Μιλάς για πολίτες συνολικά και όχι για προλεταριάτο ή έστω για επικίνδυνες ή αποκλεισμένες τάξεις. Ακόμα περισσότερο, μιλάς για πολίτες σε μια εποχή που όλο και περισσότερο μεγάλο μέρος του πληθυσμού εκπίπτει από αυτή την ιδιότητα. Σε μια εποχή που το να είσαι πολίτης στην πραγματικότητα είναι προνόμιο. Οι πρόσφυγες και οι μετανάστες απουσιάζουν εκκωφαντικά από το μυθιστόρημά σου. Κινητήριος δύναμη είναι όσοι έχουν δικαίωμα ψήφου. Ακόμα και αν το αρνούνται αυτό το δικαίωμα και αυτή την εξουσία, ως μερική ή ως απατηλή, ωστόσο αυτοί είναι το υποκείμενο. Στην πραγματικότητα, το θέμα είναι ένας άλλος, πιο πλήρης και περιεκτικός τρόπος πολιτικής συμμετοχής των ήδη προνομιούχων; Είναι η επανάσταση της μεσαίας τάξης με κάποιο τρόπο αυτό που οραματίζεσαι;

Σκόπιμα χρησιμοποίησα τον όρο πολίτης ως υπερώνυμο της κοινωνίας, η οποία και βέβαια είναι σύνθετη. Αυτή ακριβώς η πολυπλοκότητά της είναι που καθιστά δύσκολη τη συλλογική δράση, παρότι το κοινό συμφέρον είναι ορατό και η πολιτική στόχευση εύλογη. Μην ξεχνάμε άλλωστε ότι ένα μυθιστόρημα, όσο περιεκτικό και αν είναι, δεν παύει ποτέ να συνιστά μια αφαίρεση. Άρα, η έννοια του πολίτη υπερβαίνει τα στεγανά της πραγματικότητας και περιλαμβάνει όλους όσους βρίσκονται απέναντι από την όλο και πιο ολιγοπρόσωπη εξουσία, που αντιστοιχεί στη Διεθνή του κεφαλαίου και τους κατά τόπους πολιτικούς της εξυπηρετητές, οι οποίοι στο μυθιστόρημα αντιπροσωπεύονται από τους Ενθρονιστές. Ο χώρος δε των Ουρανιστών, ο Έβδομος Ουρανός, λειτουργεί σαν τον Κήπο του Επίκουρου. Δεν αποκλείει κανέναν. Ούτε τους πρόσφυγες, ούτε τους αλλόθρησκους, ούτε οποιαδήποτε άλλη κοινωνική ομάδα, είτε έχει είτε δεν έχει πολιτικά δικαιώματα. Εξάλλου, τα πολιτικά δικαιώματα στο ισχύον πολιτικό σύστημα είναι μια πλαστή έννοια, με δεδομένο ότι σύσσωμη η κοινωνία βρίσκεται εξορισμένη από το πολιτικό πεδίο, το οποίο έχουν ιδιοποιηθεί πλήρως, δια του κράτους, οι κάτοχοι της εξουσίας και το διαχειρίζονται με όρους νομής. Άρα, όλοι πολιτικά βρίσκονται στην ίδια μοίρα, είναι δυνάμει πολίτες και το εάν θα γίνουν ή όχι θα εξαρτηθεί από τους ίδιους και από το κατά πόσο θα καταφέρουν στο ορατό μέλλον να υπερβούν τις μεταξύ τους έριδες προ του κοινού στόχου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα πάψουν να έχουν διαφορές οικονομικές, κοινωνικές, ιδεολογικές και πάει λέγοντας. Η δημοκρατία ή θα είναι για όλους ή δεν θα είναι δημοκρατία κατά το «ο σοσιαλισμός ή θα είναι δημοκρατικός ή δεν θα είναι σοσιαλισμός» του Πουλαντζά. Έχει άλλωστε αρχίσει να γίνεται συνείδηση σε όλο και περισσότερους ανθρώπους όλων των τάξεων, διαισθητικά έστω,  ότι σε έναν ξέφρενο καπιταλισμό κανείς δεν έχει διασφαλισμένα ούτε το εισόδημά του ούτε την κοινωνική του θέση, εκτός από τους κατέχοντες την πραγματική εξουσία, οι οποίοι πλανητικά είναι ελάχιστοι. Ο σημερινός βολεμένος μεσοαστός αύριο μπορεί να περιπέσει σε ακραία ένδεια, μετάβαση πολύ διαδεδομένη στην ελληνική κοινωνία της κρίσης. Η θέαση του πολιτικού πεδίου με όρους ταξικής πάλης είναι ατελέσφορη, γιατί ακόμη και αν υποθέσουμε ότι στη σύγκρουση κερδίζουν οι μη προνομιούχοι, με όποια υπαρκτή τάξη και αν τους ταυτίσουμε, τι μας εγγυάται ότι οι μέχρι εκείνη την οριακή στιγμή της επικράτησης νικητές δεν θα ασκήσουν την εξουσία τους επί των ηττημένων πρώην προνομιούχων με τον ίδιο βάναυσο τρόπο, διατηρώντας έτσι το ίδιο εξουσιαστικό σύστημα, με διαφοροποιημένη μόνο την ταξική σύνθεση των νικητών και των ηττημένων, των εκμεταλλευτών και των εκμεταλλευόμενων. Με άλλα λόγια, όσο το παιχνίδι παίζεται με όρους δύναμης, το αποτέλεσμα θα είναι πάντα το ίδιο και το μόνο που ίσως θα αλλάζει είναι τα πρόσωπα, τα χρώματα, οι σημαίες και ούτω καθεξής. Ο Μαρξ, ειρήσθω εν παρόδω (χρόνια τώρα έψαχνα την ευκαιρία να τη χρησιμοποιήσω αυτή την έκφραση), εκτός από την ταξική πάλη, με τη διορατικότητα που διέθετε, έχει εισαγάγει και μία άλλη έννοια, στην οποία δεν έχει δοθεί η πρέπουσα σημασία. Πρόκειται για την έννοια της «γενικής διάνοιας», την οποία επανέφερε δυναμικά ο Τόνι Νέγκρι κατά τη δεκαετία του ’70 στην Ιταλία, αλλά οι άγουρες συνθήκες και η κομμουνιστική ορθοδοξία δεν της επέτρεψαν να σταδιοδρομήσει. Η έννοια αυτή μπορεί να γίνει αντιληπτή ως η κοινή συνισταμένη της εξελιγμένης γνώσης που θα λαμβάνουν προϊούσης της τεχνολογικής εξέλιξης τα μέλη της εργατικής τάξης, κάτι σαν το «τσιπάκι της γνώσης» δηλαδή στη ρεαλιστική του εκδοχή. Κατά τον Μαρξ, θα διευκόλυνε σημαντικά τους εργάτες στο να αντιλαμβάνονται την ταξική τους θέση και να αυτοργανώνονται χωρίς τη μεσολάβηση των διαφόρων πρωτοποριών, που συχνά εξελίσσονται σε εντός της τάξης εξουσίες. Αν διαστείλουμε αυτή την έννοια και την προβάλλουμε στο μέλλον, βρίσκω να αποδεικνύεται μακράν πιο χρήσιμη από την έννοια της ταξικής πάλης. Οι δυνάμει πολίτες όλων των τάξεων καλούνται να ενεργήσουν έξυπνα έναντι των κρατούντων, με δεδομένη και την υπεροπλία της κυρίαρχης τάξης σε ατόφια υλική δύναμη, προκειμένου κάποτε να γίνουν πραγματικοί πολίτες με κεκτημένο το αυτεξούσιο και προσβάσιμη την καθολική ελευθερία, αντί για την ατροφική ατομική ελευθερία που υπό προϋποθέσεις και κατά τόπους διαθέτουν σήμερα.

Τα υποκείμενα που πυροδοτούν την αλλαγή είναι ένας πετυχημένος δημοσιογράφος και η κόρη του κυβερνήτη. Δύο προνομιούχοι που θεωρούν ότι η νόρμα στην οποία πρέπει να προσαρμοστούν προκειμένου να διατηρήσουν τα προνόμιά τους είναι αρκετά ασφυκτική για τους ίδιους. Είναι ένα κίνημα προνομιούχων που ζητούν περισσότερα προνόμια ή μάλλον ένα κίνημα για διατήρηση των προνομίων τους με λιγότερους προσωπικούς περιορισμούς;   

Η δύναμη που ωθεί τα δύο αυτά πρόσωπα του μυθιστορήματος να υπερβούν τα όρια της τάξης τους είναι το βίωμα σε συνέργεια με την καθολική γνώση. Παρά την προνομιούχο κοινωνική τους θέση, φέρουν αμφότερα οδυνηρές πληγές από την ασκούμενη πάνω τους εξουσία και ταυτόχρονα διαθέτουν, μαζί με το ψυχοσυναισθηματικό, και το γνωστικό φορτίο για να  αναγάγουν το δικό τους συμφέρον σε καθολικό, όχι για να κατοχυρώσουν προνόμια σαν κι αυτά που έτσι κι αλλιώς είχαν, αλλά με βαθιά συνείδηση της αλήθειας ότι δεν μπορείς να είσαι ευτυχής όταν οι άλλοι δυστυχούνε, γιατί η δυστυχία τους, αργά ή γρήγορα, θα γίνει απειλή για τη δική σου ευτυχία. Άλλωστε, στις περισσότερες από τις υπαρκτές ιστορίες επανάστασης, οι κινητήριοι μοχλοί ήταν πρόσωπα προερχόμενα από τον ταξικό εχθρό, με διασημότερους αυτών τον Λένιν και τον Τσε. Ας θυμηθούμε πόσο καθοριστικά υπήρξαν τα βιώματα της νιότης τους στην ανάπτυξη της ώριμης επαναστατικότητάς τους! Άρα, σημασία δεν έχει το από πού προέρχεται κάποιος, αλλά το πού έχει σκοπό να πάει. Και το πρόταγμα μιας δημοκρατίας σε πλήρη ανάπτυξη είναι, ή δύναται να γίνει, διαταξικό, εξαιρουμένης βέβαια της ηγετικής τάξης, έναντι της οποίας καλούνται οι πολίτες να διεκδικήσουν την επαλήθευση της υπόστασής τους, κάνοντας εν αρχή κάτι απλό και εύκολο: να αρνούνται συστηματικά και καθ’ έξη να νομιμοποιούν δια της ψήφου τους την ισχύουσα ψευδεπίγραφη δημοκρατία, την κατ’ ουσίαν ολιγαρχία.  

Πώς γιόρτασαν οι κρατούμενοι στις φυλακές Συγγρού την πρωτοχρονιά του 1930

Μόλις έχει ανατείλει στον αττικό ουρανό ολόχρυσος ο ήλιος της τελευταίας ημέρας του 1929 και έξω από τα κάγκελα της μεγάλης πόρτας της φυλακής κόσμος λογής λογής είναι συγκεντρωμένος. Γυναίκες του λαού κρατούν στα χέρια τους κατσαρολάκια με φαΐ και κορίτσια νεαρά με πακετάκια γεμάτα γλυκίσματα στο χέρι, νέοι και γέροι όλοι ανάμεικτοι, από κάθε κοινωνική τάξη, περιμένουν σειρά σειρά να ανοίξουν τα κιγκλιδώματα και να περάσουν.

Τώρα, δεν έχουν στην ψυχή τους τα συναισθήματα των άλλων ημερών, κι ένα άλλο συναίσθημα, αόριστο και κάπως ακαθόριστο, γεμάτο θλίψη αλλά και χαρά συγχρόνως, έχει φωλιάσει στην ψυχή τους. Γεμάτο θλίψη, όταν σκέφτονται ότι ο χρόνος που κύλησε και αύριο θα χαθεί πέρασε για ένα αγαπημένο τους πρόσωπο μέσα στα σίδερα της φυλακής, αλλά και γεμάτο χαρά, γιατί με το πέρασμα ενός ακόμα χρόνου η ημέρα της λυτρώσεως έρχεται πιο κοντά…

Σκηνές συγκινητικές      

«Αντωνίου!»

«Αναστασόπουλος!»

«Γεωργίου!»

Ένας ένας οι φυλακισμένοι υπόδικοι και κατάδικοι που ακούνε το όνομα τους να το φωνάζει δυνατά ο φύλακας κατεβαίνουν τις σκάλες, γνωρίζοντας προκαταβολικά ότι πρόκειται να αντικρίσουν ένα πρόσωπο δικό τους με το δεματάκι, τα γλυκά ή και χωρίς αυτά, πάντως όμως με το απαραίτητο ‘ματσάκι’. Οι πιο ευαίσθητοι έχουν δακρυσμένα μάτια στην ιδέα ότι μια τέτοια χρονιάτικη ημέρα βρίσκονται μέσα στη φυλακή. Άλλοι είναι πιο ψύχραιμοι και πιο χαλύβδινοι.

«Χρόνια πολλά, παιδάκι μου», λέει μια γριά μητέρα στο παιδί της. «Κουράγιο και κοντεύεις».

«Ευχαριστώ, μητέρα.»

Παρέκει, ένα ζευγάρι νέων, εκείνος μέσα από τα κιγκλιδώματα και εκείνη απ’ έξω, αλλά με τα στόματα πολύ κοντά σαν να θέλουν να ενωθούν, εάν ο τόπος και ο χρόνος το επέτρεπαν. Συνομιλούν. Τα μάτια είναι ακόμα υγρά από δυο δάκρυα που κύλησαν κατά την ώρα της συνάντησής τους. Και τώρα ψυχραιμότεροι κουβεντιάζουν και μοιάζουν να λένε με τα βλέμματα τους ο ένας στον άλλον: «θα περάσει κι αυτό».

Όσοι πάλι δεν έχουν την ευτυχία να δέχονται επισκέψεις, δεν ανησυχούν. Α, σήμερα η «Μάννα» (δηλαδή το καζάνι) έχει φροντίσει καλά για όλους. Κρέας, γλυκά, όλα εντάξει.

Σιγά σιγά, οι επισκέψεις φεύγουν, η πόρτα κλείνει, και σαν δεν υπάρχουν πια ξένοι, η κίνηση των φυλακισμένων ζωηρεύει και τα γλεντάκια αρχίζουν. Σε τι ωφελεί η θλίψη και η κατήφεια; Όλα περνούν.

Στα διαμερίσματα των φυλακών Συγγρού

Διασκελίζοντας λοιπόν το κατώφλι των επανορθωτικών φυλακών Συγγρού, ντάλα μεσημέρι παραμονή της Πρωτοχρονιάς, βρισκόμαστε ανάμεσα στους ταπεινούς και περιφρονημένους της ζωής, στους έγκλειστους. Για μια στιγμή, λησμονούμε ότι μέσα εκεί εκατοντάδες συνανθρώπων μας χλωμιάζουν πίσω από τα βαριά κάγκελα και ανακατεύουν το μόλυσμα στα χνώτα τους.

Άλλωστε, οι φυλακές Συγγρού, αν συγκριθούν με τις υπόλοιπες φυλακές-μπουντρούμια, είναι για τον τόπο μας φυλακές ιδεώδεις. Μέσα η ζωή σφύζει. Και στους διαδρόμους, φύλακες με φυλακισμένους κινούνται, βηματίζουν, συνομιλούν, γελούν.

«Πάει κι αυτός. Τον φάγαμε.»

«Πόσα μένουν ακόμα, Αργύρη;»

«Δυόμισι. Βγάλε το τρίτον αναστολή ποινής, δεκατέσσερις μήνες. Κι εσύ;»

«Βλαστήμα τα! Έξι χρονάκια ακόμη. Μα θα δουλέψει εκατονταετηρίδα. Κάτι θα γίνει.»

Αλήθεια όμως, τι πένθιμο πανηγύρι αυτή η κίνηση μέσα στους διαδρόμους και τα προαύλια! Κι ακόμα, πόσα πρόσωπα γνωστά που τα είχαμε χάσει ξαφνικά –έτσι για να θυμόμαστε ότι η φυλακή είναι ένα τραγικό ενδεχόμενο–  τα ξαναβλέπουμε ν’ ακουμπούν τους αγκώνες στα πρεβάζια των παραθύρων ή να στρέφουν τα νώτα τους για να μην τους δεις.

Έχουν όμως ήδη αρχίσει να σχηματίζονται κύκλοι και παρέες. Και τι εκδημοκρατισμός! Η έννοια της δημοκρατίας είναι στην ωραιότερή της εφαρμογή. Τραπεζίτες, επιστήμονες, ανάμεικτοι με άσημους ανθρωπάκους, που μια κακή περίσταση τους έριξε μέσα στα κελιά της φυλακής. Όλοι είναι βγαλμένοι έξω στα προαύλια του κτιρίου και εννοούν να ξεχάσουν την τύχη τους, να λησμονήσουν τη θέση στην οποία βρίσκονται και να χαρούν.

Άλλοι πάλι, οι μελαγχολικότεροι, δεν είναι στους διαδρόμους. Μέσα στα κελιά τους, καθισμένοι στα κρεβάτια, διαβάζουν, γράφουν ή κοιμούνται. Και εκτός από αυτούς, υπάρχουν μερικοί, οι πιο δυστυχισμένοι αυτοί, που αν και δεν είναι καταδικασμένοι σε θάνατο, όμως κάποτε, αργά ή γρήγορα, πρόκειται να εκτελεστούν από κάποια αρρώστια που έχει χρονίως πλέον φωλιάσει μέσα τους.

Οι φυλακισμένοι διασκεδάζουν  

Στο προαύλιο, ένας κατάδικος με ένα πακέτο γεμάτο μοιράζει κουραμπιέδες στους άλλους.

«Να ‘χαμε κι ένα κονιακάκι!»

Πού τέτοια τύχη όμως! Τα ποτά είναι τελείως απαγορευμένα. Μια μικροπαρέα από φοιτητές παίζει κιθάρα και τραγουδάει. Τέσσερεις πέντε στην άλλη άκρη χορέυουν, ενώ στη μέση της αυλής μια παρέα από δέκα δεκαπέντε άτομα ακούει το γραμμόφωνο. Παίζει την πλάκα που τους ξετρελαίνει περισσότερο, γιατί έναν έναν τους περιλαμβάνει όλους. «Τον υμνούμενον, τον δοξολογούμενον. Αθηναίο γκάγκαρο, πειραιώτη μαουνιέρη, κερκυραίο κλαπαδόρο και πατρινό τι χαμπάρια μάστορη…»

«Μπράβο, άκου τα κερκυραϊκά.»

«Πάψε συ, βρε Ανδρέα από τον Βόλο και θα ακούσεις και τα δικά σου.»

Και ύστερα εν χορώ όλοι μαζί: «Τον υμνούμενον, τον δοξολογούμενον».

Ένας έχει ανέβει, εν είδει βάθρου ρητορικού, στους ώμους ενός συγκατάδικού του, για να βγάλει λόγο. Είναι ο Καζαμίας της φυλακής και πρόκειται να κάνει το προγνωστικό του νέου έτους.

«Κύριοι», κραυγάζει. «Κατά το αισίως ερχόμενο έτος, πρόκειται να λάβει χώρα μια τεράστια ανακάλυψη από τον δόκτορα Στράκε Χάουζεν. Θα είναι η ανακάλυψη αυτή ένα βήμα μεγάλο για την κατάργηση του θανάτου. Γι’ αυτό και από όλα τα κράτη θα χαρισθούν οι ποινές και θα απολυθούν όλοι οι φυλακισμένοι…»

«Ε, μα βέβαια, γιατί εμείς οι ισοβίτες, αλίμονό μας», διακόπτει κάποιος. «Θα πιαστούμε κορόιδα».

«Θα κλείσουν λοιπόν οι φυλακές. Και όχι μόνο αυτό, αλλά…»

«Ξέρετε τι λέει μια σοφή λαϊκή παροιμία; Όποιος πεινάει, καρβέλια ονειρεύεται.»

Η ώρα έχει περάσει. Το λυκόφως αρχίζει να πέφτει σιγά σιγά, πρόδρομος του σκοταδιού της νύχτας. Η καμπάνα της φυλακής χτυπά δυνατά, για να σημάνει την επιστροφή στους θαλάμους. Η αμείλικτη πραγματικότητα ξαναζητάει τα δικαιώματά της, σαν να θέλει να πει:

«Τι ματαιοπονείτε; Μέσα στα σίδερα δεν υπάρχει χαρά. Υπομονή!»

Η ατυχής ιστορία ενός Σάντα (και η ευτυχής δύο άλλων)

Ο Νίκος

Είναι 9:00. Ο ήλιος έχει γίνει πια κίτρινος σαν να φιλοξενείται σε παιδική ζωγραφιά. Προσπαθεί να ασκήσει τα καθήκοντά του. Να κυριαρχήσει στην υγρασία και το κρύο της πρωινής ατμόσφαιρας, ακουμπώντας στις κορυφές των κτιρίων της Αθήνας. Μια αιχμηρή δέσμη του διαπερνάει το λεπτό τζάμι από το παράθυρο του ισόγειου διαμερίσματος της Κυψέλης. Κυψέλη δεν λέγεται αυτή η περιοχή, γιατί είναι κάτω από την Πατησιών. Άγιος Νικόλας λέγεται άξουαλι. Όπως και να λέγεται όμως, όταν το αδιάκριτο φως φτάνει πάνω στη χιπστερική γενειάδα του, ο άνθρωπος που είναι ξαπλωμένος πάνω στο σιδερένιο κρεβάτι τεντώνει το κορμί του. Είναι η μοναδική στιγμή της ημέρας που κάποια ακτίνα ήλιου μπορεί να ξεγλιστρήσει μέσα στο διαμέρισμά του, καθώς ο ουρανός σε εκείνο το σημείο έχει το σχήμα ενός κενού που άφησε μια κακή επιλογή στο τέτρις. Αυτό είναι το σιωπηλό ξυπνητήρι του.

Ο Νίκος ανακάθεται στο κρεβάτι του, μένει λίγο σκεπτικός, υστέρα σηκώνεται, βγάζει το πάνω μέρος της πιζάμας του και πλησιάζει στο μαρμάρινο νεροχύτη της κουζίνας. Αφήνει τη βρύση να τρέξει μέχρι να φύγει η μυρωδιά ανάμεσα σε χλώριο, σιδερίλα και μούχλα, γεμίζει το ποτήρι του, ρίχνει μέσα μια ταμπλέτα βιταμίνης και μια με αναβράζον αναλγητικό. Πριν καλά καλά προλάβουν να λιώσουν, πίνει το αντιχανγκόβερ κόμπο σε μερικές γουλιές νερό, αφήνοντας τις άλιωτες ταμπλέτες να θαλασσοδέρνονται. Αυτό ήταν. Οι ασκοί του Αιόλου ανοίγουν. Τρέχει στην τουαλέτα, κι αφού ολοκληρωθούν οι εκτονώσεις μεθανιούχων αερίων μαζών, η φάση συνεχίζεται με μια καταιγίδα πρασινοκαφέ γυμνοσάλιαγκων, τη στιγμή που ο κώλος του σφίγγει από το κρύο αυτού του χριστουγεννιάτικου πρωινού. Δεν είναι  πρώτη φορά που θα πάει στη δουλειά χανγκοβεριασμένος. Όμως σιγά τη δουλειά! Τον Άι Βασίλη παριστάνει έξω από ένα μεγάλο εστιατόριο στο Μαρούσι. Το ταμείο ανεργίας θα τελειώσει τον επόμενο μήνα και –πώς να το κάνεις διάολε– κάπως πρέπει και να ζήσει.

Στον ψηλό καθρέφτη, που ακουμπάει στη μία από τις τέσσερις γωνίες του μοναδικού δωματίου, φαίνεται η αντανάκλαση της εικόνας του. Ο καθρέφτης είναι κληρονομιά του προηγούμενου ενοίκου, ενός Πολωνού, που τον εγκατέλειψε, όχι ακριβώς με τη θέλησή του, μαζί με την υπόλοιπη επίπλωση, ένα τραπεζάκι, ένα γραφείο, δυο καρέκλες κι ένα ξεχαρβαλωμένο καναπέ, καθώς έπρεπε να μεταφερθεί εσπευσμένα σε έναν παρόμοιας αισθητικής και ποιότητας χώρο στον Κορυδαλλό, εξαιτίας κάποιας έκφρασης μικροδιαφορών με ομοεθνείς του, που στη νομική γλώσσα μεταφράζεται ως βαριές σκοπούμενες σωματικές βλάβες. Ο Νίκος δεν ξέρει καν πώς λεγόταν ο Πολωνός ούτε πώς έμοιαζε. Ο Νίκος χτενίζει με τα δάχτυλά του την καστανή του γενειάδα και μετά χτενίζει με τον ίδιο τρόπο τα ξανθά τσουλούφια των μαλλιών, σε στυλ πατερούλης Ιωσήφ στα νιάτα του, πριν γίνει ηγέτης, τότε που ακόμα βάραγε χρηματαποστολές. Τα πρασινογάλαζα, ελαφρώς μελαγχολικά, μάτια του κοιτάζουν το είδωλό του, απευθύνοντας κάπως φωναχτά τον χαιρετισμό «γεια-σο-κόκλε».

Μερικές εκατοντάδες μέτρα πριν φτάσει στο σταθμό του Αγίου Νικολάου, κάπου εκεί που η Τύχης συναντάει τη Φυλής, ένα αποθρασυμένο μητροπολιτικό περιστέρι προσγειώνεται στο κεφάλι του, χτυπώντας απειλητικά –χωρίς κανένα προφανή λόγο– τα φτερά του. Για μια στιγμή τα χάνει: «Γαμώ τον Χριστουλάκο σου για Άγιο Πνεύμα», αναφωνεί, κάνοντας συγχρόνως άτσαλες κινήσεις με τα χέρια του, σαν να θέλει να διώξει ένα σμήνος από μέλισσες.

Φτάνει στο σταθμό. Ο συρμός μεταφέρει τους κάτω να δουλέψουν για τους πάνω. Του έρχεται η ιδέα πως αν οι μπουρζουάδες είχαν λίγο χιούμορ, θα προέβλεπαν για τη διαδρομή Ομόνοια-Κηφισιά να υπάρχουν γραμμές μόνο για άνοδο και να άφηναν τη σκορδοφάγο πλεμπάγια να επιστρέφει με τα πόδια μετά το σχόλασμα.

Ο Νίκος φοράει κάτι γαλότσες και κόκκινο παντελόνι, ενώ το πάνω μέρος της στολής του Σάντα δεν φαίνεται λόγω του παλτού που το καλύπτει. Από την τσέπη του δε, προεξέχει η άσπρη φούντα του ασορτί σκούφου. Την παράταιρη εικόνα αυτού το αποκρουστικού μίγματος μεταξύ Άγιου Βασίλη και πολίτη συμπληρώνει  μια τσάντα πλάτης που κουβαλάει στον δεξί ώμο. Αποκορύφωμα η καστανόξανθη γενειάδα του, αντί της ψεύτικης λευκής που θα φορέσει μόλις πιάσει δουλειά. Επόμενος σταθμός Μαρούσι. Κατεβαίνει. Από την άλλη πλευρά του σταθμού διαισθάνεται μια αναστάτωση. Ακούει κρότους. Ακούει ουρλιαχτά, ακούει απειλητικές φωνές.  

Ο Παύλος

Ο Παύλος ξυπνάει στις 5:00, προσπαθώντας να ελέγξει μια επιθετική παρόρμηση ενάντια στο ξυπνητήρι του. Ακούει από το παράθυρό του στον πρώτο όροφο ένα φορτηγό να ζορίζεται να ανέβει την ανηφόρα στους Αμπελόκηπους. Θέλει άλλες δυο ώρες για να φέξει και πρέπει να σηκωθεί για να πιάσει υπηρεσία. Τον χώσανε Χριστούγεννα, παρότι ζήτησε από τον διοικητή να πάει στο χωριό της αρραβωνιαστικιάς του να κάνουν γιορτές με τα μελλοντικά πεθερικά. Οι μυς του είναι πιασμένοι. Πονάει. Η προχθεσινή προπόνηση πήγε πολύ καλά και οι σημερινοί πόνοι το επιβεβαιώνουν. Του έρχεται η ιδέα ότι ο πόνος είναι η επιβράβευση. Να μια αρσενίκ σκέψη. Το θερμοσίφωνο έχει έτοιμο καυτό νερό αποβραδίς. Ξεγυμνώνεται εντελώς, πλένει το πρόσωπό του με ζεστό νερό, έπειτα γυρίζει το μίκτη στο κρύο και ξεπλένει το ξυραφάκι του. Δεν του παίρνει πάνω από πέντε λεπτά η διαδικασία του ξυρίσματος, καθώς την επαναλαμβάνει κάθε μέρα εκτός από τις Κυριακές, οπότε τις Δευτέρες μπορεί να του πάρει απλώς ένα λεπτάκι περισσότερο. Μπαίνει στην μπανιέρα. Διστάζει για ένα σεκόντ και έπειτα αφήνει το παγωμένο νερό να τον υδροβολήσει. Μπούζι. Τρίβει το καλοσμιλεμένο και χωρίς ίχνος τριχοφυΐας σώμα του με το σφουγγάρι και αμέσως ξεπλένεται. Το παγωμένο νερό κάνει καλό στο δέρμα, στους μυς και την καρδιά. Πλας τον αναζωογονεί.   

Ο Παύλος ξεκινάει με το αμάξι, ένα Mini Cooper S, μοντέλο του 2007, με αεροτομές, αερογραφίες και τέτοια, που αγόρασε κοψοχρονιά τον Ιούνιο σε μια δημοπρασία του ΟΔΔΥ στην Πάτρα. Λίγο πριν φτάσει στην υποδιεύθυνση ΒΑ Αττικής, κάνει μια στάση στη γνωστή αλυσίδα για καφέ. Χαιρετάει τα παιδιά. Τα παιδιά δεν χρειάζεται να δούνε το παντελόνι (το μοναδικό στοιχείο μαζί με τις αρβύλες που προδίδει την ύπαρξη στολής, αφού από πάνω φοράει το πολιτικό του μπουφάν), για να καταλάβουν ότι πρέπει κάνουν τη σχετική έκπτωση. Τον ξέρουν και ξέρουν και τις συνήθειές τους. Θα πάρει ένα φρέντο εσπρέσο μέτριο μαύρη και θα κατευθυνθεί στην τουαλέτα. Μέχρι να του τον ετοιμάσουν, εκείνος θα έχει επιστρέψει. Είναι πολύ γρήγορος σε αυτού του είδους τις βρωμοδουλειές και την αφήνει πάντα καθαρή από όσο έχουν προσέξει.  

Η μέρα, πέντε ώρες μετά από όλα αυτά, τον βρίσκει οδηγό του περιπολικού Άμεσης Δράσης έξω από τον σταθμό του ΗΣΑΠ στο Μαρούσι. Στο κάθισμα του συνοδηγού κάθεται ένας συνάδελφος, ο Αποστόλης. Ο Παύλος διαισθάνεται μια αναστάτωση. Ακούει κρότους. Ακούει ουρλιαχτά, ακούει απειλητικές φωνές. 

Ο Γιούρα

Ο Γιούρα ξυπνάει στις 8:00, μπλιατ, με ένα ελαφρύ σκούντημα της γυναίκας του και μια ψιθυριστή καλημέρα. Εκείνη έχει σηκωθεί ήδη μια ώρα πριν και του έχει ετοιμάσει το πρωινό του. Καφέ (έναν ελληνικό διπλό με ζάχαρη στη μύτη) θα του φτιάξει μόλις τον ακούσει να πηγαίνει στο μπάνιο για να μην χαλάσει το καϊμάκι, αλλά οι ψημένες φέτες του τοστ, αλειμμένες με ελαφρώς λιωμένο φρέσκο βούτυρο, τον περιμένουν από πιο νωρίς στο πιάτο. Τα μπολάκια με το μέλι και τη μαρμελάδα είναι επίσης έτοιμα. Έτσι τον αρέσει τον Γιούρα. Σαν σε ξενοδοχείο. Έξτρα τιπ για σήμερα, λόγω της ημέρας, ένα μελομακάρονο και ένας κουραμπιές.

Η γυναίκα του Γιούρα επίσης δεν θα ρωτήσει, γιατί προτιμάει να μην ξέρει, τι σκατά ακριβώς θέλει τη στολή του Άγιου Βασίλη και για ποιο λόγο της ζήτησε να την αγοράσει. Ξέρουν και οι δυο ότι τον περιμένει πλυμένη, σιδερωμένη και διπλωμένη πάνω στο κομοδίνο.

Αφού ολοκληρώσει την απαραίτητη πρωινή του φροντίδα, κατευθύνεται στην κουζίνα  ακάλτσωτος, φορώντας μόνο τις σαγιονάρες του, το σλιπ και το φανελάκι του. Παλιότερα, συνήθιζε να σχολιάζει η πεθερά του πως «αυτός ο άνθρωπος δεν κρυώνει ποτέ», μα τώρα φαίνεται το πήρε απόφαση και έχει σταματήσει να το επαναλαμβάνει κάθε φορά που τον βλέπει έτσι. Η νύφη του πάλι επιμένει ότι μοιάζει με τον Χαβιέ Μπαρδέμ.

Φιλάει την κόρη και τον γιο, που περιμένουν στην πόρτα με τα τρίγωνα στο χέρι. Τους δίνει οδηγίες για μια γερή μπάζα. Τους υπενθυμίζει σε ποια σπίτια να μην αμελήσουν να τα πούνε. Τους εξηγεί ότι δεν πρέπει να βαριούνται και να λένε τα κάλαντα μέχρι την τελευταία στροφή, ακόμα κι αν τσεπώσουν από τη μέση. Τους τονίζει την αξία της πιστής τήρησης των παραδόσεων. 

Τηλεφωνεί στον κουμπάρο του. Έλα, ναι, καλημέρα, λένε ώρα και μέρος, κλείνουν. Ο στόχος είναι εύκολος και η πληροφορία από μέσα. Ένας από τους δυο ιδιοκτήτες μεγάλου εστιατόριου στο Μαρούσι θα μεταφέρει 200.000 ευρώ πεζός, μέσα σε μια σακούλα για να μην δίνει στόχο, προκειμένου να τα τοποθετήσει σε θυρίδα τράπεζας στο Νέο Ηράκλειο. Θα κατευθυνθεί προς το σταθμό του ΗΣΑΠ στο Μαρούσι και από εκεί θα συνεχίσει με τον ηλεκτρικό. Το σχέδιο είναι απλό. Θα τον περιμένουν ντυμένοι Άγιοι Βασίληδες και μόλις πλησιάσει θα βγάλουν τα κουμπούρια, θα ρίξουν για εκφοβισμό στον αέρα, θα ουρλιάξουν, θα απειλήσουν, θα φορτώσουν τα λεφτά στη σάκα, θα μπούνε στο αμάξι και βουρ επιστροφή στο Μενίδι από την Εθνική. Στη διαδρομή θα βάλουν ραδιόφωνο. Θα ακούσουν ειδήσεις: «Σύλληψη Άγιου Βασίλη στο Μαρούσι μετά από ληστεία με πυροβολισμούς σε βάρος επιχειρηματία». Θα σηκώσουν απορημένοι τους ώμους τους.    

Αγοράστε την κούπα με την ιστορία της:

      

Τα απομνημονεύματα του διάσημου αστυνομικού φον Κολοκοτρώνη ΙΙ

Η αυτοψία για τη Χρυσάνθη | Η πρόχειρη ανάκριση | Η Μαργαρώ αρνείται να ομολογήσει την αλήθεια | Μια συνεννόηση αρκετά ενοχοποιητική | Τι καταγγέλλει ο παντοπώλης Β. Αναστασόπουλος | Η εξαφάνιση ενός μπακαλόγατου |Ο Σπύρος Γιούρος και η Μαργαρώ | Η αναγνώριση του πτώματος  

Μετά από πέντε λεπτά της ώρας, ο μεσίτης επέστρεψε, για να αναγγείλλει στον αστυνόμο φον Κολοκοτρώνη ότι η υπηρέτρια ήταν στην πόρτα, αλλά –πρόσθεσε συνάμα– η κυρία της, για να τον διευκολύνει στο έργο του, τον παρακαλούσε, εάν ήθελε, να περάσει επάνω στο σπίτι της, για να διεξάγει τις ανακρίσεις με όλη την άνεσή του.  

Δέχτηκε την πρόταση και, αφού έβαλε τους δύο φρουρούς στη σπασμένη πόρτα του υπογείου, συστήνοντάς τους να μην επιτρέψουν σε κανέναν απολύτως την είσοδο, ανέβηκε στο δεύτερο πάτωμα, ακολουθούμενος πάντοτε από τον μεσίτη.

Σιγά-σιγά, έβρισκε ότι το ενδιαφέρον τούτου του ανθρώπου ήταν πολύ μεγαλύτερο από όσο έπρεπε να είναι. Συνάμα όμως, πίστευε ότι και οι υπηρεσίες που του είχε προσφέρει, ή εκείνες που θα μπορούσε ίσως ακόμα να του προσφέρει στο έγκλημα εκείνο το οποίο κάλυπτε ο σκοτεινότερος πέπλος μυστηρίου, του ήταν πολύτιμες και απαραίτητες.

Όταν ανέβηκε στο πάνω πάτωμα, βρέθηκε ενώπιον μιας σεβαστής δεσποινίδος, μελανειμονούσας, ηλικίας εξήντα εννιά περίπου ετών, η οποία ήταν χήρα πρώην δικαστικού και εφέτη της πρωτεύουσας. Την ευχαρίστησε για την προσφορά της και δέχτηκε να καθίσει σε ένα μικρό δωμάτιο, μπροστά σε ένα στρογγυλό τραπέζι, το οποίο είχε προχείρως διασκευαστεί σε γραφείο και επί του οποίου έκαιγαν δύο λάμπες οινοπνεύματος.

Μια υπηρέτρια τοποθετούσε ακόμα επί του τραπεζιού λίγα φύλλα χαρτιά και ένα μελανοδοχείο. Τα μάτια του φον έπεσαν αμέσως πάνω σε εκείνη τη νέα. Δεν ήταν καθόλου ωραία και το καταβεβλημένο πρόσωπό της έδειχνε ότι η ηλικία της δεν ήταν τόσο μικρή όσο τον έκαναν να πιστεύει. Ήταν σφιχτοδεμένη μέσα στα φορέματά της και η φούστα της κατέβαινε μέχρι τις φτέρνες, χωρίς να φαίνεται ούτε καν ο αστράγαλός της.

Μόλις ο φον Κολοκοτρώνης εισήλθε, έριξε μια βιαστική κοφτή ματιά πάνω του και αμέσως κατέβασε τα βλέμματά της, φοβισμένη, ταραγμένη, κίτρινη… Το πράγμα αυτό του έκανε αμέσως μεγάλη εντύπωση και χωρίς να χάσει καιρό της είπε:

«Εσύ λοιπόν είσαι η Μαργαρώ;»

Εκείνη δεν απάντησε, αλλά η κυρία της, επεμβαίνουσα με ένα χαμόγελο, έσπευσε να τον διαφωτίσει:  

«Όχι, αυτή είναι η Χρυσάνθη. Είναι η μεγάλη μου υπηρέτρια. Η Μαργαρώ είναι η μικρή. Έρχεται τώρα».

Και αμέσως άρχισε να τη φωνάζει:

«Μαργαρώ! Μαργαρώ! Έλα λοιπόν γρήγορα!»

Η Μαργαρώ

Πέρασαν λίγα λεπτά αναμονής. Κατά το διάστημα αυτό, είχε την ευκαιρία να κοιτάξει καλύτερα τη Χρυσάνθη πριν ακόμη εξέλθει από το δωμάτιο. Βιαστικά-βιαστικά, διευθέτησε ακόμα μερικά πράγματα, έριξε μια δυο λοξές ματιές, χωρίς να τολμήσει να τον κοιτάξει κατά πρόσωπο και εξαφανίστηκε.

«Περίεργο», έλεγε από μέσα του, «αυτό το πρόσωπο, αυτά τα φερσίματα…»

Ξαφνικά, ακούστηκαν τα βήματα της Μαργαρώς. Αλλά η μικρή υπηρέτρια δεν εισήλθε αμέσως στο δωμάτιο. Είχε διασταυρωθεί έξω από την πόρτα με τη Χρυσάνθη και αντάλλασσε μαζί της μερικά λόγια, που έφταναν ως τα αυτιά του φον Κολοκοτρώνη σαν ψίθυροι αδιόρατοι. Κάποια υπόδειξη; Κάποια απειλή;

Δεν μπόρεσε να κρατηθεί. Πήδηξε από την έδρα στην οποία είχε καθίσει και συνέλαβε τις δυο υπηρέτριες κάτι να ψιθυρίζουν και να συνεννοούνται με νεύματα. Το πράγμα τού φάνηκε πολύ ύποπτο, μολονότι από τις ανακρίσεις της ημέρας, όπως θα φανεί πιο κάτω, δεν προέκυψε κάτι που να δικαιολογεί την υποψία του.

«Έλα μέσα», είπε στη μικρή με ύφος απότομο.

Εκείνη δεν περίμενε να τη διατάξει, διότι ήδη, με δυο πηδήματα ελαφρα και ορμητικά, πέρασε σαν άνεμος στο δωμάτιο, ανάμεσα από το σώμα του και τον παραστάτη της πόρτας. Στάθηκε μπροστά στο τραπέζι, όρθια, δίπλα στον ασκεπή μεσίτη, και ενώ ο φον Κολοκοτρώνης καθόταν, εκείνη χαμογελούσε προκλητικά, έστρεφε τα βλέμματά της προς όλα τα αντικείμενα γύρω και προς όλα τα πρόσωπα.

«Πρόσεξε καλά!» της είπε με βροντώδη φωνή, για να τη φέρει στην πραγματικότητα, να της αποκαλύψει τη σοβαρότητα της κατάστασης και να την πτοήσει όσο μπορούσε.

«Προσέχω», του απάντησε εκείνη με την ίδια δόση θρασύτητας.

«Πρόσεξε να μην μου πεις ψέματα σε ό,τι σε ρωτήσω, γιατί είσαι χαμένη! Η τιμωρία σου θα είναι πολύ βαριά.»

«Γιατί;»

«Γιατί θα πας φυλακή!»

«Και πώς; Έτσι θα πάω φυλακή;»

«Μα γι’ αυτό σου λέω να προσέχεις!»

«Λέτε! Τι θέλετε;»

«Ποιος είναι αυτός που είναι κάτω σκοτωμένος;»

«Και πού ξέρω εγώ ποιος είναι αυτός; Μην λάχει και τον είδα;»

«Δεν είναι ανάγκη να τον δεις. Εσύ τον ξέρεις.»

«Εγώ… τον ξέρω…» τραύλισε εκείνη με φόβο, ενώ απότομα ένας λυγμός έσεισε το στήθος της και κρούνοι δακρύων ανέβλυσαν από τα γαλανά μάτια της. 

Και ανάμεσα στα δάκρυα και τους λυγμούς, μασώντας τις λέξεις της, με ένα χαϊδευτικό και φρικώδη τρόπο πρόσθεσε:

«Και πώς ξέρετε, λέει, εσείς ότι πως τον ξέρω εγώ, και μου λέτε έτσι άγρια πως, λέει, εγώ τον ξέρω; Έτσι θαρρείτε εσείς πως εγώ σας λέω ψέματα, ακόμα δεν αρχίσατε, λέει, να μου μιλάτε;»   

«Καλά. Παίρνω το λόγο μου πίσω. Δεν τον ξέρεις.»

«Δεν τον ξέρω, βέβαια!»

«Έστω!»

«Αυτή είναι η αλήθεια! Πρώτη φορά απόψε που μάθαμε, λέει, πως στο υπόγειο είναι ένας σκοτωμένος!»

«Έστω! Σου είπα! Το παραδέχομαι, αλλά θα μου πεις ένα πράγμα.»

«Τι πράγμα;»

«Με ποιον νέο είχες σχέσεις;»

«Με κανέναν!»

«Με κανέναν; Απολύτως κανέναν;»

«Κανέναν!» επανέλαβε η Μαργαρώ, τρέμοντας.

Και ξαφνικά, ενώ εκείνος σιώπησε επίτηδες, η Μαργαρώ, ξεσπώντας σε νέο κύμα δακρύων και λυγμών, του είπε, κουρελιάζοντας τα λόγια μέσα στα δόντια της:

«Μα εσείς ήρθατε εδώ πέρα μόνο για να με ντροπιάσετε. Γιατί μου τα λέτε τώρα αυτά τα λόγια; Πού ξέρετε, λέει, εσείς πως εγώ έβλεπα κανένα παλικάρι ή πως μίλαγα, λέει, σε κανένα παλικάρι;»

«Κι όμως το ξέρω!» απάντησε αποφασιστικά και με επιμονή αδιάσειστη.

Η Μαργαρώ τον κοίταξε κατάπληκτη, σαν να ήθελε να διαβάσει την αλήθεια των λόγων του μέσα στο πρόσωπό του και ωχρίασε.

«Το ξέρω, λέει!» επανέλαβε στον ίδιο τόνο, τονίζοντας ιδιαιτέρως κάθε συλλαβή του. «Τόσο καλά, όσο με βλέπεις και σε βλέπω!»

Εκείνη δεν κατόρθωσε να συγκρατηθεί.

«Τι ξέρετε; Να! Κάτι σαχλοκουβέντες…»

«Μάλιστα! Αυτές τις σαχλοκουβέντες», επανέλαβε ο φον Κολοκοτρώνης επίμονα, στηρίζοντας το διαπεραστικότερο βλέμμα του στο σαστισμένο πρόσωπο της υπηρέτριας. «Με ποιον όμως;»

«Με κανέναν!»

«Πώς με κανέναν; Δεν κουβεντιάζει κανείς με κανέναν! Εκτός κι αν είσαι τρελή, και τρελή δεν είσαι!»

«Δεν είμαι βέβαια!»

«Α, τότε! Με ποιον κουβέντιαζες;»

«Με όλο τον κόσμο… Σαν σε πειράζουν στο δρόμο, δεν θ’ απαντήσεις;»

«Για να δούμε! Ποιοι σε πειράζανε;»

«Πολλοί! Μα μήπως και θυμάμαι; Δεν έδωσα ποτέ μου προσοχή σε κανέναν…»

«Σε κανέναν;»

«Όχι!»

«Και εκείνο το παλικάρι που σε είδε μια μέρα ο γείτονας απ’ εδώ;»

Η Μαργαρώ έστρεψε τα βλέμματά της προς τον Δημητρίου και σαστισμένη πρόφερε:

«Ίσως καμιά φορά πέρυσι, που ήταν εδώ ο ξάδελφός μου ο Γιαννάκος ο Ανδριώτης, ένας ξερακιανός με το μουστακάκι το μαύρο…»

«Όχι! Ένας παχουλός, νόστιμος, χωρίς μουστάκι…»

«Λάθος! Λάθος! Δεν ξέρω κανέναν τέτοιον!» αντέτεινε με πείσμα η Μαργαρώ, ενώ το πρόσωπό της από κίτρινο που ήταν έγινε κατακόκκινο.

Μια εξαφάνιση

Τη στιγμή εκείνη, ο ένας εκ των χωροφυλάκων, εγκαταλείποντας τη θέση που του είχε ορίσει ο Κολοκοτρώνης, πήγε τροχάδην να τον ειδοποιήσει ότι κάποιος άνθρωπος περίμενε κάτω, για να του ανακοινώσει μια εμπιστευτική πληροφορία σπουδαιότατη.

Διέκοψε αμέσως την ανάκριση και διέταξε τον χωροφύλακα να καθίσει στη θέση του μέχρι να επιστρέψει, χωρίς να αφήσει την υπηρέτρια να επικοινωνήσει με κανέναν ή να βγει από το δωμάτιο εκείνο.

Όταν κατέβηκε στη είσοδο, βρέθηκε ενώπιον ενός χονδροειδούς τύπου, με πλατιά μουστάκια, ο οποίος, με τα ανασκουμπωμένα μανίκια του χονδρού πουκαμίσου του και με τη λαδωμένη ποδιά που ήταν ζωσμένος, φάνηκε στον φον σαν μπακάλης.

Πράγματι, ήταν ο παντοπώλης της γειτονιάς Βασίλειος Αναστασόπουλος, ο οποίος, μόλις έμαθε τις λεπτομέρειες για το ανακαλυφθέν έγκλημα της οδού Μπουμπουλίνας, περίμενε να φύγει η πελατεία από το μαγαζί του, για να ανακοινώσει την πληροφορία του. Και η πληροφορία του ήταν πράγματι σπουδαιότατη.

«Έχω ένα καλό παραγιό στο μαγαζί μου», είπε, «που μια βδομάδα τώρα έχει γίνει άφαντος».

«Για ποιο λόγο;»

«Χωρίς λόγο, χωρίς αιτία!»

«Μήπως τον μάλωσες;»

«Όχι, ποτέ μου! Ήταν το δεξί μου χέρι και μου έκανε πολύ κόπο να με παρατήσει στη μέση. Γι’ αυτό και δεν τον μάλωνα καθόλου!»

«Τι ηλικία είχε;»

«Είκοσι δύο χρονών.»

«Χοντρός; Αδύνατος; Όμορφος;»

«Παχουλός! Δυνατός! Όλο δροσιά…»

Η αποκάλυψη αυτή έβαζε τον φον Κολοκοτρώνη στα ίχνη του μυστηρίου.

«Αν τον δεις, μπορείς να τον γνωρίσεις;»

«Βέβαια!»

«Μα είναι σε κακά χάλια!»

«Όπως να είναι, θα τον γνωρίσω. Ένα χρόνο δούλεψε μαζί μου. Φόραγε γκρίζα ρούχα, μποτίνια δικά μου, ένα πουκάμισο κίτρινο δικό μου.»

«Ε, αφού όλα ήταν δικά σου, θα τα γνωρίσεις βέβαια. Έλα μαζί μου!»

Τον πήρε μέσα στο υπόγειο και σε πέντε λεπτά είχε αναγνωρίσει το πτώμα του υπηρέτη του.

«Πώς τον έλεγαν;»

«Σπύρο! Σπύρο Γιούρο! Ήταν από κάποιο χωριό της Λάρισας.»   

Την επόμενη Τετάρτη στο red n’ noir:

Η Μαργαρώ σε αντιπαράσταση με τον παντοπώλη | Πώς περιπλέκεται η υπόθεση | Ποιος ήταν ο πραγματικός ένοχος | Όπου η Χρυσάνθη έχει παλιές σχέσεις με έναν Πειραιώτη | Το αντικλείδι του Μαλακατέ | Οι δυο υπηρέτριες βοηθιούνται | Στα ίχνη του δολοφόνου | Μια τριήμερη αγωνία     

Τα απομνημονεύματα του διάσημου αστυνομικού φον Κολοκοτρώνη Ι

Το μυστηριώδες έγκλημα της οδού Μπουμπουλίνας | Στο υπόγειο της οικείας Μαλακατέ | Ένα παραμορφωμένο πτώμα που πλέει στο αίμα | Οι υποψίες του μεσίτη Δημητρίου | Προς την ανακάλυψη του ενόχου | Εφόσον η Μαργαρώ έγινε πεταχτή υπηρέτρια | Ποια τα ελατήρια του φοβερού εγκλήματος | Δεκαεφτά μαχαιριές και χτυπήματα  

Αργά το βράδυ, μόλις σκοτείνιασε, ο φον Κολοκοτρώνης καθόταν ακόμα στο γραφείο του και ήταν ακόμα βυθισμένος στη συμπλήρωση των σημειώσεων της ημέρας στο ημερολόγιό του. Είχε ανοιγμένες τις πόρτες και τα παράθυρα, λόγω της εξαιρετικής ζέστης, όταν ξαφνικά άκουσε βιαστικά βήματα στο διάδρομο. Σήκωσε τα μάτια του και είδε στο άνοιγμα της θύρας δύο ανθρώπους. Ο ένας ήταν χωροφύλακας με το όπλο ακόμα αναρτημένο επ’ ώμου, ο άλλος ένας ανθρωπάκος του λαού, φτωχοντυμένος αλλά με ευγενική φυσιογνωμία και σαν αρκετά έξυπνος.

Χωρίς καμία διατύπωση, όρμησαν και οι δύο μέσα στο γραφείο του. Τους κοίταξε με περιέργεια, χωρίς να κινηθεί από τη θέση του και αποτεινόμενος προς τον χωροφύλακα, ο οποίος είχε σταθεί σε μακρά απόσταση με κάποιο σεβασμό, τον ρώτησε:

«Τι τρέχει;»

«Με στέλνει ο κύριος διευθυντής να…»

«Καλά! Άσε τον πρόλογο… Κατάλαβα πως σε στέλνει ο κύριος διευθυντής. Στην ουσία».

«Ο άνθρωπος αυτός…» επανέλαβε ο χωροφύλακας με δειλία.

«Καλά! Καλά!» του είπε. «Τότε εσύ δεν χρειάζεσαι. Ο άνθρωπος αυτός έχει στόμα και θα μας πει πρώτα ποιος είναι και έπειτα τι θέλει! Γρήγορα όμως».      

Ο ανθρωπάκος τον κοίταξε καλά καλά με περιέργεια και απάντησε:

«Ονομάζομαι Δημητρίου, επαγγέλλομαι τον κτηματομεσίτη και κάθομαι στην άκρη της οδού Μπουμπουλίνας».

«Ωραία!»

«Είναι δυο μέρες τώρα, που, καθώς περνώ για να φθάσω στο σπίτι μου, αισθάνομαι μια βαριά μυρουδιά να βγαίνει από το υπόγειο ενός γειτονικού μου σπιτιού. Σαν κάτι ψόφιο! Σαν…»

Σιώπησε για μια στιγμή και στύλωσε τα βλέμματά του πάνω στον φον Κολοκοτρώνη. Εκείνος τον ρώτησε ανυπομόνως:

«Σαν τι; Λέγε λοιπόν τη γνώμη σου!»

«Τι να σας πω; Δεν ξέρω τι να υποθέσω! Αλλά η μυρωδιά αυτή είναι τόσο βαριά!»

«Μόνο εσύ το αντελήφθης αυτό;»

«Ίσως να το αντελήφθησαν και άλλοι. Αλλά την ώρα που γυρίζω εγώ από το καφενέιο, δεν βλέπω άλλους».

«Και οι γειτόνοι;»

«Στο σπίτι μού είπαν ότι όλοι είναι ανάστατοι και σκοπεύουν μάλιστα να κάνουν αύριο διάβημα».

«Τι υποθέτεις εσύ;»

«Όλα τα υποθέτει κανείς, αλλά τίποτα δεν μπορεί να είναι εξακριβωμένο, εφόσον το υπόγειο για το οποίο σας μιλώ είναι ακατοίκητο και στο πρώτο πάτωμα δεν κάθεται κανείς. Μόνο στο δεύτερο πάτωμα κάθεται μια χήρα με την παράλυτη αδελφή της και δύο μικρές υπηρέτριες».

Η περιέργεια του φον Κολοκοτρώνη είχε κορυφωθεί και είχε αρχίσει να αισθάνεται την επιθυμία να διαλευκάνει μια ώρα ταχύτερα το μυστήριο εκείνο.

«Πάμε!» του είπε, κλειδώνοντας τις σημειώσεις του στο γραφείο του.

Και στρεφόμενος προς τον χωροφύλακα, που στεκόταν ακόμα κοντά στην πόρτα, του είπε:

«Εσύ έλα μαζί μας!»

Στην οδό Μπουμπουλίνας

Μετά από δέκα λεπτά της ώρας, φτάσανε στην οδό Μπουμπουλίνας και σταματήσανε μπροστά σε ένα διώροφο σπιτάκι, το οποίο έφερε τον αριθμό 44. Μια δυσοσμία βαριά κάλυπτε την ατμόσφαιρα σε ακτίνα πολλών μέτρων τριγύρω και προσέβαλε την όσφρησή τους με τρόπο αποπνικτικό. 

«Έχεις δίκιο!» ψιθύρισε ο φον Κολοκοτρώνης στον μεσίτη. «Είναι κάποιο ψοφίμι. Αλλά πρέπει να εξακριβώσουμε πρώτα καλά από πού προέρχεται η δυσοσμία».

Το ζήτημα αυτό όμως δεν τους απασχόλησε καθόλου, διότι εφόσον πλησιάσανε στα σιδηρόφρακτα παραθυράκια του υπογείου, η οσμή γινόταν πιο βαριά και πιο αφόρητη.

«Εδώ είναι!» είπε και κτύπησε δυνατά το τζάμι με το μπαστούνι του.

Το γυαλύ έσπασε και μέσα από τη μεγάλη οπή που σχηματίστηκε, η δυσοσμία άρχισε να εξέρχεται αφθονότερη. Κοίταξε αμέσως τριγύρω του, για να ανακαλύψει την είσοδο. Ο μεσίτης, έξυπνος ανθρωπάκος, παρακολούθησε το βλέμμα του φον Κολοκοτρώνη και πρόλαβε την ερώτησή του.

«Η πόρτα», του είπε, «είναι χαμηλά, από το ίδιο μέρος που είναι και η πόρτα του πρώτου πατώματος».

Χωρίς να χάσει καιρό όρμησε, ωθούμενος από τον μεσίτη, από τον χωροφύλακα και από τον σκοπό–αστυφύλακα του Πολυτεχνείου, που έτυχε να περνά από τη γωνία και τον προσκάλεσε προς ενίσχυση.

Η δυσοσμία, που είχε αρχίσει να ενοχλεί αισθητώς τα αναπνευστικά όργανα των γειτόνων, και η φασαρία, που κάνανε μέσα στη νύχτα, είχαν προσελκύσει μερικούς περίεργους στο μέρος εκείνο, οπότε όταν διέταξε δύο χωροφύλακες να παραβιάσουν την πόρτα, πεντέξι ακόμα γεροί άνδρες προθυμοποιήθηκαν να τους ενισχύσουν στο έργο τους.

Η σαθρά θύρα δεν άργησε να υποχωρήσει. Ετοιμάστηκε να περάσει πρώτος, όμως ο κτηματομεσίτης τον κράτησε από το χέρι για να του πει:

«Μια στιγμή, να προμηθευτούμε δυο κεριά!»

«Έχεις δίκιο».

Τα κεριά δεν άργησαν να φθάσουν. Τα ανάψανε και προσχωρήσανε με προφύλαξη μέσα στο υπόγειο, κρατώντας την αναπνοή τους. Ήταν ένα μικρό διαμέρισμα με τέσσερα δωμάτια. Τέσσερεις πόρτες που άνοιγαν στον ίδιο διάδρομο. Ο φον Κολοκοτρώνης δοκίμασε να ανοίξει την πρώτη. Ήταν κλειδωμένη. Η δεύτερη το ίδιο. Αλλά η τρίτη υποχώρησε μόλις την άγγιξε και τότε η δυσοσμία, αποπνικτική και αφόρητη, εξόρμησε από το δωμάτιο εκείνο της προσόψεως και πλημμύρισε ολόκληρο το σπίτι. Λάβανε ένα προφυλακτικό μέτρο και ανοίξανε διάπλατα τις πόρτες, για να μην πάθουνε ασφυξία.

Ενώπιον του πτώματος

Έπειτα, προχωρήσανε μέσα στο δωμάτιο και τότε ένα θέαμα φρικώδες αποκλύφθηκε στα μάτια τους. Ένα πτώμα κείτονταν φαρδύ πλατύ στη μέση του πατώματος, πλέοντας μέσα σε λίμνη πηχτού μαύρου αίματος. Κοντά του, μια καρέκλα ήταν ανεστραμμένη και πάνω στο κρεβάτι, στρωμένο ακόμα με τα σεντόνια του, διακρίνονταν κάποια ακαταστασία και χοντρές σταγόνες αίματος.

Τα πάντα μαρτυρούσαν ότι μέσα σε εκείνο το δωμάτιο είχε γίνει αληθινή μάχη, πραγματικός αγώνας επικράτησης, ο οποίος κατέληξε στη δολοφονία του άτυχου εκείνου νέου. Διότι το πτώμα εκείνο άνηκε αδιαμφισβητήτως σε έναν νέο είκοσι δύο με είκοσι πέντε το πολύ ετών, με σταχτιά ρούχα πολύ μεταχειρισμένα, ανάστημα μέτριο και πλατείς ώμους. Όσο για το πρόσωπο, κανείς δεν μπορούσε να καθορίσει τα χαρακτηριστικά του, καθώς αλλεπάλληλες μαχαιριές και χτυπήματα με βαρύ όργανο, σιδήρου κατά πάσα πιθανότητα, το είχε παραμορφώσει μέχρι βαθμού απίστευτου. Το ένα μάτι είχε χυθεί τελείως και τα χείλη του, με μια φρικώδη μαχαιριά, ήταν ανοιγμένα ως τον κρόταφο. Το αυτί είχε χωθεί μέσα στα συντετριμμένα οστά της παρειάς του και το κρανίο είχε μεταβληθεί σε θρύψαλα.

«Τι φρίκη!» ψιθύρισε ο μεσίτης με τρόμο, ενώ ματαίως αγωνιζόταν να συγκρατήσει τα ρίγη που συγκλόνιζαν ολόκληρο το σώμα του.

Πράγματι, το θέαμα ήταν φρικιαστικό. Αλλά ποια τάχα να ήταν η αφορμή ενός τέτοιου κακουργήματος; Ο νέος εκείνος, του οποίου το πτώμα βρισκόταν μπροστά στα μάτια τους, ήταν ένα φτωχός κακομοίρης, που δεν είχε βέβαια τίποτα για να του κλέψουν και η υπόθεση αυτή αποκλειόταν τελείως.

Ο φον επιχείρησε να ψάξει μέσα στις τσέπες του, μήπως ανακαλύψει κάποιο φάκελο ή κάποιο πιστοποιητικό από το οποίο να καταφέρει να εξακριβώσει την ταυτότητά του, αλλά εις μάτην. Ούτε ένα χαρτάκι δεν βρίσκονταν πάνω του, παρά λίγα σημειώματα στο μικρό τσεπάκι του γιλέκου του κι ένα φράγκο. Τίποτα παραπάνω.

Απελπισμένος ο φον Κολοκοτρώνης διέταξε τους άνδρες να απομακρυνθούν και όταν έφθασε στην είσοδο του κτιρίου, περιτριγυρισμένος από τους περίεργους γείτονες, ρώτησε:

«Ποιος καθόταν εδώ;»

«Κανείς!» του απάντησαν τρεις άνθρωποι με ένα στόμα. «Δυο χρόνια τώρα μένει ξενοίκιαστο κι αυτό και το πάνω».

«Δυο χρόνια!»

«Μάλιστα!»

«Και ποιανού είναι το σπίτι;»

«Του Μαλακατέ!»

Πήρε σημείωση του ονόματος, για να μην το ξεχάσει. Αλλά αίφνης, μια άλλη ιδέα πέρασε από το μυαλό του. Άραγε ο ποδόγυρος δεν έπαιξε κανένα ρόλο στο έγκλημα αυτό; Το αξίωμα «ζητήστε τη γυναίκα» είναι πολύ γνωστό και οι αστυνομικοί που κάνουν χρήση αυτού του αξιώματος δεν βγαίνουν ποτέ ζημιωμένοι.

Έπιασε τον μεσίτη από το χέρι, τον τράβηξε ιδιαιτέρως και του είπε:

«Πριν λίγο μου είπες ότι πάνω κάθεται μια χήρα κι έχει δύο υπηρέτριες».

«Μάλιστα! Δύο.»

«Μικρές; Μεγάλες;»

«Η μία μεγαλούτσικη!»

«Η άλλη;»

«Δεκαοχτώ ή δεκαεννιά χρονών. Όχι παραπάνω».

«Νόστιμη;»

«Πολύ όμορφη, μάλιστα! Ροδοκόκκινη και πεταχτούλα».

«Πεταχτούλα;»

«Δεν λέω υπερβολές».

«Πως τη λένε;»

«Νομίζω Μαργαρώ!»

«Αυτή είναι!» ψιθύρισε δυνατά χωρίς να το θέλει.

«Ποια αυτή είναι;» ρώτησε ο Δημητρίου κατάπληκτος. «Α μπα! Μην έχετε καμιά υποψία. Αυτή δεν είναι κακό κορίτσι».

«Δεν είπα κάτι τέτοιο! Ησύχασε! Μου κάνεις όμως μια χάρη;»

«Λέτε! Τι χάρη;»

«Μπορείς να μου τη φωνάξεις;»

Ο μεσίτης έσπευσε αμέσως να εκτελέσει την επιθυμία του.    

Την επόμενη Τετάρτη στο red n’ noir:

Όπου εμφανίζεται ο παντοπώλης Β. Αναστασόπουλος | Η Μαργαρώ είχε ένα μικρό αισθηματάκι | Ο Σπύρος Γιούρος και ο άγνωστος αντεραστής του | Ο Σκοτίδης και ο Σάρρος | Επί τα ίχνη του ενόχου | Μια στιχομυθία με τη σαστισμένη υπηρέτρια | Ο Μαλακατές ιδιοκτήτης και το αντικλείδι | Από την οδό Μπουμπουλίνας στο τμήμα | Τα βασανιστήρια ενός αστυνομικού | Πόσο στοιχίζει ο έρωτας του μπακαλόγατου

                         

Ο Ζητιάνος. Ψιλή κουβέντα με τον Kanello Cob

Διάβασα τον Ζητιάνο του Ανδρέα Καρκαβίτσα (1865 – 1922) με αφορμή τη διασκευή του σε κόμιξ από τον Kanellos Cob (Kανέλλος Μπίτσικας) για τις εκδόσεις Polaris. Αναζητώντας στοιχεία γύρω από το πρωτότυπο έργο και τον δημιουργό του, έμεινα εντυπωσιασμένος με την ιστορία που κρύβεται πίσω από αυτή τη νουβέλα.

Ο Καρκαβίτσας φυλακίστηκε δύο φορές. Τη δεύτερη για πολιτικούς λόγους το 1916, επειδή αντέδρασε στο κίνημα του Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη, και χρειάστηκε η προσωπική μεσολάβηση του ίδιου του Βενιζέλου για την απελευθέρωσή του. Αυτό δεν έχει τόσο σημασία. Σημασία έχει ο λόγος που ο Καρκαβίτσας κρατήθηκε πρώτη φορά για είκοσι μέρες σε στρατιωτική φυλακή. Αιτία ήταν η καταγραφή των ταξιδιωτικών του εντυπώσεων το 1890 από το χωριό Κάρβαρα της ορεινής Ναυπακτίας, τόπο καταγωγής του Τζιριτόκωστα, κεντρικού χαρακτήρα του Ζητιάνου, που δημοσίευσε σε δώδεκα συνέχειες στα χρονογραφήματα που έγραφε τότε στο περιοδικό Εστία με τίτλο «Κράβαρα – Οδοιπορικές σημειώσεις»:

«Έτσι οι άντρες λείπουν σε ταξίδι δυο και τρία χρόνια. Διασχίζουν θάλασσες, περνούν ποταμούς, ανεβαίνουν βουνά και κατεβαίνουν κοιλάδες, χτυπούν την πόρτα των μεγάρων των πλουσίων αλλά και το καλύβι των φτωχών, κοιμούνται στις πόρτες των εκκλησιών αλλά και στις πόρτες των καπηλειών. Δέχονται τη δραχμή της χήρας αλλά και το χαρτονόμισμα του πλούσιου, τις φτυσιές των παιδιών και τις κοροϊδίες του κόσμου, παλεύουν για ένα κόκκαλο με τα σκυλιά, και για τα απομεινάρια του τραπεζιού με τις γάτες, υπομένουν αγόγγυστα τις δυσκολίες που τους φέρνει η φύση αλλά και τις δυσκολίες που τους φέρνει η αστυνομία… Τίποτα πιο υπομονετικό, τίποτα πιο πεισματάρικο από αυτούς. Έκαναν σκοπό της ζωής τους να ξεγελάσουν την ανθρωπότητα όλη και το πέτυχαν. Τίποτα δεν τους εμποδίζει σε αυτό: ούτε η Φύση, ούτε οι νόμοι, ούτε οι διαφορετικές γλώσσες, ούτε τα ξένα ήθη και έθιμα, ούτε οι άνθρωποι, ούτε τα θηρία. Εμπρός, πάντα εμπρός: έτσι περνάει η ζωή τους…. χωρίς χαρά, χωρίς γέλιο, χωρίς διασκέδαση αρκεί μόνο να γεμίζει το σακούλι».

«Διότι, αφού είνε αλήθεια ότι οι άνθρωποι λαµβάνουν αισθήµατα και ιδέας αναλόγους τη φύσει εν τη οποία ζώσιν, οι Κραβαρίται δεν ήτο δυνατόν να είνε άλλως παρά ποταποί και αποτεθαρρηµένοι. Από του καλητέρου αυτών, του ζώντος µέσω πλούτου και δόξης, µέχρι του µικροτέρου, του τρεφοµένου µε κορόµηλα και αγριαπίδια, από του ανωτέρου αξιωµατικού, του φέροντος σπάθην εις την ζώνην και διατάσσοντος, µέχρι του ρυπαρού νυκτοκλέπτου πάντες έχουν την αυτήν ψυχικήν εκδήλωσιν εξ όλου των του ατόµου, είνε ορεινοί αλλ’ ορεινοί άτολµοι. Επί της αλβανικής αυτών µορφής φαίνεται η εξυπνάδα και η δολιότης, η φυσική ευχέρεια των προσωπικών µυών εις εκδήλωσιν όλων των αισθηµάτων. Το σώµα των είνε συνεσταλµένον, ωσεί αποκαµόν υπό τον φόρτον της πενίας, αι δε χείρες των µακροδάκτυλοι φαίνονται πλασµέναι διά την επαιτείαν ή την λαθροχειρίαν. Όπως δε η φυσική αύτη κατάστασις του τόπου διέπλασε τον άνθρωπον ούτω και ο άνθρωπος διέπλασε τας παραδόσεις του…»

Πέρα απ΄τη φυλάκισή του, αντιμετώπισε και μια σειρά δημόσιων διαμαρτυριών στον τύπο της εποχής, καθώς και δυο προκλήσεις σε μονομαχία από πολίτες που, έχοντας καταγωγή από το συγκεκριμένο χωριό, ένιωθαν να θίγονται από τις περιγραφές του:

«Αθήνα, 28 Ιανουαρίου, 1891

Οι Κραβαρίται –ευχαρίστως σου γράφω– εφιλοτημήθησαν να μου κάμουν μεγάλην ρεκλάμαν, που ούτε εις το όνειρο μου επερίμενα ποτέ, ούτε θα την απέκτων και αν έκαμνα εκατοντάδα διηγημάτων έξοχων. Εχολώθησαν οι άνθρωποι παρεξηγήσαντες τα όσα έγραψα εις την Εστίαν δια τον τόπο τους και άρχισαν εις τας εφημερίδας μέγαν πάταγον δια την βεβήλωσιν του οποίον έκαμα εγώ ο υβριστής. Και δεν αρκεί τούτο, αλλ’ εζήτησαν εν σώματι και πνεύματι την τιμωρίαν μου από το Υπουργείον και τούτο εν τω δικαιώματί του, μ’ ετιμώρησε με εικοσαήμερον κράτησιν, παραθέσαν όλην την περικοπήν του έργου προς δικαιολόγησιν της αποφάσεώς του. Δεν με μέλει δια την τιμωρίαν, όσο με μέλει διότι εστρέβλωσαν όλην την περικοπήν και θ’ αναγνωσθεί ούτως εστρεβλωμένη, χωρίς να βγαίνει έννοια, εις όλους τους στρατιωτικούς κύκλους του Αρχηγείου. Αλλ’ οι Κραβαρίται δεν ηρκέσθησαν έως εδώ. Μ’ έστειλαν δύο προσκλήσεις μονομαχίας μέχρι τούδε, κι εγώ διόρισα τον Ρούκην μάρτυρά μου κι είναι πιθανόν μετά την λήξιν της ποινής μου να κουμπουριασθούμε. Αλλά πάντοτε, εννοείς ρωμαίικο κουμπούριασμα. Τώρα έρχονται άλλοι με όλως αντιθέτως διαθέσεις κι εγώ ποζάρω τώρα ως μέγας συγγραφέας κι έχει ακόμα ο θεός! Τα επερίμενες συ από εμένα αυτά; Εγώ ποτέ» (Γράμμα του Καρκαβίτσα στον φίλο του και επίσης λογοτέχνη Κώστα Χατζόπουλο, 1891).

Στις 9 Απριλίου 1896, θα δημοσιεύσει τον Ζητιάνο σε 49 συνέχειες ως επιφυλλίδα στην Εστία. Στη νουβέλα αυτή, που βασίζεται κατά μεγάλο μέρος σε αυτές τις οδοιπορικές σημειώσεις, ο Καρκαβίτσας περιγράφει την άφιξη του Τζιριτόκωστα, ενός ζητιάνου και συγχρόνως διακριμένου μέλους της κοινωνίας των Κράβαρων, στον θεσσαλικό κάμπο και συγκεκριμένα στο χωριό Νυχτερέμι, καθώς και τις καταστροφές που η άφιξή του θα φέρει στις ζωές των κατοίκων του χωριού.

Το πρώτο επεισόδιο του Ζητιάνου στην επιφυλλίδα της Εστίας

Ο Ζητιάνος έχει εκδοθεί μέχρι σήμερα από τουλάχιστον δεκαοχτώ εκδοτικούς οίκους και έχει μεταφραστεί σε πέντε γλώσσες (ολλανδικά, αγγλικά, ιταλικά, γερμανικά και γαλλικά). Τον Οκτώβριο του 2019, έγινε η πρώτη διασκευή του σε κόμιξ από τον Kanellos Cob για τις εκδόσεις Polaris.

Τόσο για το πρωτότυπο έργο όσο και για τη διασκευή του, μιλήσαμε με τον Κανέλλο, συνοδεύοντας την κουβέντα μας με το «παρήγορο ποτό, των πόνων το βάλσαμο, το μακάριο λίκνισμα της ψυχής του φτωχού» σε κάποιο μπαρ της Κυψέλης.

Ο πρώτος άξονας της συζήτησής μας περιστράφηκε κυρίως γύρω από τεχνικά θέματα, όπως το λόγο που έγινε η επιλογή της συγκεκριμένης νουβέλας, τη διάρκεια που χρειάστηκε για να ολοκληρωθεί η μεταφορά και το φόβο της αναμέτρησης με το πρωτότυπο.

«Μου πρότειναν οι εκδόσεις Polaris, γιατί είχαμε ήδη δουλέψει με τον Γιώργο Γούση για τον Μπλε Κομήτη. Την είχαν έτοιμη την ιδέα για τον Ζητιάνο, ενώ εγώ τότε, τον Μάιο του 2018, ήμουν στον Καναδά σε μια δύσκολη φάση. Μου λένε Ζητιάνος, Καρκαβίτσας, το ψιλοθυμόμουνα από το σχολείο και κάπως χτύπησε φλέβα. Το κατεβάζω να το διαβάσω. Στην αρχή με ξένισε πάρα πολύ ο λόγος. Σκέψου ότι το ξεκίνησα και το άφησα τρεις φορές⸱ με δυσκόλεψε η γλώσσα για το πώς θα το μεταφέρω όλο αυτό σε σενάριο. Μετά, συνειδητοποίησα ότι αυτό που με χάνει είναι οι περιγραφές, οι οποίες τελικά έπρεπε να φύγουν όλες και να πάνε στο εικονογραφικό κομμάτι. Οι περιγραφές του Καρκαβίτσα για τη φύση είναι το μόνο γλυκό κομμάτι και αυτό βοήθησε και στην εικονογράφηση. Και όλο αυτό το κοντράστ με όλη αυτή τη σαπίλα που παρουσιάζει μέσα στην κοινωνία που εκτυλίσσεται. Έπαιξα με τη διήγηση και τους διαλόγους και έμεινα πιστός κατά 95% στο κείμενο⸱ ό,τι πρόσθεσα ήταν απλά για να βοηθήσει τη διήγηση και το ρυθμό. Δεν ήθελα να ξεφύγω καθόλου.

Δούλεψα με σύστημα. Δεν είχα ξανακάνει μεταφορά σεναρίου. Επειδή ήταν και η πρώτη μου φορά, το πήρα και πολύ πατριωτικά, οπότε είχα φτιάξει ένα μπλάκμπονρτ με ποστ ιτ, και επί δυο μήνες ανέλυα τις σκηνές, με σκοπό να φτιάξω το δικό μου εικονογραφικό κομμάτι. Είχα φτιάξει ένα πίνακα σαν τις αστυνομικές ταινίες που προσπαθούν να βρουν το μυστήριο με νήματα και βελάκια, για να συνδέσω τις καταστάσεις και να δω πώς θα γίνει. Στην αρχή, του είχα δώσει μια άλλη μορφή, είχα ξεκινήσει από το δεύτερο κεφάλαιο, για να έχει μια σειρά χρονολογική. Μετά, κατάλαβα ότι δεν υπάρχει λόγος και ήταν ωραίο όπως είχε χτιστεί το πρωτότυπο. Ο λόγος που ήθελα να κάνω εγώ το σενάριο είναι ότι τις περισσότερες φορές ένας σεναριογράφος θα σε κατευθύνει τελείως, μέχρι και στα καρέ, ακόμα και τις μοίρες που θα είναι γυρισμένο ένα πρόσωπο, κάτι που δεν σου αφήνει καμία πρωτοβουλία και γίνεσαι εκτελεστικό όργανο.

Μέτα, ήταν το εικονογραφικό κομμάτι, αυτό ήταν το μεγαλύτερο πακέτο για να γίνει.Ξεκίνησα τον Οκτώβρη και, εξαιτίας μιας σειράς δυσκολιών λόγω της επιστροφής μου στη Γαλλία, στην ουσία το ξαναέπιασα τον  Μάιο του 2019 που βρήκα σπίτι. Μηδέν διακοπές, φουλ ον εφτά στα εφτά, δωδεκάωρα, φτάσαμε τέλη Αυγούστου αρχές Σεπτέμβρη.»

Ο Τζιριτόκωστας είναι ένας αντιήρωας, ένας πραγματικός βίλεν με την ιδιότητα του ζητιάνου. Ολόκληρη τη νουβέλα τη διαπερνάει η έκφραση ενός διαταξικού μισανθρωπισμού, που αναβλύζει σχεδόν από κάθε του γραμμή. Υπάρχουν πολλές ερμηνείες για το τι αντιπροσωπεύει ο Ζητιάνος. Για παράδειγμα, μετά το θάνατο του Καρκαβίτσα, τον Νοέμβριο του 1922, ο Φώτης Πολίτης στην εφημερίδα Πολιτεία, προσπαθώντας να δώσει ένα συμβολικό περιεχόμενο, γράφει: «Ο Τζιριτόκωστας δεν είναι απλώς ένας κοινός τύπος Κραβαρίτη. Είναι ο Έλλην πολιτικός, ο Έλλην επιστήμων, ο Έλλην χρηματιστής ή έμπορος, ο ολέθριος “έξυπνος” Ρωμηός της εποχής μας». Μοιραία, η κουβέντα πηγαίνει στο τι αντιπροσωπεύει για τον Κανέλλο ο Ζητιάνος και ποιες προεκτάσεις έχει για τον ίδιο το έργο αυτό.   

Ο Φώτης Πολίτης γράφει για τον Ζητιάνο στην εφημερίδα Πολιτεία τον Νοέμβριο του 1922

«Ένα παράδειγμα. Όταν ήμουν στο τέταρτο κεφάλαιο, στο σημείο που καίνε ζωντανό τον Βαλαχά τον τελωνοφύλακα μέσα στο σπίτι του επειδή πιστεύουν ότι είναι βρικόλακας, ήταν τον Σεπτέμβρη του 2018, που έγινε αυτό που έγινε με τον Ζακ Κωστόπουλο. Και αυτόματα έγινε όλη αυτή η σύνδεση στο μυαλό μου. Μαθαίνουμε ότι υπάρχει ένα τέρας. Και δεν ρωτάμε. Σκάμε όλοι με φωτιές, για να κάψουμε το τέρας. Το ίδιο με τον Κωστόπουλο. Είναι ένας άνθρωπος εγκλωβισμένος σε ένα κοσμηματοπωλείο. Αυτόματα, γίνεται πρεζόνι και κλέφτης και τον σκοτώνουν. Και έχουμε εκατόν τριάντα χρόνια απόσταση από αυτό. Οπότε, βλέπεις ότι η συνθήκη είναι η ίδια, ακόμα και σε μια πόλη, όχι στην ύπαιθρο. Και αυτό είναι που κάνει και το κείμενο διαχρονικό.

Από κει και μετά, έχεις και άλλες συνθήκες, ρε παιδί μου, τύπου μισογυνισμός, πατριαρχία, διαφθορά (ο Βαλαχάς ο τελωνοφύλακας που φεύγει για πάει να πάρει τη μίζα για τα λαθραία), Εκκλησία, θρησκοληψία και τα συναφή, οπότε το κείμενο θεωρείται άνετα σύγχρονο, με την έννοια της κριτικής που ασκεί στην κοινωνία.

Κάποια άλλη στιγμή, το συζήταγα με την κολλητή μου και της έλεγα ότι ο Ζητιάνος συμβολίζει το κεφάλαιο, το οποίο θα πάρει οποιαδήποτε μορφή τη στιγμή που θα δει ότι υπάρχει κέρδος. Ο Ζητιάνος στην ουσία παίρνει όλες τις μορφές, για να εκμεταλλευτεί και να έχει κέρδος και εξουσία. Η κολλητή μου απαντούσε, όχι μαλάκα δεν είναι το κεφάλαιο. Ο ζητιάνος είναι ο λούμπεν τύπος, μέσα από την ιστορία του οποίου βλέπεις για ποιο λόγο έχει γίνει λούμπεν, για ποιο λόγο ο σκοπός του είναι η εκμετάλλευση, γιατί, και ψυχογραφικά, βλέπεις ότι ξεκίνησε να κάνει αυτό που έκανε, επειδή κάποτε τον εξαπάτησαν και τον ντρόπιασαν.    

Σκεπτόμενος και αναλύοντας ποια είναι η φύση του Ζητιάνου, ποιος είναι αυτός ο τύπος, τι είναι αυτός ο τύπος, κατάλαβα ότι στην ουσία είναι ένας φακός που ρίχνει φως σε όλη τη σκατίλα της ανθρώπινης υπόστασης, που λειτουργεί με τέτοιο τρόπο ώστε μπορεί να προκαλέσει την καταστροφή.

Για μένα, ο Ζητιάνος γενικότερα είναι ρισπέκτ ως περσόνα. Αυτό που επίσης μου αρέσει είναι ότι στο τέλος το κακό κερδίζει, ότι φεύγει από την εποχή του ρομαντισμού και μπαίνει στον χαρντ κορ ρεαλισμό. Στην τελευταία σελίδα του κόμιξ, που είναι τα λόγια του Καρκαβίτσα, λέει για τη φύση που δέχεται τα ερπετά και στην ουσία δεν αναγνωρίζει καλό ή κακό. Δεν υπάρχει θεία δίκη. Δεν υπάρχει θεός, είναι μόνο άνθρωποι που εκμεταλλεύονται ανθρώπους. Αυτό είναι το μήνυμα ουσιαστικά, το οποίο είναι μαύρο αλλά είναι ρεαλιστικό.»

Ο τρόπος που διδάσκεται η λογοτεχνία στο σχολείο αλλά και η αντίληψη που έχει για αυτή μια μεγάλη μερίδα όσων ασχολούνται μαζί της θυμίζουν καμιά φορά τη σχέση που έχει ο ιατροδικαστής με το αντικείμενο της δουλειάς του. Ιδίως στην κλασική λογοτεχνία, είναι εντελώς οκέι αν της φέρεται κανείς όχι σαν έναν οργανισμό που είναι ακόμα ζωντανός, αλλά σαν έναν παγωμένο σώμα που χρειάζεται μετρήσεις επιμέρους οργάνων, τοξικολογικές εξετάσεις, αναφορές και εκθέσεις. Καμιά φορά, δεν είναι σπάνιο, ακόμα χειρότερα κι από νεκροτόμο, της φέρονται όπως ο νεκροθάφτης, που μένει μόνο να πάρει τα μέτρα ενός πτώματος προκειμένου να το χωρέσει σε ένα πολυτελές, βεβαίως, φέρετρο. Με ποιον τρόπο, άραγε, αυτή η πρώτη αποστροφή για τα κλασικά αριστουργήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ριζωμένη στα παιδικά και εφηβικά χρόνια, ξεπερνιέται; Είναι μήπως η διασκευή σε κόμιξ ένας τρόπος να ζωντανέψουν τα έργα αυτά και να συνδεθούν μαζί τους νέες γενιές ανθρώπων εκατόν τριάντα χρόνια μετά;

«Γενικότερα, το κόμιξ είναι ένα μέσο διήγησης και έκφρασης, το οποίο δεν χαίρει μεγάλης εκτίμησης. Εμένα ποτέ δεν με ενδιέφερε η πιο μέινστριμ πλευρά του κόμιξ όπως την ξέρουμε. Ήμουν πάντα επικεντρωμένος στην κοινωνική διάσταση. Να διηγηθώ μια ιστορία. Από την άλλη, τα κλασικά κείμενα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, επειδή έχουν αυτό το παλιακό, δεν θα το αγγίξεις τόσο πολύ, επειδή καταρχάς τα μαθαίνεις στο σχολείο, οπότε αυτόματα δημιουργείται μια αποστροφή, και επίσης υπάρχουν συγγραφείς σύγχρονοι που πιο εύκολα θα μιλήσουν στην ψυχή του αναγνώστη. Νομίζω είναι σημαντικό να γίνονται προσεγμένες δουλειές και αυτά τα κείμενα να μεταφέρονται σε κόμιξ. Πιστεύω βοηθάει, γιατί η εικόνα πάντα διευκολύνει την ανάγνωση. Η βάση είναι εκεί, στο πρωτότυπο κείμενο, και το στοίχημα είναι να καταφέρεις να την αναδείξεις. Αν το καταφέρεις αυτό, έχεις ένα σύγχρονο μέσο που σου διηγείται κάτι παλιό. Έτσι κι αλλιώς, οι ιδέες είναι εκεί, διαχρονικές, δεν αλλάζουν.»

Τα απομνημονεύματα του διάσημου αστυνομικού φον Κολοκοτρώνη

Ο φον Κολοκοτρώνης είναι ο τέλειος αστυνομικός υπάλληλος. Άνδρας ευφυέστατος, ευρείας μόρφωσης, κάτοχος της γερμανικής και της γαλλικής γλώσσας, ο οποίος έζησε επί πολλά χρόνια στο Βερολίνο και το Παρίσι, είναι ένας τύπος ισχνού και μάλλον καχεκτικού άνδρα, που χωλαίνει ελαφρώς από το ένα πόδι, μετρίου αναστήματος, με μικρούς οφθαλμούς που στριφογυρίζουν αέναα μέσα στις κόγχες τους. Έχει ένα λεπτό μουστάκι με ελαφρύ μαυριδερό χρώμα, που δίνει στο πρόσωπό του ένα τόνο μελαγχολίας, εμβρίθειας και σκέψεως, εκ παραλλήλου προς την περιφρόνηση των κινδύνων και την εξαιρετική τόλμη.

Από τα πρώτα χρόνια της πρόσληψής του στην υπηρεσία της αστυνομίας της πρωτεύουσας, έγιναν αμέσως καταφανή τα εξαιρετικά προσόντα του και πολλές φορές τιμήθηκε από τους ανωτέρους του για τα δείγματα της άφθαστης δραστηριότητας την οποία ανέπτυξε και του ζήλου του προς το καθήκον. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, μετά από κάποια χρόνια, προήχθη στη θέση του υποδιευθυντή και αργότερα του διευθυντή της καταδίωξης Αθηνών. Απέσπασε την εμπιστοσύνη των τότε κυβερνήσεων και κατόρθωσε να σαρώσει τα κακοποιά στοιχεία της πρωτεύουσας και να τρομοκρατήσει εκείνους των οποίων δεν πέτυχε τη σύλληψη.

Η εξιχνίαση των βαλαντιοτόμων και των αλητών, των αυτοχθόνων ή παρεπιδημούντων λωποδυτών ανήκει κατά πολύ στον φον Κολοκοτρώνη. 

Όπως κανείς δεν μπορεί να υπεισδύσει στο αχανές κράτος των Τσάρων χωρίς να λάβει γνώση η τρομερή ρωσική αστυνομία, έτσι, κατ’ αναλογία, μπορεί κανείς να πει για τον φον ότι δεν είναι δυνατόν να αποβιβαστεί στον Πειραιά λωποδύτης χωρίς να τον πάρει μυρωδιά. Στέκεται με το σκύλο του στην προκυμαία, επισκοπεί τους αποβιβαζόμενους και το μεφιστοφελικό του πρόσωπο λούζεται από τις ακτίνες του αγαθού, περίεργου ή φιλόφρονα νοικοκύρη, όταν υποπτευθεί κάποιον. Του προσφέρει τσιγάρο, καφέ και τέλος τη φιλοξενία του στα αναπαυτικά υπόγεια της αστυνομίας.

Στο ενεργητικό του αναφέρονται πάνω από εκατόν πενήντα μυστηριώδεις υποθέσεις εγκλημάτων, δολοφονιών, κλοπών, διαρρήξεων, απαγωγών, τις οποίες κατόρθωσε να διαλευκάνει με κεραυνοβόλο δραστηριότητα και επιδεξιότητα καταπληκτική.

Το μικρό γραφείο του βρίσκεται στην ανατολική γωνία της αστυνομικής υποδιευθύνσεως. Στον τοίχο είναι αναρτημένοι πίνακες αφίξεων και αναχωρήσεων ατμόπλοιων, σιδηροδρόμων και μύριες άλλες ιερογλυφικές σημειώσεις, έντυπες ή χειρόγραφες, πραγματικός λαβύρινθος. Πάνω στο γραφείο του κείτεται ένα σημειωματάριο δεμένο κομψά με δέρμα μαροκινό, που τα χρυσά κεφαλαία γράμματα στο εξώφυλλό του φανερώνουν τον τίτλο του: Η Μελανή Βίβλος. Η βίβλος αυτή έχει πάχος μόλις τέσσερα δάχτυλα. Μήκος έχει τριάντα εκατοστά και πλάτος δεκαπέντε εκατοστά του πήχη.

Δεν υπάρχει στην Αθήνα μικρός ή μεγάλος που να βρίσκεται σε όχι ανθηρές σχέσεις με τον νόμο και για τον οποίον να μην υπάρχουν μερικές γραμμές στο σημειωματάριο αυτό. Υπάρχουν επίσης τα ονόματα διακοσίων πενήντα έξι ενδόξων υποκειμένων που διήλθαν από την αστυνομική περιφέρεια του φον, η επιμελής προσωπογραφία τους, ο βίος και η ιστορία τους, οι σχέσεις και οι περίεργοι δεσμοί με άλλους μεγαλώνυμους κακοποιούς, οι άθλοι τους με κάθε λεπτομέρεια, ο τρόπος της σύλληψής τους, η διεύθυνση και η τελευταία διαμονή τους. Δεν πρόκειται για ένα βιογραφικό κομπολόι αλλά για ένα ψηφιδωτό εγκληματικών συμβάντων, που κατά τα έτη 1889-1903 συγκίνησαν την πόλη των Αθηνών.

Είναι ο μόνος ίσως αστυνομικός, ο οποίος κράτησε ημερολόγιο των πεπραγμένων του εκείνη τη δεκαετία και στο οποίο αναγράφει καθημερινώς, εκτός από τις λεπτομέρειες των διαφόρων υποθέσεων, και κρίσεις ακόμα ψυχολογικές επί των εγκληματιών για τις αφορμές που ώθησαν αυτούς στις πράξεις τους.

Ο Γεώργιος φον Κολοκοτρώνης λοιπόν, ένας από τους πρώτους διάσημους αστυνομικούς τους οποίους γνώρισε το ελληνικό κράτος των τελευταίων δεκαετιών του 19ου αιώνα, πεθαίνει στην Αθήνα κατά τα τέλη του 1904.

Το red n’ noir είναι στην ευχάριστη θέση να ανακοινώσει ότι, χάρη στην εξαντλητική αρχειοδιφική του σκαπάνη, κατάφερε να εντοπίσει αποσπάσματα του συγκεκριμένου σημειωματάριου, ή αλλιώς της Μελανής Βίβλου, του φον Κολοκοτρώνη. Τις σημειώσεις αυτές ζωντανεύει ο Νέστορας Βικέλ μέσα σε μια σειρά επεισοδίων, που θα δημοσιεύονται κάθε Τετάρτη και για 15 επεισόδια στο ηλεκτρονικό μας περιοδικό.

Η Γυναίκα με το όπλο: Ψιλή κουβέντα με τον Γιώργο Σερβετά

Αστοί γκάγκστερ, όχι ακριβώς μοιραίες ερωμένες, φιλόδοξοι μικροαστοί και η γυναίκα με το όπλο διασταυρώνουν τις ζωές, τα σχέδια και τα πυρά τους. Οι συσχετισμοί δύναμης θα καθορίσουν ωμά τις συνέπειες, χωρίς καμιά λυτρωτική ανατροπή. Φόντο, ένα από τα σταυροδρόμια του διεθνούς οργανωμένου εγκλήματος. Η Κύπρος. Αρχικά, ποια είναι η σχέση σου με την Κύπρο και γιατί την επέλεξες ως τόπο που διαδραματίζεται η ιστορία;

Την Κύπρο τη γνώρισα πρώτη φορά το 2009. Η Λεμεσός είναι η πόλη όπου βρέθηκε από τα τέσσερα και μεγάλωσε η σύντροφός μου και μητέρα του παιδιού μου, οπότε έχει γίνει μια πόλη αρκετά δική μου πια. Για μερικές εβδομάδες του δύσκολου 2012, είχε γίνει και η πόλη στην οποία σχεδιάζαμε να μείνουμε, κάτι που τελικά δεν έγινε.

Στην Κύπρο, είχα τη σπάνια εμπειρία να επισκεφθώ ένα μέρος, για το οποίο δεν είχα διαβάσει κανένα βιβλίο, δεν είχα δει καμία ταινία. Συνειδητοποίησα, κατά κάποιον τρόπο, πως οι ιστορίες είναι στην πραγματικότητα η ταυτότητα ενός μέρους και μιας κοινωνίας. Μου έδινε αυτό που είχα χάσει, το στοιχείο της έκπληξης, που δεν μπορείς να έχεις σε έναν κόσμο που, όσο μεγαλώνουμε και εκτιθόμαστε στις ιστορίες, μικραίνει. Την Κύπρο την είδα πρώτη φορά χωρίς μια τέτοια διαμορφωμένη αντίληψη, μόνο με μια θετική προδιάθεση, αυτή που έχει κανείς όταν σε έναν τόπο σε συστήνει αγαπημένο πρόσωπο. Επίσης, το γεγονός ότι ερχόμουν σε επαφή με τη χώρα σε μια εποχή που η Αθήνα ήταν στην πιο σκληρή και βίαιη εποχή που την έχει ζήσει η γενιά μου, έκανε την Κύπρο και τη Λεμεσό να μου είναι πολύ ευχάριστη, να φέρει την ανάμνηση μιας ήπιας, μικροαστικής και ευημερούσας κανονικότητας.

Πέρα από αυτήν την πολύ προσωπική εντύπωση, η Κύπρος ήταν και κάτι άλλο: ένα νησί πιο κοντά στη Μ. Ανατολή παρά στην Ευρώπη, που ξυπνά αναμνήσεις ενός λεβαντίνικου κοσμοπολιτισμού που έχει πια χαθεί από την περιοχή. Επίσης, ο τρόπος που έχει αναπτυχθεί η οικονομία της έχει διαμορφώσει ένα ανθρωπογενές τοπίο ιδανικό για μια αλλοτριωμένη ηρωίδα σαν τη δική μου. Ίσως ήταν ακριβώς αυτό, η έκθεσή της στους μη τόπους των αυτοκινητόδρομων, των κυριλέ πύργων και της ανοικοδόμησης για τουρίστες, που γέννησε έναν τέτοιο χαρακτήρα στο μυαλό μου. Το μέρος το αντιλαμβανόμουν όχι ακριβώς σαν κράτος, σαν μια πολιτική οντότητα, αλλά σαν ένα λούνα παρκ για τουρίστες και για επιχειρήσεις στα χρηματοοικονομικά.

Το έγκλημα διαπερνάει κάθετα την οικονομική πυραμίδα μόνο για να συσσωρεύσει τις συνέπειές του στη βάση της. Αυτό με έναν τρόπο συμβαίνει και στη γυναικά με το όπλο. Τα αναφερόμενα σε σχέση με τη διαπλοκή εγκληματικότητας, λευκού κολάρου και οργανωμένου εγκλήματος είναι αποτέλεσμα έρευνας, προσωπικής εμπειρίας, φαντασίας ή συνδυασμού τους;

Ευτυχώς, η άμεση προσωπική μου εμπειρία με έχει κρατήσει σε πιο ασφαλή πλαίσια. Από την άλλη, οι κανόνες που διέπουν τον κόσμο μας και τα νταραβέρια είναι κοινοί, τουλάχιστον στο εύρος που έχω κινηθεί και συναντήσει εγώ, οπότε πρόκειται σε κάποιο βαθμό και για μια προσαρμογή, μεγέθυνση της κλίμακας της δικής μου εμπειρίας πάνω στις ιστορίες που σκάλισα και που συνέλεξα. Για τη φαντασία, ακολουθώ το εξής αξίωμα, δικής μου έμπνευσης: αν κάτι είναι λογικό να γίνει, εξυπηρετεί τα συμφέροντα ή τους σκοπούς κάποιου και δεν υπάρχει κάποιος ανασταλτικός παράγοντας, τότε θα γίνει, όσο βίαιο, βρώμικο ή κάφρικο και αν είναι.

Η γυναίκα με το όπλο, αλλιώς Νατάσα, εμφανίζεται να έχει μπει σε έναν κόσμο τον οποίον περιφρονεί και ο οποίος έχει σαν στόχο την εξουσία και το χρήμα. Συγχρόνως, η ίδια δείχνει να υιοθετεί τις βασικές αξίες –φυσική βία, δύναμη, χρήμα, όπλα– ενός κόσμου που συγχρόνως περιφρονεί. Με τη βεβαιότητά της ότι μπορεί να τον ξεγελάσει ή να τον κερδίσει, επιχειρεί να τον αντιμετωπίσει με αυτά τα μέσα, ώστε να έχει πρόσβαση στα πλεονεκτήματα που αυτός ο κόσμος προσφέρει. Το ότι τελικά χάνει, θεωρείς ότι οφείλεται στο ότι χρησιμοποίησε αυτά τα μέσα με κάποιου είδους ρομαντισμό και αγνοώντας κάποιους κανόνες;

Όχι, θεωρώ ότι χάνει επειδή της λείπει το ηθικό υπόβαθρο που χρειάζεται κάποιος για να επιβιώσει σε αυτόν τον κόσμο. Δεν είναι ειλικρινής, έχει μπει σε έναν κόσμο για τον οποίο το χρήμα είναι πάνω από όλα ηθική, ένα σύστημα αξιών. Η Νατάσα έχει περισσότερη λογική παρά ηθική και η υποκρισία είναι κάτι που είναι εύκολο να το μυριστεί κανείς.  Την καφρίλα, την αναλγησία δεν φτάνει να την υπηρετείς, πρέπει να την αγαπάς. Για να ανελιχθείς, πρέπει κυρίως να είσαι “ένας από αυτούς”. Η Νατάσα δεν είναι και ταυτόχρονα δεν έχει επίγνωση της θέσης της, δεν μπορεί να αρκεστεί στη θέση του γελωτοποιού του βασιλιά, που είναι ένας από τους θεμιτούς ρόλους.

Για να απαντήσω και στο πρώτο σκέλος, δεν πιστεύω ότι  οι βασικές αξίες διαφοροποιούνται στα κοινωνικά στρώματα. Ή, ακριβέστερα, μπορεί να διαφοροποιούνται, αλλά το βασικό αξιακό σύστημα, το κυρίαρχο, είναι αυτό που διαμορφώνεται από αυτούς που μπορούν να το επιβάλλουν και αυτό διαμορφώνει και το όποιο πλαίσιο της επιτυχίας.

Διαφαίνεται ότι υπάρχει μια παλιά ιστορία, η οποία δεν εξηγείται ακριβώς. Υπήρχε κάποιος λόγος που έμεινε έτσι θολό;   

Ίσως επειδή «Η γυναίκα με το όπλο» αναπτύχθηκε ως σενάριο, χρειάστηκε να προσαρμοστεί σε μια τυπική φιλμική αφήγηση δύο ωρών. Ακόμα, το ενδιαφέρον μου βρισκόταν στην επίδραση του καινούριου κόσμου της. Το παρελθόν είναι σχετικά εξερευνημένο φιλμικά, χωρίς να θέλω να πω ότι είναι τετριμμένο, απλά δεν ήταν το σημείο του ενδιαφέροντός μου. Αυτό που κράτησα από αυτό είναι το στοιχείο της ιδεολογικής χρεοκοπίας, ή απλά ήττας, κάτι που θεωρώ ότι δεν είναι άγνωστος τόπος για έναν κόσμο της γενιάς μου στην Ελλάδα.

Είμαι σε θέση να γνωρίζω αυτήν την ιστορία και με αυτήν την άνεση κάνω την ερώτηση, καθώς στην «Γυναίκα με το όπλο» υπονοούνται κάποια πράγματα σε σχέση με το παρελθόν της Νατάσας, αν και δεν αναφέρονται αρκετά καθαρά. Υπονοείται κάποια εμπλοκή κατά το παρελθόν στον ένοπλο αγώνα. Πιστεύεις πως η λογοτεχνική αποτύπωση της στράτευσης κάποιας ή κάποιου στον αγώνα, και μάλιστα στη μορφή με τις πιο αμείλικτες συνέπειες, μπορεί να μην προϋποθέτει πάντοτε ένα χαρακτήρα ανιδιοτελή; Είναι εξίσου πιθανόν να προϋποθέτει ένα χαρακτήρα τυχοδιωκτικό, στα όρια του αστού ή και του γκάγκστερ. Γιατί, με έναν τρόπο, αυτή είναι η περίπτωση της Νατάσας.  

Νομίζω ότι οι ιστορίες μάς συγκινούν ή, εν πάσει περιπτώσει, κάποιες ιστορίες μάς συγκινούν επειδή υπάρχει ένα κοινό ψυχικό υπόβαθρο, ένας κυρίαρχος ανθρωπότυπος σε μια εποχή και σε μια κοινωνία. Νομίζω ακόμα, όπως μου φαίνεται ότι είπα με άλλα λόγια πριν, ότι η κυρίαρχη ιδεολογία διαπερνά ολόκληρο τον κοινωνικό ιστό. Ότι αυτό είναι κάτι που κατασκευάζεται κυρίως από την απτή πραγματικότητα και όχι από τη βούληση των υποκειμένων. Από την άλλη, η δυνατότητα της εξέγερσης δεν προϋποθέτει, στην πραγματικότητα σχεδόν δεν σχετίζεται με την απεμπόληση του κυρίαρχου ηθικού κώδικα. Με κάποια αναλογία, τα βίαια ρεύματα αιρετικών του μεσαίωνα που δεν αρνούνταν τον χριστιανισμό δεν ήταν λίγο ακίνδυνα για την τότε άρχουσα τάξη. Πιστεύω ότι και οι εξεγερμένοι του σήμερα δεν θα είναι έξω από τα πλαίσια της επίσημης θρησκείας μας, του ατομισμού, και δεν υπάρχει κάτι ριζικά κακό σε αυτό.

Εξάρχεια. Ποια η σχέση σου με αυτά, καθώς αναφέρονται κάποιες φορές, παρότι το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας διαδραματίζεται στην Κύπρο.

Ζω εδώ. Είναι ένα μέρος με ισχυρή ταυτότητα, που, όπως όλες οι ταυτότητες, διαμορφώνεται και από τις προσδοκίες των απ’ έξω. Γινόμαστε πάντα λίγο και από αυτό που οι άλλοι περιμένουν να είμαστε.

Η Νατάσα είναι μια πολύ δυναμική προσωπικότητα με αυτοπεποίθηση τέτοια που, λόγω της υπερεκτίμησης των δυνάμεών της, καταλήγει στην καταστροφή. Γιατί επέλεξες γυναικά σε αυτό το ρόλο; Από πού προέκυψε η βασική ιδέα αυτής της ηρωίδας;

Μάλλον επειδή προτιμώ να περνώ το χρόνο μου, το χρόνο πάνω από το λάπτοπ όσο διαρκεί η συγγραφή, με μια γυναίκα στο μυαλό μου. Και ίσως και για κάτι ακόμα: νομίζω ότι στα πλαίσια μιας κοινωνίας που διαμορφώνει διακριτούς ρόλους, οι γυναίκες είναι λιγότερο εκπαιδευμένες στην υποταγή. Η κοινωνική ένταξη των ανδρών περιλαμβάνει ένα ολόκληρο πλέγμα μηχανισμών με στόχο την εμπέδωση της ιεραρχίας, από το ποδόσφαιρο μέχρι τον στρατό. Ο ρόλος της Νατάσας, στην πραγματικότητα κάθε ρόλος που με έχει ενδιαφέρει ως τώρα, έχει να κάνει με ανθρώπους οριακά μή ενταγμένους, με ανθρώπους με κάποια ελλιπή εκπαίδευση όσον αφορά την ιεραρχία, αλλεργικούς στην υποταγή.

Η πρώτη απαγωγή στη μεταπολιτευτική Αθήνα

1η Ιανουαρίου 1978

Η οικογένεια του σαραντατετράχρονου λιβανέζου επιχειρηματία Ζεΐν Μόναχ περνάει ώρες φοβερής αγωνίας στο σπίτι της, στην οδό Ζαμάνου 8 στη Γλυφάδα. Καρφωμένοι δίπλα στο τηλέφωνο, άυπνοι και ταλαιπωρημένοι, μετρούν τις ώρες. Το τελευταίο από τα έξι παιδιά της οικογένειας, ο Φαρούκ Μόναχ, ετών οχτώ, απήχθη από αγνώστους, μεταξύ των ωρών 14:00 και 17:00 της Παρασκευής 30 Δεκεμβρίου, ενώ έπαιζε αμέριμνος στον κήπο του σπιτιού του. Οι απαγωγείς ζητούν το αστρονομικό ποσό των 37 εκατομμυρίων δραχμών.

Ο πατέρας του Φαρούκ έχει υψώσει ένα αδιαπέραστο τείχος σιωπής γύρω του και εκτός από την κατάθεση που έδωσε στους αξιωματικούς της Χωροφυλακής δεν δέχεται να δει κανέναν άλλον. Βρίσκεται συνεχώς σε επαφή με τη Χωροφυλακή και την πρεσβεία του Λιβάνου, από όπου προσπαθεί να πάρει πληροφορίες για την τύχη του παιδιού του. Έξω από τη βίλα που μένει η οικογένεια του μικρού Λιβανέζου, χωροφύλακες με πολιτικά περιπολούν συνεχώς και ελέγχουν εκείνους που πλησιάζουν. Μέσα στο σπίτι άλλοι αστυνομικοί έχουν παγιδέψει το τηλέφωνο και περιμένουν και αυτοί το μήνυμα των απαγωγέων.

Από τα ανοιχτά παράθυρα του ισογείου φαίνονταν στο εσωτερικό του σπιτιού οι φιγούρες πέρα δώθε που κάπνιζαν συνέχεια. Μια συγγενής στην πόρτα της κουζίνας λέει στους δημοσιογράφους:

«Η αγωνία όλων είναι μεγάλη. Κανείς δεν ξέρει τίποτα για την τύχη του Φαρούκ. Οι γονείς του παιδιού είναι φοβερά ταραγμένοι και με δυσκολία στέκονται στα πόδια τους. Δεν θέλουν να τους ενοχλήσετε».

«Από πότε έχουν να σας τηλεφωνήσουν οι απαγωγείς;» επιμένουν στις ερωτήσεις τους οι δημοσιογράφοι.   

«Τελευταία φορά μας πήραν στις 9:00 το πρωί και επιμένουν να τους δώσουμε λύτρα για να μας φέρουν πίσω το παιδί».

«Και εσείς τι θα κάνετε;»

«Δεν ξέρω, αφήστε με, αυτό είναι δουλειά των γονέων του Φαρούκ».

Ο Φαρούκ Μόναχ εγκαταστάθηκε στο σπίτι της οδού Ζαμάνου πριν από δυο μήνες περίπου. Πρώτα έμενε σε άλλο σπίτι, πάλι στην περιοχή της Γλυφάδας. Από τους γείτονες του Μόναχ κανείς δεν ξέρει ακριβώς τι δουλειά κάνει. Οι πιο πολλοί γνωρίζουν ότι είναι έμπορος που ασχολείται με εισαγωγές και εξαγωγές. Κάποιος όμως που τον ήξερε καλύτερα μας αποκάλυψε ότι είναι μέτοχος ή ιδιοκτήτης πετρελαιοπηγών και φυσικά εκατομμυριούχος.

Ο κηπουρός της βίλας που μένει ο κύριος Μιχάλης Γαμπιράκης είναι και ο τελευταίος άνθρωπος που είδε τον οχτάχρονο Λιβανέζο Φαρούκ πριν τον απαγάγουν οι άγνωστοι:

«Ήταν γύρω στις 12:30, όταν βγήκε από το σπίτι του για να παίξει έξω. Εκείνη την ώρα βρισκόμουν στον κήπο και σκάλιζα τα λουλούδια. Για λίγο τον έχασα, αλλά φυσικά δεν έδωσα σημασία. Λίγο αργότερα επέστρεψε σπίτι του, πήρε ένα κουβαδάκι και πήγε στην ελιά που είναι έξω από την αυλή για να μαζέψει όσες έχουν πέσει κάτω. Στις 14:00 εγώ έφυγα από το σπίτι. Πέρασα από μπροστά του και τον χαιρέτησα. Εκείνος γύρισε, με είδε και χαμογέλασε. Σήμερα το πρωί που ήρθα ξανά έμαθα ότι τον απήγαγαν».

«Μήπως φεύγοντας είδατε κανένα αυτοκίνητο να περιμένει κάπου εκεί κοντά με αναμμένη μηχανή ή κάποιον που σας φάνηκε ύποπτος;»

«Όχι, δεν πρόσεξα. Βέβαια αυτοκίνητα υπήρχαν σταθμευμένα, αλλά κανένα δεν μου κίνησε υποψίες».

«Στο παρελθόν ο πατέρας του παιδιού είχε εκφράσει φόβους για την τύχη του ή πίστευε ότι απειλείται η ζωή του;»

«Δεν νομίζω. Εγώ τουλάχιστον δεν είχα ακούσει τίποτα τέτοιο».      

Από αστυνομικής πλευράς διατυπώνεται η άποψη ότι οι απαγωγείς δεν είναι Έλληνες. Την ίδια στιγμή ο παλαιστίνιος εκπρόσωπος δήλωσε από τη Βηρυτό ότι το αντάρτικο παλαιστινιακό κίνημα δεν έχει καμία σχέση με την απαγωγή του γιου πλούσιου Λιβανέζου που έγινε στην Αθήνα. Ο εκπρόσωπος πρόσθεσε: «Αποκλείεται να υπάρχει σχέση μεταξύ των παλαιστινιακών δυνάμεων και της απαγωγής».

4 Ιανουαρίου 1978

Συλλαμβάνονται στο κρησφύγετό τους στο Περιθώρι Ακράτας οι δύο από του τρεις απαγωγείς του μικρού Λιβανέζου Φαρούκ Ζεΐν Μόναχ. Πρόκειται για τον Θεόδωρο Ε. Τσαβαλιά, σαράνατα έξι χρόνων, από τα Σελινιάτικα Αγίου, υπάλληλο σούπερ μάρκετ στη Ρόδο, και τον τριανταεξάχρονο έμπορο φρούτων Αριστοτέλη Β. Κορμπίλα, συμπατριώτη του εγκέφαλου της απαγωγής. Ανακρίνονται για να αποκαλύψουν τους λόγους της απαγωγής και τους συνεργάτες τους.

Ο τρίτος δράστης, ο επιχειρηματίας Π. Εμ. Καρζής, εγκέφαλος της σπείρας, αρχηγός και οργανωτής της απαγωγής, παραμένει ακόμα ασύλληπτος. Είναι τριάντα οχτώ ετών και κατάγεται από το Παρθένι Αρκαδίας. Είναι απόφοιτος της Ανωτάτης Εμπορικής Σχολής, μέτοχος σε δύο σούπερ μάρκετ στη Ρόδο και στην Αργυρούπολη Γλυφάδας και ιδιοκτήτης πτηνοτροφείου στην Τρίπολη. Τα πραγματικά κίνητρα διερευνούνται από τις αστυνομικές αρχές, μολονότι οι δύο συλληφθέντες επιμένουν ότι ήταν η είσπραξη των λύτρων. Η σύλληψη του επιχειρηματία αρχηγού, που αναμένεται από ώρα σε ώρα, θα φωτίσει πλήρως και το ερώτημα αυτό.

Ο μικρός Φαρούκ, όπως διαπιστώθηκε, μεταφέρθηκε στο χωριό Περιθώρι, κοντά στην Ακράτα Πελοποννήσου, σε μια αγροικία που ανήκει στη μητέρα του Θεόδωρου Τσαβαλιά. Παρότι δεν είναι ακριβώς γνωστές οι κινήσεις των απαγωγέων, πιστεύεται ότι στο Περιθώρι έμειναν μόνο ο Θεόδωρος Τσαβαλιάς με τον Αριστοτέλη Κορμπίλα. Ο Παναγιώτης Καρζής επέστρεψε στην Αθήνα και άρχισε τις τηλεφωνικές επαφές με τη μητέρα του μικρού. Τηλεφώνησε αρχικά στις 16:30 και ζήτησε τον Ζεΐν Μόναχ. Του είπαν ότι κοιμάται και εκείνος δεν ανέφερε τίποτα για την απαγωγή. Το απόγευμα της Παρασκευής στις 17:20, έκανε δεύτερο τηλεφώνημα. Σε σπαστά αγγλικά είπε στη μητέρα του μικρού πως ήθελε να μιλήσει με τον σύζυγό της. Και όταν εκείνη τον ρώτησε πώς λέγεται, απάντησε: «Δεν έχω όνομα».

Στις 21:00 ο Καρζής τηλεφώνησε και πάλι και είπε στη μεγαλύτερη,  ηλικίας δεκαεφτά ετών, αδερφή τού Φαρούκ στα αγγλικά:

«Έχετε χάσει το παιδί σας. Είναι μαζί μας και είναι καλά. Είμαστε Παλαιστίνιοι και θέλουμε 1 εκατομμύριο δολάρια μετρητά. Προσέξετε. Δεν θα πείτε στην Αστυνομία τίποτα αν θέλετε να ξαναδείτε το παιδί σας ζωντανό. Θα σας ξαναπάρουμε αύριο στις 9:00 το πρωί για να κανονίσουμε τις λεπτομέρειες για την παραλαβή των χρημάτων».

Μετά από αυτό ο Ζεΐν Μόναχ κατέφυγε στη Χωροφυλακή και κατήγγειλε την απαγωγή. Στις 23:00 της Παρασκευής, ο Καρζής έκανε κι άλλο τηλεφώνημα και διαβεβαίωσε πως το παιδί ήταν καλά και ζήτησε πάλι 1 εκατομμύριο δολάρια. Το ίδιο συνέβη και στις 9:00 το πρωί του Σαββάτου. Τότε ο πατέρας τού είπε ότι δεν μπορούσε να βρει μετρητά, γιατί οι τράπεζες ήταν κλειστές και δεν θα άνοιγαν πριν από την Τρίτη. Ακολούθησαν δύο ακόμα τηλεφωνήματα στις 10.45 και στις 12.30. Σε αυτά ο Καρζής επέμεινε στην καταβολή των λύτρων, αλλά περιόρισε το ποσό από 1 εκατομμύριο σε 500 χιλιάδες ή τουλάχιστον σε εγγύηση ότι θα του έδιναν τα λεφτά την Τρίτη. Ο λιβανέζος έμπορος δέχθηκε να δώσει οποιαδήποτε εγγύηση και περίμενε να την προσδιορίσει ο άγνωστος απαγωγέας. Έτσι εξελίχθηκαν τα πράγματα μέχρι τις 14:00 το μεσημέρι του Σαββάτου, οπότε ο απαγωγέας άλλαξε στάση. Ζήτησε από τον Μόναχ να πει στη Χωροφυλακή ότι είχε μαλώσει και είχε δείρει το παιδί του κι εκείνο έφυγε και διανυκτέρευσε σε ένα φιλικό σπίτι. Ταυτόχρονα, υποσχέθηκε πως θα άφηνε το παιδί εντός της ημέρας. Ο Μόναχ δέχθηκε και περίμενε την απελευθέρωση του γιου του. Επακολούθησαν τρία ακόμα τηλεφωνήματα του Καρζή στις 18:00, στις 19:20 και στις 20:00 με παζάρια για την απομάκρυνση της Χωροφυλακής.

Στη 1:40 τη νύχτα του Σαββάτου, ο Καρζής έκανε το τελευταίο τηλεφώνημα. Πληροφόρησε τον πατέρα ότι άφηνε το παιδί του κοντά στο ζαχαροπλαστείο «Κιν Σοπ». Ο Μόναχ, συνοδευόμενος από τη Χωροφυλακή και τη σύζυγό του, έφτασε εκεί και πράγματι συνάντησε το παιδί του σώο. Παρολαυτά, οι έρευνες συνεχίστηκαν και η Χωροφυλακή κατάφερε να εντοπίσει το αυτοκίνητο της απαγωγής, ένα κοκκαλί-κίτρινο Τογιότα με αριθμό κυκλοφορίας ΡΚ 1284 και να δώσει σήμα αναζητήσεων. Το αυτοκίνητο αυτό βρέθηκε λίγες ώρες μετά εγκαταλελειμμένο στην οδό Σάμου 7, κοντά στο σταθμό Λαρίσης. Λίγο πριν, στις 22:00 το βράδυ της Δευτέρας, συνελήφθη στη Ρόδο ο πρώτος από τους απαγωγείς Αριστοτέλης Κορμπίλας και μετήχθη από αξιωματικούς της Ασφάλειας Προαστίων στη Αθήνα. Έπειτα συνελήφθη στην Τρίπολη και ο Θεόδωρος Τσαβαλιάς, ο οποίος μετήχθη αργά τη νύχτα στην Αθήνα.

Ο Κορμπίλας, ανακρινόμενος από την Ασφάλεια Προαστίων, ομολόγησε την απαγωγή και υπέδειξε το κρησφύγετο στο Περιθώρι της Ακράτας, όπου μετέφεραν τον μικρό Λιβανέζο. Η ανάκριση των δύο συλληφθέντων συνεχίστηκε, ενώ συγχρόνως αναμενόταν η σύλληψη και του Π. Καρζή, γύρω από τον οποίο ο κλοιός στένευε συνεχώς.

Από την ανάκριση προέκυψε ότι ο Π. Καρζής είχε νοικιάσει το διαμέρισμα-κρησφύγετο ήδη από τον Σεπτέμβριο, με σκοπό να διαπράξει σειρά απαγωγών. Μέσω ενός Αιγύπτιου, πληροφορήθηκε ότι ο λιβανέζος έμπορος Ζεΐν Μόναχ, με τον οποίο είχε επαγγελματική γνωριμία από τον Οκτώβριο, είναι πολύ πλούσιος και έτσι τον επέλεξε ως πρώτο θύμα του, φροντίζοντας αμέσως να μπει στον κύκλο του για να παρατηρήσει τις συνήθειές του.

Στα μέσα του Δεκεμβρίου περίπου, μίλησε στον υπάλληλό του Θεόδωρο Τσαβαλιά και τον φίλο και συμπατριώτη του Αριστοτέλη Κορμπίλα και τους έπεισε ότι μπορούσαν να κερδίσουν πολλά εκατομμύρια δραχμές. Έτσι άρχισαν να παρακολουθούν το σπίτι του λιβανέζου εμπόρου.

Για τις ανάγκες της παρακολούθησης, που κράτησε ένα περίπου μήνα και γινόταν διακριτικά και με κάθε προφύλαξη για να μην υποψιαστεί η οικογένεια ή οι περίοικοι ότι κάτι ύποπτο συμβαίνει, η σπείρα  χρησιμοποιούσε συνήθως το Τογιότα του Καρζή.

Όταν πια θεώρησαν πως είχαν προβλέψει κάθε λεπτομέρεια του εγχειρήματος, αποφάσισαν την πραγματοποίησή του στην πρώτη ευκαιρία που θα τους δινόταν. Η ευκαιρία αυτή δόθηκε το απόγευμα της περασμένης Παρασκευής, όταν ο μικρός Φαρούκ βρέθηκε να παίζει στο δρόμο στην οδό Ζαμάνου έξω από το σπίτι του.

Μόλις ολοκληρώθηκε το πρώτο μέρος της αρπαγής και ενώ οι τρεις με τον μικρό όμηρό τους κατευθύνονταν στο νοικιασμένο διαμέρισμα, ο μικρός άρχισε να διαμαρτύρεται και να φωνάζει. Αυτό έκανε του απαγωγείς να σκεφτούν ότι στο διαμέρισμα θα γινόταν αντιληπτή η παρουσία του παιδιού. Τότε ο Τσαβαλιάς πρότεινε να τον μεταφέρουν στο σπίτι της μητέρας του στο Περιθώρι Ακράτας, όπως και έγινε.

Σε κανένα από τα μέλη της σπείρας δεν πέρασε από το μυαλό η σκέψη ότι μετά την απαγωγή θα μεσολαβούσε τριήμερο και οι τράπεζες θα ήταν κλειστές, οπότε ο πλούσιος λιβανέζος έμπορος δεν θα μπορούσε να βρει το υπέρογκο ποσό του 1 εκατομμυρίου δολαρίων.

Το βράδυ της σύλληψης των δύο πρώτων δραστών, ο Λιβανέζος έμπορος Ζεΐν Μόναχ με τη σύζυγό του και τον μικρό Φαρούκ πήγαν στην Ασφάλεια Προαστίων. Εκεί οι αξιωματικοί έβαλαν τους δράστες ανάμεσα σε τέσσερις χωροφύλακες με πολιτικά και ζήτησαν από το παιδί να αναγνωρίσει τους απαγωγείς του. Ο μικρός τους αναγνώρισε αμέσως.

«Με γνωρίζατε πριν την απαγωγή;» ρώτησε ο λιβανέζος έμπορος τους απαγωγείς.

«Όχι», απάντησαν εκείνοι. «Ο Καρζής μάς μίλησε για εσάς».

«Γιατί πήρατε το παιδί μου; Τι θα το κάνατε;» ξαναρώτησε ο πατέρας.

«Σας ζητούμε συγγνώμη. Ήταν μια απερισκεψία. Τώρα το μετανιώσαμε», είπαν εκείνοι. «Δεν θα του κάναμε κακό».

5 Ιανουαρίου 1978

Μεταξύ 9:00 και 10:00 το πρωί εμφανίζεται στην Ασφάλεια Προαστίων ο εγκέφαλος της απαγωγής Π. Καρζής. Τον συνοδεύει ο δικηγόρος Τριπόλεως κύριος Ορφανόπουλος, ο οποίος και αποκαλύπτει στους έκπληκτους αστυνομικούς την ιδιότητα του πελάτη του πριν προφτάσουν να συνέλθουν και να τον αναγνωρίσουν. Αμέσως ο ταξίαρχος διοικητής της Ασφάλειας Προαστίων κ. Ι. Παπαναστασίου με τον προϊστάμενο κοινού εγκλήματος συνταγματάρχη Κύρθο Α. Χρα και τον ταγματάρχη Οδ. Κούκο τον παραλαμβάνουν και αρχίζουν να τον εξετάζουν. Έτσι αποκαλύπτεται ότι ο Καρζής κρυβόταν όλες αυτές τις μέρες σε φιλικό σπίτι στην Τρίπολη. Από εκεί παρακολουθούσε από τις εφημερίδες την πορεία των ερευνών για την ανεύρεσή του και αποφάσισε να παραδοθεί πιστεύοντας πως δεν μπορούσε να διαφεύγει επ’ άπειρον. Ειδοποίησε τότε τον γνώριμό του δικηγόρο και πήγαν στην Αθήνα να παραδοθεί. Το πρώτο ερώτημα που τέθηκε ήταν το αν παραδέχεται την πράξη του. Αβίαστα και χωρίς δισταγμό, ο Καρζής παραδέχτηκε ότι εκείνος συνέλαβε την ιδέα της απαγωγής και κατέστρωσε το σχετικό σχέδιο. Για τους συντρόφους είπε ότι εκείνος είναι υπεύθυνος και ότι τους παρέσυρε.

«Δεν με ενδιέφεραν τα λύτρα. Ήθελα να χτυπήσω τις κοινωνικές αδικίες», δήλωσε.

Υποστήριξε ότι έμαθε συμπτωματικά πως ο λιβανέζος έμπορος Ζεΐν Μόναχ είχε στην κατοχή του δισεκατομμύρια δολάρια. «Το χρυσάφι έρεε πακτωλός», είπε χαρακτηριστικά. «Η περιουσία του ήταν αμύθητη». Υποστήριξε ότι τότε συναισθάνθηκε την κοινωνική αδικία και πρόσθεσε πως του μπήκε η ιδέα να αποσπάσει από τον Λιβανέζο μερικά από τα πλούτη του. Έτσι αποφάσισε να οργανώσει την απαγωγή του μικρού γιου του, του Φαρούκ, και να ζητήσει για λύτρα 1 εκατομμύρια δολάρια, δηλαδή 37 εκατομμύρια δραχμές.

«Ήθελα να νιώσω επίσης τη συγκίνηση μιας μεγάλης περιπέτειας», συμπλήρωσε. Και μίλησε για τη συγκίνηση του καταδιωκόμενου.

«Δεν θα πείραζα το παιδί», διευκρίνισε.

Το βιβλιοπωλείο του red n’ noir προτείνει:

Περάσαμε 48 ώρες στα μεσοπολεμικά κρατητήρια του Α’ Αστυνομικού Τμήματος Αθηνών

Όλοι οι αντιπροσωπευτικοί τύποι της χειρότερης νεοελληνικής μανίας σε γενικό ραντεβού, σε δύο ευρύχωρα δωμάτια του Α’ Αστυνομικού Τμήματος. Διοργανωτής  της πρωτότυπης αυτής συγκέντρωσης  ο υπαστυνόμος ο κύριος Τσίγκρης και ο κινηματογραφικός φακός του κυρίου Γαζιάδη!

Επί 48ωρου λοιπόν θα φιλοξενηθούν στο Α’ τμήματος οι αξιότιμοι κύριοι Ψυχίτσας,  Καραμπούμης, Νικολάκιας Μαγώμης,  Πανάγος Μπουρουντούρης, ο Γιάνναρος Χαρμάνης, ο Σταύρος Μπαστεβάνης, ο Γωγός ο Μποχώρης και όλη η πολυώνυμος και πολυάριθμος παρέα των σκοτεινών δρόμων της Αθήνας. Ο τίτλος τον οποίον δίνουν στον εαυτό τους και η αστυνομία τον υιοθετεί είναι «πρεζάκηδες».

Για τα αστυνομικά όργανα είναι γνωστό που συχνάζουν και η σύλληψη τους δεν απαιτεί μεγάλο κόπο. Στην στοά Πάππου, στους αρχαίους τάφους του Κεραμικού και πίσω από την Δημαρχία. Εκεί συχνάζουν οι λαϊκοί χαρμάνηδες ή αλλιώς πρεζάκηδες. Κουβαριασμένοι επάνω στους ρόλους χάρτου στην στοά Πάππου ή ξαπλωμένοι πάνω στη λάσπη ρουφούν τα σκονάκια τους. Απολαμβάνουν την συντριπτική του οργανισμού τους ηδονή ή την ηδονή της συντριβής του εγώ και των εξωτερικών εντυπώσεων. Το βύθισμα τους σε όνειρα αλλόκοτα. Μια ευεξία τρέλας ψυχικής τους κατέχει, κάτω από την οποία εξουθενωμένη απονεκρώνεται κάθε σωματική δύναμη. Τα μάτια καίτοι ολάνοιχτα δεν βλέπουν τίποτα. Τα χείλη σουφρωμένα παραμιλούν. Τα ίδια και στον καγκελόφραχτο χώρο του αρχαίου Κεραμικού. Περισσότεροι εδώ γιατί εδώ έχουν την ευχέρεια της φευγάλας όταν αντιληφθούν την έφοδο της αστυνομίας.

-Πάει, πάει, πάει! Μια βασιλικιά! Μια μαντζουράνα. Πούντος! Πούντος! Την τύλιξα. Την τύλιξα!

Κατόπιν σαν επωδός επακολουθεί το μεράκι της στιγμής. Του ρουφήγματος της δολοφόνου σκόνης.

-Την ρούφηξα. Ααα χαπ!

Το πρόσωπο του γίνεται όλο μια σούφρα σαρκών. Βασιλικιά αποκαλείται το κόκκινο ή κίτρινο χαρτάκι που περιέχει διπλή δόση ηρωίνης ενώ μαντζουράνα εκείνη που περιέχει μονή.

Διερωτάται κανείς! Αφού η Αστυνομία γνωρίζει τα κατατόπια γιατί δεν μπορεί να συλλάβει και εκείνους που πουλούν τα καταστρεπτικά σκονάκια; Όσο μπορεί το κάνει αλλά δεν κατορθώνει πάντα να χτυπήσει τις κεφαλές του λαθρεμπορίου. Διότι η πώληση στους φτωχούς αυτούς διαβόλους της μορφίνης ή της ηρωίνης γίνεται από ομοιοπαθείς τους. Και οι ίδιοι αυτοί πωλητές προτιμούν να τους κοπεί το κεφάλι παρά να μαρτυρήσουν ποιος τους προμηθεύει τα σκονάκια προς πώληση. Διότι όπως δεν τους μέλει αν φάγουν έστω και ένα κουλούρι αρκεί να έχουν το σκονάκι τους άλλο τόσο δεν τους ενδιαφέρει αν θα φυλακιστούν. Και στα κρατητήρια όταν συλλαμβάνονται σηκώνουν τέτοια αντάρα και τέτοια φωνή ζητώντας την πρέζα τους ώστε οι ίδιοι οι αστυνομικοί αναγκάζονται να τους δώσουν για να ησυχάσουν. Αλλιώτικα γίνονται αλλόφρονες. Πηδούν, χτυπούν τα στήθη τους με τις γροθιές τους, τα κεφάλια στον τοίχο, σκούζουν και κλαίνε.

Εξήντα είναι συνολικά  οι φιλοξενούμενοι στα κρατητήρια του τμήματος. Πλειοψηφούν βέβαια μέσα στην απρόοπτο συγκέντρωση οι ρακένδυτοι και ξυπόλυτοι, οι αναμαλλιασμένοι με τα κατάμαυρα νύχια και τις σχισμένες τραγιάσκες. Είναι όμως και αρκετοί με εμφάνιση της προκοπής. Φοράνε λαιμοδέτες, κολάρα και ρούχα καθαρά. Αλλά είναι ίδια η ακαθαρσία στους κύκλους των ματιών, η ίδια κιτρινίλα στα δόντια από την ηρωίνη και την μορφίνη ίδιο και αυτό το βλέμμα. Όταν δεν τραγουδούν «θα ‘μαι, θα ‘μαι πάντοτε χαρμάνης» φωνάζουν στον διοικητή του παραρτήματος Ασφαλείας κ. Τσιγκρήν, «ή μας δίνεις πρέζα κυρ’ αστυνόμε ή κοπανάμε το κεφάλι μας στον τοίχο. Θα κόψουμε το λαρύγγι μας!».

Ο λόγος της συγκεντρώσεως δεν είναι βεβαίως θεραπευτικός. Κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατόν αφού δεν υπάρχει οργανωμένο συστηματικά δημόσιο ίδρυμα θεραπείας ναρκομανών. Ο λόγος της συγκέντρωσης είναι ένας και εκπαιδευτικός. Να κινηματογραφηθούν από τον κύριο Γαζιάδη και η ταινία να προβληθεί στην νεολαία για να  ανακοπεί η επέκταση της μανίας των ναρκωτικών.

Επί παρουσία μας ο κύριος Τσιγκρής τους ρωτάει:

-Τι προτιμάτε, φαγητό ή πρέζα;  

-Πρέζα! Πρέζα, να αγιάσουν τα χέρια σου.

Και όταν αυτή τους διανεμηθεί, όταν την στραγγίσουν τρίβοντας τις μύτες τους επάνω στα κρυσταλλικά σκονάκια γέρνουν και ξαπλώνονται χάμω. Η αποχαύνωση έρχεται γρήγορα και αρχίζει το τρελό μουρμούρισμα.

-Ναι, αγάπη μου! Ναι! Ναι! Μαντζουράνα ήταν αχαπ και μια βασιλική.

Βλέπει κανείς ανθρώπινα κορμιά πατημένα χάμω με την αποκρουστική μυρωδιά από την απλυσιά να σαλεύουν σαν σκουλήκια. Χαρακτηριστικότερος τύπος ο Ψυχίτσας. Ένα πάχος αρρωστιάρικο έχει καλύψει τον λαιμό του. Μάτια θαμπά με τα μαυράδια τους ασπρισμένα. Χρόνια στο χαρμάνι της ηρωίνης. Αφού κατασπάραξε την περιουσία του πατέρα του, αφού έγινε διαρρήκτης για να οικονομήσει για την αγορά της ηρωίνης κατέληξε να είναι μικροπωλητής της και πήρε ένα σωρό ανθρώπους στο λαιμό του. Του κόλλησε τελευταία η μανία να κυνηγάει φίδια, δουλειά που κάνει επί πληρωμή όταν τύχει. Η Ηρωίνη όπως έχει παρατηρηθεί του έχει φέρει ανοσία και δεν τον δηλητηριάζει κανένα δάγκωμα φιδιού.

-Γιατί δεν διορθώνεται μωρέ Ψυχίτσα;

Τον πιάνει το παράπονο αμέσως.

-Μα βλάπτω κανέναν; Σε παρακαλώ τον Θεό μου! Εμένα έτσι μου αρέσει, πώς να κάνω αλλιώς;

-Μωρέ ξύλο που θέλεις, του λέει ο φύλακας

Τότε, παθαίνει μετάπτωση σε κέφι. Σκάει στα γέλια για να πει,

-Βάρα εσύ ξυλιές όσες θέλεις. Δίνε μου όμως και πρέζα και τι με μέλλει.

Άλλος ενδιαφέρον τύπος ο Τουροκτούμης. Είναι νέος μόλις 30 ετών και εν τούτοις φαίνεται σαν 60αρης. Γκρίζα άτακτα γένια που καλύπτουν τα μάγουλα και η λάμψη των ματιών είναι τέλειος σβησμένη. Φοράει σχισμένα πασούμια και μία σκισμένη κουβέρτα χρησιμοποιεί στους ώμους του για κάπα.

-Πώς το έπαθες εσύ;
-Σε νοιάζει;
-Αν Θέλεις.

Απαντά αφού κλείσει τα μάτια θέλοντας να συγκεντρώσει μία ξεχασμένη ανάμνηση.

– Μου το έσκασε η Μαρίκα. Η γκιόσα μου. Αυτή πάει τώρα στο….

Γελάνε οι συνοδοί και αυτό έγινε αιτία να βάλουν όλοι τις φωνές διαμαρτυρίας.

-Τι γελάτε ρε; Τι γελάτε; Είμαστε χαρμάνηδες. Πρεζάκηδες. Και ύστερα; Δεν είμαστε θέατρο. Καταλάβατε; Τα μάτια αποκτούν ζωηρές λάμψεις, τα δόντια τρίζουν και τα πιγούνια ταράζονται. Δεν είναι τίποτα παρά μια περαστική στιγμιαία άμυνα της χαμένης αξιοπρέπειας. Έτσι και έγινε με τα δύο λεπτά. Ξανάρχισε ύστερα η φωνή της ικεσίας. Τα παρακάλια.


– Δώσε μας ψυχούλα μας κυρ-αστυνόμε την πρέζα. Λυπήσου μας. Θα μας βγει το αίμα από το κεφάλι.

Έμεινε ωστόσο αμυνόμενος ένας περιποιημένος ναρκομανής. Κρατώντας τα δυο μάγουλα του για να συγκρατήσει το τριζοβόλιμα το δοντιών του από το πάθος λέει,

-Δεν είναι για γέλια κύριε. Αυτά τα παλιόπαιδα κόλλησαν για το κέφι. Οι περισσότεροι όμως γίναμε έτσι από τραύματα που πήραμε στον πόλεμο.

-Εσύ; Γιατί είπες;

-Ενέσεις μορφίνης για να παύσουν οι πόνοι από το τραύμα και μου ήρθε το πάθος.

-Γιατί δεν πας να γιατρευτείς;

-Πως το κάνω κύριε; Πού να βρω τα λεφτά; θέλω πέντε χιλιάδες. Μαζεμένες που να τις βρω;


Και μονομιάς του κόλλησε το τούρτουρο της ηρωίνης πάλι. Έστριψαν τα σαγόνια του προς τα πάνω. Τα μάγουλα σκέβρωσαν και τα μάτια του έσβησαν. 


-Δώστε μου! Δώστε μου κυρ’ αστυνόμε, πεθαίνω.

Ο κύριος Τσιγκρής κάνει τη διανομή της πρέζας και επανέρχεται η ησυχία και η αποχαύνωση.

Ανεπίδοτη Επιστολή: Kουβέντα με τον Λεωνίδα Β.

«Ο πατέρας μου γενικά έγραφε, κυρίως λογοτεχνία και ποίηση. Η συγκεκριμένη μαρτυρία όμως έχει ενδιαφέρον και σαν ιστορία. Είναι ένα κείμενο που το είχε γράψει κάποιες εβδομάδες μετά τα γεγονότα του Νοέμβρη του 1973 και προοριζότανε για να το στείλει σε ένα φιλικό και συντροφικό του ζευγάρι που ήταν τότε στο Παρίσι, στους οποίους τελικά και αφιερώνεται αυτή η έκδοση. Για διάφορους λόγους τότε δεν το έστειλε, προφανώς εξαιτίας της λογοκρισίας, γιατί θα γινόταν έλεγχος στο ταχυδρομείο, καθώς και ο ίδιος ήταν φακελωμένος και οι άνθρωποι που ήταν στο Παρίσι. Έτσι, έμεινε στο συρτάρι, δεν τους το έστειλε, το κράτησε, και γενικά μέσα στα χρόνια, τις μέρες αυτές της επετείου, και εγώ του έλεγα αλλά και εκείνος ήθελε να το εκδώσουμε, και τελικά έμελε να βγει μετά θάνατον και να μην προλάβει να το δει τυπωμένο. Έλεγε: δεν στάλθηκε εκεί που ήταν να σταλεί, να μείνει τουλάχιστον σαν μαρτυρία.»

Σε αυτές τις λίγες φράσεις, ο Λεωνίδας Βαλασόπουλος, γιος του Γιάννη Βλάσση (Φλεβάρης 1938 —Αύγουστος 2019), συμπυκνώνει την αξία, τη σημασία και τη φόρτιση αυτής της έκδοσης που έγινε με δική του πρωτοβουλία.

Το γεγονός ότι αυτή η επιστολή δεν έφτασε στη ώρα της στους αρχικούς της παραλήπτες, ίσως κάνει την αξία της μεγαλύτερη, καθώς η επίδοσή της γίνεται τελικά με τρόπο που την μετατρέπει σε ανοιχτή επιστολή ή καλύτερα σε ένα ντοκουμέντο για εκείνο το τετραήμερο του 1973, που τόσο έχει ταλαιπωρηθεί και κατασυκοφαντηθεί.

Η έκδοση αυτή —τυχαία αλλά σίγουρα όχι από κάποια ευτυχή συγκυρία— συμπίπτει χρονικά με την έκδοση του βιβλίου του Ιάσονα Χανδρινού Όλη Νύχτα Εδώ, το οποίο είναι μια εξαντλητική συλλογή και επιμέλεια μαρτυριών ανθρώπων που πρωταγωνίστησαν στα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Αν το βιβλίο του Χανδρινού είναι μια διείσδυση στον πυρήνα των γεγονότων με ένα μεγεθυντικό φακό, η Ανεπίδοτη Επιστολή του Γιάννη Βλάσση μοιάζει περισσότερο με μια κάτοψή τους.

Σε κάθε περίπτωση, η μαρτυρία αυτή θα κινδύνευε να μείνει σε κάποιο βαθμό αφώτιστη, αν ο Λεωνίδας δεν μας μετέφερε κάποιες προφορικές περιγραφές και διευκρινίσεις που πολλαπλασιάζουν την αξία αυτού του χρονικού.   

«Φαίνεται, κατά τη γνώμη μου, ότι πολλά πράγματα δεν καταγράφονται σαφώς, αλλά υπάρχουν πράγματα που υπονοεί και πράγματα που αιωρούνται. Ήταν γραμμένο επί χούντας και με προοπτική να σταλεί κι όλας. Υπήρχε ένα στοιχείο αυτολογοκρισίας μέσα. Εμένα μου είχε αναφέρει πολλά περισσότερα γεγονότα, ειδικά σε σχέση με τις συγκρούσεις και με την καταστολή, τι εκτυλίχτηκε εκείνες τις μέρες στη Αθήνα. Στο κείμενο λείπει όλο αυτό. Η διήγηση δεν αναφέρεται καθόλου στο τι γίνεται μέσα στο Πολυτεχνείο, μόνο στο τι γίνεται έξω στους γύρω δρόμους. Υπήρχε η πρόθεση να καταγράψει τα πράγματα αλλά, για λόγους ασφάλειας, όχι εντελώς ανοιχτά.

Σαν γραπτό, πέρα από τη συναισθηματική αξία που έχει για μένα επειδή είναι πατέρας μου, κατά τη γνώμη μου, συμβάλλει στο να σπάσουν τα κλασικά στερεότυπα που ξέρουμε, ή αυτά που προσπαθεί να περάσει το καθεστωτικό αφήγημα, ως μία  κατάληψη αποκλειστικά φοιτητών, παρότι προφανώς ως τέτοια ξεκίνησε.

Περιγράφει και το κλίμα της συμπαράστασης του κόσμου έξω, όπως και κάτι ακόμα που για μένα είναι πολύ σημαντικό. Αναφέρεται στις συγκρούσεις στην πλατεία Κάνιγγος μετά την εισβολή του τανκς, κάτι που δείχνει ότι η εξέγερση δεν τέλειωσε αμέσως και ούτε ο κόσμος έσπασε αμέσως ή φοβήθηκε τόσο πολύ. Δείχνει ένα κλίμα έντασης και σύγκρουσης, ακόμα και την επόμενη μέρα.

Η αλήθεια είναι ότι έχουν βγει πολλές μαρτυρίες και διηγήσεις μέσα στα χρόνια, άλλες πιο ειλικρινείς και τίμιες, κατά τη γνώμη μου, άλλες ίσως με λίγη δόση σπέκουλας. Μέσα στα χρόνια, έχουν υπάρξει διηγήσεις, και προσωπικές αλλά και άλλες, πάνω στις οποίες χτίστηκαν καριέρες πολιτικές. Νομίζω έχει μια αξία, γιατί μιλάει σε εντελώς ανθρώπινο επίπεδο και περιγράφει πολλές φορές το φόβο που ένιωσε ο ίδιος, και που φαντάζομαι υπήρχε, περιγράφει πολύ το γεγονός ότι στους δρόμους δεν ήταν μόνο ο υπερπολιτικοποιημένος κόσμος και πώς ο ίδιος συμμετείχε με τον τρόπο του στην εξέγερση, που σίγουρα δεν ήταν κάτι που περιοριζόταν σε μια φοιτητική διαμαρτυρία, περιορισμένη στο χώρο του Πολυτεχνείου. Ακόμα και η διήγηση που κάνει για τις συγκρούσεις στο δρόμο, για το πώς η αστυνομία και ο στρατός κινήθηκαν στους δρόμους, ειδικά εκείνο το βράδυ.

Ένα άλλο που, κατά τη γνώμη μου, έχει ενδιαφέρον είναι ότι επειδή ο ίδιος ήταν εργαζόμενος του ΟΤΕ, έτσι γλίτωσε, όπως περιγράφει, κατά κάποιο τρόπο τη σύλληψη εκείνο το βράδυ, γιατί μπόρεσε και μπήκε στο κτίριο του ΟΤΕ στη Γ’ Σεπτεμβρίου. Περιγράφει την κατάσταση που επικρατούσε το βράδυ εκείνο μέσα στο κτίριο, όπου ήταν γεμάτο εσατζήδες μέχρι και στις ταράτσες και γινόταν έλεγχος ακόμα και στους ίδιους τους εργαζόμενους. Και βγαίνει και το πόσο για την ίδια τη χούντα η εξέγερση σαν γεγονός ήταν πολύ σημαντικό, κάτι βέβαια που προκύπτει από το γεγονός ότι επανέφεραν το στρατιωτικό νόμο.

Αν και ο ίδιος ήταν πολιτικοποιημένος από μικρός, αριστερός και την περίοδο εκείνη ήταν ενταγμένος στο ΚΚΕ Εσωτερικού, δείχνει ωστόσο ότι το Πολυτεχνείο ήταν κάτι πολύ ευρύ, στο οποίο συμμετείχαν άνθρωποι που κατέβηκαν στο δρόμο τρεις και τέσσερις μέρες, και εκεί επίσης είναι η αξία της αφήγησης αυτής. Στην αποκατάσταση των χιλιάδων ανώνυμων.»

Εκτότε, και κυρίως τα τελευταία χρόνια, πολλά ήταν τα αφηγήματα που προσπάθησαν να παρουσιάσουν το Πολυτεχνείο είτε με τρόπο που να μοιάζει σαν μια ανώδυνη φοιτητική γιορτή, που διακόπηκε από την ασύμμετρη απάντηση της εισβολής ενός τανκς, είτε αμφισβητώντας την ένταση και την έκταση της καταστολής, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να αμφισβητείται η ύπαρξη των δεκάδων νεκρών.

Στη μαρτυρία του Γιάννη Βλάσση αναφέρεται εμμέσως ότι από την ταράτσα του ΟΤΕ ενδεχομένως να υπήρχαν ελεύθεροι σκοπευτές. Ωστόσο, κάτι τέτοιο απλώς υπονοείται. Έτσι, μοιραία, τίθεται το ερώτημα για το αν υπήρξε κάποια προφορική μαρτυρία σχετικά με αυτό το γεγονός.

«Εγώ θυμάμαι, μέσα στα χρόνια, ότι και ο ίδιος και οι συνάδελφοί του το είχαν σαν δεδομένο πως εκείνο το βράδυ, το περιγράφει εμμέσως και προκύπτει κάπως από τη διήγηση, υπήρχαν ελεύθεροι σκοπευτές στην ταράτσα του ΟΤΕ της Γ’ Σεπτεμβρίου και στο κτίριο του υπουργείου Δικαιοσύνης, Γ’ Σεπτεμβρίου και Μάρνης, στο κτίριο που τώρα είναι το Εργατικό Κέντρο Αθηνών. Είναι πολλές οι μαρτυρίες που πιστοποιούν το γεγονός.

Υπάρχει και ένας κλασικός ακροδεξιός μύθος, που έχει ειπωθεί και από χείλη υπουργών, όπως Άδωνης και Βορίδης, ότι δεν υπήρχαν νεκροί στο Πολυτεχνείο, με την έννοια ότι δεν υπήρχαν νεκροί μέσα στο κτίριο του Πολυτεχνείου. Η αλήθεια είναι ότι η συντριπτική πλειοψηφία των καταγεγραμμένων νεκρών ήταν στους γύρω δρόμους και, όποιος το δει πιο συγκεκριμένα, κυρίως στη Γ’ Σεπτεμβρίου, την Πατησίων και σε κεντρικούς δρόμους που αντιστοιχούν σε δράση ελεύθερων σκοπευτών από αυτά τα δύο συγκεκριμένα κτίρια.

Επίσης, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι το κτίριο εκείνο του ΟΤΕ ήταν το βασικό κτίριο που είχε ο ΟΤΕ τότε στο κέντρο της Αθήνας, οπότε ήταν λογικό και για το κράτος να βάλει τις δυνάμεις του για να το υπερασπιστεί σε περίπτωση που… Ήταν ένα κτίριο που θα προφύλασσαν και θα χρησιμοποιούσαν κι όλας ως βάση παρακρατικών στοιχείων, τα οποία μέσα στην ανωνυμία θα δρούσαν στο πλευρό της αστυνομίας και του στρατού.

Ως προς αυτό το σημείο, η αφήγηση λοιπόν το αφήνει λίγο θολό, καθώς δεν λέει «ναι, με βεβαιότητα ξέραμε ότι κάποιοι πυροβολούν από την ταράτσα», αλλά λέει ότι «εγώ βρέθηκα μέσα στο κτίριο και μου είπαν οι συνάδελφοι του έβδομου ορόφου, του τελευταίου, ότι στην ταράτσα δεν μπορεί να βγει κανείς γιατί είναι κλειδωμένη απ’ έξω…»Οπότε, νομίζω, για να είναι κλειδωμένη απ’ έξω, τη στιγμή που στους γύρω δρόμους γινόταν μακελειό, καταλαβαίνουμε όλοι τι μπορεί να κάνανε αυτοί που ήταν κλειδωμένοι στην ταράτσα ενός τόσο κομβικού κτιρίου για τη χούντα.

Για μένα επίσης είναι και πολύ συγκινητικό το πώς περιγράφει ότι κόσμος αφήνει τη  δουλειά του για να πάει στο Πολυτεχνείο. Θυμάμαι να μου εξηγεί ότι, επειδή το να μην πάει κάποιος εκείνη τη μέρα στη δουλειά του ήταν μια δήλωση πολύ ξεκάθαρη, πολύς κόσμος αυτό που έκανε ήταν να πηγαίνει τις πρώτες πρωινές ώρες πριν πάει για δουλειά ή να προσπαθεί να το σκάσει για λίγη ώρα. Έχει κι αυτό τη σημασία του, αν και δεν έφτασε βέβαια σε σημείο να γίνουν απεργίες ή να φύγει μαζικά κόσμος από τη δουλειά. Αυτό τουλάχιστον ξέρω από την εμπειρία του πατέρα μου που είναι λίγο ιδιαίτερη, με την έννοα ότι ως υπηρεσία τούς είχαν σε πολύ έντονη επιτήρηση, γιατί φοβούνταν ότι κάποιος μπορούσε να χρησιμοποιήσει τις δομές του ΟΤΕ ή να κάνει σαμποτάζ, συν ότι έπρεπε οι εργαζόμενοι να διασφαλίσουν τις επικοινωνίες, κάτι που επίσης σκιαγραφεί και ένα κλίμα πολεμικό.

Πάντως, μου έχει κάνει εντύπωση ότι πιο δύσκολες ήταν οι μέρες μετά το Πολυτεχνείο, με την έννοια ότι υπήρξε ένα κλίμα φοβερής τρομοκρατίας, συλλήψεις, κηρύχτηκε πάλι στρατιωτικό νόμος, υπήρχαν δεκάδες νεκροί και αγνοούμενοι ή συλληφθέντες, που δεν ξέρανε καν που τους έχουν, και ότι είχε περάσει ένα κλίμα ότι η εξέγερση μπορεί να έφερε και αποτελέσματα αρνητικά και να ανέτρεψε την προοπτική της φιλελευθεροποίησης. Κηρύχτηκε στρατιωτικός νόμος, οι ίδιοι οι χουνταίοι ανατρέψανε τον Παπαδόπουλο και βάλανε την πτέρυγα την πιο ακραία, τον Ιωαννίδη, αλλά η ιστορία έδειξε ότι ήταν ένα γεγονός πολύ κομβικό, και θεωρώ ότι και για αυτό υπάρχει ακόμη αυτή η λύσσα είτε, από την πλευρά τη δεξιά, να το μετατρέψουν σε ένα γεγονός επιπέδου εθνικού πανηγυριού είτε, απο την πλευρά της  της πιο ακροδεξιάς αφήγησης, ως ένα γεγονός που θέλει τους κουμουνιστές και τους “αντεθνικώς σκεπτόμενους” να το μεγαλοποιούν, για να κάνουν την προπαγάνδα τους. Για αυτό είχε την  αξία του να βγουν τέτοιες μαρτυρίες, ιδίως στην εποχή μας που υπάρχει μια απόπειρα να ξαναγραφτεί η ιστορία…»