Δημήτρης Μελέτης: Η άγνωστη ιστορία ενός αναρχικού ιλλεγκαλιστή στην Αθήνα του 1980

«Δεν φοβάμαι ότι θα καταδικαστώ σαν εγκληματίας, αλλά δεν είμαι εγκληματίας.»

Πρέπει να ήταν κάπου στις αρχές του 2018, όταν ξεκίνησα να αναζητώ στοιχεία εφημερίδων και μαρτυρίες προσώπων, προκειμένου να συντάξω ένα μικρό αφιέρωμα  ‒για λογαριασμό του ελληνικoύ VICE τότε‒ σε σχέση με τη ζωή, αλλά κυρίως με τον κάπως μυστηριώδη θάνατο του Θεόδωρου Βερνάδου (ή αλλιώς του «ληστή με τις γλαδιόλες»), ο οποίος βρέθηκε κρεμασμένος στο κελί του στις φυλακές Κορυδαλλού, στις 10 Ιουλίου του 1984.

Η σύντομη αυτή έρευνά μου στάθηκε αφορμή για να γνωρίσω τον Δημήτρη Μελέτη. Ο Δημήτρης Μελέτης είχε καταδικαστεί τη δεκαετία του 1980 για τη ληστεία της Εθνικής Τράπεζας στην Αγίου Μελετίου και για απλή συνέργεια σε ανθρωποκτονία μιας και η δουλειά φαίνεται πως στράβωσε για τα καλά. Ως κρατούμενος συμμετείχε σε δυναμικούς αγώνες και εξεγέρσεις, στις οποίες πρωτοστάτησε τα δεκατρία χρόνια που έμεινε έγκλειστος, μέχρι να αποφυλακιστεί με προεδρική χάρη τον Δεκέμβριο του 1994.

Μετά από τηλεφώνημα του Γιάννη, με τον οποίο διατηρούσε επαφή λόγω της συνέντευξης που του είχε παραχωρήσει για το ντοκιμαντέρ  «Οι βροχοποιοί», μας κάλεσε στο σπίτι του (μια απομονωμένη μονοκατοικία στους Αγίους Θεοδώρους), όπου τον επισκεφτήκαμε με τον Γιάννη, καθώς και με κλιμάκιο του red n’ noir (τον Πολύκαρπο και την Εβίνα).

Μας περίμενε με  ένα πλούσιο στρωμένο τραπέζι, παρότι ο ίδιος δεν μπορούσε να φάει παραπάνω από μερικές μικρές μπουκιές. Δεν κάθισε στο τραπέζι, αλλά παρέμεινε σε ημιξαπλωμένη στάση σε έναν μικρό καναπέ δίπλα μας. Είχε ήδη από το τηλέφωνο προειδοποιήσει τον Γιάννη ότι πεθαίνει από καρκίνο στο συκώτι και πράγματι ήταν ένας άνθρωπος φανερά καταβεβλημένος από την ασθένειά του. Δυο κοντινοί του άνθρωποι δεν σταμάτησαν σε όλη τη διάρκεια της επίσκεψής μας να τον φροντίζουν, παράλληλα με τις διευθετήσεις του τραπεζώματός μας.

Η φωνή του έβγαινε συρτή, καταβάλλοντας προσπάθεια που έδειχνε να τον εξαντλεί, ωστόσο δεν σταμάτησε να μας μιλάει και να απαντάει στις ερωτήσεις μας. Μια φωνή, που όσο κι αν δυσκολευόταν να βγει, δεν μπορούσε να κρύψει μια πηγαία ευγένεια, ενώ η εκφορά του λόγου αποκάλυπτε έναν καλλιεργημένο άνθρωπο, εξοικειωμένο με τα πολιτικά πράγματα και την κινηματική επικαιρότητα, έστω και ως αντανάκλαση από την καθεστωτική ειδησεογραφία.

Φυσικά, δεν μας μίλησε μόνο για τον Βερνάρδο, ο οποίος κατά τη δική του μαρτυρία πέθανε μετά από εικονική απόπειρα αυτοκτονίας (κάτι το οποίο είχε επαναλάβει κάποιες φορές με στόχο να μεταφερθεί στο ψυχιατρείο των φυλακών Κορυδαλλού, από όπου η απόδραση θα ήταν πιο εύκολη), κατά την οποία ο συγκρατούμενος, ο οποίος είχε επιφορτιστεί να ειδοποιήσει τη σωφρονιστική υπηρεσία, τον άφησε τελικά κρεμασμένο μέχρι να ξεψυχήσει.   

Μιλήσαμε για την κατάσταση των ελληνικών φυλακών τη δεκαετία του 1980 και το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1990, τις εξεγέρσεις, αλλά και  για την υπόθεσή του.

«Ισόβια και εικοσιπέντε για ληστεία και συνέργεια σε ανθρωποκτονία. Πατησίων και Αγίου Μελετίου. Εθνική τράπεζα εκεί γωνιακή. Εμένα σπίτι με πιάσανε. Αλλά είχαν πάρει έναν κι από ό,τι φαίνεται τα είπε όλα. Συμβαίνουν κι αυτά. Αυτός που σκοτώθηκε; Ένας περίεργος τύπος της ασφάλειας του ΟΤΕ. Ακριβώς απέναντι ήταν τα γραφεία του ΟΤΕ. Και καθόταν με τον διευθυντή εκεί και βάζει το χέρι μέσα από το μπουφάν αριστερά. Αυτός δικαιολογήθηκε ότι έχει καρδιά και ο άλλος του έριξε με 45άρι. Και είναι αυτός που πιάσανε και τα είπε όλα. Και είναι αυτός που έφυγε με 18μηνο, και έφυγε Βραζιλία, και είναι ακόμα εκεί.   

6 Μαρτίου του 1981, προφυλακίστηκα. Τα πρώτα πέντε χρόνια στη Κέρκυρα. Άλλα πέντε χρόνια στην Πάτρα, έξι μήνες στη Λάρισα και πάλι πίσω Κέρκυρα. 2 Δεκεμβρίου του 1994, αποφυλακίστηκα με προεδρική χάρη. Από ό,τι κατάλαβα, δεν θέλανε ούτε αυτοί να με βλέπουνε, δεν με θέλανε στα πόδια τους γιατί τους έκανα πολλά, τους σκάλιζα συνέχεια και δεν με ήθελε καμία φυλακή· για αυτό και με έστελναν στην Κέρκυρα. Τι να έκανα, τον καλό κρατούμενο; Και στο τέλος αποφάσισαν: πετάχτε τον έξω…» 

Στο αρχείο τύπου της Βουλής

Αρκετούς μήνες μετά από εκείνη τη συνάντηση και ενώ περιηγούμουν στις εφημερίδες του αρχείου τύπου της Βουλής, εντόπισα τυχαία στη στήλη του δικαστικού ρεπορτάζ της εφημερίδας Ελευθεροτυπία, στα φύλλα της 3ης, 4ης και 5ης  Φλεβάρη του 1983, τους τίτλους «Ληστεία στο όνομα της επανάστασης» και «Γεννηθήκαμε αναρχικοί, λένε οι ληστές». Καθώς ο τίτλος μου τράβηξε την προσοχή, κατέβηκα στο υπότιτλο: «Στο εδώλιο οι τρεις ληστές της Εθνικής Αγίου Μελετίου». Το ρεπορτάζ από την πρώτη μέρα της δίκης έγραφε:

Είκοσι μήνες μετά τη ληστεία του υποκαταστήματος της Εθνικής Τράπεζας στην Αγίου Μελετίου, που είχε σαν αποτέλεσμα να χάσει την ζωή του και ένας υπάλληλος του ΟΤΕ, οι τρεις δράστες κάθονται στο σκαμνί. Είναι οι Δημήτρης Μελέτης, 31 χρόνων ηθοποιός, Γρηγόρης Δασκαλόπουλος, 23 χρονών ξυλουργός, και Γ. Φ. Παππάς, 24 χρονών εργάτης, οι οποίοι στις 3 Μαρτίου του 1981 πήραν από την Εθνική 280.000 δραχμές και σκότωσαν ‒ο Δασκαλόπουλος‒ τον Αθ. Κολιγλιάτη.

Από τους τρεις ληστές, στο ειδώλιο κάθονται οι δύο. Ο Γρ. Δασκαλόπουλος νοσηλεύεται σύμφωνα με πιστοποιητικό του νοσοκομείου μετά από εγχείρηση σκωληκοειδίτιδας, αλλά δικάζεται σαν να είναι παρών.

Και οι τρεις έχουν συμπληρώσει το ανώτατο όριο προφυλάκισης 18 μήνες με αποτέλεσμα να είναι ελεύθεροι οι Γ. Παππάς και Γρ. Δασκαλόπουλος. Ο Μελέτης κρατείται για να εκτίσει άλλη ποινή.

Η ώρα ήταν δύο παρά δέκα το μεσημέρι, όταν οι δύο από τους ληστές με τα πιστόλια στα χέρια εισέβαλαν στην τράπεζα, ενώ ο ένας φώναζε:« Εν ονόματι της λαϊκής επανάστασης, ακίνητοι, γίνεται ληστεία, να μην τραβήξει κάνεις το συναγερμό, πέστε όλοι κάτω».

Ο Μελέτης, που είχε σκεπάσει το πρόσωπό του με ένα κόκκινο πανί, κατευθύνθηκε στο ταμείο. Πλησίασε τον ταμία Ν. Ψηλό από πίσω, του πέταξε ένα σακ βουαγιάζ και του είπε: «Βάλε όσα χρήματα έχεις». Ο ταμίας τού γέμισε την τσάντα με 280.000 δραχμές και του την έδωσε. Στο μεταξύ, ο δεύτερος ληστής Γ. Δασκαλόπουλος, που με το όπλο στο χέρι πρόσεχε τους πελάτες και τους υπαλλήλους της τράπεζας, πυροβόλησε τον Αθ. Κολιγλιάτη επειδή τον νόμισε για αστυνομικό.

Μετά από αυτό, πήραν την τσάντα και έφυγαν τρέχοντας. Μπήκαν σε πολυκατοικία όπου τους περίμενε ο τρίτος της παρέας Γ. Παππάς. Όπως είχαν από πριν συμφωνήσει, του έδωσαν την τσάντα με τα χρήματα και τα όπλα και ο Παππάς τα μετέφερε στους Αγίους Θεοδώρους.

Λίγο αργότερα, ο Δασκαλόπουλος βγήκε από την πολυκατοικία, αλλά τον αναγνώρισαν οι αναστατωμένοι από τη ληστεία ιδιώτες, τον κυνήγησαν και τελικά τον έπιασε ο Γ. Τζεβελάκος, που έχει κατάστημα στη Φωκίωνος Νέγρη. Μια ώρα μετά, πιάστηκε από τους αστυνομικούς και ο Μελέτης. Την επόμενη μέρα, πιάστηκε και ο Παππάς στους Αγίους Θεοδώρους, όπου και βρεθήκαν οι 280.000 δραχμές καθώς και ένα περίστροφο και ένα 45άρι.

Η μοιραία σφαίρα που έριξε ο Δασκαλόπουλος με το 45άρι στον Κολιγλιάτη τού προκάλεσε ρήξη πνεύμονα, σπλήνας, στομαχιού και συκωτιού και τρεις μήνες αργότερα, στις 17 Ιουνίου του 1981, πέθανε. Το θύμα ήταν υπάλληλος του ΟΤΕ και είχε μπει στην τράπεζα για συναλλαγή του, πέντε λεπτά πριν από τη ληστεία που του στοίχισε τη ζωή.

Χτες στο δικαστήριο κατέθεσαν αυτόπτες μάρτυρες της ληστείας σαν μάρτυρες κατηγορίας.

Ο Ρ. Δ. Σκορδύλης, τότε υποδιευθυντής του υποκαταστήματος της Εθνικής Τράπεζας, είπε: «Οι δύο ληστές συμπεριφέρθηκαν με τρόπο σκληρό και απάνθρωπο. Ήθελαν να δημιουργήσουν κλίμα τρομοκρατίας. Αρκετοί λιποθύμησαν. Το θύμα φώναξε: “Η καρδιά μου η καρδιά μου, πεθαίνω, μη με σκοτώσετε”, και έβαλε το χέρι του στην καρδιά. Τότε ο Μελέτης του φώναξε: “Να πεθάνεις, λες ψέματα, είσαι αστυνομικός”. Εκείνη τη στιγμή ο Δασκαλόπουλος τον πυροβόλησε».

Ο προϊστάμενος του λογιστηρίου της Τράπεζας Β. Γ. Σταμπολίτης κατέθεσε: «Τον Καλιγλιάτη τον πυροβόλησαν εν ψυχρώ. Το συμπεραίνω από το σχέδιο που είχαν –ληστεία, δημιουργία κλίματος τρομοκρατίας, παράκαμψη οποιουδήποτε εμποδίου. Ο Δασκαλόπουλος τον πέρασε για αστυνομικό. Νόμιζε ότι κάτι θα έβγαζε το χέρι στην καρδιά του το θύμα. Ο Μελέτης φεύγοντας είπε στον τραυματισμένο: “Λες ψέματα είσαι αστυνομικός”».

Ο εισαγγελέας κ. Χατζής ρώτησε τον μάρτυρα, αν γνώριζαν οι κατηγορούμενοι ότι ολόκληρη η τράπεζα δεν εφρουρείτο. Ο μάρτυρας κ. Σταμπολίτης απάντησε ότι, κατά τη γνώμη του, αν κατά την εξέταση του χώρου που έκαναν πριν μπουν έβλεπαν αστυνομικούς με στολή, θα ματαίωναν ή τουλάχιστον θα ανέβαλαν την επιχείρηση.

Τέλος, ο τότε ταμίας της Τράπεζας Ν. Ψηλός είπε: «Ο Μελέτης ήρθε από πίσω μου και με την απειλή του όπλου του με διέταξε να του δώσω όσα χρήματα είχα. Του έβαλα σε μια τσάντα 280.000 δραχμές. Μετά τράβηξα το συναγερμό χωρίς να με δει, και τότε άκουσα τον πυροβολισμό. Την ώρα που έφευγαν οι δυο ληστές, ο Δασκαλόπουλος έσκυψε και πήρε τον κάλυκα».

Η δίκη θα συνεχιστεί την επόμενη μέρα με τις απολογίες των κατηγορούμενων.

Η απολογία του Δημήτρη Μελέτη

Πρώτος απολογήθηκε ο Δ. Κ. Μελέτης, που κατηγορείται για ληστεία, απλή συνέργεια σε ανθρωποκτονία και παράνομη οπλοφορία. Την απολογία του ξεκίνησε με μια δήλωση: «Κατ’ αρχάς δεν απολογούμαι, απλώς κάνω χρήση του χρόνου της απολογίας μου. Θέλω να σας μιλήσω για τη ζωή μου, να τη μάθετε και εσείς. Οι γονείς μου είναι αριστεροί. Γεννήθηκα αναρχικός, αλλά μόλις στα 26 χρόνια μου συνειδητοποίησα ότι δεν έχω άλλη λύση παρά τον αναρχισμό. Είμαι αντικρατιστής. Σεις, κύριοι δικαστές, λέτε ότι λήστεψα την τράπεζα, εγώ έκανα μια πράξη πολιτικής διαμαρτυρίας. Τη χαρακτηρίζω σαν απαλλοτρίωση, κατάσχεση υπέρ του λαού. Η τράπεζα αντιπροσωπεύει το κεφάλαιο. Δεν θα έκανα ποτέ μια ληστεία για να πάρω χρήματα και να κάνω αυτό που λένε μεγάλη ζωή. Είμαι 30 χρονών και ποτέ πριν δεν έχω απασχολήσει την αστυνομία. Δεν είναι δυνατόν ξαφνικά να έγινα ληστής. Η ληστεία, που όπως λέτε έκανα, δεν ήταν τυχαία. Ήταν δεμένη με την πολιτική κατάσταση της εποχής. Θέλω να σας πείσω ότι δεν την έκανα  για τα χρήματα.

Δεν φοβάμαι ότι θα καταδικαστώ σαν εγκληματίας, αλλά δεν είμαι εγκληματίας. Αν ήξερα από την αρχή ότι η πράξη μας αυτή θα στοίχιζε τη ζωή ενός ανθρώπου, σίγουρα δεν θα την έκανα. Στις φυλακές Κέρκυρας που συνάντησα τον Δασκαλόπουλο τον ρώτησα “Βρε Γρηγόρη, πες μου, γιατί πυροβόλησες;” και εκείνος έβαλε τα κλάματα.

Πέρα από τους συγγενείς του σκοτωμένου, έχω υποφέρει και εγώ για αυτόν το θάνατο. Είχαμε μαζί με τον Δασκαλόπουλο προσυμφωνήσει ότι δεν θα ρίχναμε για κανένα λόγο. Ούτε για εκφοβισμό».

Η απόφαση θα ανακοινωθεί κατά την 3η συνεδρίαση, στις 5 Φλεβάρη του 1983: Γρηγόρης Δρακόπουλος, 23 χρονών, ισόβια κάθειρξη και 23 χρόνια. Δημήτρης Μελέτης, 31 χρόνων, ηθοποιός, ισόβια κάθειρξη και 21 χρόνια. Γεώργιος Παππάς, 24 χρόνων, εργάτης, φυλάκιση 3 χρόνων και 6 μηνών.

Ο Μελέτης ζητάει από τον Πρόεδρο του Κακουργιοδικείου τον λόγο. Μεταξύ των άλλων, λέει: «Αποδέχομαι το αδίκημα της ληστείας αλλά όχι και της ανθρωποκτονίας, την οποία θεωρώ ύβρη. Ό,τι έκανα, το έκανα για τις πολιτικές μου ιδέες. Δεν φοβάμαι να πω ότι είμαι αναρχικός και πιστεύω στην κοινωνική δικαιοσύνη. Ξέρω ότι είστε υποχρεωμένοι να με καταδικάσετε, εφαρμόζοντας τους νόμους που εγώ δεν αποδέχομαι».   

Ο Δημήτρης Μελέτης έφυγε από τη ζωή λίγες μέρες μετά από εκείνη τη συνέντευξη. Η ιστορία του όμως, ένα καρυδότσουφλο στον ωκεανό την ανθρώπινης ιστορίας, ας καθελκυσθεί σε αυτόν τον απάνεμο κολπίσκο του διαδικτύου, και ας αφήσει τα ρεύματα να την οδηγήσουν ακυβέρνητη.        

Καμία δημοσίευση για προβολή