Αρχική Blog Σελίδα 22

Μαύρο δελφίνι ΙV

Έκανε βρωμόκρυο  στην Μόσχα και οι δρόμοι ήταν άδειοι. Μόνο μία παρέα μεθυσμένων στρατιωτών πέρασε δίπλα του, τραγουδώντας το Καλίνκα6.

Το χιόνι αντανακλούσε τα φώτα της πόλης φωτίζοντας τους σκοτεινούς όγκους των σκοτεινών κτισμάτων. Κοίταξε ψηλά και  είδε τις νιφάδες να στροβιλίζονται σαν δερβίσηδες στον εκστατικό χορό τους. Σήκωσε τον γιακά από το χοντρό αμπέχονο και προχώρησε στο σκοτάδι βλαστημώντας. Ένοιωσε να τρέμει από την χαρμάνα, κοντοστάθηκε και άναψε ένα τσιγάρο. Αντί να τον χαλαρώσει όμως τον τσίτωσε και με βία κρατήθηκε  να μην ξεράσει από την μπόχα του τσιγάρου. Κοντοστάθηκε έτοιμος  να πάρει τον δρόμο για το πανάθλιο δωμάτιο του με τους φθαρμένους σοβάδες να χάσκουν σαν στόματα. Εκεί είχε όλα τα απαραίτητα για να ξανανιώσει καλά. Το φάρμακο του και τα σύνεργα. Πέταξε το τσιγάρο και προχώρησε. Έβαλε το χέρι στην εσωτερική τσέπη και έβγαλε ένα πλακέ μπουκάλι βότκα τυλιγμένο σε μία σελίδα από την Πράβντα7. Η κολωφυλλάδα μόνο για περιτύλιγμα έκανε σκέφτηκε. Άδειασε το άχρωμο υγρό μονορούφι και ένοιωσε την φτηνιάρικη βότκα να καίει διαδοχικά, τις φωνητικές χορδές, τον οισοφάγο και το στήθος του. Ενοιωσε το περιεχόμενο του στομαχιού του να γυρίζει, έτοιμο να εκτοξεύσει ρουκέτα. Πήρε μια βαθειά ανάσα  και πέταξε το άδειο μπουκάλι προς το πεζοδρόμιο αλλά και εκείνο χτύπησε στο ρείθρο του δρόμου και έσπασε. Άκουσε κάποιον να βρίζει στο σκοτάδι και επιτάχυνε το βήμα του. Το αλκοόλ είχε ήδη κάνει την δουλεία του και ένοιωσε τα νεύρα του να χαλαρώνουν.

Στο μαγαζί ο Ζένια έδειχνε ικανοποιημένος, όταν τον συνάντησε μερικές ημέρες αργότερα -για το ξεκάρφωμα όπως του είπε- στο κωλόμπαρο με πουτάνες, που είχε.

Όχι απλά κονσομασιόν, αλλά βίζιτες. Ανάγκαζε τα κορίτσια να φεύγουν στο τέλος της βραδιάς με πελάτη. Ο ίδιος-εννοείται- έβαζε το μεγαλύτερο μερτικό στην τσέπη. Στο πίσω μέρος είχε έναν βρωμερό χώρο, μια ποντικότρυπα που αποκαλούσε γραφείο. Εκεί τον συνάντησε με το νέο πρωτοπαλίκαρο του έναν Τσετσένο πρώην αρσιβαρίστα με ξυρισμένο κεφάλι και την υπόλοιπη κουστωδία, από μπράβους και τσιράκια.

Ο Ζένια, έχωσε τα δάχτυλα σου σε δύο ποτήρια και τα έφερε μπροστά στον Βιλέν και ένα μπουκάλι Στόλι και γέμισε τα ποτήρια.

«Από την καλή, όχι μαλακίες, δεν είμαστε πιτσιρικάδα να πίνουμε φθηνιάρικες.» 

«Όχι μαλακίες, επανέλαβε ο Βιλέν αναλογιζόμενος τι σκατά ήταν η βότκα που είχε ρίξει μέσα του στον δρόμο.»

«Πως τους πετσόκοψες έτσι ρε μαλάκα; Πως τους γάμησες έτσι; Στα δύο τον έκοψες τον πούστη τον Ιβάν αγόρι μου. Δεν θα τον γνωρίζει ούτε η μάνα του! Μέσα στο ίδιο τους το μαγαζί τους ξεφτίλισες ρε μαλάκα. Ούτε που κατάλαβαν από που τους ήρθε ρε μάγκα. Τούρμπο ήσουν! Τούρμπο ρε μαλάκα.
Μόλις τελείωσε το λογύδριο, ο Βιλέν έκανε αριστερά δεξιά το κεφάλι κάνοντας να ακουστεί ο ανατριχιαστικός ήχος από τα άλατα που σπάνε, πριν μιλήσει.

«Εντάξει την δουλειά μου έκανα.»

«Ποια δουλειά σου ρε μαλάκα, φάγανε χώμα σου λέω. Τους γάμησες και δεν πήρε χαμπάρι κανείς ρε μαλάκα. Κανένας πούστης. Και εγώ αμφέβαλα για ‘σένα.»

«Έκανα αυτό που πληρώνομαι να κάνω.»

«Βλέπετε; Είναι σκληρός καργιόλης», είπε ο Ζένια απευθυνόμενος σε όλους χτυπώντας του φιλικά την πλάτη.

Η αλήθεια είναι πως ο Βιλέν δεν έδινε δεκάρα για αυτόν τον σκατιάρη, ούτε κανέναν άλλον από δαύτους. Δεν τους μισούσε, παρά μόνο τους περιφρονούσε, τους θεωρούσε υπάνθρωπους, χειρότερους και από ζώα.

Όταν ήταν στο μαύρο δελφίνι μαζί με τα ψυχάκια και τους κατά συρροήν δολοφόνους, για να επιβιώσει είχε μάθει να διαβάζει αυτόν που είχε απέναντι του.
Ούτε τον Βασίλι στο Μαύρο Δελφίνι μισούσε. Δεν ήταν απλά παρά ένας στόχος. Το γεγονός, ότι  γούσταρε τα μικρά παιδιά, τα οποία στην συνέχεια τεμάχιζε και έτρωγε, έκανε την δουλειά ακόμα πιο εύκολη, αν και ο Βιλέν δεν είχε τέτοια διλήμματα.

Πλησίασε τον Λιθουανό με ήρεμο βήμα. Μόλις έφθασε δίπλα του σταμάτησε για ένα λεπτό, όσο χρειαζόταν δηλαδή για να καταλάβει ότι κάποιος είναι δίπλα του σε απόσταση αναπνοής. Τον κοίταξε στα μάτια. Δεν έδειχνε φόβο ή έκπληξη, παρά μόνο είχε  ένα ψιλοειρωνικό υπομειδίαμα σαν  να το περίμενε. Του έχωσε  τρεις μαχαιριές με το αυτοσχέδιο μαχαίρι. Άνοιξε το βήμα του και μπλέχτηκε με τους άλλους κρατούμενους. Οι φύλακες  ανά δύο μίλαγαν και κάπνιζαν αμέριμνοι και δεν πήραν χαμπάρι. Πλησίασε έναν κρατούμενο και του έδωσε το ματωμένο μυτερό σίδερο. Άλλαξε χέρια μέχρι που εξαφανίστηκε κάπου μέσα στην φυλακή.

Οι φύλακες  κατάλαβαν ότι ο Λιθουανός ήταν νεκρός όταν  μία λίμνη από σκούρο υγρό είχε σχηματιστεί δίπλα του. Τους άκουσε να βρίζουν χυδαία, μέχρι ο συναγερμός να αρχίσει να ουρλιάζει μανιασμένα, καλύπτοντας τις φωνές τους.

Ο «Πατερούλης» έκανε κουμάντο στην φυλακή και κινούσε τα νήματα στο Μαύρο Δελφίνι. Ήταν ένας σκληρός τύπος, καταδικασμένος για κατά συρροήν δολοφονίες  και κανιβαλισμό. Το παρατσούκλι του είχε κολλήσει από  ένα μεγάλο τατουάζ με τον Στάλιν στο στήθος του8.Το χαμόγελο του σου πάγωνε το αίμα περισσότερο και από τις παγωμένες στέπες της Σιβηρίας. Όμως ο Βιλέν δεν μάσαγε. Ζωντανός ή νεκρός ποια η διαφορά κλεισμένος μέσα σε αυτό το κάτεργο, σκεφτότανε ίδιος  πάντα ένοιωθε ότι  γεννήθηκε  νεκρός και ότι τώρα ήταν θαμμένος ζωντανός.

Μετά από δύο μέρες πήγε στο κελί του Πατερούλη για την πληρωμή.

«Τι θες;» τον ρώτησε ο άλλος

«Τι δίνεις;»

«Μία κούτα τσιγάρα.»

«Μόνο;»

«Και δύο τατουάζ»

«Έγινε.»

«Ο Ντμίτρι θα το  θα το κανονίσει, έτσι δεν είναι Ντμίτρι;» είπε γυρνώντας σε έναν κοντοστούπη με ένα φανελάκι για να φαίνονται τα τατουάζ.

«Έτσι», είπε χαμηλόφωνα με κατεβασμένα τα μάτια.

Δίπλα ήταν ένας νεότερος άνδρας γυμνός από την μέση και πάνω. Χαμηλά είχε χτυπημένα με μελάνι δύο μάτια, ένα σε κάθε πλευρά της λεκάνης, τατουάζ που δήλωνε  ότι  πάει με άνδρες. Ήταν γνωστό άλλωστε ότι είναι  το γιουσουφάκι του Πατερούλη.

Ο Βιλέν βγήκε ανακουφισμένος απο το κελί.Αυτός ο άνθρωπος του έφερνε τρόμο.

«Τι σκέφτεσαι;»

Ο Βιλέν ήταν βυθισμένος στις σκέψεις του.

«Τι σκέφτεσαι;» τον ξαναρώτησε ο Ζένια, επαναφέροντας τον στην πραγματικότητα.

«Τίποτα, γεια μας», είπε και αποτελείωσε την βότκα στο ποτήρι του.

Σηκώθηκε να φύγει αλλά ο άλλος τον πίεσε ελαφρά στους  ώμους κρατώντας τον καθισμένο. Ο Βιλέν ένοιωσε δυσαρέσκεια αλλά δεν το έδειξε. Θεωρούσε ότι κανένας  δεν  είχε δικαίωμα πάνω του.

«Κάτσε ρε μαλάκα, κάτσε που πας;»

Έβγαλε ένα αλουμινόχαρτο με καφέ σκόνη  και του το  έδωσε.

Ο Βιλέν ένοιωσε ένα τρέμουλο μέσα του.

«Δικό σου», είπε ο Ζένια, τυλίγοντας ένα τσαλακωμένο χαρτονόμισμα των 1000 ρουβλίων.

Ο Βιλέν έκανε δυο μακριές γραμμές πάνω στο βρώμικο τραπέζι. Ρούφηξε την μία και έδωσε το χαρτονόμισμα στον Ζένια για να τραβήξει την δεύτερη γραμμή.

«Είσαι αδερφός», του είπε ο Ζένια ρουφώντας την μύτη του.

«Ποτέ μην το ξεχάσεις αυτό.»

Άνοιξε την πόρτα φώναξε κάποια ονόματα  και τρία κορίτσια πλησίασαν, αλλά ο Βιλέν δεν έδωσε σημασία βυθισμένος στην χαύνωση της σκόνης.

«Είσαι καλά;»

Άνοιξε τα μάτια και είδε τον Ζένια να χαμογελά.

«Καλά.»

Το μαγαζί είχε αδειάσει. Ο μπάρμαν  έβαζε τις τελευταίες  καρέκλες αναποδογυρισμένες πάνω στα τραπέζια.

«Πρέπει να μιλήσουμε. Έχω κάτι για σένα.

«Τι πράμα;»

«Ένα επίσημο κάθαρμα που μπλέκει τα πόδια του στις δουλειές μου.»

«Πότε;»

«Σύντομα, λείπει ταξίδι με την υπηρεσία…»

«Εντάξει θα μου πεις…»

«Είναι  μπάτσος. Υψηλόβαθμο στέλεχος της μυστικής αστυνομίας. Έχεις πρόβλημα με αυτό;» είπε σαρκαστικά.

«Είπα εντάξει.»

(Τέλος επεισοδίου. Όλα τα επεισόδια εδώ)

(6) Ελληνικά: Χιονάτη. Δημοφιλέστατο Ρωσικό λαϊκό τραγούδι του 1860 σε στίχους και μελωδία του Ρώσου συνθέτη Ιβάν Πέτροβιτς Λαριοώνοφ

(7) Ελληνικά: Η αλήθεια. Εφημερίδα, επίσημο όργανο του ΚΚΣΕ (Κομμουνιστικό Κόμμα Σοβιετικής Ένωσης)

(8) Πολλοί φυλακισμένοι έκαναν τατουάζ με τον Λένιν ή τον Στάλιν  αν και λούμπεν, για να είναι σίγουροι ότι  δεν θα τους πυροβολήσουν οι φύλακες.

Το red n’ noir προτείνει βιβλία:

Η ληστεία της Πέτρας ΧII

Κεφάλαιο 23 (13 Νοεμβρίου 1928)

Η Βάρνα είναι μια πόλη του Βουλγαρικού Βασιλείου δέκα χιλιάδων σπιτιών, που ατενίζουν τον Εύξεινο Πόντο. Μια λουτρόπολη, όπου τριάντα χιλιάδες εραστές της θάλασσας συρρέουν το καλοκαίρι για να λουστούν, να αναπαυτούν και να αναπνεύσουν.

Είναι ξημερώματα. Αργά-αργά αρχίζει να απλώνεται το φως της ημέρας, ενώ από τους διάφανους περουζέδες της αυγής διαγράφεται η σκιερή σιλουέτα της πόλης. Ο ουρανός είναι φορτωμένος με πηχτά μολυβένια σύννεφα, που καμιά ακτίνα ηλίου δεν μπορεί να τα ξεσχίσει. Ένα διαπεραστικό παγερό βοριαδάκι κάνει τους αραιούς πρωινούς περιπατητές να τουρτουρίζουν, τη Μαύρη Θάλασσα να μανιάζει και τα κύματά της να σπάζουν με ορμή στην ακτή.

Ένα μέτριο εξωτερικά κτίριο είναι το κατάστημα της Διεύθυνσης της Αστυνομίας Βάρνας. Στο ισόγειό του, στο βάθος ενός μάλλον στενού διαδρόμου που κάμπτεται αριστερά, βρίσκεται μια θύρα επενδυμένη με σιδερένια ελάσματα. Είναι η θύρα του κρατητηρίου.

Κλειδιά, κλειδαριές, τριγμοί και η θύρα ανοίγει. Ένας χώρος με την αμφίβολη καθαριότητα των κρατητηρίων και ένα παράθυρο οπλισμένο με σιδερένιες κιγκλίδες. Δέκα άνθρωποι κρατούνται εκεί. Αυτουργοί ασήμαντων πταισμάτων, άλλοτε περιφέρονται στα ελάχιστα τετραγωνικά στα οποία είναι περιορισμένοι και άλλοτε προσκολλώνται στο σιδηρόφρακτο παράθυρο, αναμένοντας να παρέλθουν οι λίγες ώρες της παροδικής κράτησής τους. Πάντα όμως στρέφονται προς τη θύρα, όταν εκείνη ανοίγει.

Δυο κρατούμενοι, ίσως λόγω του παραστήματός τους, ίσως λόγω του βαρύ θρύλου που τους περιβάλλει, ίσως λόγω των εξαιρετικών γι’ αυτούς μέτρων ή για τον τρόπο που είναι δεμένοι, κυριαρχούν στον ολιγάριθμο κόσμο του κρατητηρίου. Φέρουν πέδες στα χέρια και τα πόδια. Στα δυο αυτά σημεία είναι προσαρμοσμένη η άκρη βαριάς αλυσίδας, ενώ από την άλλη άκρη της περισσεύει μια μακριά ουρά, η οποία σύρεται στο δάπεδο. Οι πέδες αχρηστεύουν τα άκρα και η αλυσίδα προσθέτει το βάρος της κρατώντας τους καθηλωμένους, ενώ ένας βαρύς κρότος πληροί το κρατητήριο σε κάθε τους κίνηση.

Ο ένας είναι με ανάστημα χαμηλό, τετράγωνο ογκώδη κορμό, στιβαρούς βραχίονες, τράχηλο χονδρό, κεφαλή που τείνει ‒λίγο κύπτουσα‒ προς τα εμπρός. Μέτωπο στενό, κόμη άτακτη, γένια και μουστάκι πυκνά και άτακτα, τρίχες δασείς και ακανθώδεις. Καθώς η φροντίδα εγκαταλείφτηκε εδώ και μερικές ημέρες, η άτακτος τριχοφυΐα κατέστησε περισσότερο άξεστη τη χονδροειδή μορφή του. Τριακονταετής περίπου, αλλά υπό την ανθρώπινη αγριότητα της μορφής του και την ατημελησία η νεότητα εξαφανίζεται. Συνοφρυωμένος πάντοτε, ενίοτε βλοσυρός, κοιτάζει με βλέμμα ζώου άγριου. Είναι ο Ευθύμιος Ρέντζος. Ο Γιάννης, ψηλότερος, με κανονικότερο σώμα και ξυρισμένα γένια, έχει λιγότερο βάναυσο την παράσταση. Είναι μεγαλύτερος σε ηλικία.

Ακόμα και για να γευματίσουνε λαμβάνονται ειδικά μέτρα. Λύνονται τα χέρια του ενός και τρώει υπό ειδική φρούρηση. Επαναφέρονται κατόπιν τα δεσμά και μετά λύνονται τα χέρια του άλλου και δίνεται σε αυτόν η τροφή. Μερικές δέσμες άχυρων απλώνονται στο πάτωμα αντί για στρώματα.             

Κεφάλαιο 24 (Σεπτέμβρης 1924)

Ήταν που ο λήσταρχος Τσόγκος και οι τρεις σύντροφοί του έμπαιναν εμπόδιο στις δουλειές τους, έπεσε στη μέση και ο νόμος του Πάγκαλου για την καταπολέμηση της ληστείας, που όριζε ότι αν ληστής καταθέσει στη χωροφυλακή το κεφάλι άλλου επικηρυγμένου ληστή, τότε αμνηστεύεται. Έπρεπε, πώς να γίνει, και οι Ρεντζαίοι να κοιτάξουν το συμφέρον τους και να τους ξεμπερδέψουν. Τους αφήσανε να πιστεύουν εκείνο το βράδυ πως κοιμούνται σε μια στάνη και ζύγωσαν κοντά. Οι Ρεντζαίοι έχουν πιάσει δυο ταμπούρια και τους βλέπουν να πλησιάζουν. Ο Γιάννης τούς φωνάζει:

«Γιατί βρε μας κυνηγάτε;»

Ο Τσόγκος, χωρίς να χάσει χρόνο, φωνάζει:

«Πυρ!»

Αλλά ώσπου να ρίξουν αυτοί, οι Ρεντζαίοι μαζί με τον Κολοβό και έναν τέταρτο σύντροφό τους πυροβολούνε ακατάπαυστα. Ξαπλώθηκαν σε τρία δευτερόλεπτα κατάχαμα, πλημμύρα από αίματα. Ένας από δαύτους πρόλαβε να ρίξει μια τουφεκιά, αλλά ένα βόλι του Γιάννη τον βρήκε κατάστηθα και τον έριξε μονοκόμματο μπρούμυτα. Ένας άλλος πέφτοντας προσπάθησε να γονατίσει και να ρίξει κι αυτός μια τουφεκιά, αλλά το βόλι που τον είχε βρει του έσκισε τα σωθικά και από τον πόνο δεν τα κατάφερε. Ξαπλώθηκε ανάσκελα, σπαρταρώντας στη γης. Για να μην βασανίζεται άλλο και ορμώμενος από καθαρά ανθρωπιστικά κίνητρα, ο τέταρτος σύντροφός τους του ρίχνει δυο τουφεκιές στο στήθος και ξεψυχάει.

Όταν η συμπλοκή τελειώνει, τα νεύρα των δυο αδελφών είναι λίγο πειραγμένα. Η πράξη που έκαναν τους κακοφαίνεται τόσο, που αδυνατούν να κόψουν τα κεφάλια των συναδέλφων τους. Καθώς όμως αυτή είναι η προϋπόθεση για να τα παραδώσουν στα Γιάννενα και να πάρουν αμνηστία, τη δουλειά αναλαμβάνει ο Κολοβός παρέα με τον τέταρτο σύντροφό τους. Βγάζουν τα μαχαίρια και χραπ-χρουπ κόβουν τα κεφάλια από τους λαιμούς τους. Μπήζει ο Κολοβός το μαχαίρι μέσα στο λαρύγγι, το σπρώχνει και το σπρώχνει, και στρίβει με δύναμη έξω. Χούουου! Χύνονται τα αίματα έξω. Είναι ανάγκη να χυθούν έξω τα αίματα, γιατί αν αδειάσουν τα αίματα δεν μυρίζει το σκοτωμένο κρέας.

Για να μην μυρίσει το ανθρώπινο κεφάλι, από την άλλη, υπάρχει άλλο πρωτόκολλο. Το πηγαίνεις σε τρεχούμενο νερό και το βουτάς μέσα. Μέσα για μέσα. Κατόπιν το βγάζεις έξω με δύναμη. Τότε από όλες τις μεριές τρέχει νερό. Από τα ρουθούνια επάνω, από το στόμα στη μέση και από κάτω από το κομμένο λαρύγγι. Τέσσερις βρύσες έχει ένα κομμένο ανθρώπινο κεφάλι.

Τα κεφάλια, πλυμένα πια και νοικοκυρεμένα, τα φορτώνεται ο Κολοβός σε έναν ντορβά και δρόμο για τα Γιάννενα. Στα Γιάννενα δεν μπήκαν κατευθείαν. Τα κανόνισε πρώτα καλά-καλά ο Κολοβός. Πάει στον ανώτερο διοικητή της Χωροφυλακής και του δείχνει τον ματωμένο ντορβά. Ο διοικητής πετάγεται από τη θέση του όρθιος.

«Τι έχεις αυτού, μωρέ;» φωνάζει.

«Τέσσερα κεφάλια.»

Ο ανώτερος μπήγει τις φωνές.

«Τρέχτε μέσα, τρέχτε μέσα.»

Μπαίνουν οι υπασπιστές του και όλο το προσωπικό του, και εκεί ο Κολοβός τούς διηγείται ότι αυτός, ενώ περπατούσε απ’ έξω από την Ποδογύρα, συναντήθηκε με τους Ρεντζαίους. Στην αρχή, λέει, φοβήθηκε και το έβαλε στις τρεχάλες. Ο ανώτερος τον διακόπτει και του παρατηρεί ότι αυτά είναι λόγια της καραβάνας και ότι αυτός γνωρίζει καλά ότι έχει σχέσεις με τους Ρεντζαίους. Ο Κολοβός διαμαρτύρεται πως αυτά ήταν ψέματα και ύστερα λέει πως τα κεφάλια αυτά τα είχαν δώσει αυτοί οι αιμοβόροι για να πάρουν αμνηστία. Ο ανώτερος ικανοποιείται από την είδηση και τον ρωτάει πού βρίσκονται αυτοί οι άνθρωποι τώρα και να κατέβουν κάτω να πάρουν την αμνηστία τους.         

Ο Κολοβός εξηγεί στον διοικητή ότι οι Ρεντζαίοι είναι σύμφωνοι να κατέβουν το άλλο βράδυ από το Εμίν Αγά, δηλαδή κάτω από το Μπιζάνι. Ο κύριος διοικητής πετάει από τη χαρά του γιατί γλίτωσε κι από αυτό το νταραβέρι. Βιάστηκε μάλιστα να τηλεγραφήσει το πράγμα στον Πάγκαλο.

Τρείς με τέσσερις μέρες έμειναν οι Ρεντζαίοι έξω στου Εμίν Αγά. Ήρθε και ένας δικαστικός εκεί που έκανε τον γκιουλέκα και ήθελε να κάνει θεωρίες για το πώς έπρεπε να φερθούνε στους αξιωματικούς που θα τους παραλάμβαναν και πως δεν έπρεπε να γίνουν ληστές.

«Μωρέ άντε, παιδάκι μου, από δω», του λέει ο Γιάννης. «Ποιος σε ρωτάει εσένα. Άντε στο διάολο. Ή στάσου καλά και άσε τις εξυπνάδες ή ξαναγυρίζουμε στα βουνά και σε παίρνουμε μαζί μας και θα τραβήξεις των παθών σου τον τάραχο!»

Τότε έδωσε στον Γιάννη ένα χαρτί να υπογράψουνε. Τον έβαλε και το διάβασε. Έλεγε πως παραδίνονται και ζητούν τα δικαιώματά τους να αμνηστευτούν, σύμφωνα με τον ισχύοντα νόμο. Το υπέγραψαν και τους είπε να τον ακολουθήσουν.

«Άντε, παιδί μου, από εδώ», του ξαναλέει ο Γιάννης. «Δεν ακολουθούμε πριν γίνει κατιτίς άλλο».

«Τι άλλο;»

«Μμμ, κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις. Θα υπογραφεί πρώτα το χαρτί στη ’φημερίδα της κυβέρνησης κι απέ θα κατεβούμε κάτω.»

Τότε αυτός ο σαφρακιασμένος έφυγε με κάτι μούτρα τόσα κάτω.  

Τρεις και μισή μέρες μείνανε έξω από του Εμίν Αγά στη στάνη ενός φίλου τους. Ο Κολοβός πήγαινε και ερχόταν, πότε βλέποντας τους διοικητές και τα αποσπάσματα και πότε τους Ρεντζαίους. Οι Ρεντζαίοι όμως δεν εννοούν να το κουνήσουν από εκεί, πριν έρθει το διάταγμα της αμνηστίας τυπωμένο στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Μια μέρα έρχεται ο Κολοβός λαχανιασμένος και χαρούμενος.

«Σώθηκαν… Σώθηκαν τα ψέματα! Ήρθε! Ήρθε!»

Ρίχτηκε στην αγκαλιά τους, τους φίλησε και τους τράβηξε κατά κάτω.

«Πάμε, πάμε!»

Ο Γιάννης τότε λυπήθηκε. Λυπήθηκε τόσο, που άρχισε τα δάκρυα. Στεκόταν και κοιτούσε τα  ψηλά βουνά, τις ραχούλες τους και τα κρύα νερά που άφηνε. Το επάγγελμα, οποιοδήποτε επάγγελμα, πάντα το αγαπάει ο άνθρωπος και λυπάται όταν το αφήνει. Έτσι και τα αδέλφια έφυγαν σαν κλαμένοι και με αναστεναγμούς.

Φύγανε από τη στάνη, τράβηξαν καμιά πεντακοσαριά μέτρα αλάργα από αυτήν, κι ύστερα φάνηκαν στη ραχούλα. Κάτω από αυτήν, τους περίμενε ένα σωρό κόσμος. Στρατιωτικοί, χωροφυλάκοι, βλάχοι, τσοπαναραίοι. Μόλις έφτασαν στην κορυφή και τους αγνάντεψαν, ακούστηκε ένα σούσουρο και έτρεχαν όλοι πάνω τους. Τρέξανε κι αυτοί πίσω και κρυφτήκαν.

«Τρέχα», λέει ο Γιάννης του Κολοβού «να δεις τι θέλουν που κάνουν σαν τρελοί. Και πρόσεξε! Τ’ άρματά μας δεν τ’ αφήνουμε, παρά μόνο όταν φτάσουμε σπίτια μας».

Έτσι χρειάστηκε να περάσει άλλη μια ώρα ώσπου να γίνει συνεννόηση και να πάρουν νέα διαταγή από το αρχηγείο για να επιτρέψουν ό,τι ζητάνε. Μετά από μια ώρα, κατέβηκαν με όλα τους τα άρματα, και εκεί, ενώ όλοι τούς χαιρετούσαν, μπήκαν σε ένα αυτοκίνητο μαζί με δυο αξιωματικούς και τον Κολοβό. Συνάντησαν πολύ κόσμο που ήθελε να τους δει και να τους χαιρετήσει.            

(Το επόμενο Σάββατο στο red n’ noir: Στα σημειώματα που βρέθηκαν πάνω του, μεταξύ άλλων, παρήγγειλε να τον θάψουν με τις πιτζάμες και τις κάλτσες του / Τα δώρα και οι εκδηλώσεις συμπάθειας από μέρους των αρχών αποτελούν την καλύτερη ένδειξη της επίσημης προστασίας την οποία απολαμβάνουν)

Άτιτλο

Είμαστε όλοι κτήνη.

Κρεβάτια σε παρακμιακό ξενοδοχείο, γεμάτα σπέρματα.

Γεμάτα αίματα,

από κορίτσια ή αγόρια που έχασαν την παρθενιά τους εδώ.

Το «εδώ» καμιά φορά,

έχει γεύση κόκκινου ημίγλυκου κρασιού στα χείλη του.

Είμαι κτήνος.

Όσα δε πρόλαβες να πεις και να νιώσεις.

Πες μου ποια πραγματικότητα σε βολεύει,

και θα ‘ρθω να σε βρω.

Είμαι ο ήχος της φλέβας που σπάει.

Κι η φλέβα σπάει απ’ την υπερβολική δόση αξόδευτης αγάπης.

Κτήνη.

Επιρρεπείς στις καταχρήσεις.

Κι αυτή τη νύχτα,

που πριν φιλήσουμε τον επόμενο,

πείθουμε ο ένας τον άλλον πως ποτέ δεν υπήρξες.

Εσύ, γιατί αυτό σε συμφέρει.

Κι εγώ, γιατί αυτό σε συμφέρει.

Αυτή τη νύχτα.

Μόνοι όλοι.

Λίγοι .

Κορίτσια ή αγόρια,

χάνουμε την παρθενιά μας για δεύτερη φορά,

για τρίτη φορά.

Και λέμε «καλέ μου, πόσο τη δίνεις αυτή την αγάπη»;

Και τρυπάμε τη φλέβα ξανά και ξανά.

Είμαστε όλοι κτήνη.

Αυτή τη νύχτα του καλοκαιριού,

με τον έναν ή τον άλλο τρόπο,

γινόμαστε όλοι κτήνη.

Δημήτρης Μελέτης: Η άγνωστη ιστορία ενός αναρχικού ιλλεγκαλιστή στην Αθήνα του 1980

Πρέπει να ήταν κάπου στις αρχές του 2018, όταν ξεκίνησα να αναζητώ στοιχεία εφημερίδων και μαρτυρίες προσώπων, προκειμένου να συντάξω ένα μικρό αφιέρωμα  ‒για λογαριασμό του ελληνικoύ VICE τότε‒ σε σχέση με τη ζωή, αλλά κυρίως με τον κάπως μυστηριώδη θάνατο του Θεόδωρου Βερνάδου (ή αλλιώς του «ληστή με τις γλαδιόλες»), ο οποίος βρέθηκε κρεμασμένος στο κελί του στις φυλακές Κορυδαλλού, στις 10 Ιουλίου του 1984.

Η σύντομη αυτή έρευνά μου στάθηκε αφορμή για να γνωρίσω τον Δημήτρη Μελέτη. Ο Δημήτρης Μελέτης είχε καταδικαστεί τη δεκαετία του 1980 για τη ληστεία της Εθνικής Τράπεζας στην Αγίου Μελετίου και για απλή συνέργεια σε ανθρωποκτονία μιας και η δουλειά φαίνεται πως στράβωσε για τα καλά. Ως κρατούμενος συμμετείχε σε δυναμικούς αγώνες και εξεγέρσεις, στις οποίες πρωτοστάτησε τα δεκατρία χρόνια που έμεινε έγκλειστος, μέχρι να αποφυλακιστεί με προεδρική χάρη τον Δεκέμβριο του 1994.

Μετά από τηλεφώνημα του Γιάννη, με τον οποίο διατηρούσε επαφή λόγω της συνέντευξης που του είχε παραχωρήσει για το ντοκιμαντέρ  «Οι βροχοποιοί», μας κάλεσε στο σπίτι του (μια απομονωμένη μονοκατοικία στους Αγίους Θεοδώρους), όπου τον επισκεφτήκαμε με τον Γιάννη, καθώς και με κλιμάκιο του red n’ noir (τον Πολύκαρπο και την Εβίνα).

Μας περίμενε με  ένα πλούσιο στρωμένο τραπέζι, παρότι ο ίδιος δεν μπορούσε να φάει παραπάνω από μερικές μικρές μπουκιές. Δεν κάθισε στο τραπέζι, αλλά παρέμεινε σε ημιξαπλωμένη στάση σε έναν μικρό καναπέ δίπλα μας. Είχε ήδη από το τηλέφωνο προειδοποιήσει τον Γιάννη ότι πεθαίνει από καρκίνο στο συκώτι και πράγματι ήταν ένας άνθρωπος φανερά καταβεβλημένος από την ασθένειά του. Δυο κοντινοί του άνθρωποι δεν σταμάτησαν σε όλη τη διάρκεια της επίσκεψής μας να τον φροντίζουν, παράλληλα με τις διευθετήσεις του τραπεζώματός μας.

Η φωνή του έβγαινε συρτή, καταβάλλοντας προσπάθεια που έδειχνε να τον εξαντλεί, ωστόσο δεν σταμάτησε να μας μιλάει και να απαντάει στις ερωτήσεις μας. Μια φωνή, που όσο κι αν δυσκολευόταν να βγει, δεν μπορούσε να κρύψει μια πηγαία ευγένεια, ενώ η εκφορά του λόγου αποκάλυπτε έναν καλλιεργημένο άνθρωπο, εξοικειωμένο με τα πολιτικά πράγματα και την κινηματική επικαιρότητα, έστω και ως αντανάκλαση από την καθεστωτική ειδησεογραφία.

Φυσικά, δεν μας μίλησε μόνο για τον Βερνάρδο, ο οποίος κατά τη δική του μαρτυρία πέθανε μετά από εικονική απόπειρα αυτοκτονίας (κάτι το οποίο είχε επαναλάβει κάποιες φορές με στόχο να μεταφερθεί στο ψυχιατρείο των φυλακών Κορυδαλλού, από όπου η απόδραση θα ήταν πιο εύκολη), κατά την οποία ο συγκρατούμενος, ο οποίος είχε επιφορτιστεί να ειδοποιήσει τη σωφρονιστική υπηρεσία, τον άφησε τελικά κρεμασμένο μέχρι να ξεψυχήσει.   

Μιλήσαμε για την κατάσταση των ελληνικών φυλακών τη δεκαετία του 1980 και το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1990, τις εξεγέρσεις, αλλά και  για την υπόθεσή του.

«Ισόβια και εικοσιπέντε για ληστεία και συνέργεια σε ανθρωποκτονία. Πατησίων και Αγίου Μελετίου. Εθνική τράπεζα εκεί γωνιακή. Εμένα σπίτι με πιάσανε. Αλλά είχαν πάρει έναν κι από ό,τι φαίνεται τα είπε όλα. Συμβαίνουν κι αυτά. Αυτός που σκοτώθηκε; Ένας περίεργος τύπος της ασφάλειας του ΟΤΕ. Ακριβώς απέναντι ήταν τα γραφεία του ΟΤΕ. Και καθόταν με τον διευθυντή εκεί και βάζει το χέρι μέσα από το μπουφάν αριστερά. Αυτός δικαιολογήθηκε ότι έχει καρδιά και ο άλλος του έριξε με 45άρι. Και είναι αυτός που πιάσανε και τα είπε όλα. Και είναι αυτός που έφυγε με 18μηνο, και έφυγε Βραζιλία, και είναι ακόμα εκεί.   

6 Μαρτίου του 1981, προφυλακίστηκα. Τα πρώτα πέντε χρόνια στη Κέρκυρα. Άλλα πέντε χρόνια στην Πάτρα, έξι μήνες στη Λάρισα και πάλι πίσω Κέρκυρα. 2 Δεκεμβρίου του 1994, αποφυλακίστηκα με προεδρική χάρη. Από ό,τι κατάλαβα, δεν θέλανε ούτε αυτοί να με βλέπουνε, δεν με θέλανε στα πόδια τους γιατί τους έκανα πολλά, τους σκάλιζα συνέχεια και δεν με ήθελε καμία φυλακή· για αυτό και με έστελναν στην Κέρκυρα. Τι να έκανα, τον καλό κρατούμενο; Και στο τέλος αποφάσισαν: πετάχτε τον έξω…» 

Στο αρχείο τύπου της Βουλής

Αρκετούς μήνες μετά από εκείνη τη συνάντηση και ενώ περιηγούμουν στις εφημερίδες του αρχείου τύπου της Βουλής, εντόπισα τυχαία στη στήλη του δικαστικού ρεπορτάζ της εφημερίδας Ελευθεροτυπία, στα φύλλα της 3ης, 4ης και 5ης  Φλεβάρη του 1983, τους τίτλους «Ληστεία στο όνομα της επανάστασης» και «Γεννηθήκαμε αναρχικοί, λένε οι ληστές». Καθώς ο τίτλος μου τράβηξε την προσοχή, κατέβηκα στο υπότιτλο: «Στο εδώλιο οι τρεις ληστές της Εθνικής Αγίου Μελετίου». Το ρεπορτάζ από την πρώτη μέρα της δίκης έγραφε:

Είκοσι μήνες μετά τη ληστεία του υποκαταστήματος της Εθνικής Τράπεζας στην Αγίου Μελετίου, που είχε σαν αποτέλεσμα να χάσει την ζωή του και ένας υπάλληλος του ΟΤΕ, οι τρεις δράστες κάθονται στο σκαμνί. Είναι οι Δημήτρης Μελέτης, 31 χρόνων ηθοποιός, Γρηγόρης Δασκαλόπουλος, 23 χρονών ξυλουργός, και Γ. Φ. Παππάς, 24 χρονών εργάτης, οι οποίοι στις 3 Μαρτίου του 1981 πήραν από την Εθνική 280.000 δραχμές και σκότωσαν ‒ο Δασκαλόπουλος‒ τον Αθ. Κολιγλιάτη.

Από τους τρεις ληστές, στο ειδώλιο κάθονται οι δύο. Ο Γρ. Δασκαλόπουλος νοσηλεύεται σύμφωνα με πιστοποιητικό του νοσοκομείου μετά από εγχείρηση σκωληκοειδίτιδας, αλλά δικάζεται σαν να είναι παρών.

Και οι τρεις έχουν συμπληρώσει το ανώτατο όριο προφυλάκισης 18 μήνες με αποτέλεσμα να είναι ελεύθεροι οι Γ. Παππάς και Γρ. Δασκαλόπουλος. Ο Μελέτης κρατείται για να εκτίσει άλλη ποινή.

Η ώρα ήταν δύο παρά δέκα το μεσημέρι, όταν οι δύο από τους ληστές με τα πιστόλια στα χέρια εισέβαλαν στην τράπεζα, ενώ ο ένας φώναζε:« Εν ονόματι της λαϊκής επανάστασης, ακίνητοι, γίνεται ληστεία, να μην τραβήξει κάνεις το συναγερμό, πέστε όλοι κάτω».

Ο Μελέτης, που είχε σκεπάσει το πρόσωπό του με ένα κόκκινο πανί, κατευθύνθηκε στο ταμείο. Πλησίασε τον ταμία Ν. Ψηλό από πίσω, του πέταξε ένα σακ βουαγιάζ και του είπε: «Βάλε όσα χρήματα έχεις». Ο ταμίας τού γέμισε την τσάντα με 280.000 δραχμές και του την έδωσε. Στο μεταξύ, ο δεύτερος ληστής Γ. Δασκαλόπουλος, που με το όπλο στο χέρι πρόσεχε τους πελάτες και τους υπαλλήλους της τράπεζας, πυροβόλησε τον Αθ. Κολιγλιάτη επειδή τον νόμισε για αστυνομικό.

Μετά από αυτό, πήραν την τσάντα και έφυγαν τρέχοντας. Μπήκαν σε πολυκατοικία όπου τους περίμενε ο τρίτος της παρέας Γ. Παππάς. Όπως είχαν από πριν συμφωνήσει, του έδωσαν την τσάντα με τα χρήματα και τα όπλα και ο Παππάς τα μετέφερε στους Αγίους Θεοδώρους.

Λίγο αργότερα, ο Δασκαλόπουλος βγήκε από την πολυκατοικία, αλλά τον αναγνώρισαν οι αναστατωμένοι από τη ληστεία ιδιώτες, τον κυνήγησαν και τελικά τον έπιασε ο Γ. Τζεβελάκος, που έχει κατάστημα στη Φωκίωνος Νέγρη. Μια ώρα μετά, πιάστηκε από τους αστυνομικούς και ο Μελέτης. Την επόμενη μέρα, πιάστηκε και ο Παππάς στους Αγίους Θεοδώρους, όπου και βρεθήκαν οι 280.000 δραχμές καθώς και ένα περίστροφο και ένα 45άρι.

Η μοιραία σφαίρα που έριξε ο Δασκαλόπουλος με το 45άρι στον Κολιγλιάτη τού προκάλεσε ρήξη πνεύμονα, σπλήνας, στομαχιού και συκωτιού και τρεις μήνες αργότερα, στις 17 Ιουνίου του 1981, πέθανε. Το θύμα ήταν υπάλληλος του ΟΤΕ και είχε μπει στην τράπεζα για συναλλαγή του, πέντε λεπτά πριν από τη ληστεία που του στοίχισε τη ζωή.

Χτες στο δικαστήριο κατέθεσαν αυτόπτες μάρτυρες της ληστείας σαν μάρτυρες κατηγορίας.

Ο Ρ. Δ. Σκορδύλης, τότε υποδιευθυντής του υποκαταστήματος της Εθνικής Τράπεζας, είπε: «Οι δύο ληστές συμπεριφέρθηκαν με τρόπο σκληρό και απάνθρωπο. Ήθελαν να δημιουργήσουν κλίμα τρομοκρατίας. Αρκετοί λιποθύμησαν. Το θύμα φώναξε: “Η καρδιά μου η καρδιά μου, πεθαίνω, μη με σκοτώσετε”, και έβαλε το χέρι του στην καρδιά. Τότε ο Μελέτης του φώναξε: “Να πεθάνεις, λες ψέματα, είσαι αστυνομικός”. Εκείνη τη στιγμή ο Δασκαλόπουλος τον πυροβόλησε».

Ο προϊστάμενος του λογιστηρίου της Τράπεζας Β. Γ. Σταμπολίτης κατέθεσε: «Τον Καλιγλιάτη τον πυροβόλησαν εν ψυχρώ. Το συμπεραίνω από το σχέδιο που είχαν –ληστεία, δημιουργία κλίματος τρομοκρατίας, παράκαμψη οποιουδήποτε εμποδίου. Ο Δασκαλόπουλος τον πέρασε για αστυνομικό. Νόμιζε ότι κάτι θα έβγαζε το χέρι στην καρδιά του το θύμα. Ο Μελέτης φεύγοντας είπε στον τραυματισμένο: “Λες ψέματα είσαι αστυνομικός”».

Ο εισαγγελέας κ. Χατζής ρώτησε τον μάρτυρα, αν γνώριζαν οι κατηγορούμενοι ότι ολόκληρη η τράπεζα δεν εφρουρείτο. Ο μάρτυρας κ. Σταμπολίτης απάντησε ότι, κατά τη γνώμη του, αν κατά την εξέταση του χώρου που έκαναν πριν μπουν έβλεπαν αστυνομικούς με στολή, θα ματαίωναν ή τουλάχιστον θα ανέβαλαν την επιχείρηση.

Τέλος, ο τότε ταμίας της Τράπεζας Ν. Ψηλός είπε: «Ο Μελέτης ήρθε από πίσω μου και με την απειλή του όπλου του με διέταξε να του δώσω όσα χρήματα είχα. Του έβαλα σε μια τσάντα 280.000 δραχμές. Μετά τράβηξα το συναγερμό χωρίς να με δει, και τότε άκουσα τον πυροβολισμό. Την ώρα που έφευγαν οι δυο ληστές, ο Δασκαλόπουλος έσκυψε και πήρε τον κάλυκα».

Η δίκη θα συνεχιστεί την επόμενη μέρα με τις απολογίες των κατηγορούμενων.

Η απολογία του Δημήτρη Μελέτη

Πρώτος απολογήθηκε ο Δ. Κ. Μελέτης, που κατηγορείται για ληστεία, απλή συνέργεια σε ανθρωποκτονία και παράνομη οπλοφορία. Την απολογία του ξεκίνησε με μια δήλωση: «Κατ’ αρχάς δεν απολογούμαι, απλώς κάνω χρήση του χρόνου της απολογίας μου. Θέλω να σας μιλήσω για τη ζωή μου, να τη μάθετε και εσείς. Οι γονείς μου είναι αριστεροί. Γεννήθηκα αναρχικός, αλλά μόλις στα 26 χρόνια μου συνειδητοποίησα ότι δεν έχω άλλη λύση παρά τον αναρχισμό. Είμαι αντικρατιστής. Σεις, κύριοι δικαστές, λέτε ότι λήστεψα την τράπεζα, εγώ έκανα μια πράξη πολιτικής διαμαρτυρίας. Τη χαρακτηρίζω σαν απαλλοτρίωση, κατάσχεση υπέρ του λαού. Η τράπεζα αντιπροσωπεύει το κεφάλαιο. Δεν θα έκανα ποτέ μια ληστεία για να πάρω χρήματα και να κάνω αυτό που λένε μεγάλη ζωή. Είμαι 30 χρονών και ποτέ πριν δεν έχω απασχολήσει την αστυνομία. Δεν είναι δυνατόν ξαφνικά να έγινα ληστής. Η ληστεία, που όπως λέτε έκανα, δεν ήταν τυχαία. Ήταν δεμένη με την πολιτική κατάσταση της εποχής. Θέλω να σας πείσω ότι δεν την έκανα  για τα χρήματα.

Δεν φοβάμαι ότι θα καταδικαστώ σαν εγκληματίας, αλλά δεν είμαι εγκληματίας. Αν ήξερα από την αρχή ότι η πράξη μας αυτή θα στοίχιζε τη ζωή ενός ανθρώπου, σίγουρα δεν θα την έκανα. Στις φυλακές Κέρκυρας που συνάντησα τον Δασκαλόπουλο τον ρώτησα “Βρε Γρηγόρη, πες μου, γιατί πυροβόλησες;” και εκείνος έβαλε τα κλάματα.

Πέρα από τους συγγενείς του σκοτωμένου, έχω υποφέρει και εγώ για αυτόν το θάνατο. Είχαμε μαζί με τον Δασκαλόπουλο προσυμφωνήσει ότι δεν θα ρίχναμε για κανένα λόγο. Ούτε για εκφοβισμό».

Η απόφαση θα ανακοινωθεί κατά την 3η συνεδρίαση, στις 5 Φλεβάρη του 1983: Γρηγόρης Δρακόπουλος, 23 χρονών, ισόβια κάθειρξη και 23 χρόνια. Δημήτρης Μελέτης, 31 χρόνων, ηθοποιός, ισόβια κάθειρξη και 21 χρόνια. Γεώργιος Παππάς, 24 χρόνων, εργάτης, φυλάκιση 3 χρόνων και 6 μηνών.

Ο Μελέτης ζητάει από τον Πρόεδρο του Κακουργιοδικείου τον λόγο. Μεταξύ των άλλων, λέει: «Αποδέχομαι το αδίκημα της ληστείας αλλά όχι και της ανθρωποκτονίας, την οποία θεωρώ ύβρη. Ό,τι έκανα, το έκανα για τις πολιτικές μου ιδέες. Δεν φοβάμαι να πω ότι είμαι αναρχικός και πιστεύω στην κοινωνική δικαιοσύνη. Ξέρω ότι είστε υποχρεωμένοι να με καταδικάσετε, εφαρμόζοντας τους νόμους που εγώ δεν αποδέχομαι».   

Ο Δημήτρης Μελέτης έφυγε από τη ζωή λίγες μέρες μετά από εκείνη τη συνέντευξη. Η ιστορία του όμως, ένα καρυδότσουφλο στον ωκεανό την ανθρώπινης ιστορίας, ας καθελκυσθεί σε αυτόν τον απάνεμο κολπίσκο του διαδικτύου, και ας αφήσει τα ρεύματα να την οδηγήσουν ακυβέρνητη.        

Η ληστεία της Πέτρας ΧI

Κεφάλαιο 21 (19 Νοεμβρίου 1928)

Ήδη η αμαξοστοιχία πέρασε και το Μενίδι. Πλησιάζει στην Αθήνα. Οι άνδρες της συνοδείας των δύο αλυσοδεμένων αδελφών ετοιμάζουν τις αποσκευές τους. Προς στιγμήν, τους ελευθερώνουν τα χέρια από τις χειροπέδες, ώστε να φορέσουνε τα παλτά τους. Θα κλείσουνε λιγάκι ανθρωπινά τα μάτια τους απόψε. Τρεις μέρες είναι άυπνοι.      

Στο σταθμό Λαρίσης υπάρχει κόσμος συγκεντρωμένος. Θέλει να παρακολουθήσει το θέαμα της επιβίβασής τους στα αστυνομικά αυτοκίνητα που θα τους μεταφέρουν στις φυλακές Συγγρού.

Για την ασφαλή τους αποβίβαση έχουν ληφθεί εξαιρετικά μέτρα, υπό την προσωπική επίβλεψη του Καλυβίτη, διευθυντή της αστυνομίας πόλεων. Έξω από το σταθμό έχει σχηματιστεί ζώνη από αστυφύλακες, η οποία μετά κόπου καταφέρνει να συγκρατήσει το πλήθος. Εντός του σταθμού έχει σχηματιστεί άλλη ζώνη αστυφυλάκων στο μέρος που θα αποβιβαστούνε. Εντός της ζώνης αυτής, έχει απαγορευτεί η κυκλοφορία του κόσμου. Στις 10:15, το εξπρές φτάνει. Το βάρος των αλυσίδων είναι τέτοιο, που για να κατέβουν οι δυο, τρομεροί μεν στη όψη όμως ακίνδυνοι πλέον, ληστές από το βαγόνι υποβαστάζονται από τους αστυφύλακες.

Έχουν και οι δύο κανονικό ανάστημα. Ο Θύμιος είναι κοντότερος του Γιάννη και λίγο παχύτερος. Ο Γιάννης έχει χαρακτηριστικά κάπως λεπτότερα και το βλέμμα του, νυσταγμένο όπως είναι, μοιάζει σαν να κλείνει μια πραότητα ή μια συγχώρεση για όσους τον αδίκησαν. Προσπαθεί να φανεί αδιάφορος. Αντιθέτως, ο Θύμιος έχει μια επιδερμίδα χονδροειδή, χείλη χονδρά και βλέμμα βλοσυρό. Και οι δύο φορούν ρούχα αρκετά καλά, αν και έχουν να τα αλλάξουν καμιά εικοσιπενταριά μέρες και κοιμούνται με αυτά. Τα καπέλα τους, μοντέρνες ρεπούμπλικες, είναι στο επάνω μέρος δικτυωτές. Δεν φοράνε κολάρο. Είναι αξύριστοι και χλωμοί από τη στεναχώρια και την ταλαιπωρία της φυλακής και του ταξιδιού.     

Διέρχονται την αίθουσα του σταθμού και επιβιβάζονται σε ένα από τα δύο αναμένοντα αστυνομικά αυτοκίνητα. Στο άλλο επιβιβάζονται ο Καλυβίτης και ο τμηματάρχης της διεύθυνσης αστυνομίας πόλης, κύριος Βλαστάρης.

Λίγη ώρα μετά, φτάνουν. Αποβιβάζονται από το αυτοκίνητο και μεταφέρονται πεζή στη φυλακή Συγγρού. Πρώτος ο Γιάννης και πίσω ο Θύμιος. Πριν την πύλη, τους φωτογραφίζουν δημοσιογράφοι και μετά τους παραδίδουν στη φυλακή.  

Sic transit gloria mundi. Σε λίγο καιρό θα δικαστούν. Χωρίς να θέλει κανείς να προκαταβάλει τις αποφάσεις της δικαιοσύνης, είναι κάτι σαν αναπόδραστη πραγματικότητα ότι σύντομα θα αντικρίσουν την εκδίκηση του νόμου, υπό τη μορφή μιας κάννης τουφεκιού. Θα πρέπει να φανούν γενναίοι, σαν τότε που κοίταζαν την κάννη του δικού τους τουφεκιού να απλώνεται μπροστά τους χωρίς να βλέπουν την τρύπα της αλλά το σκόπευτρο.      

Κεφάλαιο 22 (Χειμώνας 1923-1924)

Άμα έγιανε ο αιχμάλωτος, άρχισαν τις συνεννοήσεις πάλι με τον γερο-Μαραμένο. Πήγαινε ένας άνθρωπός τους και του έλεγε ό,τι του παραγγέλνανε. Να ετοιμάσει τα τρία εκατομμύρια φράγκα. Μα ο γέρος διαρκώς γκρίνιαζε πως δεν είχε τόσα και ζητούσε να ανταμώσει με τον Γιάννη και να μιλήσουνε.

Συνεννοήθηκε τότε ο Γιάννης με τον απεσταλμένο του, αν έπρεπε να μπει στα Γιάννενα. Αυτός τρομοκρατήθηκε και του είπε ότι θα έπρεπε να είχε αποφασίσει το κεφάλι του, αν έκανε τέτοιο πράγμα.

«Γιατί;» τον ρώτησε.

«Γιατί γυρίζουν μυστικοί και όχι χωροφύλακες κοντά στον Μαραμένο, να ανακαλύψουν με ποιους συνεννοείται και να τους πιάσουν.»

«Έτσι λες;»

«Ναι! Μην τρελαθείς να κατέβεις κάτω.»

Ο Γιάννης είχε όμως πάρει την απόφασή του.

«Πήγαινε», λέει στον απεσταλμένο του, «και πες του αύριο το απόγευμα να με περιμένει κοντά στο νοσοκομείο Κουραμπά, εκατό μέτρα από την Ανωτέρα Διοίκηση Χωροφυλακής Ηπείρου και να έχει έτοιμες 400 χιλιάδες».

Ο απεσταλμένος τα ’χασε.

«Καπετάνιε τρελάθηκες; Θα σε πάρουν μυρωδιά και θα σε κωτέψουν.»

«Βρε άντε πες του το εσύ, και τι σε μέλλει για παρακάτω.»

Και ο απεσταλμένος ξεκίνησε, πήγε στο σπίτι του Μαραμένου και τα είπε. Αργά προς το ξημέρωμα, ξαναγύρισε.

«Τι σου είπε;» τον ρώτησε ο Γιάννης.

«Ότι θα σε περιμένει.»

Με αυτή την απάντηση έκανε συμβούλιο με τον Συντόρη και τους άλλους.

«Πόσα πρέπει να ζητήσουμε  χωρίς να χάνουμε τον καιρό μας, συμφωνήστε σε μια τιμή να ξεμπερδεύουμε.»

«Πάλι τσίρο θα έχουμε», είπε ο Συντόρης.

«Ε, τι να κάνουμε! Από το ολότελα πρέπει να συμφωνήσουμε στα λιγότερα, για να μην τα χάσουμε όλα.»

Ο Συντόρης θύμωσε λίγο γιατί ο Γιάννης ήταν πολύ υποχωρητικός, αλλά στο τέλος συμφώνησε ότι έπρεπε να κατεβούνε στο ενάμισι εκατομμύριο, χέρι-χέρι, για να ξεμπερδεύουνε.

«Αλλιώς, θα κόψουμε το κεφάλι του Εβραίου και θα το στείλουμε πεσκέσι στον γέρο!»

Φίλησε ο Γιάννης τα παιδιά, ξυρίστηκε καλά, έγινε γουλί, φόρεσε στενοβράκια και πήρε δρόμο για τα Γιάννενα.

Κατέβηκε στα Γιάννενα, έκανε και τρεις βόλτες μέσα στην πλατεία και ύστερα τράβηξε προς του Κουραμπά. Ο γέρος καρτερούσε από τις τέσσερις το απόγευμα. Τον κατάλαβε αμέσως από τα χαρακτηριστικά που του είχαν δώσει και από το δέμα που κρατούσε στα χέρια του. Τον πλησιάζει, και εκείνος τον κοιτάζει στα μάτια. Ο Ρέντζος τον καρφώνει στη θέση του με το βλέμμα του.

«Ο κύριος Μαραμένος;»

«Ναι.»

«Ρέντζος.»

Τα σαγόνια του γέρου να πηγαίνουν πάνω κάτω.

«Το παιδί μου!» λέει δυνατά σαν να κλαίει.

«Σουτ. Έχεις λεφτά;»

«Ναι, εδώ είναι, 400 χιλιάδες.»

Αρπάζει το δέμα και του λέει.

«Ετοίμασε τρεις φορές τόσα ακόμα.»

«Μα…»

«Όχι μα και ξεμα. Αν θέλεις το κεφάλι του παιδιού σου.»

Από την άλλη μεριά, ερχόντουσαν μια παρέα χωροφύλακες.

«Φεύγω κι όπως σου είπα.»

Τρέχει και χώνεται στη γωνία του δρόμου, και  από εκεί δρόμο για τα παιδιά, που περιμένουν με τα μάτια τεντωμένα σαν γαρίδα.

*

Τη δεύτερη δόση την πήρε ο Θύμιος. Πήγε και έκανε τάχα τον μεταπράτη να του πουλήσει ένα ύφασμα και ο γερο-Μαραμένος έκλαιγε και δεν ήθελε να πληρώσει περισσότερα. Τελικά πείστηκε και αγόρασε τάχα το κομμάτι ύφασμα για τετρακόσια χιλιάρικα. Δηλαδή, τη δεύτερη δόση. Μόλις βγήκε από το γραφείο λιποθύμησε και όταν συνήλθε είπε στους ανθρώπους που τον συνέφεραν:

«Ο Ρέντζος ήταν αυτός ο μεταπράτης».

Βγήκαν έξω να τον κυνηγήσουν, αλλά ο Θύμιος είχε φύγει μακριά.

Την τρίτη δόση παράγγειλαν και ήρθε με τα λεφτά στο εβραϊκό νεκροταφείο. Ο Γιάννης ήταν από το μεσημέρι μέσα στους τάφους και ο Μαραμένος ήρθε με πεντέξι άλλους. Του έγνεψε να έρθει κοντά του. Ήρθε.

«Πού είναι το παιδί μου;»

«Πού είναι τα λεφτά;»

«Εδώ.»

«Καλά, φέρτα.»

Τότε στάθηκε και φώναξε:

«Στον τόπο εσείς. Αλλιώς θα στείλω το κεφάλι του».

Ο γέρος έμπηξε τις φωνές και τους παρακαλούσε να σταματήσουν. Τότε κι αυτοί συμμορφώθηκαν. Ο Ρέντζος δρασκέλισε μια μάντρα. Είχε τα κέφια του και γελώντας τούς έβγαλε το καπέλο.

«Χαιρετάτε μου τον πλάτανο», τους είπε και έφυγε πια ήσυχος.

*

Στο λημέρι κάνανε συμβούλιο και αποφασίσανε να αφήσουμε τον αιχμάλωτο. Τα λύτρα ήταν αρκετά.

Ο Ελιά είχε δυο μήνες στα χέρια τους και μόλις άκουσε πως θα τον αφήσουνε πέταξε από τη χαρά του. Τους χαιρέτησε όλους και ζήτησε και συγγνώμη για το βάρος που τους έφερε τόσες μέρες. Στο τέλος, τον συμπάθησε ακόμα κι αυτό το αγρίμι ο Συντόρης. Τον πήρανε λοιπόν το βράδυ ο Ρέντζος και ο Συντόρης και τον αφήσανε κοντά στο δημόσιο δρόμο. Τον φίλησαν και οι δύο και ο Συντόρης τού είπε:

«Άντε παιδί μου. Και κοίτα να μπεις στο δρόμο του Χριστού. Να βαφτιστείς, και τότε ό,τι με θέλεις είμαι παρών».

Του έδωσαν και ένα χιλιάρικο για τα ναύλα, ως να φτάσει στα Γιάννενα. Μόλις απομακρύνθηκαν, φοβούμενος νέα σύλληψη εκ μέρους των χωρικών φίλων των Ρεντζαίων που θα νόμιζαν ότι δραπέτευσε, έσπευσε να κρυφτεί κάτω από το δέντρο, επί του οποίου έπεσε η χρηματαποστολή στη μεγάλη ληστεία της Πέτρας. Εκεί έμεινε όλη τη νύχτα και την τετάρτη πρωινή πέρασε ένας χωρικός, αλλά ο Μαραμένος έλαβε τα μέτρα του ώστε να μην γίνει αντιληπτός.

Με την ανατολή του ήλιου, εξήλθε στη δημόσια οδό και άρχισε να βαδίζει προς τη διεύθυνση της Φιλιππιάδας, στηριζόμενος επί χοντρής ράβδου. Μετά από λίγο, διήλθε τρέχοντας ολοταχώς ένα φορτηγό αυτοκίνητο, αλλά ο οδηγός δεν θέλησε να δώσει προσοχή στις κραυγές και τις επικλήσεις του Μαραμένου. Επί μια ώρα βάδιζε ο δυστυχής αιχμάλωτος, όταν σε μια καμπή του δρόμου είδε σταθμευμένη μια μικρή άμαξα. Πλησίασε και είπε στον αμαξά:

«Θέλεις να με πας στη Φιλιππιάδα;»

Ο αμαξάς κοίταξε με περιφρόνηση τον βρωμερό στην εμφάνιση πελάτη και απάντησε γελώντας:

«Δεν πας με τα πόδια, παιδάκι μου;»

Αλλά ο Μαραμένος, μολονότι δεν ήθελε να αποκαλύψει την ταυτότητά του, επέμεινε.

«Οδήγησέ με στη Φιλιππιάδα και δεν θα χάσεις. Έχω λεφτά.»

Και σε ένδειξη, έβγαλε από την τσέπη του το χιλιάρικο που του είχαν δώσει. Ο αμαξάς δεν είχε πια καμιά αμφιβολία ότι θα πληρωνόταν, και χωρίς δισταγμό παρέλαβε τον πελάτη του και τον οδήγησε στη Φιλιππιάδα. Ο Μαραμένος διέταξε να σταματήσει στον αστυνομικό σταθμό. Και αφού φιλοδώρησε τον αμαξά με 500 δραχμές, εισήλθε στον αστυνομικό σταθμό και ανακοίνωσε στον σταθμάρχη τα της απελευθέρωσής του. Ο σταθμάρχης προσκάλεσε αμέσως και τις άλλες αρχές της Φιλιππιάδας για τη διεξαγωγή ανακρίσεων. Αλλά ο Ελιά Μαραμένος, είτε επειδή φοβόταν είτε επειδή δεν ήταν σε θέση να συγκεντρώσει τις σκέψεις του λόγω ταραχής και συγχύσεως, δεν κατέθεσε τίποτα το συγκεκριμένο σε σχέση με το μέρος στο οποίο τον κρατούσανε.

Ο σταθμάρχης Φιλιππιάδας ανέφερε τηλεγραφικώς στην εισαγγελία Ιωαννίνων και την ανωτέρα διοίκηση χωροφυλακής τα περί της απελευθέρωσης του υιού Μαραμένου, ενώ την ίδια ώρα λάμβαναν τηλεγράφημα και οι γονείς του αιχμαλώτου, οι οποίοι με αυτοκίνητο και, έχοντας συνοδεία μερικούς συγγενείς, βγήκαν από τα Ιωάννινα για να προϋπαντήσουν τον επανερχόμενο μετά από τόσες σκληρές περιπέτειες Ελιά Μαραμένο.

(Το επόμενο Σάββατο στο red n’ noir: Από τους διάφανους περουζέδες της αυγής διαγράφεται η σκιερή σιλουέτα της πόλης | Έπεσε στη μέση και ο νόμος του Πάγκαλου για την καταπολέμηση της ληστείας)

Μαύρο δελφίνι ΙΙI

Όλο το σκηνικό θα ήταν για γέλια αν δεν επρόκειτο για ακόμα μία δουλειά. Το ταξί έτρεχε μέσα στην έρημο του Μαρόκου αφήνοντας πίσω ένα σύννεφο σκόνης. Ήταν ένα παλιό σαραβαλιασμένο σκαρί με σεμέν κρεμασμένα στα παράθυρα, ένα κομποσκοίνι στερεωμένο στον καθρέφτη και το πίσω κάθισμα -ο Αλλάχ να το κάνει κάθισμα- ήταν σκληρό, μάλλον κάποιο κιβώτιο σκεπασμένο με κουρελούδες. Ο Ρώσος αναπηδούσε που και που όταν έπεφταν σε καμιά λακκούβα, κρατώντας γερά ένα Καλάς στα πόδια του. Ο οδηγός είχε στο φουλ να παίζουν αμανέδες. Ούτος ή άλλως δεν μιλούσε γρι Αγγλικά. Όταν έφθασαν επιτέλους σε έναν οικισμό από τεράστιες τέντες, ο οδηγός του είπε:

«Ici c’est»3

Ο Βιλέν κατέβηκε από την πόρτα του δευτέρου επιβάτη ελπίζοντας να τρίζει λιγότερο από την δική του και δεν λάθεψε. Το τελευταίο που ήθελε ήταν να τον πάρουν στο κυνήγι ένα  σμάρι οπλισμένοι βεδουίνοι. Είχε απόλυτη ησυχία και το κρύο ήταν τσουχτερό στην έρημο. Μία μεγάλη φωτιά έκαιγε ακόμα και  2-3  βεδουίνοι κοιμόταν γύρω από αυτήν. Χάιδεψε το παγωμένο ατσάλι του Καλάσνικοφ, βεβαιώθηκε ότι το CZ ήταν ακόμα στο πίσω μέρος του παντελονιού και προχώρησε.

Πλησίασε στην κεντρική τέντα. Έσπρωξε το πανί και μπήκε μέσα αθόρυβα. Ακούμπησε το Καλάσνικοφ μπροστά του και έβαλε σιγαστήρα στο CZ. Δύο πυρσοί φώτιζαν την σκηνή.

Ο φύλαρχος ροχάλιζε σαν τραίνο στην ανηφόρα. Όταν τον πλησίασε άνοιξε τα μάτια του. Ρώτησε κάτι στα Μαροκάνικα και έκανε μία τρομαγμένη γκριμάτσα. Ο Βιλέν πυροβόλησε με σταθερό χέρι τρεις φορές. Στομάχι, καρδιά κεφάλι. Μία από τις χανούμισσες του χαρεμιού με διάπλατα ανοιγμένα τα μάτια από τρόμο ήταν έτοιμη να ουρλιάξει. Ο Ρώσος της έκλεισε  το στόμα, κόλλησε το CZ  και της είπε απαλά:

«En silence»4

Μάζεψε το Καλάσνικοφ, καθώς έβγαινε και έριξε μία τελευταία ματιά στην κοπέλα να βεβαιωθεί ότι δεν θα κάνει καμιά μαλακία. Στον γυρισμό σταμάτησαν σε  ένα πέτρινο καλύβι δίπλα σε  μία λίμνη. Ξεφορτώθηκε το CZ στον πάτο της λίμνης και ήπιε ένα ποτήρι τσάι που του πρόσφερε ο γέρος στο καλύβι. Είχε αρχίσει να χαράζει και το κρύο ήταν ακόμα τσουχτερό. Κούμπωσε το πέτσινο μπουφάν και κατευθύνθηκε στο ταξί.

Ξύπνησε το μεσημέρι τρομαγμένος από το ίδιο όνειρο. Πάντα το ίδιο μοτίβο με μερικές παραλλαγές. Άλλοτε ήταν ένα γκλομπ, άλλοτε μπουνιές και άλλοτε το κεφάλι του να σκάει στον τοίχο. Έβγαλε το χαρτί από το συρτάρι και τύλιξε ένα 50ευρω.Τράβηξε το μισό περιεχόμενο και ένοιωσε την σκόνη να του καίει το ρουθούνι. Ούτως ή άλλως σε λίγο θα έπρεπε να επισκεφθεί τον Κουτσό για ανεφοδιασμό. Έμεινε αρκετή ώρα ακίνητος από την ντάγκλα, σχεδόν σε λήθαργο με το φίλτρο από ένα τσιγάρο στα χείλη. Το κινητό χτύπησε αρκετές φορές μέχρι να καταφέρει να  το σηκώσει.

«Γιατί δεν απαντάς ρε γαμημένε;0», άκουσε την φωνή του άλλου.

«Εεε, κοιμόμουν.»

«Τι κοιμόσουν ρε γαμημένε; Πάλι πρέζα τράβηξες;»

«Κοιμόμουν ρε σου είπα», απάντησε ο Ρώσος κοφτά.

«Να με γαμήσεις θέλεις ρε μαλακισμένε πρεζάκια;»

«Είπα κοιμόμουν, τέλος με αυτά τα σκατά.»

«Τι τέλος ρε γαμημένε; Γιατί δεν σκότωσες την πουτάνα στο τσαντίρι, το ‘χεις χάσει ρε γαμημένε; Τώρα ξέρουν ποιος είσαι. Θα βρουν και εμένα.»

Ήθελε να του πει δεν καθαρίζω άσχετους, αλλά αντ’ αυτού απάντησε:

«Δεν θα μιλήσει μείνε ήσυχος.»

Με την τρομάρα που πήρε ήταν σίγουρος ότι δεν θα μίλαγε.

«Καλά, καλά! Έλα από εδώ το βράδυ να τα πούμε, καλή δουλειά κατά τα άλλα μικρέ.»

Τo βράδυ ο μαύρος γορίλας δεν ήταν στην πόρτα. Τώρα ήταν ένας ψηλός με πλατάρες Ουκρανός η Ρώσος, με πολλά κακοφτιαγμένα τατουάζ στα χέρια σαν αυτά που φτιάχνουν στην φυλακή. Ο ίδιος είχε φροντίσει και είχε κάνει cover στα τατουάζ. Είχε αφήσει μόνο δύο κάτω από τους δύο ώμους, ένα οκτάκτινο αστέρι στο καθένα και ένα μαύρο δελφίνι στο δεξί μπράτσο. Για να θυμάται που ήταν. Για να μην ξαναγυρίσει.

-здравствуйте товарищ5 του πέταξε αλλά ο άλλος δεν τσίμπησε.

Δεν πετάρισε  καν τα βλέφαρα του. Τον κοίταξε με σκληρό ύφος χωρίς

να του ανοίξει την πόρτα. Ο γορίλας καθόταν δίπλα στο αφεντικό και πιο δίπλα η όμορφη Μαροκινή με το πελιδνό πρόσωπο.

«Καλώς τον», είπε κάνοντας νόημα στον μπάρμαν. «Το συνηθισμένο;»

Ο Βιλέν κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Δεν του άρεσε όλη η φάση. Η ξαφνική ψευτοευγένεια μετά τα πρωινά χεστήρια αλλά και η παρουσία του

μπράβου ήταν κακό σημάδι. Ένοιωσε να τσιτώνει και ευχαριστήθηκε που είχε πάρει μαζί του τον φίλο του Σμίθ Γουέσον. Η βραδιά κύλησε ήρεμα με αστεία και πειράγματα αν ήταν καλή η μικρή. Ο Έλληνας καυχήθηκε ότι ήταν ο πρώτος που την πήρε και ότι ήταν, το νεώτερο απόκτημα στην συλλογή του.

-Πάρ’ την ρε γαμημένε χύστηνα πατόκορφα, πάρτη απ’ όλες τις τρύπες την ξεκωλιάρα ρε μαλάκα. Πάρ’ την και ξέσκισε την ρε μαλάκα. Είσαι ο καλύτερος που είχα ποτέ ρε γαμημένε, του είπε αγκαλιάζοντας και κλαίγοντας  σε ένα παραλήρημα από το μεθύσι.

Αυτή την φορά πήγανε στο ξενοδοχείο του. Πηδιόταν όλο το βράδυ σαν να μην υπάρχει αύριο. Πρώτη φορά δεν ένοιωσε την ανάγκη να ρουφήξει σκόνη για να χαλαρώσει και να κοιμηθεί. Το πρωί ήταν ακόμα δίπλα του γυμνή. Του χαμογέλασε μισοκοιμισμένη. Το κάνανε άλλη μία φορά. Πρίν φύγει τις έδωσε ένα χαρτονόμισμα των 100 ευρώ. Δίστασε στην αρχή να το πάρει. Χαμογέλασε φοβισμένα αλλά τελικά το πήρε. Στο κάτω-κάτω εργάτρια ήτανε σκέφτηκε. Εργάτρια στην βιομηχανία του σεξ.

(Τέλος επεισοδίου. Όλα τα επεισόδια εδώ)

(3) Εδώ είναι στα Γαλλικά. Το Μαρόκο υπήρξε γαλλική αποικία μέχρι το 1956 οπότε ανεξαρτητοποιήθηκε και πέρασε από τότε πολλές δυσκολίες. Όταν μπήκε στο Δ.Ν.Τ. (Διεθνές Νομισματικό Ταμείο) υπέστη μεγάλη κοινωνική και οικονομική κρίση.

(4) Ήσυχα

(5)  Γεια σου σύντροφε στα Ρώσικα

Το red n’ noir προτείνει βιβλία:

Άδειοι

Αναρωτιέμαι αν υποφέρουν πιο πολύ αυτοί που αγαπούν, ή εκείνοι που αγαπιούνται. Γιατί αυτοί που αγαπούν, ακόμη και με παραπάνω απώλειες απ’ όσες μπορούν ν’ αντέξουν, τα καταφέρνουν. Λυπάμαι αυτούς που αγαπιούνται. Και στέκουν μπροστά σ’ εκείνους που τους αγαπούν, με άδεια χέρια. Στέκουν περήφανοι και κολακευμένοι, κι όλο καμάρι φυσούν τον καπνό του τσιγάρου. Αρνιούνται τον έρωτα που τους προσφέρουν με θράσος. Εκείνοι που αγαπούν, ζουν στην απόρριψη και πονούν. Χτυπούν τον εαυτό τους. Κι ένας περαστικός που τους βλέπει, λέει: «Κοίτα, αυτοί έχουν πληγωθεί, χωρίς κάποιο όπλο να τους έχει τραυματίσει»’. Όμως εκείνοι που αγαπιούνται αξίζουν πραγματικό οίκτο. Γιατί γι’ αυτούς, ένας περαστικός θα πει: «’Κοίτα, αυτοί πονούν πολύ μα δε το ξέρουν». Κούφια κορμιά, καλά κουρδισμένα. Αχάριστα. Έχουν λάβει τόσα χάδια, κι όμως. Ακόμη κι έτσι, παραμένουν κούφια. Αυτούς λυπάμαι. Είναι, αγάπη μου, μαγκιά τους να περηφανεύονται που τους προσφέρουν έρωτα, και να λένε στις παρέες πόσο πολύ αγαπήθηκαν. Αλλά είναι απ’ τους χαμένους, οι τελευταίοι. Σέβομαι αυτούς που αγαπούν, που δίνουν έρωτα, μα κάτι τυπάκια σαν κι εκείνους, με τρόπο απάνθρωπο τ’ αρνήθηκαν. Και ναι, γίνονται στον κόσμο άσχημα πράγματα. Κι αύριο, ακόμη χειρότερα. Μα έπρεπε κάποιος να μιλήσει. Κι έτσι ίσως, κάποια μέρα, να είναι ικανοί γι’ αγάπη.

Η ελληνική κοινότητα της Νεμπράσκα αντιμέτωπη με το ρατσιστικό μίσος

Ο φόνος του αστυφύλακα Έντουαρντ Λόουερυ

Το απόγευμα της Παρασκευής 19 Φεβρουαρίου 1909, ο αστυφύλακας της Σάουθ Όμαχα (πόλη της Νεμπράσκα) Έντουαρντ Λόουερυ συλλαμβάνει τον εκ Θουρίας Καλαμάτας Ιωάννη Μασουρίδη. Καθ’ οδόν προς την αστυνομία, ο Μασουρίδης θέλει να ξεφορτωθεί το περίστροφό του. Ο αστυφύλακας, παρεξηγώντας αυτή την κίνηση ως απόπειρα εναντίον του, τραβάει το όπλο του και τον πυροβολεί δυο φορές, τραυματίζοντάς τον στην κνήμη και την κοιλιά. Ο Μασουρίδης πυροβολεί πίσω φονεύοντας τον αστυφύλακα και διαφεύγει. Μετά από λίγο, συλλαμβάνεται τραυματισμένος και μεταφέρεται στο αστυνομικό τμήμα, όπου αστυνομικοί τού επιτίθενται ανηλεώς με ρόπαλα, αφήνοντάς τον αναίσθητο. Πλήθος κόσμου συρρέει έξω από το αστυνομικό τμήμα, επιμένοντας να παραδοθεί σε αυτούς ο Μασουρίδης. Οι αστυνομικοί, προβλέποντας την εφαρμογή του νόμου του Λίντς, μεταφέρουν τον Μασουρίδη από πίσω πόρτα στις φυλακές της Όμαχα, οι οποίες απέχουν περίπου έξι μίλια.

Συλλογή υπογραφών και συλλαλητήριο για την εκδίωξη της ελληνικής κοινότητας

Μερίδα τοπικών παραγόντων της Σάουθ Όμαχα υπογράφει έκκληση, με την οποία προσκαλείται ο λαός της πόλης σε συλλαλητήριο, κατά το οποίο θα αποφασιστούν τα μέτρα με τα οποία θα εκδιωχθούν οι μη επιθυμητοί Έλληνες από την πόλη. Ο δικηγόρος Ιωσήφ Μέρφι συλλέγει υπογραφές από διάφορα σπίτια της πόλης, ενώ άλλες πανομοιότυπες εκκλήσεις διακινούνται από διάφορους άλλους Αμερικάνους. Μαζεύονται περίπου πεντακόσιες υπογραφές. Οι εκκλήσεις περιλαμβάνουν και το ψήφισμα του λαού που θα υποβληθεί  στο συλλαλητήριο της Κυριακής 21 Φεβρουαρίου 1909 και το οποίο αναφέρει:

Επειδή μεταξύ των Ελλήνων της πόλης μας υπάρχει αναρχική κατάσταση που έχει εκδηλωθεί και κατά το προηγούμενο έτος σε διάφορες περιστάσεις με πασιφανή περιφρόνηση και απείθεια προς τους νόμους και τις δημοτικές διατάξεις, και επειδή οι καλούμενες ελληνικές συνοικίες γέμισαν Έλληνες που επιτέθηκαν κατά των γυναικών μας, προσέβαλαν τους διαβάτες και διατηρούνε φανερά χαρτοπαιχτικές λέσχες και επιδίδονται σε κάθε είδους κακοήθειες, και επειδή το απόγευμα της 19ης Φεβρουαρίου 1909 οι συνθήκες αυτές κατέληξαν στον άγριο και άνανδρο φόνο του αστυφύλακα Έντουαρντ Λόουερι, ενός εκ των μάλλον ευυπόληπτων πολιτών της πόλης, αποφασίζουμε τα εξής:

Εμείς, οι φορολογούμενοι πολίτες του δήμου, πιστεύουμε ότι πρέπει να προβούμε στη σύγκληση συλλαλητηρίου, το οποίο θα λάβει χώρα το απόγευμα της Κυριακής 21 Φεβρουαρίου στο Δημαρχείο, για να ληφθούν δια κοινής απόφασης τα μέτρα εκείνα τα οποία οριστικώς θέλουμε να απαλλάξουν την πόλη από τους μη επιθυμητούς Έλληνες, αποσοβώντας έτσι τους κινδύνους που απειλούν την ύπαρξη και την ευημερία της πόλης.

Στο συλλαλητήριο εκφωνούν λόγους οι βουλευτές της Πολιτείας της Νεμπράσκα Τζέρι Χάουαρντ και Τ. Ρ. Κράους, ο δικηγόρος Ιωσήφ Μέρφι και άλλοι. Το πνεύμα όλων των αγορεύσεων είναι ιδιαιτέρως εχθρικό προς την ελληνική κοινότητα. Ο Κράους, που μιλάει τελευταίος, τονίζει ότι οι Έλληνες δεν είναι επιθυμητοί. Το λόγο του τελείωσε ως εξής:

Το αίμα ενός Αμερικάνου είναι στα χέρια αυτών των Ελλήνων και πρέπει οπωσδήποτε να βρούμε τρόπο να εκδικηθούμε αυτόν το θάνατο, απαλλάσσοντας την πόλη από αυτή την τάξη των ανθρώπων.

Το ψήφισμα γίνεται δεκτό υπό του συναθροισθέντος στο δημαρχείο όχλο, κατόπιν προσφωνήσεών του από τον δήμαρχο της πόλης.

Θα ακολουθήσουν άγριες και φρικώδεις σκηνές. Το συλλαλητήριο διαλύεται και το πλήθος κατευθύνεται προς την ελληνική συνοικία όπου ξεκινάει τις καταστροφές.

Το πογκρόμ κατά της ελληνικής κοινότητας

Το πογκρόμ ξεκινάει στις 21 Φεβρουαρίου 1909 το απόγευμα και δεν σταματάει παρά στις τέσσερις το πρωί.

Ο όχλος συγκεντρώνει τις προσπάθειες του εναντίον τριών ξενοδοχείων στα οποία διαμένουν έλληνες εργάτες, ένα εκ των οποίων καίγεται συθέμελα. Επίσης προξενούν καταστροφές σε πολλά σπίτια. Σε ένα σπίτι μπαίνουν μέσα καταστρέφουν έπιπλα και κακοποιούν μια γυναίκα και ένα παιδί.

Όμοια οργή επιδεικνύεται εναντίο μεγάλου αριθμού Ιαπώνων που εργάζονται κι αυτοί όπως και οι έλληνες στην βιομηχανία συσκευασίας κρέατος.

Η ταραχή αποδεικνύει πως πολλοί Έλληνες είναι οπλισμένοι. Σε έξι περιπτώσεις οι Έλληνες πυροβολούν εναντίον του πλήθους. Αυτό όμως ερεθίζει περισσότερο τον όχλο που με ιδιαίτερη μανία επιτίθεται κατά των σημείων που πέφτουν οι πυροβολισμοί.

Η στάση της Αστυνομίας

Μετά τα μεσάνυχτα η αστυνομία και ο Σερίφης αρχίζουν να συλλαμβάνουν τους πρωταίτιος και το πρωί βρίσκει το Αστυνομικό Τμήμα με πενήντα προσαχθέντες. Νωρίς τη νύχτα μεγάλο πλήθος είχε μαζευτεί γύρω από το Τμήμα και μόνο μετά από πυροβολισμούς των αστυνομικών αποτράπηκε η καταστροφή του κτιρίου από τον όχλο.   

Τότε ο Μπρίγκς, διευθυντής της αστυνομίας, και ο Σερίφης Μπράιλεγκ ξεκινούν να τοποθετούν τις δυνάμεις τους στα εργοστάσια συσκευασίας κρέατος φοβούμενοι ότι οι ταραχές θα επαναληφθούν όταν οι Έλληνες μεταβούν για εργασία.

Οι αρχές της πόλης καλούν τμήμα της εθνοφυλακής της Πολιτείας προς πρόληψη νεώτερων ταραχών. Ο κυβερνήτης δίνει οδηγίες σε τρία τμήματα εθνοφρουρών της πόλης να είναι έτοιμα προς υπηρεσία.

Ο απολογισμός

Το έργο της νύχτας γίνεται ορατό το πρωί. Ο όχλος είχε στρέψει την μανία του κατά των σπιτιών των πιο ευκατάστατων Ελλήνων. Ο Α. Κόκορης γνωστός ως Βασιλιάς των Ελλήνων ιδιοκτήτης δυο αρτοποιιών και ενός μικρότερου καταστήματος έχασε σχεδόν τα πάντα. Όλα τα οικοδομήματα που κατείχε γκρεμίστηκαν και τα εμπορεύματα του διασκορπίστηκαν. Το ζαχαροπλαστείο των αδελφών Δήμου, το καλύτερο στη πόλη, καταστράφηκε εξ’ ολοκλήρου. Πέντε καταστήματα καταστράφηκαν εντελώς, ενώ 16 μικρότερα έπαθαν μικρές ή μεγάλες ζημιές. Ένα ζυθοπωλείο ιδιοκτησίας Ρουμάνου καταστράφηκε όπως και κάποια μικρά υποδηματοκαθαριστήρια.

Μεταξύ των παθόντων είναι πέντε τραυματισμένοι από όπλα. Έντεκα βαριά πληγωμένοι Έλληνες μεταφέρονται στα νοσοκομεία. Στους τραυματίες συγκαταλέγονται και δεκαπέντε άτομα άλλων εθνικοτήτων που έγιναν θύματα επιθέσεων καθώς θεωρήθηκαν ως Έλληνες.

Σε άλλες πολιτείες

Τα δημοσιεύματα σε όλες τις αμερικανικές εφημερίδες, οι λεπτομερείς και εκτενείς ανταποκρίσεις από την Σάουθ Ομάχα, οι περιγραφές των άγριων σκηνών και των βιαιοπραγιών που έλαβαν χώρα, ο ερεθισμός κατά των ξένων και τα φυλετικά μίση εξεγείρουν και αλλού τον όχλο κατά των Ελλήνων. Στο Ντέιτον του Οχάιο, στην συνοικία Γουέστ Εντ καταστρέφεται η πρόσοψη καταστήματος που ανήκει σε δυο Έλληνες οι οποίοι πέφτουν θύματα εξαγριωμένου όχλου. Στο Κάνσας μετά από φιλονικία ενός Έλληνα εργάτη και ενός Αμερικανού ακολουθεί μεγάλη σύρραξη. Εξακόσιοι Αμερικάνοι οπλισμένοι με ρόπαλα επιτίθενται δια λιθοβολισμού κατά πενήντα Ελλήνων. Τέσσερις Έλληνες τραυματίζονται. Η αστυνομία επεμβαίνει εγκαίρως διαλύοντας τους συμπλεκόμενους.  

Στο Κάνσιλ Μπλαφς της πολιτείας Αιόβα δυνάμεις της Αστυνομίας περικυκλώνουν τριακόσιους Έλληνες και τους φυλακίζουν. Μετά από έρευνα βρίσκονται στην κατοχή τους περίστροφα και άλλα όπλα τα οποία «ακολουθώντας τα πάτρια έθιμα πολλοί εκ των Ελλήνων φέρουν…»

Μαύρο δελφίνι ΙΙ

Το καφενείο ήταν σαν τους παραδοσιακούς καφενέδες στην Αθήνα. Τζαμαρία, δύο-τρία τραπέζια απ’ έξω και γερόντια μέσα που έπιναν τσάι σε κοντό γυάλινο ποτήρι  καπνίζοντας ναργιλέ. Μόνο που δεν ήταν ένα συνηθισμένο καφενείο.

Εντόπισε τον κουτσό σε μία γωνιά. Του έκανε νεύμα να μην καθίσει και τον τράβηξε σε μία πίσω πόρτα η οποία οδηγούσε σε ένα παράνομο στριπτιτζάδικο. Ήταν άδειο και μύριζε μπαγιάτικο αέρα και κάπνα. Μόνο ένα χαμηλό φώς ήταν αναμμένο στην μικρή πίστα με την μπάρα για τα νούμερα των κοριτσιών. Του έδωσε το πακέτο, με περιτύλιγμα από  τοπική εφημερίδα.

«Θέλεις τίποτα άλλο;», ρώτησε ο κουτσός, «έχω καλή σκόνη.»

«Όχι είμαι εντάξει», απάντησε ο ρώσος

Δεν το άνοιξε παρά μόνο όταν γύρισε στο ξενοδοχείο. Είχε ένα CZ με σιγαστήρα, μια φωτογραφία με διεύθυνση στο πίσω μέρος και  την αμοιβή του. Το έβαλε στο πίσω μέρος του τζιν και κατέβασε την μπλούζα. Τράβηξε μία μυτιά και βγήκε.

Ήταν ένας έμπορος από αυτούς με τα μπαχαρικά σε σκόνη που τα κάνουν κωνικό σχήμα μέσα στο τσουβάλι. Ποτέ δεν κατάλαβε πως η λεπτόρρευστη σκόνη αψηφούσε τον νόμο της βαρύτητας. Ο έμπορος καθόταν στο βάθος του μαγαζιού. Μόλις τον είδε  πετάχτηκε σαν να είχε καταπιεί ελατήριο και άνοιξε τα χέρια σαν να ήθελε να τον αγκαλιάσει.

«Come,come my friend», είπε με το φαφούτικο στόμα να του χαμογελάει.

Ήταν κοντός χοντρός με μουστάκι και μια τεράστια κοιλιά, που οριακά χώραγε στο λιγδωμένο πουκάμισο. Και στα δύο χέρια είχε χρυσά δαχτυλίδια. Το χαμόγελο του κόπηκε όταν είδε το CZ,να τον σημαδεύει. Τις δύο πρώτες τις άρπαξε στην καρδιά και μία στο κεφάλι στο δόξα πατρί. Δεν περίμενε να τον δει να πέφτει. Έκανε να φύγει αλλά γύρισε πίσω πήρε μια εφημερίδα και τύλιξε το  CZ,αφού πρώτα έβγαλε τον σιγαστήρα. Έβαλε τα γυαλιά ηλίου και βγήκε έξω. Πέταξε το όπλο σε έναν κάδο σκουπιδιών δύο στενά μακρύτερα.

Κάθε βράδυ έβλεπε το ίδιο όνειρο και ξύπναγε με ένα λαχανητό, μούσκεμα στον ιδρώτα. Έβλεπε την  πατρική φιγούρα να γυρνάει τρικλίζοντας από την φθηνή  βότκα. Ο πατέρας του ήταν μυστικός μπάτσος  και εξέχον μέλος στο κόμμα, αλλά αυτό δεν τον έκανε και τον καλύτερό άνθρωπο. Τουναντίον ήταν ένα κάθαρμα  περιωπής. Ακόμα και όταν ξεχαρμάνιαζε την βίαιη φύση του πάνω στα αντικοινωνικά στοιχεία, τους εχθρούς του καθεστώτος, όπως τους έλεγε, κράταγε δυνάμεις για τον 16χρονο γιό του.

Αυτό κράτησε για 4 χρόνια. Ο Ο Βιλέν(1) ο Ρώσος, καθάρισε το θέμα με μια μαχαιριά από κουζινομάχαιρο στην καρδιά.

«Το Μαύρο Δελφίνι είναι ο τελευταίος προορισμός», του δήλωσε ένας φύλακας, όταν έμπαινε στο κάτεργο. «Δεν μπορείς να πας πιο πέρα. Μπορείς να φύγεις μόνο με ένα τρόπο: με νεκροφόρα».

Η φυλακή στα σύνορα Ρωσίας-Καζακστάν, είχε πάρει το όνομα της από το μαύρο δελφίνι που είχαν φιλοτεχνήσει παλιότεροι ισοβίτες. Γέμισε το κορμί με τατουάζ και το μυαλό του με γνώσεις για όπλα και πως να σκοτώνει με γυμνά χέρια. Πίστευε ότι θα αφήσει τα κόκαλα σε αυτό το άθλιο μπουντρούμι, με ψυχάκια, κανίβαλους και serial killers. Ωστόσο το καθεστώς έκρινε ότι δεν ήταν τελικά και τόσο επικίνδυνος και τον έστειλε σε μία άλλη φυλακή της πόλης Ανγκάρστ της περιοχής Ιρκούτσκ, απ’ όπου  πήρε το αποφυλακιστήριο.

Τότε τον πλησίασε ο Ζένια ένας από τους μεγαλύτερους νονούς της Μόσχας.

«Брат Брат2», του είπε, «έλα να δουλέψεις κοντά μου και δεν θα χάσεις».

Ήταν ήδη 30αρης και με ένα πτυχίο από τις δύο φυλακές δεν είχε προοπτική να δουλέψει ούτε σαν χαμάλης στο λιμάνι. Ειδικά σε μία χώρα κρατικού καπιταλισμού, όπου η αναξιοκρατία κυβερνούσε.

Το πρώτο  του συμβόλαιο ήταν το πρώην δεξί χέρι του Ζένια. Θεώρησε καλό να αυτονομηθεί και να διεκδικήσει ένα μερίδιο από την πίτα: Πουτάνες, όπλα και ναρκωτικά.

Μπήκε στο κυριλέ εστιατόριο με την φθαρμένη καμπαρντίνα κουμπωμένη μέχρι πάνω, δεν είχε καθόλου κόσμο για να προσέξει την φαρδιά καμπαρντίνα να φουσκώνει μπροστά. Ξεκούμπωνε την καμπαρτίνα πριν φθάσει  μπροστά του, όταν άνοιξε και το τελευταίο κουμπί αποκαλύφθηκε ένα Καλάς κρεμασμένο με ιμάντα. Ο Βιλέν δεν δίστασε καθόλου. Το έβγαλε και τον γάζωσε. Δεν πρόλαβε να βγάλει κίχ. Η ριπή τον έσκισε στην μέση. Την υπόλοιπη γεμιστήρα την άδειασε πάνω στους μπράβους και το πρωτοπαλίκαρο του, έναν κακομούτσουνο Γεωργιανό. Σκέφτηκε ότι το αφεντικό του δεν του είχε εμπιστοσύνη και του έδωσε το Καλάς για σίγουρο αποτέλεσμα.

(Τέλος επεισοδίου. Όλα τα επεισόδια εδώ)

(1) Κατά τα πρώτα χρόνια του σοβιετικού κράτους, οι κομμουνιστές προωθούσαν ενεργά τα νέα ονόματα, τα οποία αντανακλούσαν στη νέα εποχή. Συνήθως επρόκειτο για συντομευμένες συνθέσεις από ονόματα των ηγετών της Επανάστασης Π.χ. Βιλέν: από το Βλαντίμιρ-Ιλίτς-Λένιν, Μελόρ: από το Μαρξ-Ένγκελς-Λένιν-Οκτωβριανή Επανάσταση, το γυναικείο όνομα Νινέλ είναι αναγραμματισμός του Λένιν.

(2) Αντίστοιχο του bro στα Ρώσικα

Το red n’ noir προτείνει βιβλία:

Η ληστεία της Πέτρας Χ

Κεφάλαιο 19 (19 Νοεμβρίου 1928)

Η αμαξοστοιχία πλησιάζει στο σιδηροδρομικό σταθμό της Θήβας. Ήδη οι επιβάτες από τα παράθυρα των κουπέ τους μπορούν να δουν τους πρώτους διαβάτες –αγρότες που οδηγούν τα άλογά τους φορτωμένα με το αλέτρι προς τους αγρούς. Αυτοί μπορούν να συνεχίσουν τη ζωή τους χωρίς χειροπέδες. Ο Γιάννης και ο Θύμιος Ρέντζος μπορούν μόνο να αναπολούνε το παρελθόν τους από τα παράθυρα του βαγονιού και να βλέπουνε τους κάμπους και τα πευκόφυτα βουνά.

Ο σταθμάρχης στην τηλεγραφική μηχανή έχει πληροφορήσει ότι η ταχεία πέρασε μόλις από τη στάση Βαγίων. Εντός είκισι λεπτών, την ώρα της ανατολής του ηλίου, θα έχει φτάσει στη Θήβα. Ήδη ακούγεται ο πρώτος συριγμός που προειδοποιεί για την άφιξή της.

Στο σταθμό βρίσκονται ο υπομοίραρχος αστυνόμος της Θήβας και δυο χωροφύλακες, μάλλον προς ικανοποίηση ατομικής περιέργειας παρά προς εκτέλεση καθήκοντος, αφού τώρα δεν πρόκειται να αντικρύσουν τα διαβόητα αδέλφια ως μέλη καταδιωκτικού αποσπάσματος. Άνθρωποι περίεργοι μαζί με πλήθος άλλων ανθρώπων που έρχονται σε ομάδες από το κοντινό χωριό Πυρί και από τη Θήβα.

Οι συρρέοντες έχουν καταλάβει επίκαιρες θέσεις. Αναρριχώνται στα δέντρα, τις χαμηλές στέγες των ελάχιστων οικημάτων του σταθμού και στο ξύλινο κιγκλίδωμά του. Τα βλέμματα είναι στραμμένα προς την κατεύθυνση της μηχανής που πλησιάζει.

«Έρχονται! Τους φέρνουνε!»                 

Η αμαξοστοιχία σταθμεύει με κάποια υπερηφάνεια, καίτοι άψυχη συμμετέχει στο γεγονός της μεταγωγής των δυο τρομερών αδελφών στην Αθήνα από τη Βάρνα. Τα θεμέλια των κεφαλών τους είναι πια σαθρά. Δύσκολο να τα κρατήσουνε στους ώμους τους. Αυτό είναι μέσα στα ρίσκα του επαγγέλματος και από κάποια σκοπιά ξεπεράσανε τις προσδοκίες τους σε διάρκεια.

Δεν είναι δύσκολο να ανακαλύψει κανείς το κουπέ τους. Από τα τζάμια ενός βαγονιού δεύτερης θέσης κάπου στο μέσο της αμαξοστοιχίας, φαίνονται οι αστυφύλακες και ανάμεσά τους ο Γιάννης και ο Θύμιος καταπτοημένοι, με την αγωνία και την κούραση εξωτερικευμένη στα πρόσωπά τους, υπό μορφή ελαφρών ρυτίδων και άφθονης χλωμάδας. Οι άνθρωποι εδώ τους βλέπουν και τους μυκτηρίζουν. Ο Γιάννης Ρέντζος τους κοιτάζει με ψυχρότητα και ενδεχομένως να σκέφτεται πως αν η δράση του είχε επεκταθεί μέχρι τη Θήβα, τώρα θα τους έβλεπαν με μεγαλύτερο σεβασμό.

Η αμαξοστοιχία ξεκινάει. Ο Θύμιος συνεχίζει να κάθεται στο απέναντι κάθισμα από τον Γιάννη, ενώ ο καθένας τους έχει στην κάθε πλευρά του από έναν μπασκίνα. Από το βλέμμα του Θύμιου πετάγονται γιαταγάνια και χατζάρια να πνίξουν στο αίμα όλους όσους αυτή τη στιγμή είναι κοντά και τους κοιτάζουν χωρίς να τους σέβονται, χωρίς να τους φοβούνται και χωρίς να τους τρέμουν. Έχουνε στα χέρια χειροπέδες και στο δεξί πόδι μια βαριά αλυσίδα, την οποία τους πέρασε η βουλγάρικη αρχή αμέσως μετά τη σύλληψή τους. Στη Βουλγαρία αυτή η μεταχείριση προβλέπεται. Μόλις φτάσουνε στην ελληνική φυλακή, θα τους τις βγάλει ο σιδηρουργός, γιατί οι κρίκοι στα πόδια τους είναι συγκολλημένοι.

*

Η συνεχής βροχή των προηγούμενων ημερών μάζεψε επιτέλους τον κόσμο στα σπίτια του, που καλά και σώνει δεν εννοούσε να παραδεχτεί ότι έφτασε ο χειμώνας. Άρχισαν οι βεγγέρες, τα τσαγάκια και οι εν κλειστώ χώρω συγκεντρώσεις. Σε κάποιες από αυτές τις συγκεντρώσεις, σίγουρα οι παρέες θα συζητούν για τις εξελίξεις στην τηλεμηχανική. Για τον νέο κόσμο που υπόσχεται η τηλεόραση. Ο άνθρωπος στο εξής, λέει, πηγαίνοντας στο τηλέφωνο, όχι μόνο θα ακούει τη φωνή του προσώπου με το οποίο θα μιλάει, αλλά θα βλέπει και το πρόσωπό του. Η νέα επιστήμη υπόσχεται ότι ο συγχρονισμός μεταξύ της φωνής και των κινήσεων του ανθρώπου, στην άλλη άκρη της γραμμής, θα είναι τέλειος. Θα γίνεται δηλαδή από το γραφείο του κάποιος να παραβρίσκεται στις διαδηλώσεις και τις στρατιωτικές παρελάσεις που θα εξελίσσονται στους δρόμους της Νέας Υόρκης ή του Πεκίνου, ακούγοντας συγχρόνως και τις ζητωκραυγές που θα τις συνοδεύουν! Το θέατρο και ο κινηματογράφος θα υποστούν τέλεια επανάσταση και αναστάτωση με την εφεύρεση αυτή. Όταν η ραδιοφωνία συνδυαστεί με την τηλεόραση, θα γίνει πραγματικότητα το θέατρο στο σπίτι. Ο τηλεκινηματογράφος θα είναι η αυριανή διασκέδαση. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα να ελαττωθούν οι σημερινές κινηματογραφικές αίθουσες. Κάθε σπίτι θα έχει από μία και εκεί θα συγκεντρώνονται τα μεγαλύτερα γεγονότα όλου του κόσμου.

Σε κάποια άλλη συγκέντρωση, είναι πιθανόν να συζητούν για τη νέα οικονομική πολιτική του Ελευθέριου Βενιζέλου και το αναπόδραστο της αποτυχίας της, καθώς με πρόχειρους πειραματισμούς δεν μπορεί να λυθεί το οικονομικό πρόβλημα. Κάποιοι άλλοι θα συμφωνούν ότι ο φασισμός είναι ένα μέγα ιστορικό φαινόμενο και πως κατάφερε να επιβληθεί χάρη στα μεγάλα πλεονεκτήματα τα οποία περιέχει το δόγμα του. Ο Ντούτσε θριαμβεύει, έστω και παρά τα συμπεράσματα κάποιων που ακόμα αμφιβάλουν. Κάποιοι άλλοι συζητάνε για το σκάνδαλο της Πάουερ, ενώ άλλοι για τη σημασία που έχει ο αγώνας των καπνεργατών. Όμως είναι περισσότερο από βέβαιο πως οι περισσότερες συγκεντρώσεις θα έχουν έστω μια αναφορά στη σύλληψη και την έκδοση των Ρεντζαίων.      

Κεφάλαιο 20 (Χειμώνας 1923-1924)

Τη μια τουφεκιά ακολούθησε κι άλλη και άλλες πολλές. Ο Θύμιος τρέχει και φυλαχτά-φυλαχτά ανοίγει την πόρτα για να δει. Ένας από τους δικούς τους άλλαζε βόλια με πέντε χωροφύλακες κι έναν νωματάρχη. Σ’ αυτές τις δουλειές κουράγιο και ταχύτητα χρειάζονται. Κοιτάξανε να δούνε αν θα μπορούσαν να τους βοηθήσουν ο Συντόρης και ο Γιώργος, όμως δεν ήταν για κουβέντα. Ήταν και οι δυο τους στουπί.

«Βρε μας σκοτώνουν», φωνάζει ο Θύμιος.

«Άσε κι ας μας σκοτώνουν», λέει ο Συντόρης, ενώ ο Γιώργος υπερθεματίζει:

«Τώρα αξίζει ο θάνατος.»

Ό,τι έπρεπε να γίνει κάτω από αυτές τις συνθήκες, έπρεπε να το κάνουνε τα αδέλφια μόνα τους. Αρπάζουνε τα τουφέκια κι αρχίζουν τα βόλια. Οι χωροφύλακες οι κακόμοιροι πυροβολούν κι αυτοί, αλλά το χαμηλό μέρος που είναι δεν τους βοηθάει να κάνουν περισσότερο το παλικάρι. Προτιμούνε να κάνουν φρόνιμα λοιπόν, να οπισθοχωρήσουν και να φύγουν.

Ύστερα από αυτά τα επεισόδια, δεν ήταν δυνατόν να παραμείνουν στο μέρος εκείνο. Το απόσπασμα που χτυπηθήκανε θα έτρεχε τώρα να μαζέψει ολόκληρο σύνταγμα. Καταβρέχουν με νερό τον Συντόρη και τον Γιώργο και καταφέρνουν να τους συνεφέρουν λίγο. Διώχνουν τις δυο γυναίκες, ντύνουν τον Ελιά στρατιωτικά και κατά τα ξημερώματα από δω παν’ οι άλλοι. Κακοπάθανε εκείνη τη νύχτα γυρίζοντας μέσα στα χιόνια και το ξεροβόρι. Τον αιχμάλωτο τον έχουνε καβάλα στο άλογο και εκείνοι προχωράνε πεζή. Όλη την ημέρα περπατάνε δρασκελώντας χαράδρες, χιονιές και ποτάμια.

Και να το χειρότερο. Μόλις είχε σουρουπώσει τη βραδιά της άλλης μέρας, κάτω σε ένα λόφο, φάνηκαν οκτώ άνθρωποι ντυμένοι πολιτικά με τους γκράδες τους. Τους βλέπουν κι πιάνουν πόστα. Χωρίς να χάσουν στιγμή αρχίζουν τις τουφεκιές. Ο Συντόρης που έχει τώρα ξεμεθύσει φωνάζει:

«Πιάστε θέσεις. Χτυπάτε! Χτυπάτε!»

Και το τουφεκίδι ανάβει. Μισή ώρα κράτησε, αλλά μέσα στο σκοτάδι δεν έβλεπαν ο ένας τον άλλον. Η συμμορία των Ρεντζαίων, για κακή τους τύχη, έσωσε γρήγορα από βόλια. Οι άλλοι όμως είχαν και έριχναν ακατάπαυστα. Ο Γιάννης τούς φωνάζει να σκορπίσουν, να μη σκοτωθούνε όλοι. Αυτό το είδε ο αιχμάλωτος και ξαφνικά, αφού τόση ώρα στεκόταν σαν χαμένος και κοιτούσε τη συμπλοκή, χιμάει στο άλογο, το καβαλάει πάλι και παίρνει δρόμο σαν αστραπή. Ο Συντόρης, που το είδε, δεν χάνει τον καιρό του. Αρπάζει το τουφέκι του και ρίχνει. Ο Ελιά τρέχει πεσμένος πίσω στ’ άλογο και το αίμα του κοκκινίζει τα χιόνια.

«Πάει κι αυτός», λέει ο Γιάννης και τους διατάζει να χωριστούν.

«Στον Ασπράγγελο θ’ ανταμώσουμε μεθαύριο βράδυ», τους λέει.

Και χωριστήκανε με την ιδέα ότι αυτή τη φορά έχασαν τη δουλειά από τα χέρια τους.

*

Δεν ήταν απόσπασμα αυτό με το οποίο συμπλακήσαν, αλλά άλλη συμμορία που τους πέρασε για χωροφύλακες επειδή φορούσανε τις χακί στολές. 

Ο μόνος τραυματίας από την εκ παρεξηγήσεως γενόμενη συμπλοκή ήταν ο φουκαράς ο Ελιά ο Μαραμένος. Μετά από κάμποσες τουφεκιές, εξαφανίστηκαν και οι δυο συμμορίες προς αντίθετες κατευθύνσεις, θεωρώντας και οι δύο τον άλλον χωροφυλακή. Ο αιχμάλωτος που τους είχε ξεφύγει κυλιόταν μέσα στα χιόνια με τέσσερις σφαίρες στο σώμα του, αναίσθητος σχεδόν, και, με μόνο του σύντροφο το άλογο, έμεινε εκεί όλη τη νύχτα, περισσότερο από δεκαπέντε ώρες. Οι πόνοι και η αιμορραγία τον είχαν εξαντλήσει εντελώς. Εντωμεταξύ, το χιόνι εξακολουθεί να πέφτει άφθονο και φτάνει σε ύψος τριάντα και πλέον εκατοστά.

Τα ξημερώματα πέρασε από το μέρος εκείνο ένας χωρικός από την Ποδαγορά. Από μακριά αντελήφθη το άλογο και του φάνηκε ότι ήταν νεκρό. Με αυτή την ιδέα προσπάθησε να αφαιρέσει τη σέλα και τα άλλα εξαρτήματα που ήταν στη θέση τους. Ο Μαραμένος ήταν σχεδόν καλυμμένος από το χιόνι και δεν τον αντιλήφθηκε αμέσως. Μόλις πλησίασε περισσότερο, είδε κάτω από τη χοντρή κάπα να κινείται κάτι. Και μόλις τη σήκωσε, είδε έναν άγνωστο άνθρωπο, πλημμυρισμένο μέσα στο αίμα, αναίσθητο σχεδόν, με μεγάλα μαλλιά και γένια και στολή χακί να τον παρατηρεί με βλέμμα απλανές. Έκπληκτος για το απροσδόκητο εύρημα, τον ρώτησε:

«Ποιος είσαι εσύ;»

Ο Μαραμένος δεν απάντησε. Περισσότερο περίεργος τώρα να εξακριβώσει τι συμβαίνει, ανασήκωσε το κεφάλι του τραυματία, καθάρισε πρόχειρα τα αίματα με το χιόνι και επανέλαβε την ερώτησή του. Ο Μαραμένος, που άρχισε πια να συνέρχεται, αφηγήθηκε στον χωρικό την περιπέτειά του, τη συμπλοκή, τη διαφυγή και την εγκατάλειψη.

Μόλις πληροφορήθηκε τα τεκταινόμενα, ο χωρικός παρέλαβε τον τραυματία και τον μετέφερε σε μια γειτονική στάνη. Εκεί, αφού τον περιποιήθηκε πρόχειρα και του έδεσε τις πληγές, τον εγκατέλειψε, λέγοντάς του ότι θα πάει να αναζητήσει γιατρό. Χωρίς να χάσει χρόνο, έσπευσε στη στάνη του Μερεμέτη, πρωτοξάδελφου των Ρεντζαίων, και τον ενημέρωσε με κάθε λεπτομέρεια για τα της ανακάλυψής του.

Ο Μερεμέτης τούς αναζήτησε στα γνωστά λημέρια και χωρίς μεγάλη δυσκολία τους εντόπισε, αναφέροντάς τους το ιστορικό της ανεύρεσης του αιχμαλώτου. Οι τρεις τους σπεύδουν στη στάνη, όπου βρίσκουν τον αιχμάλωτο σε ημιθανή σχεδόν κατάσταση από την αιμορραγία.

Πρώτη φροντίδα του Γιάννη ήταν να προβεί σε χειρουργική επέμβαση για την εξαγωγή των σφαιρών, διότι το ενδεχόμενο θανάτου του θα είχε ως συνέπεια την απώλεια των λύτρων. Χωρίς πολλούς δισταγμούς, ανασύρει από τη μέση του ένα πελώριο μαχαίρι και βγάζει τις δύο σφαίρες, παρά τις απελπισμένες κραυγές του θύματος. Οι άλλες δυο σφαίρες είχαν σφηνωθεί σε μέρος που ήταν αδύνατον να εξαχθούν και για αυτό παρέστη ανάγκη και δεύτερης χειρουργικής επέμβασης. Γλυκά-γλυκά, βγάζει ο Γιάννης τις σφαίρες από το κορμί του Ελιά και έτσι δεν γαγγραίνιασε και έζησε.                  

Η άλλη συμμορία, μόλις έμαθε τι συνέβη και ότι εξαιτίας τους κινδυνέψανε να χάσουνε τον αιχμάλωτο, φοβήθηκε την τιμωρία της και δραπέτευσε στην Αλβανία και μέχρι τη σύλληψη των Ρεντζαίων έμεινε εκεί.   

(Το επόμενο Σάββατο στο red n’ noir: Sic transit gloria mundi | Άντε παιδί μου. Και κοίτα να μπεις στο δρόμο του Χριστού. Να βαφτιστείς και τότε ό,τι με θέλεις είμαι παρόν)

Στάχτες

Μια ζωή στο νοίκι.

Νοικιασμένα δικαιώματα, έρωτες, φιλιά.

Έλλειψη θάρρους, για οποιαδήποτε αγορά.

Είμαστε-νομίζω- στάχτες.

Στάχτες που με το πρώτο φύσημα του ανέμου, σκορπάμε.

Γινόμαστε λάσπη, ακόμη και με την ελάχιστη βροχή.

Κι όλα δανεικά, και νοικιάζουμε ο ένας τον άλλον.

Για λίγο.

Μέχρι να μας φύγει ο φόβος.

Ίσα να ζεσταθεί και η άλλη πλευρά του κρεβατιού.

Νοίκιασες το δικαίωμα να πεις σ’ αγαπώ, για δύο ώρες.

Το δικαίωμα να συγκρουστείς με τις σάπιες πλευρές του νόμου και της εξουσίας,

μονάχα σε επετείους.

Ώσπου να λήξει κι αυτή η νύχτα.

16 Νοέμβρη

6 Δεκέμβρη

Κι άλλες ακόμη νύχτες και μέρες, που δεν αγόρασες θάρρος αρκετό για να φτάσει η φωνή σου και στην απέναντι πλευρά.

Την ώρα που ξεγύμνωναν, μείωναν, απειλούσαν, με κάτι που ονομάζουν ‘’όπλο’’.

Είναι από σίδερο ίσως.

Η δική σου όμως φωνή, μπορεί να το κομματιάσει.

Αλλά εσύ, εκεί.

Μια ζωή στο καταραμένο νοίκι.

Και κάθε Σάββατο στη λαϊκή, τους καλημερίζεις όλους.

Χαμογελάς, αγοράζεις λουλούδια.

Είχε περάσει προηγουμένως ο κύριος με το λάστιχο.

Τα καθάρισε τα αίματα, τα χυμένα μυαλά.

Είμαστε-νομίζω- στάχτες.

Στάχτες που με το πρώτο φύσημα του ανέμου, σκορπάμε.

Με την πρώτη βροχή, λάσπη.

Μια ζωή στο νοίκι.

Νοικιασμένα δικαιώματα, έρωτες, φιλιά.

Έλλειψη θάρρους, για οποιαδήποτε αγορά.

Ας τελειώνουμε μ’ εσένα.

Κάνε τουλάχιστον στην άκρη.

Γιατί ναι, θεέ μου, ναι.

Ναι διάολε.

Υπάρχουν άνθρωποι, που είχαν το θάρρος, να έχουν θάρρος.

Ο Άλλος Μαρξ. Ο γεροντοέρωτας του Κάρολου με τους ναρόντνικους

Στις 12 Μαρτίου του 1870, οι συντάκτες του ναρόντνικου περιοδικού Υπόθεση του Λαού που ήταν εξόριστοι στη Γενεύη έστειλαν μια επιστολή προς τον Μαρξ, στην οποία ζητούσαν τη συμβολή του, ώστε η πολιτική τους ομάδα να μπει στη Διεθνή. Οι συντάκτες της επιστολής επιτίθονταν με δριμύτητα στα «μασκαρέματα του πανσλαβισμού» και ξεκαθάριζαν πως ήταν οπαδοί του Τσερνισέφσκι και δεν είχαν «απολύτως τίποτε κοινό με τον κύριο Μπακούνιν και με τους όχι πολλούς συνεργούς του». Ανάμεσα στους υπογράφοντες την επιστολή, ήταν και ο Νικολάι Ούτιν, ένας από τους στενότερους συνεργάτες του Τσερνισέφσκι. Μέλη της ομάδας ήταν και ο Βίκτορ Μπαρντένεφ και η Εκατερίνα Μπρονέφσκαγια, οι οποίοι αρχικά συμμετείχαν στη φράξια της «Συμμαχίας της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας» που είχε ιδρύσει ο Μπακούνιν το 1868. Μάλιστα, ο ίδιος ο Μπακούνιν είχε συνεργαστεί στο πρώτο τεύχος της Υπόθεσης του Λαού. Ωστόσο, η συνεργασία του Μπακούνιν με τον Νετσάγεφ έστρεψε τους συντάκτες της Υπόθεσης προς τη συμμαχία με τον Μαρξ.

Η γνωριμία αυτή συνέβαλε ώστε σταδιακά ο Μαρξ να αλλάξει τη στάση δυσπιστίας που είχε απέναντι στο ρώσικο κίνημα. Στο βιβλίο Ο Άλλος Μαρξ, ο ιστορικός Έτορε Τσινέλα  «μελετάει την εκπληκτική διανοητική και πολιτική μεταμόρφωση του ύστερου Μαρξ. Ξεκινώντας από τη δεκαετία του 1870 και μέχρι τον θάνατό του το 1883, ο Μαρξ αρχίζει να αμφισβητεί τα συμπεράσματα των προηγούμενων έργων του και να έχει σοβαρές αμφιβολίες για την πιθανότητα μιας προλεταριακής επανάστασης στη Δύση. Εξού και η παθιασμένη μελέτη της αγροτικής κοινότητας στη Ρωσία και του πρωτόγονου κόσμου αλλά και οι δεσμοί και ο θαυμασμός του για τους ναρόντνικους αγωνιστές της Θέλησης του Λαού». Ας δούμε λοιπόν κάποιες στιγμές από αυτή την παραγνωρισμένη προσέγγιση Μαρξ και ναρόντνικων.

Η περιπέτεια της μετάφρασης του Κεφαλαίου

Η πρώτη γερμανική έκδοση του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου πραγματοποιήθηκε το 1867 και η επίδραση του βιβλίου ήταν καθοριστική και στη Ρωσία. Ήδη από την επόμενη χρονιά, ο Ρώσος εξόριστος επαναστάτης, φίλος και μαθητής του Τσερνισέφσκι, Αλεξάντρ Σέρνο Σολόβεβιτς εκφράζει την επιθυμία του να μεταφράσει το Κεφάλαιο στα ρώσικα, χωρίς να κρύβει ταυτόχρονα την ανησυχία του ανησυχία του πως δεν θα βρεθεί εκδότης, λόγω του τεράστιου όγκου του βιβλίου. Τελικά, την απόπειρα μετάφρασης του τεράστιου έργου ξεκίνησε ο Γκερμάν Αλεξάντροβιτς Λοπάτιν. Είχε προηγηθεί βέβαια η παράδοξη και μάταιη προσπάθεια της μετάφρασης του μαρξικού έργου από τον Μπακούνιν. Ο Μπακούνιν εγκατέλειψε σύντομα τις προσπάθειές του, αφού πρώτα παντελόνιασε την προκαταβολή των 330 ρουβλιών που έλαβε από τον εκδότη.

Ο Λοπάτιν γνώρισε τον Μαρξ τον Ιούλιο του 1870, μετά από μεσολάβηση του Πολ Λαφάργκ. Ο Λοπάτιν διέφυγε από τη Ρωσία κυνηγημένος από τις τσαρικές αρχές εξαιτίας της εμπλοκής του στην απόδραση του Λαβρόφ, ο οποίος επίσης είχε επαφές με τον Μαρξ. Ο Μαρξ από την αρχή συμπάθησε τον Λοπάτιν και τον χαρακτήριζε ως «άγρυπνο κριτικό νου». Μετά το ξέσπασμα του σκανδάλου Νετσάγεφ με τη δολοφονία του φοιτητή Ιβάνοφ, ο Λοπάτιν αρνήθηκε να πάρει το ρόλο του μεσολαβητή ανάμεσα στον Μαρξ και τον Μπακούνιν, ενώ αρνήθηκε να καταδικάσει αμετάκλητα τη σκέψη του αναρχικού συμπατριώτη του. Παρόλα αυτά, επισκεπτόταν συχνά τον Μαρξ στο σπίτι του, αφού είχε ξεκινήσει τη μετάφραση του Κεφαλαίου στα ρώσικα. Εκεί, ο Λοπάτιν έμαθε και για την τεράστια εκτίμηση που έτρεφε ο Μαρξ στο πρόσωπο του Τσερνισέφσκι: «Ανάμεσα σε όλους τους σύγχρονους οικονομολόγους, ο Τσερνισέφσκι είναι ο μόνος πραγματικός αυθεντικός διανοητής».

Τον Δεκέμβριο του 1870, ο Λοπάτιν διακόπτει τη μετάφραση του Κεφαλαίου για να περάσει παράνομα στη Ρωσία, με σκοπό την οργάνωση επιχείρησης για την απόδραση του Τσερνισέφσκι. Δυστυχώς, ο Λοπάτιν έπεσε στα χέρια των τσαρικών αρχών και αιχμαλωτίστηκε στο Ιρκούτσκ. Ο Τσερνισέφσκι κατάφερε τελικά να αποδράσει το 1873 και να καταφύγει στο εξωτερικό.

Μετά τη σύλληψη του Λοπάτιν, τη δουλειά της μετάφρασης του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου θα τη συνεχίσει για λίγο ο Λιουμπάβιν και θα την ολοκληρώσει ο Νικολάι Ντανιέλσον το 1872. Το έργο θα περάσει από τη λογοκρισία του τσαρικού καθεστώτος που θα το θεωρήσει δυσπρόσιτο για το ευρύ κοινό και συνεπώς ακίνδυνο για τη διάδοση επαναστατικών αντιλήψεων. Με τα χρόνια, ο Ντανιέλσον θα ολοκληρώσει τη μετάφραση όλων των τόμων του Κεφαλαίου.

Ο Μαρξ μαθαίνει ρώσικα

Το 1869 ο Μαρξ θα λάβει από τον Νικολάι Ντανιέλσον το βιβλίο του Φλερόβσκι (ψευδώνυμο του Βασίλι Βασίλιεβιτς Μπερβί) Η κατάσταση των εργατικών τάξεων στη Ρωσία. Ο Μαρξ δεν θα αργήσει να πληροφορήσει τον Ένγκελς ότι ο Ρώσος συγγραφέας έχει επιτελέσει για τη Ρωσία κάτι αντίστοιχο με αυτό που ο ίδιος ο Ένγκελς είχε επιτύχει για την εργατική τάξη της Αγγλίας το 1845 στο έκτοτε διάσημο βιβλίο του. Ο ενθουσιασμός για το βιβλίο και η πρόκληση για την έρευνα του Μπερβί είναι τόσο μεγάλη, ώστε ο Μαρξ θα αρχίσει να μαθαίνει ρώσικα. Είναι χαρακτηριστικό πως η Τζένη Μαρξ παραπονιόταν στον Ένγκελς πως ο σύζυγός της «άρχισε να μελετάει ρωσικά σαν να ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου».

Διαβάζοντας το βιβλίο, ο Μαρξ όλο και πειθόταν για το επικείμενο ξέσπασμα της κοινωνικής επανάστασης στη Ρωσία. Έγραφε σε επιστολή του στην κόρη του Λόρα και τον γαμπρό του Λαφαργκ, στις 5 Μαρτίου του 1870: «Με την ανάγνωση του έργου πείθεται κανείς απολύτως πως στη Ρωσία είναι αναπόφευκτη και επίκειται μια τρομερή σοσιαλιστική επανάσταση, φυσικά στις πιο στοιχειώδεις μορφές που ανταποκρίνονται στο σημερινό επίπεδο της μοσχοβίτικης ανάπτυξης».

Μάλιστα, μετά την εκτέλεση του τσάρου από τη Ναρόντναγια Βόγια, ο Μαρξ και ο Ένγκελς χαρακτηριζαν τη Ρωσία ως τη νέα Γαλλία της Ευρώπης.

Μαρξ και Λαϊκή Θέληση

Ήδη από το 1878, οι Μαρξ και Ένγκελς ξεκινάν επαφές με την οργάνωση Γη και Ελευθερία και αργότερα με τις δυο φράξιες που προέκυψαν από τη διάσπαση. Μετά την αποτυχία της εκτέλεσης του τσάρου Αλέξανδρου Β’, η Λαϊκή Θέληση απέστειλε στο εξωτερικό τον απεσταλμένο της Λεβ Γκάρτμαν, για να συναντηθεί με ηγέτες του εργατικού κινήματος και να ζητήσει την ενίσχυση του αγώνα ενάντια στην τσαρική απολυταρχία. Με τη μεσολάβηση του Λαβρόφ, ο Γκάρτμαν έρχεται σε επαφή με τον «μεγάλο δάσκαλο των κοινωνικών επιστημών». Όπως γράφει η Βέρα Φίγκνερ: «Όλες οι εξέχουσες προσωπικότητες του δυτικοευρωπαϊκού σοσιαλιστικού κόσμου εκδήλωσαν τη στήριξή τους. Σε ορισμένους από αυτούς, όπως για παράδειγμα στους Μαρξ και Ροσφόρ, η Εκτελεστική Επιτροπή απευθύνθηκε εγγράφως με την παράκληση να συνδράμουν τον Γκάρτμαν ως εκπρόσωπό μας στην κλιμάκωση της προπαγάνδας ενάντια στον ρωσικό δεσποτισμό. Ο συντάκτης του Κεφαλαίου απάντησε, παρέχοντας τη δέσμευσή του. Ταυτόχρονα μας έστειλε το πορτρέτο του με μια αφιέρωση επιδοκιμασίας. Σύμφωνα με τις περιγραφές του Γκάρτμαν, ο Μαρξ έδειξε με υπερηφάνεια το γράμμα της Επιτροπής σε φίλους και γνωστούς του» (Βέρα Φίγκνερ: Νύχτα πάνω από τη Ρωσία. Ελευθερία ή Θάνατος, εκδόσεις Υπερσιβηρικός).

Η στάση του Μαρξ και του Ένγκελς απέναντι στις τεροριστικές μεθόδους δράσης της Λαϊκής Θέλησης σπάει ακόμα ένα ταμπού: σύμφωνα με τη μαρτυρία του Γκάρτμαν, ο Μαρξ θεωρούσε τη ρώσικη τρομοκρατία ως το «μόνο λογικό, πρακτικό, δυνατό και χρήσιμο πράγμα στη Ρωσία την παρούσα στιγμή». Μάλιστα, σε επιστολή του στον Ζόργκε στις 5 Νοεμβρίου του 1880, ο Μαρξ ειρωνευόταν τους αγωνιστές της Μαύρης Διανομής, οι οποίοι διαφωνούσαν με τις μεθόδους της Λαϊκής Θέλησης: «Αυτοί –κυρίως (αλλά όχι όλοι) άτομα που άφησαν τη Ρωσία οικειοθελώς– σχηματίζουν το λεγόμενο κόμμα της προπαγάνδας, σε αντίθεση με τους τρομοκράτες που ριψοκινδυνεύουν τη ζωή τους (Για να κάνουν προπαγάνδα στη Ρωσία πηγαίνουν στη Γενεύη! Ένα ωραίο qui pro quo!). Αυτοί οι κύριοι είναι ενάντια σε κάθε πολιτική–επαναστατική δράση. Η Ρωσία θα έπρεπε να κάνει ένα σάλρο μορτάλε προς την αναρχο-κομμουνιστο-άθεη χιλιετηρίδα! Στο μεταξύ, προετοιμάζουν τη μετάβαση μέσω ενός ανιαρού δογματισμού, του οποίου οι αρχές ακούγονται και ξανακούγονται από τον καιρό του εκλιπόντος Μπακούνιν».

Η Λαϊκή Θέληση θα καταφέρει ένα τεράστιο πλήγμα στο απολυταρχικό τσαρικό καθεστώς, εκτελώντας με δύο βόμβες τον ίδιο τον τσάρο Αλέξανδρο Β’, στις 13 Μάρτίου του 1881. Μετά την εκτέλεση του τυράννου, η εκτελεστική επιτροπή της Λαϊκής Θέλησης ανέλαβε την ευθύνη με επιστολή της στον νέο τσάρο Αλέξανδρο Γ’, απαιτώντας ως αντάλλαγμα για την αναστολή της ένοπλης δράσης τη γενική αμνηστία για όλους τους πολιτικούς κρατούμενους και την αντικατάσταση της τσαρικής κυβέρνησης με ένα σύστημα λαϊκής δημοκρατίας μέσω ελεύθερων εκλογών: «Αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος για την επιστροφή της Ρωσίας στο δρόμο μιας σωστής και ειρηνικής ανάπτυξης. Διακηρύσσουμε επίσημα, ενώπιον της πατρίδας μας και ολόκληρου του κόσμου, ότι το κόμμα μας θα υποταχθεί χωρίς όρους στις αποφάσεις της εκλεγμένης λαϊκής αντιπροσωπίας που θα προκύψουν με την τήρηση των παραπάνω προϋποθέσεων, και ότι στο μέλλον δεν θα προχωρήσει σε καμιά βίαιη αντίσταση κατά της εγκεκριμένης από τη λαϊκή αντιπροσωπία κυβέρνησης».

Λίγες ημέρες μετά την εκτέλεση του τσάρου, σε χαιρετιστήριο μήνυμα στην εκδήλωση για την Παρισινή Κομμούνα στο Λονδίνο, οι Μαρξ και Ενγκελς εκθείασαν δημόσια «τα πρόσφατα γεγονότα της Αγίας Πετρούπολης, τα οποία τελικά θα οδηγήσουν με βεβαιότητα, ίσως μετά από μακροχρόνιους και βίαιους αγώνες, στην εγκαθίδρυση μια Ρώσικης Κομμούνας». Η στάση των αγωνιστών της Λαϊκής Θέλησης μπροστά στο δικαστήριο μεγάλωσε ακόμα περισσότερο το θαυμασμό του Μαρξ. Έγραφε σε επιστολή του στην κόρη του Τζένη στις 11 Απριλίου του 1881:  «Παρακολούθησες τις ακροαματικές διαδικασίες στην Αγία Πετρούπολη ενάντια στους δράστες; Πρόκειται για εντελώς επάξιους ανθρώπους, sans pose melodramatique (χωρίς μελοδραματική στάση), απλούς, αντικειμενικούς, ηρωικούς. Φωνασκίες και πράξη είναι ασυμφιλίωτες αντιθέσεις. Η Εκτελεστική Επιτροπή [της Λαϊκής Θέλησης] της Πετρούπολης, η οποία έδρασε τόσο ενεργητικά, ανακοινώνει τώρα μανιφέστα εκλεπτυσμένης “μετριοπάθειας”. Πόρρω απέχει από τη σχολική ιδιοτροπία των Μοστ και άλλων παιδιάστικων φωνακλάδων να κηρύττει την tyrannicide ως μία “θεωρία” και ως “πανάκεια” […]· αντιθέτως, αυτοί [οι Ρώσοι] προσπαθούν να διδάξουν την Ευρώπη ότι το δικό τους modus operandi αποτελεί έναν ειδικά ρώσικο, ιστορικά αναπόφευκτο τρόπο δράσης, για τον οποίο μπορεί κανείς να ηθικολογεί τόσο λίγο όσο και για το σεισμό στη Χίο».

 Τον ενθουσιασμό του για την εκτέλεση του τσάρου εξέφρασε και ο Ένγκελς σε επιστολή του προς τη Βέρα Ζασούλιτς στις 23 Απριλίου του 1885. Στην επιστολή, ο Ένγκελς θεωρεί το ξέσπασμα της επανάστασης στη Ρωσία βέβαιο: «Κάτω από τις συνθήκες αυτές, η χώρα μοιάζει με νάρκη και δεν έχει παρά να ανάψει κανείς το φιτίλι. Σε αυτό το εύφλεκτο περιβάλλον της ρωσικής κοινωνίας, η πολιτική εκτέλεση του τσάρου επιταχύνει την επανάσταση και απελευθερώνει εκρηκτικές δυνάμεις: Είναι από εκείνες τις εξαιρετικές περιπτώσεις, που είναι δυνατόν μια ομάδα ανθρώπων να πραγματοποιήσει μιαν επανάσταση, δηλαδή με ένα χτύπημα να κάνει να καταρρεύσει ένα ολόκληρο σύστημα που η ισορροπία του είναι περισσότερο από ετοιμόρροπη (για να μεταχειριστούμε τη μεταφορά του Πλεχάνοφ), και να ελευθερώσει, με μια ενέργεια ασήμαντη καθεαυτή, εκρηκτικές δυνάμεις που τίποτα πια δεν μπορεί να τις δαμάσει. Ε, λοιπόν, αν ποτέ ο μπλανκισμός –η φαντασιοπληξία ότι μπορεί να ανατραπεί μια ολόκληρη κοινωνία με τη δράση μιας μικρής συνωμοσίας– είχε κάποιο λόγο ύπαρξης, αυτό συμβαίνει σίγουρα στην Πετρούπολη. Από τη στιγμή που θα πάρει φωτιά η μπαρούτη, από τη στιγμή που οι απελευθερωμένες δυνάμεις και η εθνική ενέργεια θα μεταβληθούν από δυνάμει σε ενεργεία (μια ακόμα προσφιλής και πολύ καλή εικόνα του Πλεχάνοφ), οι άνθρωποι που θα έχουν πυροδοτήσει τη βόμβα θα παρασυρθούν από την έκρηξη, που θα είναι χίλιες φορές ισχυρότερη από αυτούς και θα αναζητήσει τη διέξοδό της όπως μπορέσει, όπως θα αποφασίσουν οι οικονομικές δυνάμεις και αντιστάσεις» (βλ. Έλλη Παππά: Μύθος και ιδεολογία στη Ρωσική Επανάσταση, εκδ. Άγρα).

 Ο Ένγκελς, σε επιστολή του προς τον Λαβρόφ, έγραφε πως ο ίδιος και ο Μαρξ αισθάνονταν περήφανοι για τη συνεργασία τους με τη Λαϊκή Θέληση. Η εκτίμηση όμως ήταν αμοιβαία. Στις 5 Φεβρουαρίου του 1882, έντυπο της Λαϊκής Θέλησης δημοσίευσε της εισαγωγή της ρωσικής έκδοσης του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, με την παρακάτω σημείωση: «Δημοσιεύουμε με χαρά αυτόν τον πρόλογο, εξαιτίας του βαθέος επιστημονικού και πρακτικού ενδιαφέροντος των προβλημάτων με τα οποία καταπιάνεται. Με ιδιαίτερη χαρά, υπογραμμίζουμε τα τελευταία λόγια, στα οποία βλέπουμε την επικύρωση των ερευνών έγκριτων συγγραφέων, όπως οι Μαρξ και Ένγκελς. Η συνέχιση του περίφημου έργου του Μαρξ (Το Κεφάλαιο), αναμενόμενο από καιρό, θα αναπτύξει, φυσικά με την επιβαλλόμενη πληρότητα, μεταξύ άλλων και τα ζητήματα που ο πρόλογος έχει θίξει επιφανειακά».

Στην κηδεία του Μαρξ, η Λαϊκή Θέληση δημοσίευσε μια εκτενή νεκρολογία, η οποία έκλεινε με τις παρακάτω λέξεις: «Ενώνοντας τη φωνή μας με εκείνες τις εκφράσεις πένθους, εμείς, οι Ρώσοι, δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε με πόση συμπάθεια ο Μαρξ είδε το σοσιαλεπαναστατικό μας κίνημα και με πόση διάθεση αποφάσισε, τον τελευταίο χρόνο της ζωής του, να γράψει “για χάρη της επιτροπής της Αγίας Πετρούπολης” (όπως εκφράστηκε στην επιστολή στη Βέρα Ζασούλιτς) ένα φυλλάδιο προσαρμοσμένο για τη Ρωσία, σχετικά με το πρόβλημα της πιθανής εξέλιξης της ομπσίνα μας, πρόβλημα με τόσο έντονο ενδιαφέρον για τον ρωσικό σοσιαλισμό. Δεν ξέρουμε, δυστυχώς, αν ο Μαρξ είχε το χρόνο να ολοκληρώσει αυτή την εργασία».

Θεωρητικός διάλογος για την ομπσίνα

Οι ναρόντνικοι πίστευαν στη δυνατότητα και τη βούληση της Ρωσίας να «παρακάμψει το στάδιο» ενός δυτικοευρωπαϊκού καπιταλισμού στην πορεία της για μια σοσιαλιστική κοινωνία. Η αντίληψη αυτή αποτελεί κληρονομιά από τον Χέρτσεν, ο οποίος έλεγε: «Δεν διαβλέπω ότι η Ρωσία οφείλει απαραίτητα να υποστεί όλες τις φάσεις της ευρωπαϊκής ανάπτυξης». Στο ναρόντνικο κίνημα είχε ανοίξει ένας πλατύς θεωρητικός διάλογος. Από τη μία, ένα κομμάτι του κινήματος θεωρούσε την ομπσίνα και τον κοινοτικό τρόπο καλλιέργειας της γης –που ίσχυε για τα 3/5 της γης στη Ρωσία εκείνη την εποχή– ως τη βασική μορφή της μελλοντικής οργάνωσης της οικονομικής ζωής, σε συνδυασμό με μορφές λαϊκής εξουσίας που θα καταργούσαν τον τσαρικό απολυταρχισμό. Από την άλλη, ένα κομμάτι του κινήματος έκανε ντετερμινιστική ανάγνωση του μαρξικού έργου και θεωρούσε την καπιταλιστική οικοδόμηση απαραίτητη («ρώσους θαυμαστές του καπιταλισμού», τους αποκαλούσε ο Μαρξ). Οι ναρόντνικοι βρήκαν έναν απροσδόκητο σύμμαχο στο πρόσωπο του Μαρξ, ο οποίος έγραφε στη Βέρα Ζασούλιτς:

 «Στη περίπτωση της Δύσης λοιπόν, μια μορφή ατομικής ιδιοκτησίας μετατρέπεται σε μια άλλη μορφή ατομικής ιδιοκτησίας. Στη περίπτωση των Ρώσων αγροτών όμως, η κοινή ιδιοκτησία τους θα έπρεπε να μετατραπεί σε ατομική ιδιοκτησία. Η ανάλυση στο Κεφάλαιο λοιπόν δεν δίνει λόγους είτε υπέρ είτε κατά της δυνατότητας συνέχισης της Ρωσικής Κομμούνας. Όμως η ειδική μελέτη που έχω κάνει για αυτό και η αναζήτηση για πρωτότυπο πηγαίο υλικό με έχει κάνει σίγουρο οτι η κομμούνα είναι το κύτταρο για την κοινωνική αναπαραγωγή στη Ρωσία. Όμως για να λειτουργήσει με αυτόν τον τρόπο, οι εχθρικές επιρροές που της επιτίθενται από όλες τις πλευρές πρέπει να σταματήσουν, και πρέπει να εξασφαλιστούν οι κανονικές συνθήκες για την αυθόρμητη ανάπτυξή τους. Στη Ρωσία, χάριν μιας μοναδικής σύμπτωσης συνθηκών, η αγροτική κοινότητα που υπάρχει σε εθνική κλίμακα μπορεί να απελευθερωθεί από τα πρωτόγονα χαρακτηριστικά της και να αναπτυχθεί άμεσα ως στοιχείο της συλλογικής παραγωγής σε εθνικό επίπεδο. Ακριβώς λόγω της συγχρονίας της με την κεφαλαιοκρατική παραγωγή, μπορεί να οικειοποιηθεί τα θετικά επιτεύγματά της χωρίς να υποστεί τις φοβερές περιπέτειές της».

Τον Ιανουάριο του 1882, ο Μαρξ και ο Ένγκελς θα συνυπέγραφαν τον Πρόλογο στη δεύτερη ρωσική έκδοση του Μανιφέστου του κομμουνιστικού κόμματος. Στον πρόλογο επαναλαμβάνουν αυτή την αιρετική θέση: «Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο είχε ως αποστολή να ανακηρύξει την αναπόφευκτα επικείμενη διάλυση της σύγχρονης αστικής ιδιοκτησίας. Στη Ρωσία όμως, απέναντι σε μια γοργά αναπτυσσόμενη κεφαλαιοκρατική κερδοσκοπία και στη μόλις αναπτυσσόμενη αστική γαιοκτησία, βρίσκουμε το μεγαλύτερο τμήμα του εδάφους στην κοινή κτήση των αγροτών. Ερωτάται λοιπόν: μπορεί η ρωσική ομπσίνα –μία, αν και έντονα υπονομευμένη, μορφή της πανάρχαιας κοινοκτημοσύνης του εδάφους– να μεταβεί άμεσα στην ανώτερη [μορφή] της κομμουνιστικής κοινοκτημοσύνης; Ή μήπως θα πρέπει προηγουμένως να διέλθει από την ίδια διαδικασία διάλυσης που αποτελεί την ιστορική εξέλιξη της Δύσης; Η μοναδική σήμερα δυνατή απάντηση σε αυτό είναι η εξής: Εφόσον η ρωσική επανάσταση γίνει το σύνθημα για μια προλεταριακή επανάσταση στη Δύση, ούτως ώστε οι δυο τους να αλληλοσυμπληρωθούν, τότε θα μπορεί η ρωσική κοινοκτημοσύνη του εδάφους να χρησιμεύσει ως αφετηρία μιας κομμουνιστικής ανάπτυξης».

Η ληστεία της Πέτρας ΙΧ

Κεφάλαιο 17 (21 Νοεμβρίου 1928)

Οι Ρεντζαίοι ζήτησαν να ξυριστούν. Όταν ο καλλωπισμός του προσώπου τους τελείωσε ζήτησαν να αλλάξουν ρουχισμό. Τους προσφέρθηκε τότε ιματισμός καθαρός άλλων φυλακισμένων, οι οποίοι προθυμοποιήθηκαν να δώσουν. Ο Γιάννης γυρίζει προς τον Θύμιο που είναι διαρκώς μελαγχολικός και του λέει αστειευόμενος:

«Έλα, κόντης μού ‘γινες!»

Ο Θύμιος κουνάει το κεφάλι του και απαντάει:

«Όρεξη έχεις!»

Το απόγευμα ζήτησαν τρεις φορές φαγητό και έφαγαν λουκούλλεια.

«Τουλάχιστον εδώ τρώμε της προκοπής και δεν πληρώνουμε λέει ο Γιάννης. Στη Βάρνα τρώγαμε από την τσέπη μας και μας έφερναν νερόβραστα σάπια κρέατα.»

Όταν έφτασε η νύχτα καταλήφθηκαν από κάποιον αρχέγονο φόβο. Ζητούσαν διαρκώς φως και αγόραζαν κεριά, τα οποία άφησαν αναμμένα μέχρι το πρωί. Παρήγγειλλαν και έπιναν διαρκώς τσάγια και πολύ αργά κατά τις δύο το πρωί κατόρθωσε να τους πάρει ο ύπνος.

Ξυπνάνε στις εφτά το πρωί περισσότερο ήρεμοι από την εφιαλτική νύχτα την οποία πέρασαν. Γυρίζουν μέσα στο εσωτερικό του στενάχωρου κελιού με αριθμό 5 των φυλακών Συγγρού. Είναι συνεχώς κλειδωμένοι στο κελί τους και δεν επιτρέπεται να έρθουν σε επαφή με κανέναν, ούτε καν με τους άλλους φυλακισμένους. Μέχρι να τελειώσει η ανάκριση δεν επιτρέπεται ούτε στη μητέρα τους να τους επισκεφτεί. Η πρωτοφανής αυτή απομόνωση τους έχει εκνευρίσει και βολτάρουν διαρκώς κατά μήκος του απομονωτηρίου, ανταλλάσοντας πού και πού καμιά λέξη μεταξύ τους. Οι μοναδικές στιγμές ευχαρίστησης είναι όταν τους φέρνουν το φαγητό. Προσπαθούν να κρατήσουν όσο παραπάνω τον φύλακα που μεταφέρει το φαγητό ή τον επόπτη, κύριο Καραγεωργώπουλο, ζητώντας τους διάφορες πληροφορίες.

Καπνίζουν διαρκώς. Διαβάζουν εφημερίδες και γελάνε, γιατί όλες μιλάνε γι’ αυτούς. Περισσότερο ο Γιάννης, ο οποίος είναι ο μάλλον μορφωμένος. Ο Θύμιος εξαγριώνεται μόνο μια στιγμή, όταν διαβάζει περικοπές κατά τις οποίες φέρετε να χάνει το θάρρος του κατά τη μεταφορά του στις ελληνικές φυλακές.

«Ποιος έχασε το θάρρος του; Ήμουν μαζεμένος. Πώς να περπατάω; Ντούρος; Αφού είχα 40 οκάδες αλυσίδα στα χέρια μου και με κρατούσαν έξι αστυφύλακες από τον λαιμό, τους ώμους και τα πισινά.» 

Άλλες στιγμές βολτάρει κατά μήκος του κελιού και σφυρίζει σιγανά άσματα της πατρίδας του, ενώ ο αδελφός του περισσότερο εύθυμος επιζητεί διαρκώς αφορμές για να συνομιλεί με τον επόπτη, κύριο Καραγεωργόπουλο, και τον κύριο Πουργάλη.

«Αν δεν λέμε και τίποτα, θα μουγκαθούμε, του εξηγεί.»

Τρίβει τους καρπούς των χεριών του και των ποδιών του διότι είναι ακόμα μουδιασμένος από τις αλυσίδες. Τον μιμείται και ο Θύμιος, ο οποίος περισσότερο σωματώδης δεν φαίνεται να υποφέρει τόσο από το μούδιασμα. Και οι δυο τους είναι εξοργισμένοι κατά των βουλγαρικών αρχών για τους τρόπους τους εναντίον τους.

«Σωστοί αρκουδιαρέοι είναι αυτοί! Μας δέσανε σαν να είμαστε πουλιά και θα πετάγαμε.»

«Λεφτά θα έπαιρναν, βλάμη, του απαντάει ο Θύμιος. Έπρεπε να πάρουν τα μέτρα τους μήπως τα χάσουν.»

Κεφάλαιο 18 (Χειμώνας του 1923-1924)

Τον πήρανε τον Ελιά και τον κλείσανε στην αρχή σε ένα λημέρι κοντά στο χωριό της Ποδογόρας. Όχι στο ίδιο που είχανε πάει τον Χρηστάκη, γιατί μπορούσε να έχει προδοθεί και τ’ αποσπάσματα θα γυρνούσαν σίγουρα από εκεί γύρω. Ο Μαραμένος δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να ξεθαρέψει. Έτρωγε λίγο και συχνά έκλεινε τα μάτια του να μην τους βλέπει. Είχε και δίκιο λίγο. Ο Συντόρης κακός, αλλά και θρήσκος πολύ, ζητούσε αφορμή να τον σφάξει έτσι στα καλά καθούμενα.

«Άσε με να τον σφάξω, για να παστρέψω λίγες μου αμαρτίες», έλεγε.

«Βρε ντροπή, βρε Συντόρη, του φώναζαν τα αδέλφια. Ας τον, μην τον φοβίζεις και πάει να κοκαλώσει από τον φόβο του.»

Πού να ακούσει όμως ο Συντόρης. Πήγαινε και του έβαζε το σπαθί στα μάτια και του έλεγε.

«Θα στα βγάλω μαγαρισμένε.»

Άλλοτε τραβούσε το πιστόλι του και του έριχνε δίπλα από το αυτί. Τούρτουρο τον έπιανε τον κακομοίρη τον Ελιά. Αλλά το χειρότερο ήταν αυτό. Ένα βράδυ, μόλις ο Γιάννης έχει πλαγιάσει, βλέπει τον Συντόρη να σέρνεται σαν φίδι σιγά-σιγά με το μαχαίρι γυμνό στο μέρος του αιχμαλώτου. Λίγο ακόμα και δεν θα προλάβαινε. Θα τον έσφαζε αυτό το παλιόπαιδο.

«Άσε με να γλιτώσω τις αμαρτίες μου!» Δικαιολογείτε ο Συντόρης που πιάστηκε από τον Γιάννη στα πράσα.

«Βρε άντε να χαθείς, μη λες κουταμάρες.»

«Η φάρα αυτονών δεν σταύρωσε τον Χριστό μας; Άσε και το είχα μανία να πάρω το κεφάλι ενός από την φάρα τους.»

«Προτιμάς να μην πάρουμε καθόλου λεφτά;»

«Τι σημασία έχουν τα λεφτά, αν θέλεις να γλιτώσεις από τις αμαρτίες σου;»

«Καλά-καλά, άντε κοιμήσου! Αύριο τα λέμε.»

*

Για τα λύτρα έστειλαν δυο τρεις φορές γράμμα στο πατέρα του για τρία εκατομμύρια λίρες αλλά αυτός ανέβαλε διαρκώς. Οι άνθρωποί τους που τον έβλεπαν τους έγραφαν ότι δεν μπορούσε να μετρήσει τόσα λεφτά.

Και έτσι πήγαινε το πράγμα. Ανέβαλε αυτός να τους πει μια τελική απάντηση, ανέβαλαν και αυτοί να του στείλουν τον γιο πίσω. Ύστερα συνέβη και κάτι άλλο. Τα αποσπάσματα γύριζαν δεξιά και αριστερά δίπλα τους σχεδόν και όχι μια και όχι δυο πήγαν να πέσουμε κατάμουτρα. Αλλάζανε, λοιπόν, λημέρια στο βουνό. Βλέποντας όμως ότι τα αποσπάσματα τους κόντευαν, πήρανε  μια πρωτότυπη απόφαση. Αφού τα αποσπάσματα γύριζαν στα βουνά, αυτοί θα πήγαιναν μέσα στη πολιτεία.

Ένα βράδυ ενώ χιόνιζε κατηφόρισαν στην πολιτεία, που είναι από τις μεγαλύτερες της Ηπείρου. Τα αστυνομικά τμήματα δεν ήταν παραπάνω από δέκα μέτρα μακρύτερα τους, αλλά πού να πάρει κανείς μυρωδιά ότι είναι τόσο κοντά.

*

Στο σπίτι εκείνο στο χωριό έμειναν δεκαπέντε μέρες και παραπάνω. Έριχνε χιόνι έξω κι έπρεπε να έχουνε ζέστη και καλοπέραση. Δεν βιάζονταν και τόσο να ξεμπερδέψουνε, αφού ο σπαγκοραμμένος ο γέρο Μαραμένος αργούσε να στείλει τα λεφτά. Δεν θα το κουνούσαν μάλιστα από εκεί, αν ένας από την παρέα, ο Γιώργος Μητροκώτσης, δεν είχε την ιδέα να κάνουν ένα γλέντι. Είχε τα γενέθλια του και ήθελε να τα γιορτάσει. Χρόνια ήταν στο κλαρί και ήθελε να το ρίξει έξω.

-Θα ξεσκάσουμε σήμερα, λέει και σηκώνεται πρωί-πρωί.

Πηγαίνει σε μια στάνη και αρπάζει δυο ζυγούρια πρώτης γραμμής. Τα ξεροψήνει και το μεσημέρι στρώνονται στο φαγοπότι. Τυριά, κρασί περίφημο από τη Ζίτσα και ό,τι άλλο μπορείς να φανταστείς. Αλλά σαν να μην φτάνουν όλα αυτά ο Συντόρης μέθυσε, βγήκε στον δρόμο και ποιος ξέρει πού στο διάολο ανακάλυψε δυο γύφτους με καραμούζες. Μια σπασμένη γύφτικη λύρα βρέθηκε, και ο Γιώργος που γιόρταζε έπαιζε με τους γύφτους που έφερε ο Συντόρης. Το γλέντι άναψε και κόρωσε. Ο Συντόρης γκάριζε κλέφτικα τραγούδια και ο Θύμιος μερακλώθηκε και άρχισε τους αμανέδες.

Ο Γιώργος που γιόρταζε, έχει μπει στα ντουζένια του και σηκώνεται ξαφνικά να φύγει.

«Βρε πού πας;» Του φωνάζει ο Γιάννης.

«Τώρα στάσου και θα δεις τι θα φέρω, του απαντάει και χάνεται μέσα στο πυκνό χιόνι μαζί με τη νύχτα.» 

Έλειψε κάπου δυο ώρες και ώσπου να έρθει το είχανε ρίξει στο χορό. Επιστρέφει με δυο Αλβανίδες σαν τα κρύα τα νερά. Ο Συντόρης μόλις τις βλέπει μπήζει τις φωνές.

«Βρε καλώς τα κορίτσια. Καθίστε, καθίστε».

Η μια έχει χαμηλωμένα τα μάτια και η άλλη κλαίει.

«Πού τις βρήκες, μωρέ σατανά;» Τον ρωτάει ο Γιάννης.  

«Άστα! Που να στα λέω. Είναι παστρικές από ’δω. Κάνουν ψυχικά στην Ήπειρο, αλλά καλά κορίτσια. Της ήξερα και μπήκα σπίτι τους. Ήταν και δυο λεγάμενοι εκεί πέρα που τις γλυκοφιλούσαν. Έβγαλα το μαχαίρι μου και φώναξα. «Δρόμο από δω, γιατί σας κόβω τα λαρύγγια. Είμαι ο λήσταρχος Κότσης». Μπουχός έγιναν στο σκοτάδι. Πήδηξαν από τα παράθυρα. Κατόπιν από δω τα κορίτσια με ακολούθησαν. Μ’ αγαπάνε. Δεν είναι έτσι, πέρδικες μου;»

Ο Γιώργος, γελώντας, δίνει μια τσιμπιά στο σβέρκο της ψηλότερης, ώστε αυτή ουρλιάζει από τον πόνο. Ο Συντόρης αρπάζει την μια από αυτές και της βγάζει τα φουστάνια. Μόλις είδε τα άσπρα της πόδια τον έπιασε ανατριχίλα.

«Γεια σου, γοργόνα μου», φωνάζει!

Χιμάει στα πόδια της και της δαγκώνει το άσπρο κρέας σαν λυσσασμένος. Η κόρη φωνάζει από τον πόνο και ο Συντόρης γλύφει το κόκκινο αίμα της που της τρέχει.

«Γεια σου, γλυκοαίματη!»

«Αμάν, αγάπη μου, φωνάζει εκείνη. Πονώ! Πονώ! Κάνε μου ό,τι θες, αλλά μη με δαγκάνεις.»

«Άντε, χόρεψε τότες», της λέει ο Συντόρης και την ανεβάζει στο τραπέζι.

«Α! δεν πάει, δεν πάει έτσι, όχι. Βγάλ’το!», φωνάζει ο Γιώργος, αρπάζει την άλλη και της σκίζει το μπροστινό ρούχο του φουστανιού της. Λύσσαξαν τότε και οι δυο τους, και ο Συντόρης και ο Γιώργος, όπως τις βλέπουνε ολόγυμνες. Πηδάνε πάνω στο τραπέζι και τις κυλούν κάτω στην απλάδα στο πάτωμα. Σαν κριάρια ρίχνονται πάνω τους. Ο Γιάννης σβήνει την λάμπα για να μη βλέπουνε οι άλλοι και τους ακούνε μόνο ν’ αγκομαχούν σαν γελάδια. Μα ξάφνου ακούγεται μια ντουφεκιά έξω!

(Το επόμενο Σάββατο στο red n’ noir: Ο Ελιάς τρέχει πεσμένος πίσω στ’ άλογο και το αίμα του κοκκινίζει τα χιόνια | Το θέατρο και ο κινηματογράφος θα υποστούν τέλεια επανάσταση και αναστάτωση με την εφεύρεση αυτή)

Μαύρο δελφίνι Ι

Πετάχτηκε κάθιδρος από το κρεβάτι. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά  και κρύος ιδρώτας έλουζε το κορμί του. Έξω είχε νυχτώσει και άκουγε τα ταμπούρλα και τις γκάιντες να βαράνε, πράγμα που σήμαινε ότι το καθημερινό πανηγύρι είχε  ξεκινήσει στην κεντρική Πλατεία του Μαρακές.

Το κινητό του  χτυπούσε δαιμονισμένα στο κομοδίνο, δίπλα στο ξέχειλο από τσιγάρα τασάκι και την ξεχασμένη γόπα στο χείλος.

Καταράστηκε την ώρα που δεν το χαμήλωσε.

«Έλα, σε μισή ώρα να είσαι στο μαγαζί. Σου έχω μία δουλίτσα.»

«Σε μία, αντέτεινε χωρίς να το πολυπιστεύει.»

«Τσακίσου και έλα και μην αργήσεις πάλι γαμημένε.»

Έκλεισε το τηλέφωνο και χαμογέλασε στον καθρέφτη-ρεπλίκα Λουίζ κάτι. Ήξερε γιατί δουλειά τον ήθελε ο σκατιάρης Έλληνας. Έβγαλε τα σύνεργα και σούταρε. Άφησε μία ανάσα ανακούφισης καθώς έλυνε την ζώνη από το μπράτσο του. Άναψε τσιγάρο και σηκώθηκε με αργές κινήσεις, παραπατώντας. Ιt’s show time μονολόγησε  και φόρεσε  ένα μαύρο λινό κουστούμι με άσπρο πουκάμισο, κόκκινες τιράντες και δετά παπούτσια αγορασμένα όλα από  κάποιο παζάρι στην Ινσταμπούλ. Στερέωσε το 38 Σμίθ εντ Γουέσον στο πίσω μέρος του παντελονιού.

Βγήκε και αντίκρισε το γνωστό χαμό της πόλης. Όταν έφτασε στο μαγαζί, ο θηριώδης μαύρος πορτιέρης, του χαμογέλασε ,ανοίγοντας την πόρτα, μοστράροντας τα τρία χρυσά δόντια. Σίγουρα πρώην μποξέρ, ξεπεσμένος σκέφτηκε.
Όταν μπήκε στο μαγαζί, ένα μπαρ για άτακτους τουρίστες, ήταν ήδη γεμάτο και ο πυκνός καπνός έφθανε ως τον μεγάλο ανεμιστήρα οροφής.

Το αφεντικό  τον είδε από την άκρη της μπάρας και του ‘κανε νόημα. Δίπλα του είχε μία Μαροκινή με έντονο μακιγιάζ που έμοιαζε σαν νεκρή. Το εκρού του νεκρού, σκέφτηκε κοιτάζοντας το όμορφο πρόσωπο της.

«Έχω μία δουλίτσα για σένα Ρώσε.»

Ο Ρώσος δεν απάντησε, μόνο χάζευε το γκομενάκι, δεν πρέπει να ήταν πάνω από 20-25.

«Θα βρεις στο γνωστό καφενείο τον κουτσό. Θα έχει ένα πακέτο για σένα. Κανόνισε το.»

Ο Ρώσος έμεινε σιωπηλός, χαλβαδιάζοντας το γκομενάκι.

«Πάρε το γκομενάκι ρε γαμημένε, πάρτο να το γαμήσεις αν γουστάρεις, προσφορά του καταστήματος, ρε γαμημένε.»

 Όταν βγήκε από το μαγαζί ο μποξέρ καθόταν σε ένα σκαμπό δίπλα στην πόρτα. Τον χαιρέτισε με ένα νεύμα. Πήρε το πρώτο ταξί.

«Home or hotel» την ρώτησε με ρώσικη προφορά.

«Ηome», απάντησε αυτή.

Το διαμέρισμα της ήταν σε ένα προάστιο του Μαρακές, σε μία πολυκατοικία χωρίς ρεύμα.

Έμενε με άλλα 3-4 άτομα που τα αφουγκραζόταν αλλά δεν μπορούσε να τα δει στο σκοτάδι. Σε τι στον πούτσο σαπίλα, έμπλεξα σκέφτηκε. Την πήδηξε βιαστικά στο σκοτάδι. Κανείς τους δεν έβγαλε τα ρούχα.

Όταν βγήκε ένοιωσε πάλι τον κρύο ιδρώτα, αλλά όχι από τα στερητικά αυτή την φορά. Ερημιά και σκοτάδι. Μόνο 2-3 τύποι σουλατσάρανε με τα παραδοσιακά Μαροκινά ράσα με κουκούλα και σχοινένια ζώνη, δίχως να  φαίνεται το πρόσωπο. Ήταν μία άγνωστη περιοχή που δεν είχε ξαναέρθει αυτά τα 5 χρόνια πού ήταν στο Μαρόκο, κυνηγημένος από τους μπάτσους στην Αθήνα. Δεν ήταν από αυτούς που τρομάζουν εύκολα. Από αυτούς που έφθανε το σκατό στην κάλτσα. Ωστόσο ένοιωσε ανακούφιση όταν είδε το ταξί.

Έφτασε στο μπουρδελοξενοδοχείο και σωριάστηκε με τα ρούχα στο κρεβάτι. Βυθίστηκε αμέσως σε ένα βαθύ δίχως όνειρα ύπνο.

(Τέλος επεισοδίου. Όλα τα επεισόδια εδώ)

Το red n’ noir προτείνει βιβλία:

Ως εκεί που αντέχεις

Ζωή σε κομμάτια.

Ζωή συναρμολογούμενη, να χωράει στην τσέπη.

Από φόβο μη μας διώξουν ξαφνικά

ή

φύγουμε από μόνοι μας.

Γιατί, τί ξέρουν μωρέ κι αυτοί από αγάπη;

Κοιμάσαι το βράδυ;

Αναπνέεις κανονικά;

Ο γιατρός μου, μου είπε:

‘’ως εκεί που αντέχεις Γωγώ’’.

Εγώ λέω, μέχρι εκεί, που δεν αντέχεις άλλο.

Γιατί, τί ξέρει μωρέ κι αυτός από πόλεμο;

Μέχρι εκεί, που δεν αντέχεις άλλο.

Καθώς το γόνατο του κτήνους, κόβει την ανάσα του άνδρα.

Ω, μέγα κτήνος, εσύ!

Έλα γυμνός μπροστά μου, και κάνε το ίδιο.

Κι έτσι, άσε τις μόνιμες κατοικίες στη ζωή.

Εδώ, χωρίζουν τους ανθρώπους σε χρώματα.

Εδώ΄, ονομάζουν τις φυλακές, σωφρονιστικά ιδρύματα.

Εδώ, επειδή μας πήδηξαν, χάσαμε την παρθενιά μας.

Εδώ, το αρσενικό, πιστεύουν, πάει μόνο με το θηλυκό.

Ενώ υπάρχουν κι άλλοι συνδυασμοί.

Αυτοκτόνησε ένα παιδί.

Πάει τώρα, πέθανε.

Αύριο ένα ακόμη.

Τροφή για τα σκουλήκια.

Γι’ αυτό σου λέω.

Ζωή συναρμολογούμενη.

Να φεύγεις εύκολα.

Μόνος σου να φεύγεις.

Μη περιμένεις και μην επιτρέψεις,

κανέναν να σε διώξει.

Έτρεχα και σκεφτόμουν την Άννα

Ο Πασκουάλε Αμπατάντζελο γεννήθηκε το 1950 στη Φλωρεντία. Τελευταίο παιδί μιας πολυμελούς προλεταριακής οικογένειας με καταγωγή από τον Νότο. Τη δεκαετία του 1970, μετά από μια σειρά εμπειριών του δρόμου που θα τον οδηγήσουν αρκετές φορές στη φυλακή, συμμετέχει ενεργά στις εξεγέρσεις των προλετάριων κρατούμενων μέσα στις φυλακές και έξω από αυτές στις διαδηλώσεις της επαναστατικής αριστεράς. Στις 29 Οκτώβρη του 1974, συλλαμβάνεται στη Φλωρεντία μετά από μια «προλεταριακή απαλλοτρίωση» των Ένοπλων Προλεταριακών Πυρήνων (ΝΑΡ) στο Ταμιευτήριο της πλατείας Αλμπέρτι. Εκεί, κατά τη διάρκεια ανταλλαγής πυροβολισμών με τους καραμπινιέρους, θα τραυματιστεί σοβαρά, ενώ δυο σύντροφοί του, ο Λούκα Μαντίνι και ο Σέρτζιο Ρομέο, έχασαν τη ζωή τους. Συμμετέχει στις εξεγέρσεις στις ειδικές φυλακές στην Αζινάρα το 1979 και στο Τράνι το 1980. Ήταν ένας από τους δεκατρείς πολιτικούς κρατούμενους, την απελευθέρωση των οποίων είχαν ζητήσει οι Ερυθρές Ταξιαρχίες (BR) με αντάλλαγμα την απελευθέρωση του πρώην πρωθυπουργού και προέδρου της Χριστιανοδημοκρατίας Άλντο Μόρο.

Εξέτισε είκοσι χρόνια φυλακής, έξι χρόνια ημιελευθερίας και τέσσερα χρόνια επιτηρούμενης ελευθερίας. Ποτέ δεν μετανόησε ούτε διαχωρίστηκε.

Ξεκινώντας αυτή τη διαδικτυακή συζήτησή μας με την ευκαιρία της κυκλοφορίας στα ελληνικά της αυτoβιογραφίας σου «Έτρεχα και σκεφτόμουν την Άννα. Μια ιστορία της δεκαετίας του ‘70» από τις εκδόσεις Διάδοση, δηλαδή με την κυκλοφορία της στην μητρική σου γλώσσα, αφού –όπως γράφεις κι ο ίδιος– τα ιταλικά άρχισες να τα μιλάς μονάχα από τα εφτά σου χρόνια κι έπειτα, θέλεις να μας αναφέρεις συνοπτικά εδώ κάτι σχετικά με τα αισθήματα, τις διηγήσεις και τις μνήμες της προσωπικής και οικογενειακής ιστορίας σου που σε συνδέουν με την Ελλάδα;

Τα αισθήματα, οι διηγήσεις και οι μνήμες μου από την προσωπική και οικογενειακή ζωή που με συνδέουν με την Ελλάδα είναι πολλαπλές. Αφορούν τόσο το παρελθόν όσο και το παρόν. Ακόμα και σήμερα ζω σε ένα χωριό όπου κατοικούν τα παιδιά των προσφύγων από την Ελλάδα και τη Δαλματία. Παιδιά και εγγόνια, αφού οι γέροι πρόσφυγες, οι παππούδες, οι γιαγιάδες και οι γονείς –με εξαίρεση κάποιους ελάχιστους επιζήσαντες, τώρα πια ενενηντάχρονους– μας άφησαν και είναι θαμμένοι στα διάφορα νεκροταφεία της Φλωρεντίας. Κάποιος, άρρωστος από τη νοσταλγία, είχε γυρίσει στην Ελλάδα και χάθηκαν τα ίχνη του. Αυτό το λέω για να δείξω ότι, μέχρι και σήμερα, τη σχέση μου με την Ελλάδα συνεχίζω να τη βιώνω καθημερινά σε αυτό το χωριό με τις λαϊκές κατοικίες, χτισμένες από το ιταλικό κράτος το 1956, με ειδικό νόμο για την αποκατάσταση μιας χιλιάδας προσφύγων από την Ελλάδα. Ανάμεσά τους ήταν και η οικογένειά μου, η οποία –μετά από τον καταναγκαστικό επαναπατρισμό–κατοίκησε στοιβαγμένη σε ένα στρατώνα της οδού della Scala της Φλωρεντίας, εκεί όπου γεννήθηκα κι εγώ το 1950. Από την οικογένειά μου, μονάχα εγώ και ο αδελφός μου Νικόλα έχουμε γεννηθεί στην Ιταλία. Όλοι οι άλλοι, από τους παππούδες και τους γονείς μέχρι τα αδέλφια μου και τις αδελφές μου, έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα, στην Πάτρα.

Αναμφίβολα όμως, οι δεσμοί μου με την Ελλάδα συνδέονται κυρίως με τις διηγήσεις των συγγενών και το γεγονός ότι μέχρι τα εφτά μου χρόνια έζησα και μιλούσα στα ελληνικά, τα οποία ήταν και η μοναδική προφορική γλώσσα τόσο στο δικό μας σπίτι όσο και στην κοινότητα των οικογενειών, αρχικά στο προσφυγικό κέντρο κι έπειτα στο χωριό των προσφύγων από την Ελλάδα. Μονάχα μετά τα εφτά μου χρόνια, στο ίδρυμα, άρχισα να μιλάω τα ιταλικά. Επομένως τα ελληνικά είναι η μητρική μου γλώσσα, αν και σήμερα πλέον τα προφορικά ελληνικά τα καταλαβαίνω μονάχα εν μέρει και δεν ξέρω πια να τα μιλάω. Ξέρω πάρα πολλές λέξεις, αλλά δεν καταφέρνω να φτιάξω ολοκληρωμένες φράσεις. Αυτό είναι κάτι που με στεναχωρεί πολύ. Είμαι όμως σίγουρος ότι θα μου αρκούσε η παραμονή για ένα μήνα στην Ελλάδα για να ανακτήσω τη μητρική μου γλώσσα. Η πραγματοποίηση ενός ταξιδιού στην Ελλάδα, για μια επίσκεψη στα μέρη όπου έζησε χαρούμενη για πάρα πολλά χρόνια η οικογένειά μου, είναι ένα όνειρο που, πριν πεθάνω, θέλω οπωσδήποτε να πραγματοποιήσω.

Στο εισαγωγικό σημείωμα γράφεις ότι η προσωπική ιστορία σου είναι επίσης και κυρίως μια συλλογική ιστορία κι έπειτα προσθέτεις: «Η ατομική και αυθόρμητη εξέγερσή μου ενάντια στην κοινωνική περιθωριοποίηση, η οποία οφειλόταν στην ταξική καταγωγή και την ταυτότητά μου ως γιος προσφύγων, κατέληξε να συναντηθεί και να δεθεί ανεπίστρεπτα με τις κοινωνικές συγκρούσεις και την πάλη των τάξεων στην Ιταλία κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του ‘70 και του ‘80». Ζώντας πλέον εδώ και τουλάχιστον τριάντα χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων ο κόσμος μοιάζει να περιστρέφεται όλο και περισσότερο με βάση τα κριτήρια του ατομικού «εγώ» και όλο και λιγότερο με βάση εκείνα του συλλογικού «εμείς», θέλεις να μας αναφέρεις ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της συλλογικά βιωμένης νιότης σας;

Τα χαρακτηριστικά παραδείγματα της συλλογικά βιωμένης νιότης μας είναι πάρα πολλά και στο βιβλίο διηγούμαι μερικά, στα οποία και σας παραπέμπω. Πρόκειται για επεισόδια που μαρτυρούν την ύπαρξη αυτής της συλλογικής αλληλεγγύης. Μια αλληλεγγύη που εκείνη την περίοδο αγκάλιαζε κάθε κοινωνικό πεδίο. Για εμάς, για τη δική μας γενιά που έζησε μέσα από τον και για τον αγώνα από τα τέλη της δεκαετίας του ‘60 μέχρι τα τέλη εκείνης του ‘80, το ατομικό εγώ υπήρχε μονάχα μέσα από μια συλλογική οπτική. Μέσα σε εκείνη την κοινωνική σύγκρουση, εκείνη που επικρατούσε ήταν η συλλογική διάσταση και το ατομικό εγώ έβρισκε νόημα μονάχα μέσα στις συλλογικές δυναμικές και τις επαναστατικές οργανώσεις, οι οποίες προσδιόριζαν τα όρια μέσα στα οποία μπορούσε να πραγματωθεί και το ατομικό εγώ. Με βάση αυτή την κολεκτιβιστική οπτική, υπήρχε μια κουλτούρα και μια θεωρητική και ιδεολογική τοποθέτηση που προερχόταν κατευθείαν από τις προλεταριακές και λαϊκές εμπειρίες του παρελθόντος, από την ιστορία της πάλης των τάξεων, από μια αντικαπιταλιστική, αντιιμπεριαλιστική και διεθνιστική οπτική του κόσμου, από μια κοινωνική οπτική ενάντια στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και την ύπαρξη μιας κοινωνίας διαιρεμένης σε τάξεις, μέσα στην οποία κυριαρχούν οι αγορές, ο ανταγωνισμός και το κέρδος των λίγων εις βάρος των πάρα πολλών, αντί της αλληλεγγύης και της αδελφοσύνης μεταξύ των ανθρώπων.

Για εμάς ήταν κάτι το φυσικό να ζούμε ως συλλογικά υποκείμενα, να οργανωνόμαστε και να αγωνιζόμαστε ενάντια στην εξουσία και το καπιταλιστικό σύστημα, να βοηθάμε ο ένας τον άλλον στα δύσκολα και να ζούμε ως κοινότητες στα εργοστάσια και τα σχολεία, στις προλεταριακές συνοικίες και τις φυλακές. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, ο ατομικισμός συχνά ισοδυναμούσε με απομόνωση και σχεδόν πάντοτε ήταν αντιπαραγωγικός και ηττημένος. Με λίγα λόγια, το να ζεις μονάχα για τον εαυτό σου ήταν ένα στοίχημα που δεν μπορούσε να δώσει ούτε κάποια προοπτική ούτε κάποια προσβάσιμη εναλλακτική οδό στις προλεταριακές μάζες. Ούτε σήμερα μπορεί, αλλά μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια, από τα τέλη της δεκαετίας του ‘80 μέχρι τις μέρες μας, η εξουσία κατάφερε να εκκινήσει έναν κυριολεκτικό μαζικό αποικισμό των μυαλών μέσα από τα κυρίαρχα μέσα και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ανοίγοντας το δρόμο στην ιδεολογία της, επιβάλλοντάς την ως τη μοναδική σκέψη και φυλακίζοντας το συλλογικό φαντασιακό μέσα σε ένα ψηφιακό παραλήρημα, όπου τα άτομα μπορούν να πιστεύουν ότι θα τη γλιτώσουν μόνα τους, όπως τα μωρά πιστεύουν στα παραμύθια, τα θεοφάνια και τον άγιο βασίλη.

Η προσωπική διαδρομή σου από την ατομική και αυθόρμητη εξέγερση στην πολιτική ριζοσπαστικοποίηση και τη συλλογική στράτευση είναι στενά δεμένη με τη συνάντηση στις ιταλικές φυλακές των δεκαετιών 1960-70 των «κοινών» προλετάριων κρατούμενων με τους πολιτικούς κρατούμενους που άρχιζαν να γεμίζουν τα σωφρονιστήρια, προερχόμενοι από οργανώσεις, ομάδες και χώρους αγώνα, βαθιά ριζωμένους μέσα στην πραγματικότητα των λαϊκών συνοικιών και των χώρων δουλειάς και σπουδών εκείνων των χρόνων. Ένας πολύχρονος κύκλος αγώνων που –με εξεγέρσεις, καταστροφές ειδικών φυλακών, απαγωγές δεσμοφυλάκων, αποδράσεις και μαζικές κινητοποιήσεις διαφόρων μορφών– κατέστησε σε ορατούς και ορατές τους αόρατους και τις αόρατες των φυλακών και έτυχε ισχυρής συμπαράστασης από το επαναστατικό κίνημα εκτός των τειχών. Ένας κύκλος αγώνων που, όπως εξηγείς κι εσύ, έφερε ουσιαστικά επέβαλε τη σωφρονιστική μεταρρύθμιση του 1975 με την οποία αναγνωρίζονταν -για –πρώτη φορά– βασικά δικαιώματα των κρατούμενων στις ιταλικές φυλακές. Δικαιώματα που κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών συστηματικά ποδοπατιούνται, καταστρατηγούνται και καταργούνται. Θέλεις να μας πεις κάτι σχετικά;

Οι αγώνες των κρατούμενων μέσα στις ιταλικές φυλακές, κατά τη διάρκεια των δεκαετιών 1960-70, αναπτύχθηκαν συντονισμένοι με τον κύκλο αγώνων που από το 1968-69 συντάραξε τη χώρα, μέσα σε κάθε χώρο και σε κάθε χαραμάδα της κοινωνίας: από τα σχολεία μέχρι τα εργοστάσια και από τις προλεταριακές συνοικίες μέχρι τις φυλακές. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι αγώνες των κρατουμένων αναπτύχθηκαν σαν χιονοστιβάδα σε όλες τις φυλακές, αρχής γενομένης από τις μεγάλες δικαστικές φυλακές των μητροπόλεων της βόρειας Ιταλίας μέχρι το βαθύ νότο και τα νησιά, δίνοντας ζωή σε ένα κίνημα προλετάριων κρατούμενων, καλά οργανωμένου και υποστηριζόμενου από το επαναστατικό κίνημα εκτός των τειχών.

Εκείνο το κίνημα κατάφερε με τους αγώνες του να κατακτήσει μια σημαντική βελτίωση των συνθηκών ζωής των κρατουμένων, επιβάλλοντας στο κράτος τη σωφρονιστική μεταρρύθμιση του 1975. Δυστυχώς, μετά τη δεκαετία του 1980 και το κλείσιμο του κύκλου αγώνων που είχε ανοίξει από το ‘68 και την επακόλουθη καπιταλιστική αναδιάρθρωση, εκείνες οι κατακτήσεις σταδιακά ποδοπατήθηκαν και σβήστηκαν, όπως άλλωστε συνέβη και με τις κατακτήσεις των εργαζομένων, των μαθητών και των φοιτητών. Όχι μόνο αυτό⸱ για τον επανασχεδιασμό του κράτους σε αυταρχική και φιλελεύθερη κατεύθυνση αναθεωρήθηκαν, ποδοπατήθηκαν και καταργήθηκαν πολλοί νόμοι και μερικά από τα καταστατικά άρθρα του Συντάγματος. Αρκεί να σκεφτούμε τη χάρτα των εργαζομένων που σβήστηκε εντελώς από το Jobs Act της κυβέρνησης Ρέντζι και τη μεταρρύθμιση Φορνέρο για τις συντάξεις. Για να μην αναφέρουμε τον εκλογικό νόμο που πέρασε από το αναλογικό στο πλειοψηφικό σύστημα.

Με δεδομένα όλα αυτά, σήμερα στις φυλακές η ζωή είναι χειρότερη από τότε που ήμουν εγώ μέσα. Όχι μόνο εξαιτίας του τεράστιου υπερπληθυσμού, ο οποίος από μόνος του –ακόμα και χωρίς τους ξυλοδαρμούς και τις αυθαιρεσίες των δεσμοφυλάκων– καθιστά ανυπόφορη τη ζωή των κρατουμένων. H ζωή είναι πολύ χειρότερη γιατί σήμερα το ατομικό εγώ επικρατεί του συλλογικού εμείς και ο κρατούμενος έγινε και πάλι ένας αριθμός, ένας υπήκοος χωρίς δικαιώματα, περιτριγυρισμένος όχι μόνο από τα τείχη της φυλακής αλλά και από μια κυρίαρχη κουλτούρα, ρατσιστική και φασίζουσα, ξεκάθαρα αντιδραστική και τιμωρητική, την οποία, δυστυχώς, έχει ασπαστεί και αφομοιώσει η πλειοψηφία του ιταλικού λαού.

Η μαρτυρία σου είναι γραμμένη «με τα συναισθήματα, τις αισθήσεις, τις εντυπώσεις και τις πεποιθήσεις εκείνης της εποχής, χωρίς βολικές επαναδιατυπώσεις», σε μια χώρα όπως η Ιταλία, όπου πλέον, εδώ και χρόνια, φαίνεται να βρίσκει χειροπιαστή επιβεβαίωση η κοινοτυπία βάσει της οποίας την ιστορία τη γράφουν οι νικητές. Μια επιβεβαίωση που προέρχεται μέσα από μια διαρκή επιχείρηση ιστορικής διαστρέβλωσης και εξελίσσεται εδώ και χρόνια από πολιτικούς, διανοούμενους, καθηγητές, δημοσιογράφους και άλλους αξιότιμους κυρίους της εξουσίας. Μια βιομηχανία παραγωγής μυστηρίων και θεωρημάτων κατασκοπείας σχετικά με την ιταλική πολιτική ιστορία των δεκαετιών 1970-80, που σκοπεύει –παρά τη διάψευσή της από τα ίδια τα γεγονότα– στην επιβολή, κυρίως στο συλλογικό φαντασιακό των νεότερων γενιών, μιας κυριολεκτικής συνωμοσιολογικής ιδεολογίας, ιδιαίτερα σε σχέση με την υπόθεση Μόρο. Εσύ ήσουν ένας από τους δεκατρείς πολιτικούς κρατούμενους που προερχόσασταν ουσιαστικά από όλες τις επαναστατικές οργανώσεις και εμπειρίες της μεταπολεμικής Ιταλίας, των οποίων οι Ερυθρές Ταξιαρχίες ζήτησαν την αποφυλάκιση με αντάλλαγμα την απελευθέρωση του πρώην πρωθυπουργού και προέδρου της Χριστιανοδημοκρατίας, απαχθέντα κατά τη διάρκεια της δικής τους «Καμπάνιας της Άνοιξης» το 1978. Θέλεις να μας πεις τη γνώμη σου γύρω από αυτή τη μάχη ανάμεσα στη Λήθη και τη Μνήμη;

Την επίσημη ιστορία τη γράφουν πάντοτε οι νικητές. Τη γράφουν, τη μεταδίδουν και τη διηγούνται, παραποιώντας και διαστρεβλώνοντας με βάση τα πολιτικά συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης. Αυτό συνέβη και με την ιστορία του κύκλου αγώνων των δεκαετιών 1970-80. Η παραποίηση και η διαστρέβλωση ακολουθούνε δυο συγκεκριμένες κατευθυντήριες γραμμές: τον απολογητικό εγκωμιασμό του νικητή και τη δαιμονοποίηση του εχθρού. Ο νικητής παρουσιάζεται σαν ένας ήρωας και ένας πρωταθλητής της δημοκρατίας, ο εχθρός ως ένας αποκρουστικός τρομοκράτης που στερείται οποιασδήποτε νομιμοποίησης. Ο βαθμός της έντασης της απολογίας του νικητή και της απαξίας για τον εχθρό εξαρτάται από το επίπεδο στο οποίο έχει φτάσει η αναμέτρηση και η σύγκρουση. Στην περίπτωση μιας αναμέτρησης και μιας ένοπλης σύγκρουσης, όπου το διακύβευμα είναι η ίδια η πολιτική εξουσία, είναι ξεκάθαρο ότι η απαξία και η απονομιμοποίηση του εχθρού αγγίζουν το υψηλότερο δυνατό επίπεδο. Αυτή ακριβώς είναι και η δική μας περίπτωση.

Η ιστορική αλήθεια που δεν γίνεται αποδεκτή και θάβεται ή διαστρεβλώνεται μέσω συνωμοσιολογικών και κατασκοπευτικών αναπαραστάσεων είναι πάρα πολύ απλή⸱ στην Ιταλία, και όχι μόνο στην Ιταλία, από τα τέλη της δεκαετίας του ‘60 ως τις αρχές εκείνης του ’80, υπήρξε μια κοινωνική και ταξική σύγκρουση, η οποία διεξήχθη και με τα όπλα. Μια ένοπλη σύγκρουση που έθετε στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα της πολιτικής εξουσίας, μια επαναστατική απόπειρα που στόχευε στην ανατροπή του καπιταλιστικού κράτους και την οικοδόμηση μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας, μιας κοινωνίας χωρίς τάξεις, χωρίς εκμεταλλευτές και εκμετελλευόμενους, μια κοινωνία μέσα στην οποία όλοι συμμετέχουν στην κοινωνική παραγωγή και διανομή του πλούτου, όπου ο σκοπός της εργασίας δεν είναι το κέρδος των λίγων και η εκμετάλλευση των εργαζομένων αλλά η κοινωνική ευημερία του λαού. Αυτή η ένοπλη σύγκρουση διεξήχθη με τις μεθόδους του αντάρτικου πόλης και στη χώρα μας έλαβε τις διαστάσεις ενός εμφυλίου πολέμου χαμηλής έντασης. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο υπήρξαν πάρα πολλοί νεκροί, τραυματίες και φυλακισμένοι και από τις δυο πλευρές. Δεν επρόκειτο για ανυπεράσπιστα θύματα αλλά για μαχόμενους που έπεσαν, τραυματίστηκαν και αιχμαλωτίστηκαν κατά τη διάρκεια των μαχών. Από τη μια πλευρά, είναι οι πεσόντες των δυνάμεων που, υπό διάφορες ιδιότητες, πολεμούσαν στην πρώτη γραμμή για την υπεράσπιση αυτού του κράτους. Από την άλλη πλευρά, οι πεσόντες των επαναστατικών δυνάμεων που μάχονταν για να το ανατρέψουν. Τα μοναδικά αθώα θύματα ήταν εκείνα των σφαγών του κράτους, από τη σφαγή της πλατείας Φοντάνα μέχρι τη σφαγή στο σταθμό της Μπολόνιας. Αυτή είναι η ιστορική αλήθεια που θάβεται με τη λογοκρισία, τη λήθη και τα ψέματα. Όλα αυτά, παρά τα στατιστικά στοιχεία που είχαν δημοσιοποιηθεί από το Υπουργείο Εσωτερικών τον Δεκέμβρη του 1979 και στα οποία δηλωνόταν ότι κατά τη διάρκεια της δεκαετίας 1969-79 πραγματοποιήθηκαν 12.000 ένοπλες ενέργειες, έδρασαν γύρω στις 100 μαχόμενες επαναστατικές ομάδες, ενώ υπήρξαν 6.000 πολιτικοί κρατούμενοι και εκατοντάδες νεκροί και τραυματίες. Επίσης, μονάχα κατά τη διάρκεια του 1976 καταγράφηκαν 430 αποδράσεις από τις φυλακές, πολλές από τις οποίες με το όπλο στο χέρι και την ένοπλη υποστήριξη από έξω.


Μέσα σε αυτό το ιστορικό και πολιτικό πλαίσιο εντάσσεται η Καμπάνια της Άνοιξης των Ερυθρών Ταξιαρχιών, η απαγωγή και η θανάτωση του προέδρου της Χριστιανοδημοκρατίας Άλντο Μόρο.

Κλείνοντας και με δεδομένη τη δυστοπική συνθήκη των τελευταίων μηνών, ιδιαίτερα στην Ιταλία, με την πανδημία του ιού Covid-19, την υγειονομική και την επακόλουθη οικονομική κρίση και τα περιοριστικά μέτρα που εφαρμόστηκαν λίγο ή πολύ σε όλον τον κόσμο, θέλεις να μας πεις δυο λόγια για τον τρόπο με τον οποίο βιώνεται η έκτακτη συνθήκη της καραντίνας και της κοινωνικής αποστασιοποίησης από έναν άνθρωπο σαν κι εσένα, που κουβαλάει στην πλάτη του είκοσι χρόνια φυλακής, έξι χρόνια ημιελευθερίας και τέσσερα χρόνια επιτηρούμενης ελευθερίας; Και τέλος, ποια ήταν τα συναισθήματα και οι αισθήσεις που ένιωσε ένας πρώην πολιτικός κρατούμενος σαν κι εσένα, που ποτέ δε μετανόησες και ποτέ δεν διαχωρίστηκες, βλέποντας και πάλι μετά από πάρα πολλά χρόνια, μέσα σε μια κοινωνική συνθήκη διαφορετική και επιδεινωμένη, τους αγωνιζόμενους και εξεγερμένους κρατούμενους στις στέγες των ιταλικών φυλακών;

Ανεξάρτητα του γεγονότος της προέλευσης της επιδημίας του Covid-19, από δόλο ή από φυσικά αίτια, το αναμφισβήτητο δεδομένο είναι η δυστοπική και φασίζουσα διαχείριση αυτής της υγειονομικής κρίσης. Με πρόσχημα την υγειονομική έκτακτη ανάγκη, τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό το σύνολο του πληθυσμού. Με μια κυβερνητική κίνηση σβήστηκαν όλα τα συνταγματικά δικαιώματα και, λες και τέθηκε σε ισχύ στρατιωτικός νόμος, βρισκόμαστε ξαφνικά με τα εδάφη να περιπολούνται από τους στρατιωτικούς, με μπλόκα στους δρόμους υπό την αρωγή των ντρόουν και των ελικοπτέρων που ελέγχουν αν βγαίνει κάποιος από το σπίτι του έχοντας την προβλεπόμενη υπεύθυνη δήλωση, η οποία δικαιολογεί την έξοδο για εργασία, για μετάβαση στο φαρμακείο ή για ψώνια, που είναι και οι μοναδικές αιτιολογίες που προβλέπει το προεδρικό διάταγμα του υπουργικού συμβουλίου για τη νόμιμη έξοδο από το σπίτι. Κάθε μορφή παραβίασης ή αμφισβήτησής του τιμωρείται με ένα αλμυρό πρόστιμο τουλάχιστον 500 ευρώ, ή ακόμα και με σύλληψη και ποινική δίωξη. Φυσικά, απαγορεύονται και οι διαδηλώσεις, οι απεργίες και οι συγκεντρώσεις, οι οποίες βαφτίζονται –με την ίδια την ορολογία του αλήστου μνήμης φασιστικού μουσολινικού καθεστώτος– «συναθροίσεις». Όλα αυτά τα κατασταλτικά μέτρα, παράλληλα με την ανίχνευση των κινήσεων των ατόμων μέσω ψηφιακών εφαρμογών και τη διαφημιζόμενη υπόθεση ψήφισης νόμου που θα επιβάλει τους υποχρεωτικούς εμβολιασμούς, έχουν τη γεύση μιας προληπτικής αντεπανάστασης, που σκοπεύσει ν’ αντιμετωπίσει από τα σπάργανα τις αναμενόμενες λαϊκές διαμαρτυρίες για τη βαθιά οικονομική κρίση που έρχεται και ήδη παράγει φτώχεια, ανεργία, λουκέτα σε πάρα πολλές μικρές επιχειρήσεις, εμπορικές και βιοτεχνικές δραστηριότητες.

Όλα αυτά βιώνονται από εμένα με μεγάλη ανησυχία. Όχι τόσο για προσωπικούς λόγους, δεδομένου ότι είμαι πλέον συνηθισμένος να ζω μέσα στις χειρότερες φυλακές αυτού του κράτους, όσο για τις πολιτικές και οικονομικές επιπλοκές που έχουν προκύψει από την υγειονομική έκτακτη ανάγκη. Είμαι πεπεισμένος ότι θα είναι πιο εύκολο ν’ απελευθερωθούμε από τον Covid-19 παρά από το αστυνομικό κράτος που έχει τεθεί επί ποδός για να υπερασπιστεί το καπιταλιστικό σύστημα από την κρίση του. Χρησιμοποιήθηκε το πρόσχημα προστασίας του πληθυσμού, στον οποίον –όπως πάντα– φορτώνονται όλες οι ευθύνες που βαραίνουν τους κυβερνώντες⸱ κατά τη διάρκεια της τελευταίας εικοσαετίας, με δόλο αποστέωσαν τη δημόσια υγεία με περικοπές ύψους 40 δισεκατομμυρίων ευρώ, χρηματοδότησαν την ιδιωτική υγεία, σπατάλησαν τεράστιους οικονομικούς πόρους σε εξωφρενικές στρατιωτικές δαπάνες και στα άχρηστα και καταστρεπτικά λεγόμενα Μεγάλα Έργα.

Στις κατάμεστες φυλακές, εκεί όπου η υγειονομική περίθαλψη ουσιαστικά δεν υφίσταται, η κατάσταση είναι ακόμα δραματικότερη. Το στοίβαγμα μέσα στα κελιά καθιστά, ουσιαστικά, αδύνατη τη λήψη οποιουδήποτε μέτρου υγειονομικής πρόληψης. Με αυτά τα δεδομένα, η κυβέρνηση θα έπρεπε να λάβει άμεσα τα κατάλληλα μέτρα για να μειωθεί –κατευθείαν και σε σημαντικό βαθμό– ο φυλακισμένος πληθυσμός. Αλλά δεν το έκανε. Αντίθετα, επιδείνωσε την κατάσταση με την απαγόρευση των δεμάτων, της αλληλογραφίας και των επισκεπτηρίων των συγγενών, με το κλείσιμο όλων των συλλογικών δραστηριοτήτων που προσφέρουν στιγμές κοινωνικότητας, συμπεριλαμβανομένου του προαυλισμού. Από εκείνο το σημείο κι έπειτα, οι κρατούμενοι, όντας εγκλωβισμένοι ανάμεσα στο φόβο να πεθάνουν χωρίς καμία υγειονομική περίθαλψη από τον Covid-19 και την επιδείνωση των συνθηκών ζωής εντός των τειχών, δεν είχαν άλλη επιλογή από το να εξεγερθούν. Μετά από πάρα πολλά χρόνια, η μία μετά την άλλη, οι φυλακές εξερράγησαν και εξεγέρθηκαν. Είδαμε κρατούμενους στις στέγες, όπως και τη δεκαετία του 1970, με πανό που ζητούσαν απονομή χάριτος και αμνηστία. Για εμένα, που έχω ζήσει στιγμές σαν κι αυτές, ήταν αρκετά φυσικό να αντιληφθώ και να συμμεριστώ αυτούς τους αγώνες. Όπως επίσης, δεν μου ήταν πολύ δύσκολο να καταλάβω ότι μετά τις εξεγέρσεις οι κρατούμενοι υπέστησαν κτηνώδη αντίποινα με ξυλοδαρμούς, ταπεινώσεις και απερίγραπτες τιμωρίες, εντελώς παρόμοιες μ’ εκείνες που είχαμε υποστεί κι εμείς. Ο δικός τους απολογισμός όμως ήταν πολύ πικρότερος, σημαδεμένος από 14 νεκρούς και εκατοντάδες τραυματισμένους κρατούμενους. Γύρω από αυτούς τους 14 θανάτους κρατουμένων, τα κυρίαρχα μέσα ευθυγραμμίστηκαν πλήρως με τα κυβερνητικά ραβασάκια, παρουσιάζοντάς τους στην κοινή γνώμη ως αυτόχειρες μέσω κατανάλωσης υπερβολικής δόσης φαρμάκων. Καμία θεσμική φωνή δεν έθεσε υπό αμφισβήτηση αυτή τη γελοία εκδοχή. Οι μόνες αποκλίνουσες φωνές ήταν εκείνες των ελεύθερων οργανώσεων, οι οποίες όμως βρήκαν χώρο μονάχα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τον εναλλακτικό τύπο. Μέσα στο κοινοβούλιο, δεν υπήρξε ούτε ένας σκύλος που να διαθέτει την εντιμότητα και το θάρρος για να αμφισβητήσει τη θεσμική εκδοχή για αυτούς τους 14 κρατούμενους που δολοφονήθηκαν από τους ξυλοδαρμούς των μπάτσων. Για εμένα προσωπικά, και χάρη στη μακρά εμπειρία μου μέσα στις φυλακές, δεν χρειάστηκε φυσικά να διαβάσω τις εφημερίδες ή να παρακολουθήσω τα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων για να καταλάβω τι είχε συμβεί πραγματικά. Για εμένα, ήταν εξαρχής ξεκάθαρο ότι αυτοί οι 14 νεκροί κρατούμενοι είναι τα θύματα ακόμα μιας σφαγής του κράτους, η οποία έλαβε χώρα ενάντια σε έγκλειστους, ανυπεράσπιστους ανθρώπους που αγωνίζονταν, όντας νομιμοποιημένοι, για τη διεκδίκηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων τους, με πρώτο απ’ όλα το δικαίωμα στη ζωή και το δικαίωμα στην υγεία.

Μαύρο δελφίνι (Εισαγωγή)

Ο καθένας έχει μια σκοτεινή πλευρά. Και όταν το σκοτάδι γεμίσει μέσα του,επικρατεί ο τρόμος και όχι μόνο για τον ίδιο. Μεταπάλπ γουέστερν του Νικόλα Ασηθιανάκι.

Ο Βιλέν:

Ο κεντρικός χαρακτήρας και αδιαμφισβήτητος ήρωας του Μαύρου Δελφινιού. Απ’ τα υπαίθρια πάρτι και τα πιόματα στους δρόμους της Μόσχας -όπου βότκα  Μοskovskya και χάπια δίνανε και παίρνανε- πέρασε στο βαρύ έγκλημα και τα συμβόλαια θανάτου. Κάποτε μικροπαραβατικός αλλά στην συνέχεια με κάποιες κλοπές και ένοπλες ληστείες στο ενεργητικό του. Αγαπημένος στόχος ληστειών τα φαρμακεία. Δύο σε ένα. Φράγκα και ντόπα μαζί.

Κάποτε λεγεται είχε πλακώσει μεθυσμένος και  είχε αφήσει αιμόφυρτους δύο  τοπικούς μπράβους ντυμένους με Ushanka, σακάκι μπορντό ο ένας και κόκκινο  ο άλλος, αντί για παντελόνι φορούσαν φόρμα Adidas και σκαρπίνια. Οι δύο χοντρές χρυσές αλυσίδες που φορούσαν πλέον κοσμούν τον λαιμό του.

Στο πρώτο συμβόλαιο με στόχο τον πατέρα του ήταν ο ίδιος εντολοδόχος και εκτελεστής.

Αυτός ο παλιόπουστας άλλωστε  ήταν ο υπαίτιος που  η αδερφή του Λιουμμίλα κατέληξε στο χώμα από υπερβολική δόση και η μάνα του Masha  αποτρελαμένη από το ξύλο, άφησε τα κόκκαλα της σε ψυχιατρική κλινική για αναγκαστική θεραπεία.

Φυλακίστηκε  στο Μαύρο Δελφίνι (μεγαλοστέλεχος γαρ ο πατέρας του, της Ρωσικής μυστικής αστυνομίας). Στην συνέχεια μεταφέρθηκε στις φυλακές της πόλης Ανγκάρστ της περιοχής Ιρκούτσκ.

Το να είσαι Ηitman δεν είναι εύκολη δουλειά. Και ο Βιλέν πίνει ότι πίνεται για να αντέχει την δουλειά. Είναι μία βρώμικη δουλειά αλλά κάποιος πρέπει να την κάνει…

Μότο του: «αν δεν φροντίσεις μόνος σου τον εαυτό σου κανείς δεν θα σε φροντίσει»

Πάντα ντυμένος με  Adidas φόρμες, ψηλός ξερακιανός με ξυρισμένο κεφάλι και  φαβορίτες, δεν τον πιάνει το μάτι σου αλλά η σκατόφατσα φωνάζει από μακριά «δεν θες μπελάδες μαζί μου». Είναι ο τύπος που απλά δεν μπλέκεις.

Ο Έλληνας:

Πάντα πίστευε ότι το Μαρακές  ήταν ο ιδανικός τόπος για τυχοδιώκτες σαν την αφεντομουτσουνάρα του. Ιδιοκτήτης  κλαμπ για τουρίστες που ψάχνονται  να ζήσουν  την περιπέτεια της ζωής τους σε αυτή την ζεστή πόλη ή απλά να  σκοτώσουν την πλήξη και  την ανία.

Ιδιοκτήτης επίσης παραδοσιακού καφενέ βιτρίνα της πραγματικής επιχείρησης  του κρυφού  στριπτιτζάδικου που κρύβεται από πίσω. Κάνει και άλλες σκοτεινές μπίζνες αλλά μην ρωτάς πολλά, αν δεν θέλεις να  σε βρούνε σε κανένα  χαντάκι.

Τελικά σχεδόν πάντα πίσω από μία βρώμικη μπίζνα κρύβεται κι ένας Γραικός.

Ο Κουτσός:

Μαροκινός, βαποράκι κάθε είδους ναρκωτικής ουσίας για τους τουρίστες και  συνεργάτης του Έλληνα, φροντίζει  για τα πάντα. Λέει πώς έμεινε κουτσός όταν ένας Γάλλος από την λεγεώνα των ξένων  τον πυροβόλησε στο πόδι. Ακούγεται ότι  δεν ήταν από πυροβολισμό αλλά από μαχαιριά κάποιου ερωτικού αντίζηλου. Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου.

Ο Ζένια:

Νονός της Ρώσικης μαφίας στην Μόσχα. Ναρκωτικά, εμπόριο γυναικών και όπλων μόνο μερικές από τις παράνομες δραστηριότητες του. Κλαμπ και εστιατόρια είναι οι νόμιμες  που του δίνουν  την εικόνα του καλοκάγαθου  και καθ’ όλα νόμιμου επιχειρηματία. Συμπαθούσε τον Βιλέν και είδε σε αυτόν τον  μικρό δυνατότητες. Ήταν ο πρώτος που του έδωσε συμβόλαιο θανάτου για το κάποτε δεξί του χέρι Ιβάν. Δεν έτρεφε κανέναν οίκτο για αυτούς που τον πρόδιδαν. Στον μεγάλο πόλεμο αξιωματικός του κόκκινου στρατού είχε σκοτώσει με τα ίδια του τα χέρια αρκετούς Ουκρανούς προδότες, συνεργάτες των ναζί.

Ιβάν:

Γεωργιανός πρώην δεξί χέρι του προηγούμενου. Έκανε το λάθος  να θελήσει να αυτονομηθεί και να πάρει μερίδιο από την πίτα στην αγορά  που παραδοσιακά κατείχε η φαμίλια του Ζένια. Η καριέρα του τελείωσε άδοξα από μία ριπή καλάσνικοφ του Βιλέν, που τον έκοψε στα δύο….

Λιθουανός:

 Τρόφιμος του Μαύρου Δελφινιού μέχρι ο Βιλέν να του κόψει το νήμα της ζωής   με ένα αυτοσχέδιο μαχαίρι φτιαγμένο από ένα σίδερο κρεβατιού. Μεγάλος ψυχάκιας. Μαζί με την σύντροφο του νάρκωναν μικρά αγόρια και κορίτσια. Αφού τα κακοποιούσαν σεξουαλικά στην συνέχεια τεμάχιζαν τα θύματα τους και τα πάστωναν. Τα σερβίριζαν σαν φρέσκο κρέας για φάγωμα στην βρωμερή και τρισάθλια ταβέρνα που είχαν.

Ο Πατερούλης:

Τρομακτικός τύπος. Επίσης  κανίβαλος και κατά συρροήν δολοφόνος. Του άρεσαν τα νεαρά αγόρια τα προσέγγιζε προσφέροντας τους χρήματα. Αφού ικανοποιούσε τις σεξουαλικές του ορέξεις τα σκότωνε και έτρωγε μόνο συγκεκριμένα κομμάτια. Έβρισκε τα γεννητικά τους όργανα, την καρδιά και το συκώτι εξαιρετικές λιχουδιές. Το «παρατσούκλι» το πήρε από το τεράστιο πορτραίτο στο στήθος του με τατουάζ του «Αγίου» Ιωσήφ Στάλιν προστάτη των γκούλαγκ…

Κυριάκος Σιμετζίδης:

Ελληνοπόντιος από του κατώτερους συνεργάτες στην  τροφική αλυσίδα.

Όχι και το πρώτο μυαλό, γι’ αυτό  και ο Βιλέν τον αποκαλεί βλαμμένο η ζαβό.

Από τα άτομα που μπορεί κανείς να εμπιστεύεται ότι δεν θα  γίνει ρούφ. Ωστόσο λόγω βλακείας απαλλάσσεται από κάθε σοβαρή δουλειά και είναι μόνο για μικροθελήματα. Τελευταία την είδε χίτμαν και  ζήτησε από τον Αλβανό μία ευκαιρία. Πάντως και ο Ζένιας δεν τον είχε γραμμένο τελείως στο ριπαπά του και του έδειχνε εμπιστοσύνη. Να σπρώξεις όμως 100 κιλά μαύρο Α’ Α’ ποιότητας δεν απαιτεί να είσαι και Αϊνστάιν.

Ιανός ή Ιαν ο Αλβανός:

Περισσότερο  έχει την εικόνα επιχειρηματία παρά άνθρωπου της νύχτας. Φημολογείται ότι στην πατρίδα του ήταν πράκτορας της SHIK-SHISH. Ποτέ δεν ξέρεις τι κρύβει ο καθένας στο πίσω μέρος  του κεφαλιού του.

Ιδιοκτήτης χαρτοπαιχτικών λεσχών και ανταλλακτηρίων χρημάτων όπου ξεπλένει το βρώμικο χρήμα από τοκογλυφία σε νόμιμες δραστηριότητες. Δεν γουστάρει νταλαβέρια με ντρόγκες, πουτάνες και όπλα. Ειδικά τα πρώτα.

Άντι:

Κωλοχαρακτήρας. Μεγάλο απόβρασμα. Χουλιγκάνος και νενοναζί σκίνχεντ, μαχαιροβγάλτης και πιθανόν χαφιές των μπάτσων. Ακούγεται ότι με άλλους δύο ναζί, έναν άνδρα και μία γυναίκα είχαν μαχαιρώσει έναν Πακιστανό στην Πλατεία Αγ. Παντελεήμονα. Ποτέ δεν δικάστηκε και δεν καταδικάστηκε.

Τώρα είναι σβάρτσος και δεξί χέρι του Ιαν. Ο Βιλέν ευχαρίστως θα τον έστελνε στον άλλο κόσμο και μάλιστα χωρίς καμία ενοχή.

Αρία ή Αριάδνη:

Η γαλανομάτα femme fatal. Πήρε τα μυαλά του Βιλέν όπως μία σφαίρα πήρε το μυαλό του καταστηματάρχη. Μία  επαγγελματίας στρίπερ και μητέρα ενός μικρού παιδιού. Μία κούκλα επικίνδυνη σαν ωρολογιακή βόμβα. Το πανέμορφο διάστικτο με τατουάζ σώμα είχε συγκινήσει το Βιλέν όπως καμιάς άλλης γυναίκα μέχρι τότε. Έκτοτε θα βάλει τον Βιλέν σε πολλούς μπελάδες. Μα δεν του κάνει καρδιά -όσο και να ξέρει πως πρέπει- να την κάνει στη μπάντα. Θα είναι η  απόλυτη καταστροφή; Ίσως ναι, ίσως όχι.

Ο καταστηματάρχης:

Καμένο χαρτί φιλαράκι, τι να λέμε. Τα ακριβά γούστα, τα γιαπωνέζικα ουίσκι, η κόκα και τα call-girls, όλα με δανεικά και αγύριστα από τον Ιαν. Κηδεία με ξένα κόλλυβα που λένε. Τώρα ήταν η σειρά του να γίνει η κηδεία του. Αυτοκτόνησε με  το δικό του Glock, πριν ο Βιλέν προλάβει να τον στείλει  να συναντήσει τον δημιουργό του.

Ο μυστικός μπάτσος:

Μεγαλοστέλεχος της μυστικής αστυνομίας και σε κάθε περίπτωση βρώμικος μπάτσος. Ιδιαίτερα σαδιστής  με αυτούς που ανέκρινε. Έκανε το λάθος να μπει στα πόδια του Ζένια. Πότε ο Ρώσος δεν ρωτούσε τι και πώς. Απλά εκτελούσε το συμβόλαιο. Κονιόρδος με τουλάχιστον τέσσερις σωματοφύλακες όταν κυκλοφορούσε.

Εκείνο το πρωινό στην Κόκκινη Πλατεία ο Βιλέν θα τον αποσύρει για πάντα από την κυκλοφορία.

Διαβάστε τα επεισόδια εδώ

Το red n’ noir προτείνει βιβλία:

Η ληστεία της Πέτρας VΙΙI

Κεφάλαιο 15 (22 Νοεμβρίου 1928)

Στις 10.30 το πρωί, εμφανίζεται στην αριστερή εξώθυρα μια μετρίου αναστήματος ηλικιωμένη γυναίκα, συνοδευόμενη από δυο άλλες νέες γυναίκες. Φορούνε και οι τρεις μαύρα και οι, επίσης μαύρες, σκέπες τους είναι κατεβασμένες πολύ χαμηλά προς τα μάτια. Η νεότερη από τις τρεις κρατάει ένα ογκώδες δέμα ρούχων. Είναι και οι τρεις τους δακρυσμένες. Η ηλικιωμένη γυναίκα πλησιάζει προς τον ανθυπασπιστή και του απευθύνεται:

«Θέλω να δω τον Γιάννη μου».

«Ποιον Γιάννη σου;»

«Τα παιδιά μου. Τον Γιάννη και τον Θύμιο».

Ο ανθυπασπιστής υποψιάζεται και της λέει:

«Είσαι μήπως…»

«Η μητέρα των Ρεντζαίων», τον βεβαιώνει η νεότερη της τριάδας.

«Τι θέλετε;»

«Να ξαλλάξουνε τα κακόμοιρα», λέει με σιγανή φωνή η μητέρα των Ρεντζαίων και τα μάτια περισσότερο βουρκωμένα τώρα από τα δάκρυα.

Ο ανθυπασπιστής τρέχει και ειδοποιεί το επόπτη, κύριο Παπακυριακόπουλο, ο οποίος φτάνει εντός ολίγου συνοδευόμενος από δυο φύλακες. Ανοίγουν το δέμα και γίνεται λεπτομερής έρευνα του περιεχομένου. Μέσα είναι δυο φλοκωτές κουβέρτες, δυο μικρά προσκέφαλα, δυο πουκάμισα, δυο περισκελίδες και έξι ζευγάρια χονδρές μάλλινες κάλτσες. Επίσης τέσσερα κουτιά τσιγάρα.

«Καλά, θα τους τα δώσουμε», λέει ο κύριος Παπακυριακόπουλος.

Η μια των γυναικών, ξαδέλφη των Ρεντζαίων, λέει δειλά:

«Μα θέλουμε να τους δούμε!»

«Αδύνατον!» απαντάει ο επόπτης.

Τη Ρέντζου την πιάνει τότε το παράπονο.

«Μα μάνα είμαι η κακομοίρα, άσε, αφέντη μου, να τους δω.»

«Τι να σου κάνω, κυρία μου, δεν μπορώ. Πήγαινε στο υπουργείο να σου δώσουν άδεια και τότε θα σε αφήσω να τους δεις.»

«Μια στιγμή να τα δω τα κακόμοιρα», λέει.«Και τι φελάω εγώ που δεν μ’ αφήνετε;»

Απλώνει κατόπιν τα ρούχα τους στο έδαφος, γονατίζει κοντά τους, κάνει το σταυρό της και λέει:

«Όχι, να μην είναι σάβανα σας όπως θέλει ο παλιόκοσμος. Να σας δώσουν την ελευθερία σας!»

«Εσύ που ήσουν μητέρα τους, γιατί δεν τους έδινες καλή ανατροφή να μην γίνουν τέτοιοι άνθρωποι;» την ρωτάει ο ανθυπασπιστής.

«Εγώ καλή και άγια ανατροφή τους έδωκα. Αλλά οι κακές συναναστροφές τους χάλασαν. Εκεί στην Ήπειρο όλοι οι άνθρωποι είναι τέτοιοι και τους έκαναν και αυτούς έτσι. Να πεις για τον Γιάννη μου. Είναι πονόψυχος και χρυσός μέχρι εκεί που δεν παίρνει άλλο. Έχει κάμει κακά λένε. Αλλά έχει κάμει και καλά, σωρό καλά. Ε, ο Θύμιος μου είναι λίγο θυμοτσιάρης, αλλά ο θεός να μου τον φυλάει. Είναι ένα κουτό παιδί που δεν καταλαβαίνει.»      

Η δυστυχής κυρά Ρέντζου καταλαβαίνει ότι κάθε προσπάθεια να δει τα παιδιά της είναι μάταιη και αναγκάζονται να φύγουν δακρυσμένες και οι τρεις.

«Δώσε τους τις ευχές μου τότε», λέει.

Ενώ η ξαδέλφη τους προσθέτει:

«Ο Θεός να τους λευτερώσει τους κακόμοιρους από τον κατατρεγμό που έχουν».

Κεφάλαιο 16 (Χειμώνας του 1923-1924)

Όταν παίρνεις τα λεφτά και είσαι ληστής καταλαβαίνεις σε ποιο χάλι βρίσκεσαι. Τα παίρνεις, τα μετράς, αλλά τι να τα κάνεις; Μέσα στο βουνό να τα χαλάσεις; Σε πιάνει σιχαμάρα με τον εαυτό σου. Έχεις λεφτά καταραμένα που πρέπει να τα σκορπίσεις εδώ και εκεί στα βουνά, σε πρόσωπα που δεν χωνεύεις και πρέπει να τα χορτάσεις για να γλιτώσεις τη ζωή σου. Ληστεύεις μια φορά και σε ληστεύουν κάθε μέρα.

Από την αιχμαλωσία του Παπαγιαννόπουλου μόνο 150 χιλιάρικα πήραν οι Ρεντζαίοι, λεφτά που ξοδεύονται σε διάστημα λίγων μηνών. Όλοι αυτοί που τους περιποιούνταν στο βουνό ζητούσαν μερτικό. Άλλοι κλαιγόντουσαν πως δεν είχαν να φάνε και άλλοι ήθελαν να τους κανονίζουνε τις διαφορές τους και να πάρουν και χιλιάρικα. Έπρεπε να δίνουνε, να δίνουνε, να δίνουνε. Να τους ρουπώνουνε για να τους κρύβουν και να τους λένε πού γυρίζουν τα αποσπάσματα για να μην τους σκοτώσουν οι ίδιοι. Έτσι δίνοντας, ξημερώθηκαν μια μέρα αδέκαροι. Αν δεν έχεις να δώσεις τίποτα και το κεφάλι σου στοιχίζει μερικά χιλιάρικα –το δικό τους στοίχιζε τότε πεντακόσια– αλίμονό σου. Θα τους σκότωναν οι ίδιοι τους οι φίλοι σαν τσακάλια, για να πάρουν λεφτά.

Πήραν απόφαση λοιπόν να κάνουν μια καινούρια καλή δουλειά, να αποκτήσουνε μερικά λεφτά και να γλιτώσουνε το κεφάλι τους. Εκείνη την εποχή, στα Γιάννενα, ήταν ένας αρχοντοεβραίος. Ο Μαραμένος. Ο γεροτσιφούτης ήταν άπιαστος, γιατί σχεδόν δεν έβγαινε από το σπίτι του ποτέ. Στο βουνό λοιπόν ή κάπου κοντά ήταν αδύνατον να τον πιάσουνε. Ο γιος του μόνο, ο Ελιά, έβγαινε πού και πού για κυνήγι, αλλά τελευταία το είχε κόψει από φόβο μην πάθει καμιά ιστορία από κανέναν κλέφτη. Όταν αποφάσιζε να βγει για κυνήγι, πάντα είχε πολλούς κοντά του και με πολλούς ανθρώπους μια ληστρική επιχείρηση δεν βγαίνει σε καλό. Κάποιος μπορεί να σκαρίσει και κάτσε κυνήγα τον από πίσω μην τρέξει να προδώσει. Ωστόσο, η συμμορία τους φύλαξε καραούλι πολλές φορές να τον πιάσει, αλλά δεν περνούσε.

Έπρεπε λοιπόν να ενεργήσουν όπως-όπως. Βρήκαν δυο στολές χωροφυλακίστικες. Ο Γιάννης κόλλησε δυο σαρδέλες υπονοματάρχη. Ο Θύμιος ντύθηκε χωροφύλακας. Φρεσκοξυρισμένοι μπήκανε καθώς σουρούπωνε στα Γιάννενα. Το σπίτι του Μαραμένου ήξεραν πού είναι. Έκοψαν κάμποσες βόλτες εκεί απ’ έξω και περιμένανε μήπως φανεί ο Ελιά, αλλά δεν φάνηκε. Για να μην χάνουνε καιρό, χτύπησαν την πόρτα του σπιτιού. Εκεί, τους είπαν ότι στο καφενείο θα ήταν. Πήραν σβάρνα τα καφενεία των Ιωαννίνων. Σε ένα από αυτά τρακάρισαν με έναν υπομοίραρχο:

«Πώς λέγεσαι και πότε ήρθες στα Γιάννενα», ρωτάει τον Γιάννη.

Ήταν άσχημο τρακάρισμα και ο Γιάννης παραλίγο να τα χάσει, όμως βρήκε την ψυχραιμία και απάντησε:

«Λέγομαι Γιάννης Μαργέτης και ήρθα απόψε για να προσκολληθώ στη δύναμη του τμήματος καταδιώξεως».

«Εγώ είμαι διοικητής του τμήματος καταδιώξεως», είπε.

Ο Γιάννης κοκαλώνει. Αν είχε την ιδέα να του ζητήσει φύλλο πορείας θα γίνονταν από δυο χωριά. Θα παίζανε κουμπουριές εκεί μέσα.

«Καλός είσαι», του λέει στο τέλος. «Αύριο να παρουσιαστείς σε μένα. Πρέπει να μάθεις μερικά πράγματα, γιατί εδώ είμαστε στον τόπο της Καμόρας».

Ευχαρίστησε στρατιωτικά και έφυγε ατάραχος, ενώ ο Θύμιος έτρεμε.

«Βλάκας φαίνεσαι εσύ», του λέει. «Κουμπώσου καλά κακομοίρη που είσαι σαν λιάπης».

Πώς ξεμπερδέψανε ένας Θεός ξέρει. Βρήκαν τον Ελιά σε ένα καφενείο που έπινε τσάι. Αρχικά είπανε να μπούνε μέσα να τον αρπάξουνε στην ψύχρα, αλλά και το πολύ θάρρεμμα βλάπτει στο κεφάλι. Τον άφησαν ώσπου πήγε δέκα τη νύχτα κι αποφάσισε να βγει. Μόλις προχώρησε καμιά δεκαριά βήματα, τον πλησιάζουν.

«Ο κύριος Μαραμένος;»

«Ναι!»

«Υπονομοτάρχης Μαργένης.»

«Χαίρω πολύ, τι θέλετε;»

«Να μας ακολουθήσετε.»

«Πού;»

«Στο τμήμα.»

Ο Ελιά τα χάνει τόσο, που ο Γιάννης τον λυπάται με το φόβο που είχε πάρει.

«Μα τι έκανα;»

«Θα το μάθεις στο τμήμα.»

Τότε αποφάσισε να θυμώσει.

«Δεν μπορώ απόψε. Το σπίτι μου είναι γνωστό σε όλη την κοινωνία.»

«Σουτ», του λέει. «Ξέρεις ποιος είμαι; Ο Γιάννης ο Ρέντζος!»

«Ε! ε!» κάνει και πάει να πέσει ξερός από τη λιποθυμία.

«Προχώρα», του λέει ο Θύμιος.

Ο Ελιά πήγε να βάλει τις φωνές, αλλά τον ειδοποίησε ο Γιάννης.

«Το βλέπεις το περίστροφο. Αν κάνεις γκιχ, πέθανες στο λεπτό. Μείνε κοντά μας και δεν θα πάθει ούτε μια τρίχα του κεφαλιού σου.»

Κόντεψε το βήμα του και ξεροκόμπιαζε. Δεν ακολούθησε χωρίς αντίσταση. Κοντοστεκόταν και δεν ήθελε να προχωρήσει. Το σίδερο στη βράση κολλάει.

«Άντε, παιδί μου, περπάτα αν δεν θες να σφαγείς εδώ χάμου. Μαζί μας δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα. Δυο τρία εκατομμύρια που θα πληρώσει ο γέρος σου δεν είναι ούτε μια τρίχα του κεφαλιού του.»

Εκείνος όμως ξανάρχισε τις τσιριμόνιες. Κοντοστέκεται, μουρμουρίζει και σε μια στιγμή φάνηκε πως θα βάλει τις φωνές. Έχουνε όμως φτάσει κοντά σε ένα σκοτάδι και ο Γιάννης χυμάει και του δένει το στόμα. Από τότε ούτε μιλούσε, αλλά και περπατούσε καλά. Ήταν καιρός δηλαδή, γιατί από πίσω τους έρχονταν πεντέξι χωροφύλακες με έναν αξιωματικό. Ήταν περίπολο. Αν του είχανε ανοιχτό το στόμα, θα την παθαίνανε εκείνη τη στιγμή. Τώρα περπατάνε γρήγορα και σε λίγο φτάνουν δίπλα από το καφενείο του Βελισαρίου, όπου περιμένουν τα μουλάρια με έναν σύντροφό τους. Καβαλάνε πρώτα τον Μαραμένο σε ένα από αυτά και στα πισινά του μουλαριού καβαλικεύει ο Θύμιος. Σε άλλα δύο ο Γιάννης κι ο άλλος σύντροφος που είχαν μαζί. Κέντησαν τα μουλάρια και δρόμο για το βουνό.

Όταν την επόμενη καταγγέλθηκε από τον πατέρα του Μαραμένου στην αστυνομία η εξαφάνιση του γιου του, όλοι υπέθεσαν ότι πρόκειται για δολοφονία. Από σκοπιμότητα οι Ρεντζαίοι δεν είχανε στείλει ακόμα επιστολή που να του γνωστοποιούνε την πράξη τους, ούτε κανείς μπορούσε να υποψιαστεί ότι είχανε κατέβει μέσα στα Ιωάννινα για να κάνουν τόσο θρασύ κατόρθωμα. Η αστυνομία υποψιαζόταν ότι ο Ελιά ο Μαραμένος είχε πέσει θύμα ερωτικής περιπέτειας.

Ο πατέρας του αιχμαλώτου βεβαίωνε στην αστυνομία ότι ο γιος του είχε συνδεθεί με ερωτικό αίσθημα με μια δεσποινίδα της καλύτερης κοινωνικής τάξης των Ιωαννίνων. Το αίσθημα αυτό συνδυαζόμενο με μια επιστολή, την οποία είχε λάβει το πρωί της ημέρας της εξαφάνισής του, έδωσε το συμπέρασμα στην αστυνομία ότι η δεσποινίς ενέχεται στο έγκλημα του υποτιθέμενου φόνου του. Ανακοίνωσε μάλιστα στους δημοσιογράφους ότι κατείχε σοβαρά στοιχεία στα χέρια της, σύμφωνα με τα οποία ο Ελιά Μαραμένος είχε σκοπίμως κληθεί σε ραντεβού από την εν λόγω δεσποινίδα δια της ως άνω επιστολής σε απόκεντρο μέρος, για να δολοφονηθεί και να ριχτεί το πτώμα του σε κάποια χαράδρα.

Τόση ήταν η πεποίθηση των καταδιωκτικών αρχών Ηπείρου, ώστε εξέτασαν επισταμένως και αλλεπαλλήλως την ως άνω δεσποινίδα και τη μητέρα της και ανακοίνωσαν πομπωδώς ότι βρίσκονται στα ίχνη των δολοφόνων!

Όσο για τους Ρεντζαίους, άλλοι πίστευαν ότι έχουνε καταφύγει στην Αλβανία και άλλοι ότι έχουνε διαφύγει στην Ευρώπη.

Μια άλλη φήμη που κυκλοφορούσε είναι ότι ο νεαρός Ελιά Μαραμένος σφάχθηκε από ομόθρησκούς του για να κοινωνήσουν από το αίμα του, γιατί ο πατέρας του  ο γερο-Μαραμένος, παρότι Εβραίος, συμπαθούσε τους χριστιανούς. Προς εκδίκηση, ή και εξιλέωση, η Εβραϊκή Συναγωγή των Ιωαννίνων είχε αποφασίσει να σφάξει τον γιο του. Το αντισημιτικό όργιο φημών περιορίστηκε, όταν τα αδέλφια έριξαν τη νύχτα στην οικία του μια επιστολή με την υπογραφή τους στη σφραγίδα τους, που είχε ζωγραφισμένα δυο κουμπούρια χιαστί και μια κάμα μπροστά από μια καρδιά. Η επιστολή γράφει:

«Κύριε Μαραμένε,

Ο υιός σου Ελιά ευρίσκεται στα χέρια μας αιχμάλωτος. Φρόντισε να ετοιμάσεις χωρίς αργοπορία τρία εκατομμύρια φράγκα χρυσά, διότι αλλιώς θα δεις το κεφάλι του παιδιού σου στημένο στην πλατεία των Ιωαννίνων. Εμείς θα σε ειδοποιήσουμε πού και πώς θα στείλεις τα χρήματα».

Μόλις διάβασε την επιστολή αυτή, ο κύριος Μαραμένος έσπευσε να την καταθέσει στην εισαγγελία και μόνο τότε καταλάβανε ότι δεν πρόκειται περί δολοφονίας αλλά περί του νέου ληστρικού κατορθώματος των Ρεντζαίων. Εντωμεταξύ, οι ανακοινώσεις είχαν εκθέσει τη δεσποινίδα και για να μπαλώσουν την γκάφα τους άρχισαν να διαδίδουν ότι ναι μεν η δεσποινίς δεν εξαφάνισε τον Ελιά ως αρχικώς υπετέθη, αλλά ότι σε συνεννόηση μαζί τους οργάνωσε την απαγωγή.    

(Το επόμενο Σάββατο στο redn’ noir: Σωστοί αρκουδιαρέοι είναι αυτοί! Μας δέσανε σαν να είμαστε πουλιά και θα πετάγαμε | Η κόρη φωνάζει από τον πόνο και ο Συντόρης γλύφει το κόκκινο αίμα της που τρέχει)

Ότι ξεχωρίζει

Έτσι, τυχαία, στη μπανιέρα καθώς ήμουν

Τυχαία έτριψα το σώμα μου, πιο δυνατά από άλλες φορές.

Κι άρχισαν ξένα κορμιά να πέφτουν από πάνω μου.

Κάποια ξεχασμένα.

Τα είχα αφήσει εκεί, να κρέμονται.

Ήταν και το δικό σου ανάμεσα, κι άλλων βέβαια.

Μα το δικό σου ξεχώριζε.

Τα ‘πνιξε όλα το νερό.

Και το δικό σου ακόμη, και των άλλων βέβαια.

Τώρα;

Πιο μόνος νιώθω.

Τίποτα άλλο.

Και κάποτε, ούτε που θα θυμάμαι αυτά τα κορμιά.

Κι ούτε το δικό σου, και των άλλων βέβαια.

Μα το δικό σου, σαν ξεχασμένη ανάμνηση, θα ξεχωρίζει.

Νίκος Καββαδίας: Οι πολιτικές πτυχές στη ζωή και το έργο του

Δεν μπορείς να ζεις στην εποχή σου και να μένεις πίσω. Τι πα να πει αν γράφεις για τη θάλασσα. Όλα έχουν κοινωνικό υπόβαθρο.

(Νίκος Καββαδίας, συνέντευξη στο φοιτητικό περιοδικό «Πανσπουδαστική», Μάρτιος 1967)

Το βιβλίο του ναυτικού και λογοτέχνη Φίλιππου Φιλλίπου «Ο πολιτικός Νίκος Καββαδίας» (εκδόσεις Άγρα) αγγίζει ένα θέμα άγνωστο στο ευρύ κοινό. Ο Καββαδίας έχει μείνει γνωστός  (και δικαίως) ως ποιητής της θάλασσας και των περιπλανήσεων. Ελάχιστα γνωστή είναι η πολιτική του συμπόρευση με την Αριστερά αλλά και η συμμετοχή του στο ΕΑΜ στη διάρκεια της Κατοχής. Το βιβλίο του Φ. Φιλίππου καλύπτει σε σημαντικό βαθμό το κενό αυτό και δίνει πλούτο στοιχείων, παρά τις αρκετές και χτυπητές πολιτικές αδυναμίες του συγγραφέα (όπως η ατομοκεντρική θεώρηση της ιστορίας  που βασίζεται στο δίπολο ηρωοποίησης/δαιμονοποίησης και η απόπειρα αποπολιτικοποίησης του Άρη Βελουχιώτη και του Τσε, που παρουσιάζονται με ειδυλλιακό τρόπο ως «ρομαντικοί επαναστάτες» που συγκρούστηκαν με τον «σταλινισμό». Αλλά αυτό είναι ένα άλλο ζήτημα, που θα χαρούμε να το συζητήσουμε σε άλλο χρόνο…).

Ο Νίκος Καββαδίας υπήρξε ολιγόλογος και κλειστός σε σχέση με την πολιτική του δραστηριότητα, κι έτσι δεν έχουμε αρκετές πληροφορίες σχετικά με τη διαδικασία ένταξής  του στην Αριστερά. Γνωρίζουμε με βεβαιότητα πως κατά τη διάρκεια της Κατοχής, όταν έμενε στο σπίτι της αδερφής του Τζένιας στην οδό Αγίου Μελετίου 10 στην Κυψέλη, εντάχθηκε στο ΕΑΜ, ενώ συμπαθούσε πολιτικά το ΚΚΕ. Παρότι δεν έχει εξακριβωθεί αν ήταν μέλος του ΚΚΕ, τόσο η Τζένια Καββαδία όσο και ο δικηγόρος και υπεύθυνος τους ΕΑΜ Εύβοιας  Σταμάτης Καββαδίας υποστήριξαν με βεβαιότητας πως ο ποιητής δεν ήταν απλά «συνοδοιπόρος», αλλά είχε ενταχθεί και κομματικά στο ΚΚΕ. Παρά το θολό αυτό σημείο, αυτό που γνωρίζουμε με βεβαιότητα είναι πως ο Νίκος Καββαδίας συμμετείχε αρχικά στο ΕΑΜ Ναυτικών και στη συνέχεια στο ΕΑΜ Λογοτεχνών–Ποιητών, στο οποίο έφτασε στη θέση του γραμματέα μετά τη δίωξη του Θέμου Κορνάρου κατά τη διάρκεια της «λευκής τρομοκρατίας». Λίγους μήνες μετά, τον Οκτώβριο του 1945, ο Καββαδίας θα μπαρκάρει ως δόκιμος ασυρματιστής στο επιβατικό «Κορινθία» και θα αντικατασταθεί από έναν άλλο μεγάλο ποιητή, τον Νικηφόρο Βρεττάκο.

Ο ποιητής της θάλασσας έγραψε συνολικά έξι πολιτικά ποιήματα, από τα οποία μόλις τα δύο δημοσιεύθηκαν σε συλλογές του. Το πρώτο του αντιστασιακό ποίημα («Αθήνα 1943») δημοσιεύθηκε τον Δεκέμβριο του 1943 στο παράνομο περιοδικό «Πρωτοπόροι», μηνιαίο φιλολογικό όργανο των λογοτεχνών του ΕΑΜ, με το ψευδώνυμο Α. Ταπεινός.  Γνωστότερο έμελλε να γίνει το ποίημα για τον αντιφασίστα ποιητή Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα που εκτελέστηκε από τους φρανκιστές. Ο Καββαδίας δημοσίευσε το ποίημα στις 19 Μαίου του 1945 στο αριστερό περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα», κατά τη διάρκεια της περιόδου της «λευκής τρομοκρατίας». Με αφορμή τη δολοφονία του Λόρκα, τον ισπανικό εμφύλιο, την καταστροφή της Γκερνίκα κλπ, ο Καββαδίας βρίσκει την ευκαιρία να μιλήσει και για την Ελλάδα της Κατοχής, για τους διακόσιους εκτελεσμένους κομμουνιστές στο σκοπευτήριο της Καισαριανής την πρωτομαγιά του 1944 και τη ναζιστική θηριωδία στο Δίστομο στις 10 Ιουνίου του 1944.

Το τρίτο πολιτικό του ποίημα το δημοσίευσε ο Καββαδίας στην επονίτικη «Νέα Γενιά»:

Στον τάφο του Επονίτη

Επέταξα τη σάκα μου και τρέχω με τουφέκια
Μικρούλης φαίνομαι Αδερφέ, το μάτι δεν με πιάνει
Στη μάχη όμως κουβάλησα χιλιάδες τα φουσέκια
κι ακόμα μ’ είδαν Γερμανούς να στρώνω στο ρουμάνι.
Στη γειτονιά με ξέχασε το τόπι, το ξυλίκι.
Και μοναχά που πέρναγα με το χωνί στο στόμα.
Παιδί! Μα με λογάριασαν οι λυσσασμένοι λύκοι.
Τεράστιο το κουράγιο μου. Και πού να δεις ακόμα.
Μια μέρα μας μπλοκάρανε. Δυο εμείς και αυτοί σαράντα,
Σφαίρα τη βρήκε την καρδιά που’μοιαζε με γρανίτη.
Σε μια γωνιά με θάψανε χωρίς ανθούς, μα πάντα
Σα ρόδο θα μοσκοβολάει ο τάφος του Επονίτη.

Η «Αντίσταση», το τέταρτο πολιτικό ποίημα του Καββαδία, δημοσιεύθηκε στο 14ο φύλλο του περιοδικού «Ελεύθερα Γράμματα» στις 10 Αυγούστου του 1945. Στην «Αντίσταση», ο Καββαδίας κάνει για μια ακόμα φορά αναφορά στον Λόρκα και τον αντιφασιστικό αγώνα της Ισπανίας. Επιπλέον, αναφέρεται και στην Πασιονάρια Ντολόρες Ιμπάρουρι, επικεφαλής του Ισπανικού Κομμουνιστικού Κόμματος από το 1942 έως το 1960. Οι τελευταίες δύο στροφές του ποιήματος κάνουν αναφορά στη γερμανική κατοχή και τη μάχη του Δεκέμβρη, ενώ εξισώνουν τον Άρη Βελουχιώτη (που είχε σκοτωθεί λίγους μήνες πριν καταδιωκόμενος από τους μοναρχοφασίστες και αποκηρυγμένος από το κόμμα του) με τον Διάκο και τον Κολοκοτρώνη:

Κύμα θανάτου ξαπολυούνται οι Γερμανοί.
Τ’ άρματα ζώνεσαι μ’ αρχαία κραυγή πολέμου.
Κυνήγι παίζουνε μαχαίρι και σκοινί,
οι κρεμασμένοι στα δεντρά, μπαίγνιο του ανέμου.

Κι’ απέ Δεκέμβρη στην Αθήνα και Φωτιά.
Τούτο της Γης το θαλασσόδαρτο αγκωνάρι.
Λικνίζει κάτου από το Δρύ και την Ιτιά
το Διάκο, τον Κολοκοτρώνη και τον Άρη.

Λίγες ημέρες πριν τη δημοσίευση της «Αντίστασης» τον Ιούνιο του 1945, ο Νίκος Καββαδίας συνυπέγραψε κείμενο διαμαρτυρίας, ζητώντας την «προστασία της ελευθερίας της σκέψης και των δημοκρατικών ελευθεριών του ελληνικού λαού». Μαζί με τον Καββαδία το κείμενο συνυπογράψανε σπουδαίες μορφές των ελληνικών γραμμάτων, όπως ο Καζαντζάκης, ο Σικελιανός, ο Βάρναλης, ο Ρίτσος, ο Κόντογλου, ο Τάσσος και η Αλεξίου. Αφορμή στάθηκε το πογκρόμ που εξαπέλυσαν παρακρατικοί κατά αριστερών εφημερίδων και καλλιτεχνών  Ένα χρόνο μετά, τον Ιούνιο του 1946, η κυβέρνηση Τσαλδάρη προώθησε το τρομερό Γ’ Ψήφισμα, βάσει του οποίου χιλιάδες κομμουνιστές βρέθηκαν στο στόχαστρο του νέου «αντικομμουνιστικού κράτους των εθνικοφρόνων», γεμίζοντας τις φυλακές, τους τόπους εξορίας και τα εκτελεστικά αποσπάσματα. Τότε, πλήθος ελλήνων λογοτεχνών υπέγραψε κείμενο διαμαρτυρίας εναντίον του ψηφίσματος: Σικελιανός, Βάρναλης, Θεοτοκάς, Βενέζης, Ρίτσος, Κορδάτος, Βρεττάκος, Λουντέμης, Χαντζής, Αξιώτη. Ανάμεσά τους και ο Νίκος Καββαδίας. Κάποιοι εκ των υπογραφόντων, όπως ο Βενέζης και ο Θεοτοκάς, λίγο καιρό αργότερα ευθυγραμμίστηκαν πλήρως με τον κρατικό αντικομμουνισμό…

Το 1947 εκδόθηκε η ποιητική συλλογή «Πούσι», στην οποία ο Καββαδίας συμπεριέλαβε το ποίημα Federico Garcia Lorca, για το οποίο ο Κώστας Βάρναλης έγραφε στην εφημερίδα του ΚΚΕ «Ο Ρίζος της Δευτέρας»: «…ο ποιητής παίρνει φανερά και συνειδητά στάση υπέρ εκείνων (σ’ όποια γης!) που πολεμάνε για τη λευτεριά, υπέρ των τίμιων αγωνιστών του Λαού, που τους σκοτώνουν οι φασίστες τρομοκράτες (όποιας χώρας!). Και σ’ αυτή την περίσταση δεν φαίνεται απίθανο να συνεχίσει ο ποιητής τον ηρωικό αυτό δρόμο. Αλλά το ποίημα του Ισπανοτσιγγάνου Λόρκα αποτελεί και το κλειδί να βρούμε το βαθύτερο κοινωνικό περιεχόμενο των άλλων του ποιημάτων. Η συμπάθειά του για τους ναυαγούς της θάλασσας και της ζωής (όλοι, και ζωντανοί και πνιγμένοι, είναι ναυαγοί) φανερώνει ποιος είναι ο Αίτιος πίσω από το πούσι που τον κρύβει. Ο Αίτιος και ο Υπεύθυνος για τον σκοτωμό των ανθρώπων του Λαού, είτε με τον πόλεμο είτε με την πείνα, και για το πνευματικό και ηθικό τους σκοτάδι είναι ο ίδιος διεθνικός Μινώταυρος, ο καπιταλισμός που στην ακμή του εκφυλισμού του και στην ώρα της πτώσης του γίνεται χίλιες φορές πιο αιμοβόρο θεριό».

Παρά τη στήριξη του Βάρναλη, ο Καββαδίας αντιμετωπίστηκε με επιφυλακτικότητα από τους κύκλους της αριστερής διανόησης. Η τέχνη του δεν ήταν αρκούντως στρατευμένη και ο ίδιος ήταν εξαιρετικά φειδωλός ως προς την πολιτική του τοποθέτηση. Χρειάστηκαν να περάσουν πολλά χρόνια για να κάνει επίσημη επανεμφάνιση, δίνοντας μια σύντομη συνέντευξη στην πατρινή αριστερή εφημερίδα «Δημοκρατική πορεία», στις 20 Φεβρουαρίου του 1966. Σύμφωνα με τον Γεράσιμο Ρηγάτο, η συνέντευξη αυτή, παρότι δεν είχε κανένα πολιτικό περιεχόμενο, δημιούργησε κλίμα εμπιστοσύνης, ώστε να δοθεί τον Μάρτιο του 1967 συνέντευξη στο φίλα προσκείμενο στη Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη έντυπο «Πανσπουδαστικη»  (τις συνεντεύξεις του Καββαδία μπορεί να τις βρει κάποιος στο βιβλίο του Μιχάλη Γελασάκη: Νίκος Καββαδίας. Ο αρμενιστής ποιητής, εκδ. Άγρα).

Σε ερώτηση πώς εξηγεί την αγάπη που έδειξαν για την ποίησή του τα πλατύτερα στρώματα, απάντησε: «Είναι γιατί κι εγώ αγαπάω αυτά τα πλατύτερα στρώματα. Ζω μαζί τους. Κι αυτά που γράφω είναι ο δικός τους μόχθος –κι ο δικός μου». Στη συνέχεια, σαν μια κατάφαση στο φοιτητικό κίνημα που αναπτύχθηκε με ραγδαίους ρυθμούς στη δεκαετία του ’60, ο Καββαδίας εκδηλώνει το θαυμασμό του για τους φοιτητές: «Τους εθάυμασα στην Κατοχή, όταν περιφρονούσαν καθημερινά τους επιδρομείς, Ιταλούς και Γερμανούς. Και τους χαίρομαι ακόμα, όταν αψηφούν σε κάθε κρίσιμη ώρα τις αρνητικές δυνάμεις». Στο τέλος, ο ποιητής εκφράζει την έντονη δυσφορία του για τη μεταστροφή του Αμερικάνου συγγραφέα Τζον Στάινμπεκ και τη στήριξη που προσέφερε στον βρώμικο πόλεμο των ΗΠΑ στο Βιετνάμ: «Για εμένα έχει πέσει πια τελείως. Όχι από προκατάληψη. Από σιχαμάρα πια. Γιατί εκείνα τα ωραία πράγματα που έγραψε, υποτίθεται ότι είναι ψεύτικα. Τους έδωσε μια και τα πέταξε με το πόδι του, όταν κάθισε και είπε εκείνα τα βρωμερά για τους ανθρώπους που σφάζονται, αποκαλώντας τους γιους πουτάνας». Όπως συχνά έλεγε ο Καββαδίας στους φίλους του: «Θα προτιμούσα να έχω στο κεφάλι μου, αντί για το μυαλό του Στάινμπεκ, τα σκατά ενός μικρού Βιετναμέζου».

Στο τεύχος αυτό της Πανσπουδαστικής, αφιέρωσε ο Καββαδίας το πέμπτο πολιτικό του ποίημα:

Σπουδαστές

Σας είδα κάτου από την πύρινη βροχή

Με τα πλακάτ και τα σκουτιά τα ματωμένα

Εσάς που κάματε τη δύσκολη αρχή

Κείνα τα χρόνια τα βαριά τα κολασμένα

Σήμερα βλέπω τα δικά σας τα παιδιά

Σμάρι πηχτό μες στου πελάγου τη σπιλιάδα

Πάντα καταντίκρα στην κάθε αναποδιά

Και σ’ όσους πάνε να σταυρώσουν την Ελλάδα.

Κατά τη διάρκεια της χούντας, ο Καββαδίας δεν πήρε ενεργό μέρος στην αντιδικτατορική πάλη, αλλά σύμφωνα με αναφορές βοήθησε ως σύνδεσμος ανάμεσα σε αντιστασιακές οργανώσεις στο εσωτερικό και το εξωτερικό. Ένιωθε τύψεις που δεν συμμετείχε στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, αλλά αρνήθηκε με πείσμα να ενσωματωθεί στο νέο καθεστώς. Όπως ο ίδιος διηγήθηκε στον Μήτσο Κασόλα: «Άσε με, πέρασα άσκημα εκείνες τις μέρες. Είχα προβλήματα, όπως και πολλοί μας, με τη συνείδησή μου. Τώρα θα σου πω κάτι άλλο. Μια μέρα, η ώρα δύο τη νύχτα, χτυπάει το τηλέφωνο. Ήταν ένας γιατρός, φίλος μου. Μου λέει: “Νίκο, σε θέλω, να έρθεις σπίτι μου, τώρα”. Σηκώνομαι, ντύνομαι. “Τέτοια ώρα;” μου λέει η αδερφή μου. “Τέτοια, φίλος μου είναι. Πώς εγώ όποια ώρα τον φωνάζω και έρχεται;” Όταν φτάνω κοντά στο σπίτι του γιατρού, βλέπω τζιπ, μοτοσικλέτες, αστυνομία. Ρωτάω: “Τι συμβαίνει;” “Στο σπίτι του κ. καθηγητού είναι ο κ. Παπαδόπουλος”. Κόβω δρόμο και ακόμα φεύγω. Με ήθελε ο φίλος να με γνωρίσει στον Παπαδόπουλο. Θα του μίλησε για μένα. Ο Παπαδόπουλος θα μου έκανε φιλοφρονήσεις. Κι άμα σε παινεύουν, διάβολε, αν δεν μιλάς, χαμογελάς. Σκέψου τώρα να χαμογελάσω στον Παπαδόπουλο. Θα μούντζωνα τον εαυτό μου για όλη μου τη ζωή».

Μεσούσης της χούντας, το 1972, ο Καββαδίας έγραψε το έκτο και τελευταίο πολιτικό του ποίημα, το «Guevara», αφιερωμένο στο θάνατο του αργεντίνου κομμουνιστή. Το ποίημα δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο παράνομο έντυπο «Θούριος» της οργάνωσης Ρήγας Φεραίος.

Τελευταία πολιτική πράξη του Νίκου Καββαδία ήταν η συμμετοχή του στην καμπάνια για αντιμοναρχική ψήφο στο δημοψήφισμα του Δεκεμβρίου του 1974 για τη μορφή του πολιτεύματος μετά την κατάρρευση της χούντας. Λίγες ημέρες μετά, στις 10 Φεβρουαρίου του 1975, ο μεγάλος ποιητής άφησε την τελευταία του πνοή μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο. Πέθανε στην στεριά και όχι στη θάλασσα, όπως επιθυμούσε, κι έτσι είχε «μια κηδεία, σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες».

«Το πιο δύσκολο είναι να ζεις στην πολιτεία, όχι στη θάλασσα. Φοβάμαι τη στεριά, το χώμα. Ο βυθός ανοιχτά είναι καθαρός (. . .) Ζαλίζομαι στη στεριά. Το πιο δύσκολο ταξίδι, το πιο επικίνδυνο, το ’καμα στην άσφαλτο, από το Σύνταγμα στην Ομόνοια. Εσείς οι στεριανοί μας λυπάστε γιατί δεν έχουμε σπίτι, γιατί περπατάμε με ανοιχτά πόδια, γιατί φοράμε τσαλακωμένα πουκάμισα κι ασιδέρωτα ρούχα στο πόρτο. Εγώ σας χαίρομαι. Σίγουρο κρεβάτι, ήρεμος ύπνος. Καφέ στο κομοδίνο κι εφημερίδες. Εκδρομή το σαββατοκύριακο με κεφτέδες. Όμως δεν αλλάζω τη δουλειά μου με τη δική σας, ούτε για μια μέρα.»


Βιβλία από τις Εκδόσεις Άγρα για τον Νίκο Καββαδία μπορείτε να το βρείτε στο βιβλιοκαφέ red n’ noir (Δροσοπούλου 52) και στο ηλεκτρονικό μας βιβλιοπωλείο.