Η ελληνική κοινότητα της Νεμπράσκα αντιμέτωπη με το ρατσιστικό μίσος

Το χρονικό ενός πογκρόμ τον Φλεβάρη του 1909

Ο φόνος του αστυφύλακα Έντουαρντ Λόουερυ

Το απόγευμα της Παρασκευής 19 Φεβρουαρίου 1909, ο αστυφύλακας της Σάουθ Όμαχα (πόλη της Νεμπράσκα) Έντουαρντ Λόουερυ συλλαμβάνει τον εκ Θουρίας Καλαμάτας Ιωάννη Μασουρίδη. Καθ’ οδόν προς την αστυνομία, ο Μασουρίδης θέλει να ξεφορτωθεί το περίστροφό του. Ο αστυφύλακας, παρεξηγώντας αυτή την κίνηση ως απόπειρα εναντίον του, τραβάει το όπλο του και τον πυροβολεί δυο φορές, τραυματίζοντάς τον στην κνήμη και την κοιλιά. Ο Μασουρίδης πυροβολεί πίσω φονεύοντας τον αστυφύλακα και διαφεύγει. Μετά από λίγο, συλλαμβάνεται τραυματισμένος και μεταφέρεται στο αστυνομικό τμήμα, όπου αστυνομικοί τού επιτίθενται ανηλεώς με ρόπαλα, αφήνοντάς τον αναίσθητο. Πλήθος κόσμου συρρέει έξω από το αστυνομικό τμήμα, επιμένοντας να παραδοθεί σε αυτούς ο Μασουρίδης. Οι αστυνομικοί, προβλέποντας την εφαρμογή του νόμου του Λίντς, μεταφέρουν τον Μασουρίδη από πίσω πόρτα στις φυλακές της Όμαχα, οι οποίες απέχουν περίπου έξι μίλια.

Συλλογή υπογραφών και συλλαλητήριο για την εκδίωξη της ελληνικής κοινότητας

Μερίδα τοπικών παραγόντων της Σάουθ Όμαχα υπογράφει έκκληση, με την οποία προσκαλείται ο λαός της πόλης σε συλλαλητήριο, κατά το οποίο θα αποφασιστούν τα μέτρα με τα οποία θα εκδιωχθούν οι μη επιθυμητοί Έλληνες από την πόλη. Ο δικηγόρος Ιωσήφ Μέρφι συλλέγει υπογραφές από διάφορα σπίτια της πόλης, ενώ άλλες πανομοιότυπες εκκλήσεις διακινούνται από διάφορους άλλους Αμερικάνους. Μαζεύονται περίπου πεντακόσιες υπογραφές. Οι εκκλήσεις περιλαμβάνουν και το ψήφισμα του λαού που θα υποβληθεί  στο συλλαλητήριο της Κυριακής 21 Φεβρουαρίου 1909 και το οποίο αναφέρει:

Επειδή μεταξύ των Ελλήνων της πόλης μας υπάρχει αναρχική κατάσταση που έχει εκδηλωθεί και κατά το προηγούμενο έτος σε διάφορες περιστάσεις με πασιφανή περιφρόνηση και απείθεια προς τους νόμους και τις δημοτικές διατάξεις, και επειδή οι καλούμενες ελληνικές συνοικίες γέμισαν Έλληνες που επιτέθηκαν κατά των γυναικών μας, προσέβαλαν τους διαβάτες και διατηρούνε φανερά χαρτοπαιχτικές λέσχες και επιδίδονται σε κάθε είδους κακοήθειες, και επειδή το απόγευμα της 19ης Φεβρουαρίου 1909 οι συνθήκες αυτές κατέληξαν στον άγριο και άνανδρο φόνο του αστυφύλακα Έντουαρντ Λόουερι, ενός εκ των μάλλον ευυπόληπτων πολιτών της πόλης, αποφασίζουμε τα εξής:

Εμείς, οι φορολογούμενοι πολίτες του δήμου, πιστεύουμε ότι πρέπει να προβούμε στη σύγκληση συλλαλητηρίου, το οποίο θα λάβει χώρα το απόγευμα της Κυριακής 21 Φεβρουαρίου στο Δημαρχείο, για να ληφθούν δια κοινής απόφασης τα μέτρα εκείνα τα οποία οριστικώς θέλουμε να απαλλάξουν την πόλη από τους μη επιθυμητούς Έλληνες, αποσοβώντας έτσι τους κινδύνους που απειλούν την ύπαρξη και την ευημερία της πόλης.

Στο συλλαλητήριο εκφωνούν λόγους οι βουλευτές της Πολιτείας της Νεμπράσκα Τζέρι Χάουαρντ και Τ. Ρ. Κράους, ο δικηγόρος Ιωσήφ Μέρφι και άλλοι. Το πνεύμα όλων των αγορεύσεων είναι ιδιαιτέρως εχθρικό προς την ελληνική κοινότητα. Ο Κράους, που μιλάει τελευταίος, τονίζει ότι οι Έλληνες δεν είναι επιθυμητοί. Το λόγο του τελείωσε ως εξής:

Το αίμα ενός Αμερικάνου είναι στα χέρια αυτών των Ελλήνων και πρέπει οπωσδήποτε να βρούμε τρόπο να εκδικηθούμε αυτόν το θάνατο, απαλλάσσοντας την πόλη από αυτή την τάξη των ανθρώπων.

Το ψήφισμα γίνεται δεκτό υπό του συναθροισθέντος στο δημαρχείο όχλο, κατόπιν προσφωνήσεών του από τον δήμαρχο της πόλης.

Θα ακολουθήσουν άγριες και φρικώδεις σκηνές. Το συλλαλητήριο διαλύεται και το πλήθος κατευθύνεται προς την ελληνική συνοικία όπου ξεκινάει τις καταστροφές.

Το πογκρόμ κατά της ελληνικής κοινότητας

Το πογκρόμ ξεκινάει στις 21 Φεβρουαρίου 1909 το απόγευμα και δεν σταματάει παρά στις τέσσερις το πρωί.

Ο όχλος συγκεντρώνει τις προσπάθειες του εναντίον τριών ξενοδοχείων στα οποία διαμένουν έλληνες εργάτες, ένα εκ των οποίων καίγεται συθέμελα. Επίσης προξενούν καταστροφές σε πολλά σπίτια. Σε ένα σπίτι μπαίνουν μέσα καταστρέφουν έπιπλα και κακοποιούν μια γυναίκα και ένα παιδί.

Όμοια οργή επιδεικνύεται εναντίο μεγάλου αριθμού Ιαπώνων που εργάζονται κι αυτοί όπως και οι έλληνες στην βιομηχανία συσκευασίας κρέατος.

Η ταραχή αποδεικνύει πως πολλοί Έλληνες είναι οπλισμένοι. Σε έξι περιπτώσεις οι Έλληνες πυροβολούν εναντίον του πλήθους. Αυτό όμως ερεθίζει περισσότερο τον όχλο που με ιδιαίτερη μανία επιτίθεται κατά των σημείων που πέφτουν οι πυροβολισμοί.

Η στάση της Αστυνομίας

Μετά τα μεσάνυχτα η αστυνομία και ο Σερίφης αρχίζουν να συλλαμβάνουν τους πρωταίτιος και το πρωί βρίσκει το Αστυνομικό Τμήμα με πενήντα προσαχθέντες. Νωρίς τη νύχτα μεγάλο πλήθος είχε μαζευτεί γύρω από το Τμήμα και μόνο μετά από πυροβολισμούς των αστυνομικών αποτράπηκε η καταστροφή του κτιρίου από τον όχλο.   

Τότε ο Μπρίγκς, διευθυντής της αστυνομίας, και ο Σερίφης Μπράιλεγκ ξεκινούν να τοποθετούν τις δυνάμεις τους στα εργοστάσια συσκευασίας κρέατος φοβούμενοι ότι οι ταραχές θα επαναληφθούν όταν οι Έλληνες μεταβούν για εργασία.

Οι αρχές της πόλης καλούν τμήμα της εθνοφυλακής της Πολιτείας προς πρόληψη νεώτερων ταραχών. Ο κυβερνήτης δίνει οδηγίες σε τρία τμήματα εθνοφρουρών της πόλης να είναι έτοιμα προς υπηρεσία.

Ο απολογισμός

Το έργο της νύχτας γίνεται ορατό το πρωί. Ο όχλος είχε στρέψει την μανία του κατά των σπιτιών των πιο ευκατάστατων Ελλήνων. Ο Α. Κόκορης γνωστός ως Βασιλιάς των Ελλήνων ιδιοκτήτης δυο αρτοποιιών και ενός μικρότερου καταστήματος έχασε σχεδόν τα πάντα. Όλα τα οικοδομήματα που κατείχε γκρεμίστηκαν και τα εμπορεύματα του διασκορπίστηκαν. Το ζαχαροπλαστείο των αδελφών Δήμου, το καλύτερο στη πόλη, καταστράφηκε εξ’ ολοκλήρου. Πέντε καταστήματα καταστράφηκαν εντελώς, ενώ 16 μικρότερα έπαθαν μικρές ή μεγάλες ζημιές. Ένα ζυθοπωλείο ιδιοκτησίας Ρουμάνου καταστράφηκε όπως και κάποια μικρά υποδηματοκαθαριστήρια.

Μεταξύ των παθόντων είναι πέντε τραυματισμένοι από όπλα. Έντεκα βαριά πληγωμένοι Έλληνες μεταφέρονται στα νοσοκομεία. Στους τραυματίες συγκαταλέγονται και δεκαπέντε άτομα άλλων εθνικοτήτων που έγιναν θύματα επιθέσεων καθώς θεωρήθηκαν ως Έλληνες.

Σε άλλες πολιτείες

Τα δημοσιεύματα σε όλες τις αμερικανικές εφημερίδες, οι λεπτομερείς και εκτενείς ανταποκρίσεις από την Σάουθ Ομάχα, οι περιγραφές των άγριων σκηνών και των βιαιοπραγιών που έλαβαν χώρα, ο ερεθισμός κατά των ξένων και τα φυλετικά μίση εξεγείρουν και αλλού τον όχλο κατά των Ελλήνων. Στο Ντέιτον του Οχάιο, στην συνοικία Γουέστ Εντ καταστρέφεται η πρόσοψη καταστήματος που ανήκει σε δυο Έλληνες οι οποίοι πέφτουν θύματα εξαγριωμένου όχλου. Στο Κάνσας μετά από φιλονικία ενός Έλληνα εργάτη και ενός Αμερικανού ακολουθεί μεγάλη σύρραξη. Εξακόσιοι Αμερικάνοι οπλισμένοι με ρόπαλα επιτίθενται δια λιθοβολισμού κατά πενήντα Ελλήνων. Τέσσερις Έλληνες τραυματίζονται. Η αστυνομία επεμβαίνει εγκαίρως διαλύοντας τους συμπλεκόμενους.  

Στο Κάνσιλ Μπλαφς της πολιτείας Αιόβα δυνάμεις της Αστυνομίας περικυκλώνουν τριακόσιους Έλληνες και τους φυλακίζουν. Μετά από έρευνα βρίσκονται στην κατοχή τους περίστροφα και άλλα όπλα τα οποία «ακολουθώντας τα πάτρια έθιμα πολλοί εκ των Ελλήνων φέρουν…»

Καμία δημοσίευση για προβολή