Αρχική Blog Σελίδα 21

Η επίπληξη και η εποπτεία I

Μια παρέα ανήλικων αγοριών, τελειόφοιτων συμμαθητών του Δημοτικού, συνήθιζαν τα πρωινά της Κυριακής να σαλτάρουν τo κάγκελo του σχολείου τους για να παίξουν μπάλα στην μεγάλη τσιμεντένια αυλή του. Αυτή η παραβατική συνήθεια δεν μαρτυρούσε την εκτίμηση τους για την πρωτοβάθμια εκπαίδευση, την ακόρεστη δίψα τους για γνώση ή το δέσιμο τους με το συγκεκριμένο σχολικό συγκρότημα. Αντίθετα, για εκείνους τους ίδιους και αυτές καθαυτές τις ανάγκες και επιθυμίες τους ομολογούσε μια αντικειμενική αναγκαιότητα: στη γειτονιά τους, αυτός ήταν ο μοναδικός ακάλυπτος δημόσιος χώρος που τους έδινε τη δυνατότητα να ξεδιπλώσουν σε κάποια έκταση, είτε τα ποδοσφαιρικά ταλέντα τους είτε την έλλειψη τους.

Έτσι και έκαναν και εκείνο το ψυχρό πρωινό μιας χειμωνιάτικης συννεφιασμένης Κυριακής, η οποία έμελε να σημαδέψει τα παιδικά χρόνια τους. Ο ουρανός ήταν σκούρος, όμως δεν φαινόταν να το πηγαίνει για βροχή. Έτσι δεν έχασαν καιρό. Σάλταραν το κάγκελο, έστησαν δυο εστίες με δοκάρια πλασμένα από τα μπουφάν τους και άρχισαν ένα ματσάκι τέσσερις τέσσερις με μπακότερμα, στο τσιμέντο, εκεί που είχαν αποκτήσει ο καθένας τους μπόλικα γδαρσίματα στα γόνατα και τους αγκώνες, τα οποία και ως παράσημα, έφερνε ο καθένας πάνω του. Το εναρκτήριο λάκτισμα για να πάρουν τα γεγονότα απροσδόκητη τροπή δόθηκε από μια καραβολίδα που θρυμμάτισε τον υαλοπίνακα της αίθουσας της Α’ Δημοτικού, η οποία βρισκόταν στο ισόγειο του κτιρίου. Σαν να το περίμεναν από καιρό, οι ανήλικοι λεηλάτες μπούκαραν από εκεί στην αίθουσα και επιδόθηκαν στην απαλλοτρίωση μαρκαδόρων και ξυλομπογιών. Πριν εξέλθουν διά της ίδιας οδού, φρόντισαν να αφήσουν την αίθουσα αρκούντως μπαχαλεμένη. Κυριευμένοι από καταστρεπτική μανία, εκφράζοντας ίσως ασυναίσθητα -αλλά σίγουρα βίαια- την εναντίωσή τους στο εκπαιδευτικό σύστημα, οπλισμένοι με τα σύνεργα του εγκλήματος, άρχισαν να ζωγραφίζουν στους σχολικούς τοίχους βωμολοχίες, αριθμούς οπαδικών θυρών, μπόμπες, νεκροκεφαλές και διάφορα ακατάληπτα σκαριφήματα. Δεν έμειναν όμως εκεί. Σε ξέφρενη κατάσταση, άλλοι αλαλάζοντας και άλλοι γρυλίζοντας, ανέβηκαν στον πρώτο (και μοναδικό) όροφο. Εκεί, με σπασμένα τα φρένα και αφού πρώτα λέρωσαν με τους απαλλοτριωμένους μαρκαδόρους και τις ξυλομπογιές και αυτούς τους λευκούς τοίχους, έδωσαν ένα σάλτο, βρέθηκαν στο υπόστεγο της εισόδου και από εκεί, θρυμματίζοντας άλλο ένα μικρό τζάμι, μπήκαν ο ένας πίσω από τον άλλο μέσα στο πατάρι της αίθουσας τελετών. Μέσα στην αίθουσα στην οποία είχαν προλάβει να πλήξουν ανυπόφορα κατά τη διάρκεια των εθνικών εορτών. Η αίθουσα ήταν τεράστια, ψηλοτάβανη, τακτοποιημένη. Στη μια γωνία της, στέγαζε και το σχολικό κυλικείο. Σύντομα όμως θα γινόταν αγνώριστη αφού εκεί μέσα θα κορυφωνόταν η εκδήλωση των βίαιων ενστίκτων αυτών των ανήλικων βάνδαλων. Και τι δεν έκαναν. Αφού πρώτα κατέβηκαν από το πατάρι, αρχικά συνέχισαν το λέρωμα των τοίχων, έπειτα έσκισαν στρώματα γυμναστικής, χάρτινα σημαιάκια και πορτραίτα αγωνιστών του 1821 που κοσμούσαν τους γκρίζους τοίχους.

Μέχρι και μια κουράδα βρέθηκε την επόμενη μέρα, να χάσκει ξεραμένη γύρω από μια κίτρινη κηλίδα στεγνωμένων κάτουρων, με δυο βρώμικα χαρτομάντιλα να αρμενίζουν δίπλα σε ρόλο σημαίας. Επικεντρώθηκαν όμως στο κυλικείο, στο οποίο εισήλθαν σπάζοντας το μικρό τζάμι δίπλα στη ξύλινη πόρτα του. Εκεί τα έκαναν πραγματικά ρημαδιό. Σε αυτό ίσως να είχε συνηγορήσει και ο άξεστος χαρακτήρας του κυλικειάρχη που δεν έκανε ποτέ του σκόντο και ήταν πάντοτε αγενής. Αφού πρώτα έφαγαν μέχρι σκασμού όσα περισσότερα γαριδάκια, πατατάκια, φουντούνια και πακοτίνια μπορούσαν, έσπασαν την άδεια γυάλινη προθήκη για τις τυρόπιτες, τράβηξαν την πρίζα του ψυγείου με τα παγωτά (τρώγοντας ταυτόχρονα και μερικά), έσπασαν τη γυάλινη πόρτα του ψυγείου με τα αναψυκτικά (πίνοντας μερικά), ξεπάστρεψαν την ταμειακή μηχανή, την όποια και βρήκαν εντελώς άδεια από κέρματα και χαρτονομίσματα. Αφού πρώτα ικανοποίησαν τα μάλα τα βίαια ένστικτά τους, εξήλθαν ομαδικώς της αιθούσης διά της ιδίας οδού αν και με όχι την ίδια ταχύτητα και ευκολία, όντας αρκούντως φουσκωμένοι από τα ανθυγιεινά βιομηχανικά εδέσματα, με τα οποία εν τούτοις είχαν φροντίσει να παραγεμίσουν και τις τσέπες τους, τσουρνεύοντας κυρίως σοκολάτες και μπισκότα.

Πριν αποχωρήσουν από το σχολικό συγκρότημα σαλτάρoντας και πάλι το κάγκελο από το οποίο και είχαν μπουκάρει, έχοντας συνείδηση της παράνομης φύσης των πράξεων που μόλις είχαν διαπράξει, έδωσαν χαμηλοφώνως ομαδικό όρκο σιωπής, θεσπίζοντας τρόπον τινά μεταξύ τους ένα είδος omerta. Υπήρχε όμως κάτι που είχε διαφύγει της προσοχής τους και αυτό το κάτι θα ήταν εκείνο που θ’ ανέτρεπε τα σχέδια τους για την απόκρυψη της ταυτότητας τους. Αυτό το κάτι, αυτός ο κάποιος είχε ονοματεπώνυμο, αλλά είχε και παρατσούκλι: πράγματι την τελευταία διετία, οι ανήλικοι βάνδαλοι όποτε τον αντίκρυζαν τον φώναζαν περιπαικτικά Λουί Ντε Φινές, λόγω της φυσιογνωμικής ομοιότητάς του με το διάσημο Γάλλο κωμικό. Ο Λουί Ντε Φινές, δηλαδή ο κυρ-Παντελής κατοικούσε στον πρώτο όροφο του διώροφου κτίσματος που βρισκόταν αντικριστά του σχολείου και στο ισόγειο του διατηρούσε τζαμάδικο. Ο κυρ-Παντελής λοιπόν, καθόλου δεν χώνευε τους μαθητές και τις μαθήτριες του σχολείου που γειτνίαζε ασφυκτικά με το σπίτι του και το κατάστημα του και ιδιαίτερα τη συγκεκριμένη αγέλη ανήλικων, οι οποίοι τον περιέπαιζαν συστηματικά με ετούτο το φράγκικο όνομα. Λίγο η οχλαγωγία των διαλειμμάτων, λίγο το γεγονός ότι στο πρόσφατο παρελθόν δυο τρεις καραβολίδες είχαν περάσει πάνω από τα σχολικά κάγκελα θρυμματίζοντας ισάριθμες φορές τον υαλοπίνακα του καταστήματος του, λίγο η σκατοψυχία του, δεν ήθελε και πολύ ο κυρ-Παντελής για να μισήσει θανάσιμα αυτά τα τσογλάνια, όπως συστηματικά τα αποκαλούσε. Έτσι, το γεγονός ότι βρισκόταν τυχαία στο μπαλκόνι του, την ώρα που οι δράστες αποχωρούσαν εσπευσμένα από τον τόπο διάπραξης των αδικημάτων τους, διακρίνοντας ξεκάθαρα τα πρόσωπα τους (τα όποια άλλωστε γνώριζε καλά), φάνταζε στον κυρ-Παντελή ως ένα θεόσταλτο δώρο, αφού από τη βιασύνη με την οποία την κοπανούσαν ήταν σίγουρος ότι κάποια βρωμοδουλειά θα είχαν κάνει. Τώρα θα μπορούσε να εκδικηθεί για τα καλά, για όλα τα χουνέρια που είχε υποστεί συστηματικά τα τελευταία χρόνια, από αυτά τα τσογλάνια.

Έτσι το επόμενο πρωί, νωρίς νωρίς, πριν ακόμα χτυπήσει το λαομίσητο πρώτο σχολικό κουδούνι της Δευτέρας, ο Λουί είχε πιει τον καφέ του, είχε βάλει το καλό του το κοστούμι και είχε βρεθεί στο γραφείο του σχολικού Διευθυντή, ο οποίος αγουροξυπνημένος μόλις που άρχιζε να προσπαθεί να βγάλει άκρη με το αχούρι που αντίκριζε, να καταλάβει τι είχε συμβεί και να εντοπίσει τους δράστες των βανδαλισμών που είχε υποστεί το μικρό του βασίλειο. Έτσι τα λεγόμενα αυτού του ρουφιάνου, ήχησαν λυτρωτικά στα αυτιά του. Στην πραγματικότητα, ο Λουί φτάνοντας στο σχολείο, δεν ήταν ακριβώς σίγουρος για τα αδικήματα που είχαν διαπράξει τα θύματα του. Ρίχνοντας όμως μια ματιά γύρω του, βλέποντας το τζάμι της ισόγειας αίθουσας της Α’ Δημοτικού να χάσκει ακόμα σπασμένο και τον κυλικειάρχη να ωρύεται απειλώντας θεούς και δαίμονες, ήταν βέβαιος ότι τα είχαν κάνει μαντάρα. Έτσι δεν δυσκολεύτηκε να σιάξει την μαρτυρία του. Τους είχε δει πεντακάθαρα να φεύγουν αφήνοντας πίσω τους συντρίμμια, ήταν βέβαιος καθώς -τουλάχιστον τους πέντε εκ των δραστών- τους είχε διακρίνει ξεκάθαρα και έτσι κι αλλιώς τους γνώριζε καλά:

«Ήταν ο Πίθηκας, ο Λιούμος, ο Πόντικας και τα δυο Τουρκάκια. Μαζί τους ήταν και άλλα δυο τρία ακόμα τσογλάνια που δεν πρόλαβα να διακρίνω καλά. Όμως κύριε Διευθυντά, αν κάνω ένα σουλάτσο στην αυλή στο διάλειμμα, είμαι σίγουρος ότι θα τους αναγνωρίσω.»

Τα λόγια του σαν μάνα εξ’ ουρανού έπεσαν μέσα στα χέρια του προϊστάμενου δημόσιου υπάλληλου που διψούσε για ανήλικο αίμα. Αφού πρώτα τον ευχαρίστησε για τις πολύτιμες πληροφορίες, εν συνεχεία τον ρώτησε μειλίχια αν μπορεί να του επιβεβαιώσει την αντιστοιχία ανάμεσα στα παρατσούκλια που μόλις ανέφερε και τα πραγματικά ονοματεπώνυμα των δραστών. Πριν προλάβει να ολοκληρώσει την ερώτηση του, ο Λουί είχε απαντήσει καταφατικά αρχίζοντας να παραθέτει αναλυτικά τα στοιχεία που του ζητήθηκαν, προσθέτοντας:

«Αν σας χρειάζεται μπορώ να σας αναφέρω και τις διευθύνσεις κατοικίας τους.»

Ο Διευθυντής -αφού πρώτα είχε φροντίσει να σημειώσει στο κατάστιχο του ποινολογίου τα ονοματεπώνυμα που του ανέφερε αυτός ο άξιος επίγονος των ντόπιων συνεργατών της κατοχικής Κομαντατούρας- φόρεσε το πιο πλατύ χαμόγελο του, τρίβοντας ευχαριστημένος τις ροδαλές και απαίδευτες παλάμες του πριν του απευθυνθεί χαμηλοφώνως:

«Δεν χρειάζεται. Είναι μαθητές μου, επομένως όπως καταλαβαίνετε έχω και τα τηλέφωνα των γονιών τους. Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο με βοηθήσατε. Όσον αφορά τους υπόλοιπους δράστες, μην ανησυχείτε. Έχοντας αυτά τα πέντε ονοματεπώνυμα, πιστεύω ότι θα είναι εύκολος ο εντοπισμός τους. Εσείς δεν χρειάζεται να κάνετε κάτι άλλο. Άλλωστε ήδη έχετε κάνει πολλά για την εύρυθμη λειτουργία του σχολειού μας.»

Πριν τον αποχαιρετήσει του ζήτησε ένα τηλέφωνο επικοινωνίας έτσι ώστε να μπορεί να έρθει σε επαφή μαζί του «σε περίπτωση που κάτι τέτοιο κριθεί αναγκαίο». Ο Λουί μετά χαράς του έδωσε τον αριθμό τηλεφώνου τόσο του σπιτιού όσο και του μαγαζιού του. Φήμες λένε ότι ο Διευθυντής του υποσχέθηκε ότι ανεξάρτητα από την έκβαση της εξιχνίασης της υπόθεσης θα τον ειδοποιούσε ώστε να του αναθέσει την εργολαβία αντικατάστασης των θρυμματισμένων υαλοπινάκων. Και έτσι κι έγινε.

Εκείνος όμως, αποχαλινωμένος, δεν αρκέστηκε σε αυτό, αφού -σύμφωνα πάντα με τις ίδιες φήμες- θεώρησε ότι είχε βρει την ευκαιρία να παντελονιάσει διπλά και τρίδιπλα και τα παλιότερα σπασμένα, το κόστος των οποίων είχε επωμιστεί ο ίδιος, μετά την άρνηση πληρωμής του που είχε συναντήσει -ελλείψει σύλληψης των δραστών- από τον Διευθυντή και το Σύλλογο Γονέων και Κηδεμόνων του σχολείου. Μήνυση δεν είχε κάνει ούτε την πρώτη, ούτε τη δεύτερη άλλα ούτε και την τρίτη φορά. Το είχε όμως μετανιώσει και τώρα σαν να του ερχότανε κουτί ετούτο το συναπάντημα με την τύχη του. Έτσι πριν κλείσει την πόρτα πίσω του, γύρισε προς το «δάσκαλο» και με λίγο υψωμένη τη φωνή -νιώθοντας κάπως σαν να έχει εκείνος το πάνω χέρι σε τούτη την υπόγεια συνδιαλλαγή- του αντιγύρισε:

«Δεν αρκεί όμως αυτό κυρ Διευθυντά. Εγώ έχω βάλει από την τσέπη μου υλικά και εργασία για να φτιάξω τρεις φορές μονάχος μου τα τζάμια που είχαν σπάσει αυτά τα τσογλάνια. Τότε μου είχατε πει πως οι δράστες παραμένουν άγνωστοι και αν θέλω να πάω να καταθέσω μήνυση. Δεν το έκανα. Αλλά αυτή τη φορά, θα μου την πληρώσουν. Θέλω να μου πληρώσουν όλα τα σπασμένα. Έτσι να σφυρίξεις στους γονιούς τους. Θέλω διακόσια χιλιάρικα στο χέρι. Και να τους πεις ότι επειδή είμαι κουβαρντάς τους χρεώνω μόνο τα τζάμια και όχι την εργασία. Καλύτερα να μην με πλησιάσουν γιατί τότε θα με αναγκάσουν πραγματικά να πάω στο Τμήμα. Να τα δώκουνε σε σένα και μου τα δίνεις εσύ. Σύμφωνοι;»

Ο κυρ Διευθυντάς που όσο του μιλούσε ο σπιούνος εκείνος έκανε τους δικούς του χρηματικούς υπολογισμούς, κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι του, τον ευχαρίστησε και πάλι και τον ξεπροβόδισε καλοσυνάτα.

Αμέσως μετά τη λήξη του λαοφιλούς πρώτου διαλείμματος -το οποίο και διεξήχθη με το κυλικείο «εκτάκτως κλειστό» και με το προαύλιο να βουίζει από το σούσουρο για την κυριακάτικη επιχείρηση γης μαδιάμ- οι πέντε κατηγορούμενοι οδηγήθηκαν από τους δασκάλους τους στο γραφείο του Διευθυντή. Εκεί, ανάμεσα σε μερικά χαστούκια, χαρακιές στις παλάμες, απειλές, εκβιασμούς και συμβουλές, οι ανήλικοι φερόμενοι ως δράστες πιέστηκαν ασφυκτικά για την απόσπαση της ομολογίας τους και την κατάδοση των συνεργών τους. Κοιτώντας ο ένας τον άλλον στα μάτια, σφίγγοντας τις μικρές γροθιές τους και δίνοντας αθόρυβα αμοιβαίο κουράγιο μεταξύ τους, βρήκαν το σθένος να τηρήσουν τον όρκο σιωπής που είχαν ανταλλάξει. Μην έχοντας αποσπάσει το επιθημητό αποτέλεσμα, ο εκπαιδευτικός «λειτουργός» προχώρησε στις ατομικές ανακρίσεις τους. Πρώτο περιέλαβε τον Πόντικα και τελευταίο τον Πίθηκα. Πιο πολύ απ’ όλους πίεσε τα δυο Τουρκάκια. Μάταια όμως. Αν και για περίπου δυο ώρες, το γραφείο του γέμιζε με την απειλητική φωνή του που μηρύκαζε λέξεις όπως «μήνυση», «αστυνομία», «χειροπέδες», «δικαστήριο», «αναμορφωτήριο», «ποινικό μητρώο» και οι πέντε τους ήσαν και παρέμειναν τάφοι και δεν έχυσαν ούτε δάκρυ. Εν τέλει, τους έμπασε και πάλι όλους μαζί στο γραφείο του και κάλεσε το δάσκαλο τους -έναν πολλά βαρύ Αρκάδα που είχε πάντα πρόχειρο το χάρακα και εύκολες τις σφαλιάρες- αλλά και τον εξαγριωμένο κυλεικιάρχη που αφού πρώτα αποπειράθηκε να βιαιοπραγήσει εναντίον τους -ανεπιτυχώς όμως, χάρη στη συλλογική αντίσταση τους- φρόντισε να τους ενημερώσει ότι θα κινούταν νομικά κατά των ίδιων και των κηδεμόνων τους, έτσι ώστε να αποζημιωθεί για τη ζημιά που είχαν υποστεί το κατάστημα και η πραμάτεια του. Η παράσταση αυτού του έκτακτου μαθητοδικείου έκλεισε, με τον Διευθυντή να μοιράζει σε κάθε κατηγορούμενο ένα μεγαλοπρεπές σετ από σφαλιάρες, να τους ανακοινώνει την αποβολή τους και να κλείνει με μια ετυμηγορία του κλασσικού ρεπερτορίου: «…και αύριο το πρωί, με τους κηδεμόνες σας.»

Οι πέντε φερόμενοι ως δράστες έφυγαν για να εκτίσουν την ποινή τους και αφού πρώτα χασομέρησαν -μέχρι να φτάσει η ώρα τους σχολάσματος- καθισμένοι ανακούκουρδα σε μια από τις πυλωτές των παρακείμενων εργατικών πολυκατοικιών, έχοντας βγάλει από τις τσάντες τους και μασουλώντας ότι τους είχε μείνει από τα κλοπιμαία μπισκότα, ανανέωσαν τον όρκο σιωπής τους, πριν πάρει ο καθένας τους το δρόμο για το σπίτι του. Εκεί, σε τέσσερις οικιακές εστίες θα άνοιγε και από μια πολεμική επιχείρηση μέσα στα καθημερινά οικογενειακά χαρακώματα. Κάποιοι, όχι όλοι, αφού ενημέρωσαν τους γονείς τους ότι την επόμενη μέρα έπρεπε να τους συνοδεύσουν στο σχολείο κατόπιν αιτήματος του Διευθυντή, ανέλαβαν την ευθύνη της συμμετοχής τους στη διάπραξη των αδικημάτων για τα οποία κατηγορούνταν. Τη στιγμή που το έκαναν δεν τους περνούσε καν από το μυαλό τους ότι η -κατά τ’ άλλα τίμια και γενναία- ομολογία τους ενώπιον των γονιών τους, αποτελούσε ταυτόχρονα και καταπάτηση της omerta που είχαν ορκιστεί. Όταν το αντιλήφθηκαν, τους ζήτησαν παρακαλετά να «μην το πουν σε κανέναν». Οι υπόλοιποι έτσι κι αλλιώς δεν θα προέβαιναν σε καμία περίπτωση σε μια τέτοια ανάληψη ευθύνης, φοβούμενοι εκ των προτέρων την έκταση που θα μπορούσε να λάβει η έκρηξη οργής των γονιών τους, κυρίως εκείνης των πατεράδων τους. Σε κάθε περίπτωση, σε κάποια από τα τέσσερα σπίτια πέσανε φάπες και χριστοπαναγίες ενώ το σύνολο των φερόμενων ως δραστών καθώς και κάποιοι από τους γονιούς τους (κυρίως οι μανάδες τους) πέρασαν μια ξάγρυπνη νύχτα.

Την αγρύπνια εκείνη τη νύχτα αλλά και για πολλές ακόμα θα μοιράζονταν και οι τρεις ανήλικοι συνεργοί στο έγκλημα, των οποίων η ταυτότητα είχε μείνει και θα έμενε ανεξακρίβωτη.

(Τέλος επεισοδίου. Όλα τα επεισόδια εδώ)

Το red n’ noir προτείνει βιβλία:

Έλληνες μισθοφόροι στην Αφρική

Έλληνες μισθοφόροι στην Αφρική

Η εξόρυξη και προσαρμογή της συνέντευξης έγινε από το φύλλο της εφημερίδας Ακρόπολις της 5/2/1978, απ’ το πρώτο άρθρο πολυήμερου αποκλειστικού ρεπορτάζ. Στα μέσα της δεκαετίας του 1970, ο ανώνυμος συνεντευξιαζόμενος, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, βρέθηκε με την ιδιότητα του μισθοφόρου στην Αφρική, κοντά σε μισθοφόρους Έλληνες και ξένους. Ο ίδιος δεν έχει την παραμικρή αμφιβολία ότι μερικοί τουλάχιστον από αυτούς έπεσαν στα δίχτυα στρατιωτικών συμβούλων που στρατολογούν άτομα για να υπηρετήσουν υπό τις διαταγές τυχοδιωκτικών δολοφόνων στα βάθη της Αφρικής, όπου «η ζωή δεν κοστίζει τίποτα και ο φόνος είναι επάγγελμα».

Τέσσερις δεκαετίες μετά, κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος για τη γνησιότητα  αυτής της συνέντευξης, για την ακρίβεια του συνολικού ρεπορτάζ από το οποίο εξορύχτηκε, καθώς και για την αντικειμενικότητα των όσων αναφέρει ο συνεντευξιαζόμενος, ο οποίος θέλει να κρατήσει την ανωνυμία του γιατί «αυτοί δεν αστειεύονται, κι έχουν τα μάτια τους παντού…»     

Το red n’ noir ωστόσο την επαναφέρει στο φως της δημοσιότητας. 

Πώς δέχτηκες να κατέβεις στο Ζαΐρ ως μισθοφόρος;

Είχα ανάγκη από λεφτά. Η καθημερινή ρουτίνα με διέλυε. Κι όσο κι αν σας φανεί παράξενο, εκείνο που διέλυσε τους τελευταίους δισταγμούς μου ήταν η αφίσα που δημοσίευσε ένα αμερικάνικο περιοδικό που μου έδειξαν.

Ποιο περιοδικό;

Λέγεται «Μισθοφόρος» και κυκλοφορεί τέσσερις φορές το χρόνο. Κάποτε το είδα και στα περίπτερα στο Σύνταγμα. Η αφίσα έδειχνε έναν γεροδεμένο στρατιώτη με κασκέτο, μαύρα γυαλιά και αυτόματο στα χέρια, δίπλα στην επιγραφή «γίνε άντρας μεταξύ ανδρών».

Υπάρχουν άλλοι Έλληνες μισθοφόροι που παίρνανε μέρος σε επιχειρήσεις στη Αφρική;

Είδα δεκάδες Έλληνες που υπηρετούσαν ως μισθοφόροι.

Υπήρχαν δηλαδή άνθρωποι ή οργανωμένα γραφεία που στρατολογούν μισθοφόρους στην Αθήνα;

Αναμφισβήτητα.

Ξέρετε την ονομασία κανενός γραφείου που στρατολογεί μισθοφόρους;

Το Ντονλίν εδρεύει στο Νασβίλ στις ΗΠΑ και έχει παρακλάδι στη Αθήνα.

Ποιος το διευθύνει και ποιοι στρατολογούν;

Ο Άλιν Ντίχαμ το διευθύνει. Ο Χόα συγκεντρώνει τους νεόφερτους μισθοφόρους στη Νότια Αφρική. Έχει υπό τις διαταγές του πάνω από δώδεκα Έλληνες. Ο Μπομπ Ντενάρ είναι Γάλλος υπολοχαγός με δράση στην Ινδοκίνα. Πολέμησε στον Ντιεν Μπιεν Φου, στρατολόγησε άντρες από τη Ροδεσία και την Ευρώπη και έχει στις διαταγές του κάπου δέκα Έλληνες. Ο Ζαν Σκραμ είναι Βέλγος άποικος και στρατολογεί νέους κυρίως από το Βέλγιο, την Ιταλία και την Ελλάδα. Ο Ζίνγκφιρ Μίλε είναι παλιός αξιωματούχος των Ες-Ες και έγινε γνωστός στο πολύ κοινό από τη σφαγή σαράντα εφτά καλογραιών στο Στάνλεϋβιλ.

Τι μισθούς παίρνει κάποιος που κατατάσσεται στο μισθοφορικό στρατό;

Ο κατώτερος μισθός είναι σαράντα πέντε χιλιάδες δραχμές. Ένα εκατομμύριο διακόσιες χιλιάδες παίρνεις αν τραυματιστείς, κι αν σκοτωθείς η γυναίκα σου παίρνει δύο εκατομμύρια. Οι λογαριασμοί κατατίθενται στην Ελβετία. Όταν τελειώσει μια επιχείρηση, γυρίζεις πίσω. Τα διάφορα κέντρα έχουν τη διεύθυνσή σου και στην επόμενη δουλειά σε ξανακαλούν.

Το μεγαλύτερο κέντρο νεοσύλλεκτων μισθοφόρων βρίσκεται στις Βρυξέλες, και στη Βρετάνη λειτουργεί το μεγαλύτερο στρατόπεδο εκπαίδευσης. Οι μισθοφόροι μπορεί να φτάσουν μέχρι το βαθμό του υπολοχαγού. Χαρακτηριστικά, σας λέω ότι στο Ζαΐρ υπάρχουν αυτή τη στιγμή πάνω από εξήντα ‘Ελληνες μισθοφόροι.

Τι άλλο ξέρεις για τους μισθοφόρους;

Πολεμούν εκ του ασφαλούς. Δεν πάνε δηλαδή σε κανονικούς πολέμους. Δεν πήγαν στην  Αλγερία ούτε στο Βιετνάμ. Υπάρχουν μερικά περίεργα περιστατικά, κωμικά θα μπορούσε να τα πει κανείς.

Δηλαδή;     

Όταν οι δυνάμεις του ΟΗΕ είχαν επέμβει στην Κατάνγκα, η μοναδική περιοχή που κρατούσαν τα Ηνωμένα Έθνη ήταν η βάση της Κομίνα.  Οι μισθοφόροι μαζί με τους στρατιώτες της Κατάνγκα πολεμούσαν κατά των ανδρών του ΟΗΕ, που τα είχαν βρει σκούρα· ήταν έτοιμοι να παραδοθούν. Ο Σουηδός συνταγματάρχης το είχε πάρει απόφαση. Δεν υπήρχε διέξοδος. Και τότε η σωτηρία ήρθε ανέλπιστα. Μόλις έφτασε το μεσημέρι, οι μαύροι παράτησαν τα όπλα τους για να φάνε. Έτσι οι δυνάμεις του ΟΗΕ βρήκαν την ευκαιρία για αιφνιδιασμό και κατόρθωσαν να διαφύγουν από την παγίδα. Θυμάμαι ότι οι μισθοφόροι είχαν τρία δικά τους αεροπλάνα τύπου Καμπέρα. Όταν ήθελαν να βομβαρδίσουν, ειδοποιούσαν τους στρατιώτες των Ηνωμένων Εθνών: «Φύγετε από τη μέση, να σκοτώσουμε μόνο τους μαύρους». Και έτσι γινόταν. Συνήθως μάλιστα οι καλύτεροι πιλότοι ήταν Κουβανοί, αντίπαλοι του Φιντέλ Κάστρο.

Είναι αλήθεια ότι πολυεθνικές εταιρείες χρησιμοποιούσαν μισθοφόρους;

Βεβαίως. Οι μεγαλύτερες από αυτές είναι η Ζεκομίν, η Μίμπα, η Ζεομίν και η Τζένεραλ Μότορ. Όλες αυτές οι εταιρείες στρατολογούν μισθοφόρους.

Πού αλλού υπάρχουν Έλληνες μισθοφόροι;

Εκεί όπου γίνονται πόλεμοι με αντάρτικο. Στη Νότια Αφρική, το Νότιο Σουδάν, τη Ροδεσία, τη Μανφουλίρα και την Αγκόλα.

Σκέφτηκες ποτέ να εγκαταλείψεις;

Μετά τις εκπαιδευτικές επιχειρήσεις, οι Γερμανοί τραγουδούσαν «Deutschland-Deutschland uber alles» και «SS marschiert». Πίστευα ότι δεν μπορούσαν να με συγκινήσουν κάτι τέτοια πράγματα. Κι όμως άρχισα να θυμώνω. Μάταιο. Τώρα πια δεν μπορούσα να κάνω πίσω. Από το στρατό του Ζίνγκφιρ Μίλε δεν γλιτώνει κανείς.

Είμαστε λίγοι μισθοφόροι στην Αθήνα και μας ξέρουν καλά. Διατηρούν ειδικούς καταλόγους και μητρώα για όλους. Τον τελευταίο καιρό, ενδιαφέρονται να στείλουν ανθρώπους στο Ζαΐρ. Καταλαβαίνετε ότι αν διαρρεύσουν στοιχεία, θα ψάξουν ανάμεσά μας να μας βρουν οι υπεύθυνοι.

Τι γίνεται αν κάποιος θέλει να εγκαταλείψει;

Ο μοναδικός μισθοφόρος που διέφυγε ήταν ο Χρήστος από τη Ρόδο. Στην αρχή υπέγραψε με πολλή χαρά το χαρτί της στρατολόγησης που του έδωσαν. Τον γνώρισα στο Κονγκό. Όταν άρχισε όμως η εκπαίδευση, ο Χρήστος πανικοβλήθηκε. Ήταν τόσο σκληρές οι συνθήκες που πολλοί πέθαναν. Έτσι, χωρίς να δείξει τίποτα ή να πει το παραμικρό σε κανέναν, σχεδίασε την απόδρασή του. Και άλλοι κατά καιρούς προσπάθησαν να φύγουν αλλά χωρίς επιτυχία. Όταν τους έπιασαν τους σκότωσαν, αφού προηγουμένως τους έκαναν μεσαιωνικά βασανιστήρια. Ο Χρήστος είχε την τύχη και κατόρθωσε να ξεφύγει. Τον είδα τυχαία λίγο καιρό μετά στη Ρόδο. Ήταν τρομοκρατημένος και απέφευγε να μιλάει για την περιπέτειά του. «Φοβάμαι μήπως με βρουν», μου είπε.

Ο Βασίλης ήταν μηχανικός στην Αφρική. Ένα βράδυ γύριζε μεθυσμένος από ένα μπαρ στην περιοχή Κίντου. Καθώς διέσχιζε μια γέφυρα παραπάτησε, έπεσε στο ποτάμι και τον κατασπάραξαν οι κροκόδειλοι. Οι «εγκέφαλοι» έστειλαν στη γυναίκα του το μερίδιό του. Ήταν εκατό εκατομμύρια. Σε αυτή την περιοχή Κίντου, οι ιθαγενείς έσφαξαν κάτι Ιταλούς αεροπόρους και πούλησαν το κρέας τους στην αγορά. Ο νόμος της ζούγκλας βλέπεις…

Το red n’ noir προτείνει:

Μαύρο δελφίνι ΙΧ

Ο ταξίαρχος Βερόνης Βαλσαμάκος ήταν πολύ ενοχλημένος εκείνο το πρωινό Δευτέρας, ίσως και εκνευρισμένος.

Η συνάντηση στο γραφείο του υπουργού νωρίτερα δεν είχε πάει καθόλου καλά.

Ο υπουργός, κατσάδιασε τον ίδιο και δύο ανωτέρους του, έναν στρατηγό και έναν υποστράτηγο της Ελληνικής αστυνομίας, για τις δολοφονίες-συμβόλαια θανάτου όπως όλα έδειχναν από επαγγελματία δολοφόνο- του  τελευταίου διαστήματος.

-Είσαστε άχρηστοι. Αν δεν μπορείτε να κάνετε σωστά την δουλειά σας να πάτε σπίτια σας και να αναλάβουν άλλοι πιο άξιοι. Περιμένω μέχρι το τέλος του μήνα απτά αποτελέσματα ή τις παραιτήσεις στο γραφείο μου. Δεν φθάνει που έχω τους  αναρχοάπλυτους να καίνε την Αθήνα, έχω και αυτούς τους φονιάδες. Και ‘σεις ανίκανοι δεν μπορείτε να τους συλλάβετε. Να τους στείλετε πακέτο στον εισαγγελέα.

Τον άκουγαν με κατεβασμένο το κεφάλι. Και τι να πούνε δηλαδή. Ήταν ο πολιτικός τους προϊστάμενος, γνωστός για τις ακροδεξιές του πεποιθήσεις, πρόσφατα υπουργοποιημένος, προσωπική επιλογή του ίδιου του πρωθυπουργού. Τέλος. Δεν μιλάς εκεί δεν δικαιολογείσαι, δεν αρχίζεις τα μα και μου. Κατεβάζεις το κεφάλι και κρατάς ραμμένο το γαμημένο στόμα σου αν δεν θέλεις να πέσουν κεφάλια. Το δικό σου κεφάλι.

-Αυτό μου έλειψε, σκέφθηκε ο ταξίαρχος. Τριάντα χρόνια ευδόκιμης υπηρεσίας, τριάντα χρόνια αποτελεσματικής θητείας, να πάνε στράφι για έναν καρεκλοκένταυρο.

Η αλήθεια βέβαια ήταν λίγο διαφορετική. Έφτασε μέχρι εδώ σέρνοντας και γλύφοντας.

Στο υπόγειο πάρκινγκ της αστυνομικής διεύθυνσης Αττικής, μπήκε με το προσωπικό του αυτοκίνητο. Ένα τζιπ BMW Χ5 αγορασμένο προνομιακά, λόγω υπηρεσίας, από τα κατασχεθέντα του ΟΔΥΥ. Στην είσοδο χαιρέτισε το σκοπό και αφού πάρκαρε κατευθύνθηκε στο ασανσέρ για να ανέβει στον 11ο όροφο.

Η γραμματέας του μία πολιτική υπάλληλος της αστυνομίας, τον περίμενε στην θέση της, ένα μικρό γραφείο στον προθάλαμο, έξω από το δικό του.

«Κάλεσε όλους από το ανθρωποκτονιών, σε μισή ώρα  συνάντηση στην αίθουσα συσκέψεων. Δεν θα δεχτώ να λείπει κανένας», είπε με επιτακτικό ύφος.

«Μάλιστα κύριε ταξίαρχε.»

Η γραμματέας είχε σηκώσει ήδη το ακουστικό και σχημάτιζε το πρώτο τηλέφωνο. Ο Βερόνης, όπως το αποκαλούσε όταν ήταν οι δυο τους, ήταν φουρτουνιασμένος. Και τέτοιες στιγμές πάντα τις  χειριζόταν διακριτικά και μάλλον τυπικά.

Έκλεισε την πόρτα με δύναμη και κάθισε στο γραφείο του. Έβγαλε από το κρυφό μπαρ ένα μπουκάλι Cardhu 12άρι και ένα ουισκοπότηρο. Το γέμισε μέχρι την μέση και το ήπιε μονορούφι.

Όταν μπήκε 30 λεπτά αργότερα στην αίθουσα, ήταν ήδη όλοι εκεί.

Ο Βερόνης ξεκίνησε χωρίς περιστροφές, καθισμένος  σε κάτι σαν έδρανο για τις συνεντεύξεις τύπου.

«Δεν με νοιάζει τι θα κάνετε. Κόψτε το κεφάλι σας, αλλιώς θα κόψει ο υπουργός τα κεφάλια όλων μας.»

Αυτό κι αν ήταν ψέμα και το ήξερε. Καθώς μόνο το δικό του κεφάλι κινδύνευε να πέσει από τους ώμους. Εκείνος κινδύνευε να καρατομηθεί και γι’ αυτό έπρεπε να τους τρομάξει. Ο Ταξίαρχος συνήθιζε να  χρησιμοποιεί προηγμένες τακτικές  ανάκρισης με εσκεμμένα ψέματα όταν ήθελε να χειραγωγήσει κάποιον.

«Ενεργοποιήστε όλες διαθέσιμες πηγές. Από τον πιο μεγάλο πληροφοριοδότη, μέχρι τον πιο τελειωμένο. Κινητοποιήστε κάθε συνάδελφο απο κάθε υπηρεσία. Μέχρι και  τον τελευταίο τροχονόμο. Ψάξτε. Θέλω αποτελέσματα. Βρείτε αυτόν ή αυτούς τους πούστηδες που έχουν αιματοκυλίσει την Αθήνα.

Αλλά και εδώ δεν έλεγε  όλη την αλήθεια. Ο Ηλίας Μπράτσος ο dj, ήταν ο καλύτερος έμμισθος χαφιές του, και τώρα ήταν νεκρός.

Ο Βερόνης Βαλσαμάκος, τον είχε πιάσει πριν καμιά δεκαριά χρόνια για λαθρεμπόριο όπλων. Ρουφιάνεψε όλους όσους είχαν εμπλακεί και έτσι ο ταξίαρχος είχε διαλύσει το κύκλωμα, δρέποντας δάφνες λαμπρές.

«Ερωτήσεις!»

«Μέχρι πότε έχουμε dead line;»

«Χθές!» αναστέναξε και είπε με δήθεν πατρικό ύφος: «Σε δεκαπέντε μέρες βαριά, πρέπει να έχουμε καθαρίσει την κόπρο του Αυγείου.»

«Τι μπάτζετ έχουμε;»

«Τα γνωστά μυστικά κονδύλια για τους εντός μισθολογίου. Για τους υπόλοιπους πιέζουμε με ότι παρανομία είναι χωμένος ο καθένας.»

Ακούστηκε ένας ψίθυρος από κάτω.

«Ό,τι έχετε να ρωτήσετε, ρωτήστε δυνατά, όχι μεταξύ σας. Μπάτσος είμαι όχι παιδονόμος, είπε ο ταξίαρχος απαξιωτικά.»

«Αφεντικό, πιστεύεις ότι έχουν σχέση  μεταξύ τους οι δολοφονίες;» ρώτησε ο Μαυράκης.

«Είναι ένας ο εκτελεστής ή πολλοί;» ρώτησε ο Παρασχίδης.

«Αυτή είναι δική σας δουλειά κύριοι να το βρείτε. Τελειώσαμε εδώ.»

Από το παράθυρο του γραφείου του κοίταγε απέναντι την ιδιωτική κλινική. Κόσμος μπαινόβγαινε.

«Γαμώτο, γαμώτο, πρέπει να βρω καινούργιο σπιούνο και οι καλοί σπανίζουν».

Αποφάσισε να κάνει μία βόλτα στο κέντρο  σε κάποια στέκια. Έβγαλε την στολή και κλείδωσε το υπηρεσιακό όπλο στο ντουλάπι, παίρνοντας ένα βρώμικο Smith and Wesson M&P,καβατζωμένο από κάποια επιχείρηση. Κλείδωσε και βγήκε.

Στο υπόγειο βρήκε τον Σπήλιο. Έναν 70αρη πολιτικό υπάλληλο στα πρόθυρα της σύνταξης.

«Έχουμε κανένα αμάξι καινούργιο διαθέσιμο;»                                                

«Ένα κλεμμένο σμαρτάκι, τα κλειδιά είναι πάνω. Φέρνω τα χαρτιά για τζίφρα. Υπέγραψε τα χαρτιά μέσα από το παράθυρο. Σε λίγο κατέβαινε την Λ. Αλεξάνδρας. Έκανε μία μεγάλη βόλτα. Εξάρχεια, Ομόνοια, Βικτώρια, Αγ. Παντελεήμονα. Τζίφος! Όλα τα στόματα ήταν ερμητικά κλειστά. Είχε την φήμη σκληρού μπάτσου. Δεν ξεχώριζε μικρούς και  μεγάλους κακοποιούς. Ήταν αδυσώπητος. Ακόμα και με τους φτωχοδιάβολους όπως του έλεγε ο φίλος του ο Τάκης ο δημοσιογράφος του αστυνομικού ρεπορτάζ. Ακόμα και αυτούς τους θεωρούσε  εν’ δυνάμει επικίνδυνους εγκληματίες.

Γύρω στις 5:00 το απόγευμα γύρισε στο γραφείο. Η γραμματέας του είχε σχολάσει. Κρίμα γιατί θα ήθελε να τον χαλαρώσει λίγο απο την ένταση. Δεν ήταν ιδιαίτερα εμφανίσιμη, αλλά κατείχε καλά την τέχνη της Κλεοπάτρας στην πεολειχία.

Με το ξεχασμένο ποτήρι, ξέχειλο τώρα με ουίσκι, άρχισε να κάνει κάποια τηλεφωνήματα. Τζίφος και πάλι. Και τότε μία λάμψη πέρασε από το μυαλό του.

Ο Μπράτσος του είχε μιλήσει για έναν φίλο του μπράβο που ήθελε πως και πως να μπει στο κουρμπέτι σαν έμμισθος πληροφοριοδότης.

Δεν θα το έλεγες και κολεγιόπαιδο τον Άντι. Το πραγματικό του όνομα ήταν Ανδρέας Μαργιολάκης με πλούσιο βιογραφικό στο έγκλημα, όπως τον πληροφορούσαν τα αρχεία της υπηρεσίας στον υπολογιστή. Κάτοικος Ζωνιανών Ρεθύμνης. Κατηγορήθηκε για φυτείες χασίς και όπλα. Ένας μπάρμπας του τοπικός πολιτευτής τον βοήθησε να ξελασπώσει. Στην Αθήνα όταν ήρθε ήταν στην βάση της εγκληματικής αλυσίδας, πλην όμως πολύ φιλόδοξος. Άκουσε κάποια χρονάκια από τον δικαστή για προστασία σε νυχτερινά μαγαζιά. Κατηγορήθηκε για την δολοφονία ενός Πακιστανού μετανάστη αλλά συνέλαβαν μετά από υπόδειξη του έναν έφηβο με τον οποίο ήταν στην ίδια ακροδεξιά οργάνωση. Μέχρι που τον πήρε στην δούλεψη του ένας Αλβανός τοκογλύφος γνωστός στην πιάτσα σαν Ιανός.

«Έλα Άντι. Εδώ Βερόνης Βαλσαμάκος, που σε βρίσκω;». Σε μισή ώρα στην γνωστή καφετέρια στην Πλατεία Αργεντινής. Το έκλεισε πριν ο άλλος πάρει ανάσα….

Στην πραγματικότητα ήταν κωλάδικο, στο οποίο σύχναζαν άτομα  του σιναφιού του. Αν και ήξεραν ότι  υπάρχει κονσομασιόν έκανα τα στραβά μάτια, με το αζημίωτο εννοείται, συν τα κερασμένα κορίτσια και ποτά. Στο μαγαζί έσκαγε όλη η καλή κοινωνία. Στελέχη επιχειρήσεων με κοχίμπα και μοντεκρίστο. Χρυσά αγόρια με παραφουσκωμένα πορτοφόλια, με πρόσχημα κάποιο εταιρικό γεύμα, να ξεδίνουν με τις πανέμορφες υπάρξεις στο πίσω δωμάτιο ή σε κάποιο κοντινό ξενοδοχείο, αμφιβόλου ποιότητας. Έτρωγες σε πλεύριζαν οι γκόμενες και αν ήσουν  γενναιόδωρος πέρναγες καλά. Στο μαγαζί έσκαγαν από πράκτορες της μυστικής υπηρεσίας πληροφοριών μέχρι βαθμοφόροι της αστυνομίας αλλά και απλοί αστυνομικοί και χαφιέδες. Όλοι σε κατάσταση αναμονής, μια ανάσα από τα Εξάρχεια….

Το Smith and Wesson μπήκε στο ντουλάπι και το υπηρεσιακό όπλο με την θήκη  στην ζώνη πήρε την θέση του κάτω από το ψαροκόκαλο σακάκι. Η κίνηση στην Λ.Αλεξάνδρας είχε σπάσει. Σε δέκα λεπτά θα ήταν στο προορισμό του.

Ο Άντι φαινόταν να δυσανασχετεί. Με το χακί φλάι τζάκετ και το τεράστιο τατουάζ με τον κέλτικο σταυρό στο σβέρκο τον έκανε να νοιώθει σαν την μύγα μεσ’ το γάλα. Ίσως είχε τραβήξει και καμιά ψιλή κόκα. Όταν είδε τον Βερόνη να μπαίνει σηκώθηκε. Όχι από σεβασμό, αλλά μάλλον από νευρικότητα.

«Τι με κουβάλησες εδώ μέσα σε όλα αυτά τα κυρίζια. Πάμε κάπου αλλού…»

«Παλουκώσου και άκουσε με καλά. Ο Ηλίας ψόφησε και ψάχνω αντικαταστάτη. Μπορείς η να βρω άλλον;»

Τα μάτια του γυάλιζαν. Σίγουρα είχε τραβήξει κόκα.

«Και εγώ τι θα κερδίσω; Γιατί νααααα εμπιστευτώ έναν αστυνομικό.»

Ο Ταξίαρχος Βερόνης Βαλσαμάκος είχε πάει διαβασμένος.

«Άκου μικρέ, αν μου δίνεις χρήσιμες πληροφορίες θα έχεις ένα εξτραδάκι σε αυτά που σου δίνει ο Αλβανός. Επιπλέον θα μπορείς να σφαλιαρώνεις τους άλλους, χωρίς να κινδυνεύεις να ξαναβρεθείς στην μπουζού. Δεν θα δεχτώ όμως σε καμία των περιπτώσεων ακρότητες. Τι λες;»

«Άσε με να το σκεφτώ και θα σου απαντήσω.»

«Τώρα θα απαντήσεις. Έχω κάτι μεγάλο που τρέχει. Θέλω απάντηση όχι τώρα. Χθες.»

«Θέλω μια-δυο μέρες περιθώριο να…»

 Ο ταξίαρχος πήρε το πατρικό ύφος:

«Αντρίκο, ξέρεις πόσοι περιμένουν  να πάρουν την δουλειά. Άσε τις μαλακίες και απάντησε τώρα. Άλλο ένα από τα  εσκεμμένα ψεύδη για να μανιπουλάρει τον απέναντι του, κανείς δεν περίμενε και ο Βερόνης ήταν σε απόγνωση.

«Εντάξει κύριε ταξίαρχε  τι θες να μάθεις;»

*

Την ίδια ώρα ένα απρόοπτο γεγονός  θα άλλαζε την ρότα των σχεδίων του Βιλέν. Οι μπελάδες τον ακολουθούσαν σαν να είχε το μαλακομαγνήτη.

Ένας καυγάς τους ανάγκασε να φύγουν άρον-άρον για την κοντινή Ανάφη.

Εκείνο το βράδυ η Άρια επέμενε να πάνε σε ένα μοδάτο κλάμπ. Ο Βιλέν προτιμούσε τρία συγκεκριμένα και πήγαιναν κάθε βράδυ. Ένα ροκάδικο, ένα με τζαζ και ένα με κλασσική. Για να μην της χαλάσει το χατίρι πήγανε.

Ένας μεθυσμένος τουρίστας την έπεσε άτσαλα στην Αρια. Ο Βιλέν δεν ήθελε να δώσει συνέχεια μιας και ήταν διακοπές. Όσο πιο χαλαρά μπορούσε τον απώθησε, στρίβοντας το χέρι πίσω από την πλάτη και δίνοντας του μία μικρή σμπρωξιά. Έχασε την ισορροπία του και βρέθηκε στο πάτωμα. Εκεί χάθηκε η μπάλα. Ο μεθυσμένος αφηνίασε. Έσπασε ένα μπουκάλι και απειλούσε να τον ξεκοιλιάσει. Με το ποτήρι μαλτ που είχε στο χέρι του ο Βιλέν του κατέβασε την μούρη. Μικρά γυαλιά μπήκαν στον κρόταφο και το μάγουλο  του άλλου, αλλά και στο χέρι του Βιλέν. Παντού αίματα. Οι μπράβοι ειδοποιημένοι με την ενδοεπικοινωνία επιχείρησαν να βγάλουν τον Ρώσο σηκωτό. Πριν το πετάξουν έξω κλοτσηδόν πρόλαβε να φύγει  τραβώντας την Άρια από το χέρι. Στο ξενοδοχείο του έβγαλε τα γυαλιά και έδεσε το  χέρι με μία πετσέτα. Μάζεψαν τα πράγματα τους και κατέβηκαν στο παλιό λιμάνι. Είχαν ακούσει από κάποιο ντόπιο σε μία ταβέρνα να προτείνει σε τουρίστες βόλτα στο  ηφαίστειο με  καίκι. Για καλή τους τύχη ο καπετάν-Γιακουμής κοιμόταν μέσα στο ψαροκάικο. Ακόμα και αν το θέμα έπαιρνε διαστάσεις οι μπάτσοι δεν θα έβρισκαν τίποτα. Στο ξενοδοχείο είχαν χρησιμοποιήσει ένα από τα πλαστά διαβατήρια του Ζένια και μία πλαστή ταυτότητα για την μικρή από τον Ιαν. Ας έψαχναν οι μπάτσοι όσο ήθελαν για τον Σουηδό Sven Jenssen και την Ελληνίδα σύντροφο του Φωτεινή Κουμαριανού. Διαβατήριο και ταυτότητα κατέληξαν στον πάτο της θάλασσας.

«Πάμε γι’ άλλα είπε ο Βιλέν χαμογελώντας στην Αριάδνη.»

Οι μέρες στην Ανάφη πέρασαν χωρίς άλλα απρόοπτα. Μέρες ηλιόλουστες στην παραλία του Ρούκουνα για μπάνιο γυμνοί και μετά για φαγητό στην ταβέρνα της παπαδιάς. Ήταν τυχεροί που βρήκαν μία τρύπα στο Κλεισίδι για δωμάτιο. Όπως είχαν έρθει τα πράγματα δεν είχαν και ιδιαίτερες αξιώσεις.

Ο Βιλέν  γνώριζε καλά όμως πως αυτές οι μέρες ήταν δανεικές.

Όταν όλη η ζωή σου κινείται στο σκοτάδι, η καρδιά σου είναι παγωμένη και η  ψυχή σου είναι ήδη νεκρή, δεν αρκεί να μπει μία αχτίδα ήλιου από μία χαραμάδα για να σε ζεστάνει.

(Τέλος επεισοδίου. Όλα τα επεισόδια εδώ)

Το red n’ noir προτείνει βιβλία:

Ένοπλη πάλη μετά τον Δεκέμβρη του 2008

Οι Εκδόσεις Τόπος και το red n’ noir σας προσκαλούν στην παρουσίαση του βιβλίου της Αναστασίας Τσουκαλά: «Ένοπλη πάλη μετά τον Δεκέμβρη του 2008. Επικοινωνιακές στρατηγικές (από)νομιμοποίησης».

Η συγγραφέας του βιβλίου συνομιλεί με τον δημοσιογράφο και συγγραφέα Κωνσταντίνο Πουλή και το κοινό.Την Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2020, ώρα 19:00 στο #rednnoir_bookstore_cafe_bar (Δροσοπούλου 52, Κυψέλη).

*Καθώς υπάρχει περιορισμός συμμετοχής 30 ατόμων, η εκδήλωση θα μεταδοθεί και μέσω Facebook Live

*Για προκρατήσεις μπορείτε να στείλετε μήνυμα στην σελίδα ή email στις διευθύνσεις [email protected] και [email protected]

Η τιμωρία

Πόσο κακομεταχειρίστηκα αυτό το σώμα, το δικό μου σώμα!

Και σαν τιμωρία τελική,

στο πλάι σου κοιμήθηκα νύχτες μετρημένες.

Έχω ραγίσματα.

Έχει ρωγμές το σώμα μου.

Και βγαίνουν από μέσα, οι κραυγές που έπνιγα,

κάθε που έκανες να φύγεις.

Και το σώμα, το δικό μου σώμα, ρημαγμένος τόπος.

Ελπίζει άλλοι άνθρωποι, να μη το περπατήσουν.

Διαβάστε από την Γωγώ Λιανού:

Μαύρο δελφίνι VIΙI

Πλήρωσε τα δύο γερόντια  στην είσοδο  και κατέβηκε τα σκαλιά στο υπόγειο κλαμπ στην πλατεία Βικτωρίας. Έφτασε στα ρουθούνια του η μυρωδιά από υγρασία και κάπνα. Στα ηχεία μόλις τελείωνε το i can’t live in a living room.

Πήρε το  Jack από την γκοθ μπαργούμαν, που τον σέρβιρε αγέλαστη και ψυχρή, πεθαμένη από καιρό. Το μαγαζί είχε ελάχιστα τραπέζια-γεμάτα έτσι και αλλιώς-οπότε αρκέστηκε σε ένα πεζούλι. Ακούμπησε το ποτήρι καταγής και άναψε τσιγάρο. Ο dj έδινε ρέστα στην κονσόλα και τα πικ. Έβαλε αρχικά το shot by both sides και στα καπάκια το damaged goods. Κρίμα που θα πέθαινε απόψε. Ο Βιλέν τον ζύγιζε με τα μάτια. Ήταν πανύψηλος, του έριχνε τουλάχιστον δύο κεφάλια και φαινόταν μποντέος. Είχε αλογοουρά και φορούσε μαύρο σακάκι με μαύρο πουκάμισο και μαύρο γιλέκο. Έμοιαζε περισσότερο με κοράκι -σκέφτηκε- παρά με dj.Ο Βιλέν παρατήρησε ένα-ένα μεγάλο χρυσό δαχτυλίδι. Αργότερα θα ανακάλυπτε πως είχε χαραγμένο στο πάνω μέρος το wolfangel.12 

Πήρε άλλο ένα μπέρμπον και άλλαξε θέση για να τον κόβει καλύτερα. Κάθε τόσο χάζευε για να μην δώσει στόχο τον κόσμο που χόρευε αυτάρεσκα και ιδρωμένα πάνω στην πίστα. Έκανε μία ανασκόπηση των όσων γνώριζε. Ήταν πενηντάρης, πρώην σκίνχεντ, παλιότερα οργανωμένος σε  κάποια ναζιστική οργάνωση. Είχε τραβήγματα με τους μπάτσους για εμπόριο όπλων χωρίς ωστόσο να δικαστεί, γι’ αυτό και είχε ακουστεί ότι είχε γίνει ρουφ.

Είχε κάνει το λάθος να στείλει έναν 18χρονο αναρχικό στο νοσοκομείο. Ο πιτσιρικάς έτρωγε με καλαμάκι. Τον είχε σαπίσει στο ξύλο σε ένα μπαρ στην Καλλιδρομίου γιατί τον στραβοκοίταξε. Τον έσπασε ρε φίλε για πλάκα. Ο μικρός έμενε στην  ίδια πολυκατοικία με τον Βιλέν σε ένα διαμέρισμα στον τρίτο όροφο. Λέγανε ένα γεια και ο  Ρώσος συμπαθούσε αυτόν τον μικρό. Έδειχνε ανυπόταχτος, σκέτο αγρίμι που δεν γούσταρε αφεντικά, όπως και εκείνος.

Περίμενε υπομονετικά όλο το βράδυ πίνοντας και καπνίζοντας. Τώρα έπαιζε το temple of love. Γύρω στις έξι το  πρωί ο κόσμος άρχισε να σπάει. Βγήκε έξω και κάθισε στο αμάξι. Είχε ήδη να αρχίσει  χαράζει, όταν ο dj βγήκε από το κλάμπ. Έβαλε μπροστά όταν τον είδε να μπαίνει σε ένα MX5. Τον ακολούθησε μέχρι του Παπάγου. Τον είδε να  παρκάρει μπροστά σε μια μονοκατοικία. Πήρε το Ruger απο το ντουλαπάκι και το έχωσε στην μπότα. Με το άλλο έπιασε έναν λοστό και τον κράτησε από την ίσια πλευρά η οποία τελείωνε σε μία διχάλα-προκοβγάλτη. Άνοιξε την πόρτα και τον πλησίασε. Ο τύπος ήταν γομάρι, οπότε για να είναι σίγουρος προτίμησε να τον αιφνιδιάσει. Τον χτύπησε χωρίς κουβέντα και στα δύο γόνατα με χειρουργική ακρίβεια και ένοιωσε τον ήχο από τα κόκαλα που σπάνε. Έσκουζε σαν γουρούνι που το σφάζουνε και στα μάτια του έτρεχαν δάκρυα από τον πόνο.

«Γιατί ρε φίλε», κλαψούρισε. «Γιατί το κάνεις αυτό; Με ξέρεις;»

Ο Βιλέν δεν απάντησε. Του έχωσε δύο ακόμα χτυπήματα  στο στήθος και τον είδε ξερνάει αίμα από το στόμα, μάλλον τα  σπασμένα κόκαλα είχαν τρυπήσει τα πνευμόνια.

Ήταν πια κάτω και ανίσχυρος να αντιδράει  όταν του έδωσε το τελικό χτύπημα. Μες την ησυχία άκουσε το κρανίο να γίνεται κομμάτια. Το αριστερό μάτι είχε πεταχτεί όπως ένα  κουκούτσι από ώριμο βερίκοκο και κείτονταν στην άσφαλτο κοιτώντας τον με απορία. Τώρα ήταν ακίνητος στην άσφαλτο και το αίμα είχε κάνει μία μεγάλη κηλίδα που μεγάλωνε. Έβγαλε το  χρυσό δαχτυλίδι, το περιεργάστηκε για δευτερόλεπτα και το έβαλε στην τσέπη. Δεν είχε αμφιβολία. Ήταν ένας ρούνος που είχε δει όταν να χρησιμοποιούν Ρώσοι νεοναζί.  Μόλις σηκώθηκε  τον έφτυσε κρατώντας τον λοστό να στάζει αίμα.

«Με λάθος άνθρωπο τα έβαλες μουνόπανο».

Ξεφορτώθηκε  το λοστάρι σε ένα κάδο καθώς γύριζε σπίτι. Το πρόσωπο του ήταν πιτσιλισμένο με αίμα. Πλύθηκε και έτσι πέταξε τα ρούχα μέσα σε  μία μαύρη σακούλα σκουπιδιών.

Την επόμενη μέρα πήγε στο Γενικό Κρατικό. Ο μικρός κοιμόταν και ήταν μόνος στο δωμάτιο. Άνοιξε το χέρι του, έβαλε  μέσα το χρυσό δαχτυλίδι και το έκλεισε.

«Ένα μικρό δώρο μικρέ. Δεν θα σου ξανακάνει κακό, δεν θα ξανακάνει κακό σε κανέναν».

*

Τις μέρες που ακολούθησαν απέφευγε να κατεβαίνει στο καφενείο της Πλατείας. Μπάτσοι και φασίστες έκαναν κάθε μέρα ντου τραμπουκίζοντας και χτυπώντας κόσμο. Είχαν στηθεί οδοφράγματα και μεγάλες φωτιές καίγανε στην πλατεία και  γύρω  από τον κόσμο που πάσχιζε να αντιμετωπίσει επέλαση των όρκ. Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά από τα δακρυγόνα και τον καπνό των φλεγόμενων  πλαστικών κάδων. Ο Βιλέν, όχι άδικα, το συνέδεσε με τον θάνατο του νεοναζί dj και το γεγονός ότι ήταν σπιούνος των μπάτσων. Εκείνες τις μέρες απέφευγε με την Άρια να κατεβαίνουν και προτιμούσαν το καφενεδάκι της Δεξαμενής ή το μπαρ στην Χάριτος. Έτσι και εκείνο το βράδυ βρέθηκε με την Αριάδνη στο γνωστό  μπαράκι στην Χάριτος. Από εκείνη την νύχτα, έξω από του μπουζουξίδικο με τον κωλόγερο είχαν κολλήσει.

«Θυμάσαι την ημέρα που ακούστηκε εκείνο το κλακ και κολλήσαμε;» θα του πει αργότερα με ένα μισό παιδικό, μισό γυναικείο χαμόγελο. Ήταν υπέροχη. Τα μαλλιά είχαν μακρύνει μέχρι τους ώμους. Τα τεράστια γαλανά μάτια της του έστελναν ένα ζωηρό φώς μέσα από τις μακριές βλεφαρίδες. Φορούσε ένα στρέτς μαύρο φόρεμα που έκρυβε ελάχιστα από τα τατουάζ που ήταν ζωγραφισμένα στο όμορφο κορμί της. Το μαγαζί ήταν τόσο γεμάτο, κυριολεκτικά ο ένας πάνω στον άλλο, αλλά για τον Βιλέν δεν ήταν παρά μόνο το σκηνικό και οι θαμώνες οι κομπάρσοι. Βρήκαν μία γωνιά δίπλα σε ένα μικρό πάσο και στριμώχθηκαν όρθιοι με τα ποτά στο χέρι. Μιλάγανε ακατάπαυστα σχεδόν ουρλιάζονταςγια να ακουστούν μέσα στην ηλεκτρισμένη από την μουσική ατμόσφαιρα. Κάποιες στιγμές σταμάταγαν και αγκαλιαζόταν. Αλλά και όταν δεν  μιλούσαν, υπήρχε αυτό που είχε αποκαλέσει η Αριάδνη, η συντροφικότητα της σιωπής και τους κρατούσε ακόμα και σιωπηλούς δεμένους, σχεδόν πιασμένους μέσα σε ένα ανεπαίσθητο δίχτυ.

«Είναι η καλύτερη εποχή της ζωής μου», θέλησε να  της  πει, αλλά το αόρατο χέρι του φόβου τον τράβηξε πίσω.

«Μην δένεσαι», συμβούλευσε τον εαυτό του. «Είσαι επαγγελματίας και δεν χρειάζεται να σέρνεις κι’ άλλο άτομο στην πλάτη σου.»

Ήταν δεύτερη φορά μετά την Μόσχα που είχε κόψει την ζα. Ίσως ήταν και η τελευταία.

Το λευκό Α3 κάμπριο της  Άριας ρόλαρε χαλαρά στην Εθνική οδό με ανοιχτή την κουκούλα και τον Βιλέν στο τιμόνι. Στα ηχεία ακουγόταν αρχικά το du hast για να δώσει την θέση του στο ich will και αυτό με την σειρά του στο keine lust. Δεν  είπαν λέξη σε όλη την διαδρομή, βυθισμένοι και οι δύο στην παραζάλη της στιγμής, στην επιθυμία τα κορμιά τους να γίνουν ένα.

Έφτασαν στο ξενοδοχείο και μπήκαν στο παρκινγκ  που είχε στην πίσω μεριά για να μπαίνουν  τα παράνομα ζευγαράκια, από την δεύτερη πόρτα που οδηγούσε μετά από μερικά σκαλιά κατευθείαν στην ρεσεψιόν μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα, ασφαλή και βυθισμένα στην γλυκιά αίσθηση του απαγορευμένου ,στην γοητεία της συνενοχής….

Ο Βιλέν ντρεπόταν  να την πάει στην υπόγεια τρώγλη, την ποντικότρυπα όπως την έλεγε. Αλλά ούτε και στο δικό της μπορούσαν να πάνε  γιατί είχε έναν πεντάχρονο γιό από κάποιο ρεμάλι που εξαφανίστηκε όταν έμαθε ότι σύντομα θα γεννούσε  το παιδί τους.

Παρήγγειλε δύο-Jack κόλα στην ρεσεψιόν και πήρε το κλειδί. Μπήκαν στο ασανσέρ όταν άκουσαν  τρεχαλητό από τακούνια. Η Άρια κράτησε την πόρτα. Μπήκε μία όμορφη Σλάβα που μάλλον πήγαινε σε κάποιο δωμάτιο, ραντεβού με γκόμενο ή με πελάτη τι σημασία είχε. Κοίταξε πρώτα αυτόν και μετά την κοπέλα με τα τατουάζ. Χαμογέλασε λίγο, με ένα χαμόγελο που έκρυβε ντροπή και φθόνο μαζί.

Κατέβηκαν στον πρώτο όροφο. Κοίταξε το κλειδί –κάρτα και σιγουρεύτηκε για τον αριθμό, δωμάτιο 108. Μπήκε πρώτος και έβαλε το  κλειδί στην υποδοχή. Αυτόματα άναψε ο κρυφός φωτισμός.

«Πάω να κάνω ένα ντούζ, μην φύγεις», του είπε παιχνιδιάρικη διάθεση η Αριάδνη και του χάρισε ένα φωτεινό χαμόγελο, με τα κάτασπρα δόντια να κάνουν κοντράστ στο σταρένιο δέρμα του προσώπου.

«Πήγαινε baby να πάω και εγώ».

Άφησε το φουστάνι να πέσει στο πάτωμα και έμεινε με το στρινγκ. Έριξε μία ματιά πάνω από τον ώμο της στον Βιλέν να σιγουρευτεί ότι την παρακολουθεί την στιγμή που εκείνος άναβε ένα τσιγάρο. Την παρακολουθούσε χαμογελώντας να μπαίνει στο μπάνιο.

«Πω ρε πούστη μου. Σαν παντρεμένοι ακουγόμαστε», σκέφτηκε.

Εκείνο το βράδυ στο σκυλομάγαζο, έμειναν ως το πρωί. Πήγαν σε ένα κοντινό ξενοδοχείο στην Βικτώρια. Ήταν τόσο μεθυσμένοι που τους πήρε σχεδόν αμέσως ο ύπνος αγκαλιά και έμειναν μόνο σε λίγα προκαταρκτικά.

Ξύπνησαν το μεσημέρι και έκαναν έρωτα πριν χωρίσουν.

«Αυτή η γυναίκα, αυτή η γυναίκα, αυτό το κορίτσι, αυτό το κορίτσι μου έχει πάρει το μυαλό», σκέφτηκε.

Άκουσε τον χτύπο στην πόρτα. Πήρε τα δύο jack-κόλα και ακούμπησε ένα χαρτονόμισμα πάνω στον δίσκο σερβιρίσματος.

«Κράτα τα ρέστα».

Σχεδόν κάθε βράδυ ο Βιλέν την επισκεπτόταν στο στριπτιτζάδικο που δούλευε.

Η Άρια ήταν η πιο μικρή σε ηλικία από τις άλλες κοπέλες στο στριπτιζάδικο και η μόνη Ελληνίδα. Όλα τα  άλλα κορίτσια ήταν από πρώην ανατολικό μπλοκ, κυρίως Ουκρανές, Μολδαβές και Ρωσίδες, ενώ δεν έλειπαν και οι Τσέχες και οι Σέρβες.

Ήταν η μόνη που δεν είχε δεχθεί να πάει με πελάτες στο dark room, παρά τις πιέσεις του ιδιοκτήτη-ενός κακομούτσουνου Έλληνα- του Μένιου.

Το είχαν συζητήσει πολλές φορές με την Αριάδνη και ο Ρώσος ήταν  έτοιμος να τον πείσει με το γνωστό επιχείρημα της κάνης ενός όπλου. Δεν χρειάστηκε.

Κάποιο βράδυ καθόταν  με την Άρια σε ένα τραπεζάκι μετά το νούμερο της. Πήρε τον αναπτήρα και τον άναψε. Ο  υπάλληλος, ένας από τους υπεύθυνους για τους πριβέ χορούς τσακίστηκε να πάει κοντά τους

«Χορό;» ρώτησε.

«Ναι με το αφεντικό σου. Ειδοποίησε τον ότι θέλω να τον δω.»

Ο κουμανταδόρος του στριπτιτζάδικου εξαφανίστηκε σε μία πόρτα στο βάθος. Δίπλα στην αίθουσα με τα τρία dark room. Εμφανίστηκε μετά από τρία λεπτά και φουριόζος κατευθύνθηκε στο τραπέζι τους.

«Να έρθεις εσύ μέσα», είπε το αφεντικό.

Ο Βιλέν χαμογέλασε στην μικρή και τον ακολούθησε. Έδειχνε σαν τρομαγμένο πουλί. Η ανησυχία ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπο της.

Ο Μένιος καθόταν πίσω από ένα μοντέρνο γυάλινο γραφείο σε μία περιστρεφόμενη καρέκλα με βαριά μεταλλική στρόγγυλη βάση. Από κάτω είχε μία καφέ συρταριέρα, σίγουρα με κάποιο σιδερικό μέσα κρυμμένο.

Είχε φάτσα νυφίτσας, σίγουρα επικίνδυνος άνθρωπος της νύχτας για να διαχειρίζεται μαγαζί τέτοιου είδους.

«Τι θέλεις ρε μόρτη;» είπε αφού πρώτα τον σκάναρε για περίπου ένα λεπτό.

«Ήρθα για την μικρή, την Ηλέκτρα, όπως την λέτε στο μαγαζί.»

Πάντα το ίδιο παραμύθι ξεφούρνιζε στους πελάτες: Η Ηλέκτρα από την Αλεξανδρούπολη παιδί ενός μέθυσου και μίας πόρνης είχε έρθει 16 χρονών στην Αθήνα για δουλειά, για ένα καλύτερο μέλλον, αλλά έμπλεξε με κακές παρέες και δούλεψε στην νύχτα όχι από επιλογή, από ανάγκη. Καλό το παραμύθι αλλά δεν έχει δράκο.

«Και τι θες από μένα ρε μόρτη;»

«Άκουσα πως την πιέζεις να γαμιέται εκεί δίπλα», και έδειξε την  μεσοτοιχία  μεταξύ του γραφείου και των τριών δωματίων με λάμπα φθορίου «αλλά δεν γουστάρει τέτοιες παπαριές.»

«Και εσύ τί είσαι να πούμε; Ο νταβατζής της ή ο γαμιάς της;»

Γαμώ το βρομόστομα του. Ο Βιλέν άρχισε να χάνει την υπομονή του.

«Άκουσε», είπε τελικά, «μπορούμε να το λύσουμε πολιτισμένα, αναίμακτα, δεν θα ματώσει ούτε ρουθούνι.»

«Αλλιώς»

«Αλλιώς καλύτερα  να μεταναστεύσεις σε άλλη χώρα. Γιατί όπου και να πας θα σε βρώ. Θα σου ξεριζώσω την καρδιά και θα στην βάλω στον κώλο.»

Ο Μένιος έδειχνε να τον ζυγίζει.

«Εντάξει ρε μάγκα, μόνο pole dancing»

«Ούτε πριβέ χορούς, ούτε κονσομασιόν ούτε τίποτα άλλο περίεργο»

«Τίποτα άλλο, αλλά θα πρέπει κάπως να ρεφάρουμε κάπως από την χασούρα που θα έχω από την μικρή.»

«Πως δηλαδή;»

«Να αν μου κάνεις μία χάρη, θα είμαστε πάτσι.»

*

Το «συμβόλαιο» ήταν μία συμμορία χαρλεάδων οι οποίοι αυτοαποκαλούνταν hell’s commando. Είχαν σπάσει δύο φορές το μαγαζί του Μένιου, γιατί δεν τους πλήρωνε για προστασία. Τώρα είχε έρθει η σειρά τους να πληρώσουν. Έφτασε  έξω από το μαγαζί που άραζαν. Πάρκαρε λίγο μακρύτερα και φόρεσε ένα μαύρο τζόκεϊ και χοντρά μαύρα  γυαλιά. Μέτρησε δέκα τσόπερ. Άνοιξε το πορτμπαγκάζ και έβγαλε δύο Beretta M9 και τις έχωσε στο πίσω μέρος του τζιν με τις λαβές να κοιτούν δεξιά και αριστερα. Με ένα scorpion-evo στο ένα χέρι και ένα μπιτόνι στο άλλο σταμάτησε μπροστά στις καλογυαλισμένες μηχανές και τις περιέλουσε. Το σπίρτο που πέταξε έκανε τις Harley Davidson να λαμπαδιάσουν. Όταν έσκασαν τα ντεπόζιτα έγινε κόλαση, οι τσοπεράδες βγήκαν έξω σαστισμένοι. Ο Βιλέν τους γάζωσε με το scorpion, μέχρι να τελειώσουν οι σφαίρες. Μέχρι να  πέσει και ο τελευταίος, το  scorpion ξερνούσε μολύβι. Τα αμάνικα τζιν με τα δεκάδες ραφτά είχαν μουλιάσει στο αίμα.

Ο Ρώσος πέταξε το Scorpion και μπήκε μέσα με τις δύο μπερέτα στα χέρια και αποτελείωσε όσους είχαν απομείνει πριν προλάβουν να τραβήξουν τα όπλα τους.

 Ο μπάρμαν με το αμάνικο τζιν και τα αμέτρητα τατουάζ έβαλε το χέρι κάτω από την μπάρα. Τον είχε προειδοποιήσει ο Μένιος ότι έχει ένα κομμένο δίκαννο στερεωμένο σε ειδικές πιάστρες. Ο Βιλέν έκανε δύο βήματα μπροστά και πυροβόλησε τρείς φορές, ανοίγοντας του ισάριθμες κουμπότρυπες. Η μπαργούμαν είχε μείνει αποσβολωμένη, να καθαρίζει ένα ποτήρι με μία πετσέτα. Δύο κοπέλες έτρεξαν προς το πίσω μέρος στριγγλίζοντας. Ο Βιλέν έκανε δύο βήματα πίσω και βγήκε. Ένας άνδρας με αμάνικο τζιν γιλέκο και τα διακριτικά της συμμορίας, εμφανίστηκε από το πουθενά με ένα υποπολυβόλο Uzi στα χέρια. Η σφαίρα μπήκε από το μάτι, κλονίστηκε και μετά σωριάστηκε.

Μάζεψε το scorpion και το μπιτόνι, οδήγησε το αμάξι σε ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο στην Κάτω Κηφισιά και το έκαψε μαζί με τα  όπλα.

«Λουτρό αίματος», «Μακελειό. Ποιοί και πόσοι ήταν οι άγνωστοι μακελλάρηδες», «Σφαγείο με θύματα μηχανόβιους συμμορίτες», «Οι κομάντος που επέστρεψαν στην κόλαση». Αυτοί ήταν μόνο μερικοί από τους πηχυαίους τίτλους των πρωτοσέλιδων των ταμπλόϊντ.

Όμως του Βιλέν δεν του καιγόταν, όχι καρφί, ούτε καρφίτσα. Ποτέ ένα κάθαρμα12 δεν δίνει δεκάρα αν θα ψοφήσουν άλλα καθάρματα. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν η μικρή. Η Αριάδνη. Είπαν να κάνουν ένα μικρό διάλειμμα, να αφήσουν πίσω όλη την μαυρίλα της ζωής τους, όλο αυτόν τον ζόφο που σαν μαύρο πέπλο τους είχε σκεπάσει και να φύγουν για Σαντορίνη. Ωστόσο και οι δύο το ήξεραν καλά. Πως όλες αυτές τις μαλακίες τις άφηναν πίσω μονάχα προσωρινά. Γιατί όταν βουλιάζεις στην κόλαση δεν υπάρχει γυρισμός. Είναι  μονόδρομος. Και η διαδρομή γίνεται πάντα με εισιτήριο χωρίς επιστροφή.

(12) Bολφάνγκελ, αγκίστρι του λύκου ή λυκοπαγίδα, ρούνος που χρησιμοποιήθηκε σαν σύμβολο της χιτλερικής παραστρατιωτικής οργάνωσης werewolf και το χρησιμοποιούν μέχρι σήμερα νεοναζιστικές οργανώσεις.

(13) Βιλέν λογοπαίγνιο με το villain που σημαίνει κάθαρμα, αχρείος, τομάρι.

(Τέλος επεισοδίου. Όλα τα επεισόδια εδώ)

Το red n’ noir προτείνει βιβλία:

Προάγγελος Θανάτου

Κι αν δε καταφέρω, τα βλέφαρα μου ν’ ανοίξω, να δω την άλλη μέρα,

κι αν η σκιά αυτή, που τα βράδια ξαπλώνει στο παράθυρο μου,

με πάρει μαζί της,

πες ότι αγάπησα.

Πες ότι ήμουν ικανή.

Ότι τσάμπα μου είχε βγει όνομα.

Ότι ήταν όλα ένα γινάτι.

Κι αν ακόμη,

η σκιά δεν ξεροσταλιάζει για ‘μένα,

και με τυφλώσει το πρωί το φως του ηλίου,

θα κατεβώ μονή μου, εκεί που οι αδύναμοι πηγαίνουν.

Καβάλα σε χάπια μωβ και λευκά και πολύχρωμα.

Πες ότι δεν αγάπησα.

Ότι δεν ήμουν ικανή.

Ότι καλά έκανε τ’ όνομα και μου βγήκε.

Να τους το κάνεις πιο εύκολο να με μισήσουν.

Και πες τους, ότι ο θάνατος μύριζε πιο όμορφα απ’ τη ζωή.

Ότι είδα, αχρείους, να γλύφουν ακόμη και το πιάτο τους,

ενώ αρνιόντουσαν να δώσουν μια δεκάρα.

Πες τους μια δεκάρα, κι αυτοί αρνιόντουσαν, κι εγώ πως να τ’ αντέξω!

Κι αν όμως αντέξω τους αχρείους,

τον πόλεμο

τον σκοτωμό

τα σύνορα σε ανθρώπους, λέξεις, συναισθήματα,

αν, παρόλα αυτά αντέξω,

τον γεμιστήρα θα φροντίσω,

να ‘ναι έτοιμη η κάννη σε ‘σένα να την στρέψω,

που μπόρεσες και μ’ άφησες με όλα αυτά να ζήσω.

Και θα τους πω ότι δεν ήξερες.

Δεν γνώριζες αγάπη τι θα πει.

Και θα τους πείσω, και θα πω ‘’ελαφρύ το χώμα που σας σκεπάζει’’.

Όμως ξέρω,

σχεδόν σιγουρά πια,

ότι η σκιά ήρθε εμένα για να πάρει.

Γιατί σας λέω αγαπούσα, φωνάζω, αγαπούσα.

Έχει την τάση ο άνθρωπος, την υπενθύμιση ζωής να τη σκοτώνει.

Διαβάστε από την Γωγώ Λιανού:

Λήσταρχοι! Ψιλή κουβέντα με τους Βασίλη Χειλά και Παναγιώτη Τσαούση

Τίποτα ρομαντικό δεν υπάρχει στο φαινόμενο της κοινωνικής ληστείας, τουλάχιστον κατά τον ελληνικό Μεσοπόλεμο. Τίποτα «κοινωνικό» δεν βρίσκω στη σύγκρουση μεταξύ της παραδοσιακής εξουσίας της ελληνικής υπαίθρου με την κεντρική εξουσία του ελληνικού κράτους, το οποίο δεν την ξεπερνάει σε αγριότητα και σκληρότητα. Τίποτα δίκαιο δεν υπάρχει στους άγραφους νόμους των ληστοκρατούμενων ελληνικών βουνών. Το «μπέσα» είναι μονάχα μια διακήρυξη της μη θεσμοθετημένης εξουσίας, που, όπως κάθε κανόνας, προστατεύει τον ισχυρό. Αυτόν δηλαδή που έχει τη δύναμη να τον παρακάμψει και να τον επιβάλλει στον αδύναμο.

Το φαινόμενο της ληστείας στην ελληνική ύπαιθρο έχει τα χαρακτηριστικά της μαφίας, και αν κάποιος εντοπίζει κοινωνικά χαρακτηριστικά στο φαινόμενο αυτό, είναι αντίστοιχα, στο ίδιο μέτρο και στον ίδιο βαθμό, με αυτά που θα έπρεπε να εντοπίσει και στη μαφία.

Τα βουνά της Ηπείρου και της Θεσσαλίας είναι γεμάτα από καθίκια που περνάνε στην πλευρά του νόμου με την πρώτη ευκαιρία που θα τους δοθεί. Γεμάτη καθάρματα που κόβουν με την πιο μεγάλη ευκολία κεφάλια συντρόφων τους για να ζητιανέψουν έπειτα την αμνηστία. Γεμάτη αμοραλιστές που καταδιώκουν μαζί με τα αποσπάσματα πρώην συντρόφους τους για να διατηρήσουν τη δύναμή τους. Τους λήσταρχους των ελληνικών βουνών δεν θα τους άντεχε ως αντιήρωες ούτε το πιο φθηνό αμερικάνικο γουέστερν.   

Μπορεί το φαινόμενο της ληστείας να μην έχει τίποτα το ρομαντικό, όμως υπάρχει κάτι που έχει άξια να κρατήσουμε. Είναι ο πυρήνας της λογοτεχνικής (ή παραλογοτεχνικής) της αναπαράστασης. Οι ληστές των ελληνικών βουνών και η δράση τους αποτέλεσαν επί δεκαετίες, ή και αιώνες, την πρώτη ύλη μιας πολύ δημοφιλούς και πρώιμης εκδοχής του crime fiction.

Χρειάστηκε όχι μόνο η παρακμή του είδους (συνέπεια της παρακμής του φαινομένου) αλλά και η απαγόρευση του ληστρικού μυθιστορήματος από τον Μεταξά, για να μονοπωλήσει ο ήρωας-αστυνομικός το ελληνικό crime fiction, ανατρέποντας το μοντέλο και φέρνοντας στο προσκήνιο τη μορφή ενός πρωταγωνιστή που επιβάλλει τον νόμο και την τάξη.    

Μέχρι τότε, ο αναγνώστης λαϊκής λογοτεχνίας ταυτιζόταν με τον παράνομο και τον κυνηγημένο. Κανένας συγγραφέας ληστρικού μυθιστορήματος δεν τόλμησε να ξεφύγει από αυτό το μοτίβο. Μπορεί ο ληστής ποτέ να μην κέρδιζε στο τέλος και η επαναφορά της ισορροπίας να προϋπέθετε την εκτέλεση ή τον αποκεφαλισμό του, αλλά ήταν αυτός ο  πρωταγωνιστής, πάντα δίκαιος και πάντα θύμα μιας αμείλικτης και άδικης εξουσίας.  

Δεν υπάρχει καμιά νοσταλγία λοιπόν. Η γοητεία της αναβίωσης του ληστρικού μυθιστορήματος βρίσκεται στα εργαλεία που παρέχει για την απόδραση από το αποπνικτικό μοντέλο μιας κυρίαρχης crime fiction λογοτεχνίας, που τοποθετεί τον ήρωα-αστυνομικό στο επίκεντρο.

Μια πολύ ενδιαφέρουσα εκδοχή σύγχρονης αναβίωσης αυτού του μοντέλου είναι οι Λήσταρχοι. Ένα κόμιξ που ισορροπεί ανάμεσα στην ελληνική βαλκανική παράδοση του ληστρικού και το αμερικανικό γουέστερν, δίνοντας το αποτέλεσμα ενός βαλκανικού σπαγγέτι γουέστερν.

Πριν λίγες ημέρες, και μετά από δύο χρόνια συνεχειών, κυκλοφόρησε το πέμπτο και τελευταίο τεύχος του πρώτου κύκλου των Λήσταρχων. Με αυτή την αφορμή, κάναμε μια ψιλή κουβέντα με τους δημιουργούς Βασίλη Χειλά (σενάριο) και Παναγιώτη Τσαούση (σχέδιο), τα πορίσματα της οποίας παραθέτω σε έξι μπούλετ.

H ιδέα για ένα ληστρικό κόμιξ

Βασίλης Χειλάς: Στην αρχή θέλαμε να κάνουμε ένα αυθεντικό γουέστερν, η δράση δηλαδή να εκτυλίσσεται στο Φαρ Ουέστ. Το σχέδιο αυτό, για ανεξάρτητους από εμάς λόγους, ναυάγησε, οπότε σκέφτηκα ότι θα ήταν εξίσου συναρπαστικό να ασχοληθούμε με τους Έλληνες  ληστές, που διόλου δεν υστερούσαν σε αγριότητα  και θράσος από τους συνάδελφούς τους Αμερικάνους! Οι πηγές στις οποίες ανατρέξαμε το μαρτυρούν περίτρανα.   

Παναγιώτης Τσαούσης: Η αρχική ιδέα ήταν του Βασίλη, από ό,τι θυμάμαι είχε έναν προβληματισμό για ένα κόμιξ τύπου γουέστερν, και τότε του ήρθε η έμπνευση να το τοποθετήσει στην ελληνική ύπαιθρο, κάτι που δεν είναι ιδιαίτερα συνηθισμένο και ειδικά με τον τρόπο αφήγησης που το είχε σκεφτεί… Μου το πρότεινε, το σκέφτηκα, και όταν διάβασα το σενάριο, το ένστικτό μου είπε ότι έχουμε κάτι καλό εδώ…

H πρώτη ύλη

Β.Χ.: Σκαλίσαμε οτιδήποτε μπορέσαμε να βρούμε, από τη σχετική βιβλιογραφία ασφαλώς, από παλιές εκπομπές που είχαν ασχοληθεί με το φαινόμενο, ακόμη και από δημοτικά τραγούδια που εξιστορούσαν το βίο, τις κακοτυχίες και τα κατορθώματα των ληστών. Ανατρέξαμε σε αποκόμματα εφημερίδων ώστε να εισπνεύσουμε τον αέρα της εποχής, να αφουγκραστούμε τη γλώσσα τους, επίσημη και μη, ήρθαμε ακόμη σε επαφή με ανθρώπους που είχαν ακούσει ιστορίες από πρόσωπα κοντινά σε ληστές, ώστε να κατανοήσουμε τα κίνητρα πίσω από τις πράξεις τους. Το κομμάτι αυτό ανήκει περισσότερο στον σεναριογράφο. Ο καλλιτέχνης ασχολήθηκε περισσότερο με το φωτογραφικό υλικό που έχει διασωθεί, προσπαθώντας να είναι όσο το δυνατόν πιο πιστός στις ενδυμασίες, τον οπλισμό και τα τοπία όπου εκτυλίσσεται η δράση. Συχνότατα ανταλλάσσαμε πληροφορίες όταν βλέπαμε ότι είχαμε ανακαλύψει κάτι που αφορούσε κυρίως τον τομέα του άλλου, οπότε η έρευνά μας εξελίχτηκε σε κάτι πολύ γόνιμο.       

Π.Τ.: Οι ιστορίες μας βασίζονται σε αληθινά γεγονότα, σε ρεαλιστικά στοιχεία των βιογραφιών των πιο θρυλικών λήσταρχων, σε βιβλία  αλλά και ακούσματα μαρτυριών (από βίντεο ηλικιωμένων που έχουν κυκλοφορήσει), που αγγίζουν το μύθο. Σε τέτοιες ιστορίες η αλήθεια με τη μυθοπλασία αναμειγνύονται και είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις την απόλυτα αντικειμενική αλήθεια, γι’ αυτό και η ιστορία δίνεται από διάφορους αφηγητές μέσα στο κόμιξ. Για να δούμε όσες περισσότερες οπτικές γωνίες του ληστρικού φαινομένου  μπορούμε.

Ο σεναριογράφος έχει να ερευνήσει ιστορικά στοιχεία, την πολιτική της εποχής, την κοινωνική δομή, τον τρόπο διεξαγωγής των μαχών, την τεχνολογία, την ψυχοσύνθεση των ανθρώπων διάφορων τάξεων και επαγγελμάτων που αφορούν την ιστορία.  Γενικότερα, όλα τα στοιχεία της εποχής. Ο σχεδιαστής έχει την ευθύνη να τα αποδώσει όλα αυτά με σχετικά αληθοφανή τρόπο. Οπότε, στην ουσία, πρέπει να μελετήσει και αυτός τα πάντα για να μπει στο κλίμα, άλλα κυρίως ό,τι απεικονίζεται: όπλα, βοηθητικά αντικείμενα, άλογα, ρουχισμός, στολές χωροφυλάκων, αρχιτεκτονική, φόντα της εποχής από φωτογραφίες, αυτοκίνητα, τρένα κ.ά.

Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η σύγκριση με την πολύ γνωστή από το σινεμά εποχή της ποτοαπαγόρευσης και τους γκάνγκστερ με τα υποπολυβόλα, τα κουστούμια και τα γρήγορα αυτοκίνητα, σε αντίθεση με τους ντόπιους  βουνίσιους ληστές, καβαλάρηδες με τα τουφέκια και τα όπλα, που στην ουσία είναι φτιαγμένα για πολεμικό μέτωπο και όχι για την πόλη…

Πραγματικότητα και μυθοπλασία

Β.Χ: Οι ήρωές μας είναι ουσιαστικά αμαλγάματα αληθινών ληστών της εποχής, αλλά και παλαιότερων εποχών. Στον Πένγκο, για παράδειγμα, αρκετοί αναγνώστες διέκριναν  τη μορφή του Γκαντάρα και δεν είχαν και πολύ άδικο. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για αληθινά πρόσωπα, όμως θέλαμε να είμαστε ελεύθεροι από τις δεσμεύσεις που εμπεριέχει μια όποια  βιογραφία, ώστε να χειριστούμε τους ήρωές μας με περισσότερη άνεση. Το ιστορικό πλαίσιο βεβαίως είναι απολύτως αληθινό και, κατ’ εξαίρεση, εμφανίζουμε τον υπουργό Τουρκοβασίλη με το σωστό όνομα, με διαφορετικά όμως χαρακτηριστικά για να μην χαλάει την πιάτσα! Τέτοιο όνομα όμως δε μπορείς να το αλλάξεις!   

Π.Τ.: Θέλαμε να μείνουμε πιστοί στο βαθμό που να είναι αληθοφανείς οι ιστορίες μας και στο βαθμό που ο αναγνώστης μπορεί να νιώσει ότι μπαίνει στη συγκεκριμένη εποχή. Τα όπλα είναι συγκεκριμένα μοντέλα που ήταν σε κυκλοφορία τότε, όπως και τα διάφορα τεχνολογικά αντικείμενα, ακόμη και το αυτοκίνητο Σιτροέν που παρελαύνει σε κάποια σκηνή της ιστορίας. Οι χαρακτήρες μας είναι μείγμα πραγματικών ληστών με προσθήκες φανταστικών στοιχείων, που θα μπορούσαν όμως να είναι αληθινά με βάση την έρευνά μας. Τα ονόματα είναι προϊόν φαντασίας, όμως ό,τι έζησαν θα μπορούσε να είναι εντελώς πραγματικό!

Διακίνηση στα περίπτερα

Π.Τ.: Η επιμονή για τα περίπτερα ξεκίνησε επειδή υπάρχει η ανάγκη το κόμιξ να είναι ένα προϊόν βιώσιμο οικονομικά, ώστε να μπορούν να ασχολούνται καλλιτέχνες με αυτό και να το κάνουν με μια αρκετά καλή ποιότητα. Το μικρό τιράζ οδηγεί το κόμιξ σε ένα χόμπι, που θα μπορούν να ασχολούνται όσοι έχουν εισοδήματα από κάτι άλλο. Η χώρα μας έχει μικρό πληθυσμό και πάντα ένα μικρό ποσοστό του ασχολείται με κάτι αρκετά πιο εξειδικευμένο. Το έντυπο άλλα και άλλοι τομείς της τέχνης, όπως η μουσική βιομηχανία, η ζωγραφική και άλλα, έχουν υποστεί μεγάλες απώλειες λόγω της τεχνολογικής προόδου και των σύγχρονων διαδικτυακών αγαθών, όμως θεωρούμε ότι το κόμιξ, για να υπάρξει, θα πρέπει να διανέμεται έτσι όπως ξεκίνησε, να είναι για όλους και να έχει πρόσβαση και κόσμος που δεν είναι σκληροπυρηνικός οπαδός των κόμιξ! Γιατί οι σκληροπυρηνικοί οπαδοί, οι συλλέκτες, οι ρομαντικοί νοσταλγοί δεν είναι αρκετοί ώστε να το κάνουν μια βιώσιμη οικονομικά τέχνη, με δημιουργούς που το παράγουν με ένα αξιοπρεπές αντίκρισμα! Το κόμιξ είναι μία τέχνη που συνδυάζει πολλές τέχνες μέσα του και θέλει αφοσίωση και αποκλειστικότητα, θέλει πολλές θυσίες να το δημιουργήσεις, όμως οι περισσότεροι αγνοούν την ύπαρξή του και νομίζει ότι είναι κάτι γελοίο και παιδικό. Είναι τρομερό ότι σε κάποια φεστιβάλ κάποιοι ήθελαν να πάρουν το τεύχος για το ανήλικο παιδί τους. Αυτούς  τους ανθρώπους που δεν γνωρίζουν τι είναι τους θέλουμε για αναγνώστες . Γι’ αυτό και τολμήσαμε αυτή τη δοκιμή, γιατί ίσως έτσι να μπορέσουν να το δουν, να το δοκιμάσουν και να το αγαπήσουν κι αυτοί.

Β.Χ.: Ό,τι είπε ο Παναγιώτης συν μια δόση νοσταλγίας εδώ. Εγώ, ως ο γηραιότερος των τριών μας, πρόλαβα τις μεγάλες δόξες του περιπτέρου, ουσιαστικά έμαθα τα κόμιξ από το περίπτερο. Πραγματικά θλίβομαι όταν πάω διακοπές σε ένα νησί και δεν μπορώ να βρω ένα κόμιξ πουθενά, να το πάρω να το διαβάσω στην παραλία. Πιστεύω ότι η θεματική ενηλικίωση των κόμιξ παγκοσμίως, που γεννήθηκε από την ανάγκη των δημιουργών να βγουν από το περιθώριο και να αναγνωριστούν ως ίσοι απέναντι σε «κανονικούς» συγγραφείς και ζωγράφους, και η είσοδός τους στα βιβλιοπωλεία σταδιακά τα συρρίκνωσε σε ένα καλτ στάτους. Η προσβασιμότητα μειώνεται, η πηγή των αναγνωστών ‒δηλαδή οι μπόμπιρες  που δε μπορούν να τα βρουν‒ στερεύει, το είδος σιγά-σιγά πεθαίνει. Υπάρχουν, φυσικά, σοβαρά προβλήματα στη διακίνηση, όμως αν επιστρέψουμε έστω και σταδιακά στο περίπτερο, μπορούμε να σώσουμε την παρτίδα.

Αμερικάνικο γουέστερν vs ελληνικό ληστρικό του Μεσοπολέμου

Β.Χ.: Η βασική αρχική επιρροή εντοπίζεται κυρίως στην οπτική του Πέκινπα και του Λεόνε. Πρόκειται για δύο δημιουργούς που δεν μπορείς να αγνοήσεις όταν κάνεις ένα τέτοιου είδους κόμιξ. Όμως ήταν τόση η έκθεσή μας στα ληστρικά αναγνώσματα και το άρωμα της εποχής, που πιστεύω πως το τελικό αποτέλεσμα δεν θυμίζει καθόλου τις προθέσεις. Πρόκειται για έναν τόσο μοναδικό χωροχρόνο, που σε απορροφάει, σε κάνει δικό του και αναπόφευκτα το έργο καταλήγει ατόφιο παιδί της ελληνικής εκδοχής…   

 Π.Τ.: Θέλω να πιστεύω ότι ο τρόπος που το δημιουργήσαμε δεν μοιάζει ιδιαίτερα με άλλες σειρές  γουέστερν· το αμερικάνικο έχει περισσότερη δράση και λιγότερο συναίσθημα, εμείς έχουμε δώσει περισσότερη έμφαση στην ψυχοσύνθεση των χαρακτήρων από ό,τι στο πιστολίδι. Είναι ένα βαθιά κοινωνικό κόμιξ, με ψυχολογικό παιχνίδι που δείχνει πως μπορούν να δικαιολογηθούν οι πιο φρικτές και αποτρόπαιες πράξεις, το πώς η βία γεννά βία και ο πόνος πόνο. Άλλα και το πώς πράγματα που σήμερα μας φαίνονται απίστευτα, παράδοξα και κατακριτέα, αν νιώσουμε έστω και λίγο ότι ζούμε σε αυτή την εποχή και με αυτές τις προσλαμβάνουσες και βγούμε έξω από το κουτί μας, θα δούμε ότι δεν είναι τόσο μακριά από μας. Ο άνθρωπος μπορεί να μεταμορφωθεί ανάλογα με τις συνθήκες και το σύστημα αξιών μιας εποχής.

Επόμενος ληστρικός κύκλος

Π.Τ.: Αυτό είναι κάτι που δεν μπορούμε να απαντήσουμε ακόμη με σαφήνεια, θα εξαρτηθεί από το μέγεθος της επιτυχίας της σειράς, την αποδοχή, το χρόνο και τις υποχρεώσεις μας, και κατά πόσο καινούριες εργασίες θα τραβήξουν ή όχι την προσοχή μας από αυτό το σύμπαν. Αν η σειρά δείξει ότι είναι όντως ένα διαχρονικό και πετυχημένο έργο και το κοινό είναι διψασμένο για τη συνέχεια, τότε ίσως μπούμε στον πειρασμό να δείξουμε κι άλλα πράγματα για την ενδιαφέρουσα αυτή εποχή!

Β.Χ.: Η αποδοχή της σειράς είναι τόσο μεγάλη για τα ελληνικά δεδομένα και οι πιέσεις από φανατικούς αναγνώστες να μην διακοπεί η σειρά τόσο έντονες, που ενδεχομένως να μπούμε στον πειρασμό, με τον ένα ή τον άλλον τρόπο, να τη συνεχίσουμε. Όμως είναι κάτι, που όπως είπε κι ο Παναγιώτης, θα εξαρτηθεί κι από άλλους παράγοντες. Το μόνο βέβαιο είναι ότι γουστάρουμε πολύ να το κάνουμε, οι ιστορίες που έχουμε ακόμη να πούμε είναι πολλές και συναρπαστικές, και η ζωή είναι μικρή! Οπότε, όλα παίζονται!

Info:

Τους Λήσταρχους μπορείτε να τους βρείτε στο φυσικό μας χώρο: red n’ noir bookstore cafe bar (Δροσοπούλου 52, Κυψέλη) και στο ηλεκτρονικό μας βιβλιοπωλείο:

Μαύρο δελφίνι VIΙ

Το καλοκαίρι στην Μόσχα ήταν ιδιαίτερα ζεστό. Το θερμόμετρο είχε κολλήσει στους 35 βαθμούς και έκανε τους Μοσχοβίτες να κυκλοφορούν τρελαμένοι στην πόλη.

Το επόμενο ραντεβού με τον Ζένια ήταν στον πύργο Ουνστακίνο9

Πήρε το τρόλεϊ 37 και έφτασε σχεδόν  την ίδια ώρα με τον Ζένια. Του έδωσε οδηγίες για τον μυστικό μπάτσο που επρόκειτο να φάει.

«Καθάρισε τον και βγάλε από την μέση όποιον είναι μαζί του. Καθάρισε τους όλους. Όπως φεύγεις θα συναντήσεις δεξιά τον Γιούρι. Θα σου δώσει ότι χρειάζεσαι.»

Έφυγε από την οδό Academica Koroleva. Μόλις έστριψε είδε τον σωματώδη Τσετσένο να τον περιμένει ακουμπισμένος σε ένα μαύρο Μοscvich.Του έδωσε έναν μεγάλο κίτρινο φάκελο από αυτούς με τις φολίδες στο εσωτερικό.

Όταν το άνοιξε ο Βιλέν βρήκε ένα  Macarov με δύο γεμιστήρες, έναν σιγαστήρα και μία φωτογραφία. Εδειχνε έναν κουστουμαρισμένο ασπρομάλλη, με βαρύ κασμιρένιο παλτό και πίσω δύο ακόμα άνδρες, μάλλον η προσωπική του φρουρά. Σε ένα χαρτί ήταν γραμμένο Κrasnaya Ploshchad10,Tετάρτη 10:45 πμ.
Ο Βιλέν ήταν στην Κόκκινη Πλατεία από τις 9:30 ακουμπισμένος σε ένα  υπερυψωμένο πεζούλι.

Είχε πάρει την κόκκινη γραμμή του μετρό και κατέβηκε στην στάση Okhotny. Περπάτησε  πέντε λεπτά και έφθασε στην πλατεία.

Έκανε δύο τρείς βόλτες να ξεπιαστεί και ξαναγύρισε στο ίδιο σημείο απ΄όπου, μπορούσε με το βλέμμα του να σκανάρει όλη την πλατεία.

Ο κόσμος περνούσε  με χαλαρή διάθεση χωρίς  να του δίνει σημασία καθώς είχε την εικόνα ενός loser. Φορούσε μαύρη τριπαλόφσκι Adidas φόρμα και μαύρα αθλητικά. Είχε στερεωμένο το Macarov στο μπροστινό μέρος της φόρμας και στην τσέπη  τους δύο εφεδρικούς γεμιστήρες. Κρατούσε στο χέρι ένα άδειο μπουκάλι μπύρα και κάπνιζε σαν  βιομηχανικό φουγάρο. Η αναμονή έκανε τα νεύρα του να παίξουν. Έβγαλε από την τσέπη το κινητό 10:44. Τότε είδε  τον ασπρομάλλη να έρχεται.

«Καλώς τα πουλάκια μου», μονολόγησε και ξεκίνησε με αργά βήματα να πηγαίνει προς το μέρος τους.

Ο τύπος φορούσε  ένα γκρι καλοραμμένο κουστούμι, λευκό πουκάμισο και κόκκινη γραβάτα. Δύο βήματα από πίσω του οι δύο μπόντιγκαρντ έκοβαν νευρικά.

Κίνηση δεξιά-αριστερά. Ο Βιλέν πέρασε δίπλα τους χωρίς να τους κοιτάξει. Ήταν σαφές ότι δεν τον πρόσεξαν καν. Τον υποτίμησαν γιατί είχε εικόνα αλήτη.

Τους προσπέρασε. Έκανε δύο βήματα, γύρισε και τράβηξε το Macarov. Δεν ήταν το στυλ του να σκοτώνει πισώπλατα.

«Εϊ, μαλάκες!» φώναξε

Οι δύο σωματοφύλακες γύρισαν με την απορία ζωγραφισμένη στα πρόσωπα τους.

«Τι στον πού…», πήγε να πει ο ένας από αυτούς αλλά δεν πρόλαβε. Τους φύτεψε από δύο σφαίρες στο κεφάλι. Άκουσε τον μεταλλικό ήχο από τους κάλυκες που γκέλαραν πάνω στις τσιμεντένιες πλάκες.

Πλησίασε τον ασπρομάλλη που προσπαθούσε  να βγάλει το όπλο από την θήκη. Τον πυροβόλησε τρεις φορές. Δύο στην καρδιά και μία ανάμεσα στα μάτια. Δύο ακόμα  σωματοφυλάκες βλέποντας το σκηνικό θανάτου έτρεξαν προς το μέρος του τραβώντας τα όπλα του.

Ο Βιλέν με ήρεμες κινήσεις άλλαξε γεμιστήρα και  χωρίς να οπλίσει τέντωσε το χέρι του. Πυροβόλησε τρείς φορές τον καθένα. Δεν πρόλαβαν να βγάλουν άχνα. Τους είδε να κόβουν ταχύτητα και να σωριάζονται σαν σακιά.

Ακούστηκε μία γυναίκα να ουρλιάζει.

Όλη η φάση κράτησε το πολύ 30 δευτερόλεπτα. Αφού βεβαιώθηκε ότι δεν τον ακολουθεί κάποιος άλλος από τους φρουρούς ή μπάτσος, βγήκε στην λεωφόρο Ulitsa ll’inka και μπερδεύτηκε μέσα στον κόσμο που έκανε αμέριμνος την βόλτα του. Άκουσε από μακριά σειρήνες από περιπολικά. Έστριψε αριστερά στην λεωφόρο Rybnyy και μπήκε στο πρώτο σταθμό μετρό που βρήκε. Προηγουμένως είχε φροντίσει να σουτάρει το  Macarov, τις γεμιστήρες και τον σιγαστήρα σε έναν υπόνομο.   

Την  επόμενη ημέρα  εφημερίδες, κανάλια και ραδιοσταθμοί λύσσαξαν για το γεγονός. Όσο και αν ήθελαν να το συγκαλύψουν, ένα πενταπλό φονικό μέρα μεσημέρι δεν ήτα εύκολο να αποσιωπηθεί. Τα σενάρια έδιναν και έπαιρναν. Από αντίπαλες μυστικές υπηρεσίες μέχρι  αυτονομιστές και εγχώριες  νεοναζιστικές παρακρατικές οργανώσεις. Καμιά κουβέντα για ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Ήταν  καθίκι υπεράνω υποψίας.

«Που διάολο με έμπλεξες;» ρώτησε τον Ζένια.

«Χαλάρωσε, θα ηρεμήσουν τα πράγματα και μετά θα φύγεις.»

«Τι μαλακίες μου κοπανάς, να πάω που;»

«Αθήνα. Πρώτη θέση με Aeroflot.»   

«Με στέλνεις να κάνω τουρισμό;» είπε σαρκαστικά, αλλά καταβάθος το ήξερε θα έφευγε ή θα τον έβγαζε από την μέση.  

«Φεύγει απόψε ένας δικός μου Ελληνοπόντιος. Πάει Ελλάδα  σαν ομογενής. Μόνο που μέσα στην οικοσυσκευή του θα έχει 100 κιλά Αφγάνι. Α’Α’ ποιότητα χασίσι.»

«Και εγώ τι θα κάνω; την νταντά;»

«Ναι, θα φροντίζεις να το σπρώξει με ασφάλεια σε μία περιοχή που λέγεται Εξάρχεια. Θα φροντίσεις να είναι ασφαλής.»

Του έδωσε το εισιτήριο με ένα διαβατήριο με ψεύτικα στοιχεία και έναν φάκελο.

«Τι είναι αυτό;»

«5000 ευρώ για τα πρώτα σου έξοδα.»                  

*

Ελμπρούς11, το ψηλότερο βουνό της Ρωσίας. Έφτασε στο Μιλνεράλνιγε Βόντι με το τραίνο και αποκεί ένας ντόπιος τον πήρε με ένα σαραβαλιασμένο Volga.
Η σακαράκα τον άφησε σε μία παράγκα στους πρόποδες του βουνού και εξαφανίστηκε στον φιδωτό δρόμο. Η παράγκα ήταν σκέτο ερείπιο, στην ουσία μία ξύλινη καλύβα καλυμμένη με πισόχαρτα, κομμάτια πλάκες αμιάντου για οροφή και σανιδωμένα παντζούρια. Αυτή την περίοδο δεν είχε καθόλου κόσμο. Ήταν ένα ήσυχο μέρος δίπλα στην δασωτή πλαγιά, χωρίς τους ενοχλητικούς  ορειβάτες του χειμώνα. Πήρε το κλειδί μέσα από μία άδεια γλάστρα και ελευθέρωσε το λουκέτο από τους δύο κρίκους. Άφησε το σακ βουαγιάζ πάνω στο σκονισμένο τραπέζι. Η καλύβα ήταν ένα λιτό δωμάτιο όλο κι’ όλο. Ένα τραπέζι, δύο καρέκλες, ένα κρεβάτι και  ένα σκαμπό αντί για τραπέζι δίπλα του. Ολα έδειχναν σαβούρα, παράταιρα μεταξύ τους. Υπήρχε επίσης ένα τζάκι πρόσφατα καθαρισμένο με δύο λάμπες θυέλλης και μία μπάμπουσκα στο  πέτρινο ράφι στο πάνω μέρος του.

Άνοιξε το μοναδικό ντουλάπι. Ήταν γεμάτο κονσέρβες, πακέτα κοτολέτες και τρία μπουκάλια Στόλι.

«Μπορεί να πεθάνω από βαρεμάρα, αλλά τουλάχιστον δεν θα πεθάνω από πείνα, σκέφτηκε.»

Έβγαλε από το σακ βουαγιάζ ένα Tocarev 7,62 και ένα μαχαίρι επιβίωσης. Καβάτζωσε το μαχαίρι σε μία εσοχή κάτω από το τραπέζι, το πιστόλι κάτω από το μαξιλάρι και το πεντοχίλιαρο πίσω από τις κονσέρβες. Είχε δεi το διάστημα που θα κρυβόταν σαν μία ευκαιρία να κάνει off. Είχε πάρει  μαζί του φάρμακα για τα στερητικά, αποφασισμένος να σταματήσει έστω προσωρινά.


Η χαρμάνα ήταν έντονη και την  νύχτα κατέβαινε  η παγωμένη πνοή του βουνού, κάνοντας την  ζωή του Βιλέν πιο δύσκολη. Από την επόμενη μέρα άρχισε να μαζεύει  κούτσουρα, κλαδιά και ξερά φύλλα για προσάναμμα. Άναβε το τζάκι σχεδόν κάθε βράδυ και το έβρισκε εξαιρετική παρέα όπως καθόταν μπροστά του με την μάλλινη κουβέρτα ριγμένη στους ώμους και ένα χοντρό κλαδί να ανακατεύει την φωτιά. Αυτή ήταν  η αγαπημένη ενασχόληση του στο Μαύρο Δελφίνι. Με ένα μέτρο χιόνι να βγαίνει  μόνο με φανελάκι, αυτά  με τιράντα και να κόβει ξύλα με το μοναδικό τσεκούρι που διέθετε η φυλακή για ευνόητους λόγους. Ο χειμώνας ήταν βαρύς  και η ξυλόσομπα έπρεπε να καίει φούλ, μέχρι που πυράκτωνε το μέταλλο της.

Τις μέρες που ακολούθησαν άρχισε να κάνει πεζοπορία  μέσα στο πυκνό δάσος με τα κωνοφόρα δένδρα με τα σκιερά μονοπάτια, πάντα με το Tocarev στο πίσω μέρος του τζιν και το μαχαίρι δεμένο  με την θήκη στην κνήμη εκεί που τέλειωναν τα Doc Martens άρβυλα.

Κάθε φορά έκανε όλο και πιo μακρινές βόλτες, νοιώθοντας κάθε μέρα και πιο δυνατός. Σε μία απ’ αυτές ανέβηκε κάτι απόκρημνες ανηφόρες και βρήκε μία πηγή. Όταν σε κάποια άλλη εξόρμηση στο Ελμπρούς βρήκε έναν πανάρχαιο οικισμό σε ένα οροπέδιο κρυμμένο σε μια τεραστία συστάδα βράχων με ιερογλυφικά  χαραγμένα πάνω τους, έμεινε εκστασιασμένος να το κοιτάει για ώρες.

Ακριβώς στους δύο μήνες  εμφανίστηκε το Moscvich με οδηγό τον Γιούρι.

«Έτοιμος Ταβάριτς;», τον ρώτησε.

«Σαν από καιρό», απάντησε.

Αυτές ήταν και οι μόνες κουβέντες που ανταλλάξανε.

Το ίδιο βράδυ μπήκε σε ένα αεροπλάνο με ένα airbus 330 της Aeroflot για Αθήνα.

O Γιούρι του έδωσε έναν σφραγισμένο φάκελο.

«Άνοιξε τον όταν φτάσεις.»

Ο Βιλέν τον  έχωσε στην εσωτερική του πέτσινου. Τον άνοιξε όταν το airbus είχε απογειωθεί και πετούσε ήδη πάνω από τα σύννεφα. Μέσα  βρήκε ένα κλειδί, ένα κινητό, ένα δεύτερο πλαστό διαβατήριο και ένα σημείωμα με μία διεύθυνση.
Δεν πρόλαβε  να πάρει το σακ βουαγιάζ από τον ιμάντα αποσκευών όταν χτύπησε τον κινητό του.

«Ο Ρώσος;»

«Ναι ποιος;»

«Κυριάκος. Σου έχει μιλήσει ο Ζένιας.»

«Μόλις έφθασα. Τι θες;»

«Πρέπει να βρεθούμε.»

«Που;»

«Θα περάσω από το σπίτι σου σε καμιά ώρα.»

«Μόλις έφτασα ρε σου λέω. Τι είναι τόσο επείγον;»

«Είναι κάποιος που θέλει να σε γνωρίσει.»

«Οκ τα λέμε σε μία ώρα.»

Ο Βιλέν προσπαθούσε να συνηθίσει την υπόγα όταν χτύπησε το κινητό του.

«Άνοιξε μου, είμαι απ’ έξω.»

Ήταν γύρω στα 20φύγε αδύνατος και νευρώδης, ψηλός με κοντοκουρεμένα μαλλιά.

«Κυριάκος», είπε και του έτεινε το χέρι αλλά ο Ρώσος δεν ανταποκρίθηκε.

«Βιλέν.»

«Το πακέτο έφυγε, καθάρισα με αυτό», είπε και του πέταξε ένα αλουμινόχαρτο. «Αυτό είναι ότι έμεινε. Το κράτησα για σένα.»

Ο Βιλέν άνοιξε το αλουμινόχαρτο είχε καμιά δεκαριά γραμμάρια αφγάνι Α’-Α’ ποιότητα. Το τύλιξε και του το πέταξε πίσω το λαδωμένο από το μαύρο αλουμινόχαρτο.

«Λάθος πληροφορίες έχεις μικρέ.»

«Ο Ζένιας μου είπε…»

«Δεν ξέρω τι σου είπε ο Ζένια μικρέ, ακόμα δεν ήρθα και μου έχεις γίνει τσιμπούρι. Τι ήταν αυτό που ήταν τόσο επείγον.»

«Εεεε, να ξέρεις, τώρα που δεν έχεις δουλειά σκέφτηκα…»

«Σκέφτεσαι κιόλας;»

Ο μικρός κώλωσε. Τον βλέμμα του έμοιαζε μικρού παιδιού που το μάλωσαν. Έβγαλε από την τσέπη του ένα  22άρι Ruger και το ακούμπησε στο τραπέζι. Και ένα πλαστικό σακουλάκι με μία άσπρη σκόνη. Ήταν σαφές ότι είχε παίξει τα ρέστα του.

«Τι στο διάολο; Ο Αϊ Βασίλης είσαι;»

«Φίλοι;» τον ρώτησε επιζητώντας την αποδοχή.

«Εντάξει, φίλοι ρε μαλακιστήρι, φίλοι να πούμε.»

Και κάπως έτσι γνώρισε τον Ιανό. Το βράδυ εκείνο τον συνάντησε σε μία χαρτοπαιχτική λέσχη. Πήγε και τον πήρε ο μικρός με ένα σαπάκι που κάποτε ήταν RX5.

«Περίμενε», του είπε ο Κυριάκος.

Πλησίασε σε δύο άτομα που καθόταν στο βάθος σε ένα άδειο τραπέζι με πράσινη τσόχα, το μοναδικό που δεν είχε χαρτόμουτρα. Πάνω στην τσόχα υπήρχαν δύο ουισκοπότηρα.

Έσκυψε και του είπε κάτι στο αυτί και ο πιο μεγάλης ηλικίας άνδρας κάτι απάντησε. Ο μικρός πήγε προς το μέρος του.

«Πήγαινε», του είπε, χαμηλόφωνα σαν να δήλωνε υποταγή.

Όταν έφτασε ο Ιανός σηκώθηκε και τον πλησίασε. Ήταν ένας εξηντάρης Αλβανός που  έφερνε περισσότερο σε μπίζνεμαν παρά σε άνθρωπο της νύχτας. Κρατούσε ένα μεγάλο Κοχίμπα στο αριστερό χέρι και  με το άλλο αντάλλαξαν χειραψία.

«Είσαι ο μάγκας ο Ρώσος; Χαίρω πολύ ρε μάγκα. Έχω μάθει τα πάντα για σένα από τον Κούλη ρε μόρτη.»

Ο Βιλέν τον έκοβε όπως είχε μάθει να κάνει σε όλη του την ζωή.

«Θα είναι μεγάλη τιμή να δουλέψεις μαζί μου. Μακριά από την πατρίδα σου είσαι τώρα και δεν έχεις δουλειά, δεν έχεις αφεντικό…»

«Τα σκυλιά έχουν αφεντικό. Όχι εγώ.»

«Μπράβο ρε είσαι ζόρικος. Μ’ αρέσει που είσαι μάγκας. Και αν είσαι ξύπνιος θα δώσουμε τα χέρια και συνεχίζουμε μαζί ρε μάγκα. Αλλιώς φεύγεις και το ξεχνάμε.»

«Εντάξει ρε. Να συνεργαστούμε, αλλά να θυμάσαι ότι δεν θέλω αφεντικά και νταβατζήδες πάνω στο κεφάλι μου.»

-No Problemo απάντησε ο Ιανός.

Η συμφωνία σφραγίστηκε με ένα μπουκάλι Chivas Regal Roayal από την προσωπική κάβα  του Αλβανού.

(9) Πύργος τηλεόρασης και ραδιοφώνου με ύψος 540 μέτρα, πήρε το όνομα από την περιοχή της Μόσχας. Σχεδιάστηκε από τον Νοικολάι Νικίτιν για τα 50 χρόνια από την Οκτωβριανή επανάσταση.

(10) Κόκκινη Πλατεία-κεντρική πλατεία της Μόσχας, από την λέξη Κrasnay το οποίο σημαίνει  κόκκινο ή όμορφο και όχι με το κόκκινο του κομμουνιστικού καθεστώτος, όπως λανθασμένα πιστεύεται.

(11) Στην πραγματικότητα δεν είναι  βουνό αλλά ανενεργό ηφαίστειο ,γνωστό και σαν δικέφαλο βουνό ανήκει στην οροσειρά του Καυκάσου. Σύμφωνα με την μυθολογία, στο Ελμπρούς ο Δίας είχε αλυσοδέσει τον Προμηθέα.

(Τέλος επεισοδίου. Όλα τα επεισόδια εδώ)

Το red n’ noir προτείνει βιβλία:

Η ληστεία της Πέτρας – Επίλογος

Κεφάλαιο 30 (5 Μαρτίου 1930)

«Κύριε διευθυντά, δεν είμαστε κορίτσια να φοβόμαστε. Καταλαβαίνουμε. Ήλθε η ώρα να πάμε περίπατο στον άλλον κόσμο. Τι μας το κρύβεις;»

Ο κύριος Καμβύσας, με τη συνηθισμένη του ηπιότητα, προσπάθησε να διασκεδάσει την υπόνοια του Γιάννη Ρέντζου.

«Εσείς πάντοτε απομονωμένοι είστε. Βλέπετε, σας φοβούνται όλοι πως θέλετε να δραπετεύσετε.»

«Καλά εμείς οι δυο, τους άλλους τρεις γατί τους απομονώσατε;»

«Γιατί πήγαν και είπαν μερικοί στον εισαγγελέα ότι σχεδίαζαν να φύγουν.»

Ο Γιάννης Ρέντζος δείχνει εκείνη τη στιγμή ότι πιστεύει τις διαβεβαιώσεις του διευθυντή, ενώ ο Θύμιος του απαντάει:

«Παρηγοριές…»

Συγχρόνως, οι τρεις από τους αυτουργούς της ληστείας της Πέτρας, Κωνσταντίνος Καψάλης, Ευάγγελος Κόκκαλης και Φίλιππος Διαμαντής, καθώς δεν τους δόθηκαν για ανάγνωση οι εφημερίδες που πριν λίγες μέρες έγραφαν για την απόρριψη της αίτησης χάριτος και ούτε οι συνήγοροι τούς είχαν στείλει σχετική επιστολή, νομίζουν πως η δικογραφία βρίσκεται ακόμα στο προεδρικό μέγαρο. Ο Διαμαντής λοιπόν δίνει διάφορες εξηγήσεις στους ομότυχούς του.

«Μας απομόνωσαν επειδή είναι αποκριές. Μήπως πιει κανένας μας κρασί και γίνουν παρατράγουδα.»

«Και γιατί δεν απομόνωσαν και τους άλλους», παρατηρεί ο Κόκκαλης, που αντιλαμβάνεται περισσότερο την τραγικότητα της θέσης τους.

«Γιατί οι άλλοι δεν έχουν βαριά ποινή σαν κι εμάς.»

Τη στιχομυθία αυτή ακούει ένας δεσμοφύλακας, ο οποίος σπεύδει να τους καθησυχάσει περισσότερο.

«Δεν είναι τίποτα. Λαμβάνονται τα μέτρα αυτά, γιατί είπαν πως θέλετε να το σκάσετε.»

Ο Καψάλης, σιωπηλός μέχρι εκείνη τη στιγμή, λέει αναστενάζοντας:

«Εμείς να φύγουμε; Να μη μας σκοτώσουν θέλουμε και εδώ μέσα ζούμε και εκατό χρόνια».

Έτσι πέρασε ένα ολόκληρο επταήμερο μέσα στην αμφιβολία και την αλληλοπαρηγοριά.     Μόνο οι Ρεντζαίοι φαίνεται να αντιλαμβάνονται σε ποια κατάσταση βρίσκονται. Σιωπηλοί και μένοντας ξαπλωμένοι στο βάθος του κελιού τους καπνίζουν. Κάποια αμυδρή ελπίδα τούς είχε μείνει στα βάθη της ψυχής τους. Χαρακτηριστικό είναι ότι ρωτάνε συνεχώς τους δεσμοφύλακες.

«Μήπως έχουμε κανένα γράμμα από την Αθήνα;»

«Όχι!»

«Από τα Γιάννενα;»

«Ούτε.»

«Τότε βάλτου ρίγανη.»

Το τελευταίο βράδυ, οι υπόνοιές τους ενισχύονται. Η φρουρά των φυλακών πυκνώνει και οι δεσμοφύλακες ερευνούνε επιμελώς τα κελιά τους. Ο Γιάννης, απευθυνόμενος στον Θύμιο, λέει:

«Δεν σου τα έλεγα; Τελειώσανε τα ψέματα. Έτσι δεν είναι κύριε Καμβύσα;»

«Μια πληροφορία είχαμε ότι κρύβατε όπλα, η οποία, μπράβο σας, αποδείχτηκε ανακριβής!»

Ο Γιάννης μειδιάζει.

«Από εδώ και πέρα, μπράβο μας θα λες…»

Οι άλλοι μελλοθάνατοι αποθαρρύνονται και αυτοί, ιδίως όταν αντιλαμβάνονται ότι ο κύριος Καμβύσας δεν αναχωρεί για την οικία του αλλά παραμένει στο γραφείο του.     

*

Η εκτέλεση πρέπει να γίνει με τη μεγαλύτερη δυνατή μυστικότητα και ο αντιεισαγγελέας κύριος Γρανίτσας έχει λάβει όλα τα μέτρα προς αποφυγή κοσμοσυρροής. Αυτές είναι οι εντολές που του δοθήκαν τηλεγραφικώς από την Αθήνα, μήπως τυχόν επαληθευτούν οι διαδόσεις για απόπειρα απελευθέρωσης των Ρεντζαίων από ληστοτρόφους. 

Γύρω στις τέσσερις το πρωί, και ενώ σκοτάδι βαθύ επικρατεί ακόμα στο νησί, φτάνουν οι εντεταλμένοι για την εκτέλεση. Ο διοικητής της χωροφυλακής Κέρκυρας και άλλοι ανώτεροι αξιωματικοί του σώματος. Μεταξύ αυτών, και ο αστυνομικός διευθυντής κύριος Καλυβίτης, ο οποίος, κατόπιν συνεννόησης με τον κύριο εισαγγελέα, έχει τοποθετήσει κατά αραιά διαστήματα στις οδούς που πρόκειται να διέλθει η πομπή ομάδες ένοπλων αστυφυλάκων, που έχουν καταλάβει τις θέσεις τους από την πέμπτη πρωινή.

Στις 4:30 είναι συγκεντρωμένοι όλοι οι αρμόδιοι. Περίπου πενήντα στρατιώτες έχουν επίσης στρατοπεδεύσει έξω από τις φυλακές, με πλήρη τα όπλα τους. Οι μελλοθάνατοι αντιλαμβάνονται τον προκληθέντα θόρυβο και ο Γιάννης Ρέντζος ζητάει να δει τον διευθυντή κύριο Καμβύσα.

«Να μας στείλετε πνευματικό να εξομολογηθούμε.»

«Έχουμε ελπίδες ακόμα», του απαντάει.

«Άσε τα αστεία. Εμείς δεν δειλιάζουμε καθόλου. Στείλε μας και χαρτί να κάνω ένα γράμμα στη δόλια μου τη μάνα.»

Πράγματι, μετά από λίγο ο ιερέας των φυλακών μεταβαίνει αλληλοδιαδόχως στα κελιά των πέντε μελλοθάνατων και τους κοινωνεί. Εν τάχει και χωρίς περιττές διατυπώσεις. Οι Ρεντζαίοι επιμένουν ακόμα και στην τελευταία τους εξομολόγηση ότι είναι αθώοι για το έγκλημα της Πέτρας και ότι μόνο εκ των υστέρων το εκμεταλλεύτηκαν. Οι άλλοι τρεις καταριούνται τους Ρεντζαίους και τον Λάμπρο Στάθη που τους πήραν στο λαιμό τους.

Στις 6.15 όλη η θλιβερή αυτή διαδικασία έχει τελειώσει. Οι κατάδικοι έχουν γράψει τις επιστολές τους προς τους οικείους τους με τις τελευταίες τους θελήσεις. Οι περισσότεροι ξορκίζουν τους δικούς τους να κυνηγήσουν τη ληστεία, διότι εξαιτίας της πηγαίνουν και αυτοί χαμένοι.

Ο Γιάννης Ρέντζος γράφει επίσης και ένα γράμμα προς τη σύζυγό του, θυγατέρα του περίφημου Κολοβού. Την παρακαλεί να αναστήσει το παιδί του καλά και καταριέται τον πατέρα της διότι τον κατηγόρησε αδίκως στη δίκη.

Στις έξι το πρωί, οι αξιωματικοί της χωροφυλακής μπαίνουν στα κελιά τους και τους διατάσσουν να τους ακολουθήσουν. Τα δυο αδέλφια βγαίνοντας από τα κελιά τους, κάνουν το σταυρό τους. Πάντα κάνανε το σταυρό τους στον Θεό να τους βοηθήσει πριν αποφασίσουνε μια ληστεία. Και δεν έχουνε παράπονο. Οι δουλειές τους έβγαιναν καλά πέρα ως πέρα. Πα’ να πει πως τους βοηθούσε και πως συμφωνούσε. Πολλές φορές πήγαιναν στις εκκλησίες, καλούσανε τους παπάδες, λειτουργιόντουσαν και αφήνανε μερτικό από τις ληστείες στους αγίους. Αφήνανε πέντε χιλιάδες, δέκα ή και είκοσι πολλές φορές. Αυτό ίσως παίξει κάποιο ρόλο στην γνώμη που θα σχηματίσει ο Θεός τώρα.

Στην κεντρική πύλη των φυλακών, συναντιούνται με την τριανδρία των ομότυχών τους. Ο Θύμιος, απευθυνόμενος προς τον Κόκκαλη, λέει:

«Τα πληρώνουμε για σας».

«Εσείς μας πήρατε στο λαιμό σας και θέλετε και τα ρέστα!»

Ωθούνται από τους συνοδούς τους που τους χωρίζουν. Έξω τους περιμένουν δυο αυτοκίνητα πολυτελείας, των οποίων οι οδηγοί όταν ειδοποιήθηκαν δεν γνώριζαν ακριβώς περί τίνος πρόκειται. Οι Ρεντζαίοι μπαίνουν στο πρώτο αυτοκίνητο, ακολουθούμενοι από δέκα χωροφύλακες, και στο δεύτερο μπαίνουν οι άλλοι τρεις. Δεν επιτρέπεται περαιτέρω συνομιλία και στις 6:30 η συνοδεία ξεκινάει. Η απόσταση μέχρι το παλιό φρούριο Κέρκυρας δεν είναι μεγάλη και σε δέκα λεπτά η θλιβερή πομπή έχει φτάσει. Αρκετός κόσμος έχει συρρεύσει, ανάμεσά τους και πολλοί μαθητευόμενοι αστυνομικοί από την κοντινή αστυνομική σχολή. Το μεγαλύτερο πλήθος όμως έχει συρρεύσει περιμένοντας να χαζέψει το θέαμα στο σημείο που μερικούς μήνες πριν είχε εκτελεστεί ο Καλαφάτης. Το πάθημά του θα το πληροφορηθεί αρκετές ώρες αργότερα.

Πλησιάζει ήδη εφτά το πρωί, όταν οι Ρεντζαίοι και οι τρεις συνεργοί τους βρίσκονται περικυκλωμένοι από πυκνούς στίχους χωροφυλάκων, στρατιωτών και αστυνομικών. Δύσκολα αποκρύπτουν την ταραχή τους. Το βλέμμα του Θύμιου είναι αγριωπό, παρότι χαμογελά διαρκώς. Ο Γιάννης Ρέντζος δεν μιλάει σε κανέναν, αφιερωμένος δήθεν στο τραγούδι του. Όταν μετά από λίγα λεπτά, με την ανατολή του ηλίου, προκειμένου να εκπληρωθεί ο όρος της ποινικής δικονομίας, στρατιώτες και χωροφύλακες παρουσιάζουν όπλα, οι λήσταρχοι γελούν.

«Έχουμε και τέτοια», ψιθυρίζει ο Γιάννης Ρέντζος.

Μόλις τελειώσει η ανάγνωση, ο εισαγγελέας κύριος Γιαννόπουλος ρωτά τους μελλοθάνατους αν έχουν να πουν τίποτα.

Όλοι σχεδόν εκφράζουν το παράπονο ότι η ποινή τους είναι βαρύτατη. Ο Γιάννης Ρέντζος λέει:

«Μας δικάσατε για τα προηγούμενα εγκλήματα. Όχι για την Πέτρα».

Ο Θύμιος σπρώχνει ελαφρά τον αδελφό του και λέει:

«Έτσι είναι Γιάννη. Καλά μας δίκασαν. Το είχαμε παρακάνει. Είχαμε κάνει τόσα εγκλήματα».

Κατόπιν, οι μελλοθάνατοι ζητούν από τους παρισταμένους να τους συγχωρήσουν και τέλος τοποθετούνται σε απόσταση δέκα μέτρων από το έτοιμο ήδη εκτελεστικό απόσπασμα. Τούτο έχει συγκροτηθεί από στρατιώτες και χωροφύλακες. Είναι τριάντα τον αριθμόν. Οι αποτελούντες τούτο έχουν διαταχτεί να σκοπεύσουν ανά έξι τον απέναντί τους κατάδικο. Οι μελλοθάνατοι τοποθετούνται με την ακόλουθη σειρά: Θύμιος Ρέντζος πρώτος δεξιά, δίπλα του ο Γιάννης, κατόπιν ο Κόκκαλης και κατά συνέχεια ο Καψάλης και ο Διαμαντής.

Ο Θύμιος μισοκλείνει τα μάτια του όταν βλέπει τους άνδρες του αποσπάσματος να γονατίζουν με τις κάννες στραμμένες εναντίον του. Λέει:

«Χτυπάτε, παιδιά, απ’ την κοιλιά και πάνω!»

Ο Γιάννης Ρέντζος έχει γίνει κατακίτρινος. Το κάτω χείλος του τρέμει ελαφρώς. Ο επικεφαλής του αποσπάσματος διατάσσει:

«Επί σκοπόν!»

Ένας συρτός ομαδικός θόρυβος και οι άνδρες σκοπεύουν. Ο Γιάννης μόλις κρατιέται στα πόδια του. Ο Διαμαντής κοιτάζει ψηλά. Ο Καψάλης νομίζει κανείς ότι από στιγμή σε στιγμή θα πέσει. Με ολάνοιχτα τα μάτια και μειδιάζοντας, κοιτάζει το απόσπασμα ο Κόκκαλης.

«Παιδιά, μη μου βγάλετε το μάτι γιατί εί…», φωνάζει τη  τελευταία στιγμή. Δεν προλαβαίνει να ολοκληρώσει. Ποτέ δεν θα μάθουμε το λόγο που ήθελε να προστατέψει ειδικά αυτό το σημείο. Τον προλαβαίνει η φωνή του επικεφαλής του αποσπάσματος.

«Πυρ!» 

Μια τρομακτική ομοβροντία, λόγω του αριθμού των όπλων, ακούγεται, και πυκνός καπνός αναδύεται. Οι σφαίρες σφυρίζουν και οι πέντε κατάδικοι πέφτουν ο ένας πάνω στον άλλον. Ένας σωρός πτωμάτων έχει σχηματιστεί κάτω και για τη χαριστική βολή δυο αξιωματικοί αναγκάζονται να αραιώσουν τα πτώματα. Ο Γιάννης Ρέντζος έχει πέσει άπνους από την πρώτη στιγμή. Ο Θύμιος σπαρταράει ακόμα. Ο Κόκκαλης έχει μείνει με το χαμόγελο. Ο Διαμαντής έχει πέσει με το κεφάλι στο χώμα σαν να το δαγκώνει. Ο Καψάλης έχει υποστεί διάρρηξη της κοιλιάς του και το πουκάμισό του είναι κατακόκκινο. Πέντε αλλεπάλληλοι κρότοι ακούγονται ακόμη. Είναι οι χαριστικές βολές. Λίμνη ολόκληρη το αίμα γύρω από τα πέντε πτώματα. Μέσα στον ερυθρό αυτό κύκλο, στις 7:30 το πρωί, θα κλείσει ο κύκλος της αιματοβαμμένης τους ζωής.  

Τα πτώματα του Γιάννη και του Θύμιου παραδίδονται την επόμενη μέρα στη μητέρα τους. Τα αντικρίζει με ψυχραιμία.

«Δικαίως έπαθαν ό,τι έπαθαν, διότι πολλά είχαν κάνει», λένε κάποιοι ότι είπε.

ΤΕΛΟΣ

Διαβάστε επίσης:

Ράγισμα

Κάνω πια, πως δε μιλώ για ‘σένα.

Και τα ‘χω καταφέρει.

Όλους τους ξεγελάω κι όλοι ξεγελιούνται.

Αρκεί να φοράς ένα χαμόγελο πριν βγεις απ’ το σπίτι.

Ακόμη κι εσύ, που καλύτερα απ’ όλους με ξέρεις, εσύ!

Κάνω πια, πως δε μιλώ για ‘σένα.

Κι αλήθεια, σπάνια, τ’ όνομά σου όταν αναφέρω, ραγίζω.

Λίγο.

Καθώς κόσμος πεθαίνει, διψάει, πεινάει.

Παιδιά σε κρατητήρια, καθίκια με στολή που τόσο τους σιχαίνομαι.

Κι εσύ ξέρεις, καλύτερα απ’ όλους με ξέρεις.

Κι έτσι ανάμεσα στη μεγάλη μου θλίψη, τίποτα δεν είσαι.

Ένα ράγισμα.

Λίγο.

Άσχημος κόσμος, γεννά άσχημους ανθρώπους.

Κι έτσι είπα: «Μαμά φοβάμαι. Βάλε πάλι μέσα σου».

Μα η μαμά, δεν το κάνει.

Κάπως έτσι έμαθα να τους ξεγελάω όλους.

Κι όλοι ξεγελιούνται.

Αρκεί ένα χαμόγελο.

Κενό χαμόγελο.

Μα δεν το βλέπουν;

Κι εσύ, που καλύτερα απ’ όλους με ξέρεις εσύ!

Ένα ακόμη ράγισμα.

Πόσα ραγίσματα αντέχει μια ψυχή, μέχρι να σπάσει;

Διαβάστε από την Γωγώ Λιανού:

Περάσαμε λίγη ώρα στο εγκληματολογικό μουσείο του 1930

Το περίφημο «τμήμα καταδίωξης», με τα μπουντρούμια και τα ιεροεξεταστικά βασανιστήρια των πολυάριθμων τροφίμων του, ανήκει πια στην προπολεμική ιστορία. Είμαστε ήδη στον Μάρτιο του 1930 και αυτά είναι πράγματα μιας περασμένης εποχής. Εξελίχθηκε, άλλαξε μορφή, υπόσταση ακόμα. Πλέον δεν λέγεται «καταδίωξη» αλλά «τμήμα γενικής ασφάλειας».    

Στη θέση των σιδηρόφρακτων μπουντρουμιών, υψώνεται τώρα στην οδό Σατωβριάνδου ένα ολόκληρο μέγαρο με πλήθος διαμερισμάτων και διαδρόμων. Αγριωποί αστυνομικοί με εμφάνιση διαρρηκτών δεν υπάρχουν πια. Τους αντικατέστησαν δανδήδες με ξυρισμένα πρόσωπα και άψογα κοστούμια.

Στο πίσω μέρος του αστυνομικού μεγάρου

Αν περάσει κανείς τα πρώτα γραφεία και τους γεμάτους κόσμο διαδρόμους, θα φτάσει στο διαμέρισμα στο βάθος, όπου θα βρει κάτι το εξαιρετικά μοντέρνο, το πραγματικά ευρωπαϊκό. Είναι το εσχάτως ιδρυθέν εγκληματολογικό μουσείο της Αστυνομίας.

Ένα διαμέρισμα στο πίσω μέρος του μεγάρου, πλακόστρωτο και απαστράπτον από καθαριότητα.  Και μέσα, ανάγλυφη, όλη η μεσοπολεμική Ελλάδα του εγκλήματος.

Αρχαιοκάπηλοι, παραχαράκτες, διαρρήκτες και η οικογένεια Χριστοφιλέα

Στην κορυφή μια ξύλινης πυραμίδας χωρισμένης σε οριζόντια διαμερίσματα, η κεφαλή της Θεάς Υγείας, που άλλοτε είχε κλαπεί από αρχαιοκάπηλους από το μουσείο της Τεγέας και βρέθηκε από την Αστυνομία σε χωριό της Κορίνθου. Τα τέσσερα οριζόντια διαμερίσματα της πυραμίδας φιλοξενούν το καθένα κι από μία ρουλέτα. Όλες αυτές οι ρουλέτες κατασχέθηκαν από αστυνομικά όργανα σε σπίτια καθωσπρέπει, που είχαν μετατραπεί σε αυτοσχέδια καζίνο για να μαδιούνται οι αφελείς.  

Τη δεξιά γωνία του μουσείου καταλαμβάνουν τα λεπτεπίλεπτα μηχανήματα και το χειροκίνητο ταχυπιεστήριο της εταιρείας των κυρίων Βουτάκη και Ροβέρτου, με το οποίο κατασκευάζονταν οι αιγυπτιακές λίρες και τα παραχαραγμένα ελληνικά πεντακοσάρικα στην ιστορική έπαυλη του Φαλήρου. Η πολύκροτη αυτή υπόθεση ανήκει βέβαια στην ιστορία, τα πολύπλοκα όμως μηχανήματα διασώζονται, για να θυμίζουν τους μεταβατικούς σταθμούς που πέρασε η ελληνική εγκληματικότητα.

Παραπλεύρως, μια γυάλινη βιτρίνα, όμοια με εκείνες που φιλοξενούν τις πολύτιμες αρχαιότητες στα αρχαιολογικά μουσεία. Μέσα, όλων των ειδών τα διαρρηκτικά εργαλεία. Μικρά και εξόχου τέχνης.

Μαζί με αυτά η πανοπλία της συμμορίας Χριστοφιλέα. Από όλα, ξεχωρίζουν οι τρεις κόκκινες μάσκες των συμμοριτών και το φονικό πιστόλι της λησταρχίνας. Η μάσκα της Κούλας πολυτελέστατη, κόκκινη με χρυσά στίγματα και χρυσά γρόσια γύρω-γύρω.

Η τρίτη βιτρίνα γεμάτη με περίεργα εργαλεία και άπειρα ελληνικά χαρτόσημα. Είναι η συμμορία των παραχαρακτών των ελληνικών χαρτόσημων και τα έργα της. Αίσθηση εξαιρετική κάνει η ιδανική τελειότητα της απομίμησης. Κανένα  μάτι, έστω και του πλέον ειδικού, δεν μπορεί να διακρίνει τα πλαστά από τα γνήσια. Και απορεί κανείς πώς αποκαλύφθηκε η πλαστότητά τους.

Στον τοίχο, η φωτογραφία ενός μεγάλου σιδερένιου χρηματοκιβώτιου με μια χάσκουσα κυκλική τρύπα στη μια πλευρά.  Στην κορυφή του χρηματοκιβώτιου, μια πομπώδης επιγραφή: «Εργοστάσιον άκαυστων και αδιάρρηκτων χρηματοκιβωτίων».

Το έγκλημα στο Κολονιάλ και ο ληστής των σοφέρ

Δίπλα στη φωτογραφία αυτή, μια άλλη, εξαιρετικά περίεργη, που θυμίζει αστυνομικό μυθιστόρημα. Είναι η σκηνοθεσία ενός πλαστού εγκλήματος που είχε γίνει μέσα στο ξενοδοχείο «Κολονιάλ». Ο θυρωρός του ξενοδοχείου ρήμαξε το χρηματοκιβώτιο, κατόπιν έκοψε τα τηλεφωνικά σύρματα, ανέτρεψε τα πάντα μέσα στο διαμέρισμα, έκοψε λίγο το δάκτυλο του, ράντισε με μερικές σταγόνες αίματος το δάπεδο και κατόπιν εξαφανίστηκε. Τα πράματα στην αρχή έδειχναν ότι άγνωστη συμμορία δολοφόνων μπήκε στο ξενοδοχείο, δολοφόνησε τον θυρωρό, διέρρηξε το χρηματοκιβώτιο, πήρε το περιεχόμενό του, συμπεριέλαβε το πτώμα του θυρωρού στη λεία και εξαφανίστηκε. Ο αστυνόμος Κουτσομάρης στην αρχή ξαφνιάστηκε. Νόμισε αστραπιαία πως βρέθηκε στο Σικάγο. Τίποτα από αλλά αυτά όμως. Ο υπάλληλος βρέθηκε μετά από λίγες ώρες, χαίροντας άκρας υγείας, μαζί με όλα τα κλοπιμαία.

Τρίτη φωτογραφία στη σειρά με γιγαντιαία καβαλιστικά σημεία, ακατάληπτα για τον επισκέπτη. Είναι ο μίτος της Αριάδνης, χάρη στον οποίον ανακαλύφθηκε ο ληστής των σοφέρ. Το ένα και μόνο δακτυλικό αποτύπωμα του Τσιβλάκου, του περίφημου ληστή των τριάντα αυτοκινήτων, αποτυπωμένο σε μεγέθυνση σε ποικίλες μορφές. Χάρη σε αυτό, ανακαλύφθηκε ο ρηξικέλευθος ληστής, που έδωσε για αρκετούς μήνες αμερικάνικη χροιά στις μεσοπολεμικές στήλες των αστυνομικών ρεπορτάζ.

Οι κρυπτογραφικοί κώδικες των μπολσεβίκων

Η τέταρτη βιτρίνα φιλοξενεί τους κρυπτογραφικούς κώδικες των μπολσεβίκων. Είναι γραμμένοι με γραφομηχανή επάνω σε κομμάτια κρεπ ντεσίν, σε μέγεθος χαρτιού. Ράβονται στις φόδρες των σακακιών για να μην ανακαλύπτονται. Δίπλα, φύλλα με κρυπτογραφικά αλφάβητα διαφόρων κατηγοριών. Άλλο αλφάβητο για το Ηράκλειο, άλλο για την Καβάλα, άλλο για το Αγρίνιο. Κάθε πόλη έχει το δικό της κρυπτογραφικό αλφάβητο που επικοινωνεί με το κέντρο.

Στην άλλη πλευρά του τοίχου, άλλες φωτογραφίες περίεργες, καινούριου τύπου διαρρηκτικών εργαλείων και διαφόρων διάσημων εγκληματιών.

Και μια φωτογραφία κυριολεκτικά ανατριχιαστική. Είναι η φωτογραφία του εγκλήματος του Ευαγγελισμού, που τόσο συντάραξε την αθηναϊκή κοινωνία. Δράσης ο Πέρσης Λαζάροφ και θύμα η άτυχη οικονόμος του ιδρύματος.

Κρύπτες ναρκωτικών

Στην κορυφή μιας βιτρίνας, ένας ολόλευκος βαλσαμωμένος γλάρος. Ανακαλύφθηκε σε κάποιο αριστοκρατικό καταγώγιο. Έπαιζε μέσα στο σαλόνι το ρόλο διακοσμητικού πουλιού ανωτέρου υπόνοιας. Εντούτοις, ήταν παραγεμισμένος με σωληνάρια ναρκωτικών. Έκπληξη αλήθεια κάνει η εξεζητημένη επινοητικότητα των ραφιναρισμένων κακοποιών. Το καταστροφικό τους εμπόρευμα το αποθηκεύουν στις πλέον απίθανους αποθήκες. Ένας άδειος τενεκές πετρελαίου χρησιμοποιούμενος για μεταφορά νερού είναι αποθήκη ναρκωτικών άριστη. Το ξύλο του τενεκέ είναι ανεσκαμμένο και αν πιεστεί ένα κουμπάκι ανοίγει και αποκαλύπτεται μια αρκετά μεγάλης διαστάσεων κρύπτη. Τα ίδιο συμβαίνει με μια αθώα ξυλουργική πλάνη.  

Η τελευταία πλευρά του τοίχου είναι κατειλημμένη από τις αναμνηστικές φωτογραφίες των τελευταίων φοιτητικών ταραχών.

Μια γρήγορη ματιά στο σύνολο και το μυαλό του παλιού Αθηναίου αμέσως θα ανατρέξει στο παρελθόν, στο απλό εγκληματικό παρελθόν της παλιάς πρωτεύουσας. Τότε, που τα πράγματα ήταν απλά. Πορτοφολάδες, μανιταριτζήδες, διαρρήκτες. Τίποτα άλλο. Το 1930 όμως το έγκλημα έχει γίνει επιστήμη μεγάλη και πολύπλοκη. Δεν μπορεί ο καθένας να είναι ούτε αστυνομικός ούτε εγκληματίας. Για να είναι, για να μπορεί να είναι, πρέπει να έχει μυαλό σπουδαίο και επινοητικότητα εφευρέτη. Αλλιώς, είναι αδύνατον να σταθεί έστω και λίγο καιρό στην επιφάνεια…  

Το red n’ noir προτείνει:

 

Μαύρο δελφίνι VI

Έστριψε δεξιά στην Βουλγαροκτόνου  κατηφόρισε  την Ζ. Πηγής και  στην συνέχεια έστριψε δεξιά στην Αραχώβης. Ήταν μία από τις πολλές διαδρομές που ακολουθούσε  με τα πόδια για να αποφύγει τους μπάτσους στην Καλλιδρομίου και τα μηχανάκια με τους κάγκουρες της ομάδας δέλτα.

Έκανε ψοφόκρυο και η πλατεία Εξαρχείων είχε ελάχιστο κόσμο, να καπνίζει μπάφους γύρω από μικρές φωτιές σε παρέες των τριών-τεσσάρων ατόμων. Τον πλησίασε ένα άτομο με εμφάνιση άστεγου. Ήταν βρώμικος  και ρακένδυτος, με κλαψιάρικη φωνή. Έχω άκρη για ζα, μπάφο, σίσα, κοκ…

«Κοπάνα την», τον έκοψε.

«Αν δεν θες κάτι μην ξαναπεράσεις από εδώ», είπε με κουτσαβάκικο ύφος.

Ο Βιλέν ένοιωσε να τσιτώνει. Του έδωσε  μία σπρωξιά και τον ξάπλωσε φαρδύ- πλατύ κάτω. Καθώς ξεμάκρυνε τον άκουσε να βρίζει.

«Μαλάκα, γαμιόλη, γύρνα πίσω αν είσαι άντρας να λογαριαστούμε.»

Μπήκε στο καφενείο. Είχε μόνο δύο παρέες. Ο Ιανός καθόταν παράμερα δίπλα στην τζαμαρία, καπνίζοντας Κάμελ σκέτα με ουίσκι σε νεροπότηρο μπροστά του.

«Καλώς τον. Όλα καλά;»

«Θα μου πεις τι στο διάολο συμβαίνει;»

«Τίποτα. Όλα είναι υπό έλεγχο.»

«Που εξαφανίστηκες»

«Ήμουν στο Ελμπασάν, αρρώστησε η μάνα μου.»

«Έμαθες τι έγινε;»

«Λες για τον πρεζέμπορα; Ναι το έμαθα. Να ‘γιάσουν τα  χέρια  αυτού που το έκανε. Αλλά δεν είχα εγώ σχέση.»

Ο Βιλέν δεν  έδειχνε να τον πιστεύει αλλά δεν επέμεινε.

Η επόμενη δουλειά που του ανάθεσε ο Ιανός ήταν ευκολάκι. Να τρίξει τα δόντια σε έναν ντόπιο σωματέμπορο που κρατούσε φυλακισμένα ανήλικα κορίτσια  σε διαμερίσματα  στην Βικτώρια για να τα εκδίδει. Του έδειξε μία φωτογραφία στο κινητό του.

«Θα τον βρεις Φυλής 86. Περνάει γύρω στα μεσάνυχτα από τα μπουρδέλα να μαζέψει την είσπραξη. Δώσ’ του ένα μήνυμα από μένα.»

«Τι να λέει το μήνυμα;»

«Ότι δεν θα υπάρξει δεύτερη προειδοποίηση, κατάλαβες;»

Ο Βιλέν κατάλαβε. Όπως κατάλαβε και ο καργίολης που κρατούσε γονατιστό από το φούτερ. Ήταν μέσα στα αίματα και του έλειπαν δύο μπροστινά δόντια..

«Κατάλαβες; Την επόμενη φορά δεν θα σου χαλάσω  μόνο την μόστρα.»

Κάτι πήγε να πει αλλά πνίγηκε στο αίμα.

«Τέλος οι μπίζνες στην γειτονιά. Τον πούλο!»

Του έβαλε την κουκούλα από το φούτερ και του έριξε μερικά ακόμα κλωτσίδια στα πλευρά. Όταν έφυγε ο άλλος σερνόταν στον δρόμο σαν  βρωμερό σκουλήκι βογκώντας.

Γύρισε σπίτι, για να διαπιστώσει ότι τα ρούχα του ήταν μέσα στα αίματα. Έκανε ένα μπόγο τα ματωμένα ρούχα και τα πέταξε σε έναν κάδο τρία τετράγωνα πιο κάτω.

*

Οι επόμενες μέρες κύλησαν αδιάφορα, με πιόματα και βόλτες στα σκυλάδικα της Αχαρνών. Πέρασε την πόρτα από ένα τέτοιο μαγαζί  γύρω στις 12, με το ζαβό τον Κυριάκο ντυμένο σαν κλαρινογαμπρό. Άφησε την καμπαρντίνα του στην γκαρνταρόμπα και η μικρή του έδωσε ένα καρτελάκι. Η τραγουδιάρα έλεγε κάποιο  καμένο καψουροτράγουδο. Το πρόγραμμα της μπουζουκερί είχε αρχίσει. Το μαγαζί ήταν τελειωμένο: Κακοφωτισμένο, βρώμικο και με άθλια ηχητικά. Δεν γούσταρε τέτοια μαγαζιά αλλά το παρακαλούσε το ζαβό να κάνουν να πάνε του δείξει πως γλεντάνε στην πατρίδα του.

«Σε όλα τα μαγαζιά έχω τραπέζι με μπουκάλι, ακόμα και αν είναι πήχτρα», κόμπασε ο Κούλης. Πράγματι  τους περίμενε τραπέζι  με μπουκάλι πέρδικα και τα ποτήρια γυρισμένα ανάποδα πάνω σε χαρτοπετσέτες.

Η τραγουδιάρα εξαφανίστηκε σε αυτό που ο Βιλέν υπέθεσε ότι είναι η κουίντα. Άναψαν τα φώτα και οι μουσικοί άρχισαν να παίζουν έναν αδιάφορο σκοπό. Εμφανίστηκαν οι χορεύτριες, όλες πάνω από 40  με σκισμένα  καλτσόν να κάνουν χορευτικές φιγούρες. Όταν μία από αυτές επιχείρησε να κάνει μία πιρουέτα, η φθαρμένη κόκκινη γόβα προσγειώθηκε στο μπροστινό τραπέζι, αλλά δεν γέλασε κανένας από τους θαμώνες. Οι χορεύτριες εξαφανίστηκαν στα παρασκήνια, μαζί με την άτυχη καλλιτέχνιδα που προηγουμένως είχε μαζέψει την γόβα. Σαπίλα σκέφτηκε ο Βιλέν και δεν είχε άδικο. Το μαγαζί ήταν άθλιο. Μία δυνατή υπόκρουση της ορχήστρας και καπνοί στην πίστα, έδωσαν το σήμα ότι βγαίνει η φίρμα του σκυλάδικου. Ήταν 60άρης με μελιτζανί λαμέ σταυροκουμπωτό κοστούμι μαύρο πουκάμισο, ανοιχτό να φαίνεται η χοντρή χρυσή αλυσίδα και μαύρα γυαλιά ηλίου τύπου Ωνάση.

Στο μπροστινό τραπέζι, ήταν μία μεγάλη παρέα από την οποία ξεχώριζε μία πανέμορφη παρουσία. Ήταν 20-22 χρονών ψηλή, μελαχρινή με κοντά καρέ μαλλιά και μάλλον πράσινα ή γαλάζια μάτια. Δίπλα της καθόταν ένας αρκετά μεγαλύτερος άνδρας, μπορεί και 60 χρονών που προσπαθούσε να την παλαμαριάσει. Η πιτσιρίκα αντιστεκόταν, ενώ με γκριμάτσες προσπαθούσε να δείξει ότι δεν γουστάρει. Άλλο ένα βαρετό βράδυ, άλλο ένα ξενύχτι δίχως σκοπό σκέφτηκε βαριεστημένα ο Βιλέν. Και ενώ ήταν έτοιμος να την κάνει με ελαφρά πηδηματάκια τότε συνέβη.

Ο 60αρης έβγαλε ένα μεγάλο κουτί από κόσμημα και το άνοιξε μπροστά της. Ξαφνικά η μικρή άλλαξε. Τον αγκάλιασε με ένα πλονζόν, όπως θα έκανε μόνο ένας επαγγελματίας τερματοφύλακας και άρχισε να τον φιλάει.

«Ορίστε κυρίες και κύριοι κορίτσι για σπίτι», είπε ο τραγουδιάρης διακόπτοντας το τραγούδι. Μόνο από πίσω ακουγόταν να βαράνε τα όργανα σε κάτι που θύμιζε αμανέ.

«Και ο κύριος έχει τον τρόπο του», συνέχισε ο τραγουδιάρης. «Κόρη σας είναι κύριε;»

Κανείς δεν γέλασε, μόνο ο Κούλης έδειχνε να το απολαμβάνει. Δυσαρεστημένος ο άνδρας έπιασε την κοπέλα από το χέρι και προσπάθησε να το τραβήξει προς την έξοδο. Εκείνη κάτι του έλεγε και έδειχνε τσαντισμένη σαν να μην θέλει να τον ακολουθήσει. Ο τραγουδιάρης συνέχισε να τραγουδάει σαν να μην τρέχει κάστανο.

«Μείνε εδώ», είπε στο βλαμμένο. «Εγώ φεύγω.»

Βγήκε φορώντας την καμπαρντίνα. Ο πορνόγερος προσπαθούσε να την βάλει με την βία σε μία μερσεντές. Ο Βιλέν τον γράπωσε από τον γιακά.

«Αρκετά.»

«Τι ανακατεύεσαι ρε μαλάκα, ξέρεις ποιός είμαι εγώ;»

Ο Βιλέν δεν απάντησε. Μόνο του έχωσε μία κλωτσιά στο  πίσω  χιαστό και τον γονάτισε. Έσκυψε και έβγαλε το Ρούγκερ από την μπότα και του το κόλλησε στην μούρη.

«Αν σε ξαναδώ εδώ, είσαι νεκρός.»

Ο άλλος σηκώθηκε κάνοντας μία γκριμάτσα πόνου μπήκε στο αμάξι και έφυγε σπινάροντας.

«Και τώρα;» ρώτησε  η γαλανομάτα.

«Τώρα μπορείς να φύγεις ή να μπούμε μέσα και να συνεχίσουμε.»

Και μπήκαν.

(Τέλος επεισοδίου. Όλα τα επεισόδια εδώ)

Το red n’ noir προτείνει βιβλία:

Η ληστεία της Πέτρας ΧIV

Κεφάλαιο 28 (25 Ιουνίου 1926 – άνοιξη 1927)

Όταν ο Θύμιος Ρέντζος ήταν στο Διοικητήριο των Ιωαννίνων κατάλαβε ότι ο στρατηγός Μάρκου, ο Διαλλέτης, ο Γάσπαρης και ο επίτροπος Λεοντώνιος, υπό την πίεση της κοινής γνώμης, είχαν παύσει να θεωρούν αυτόν και τον αδελφό του ανεύθυνους του εγκλήματος στην Πέτρα, έφυγε, δίνοντας την υπόσχεση ότι θα επιστρέψει σε λίγο με τον αδελφό του Γιάννη Ρέντζο, προκειμένου να αντικρούσουν τις επίσημες καταθέσεις και τις εναντίον τους φήμες.

Όμως ο Θύμιος Ρέντζος είπε αυτά μόνο για να ξεφύγει και αφού έφυγε δεν είχε στο μυαλό του να ξαναγυρίσει και να πιαστεί στη φάκα. Πήγε σπίτι του που τον περίμενε ο αδελφός του. Αυτός ήταν περισσότερο πληροφορημένος, μολονότι δεν μετέβη στο Διοικητήριο. Λίγη ώρα πριν είχε συναντήσει έναν αξιωματικό και από αφέλεια ή για να παράσχει εκδούλευση του είπε:

«Πώς δεν σας έπιασαν ακόμα;»

«Μα γιατί να μας πιάσουν;»

«Έτσι έμαθα πως λένε.»

Ο Γιάννης γέλασε εκείνη τη  στιγμή και έτρεξε στο σπίτι του. Όταν ο Θύμιος έφτασε μετά από λίγο τα είχε όλα έτοιμα για τη φυγή τους. 

«Δρόμο χωρίς άλλη κουβέντα!», είπε στο Θύμιο μόλις τον είδε. Μας πιάνουν.

«Το ξέρεις; Έτοιμος είσαι;»

Παρέστεκε εκεί η μητέρα τους και η γυναίκα του Γιάννη. Συνηθισμένες από τέτοιες περιπέτειες δεν έδειχναν και πολλή συγκίνηση. Η μητέρα τους μόνο σιγόκλαιγε και έτρεμε.

«Τι θα γίνουμε; Άλλα βάσανα!»

«Σώπα!», της φωνάζει ο Γιάννης. Ας είναι καλά οι πατριώτες μας που θέλουν να μας βγάλουν το μάτι.

Όταν η νύχτα έπεσε πυκνή στα Γιάννενα από το σπίτι των Ρεντζαίων βγήκαν δυο γέροι με μακριά γενειάδα. Περπατώντας γοργά τράβηξαν από τον δημόσιο δρόμο προς την αγροσυνοικία του Εμίν-Αγά, λίγο κάτω από το Μπιζάνι. Εκεί έμειναν σε μια σκηνή επί πολλές μέρες.

Λίγο πιο κάτω γίνονταν ο περίφημος «Θρήνος του Λούρου» και πληθυσμοί ολόκληροι δέρνονταν και ζεματίζονταν με λάδι από τα όργανα της τάξης, για να μαρτυρήσουν ποιοι έκαναν τη ληστεία της Πέτρας.

Όταν οι διώκτες αντιλήφθηκαν τη φυγή τους, κινητοποίησαν τάγματα ολόκληρα προς τη ελληνο-αλβανική μεθόριο και τα Ζαγόρια με τη σκέψη ότι οι λήσταρχοι θα έφευγαν προς την Αλβανία ή θα φιλοξενούνταν σε κάποιο χωριό του Ζαγοριού που είχαν πολλούς συγγενείς, ξεχνώντας πως είχαν φίλους και στη μικρή ηπειρωτική γωνίτσα.

Έτσι, οι λήσταρχοι έμειναν στου Εμίν Αγά μήνα ολόκληρο. Εκεί δεχτήκανε σειρά πρακτόρων τους, οι οποίοι, ερχόμενοι σε επαφή με τα όργανα της αρχής, ήταν εν γνώση των κινήσεων τους και τους μετέδιδαν κάθε λεπτομέρεια.

Αλλά ο «Κλοιός του Μακρυγιάννη» και ο «Θρήνος του Λούρου» ανέβαινε προς το Εμίν Αγά. Από σπίτι σε σπίτι ο περίφημος αξιωματικός της χωροφυλακής Μακρυγιάννης έψαχνε, ανέκρινε και έδερνε αλύπητα τους δήθεν πάντα αγνοούντες. Η μέρα που θα έφτανε και στη στάνη που φιλοξενούσε τους Ρεντζαίους πλησίαζε. Οι φίλοι τους καθώς και ο τσέλιγκας που είχε δώσει την κρυψώνα ανησύχησαν. Έπρεπε να φύγουν αλλά πὠς; Τα πόστα είχαν τώρα πιαστεί και κανείς δεν μπορούσε να περάσει.

Όμως οι Ρεντζαίοι είχαν πεποίθηση στον αστερισμό τους και δεν ήταν δυνατό να υποχωρήσουν. Στη στάνη που κρύβονται συγκροτείται μια νύχτα συμβούλιο όλων των πρακτόρων και των κορυφών του ληστρικού επιτελείου. Από μερικούς προτείνεται να κατέβουν από τον ποταμό Λούρο στη Φιλιππιάδα και από εκεί να γίνει επιβίβαση στην Πρέβεζα και με ατμόπλοιο να φτάσουν στον Πειραιά, αλλά η ιδέα απορρίπτεται.

Κατά μήκος του Λούρου τα αποσπάσματα σχεδόν σκάβουν τον τόπο για τον εντοπισμό τους και κουνούπι δεν είναι δυνατό να περάσει. Το ξύλο που πέφτει αλύπητα είχε ανοίξει τα στόματα όλων και βγάζουν στη φόρα  ό,τι ξέρουν ή ό,τι μάθαιναν.

Το κρέμασμα των μπιστικών του μοναστηριού του Προφήτη Ηλία και η παράλυση των ποδιών του ιδιόκτητη του πανδοχείου απέναντι από τον τόπο του εγκλήματος της Πέτρας, έχουν βάλει σε πανικό όλους τους νομάδες και κανείς δεν τολμάει να φανεί καν ότι έχει σχέση με τους ληστές και προπάντων με τους Ρεντζαίους. Το ληστοροτροφικό δίκτυο έχει σβήσει.

Τίθεται, λοιπόν, σε εφαρμογή το εξής θρασύτατο σχέδιο. Φεύγουν δυο άνθρωποι των Ρεντζαίων και άγνωστο πώς και τι έκαναν, επιστρέφουν τα ξημερώματα με τέσσερα αμπέχονα χωροφυλάκων. Τα φορούν. Φοράει επίσης ένας τους και έναν μανδύα με καθαρά πάνω τους τα τρία γαλόνια του βαθμού του νωματάρχη. Και πριν ο ήλιος φέξει, ένα τέλειο απόσπασμα χωροφυλάκων με επικεφαλής ένα κομψό νωματάρχη βγαίνει στον δημόσιο δρόμο. Ο Γιάννης και ο Θύμιος είναι απλοί χωροφύλακες. Έχουν ξυρίσει τα μουστάκια τους το αρειμάνιο ύφος τους τώρα έχει μεταβληθεί σε ύφος άπειρων νεοσύλλεκτων.

Το απόσπασμα όχι μια φορά, αλλά επανειλημμένως, συναντιέται με άλλα αποσπάσματα, αλλά η σύγχυση είναι τέτοια από την πληθώρα των αποσπασμάτων που κυκλοφορούν, ώστε κανείς δεν υποψιάζεται τίποτα. Το απόσπασμα περνάει μέσα από την πλατεία Ιωαννίνων και κάτω από το Διοικητήριο, έξω από το οποίο εκείνη τη στιγμή ο διοικητής της 8ης Μεραρχίας ανταλλάσει ζωηρές φράσεις με τον κύριο Γάσπαρη.     

*

Ένα χρόνο πέρασαν οι Ρεντζαίοι στην Ήπειρο μέχρι να φύγουν στο εξωτερικό περιφερόμενοι από χωριό σε χωριό, πότε μεταμφιεσμένοι σε χωροφύλακες, πότε ως γέροντες έμποροι και νομάδες και παραπάνω από μια φορές επισκέφτηκαν τα Γιάννενα.

Την ίδια περίοδο πάνω από χίλιοι άνθρωποι κρατήθηκαν, φυλακίσθηκαν, εξορίστηκαν σε νησιά και βρέθηκαν υπό επιτήρηση, προκειμένου να κοπεί ο συνδετικός κρίκος της ληστοτροφίας και να αποκαλυφθεί επιτέλους που βρίσκονται οι Ρεντζαίοι. Χαμένος χρόνος. Τα κρατητήρια Ιωαννίνων, Φιλιππιάδας και Πρέβεζας πληρούνταν ασφυκτικά, τα ατμόπλοια φεύγουν κατάφορτα από νομάδες και χωρικούς απελαυνόμενους, το ξύλο εξακολουθεί αλύπητο στους Ζαγοριανούς, χωρίς αποτέλεσμα. Άλλος τους υπολογίζει στην Πρεμετή, άλλος έξω από την Παραμυθιά, άλλος μέσα στα Γιάννενα. Οι αποσπασματάρχες τρέχουν, φουσκώνουν, ξεφουσκώνουν, δεν αφήνουν πέτρα πάνω στην πέτρα, οι καταθέσεις συσσωρεύονται κατά εκατοντάδες και οι πληροφορίες βρίσκουν η μια πάνω στην άλλη. Έπειτα από μερικούς μήνες αρχίζει η κόπωση, τα μέτρα χαλαρώνουν και έξι μήνες μετά σταματούν τελείως.

Τα κεφάλια τους επικηρύσσονται για ένα εκατομμύριο και τετρακόσιες χιλιάδες. Φοβούνται την προδοσία ακόμα και από φίλους, διαδίδουν ότι έχουν φύγει στο εξωτερικό όμως κάθονται κρυμμένοι μισό χρόνο ακόμα. Λημεριάζουνε από βουνό σε βουνό και ενεργούνε, ώστε να φύγουνε προς Αλβανία.  

Η άνοιξη πλησιάζει και οι πλαγιές είναι ακόμα γεμάτες χιόνια. Όσα αποσπάσματα έχουν ξεμείνει στα βουνά χουζουρεύουν μέσα στις στάνες, στις οποίες έρχονται συνήθως οι βοσκοί να διαπραγματευτούν δουλειά για τις θερινές βοσκές. Τα περισσότερα αποσπάσματα είναι προς την Φιλιππιάδα που είναι οι χειμερινές βοσκές. Έτσι ο δρόμος προς την Αλβανία είναι σχεδόν ελεύθερος. Ο μόνος κίνδυνος είναι τα φυλάκια αλλά οι στρατιώτες κοιτάζουν μην καταπατηθούν τα σύνορα και όχι ποιος περνάει.

Οι δυο Ρεντζαίοι είναι ντυμένοι βλάχικα και έτσι που δεν ανθούν τα μουστάκια τους δίνουν εντύπωση νεοσύλλεκτων γιδοβοσκών. Έχουν μαζί τους τέσσερα πρόβατα και φτάνουν νύχτα στο «στένωμα» της Κακαβιάς, όπου τα δυο φυλάκια, το ελληνικό και το αλβανικό βλέπουν το ένα το άλλο σε απόσταση μερικών εκατοντάδων μέτρων.

Μένουν εκεί με πολλή προφύλαξη και όταν κατά τα μεσάνυχτα το σκοτάδι έχει πέσει βαθύ, χτυπούν τα δυο πρόβατα προς το μέρος του ελληνικού φυλακίου και τα άλλα δύο προς το μέρος του Αλβανικού. Τα ζώα φεύγουν τρεχάτα προς τις αντίθετες διευθύνσεις και οι σκοποί, ακούγοντας ποδοβολητά, αρχίζουν τους πυροβολισμούς κατ’ αλλήλων. Ακολουθεί σύγχυση και έπειτα εξηγήσεις για την αιτία των πυροβολισμών και στο τέλος-τέλος για την προέλευση των προβάτων και για το ποιο φυλάκιο θα τα κρατήσει. 

Μέσα στην σύγχυση, που σκόπιμα προκάλεσαν οι Ρεντζαίοι, πηδούν από έναν βράχο είκοσι μέτρα κάτω από το μέρος που ο αλβανός και ο έλληνας διοικητής του φυλακίου τσακώνονταν για τα πρόβατα.

Αθέατοι κατόπιν με τα πασουμάκια τους στα χέρια τρέχουν προς το εσωτερικό της Αλβανίας, ώσπου απομακρύνονται σε απόσταση από τα φυλάκια. Τρέχουν μια ώρα δρόμο και μόλις φτάνουν σε κάποιο γνώριμο τους καταφύγιο πέφτουν για ύπνο.

Το πρωί φρεσκότατοι και ήσυχοι, έχοντας ξεφύγει από τον εφιάλτη της ελληνικής χωροφυλακής μπερδεύονται μέσα στους Αλβανούς, που κατά εκατοντάδες γυρίζουν τις παραμονές της άνοιξης να πιάσουν δουλειά στους βοσκότοπους. Είναι πια πάλι ξένοιαστοι.           

Κεφάλαιο 29 (Κυριακή 13 Ιουνίου 1926)

Η χρηματαποστολή αναχωρεί δυο βδομάδες αργότερα από το αρχικό πλάνο. Τις πληροφορίες για την ημερομηνία, την ώρα,  Η συμμορία είχε συγκεντρωθεί από το βράδυ κάπου κοντά στο Μοναστήρι του Παπα-Γιάννη. Τα όπλα τους τα είχε κρύψει από πιο πριν εκεί ένας Τσέλιγκας. Ο Διαμαντής έχει κρατήσει τον αριθμό και τα χαρακτηριστικά του αυτοκινήτου που νοικιάστηκε προκειμένου να μεταφέρει τα χρήματα και τους συνοδούς του. Δουλειά του είναι να το αναγνωρίσει όσο οι άλλοι θα περίμεναν για να το ληστέψουν. Είναι αποφασισμένοι να σηκώσουν τα δεκαπέντε εκατομμύρια που μεταφέρει η Τράπεζα στην Αθήνα μέσω Πρεβέζης.

Η ομάδα αποτελείτε από έξι. Τον Μερεμέτη, τον Διαμαντή, τον Λάμπρο Στάθη, τον Καψάλη, τον Κόκκαλη και τον Ανδρέα Κώτση. Στο κόλπο είναι και άλλοι δύο. Ο υπάλληλος της Εθνικής Τράπεζας Νικόλαος Σταμάτης καθώς και ο κλητήρας Καλλίγερος που είναι ένας από τους συνοδούς της χρηματαποστολής.

Μόλις ο ουρανός αρχίζει να ροδίζει καταλαμβάνουν τις θέσεις τους. Πιάνουν πόστα σε τέσσερεις μεριές για να μην τους φύγει κανείς. Έχουν κόψει ένα μεγάλο δένδρο και περιμένουν να το ρίξουν για να φράξει τον δρόμο όταν έρθει η ώρα. Ο Διαμαντής που ξέρει τ’ αμάξι θα δώσει το σινιάλο.

Οι ώρες περνάνε και το αυτοκίνητο δεν φαίνεται. Κάποτε ακούγετε ένας κρότος μηχανής. Αρπάζουν αμέσως τα όπλα και περιμένουν. Ο Διαμαντής όμως δεν δίνει σινιάλο. Το αυτοκίνητο είναι άλλο. Μια ώρα μετά επαναλαμβάνεται το ίδιο σκηνικό.

Γύρω στις οκτώ το πρωί, το αυτοκίνητο ξεπροβάλει στη καμπή που υπάρχει μεταξύ του 27ου και 28ου χιλιομέτρου της οδού Ιωαννίνων-Πρεβέζης. Ο Διαμαντής δίνει το σήμα και οι υπόλοιποι γεμίζουν τα ντουφέκια και περιμένοντας το πρόσταγμα. Ο Μερεμέτης πετάει το δένδρο και φράζει τον δρόμο. Οι άλλοι ταμπουρώνονται πίσω από πέτρες για να μην τους πάρει καμιά σφαίρα στην συμπλοκή που θα ακολουθήσει.

Είναι οχτώ το πρωί και το αυτοκίνητο που μεταφέρει χρηματοδέματα του υποκαταστήματος της Εθνικής Τράπεζας της Πρέβεζας προς την Αθήνα έρχεται με μεγάλη ταχύτητα. Ο οδηγός βλέπει τον φραγμένο δρόμο. Τινάζεται όρθιος. Μια ομοβροντία πυροβολισμών από την μπροστινή, την πίσω και την αριστερή μεριά από έξι ένοπλους ταράζει την απόλυτη ησυχία προκαλώντας σύγχυση στους επιβάτες.

Το μακελειό αρχίζει. Οι επιβάτες του αυτοκινήτου όπως είναι στριμωγμένοι μετατρέπονται σε έναν ενιαίο στόχο για τα ντουφέκια που αδειάζουν πάνω τους ακατάπαυστα. Με τους πρώτους πυροβολισμούς σκοτώνονται οι περισσότεροι όμως ο οδηγός δεν χάνει την ψυχραιμία του. Κάνει αμέσως όπισθεν. Συγχρόνως, ένας χωροφύλακας ανταποδίδει τα πυρά πετυχαίνοντας ξώφαλτσα τον Κώτση στο πόδι.

Η χρηματαποστολή δεν προλαβαίνει να κάνει πάνω από πέντε μέτρα πίσω. Μια καινούρια ομοβροντία αφήνει άπνουν τον οδηγό. Έχει δεχθεί πολλές σφαίρες στο κεφάλι και το στήθος. Το αυτοκίνητο ακυβέρνητο πια, πέφτει σε παρακείμενη χαράδρα. 

Πέντε ληστές με στρατιωτική ενδυμασία προχωρούν με προτεταμένα τα όπλα πυροβολώντας διαρκώς. Άπαντες, εκτός από τον χωροφύλακα, τον Λαζαρίδη και τον έμπορο Παπαγεωργίου φονεύονται επί τόπου. Φονεύεται μέχρι και ο κλητήρας Καλλίγερος που ήταν στο κόλπο για να μην μείνουν μάρτυρες.

Το πρόσωπο του Λαζαρίδη έχει τόσο κοκκινίσει από το χυμένο αίμα των φονευμένων, ενώ είναι καταπλακωμένος από τα πτώματα, που οι ληστές θεωρούν και τον ίδιο νεκρό. Να ένας τρόπος να σωθεί η ζωή σου.

Ο αρχηγός των ληστών απευθύνεται στον έμπορο Παπαγεωργίου.

«Έχει άλλα ρε;»

«Όχι καπετάνιο», απαντάει ο Παπαγεωργίου

«Πρόσεξε, μωρέ, μη με κοροϊδεύεις».

«Όχι, καπετάνιο μου, λέω αλήθεια».

«Τότε πέθανε και ’συ να ησυχάσω», λέει ο αρχηγός και αδειάζει το περίστροφο κατά του Παπαγεωργίου.

«Μην αφήστε κανέναν ζωντανό, διατάσσει. Σκοτώστε τους όλους γιατί χαθήκαμε!» Ο Παπαγεωργίου παρά τους πυροβολισμούς δείχνει ακόμα σημάδια ζωής και ένα ληστής υπακούοντας τις εντολές του κόβει τον λαιμό με χατζάρα.

Τελικός απολογισμός τρεις χωροφύλακες, ο ταμίας Καλλίγερος και δυο κλητήρες απλώς νεκροί, ενώ επιπλέον νεκρός αλλά και χωρίς κεφάλι είναι ο έμπορος Παπαγεωργίου. Γλιτώνουν μονάχα δύο. Ο Λαζαρίδης που έκανε τον πεθαμένο και ένας χωροφύλακας που κρύφτηκε σε κάτι θάμνους.

Ο Κόκκαλης βλέπει ότι κανείς από τους επιβάτες δεν σαλεύει. Τρέχει προς τ’ αυτοκίνητο. Οι άλλοι έχουν τα όπλα έτοιμα για κάθε ενδεχόμενο. Ο Κόκκαλης προχωράει με προφύλαξη για την περίπτωση που κάποιος χωροφύλακας ζει ακόμα. Όλοι του φαίνονται νεκροί. Δίνει σύνθημα στους άλλους. Τα δεκαπέντε εκατομμύρια είναι τοποθετημένα σε δεσμίδες των εφτακοσίων πενήντα χιλιάδων μέσα σε δερμάτινες τσάντες, τοποθετημένα κάτω από το πυκνό κάθισμα. Για να τα πάρουν σηκώνουν τους πεθαμένους και γεμίζουν με το αίμα τους τα χέρια τους.

(Το επόμενο Σάββατο το τελευταίο επεισόδιο: Να μη μας σκοτώσουν θέλουμε και εδώ μέσα ζούμε και εκατό χρόνια)

Θες;

Λέει ο μύθος, πως απ’ το πιθάρι βγήκαν όλα τα δεινά, μα η ελπίδα έμεινε. Για να δείξει στον άνθρωπο ότι τίποτα δεν τελείωσε ακόμη. Έχω πεισθεί πως η ελπίδα, είναι το πιο οδυνηρό βασανιστήριο που πλήττει εμένα κι εσένα και όλους. Η ελπίδα, δεν είναι τίποτα παραπάνω από ψεύτικες υποσχέσεις. Που δεν τηρούνται. Δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια λανθασμένη οπτική της έκβασης των πραγμάτων. Μια, σιχαμένα, στολισμένη φράση: «όλα θα πάνε καλά’». Όμως σ’ αυτόν τον κόσμο-συνήθως-τα πράγματα δεν πηγαίνουν καλά. Και το τέλος δεν είναι αίσιο. Κι ελπίδα μοιάζει πια, μια χαζή δικαιολογία για ν’ αποφύγουμε, ίσως, τις συνέπειες των πράξεών μας. Των «σ’ αγαπώ» μας, των «δε σ’ αγαπώ» μας. Ίσως μια ενδεχόμενη θλίψη. Αλλά η θλίψη, είναι δέκα φορές πιο μεγάλη όταν κρατάς για το τέλος της ιστορίας την ελπίδα. Στο τέλος, ο θάνατος, είναι πάντα θάνατος. Η εκμετάλλευση, πάντα εκμετάλλευση. Κι η ζωή, πάντα ζωή είναι στο τέλος. Λέω να πάψουμε να κρύβουμε τη ζωή, κάτω απ’ τη λέξη «ελπίδα». Θες;

Μάης 1936: Ψιλή κουβέντα με τον Aspalax

O «Μάης του 1936» είναι κόμιξ σε κείμενο και σχέδιο του Aspalax, που εκδόθηκε από τις εκδόσεις μας (red n’ noir editions) τον Απρίλη του 2020, εν μέσω lock down. Η ιστορία βασίζεται στη γνωστή φωτογραφία της μητέρας του Τάσου Τούση, που  θρηνεί πάνω από το νεκρό σώμα του γιου της, του πρώτου νεκρού από τη μεγάλη απεργία της Θεσσαλονίκης τον Μάη του 1936. Δίπλα σε αυτή τη μητέρα, μέσα στο κάδρο της φωτογραφίας, στέκεται ένα νεαρό αγόρι, μάρτυρας του γεγονότος στο οποίο ο δημιουργός αποδίδει κεντρικό ρόλο στην ιστορία, αναθέτοντάς του να αφηγηθεί την ιστορία μέσα από τα μάτια του.

Για την αρχική ιδέα του κόμιξ, για την πρώτη ύλη που χρησιμοποίησε, για την περίοδο του Μεσοπολέμου, για τις αυοτεκδόσεις, για το πώς προέκυψε το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Aspalax αλλά και για υψηλοτέρα ερωτήματα, όπως οι σπουδαίες αποφάσεις τις ζωής, μιλήσαμε με τον δημιουργό και όλες οι απορίες μας λύθηκαν σε λιγότερες από χίλιες λέξεις!

Θυμάσαι κάτι σε σχέση με το πότε είδες πρώτη φορά τη φωτογραφία του νεκρού Τάσου Τούση;

Την έχω δει πολλές φορές τη φωτογραφία, από το Πανεπιστήμιο ακόμη στο μάθημα της ποίησης για τον Ρίτσο. Φυσικά, το πρώτο πράγμα που μου έκανε εντύπωση στη φωτογραφία ήταν η μάνα που είχε πέσει πάνω από το πτώμα του Τάσου και αμέσως μετά το μάτι μου έπεσε στον μικρό στην άκρη της φωτογραφίας, που δεν είχε σχέση με το θέμα αλλά και είχε, γιατί ενσωμάτωνε την απόγνωση του κόσμου γύρω από το πτώμα. Και αυτός ο μικρός φαινόταν χαμένος, ανήμπορος να αντιδράσει, μουδιασμένος, αλλά ήταν εκεί. Είναι μια παραπομπή αυτή η φιγούρα σε όλο τον κόσμο που είχε βγει στους δρόμους εκείνη τη μέρα.

Από πού άντλησες τις ιστορικές πληροφορίες και το οπτικό υλικό;

Τις ιστορικές πληροφορίες τις πήρα από διάφορες σελίδες στο ίντερνετ που σχετίζονται με το εργατικό κίνημα στον ελληνικό χώρο αλλά και από το βιβλίο του Αβραάμ Μπεναρόγια «Ελπίδες και Πλάνες». Βασικά, από αυτό το βιβλίο ξεκίνησα, και μετά με τις αναφορές που είχε αυτό έκανα και μια μικρή έρευνα στο ίντερνετ. Βρήκα πολλές πληροφορίες και γεγονότα που φυσικά δεν μπορούσα να τα ενσωματώσω όλα μέσα στο κόμιξ.

Το οπτικό υλικό και πάλι το μάζεψα από το ίντερνετ αλλά και από την ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Μέρες του ΄36». Εκεί αναπαριστώνται τα γεγονότα και βρήκα πολύ υλικό και οπτικές αναφορές για να μπορέσω να σχεδιάσω. Βρήκα κάποιες φωτογραφίες επίσης από εφημερίδες της εποχής που κυκλοφορούν στο ίντερνετ αλλά και από το βρετανικό ψηφιακό αρχείο British Pathé για τη Σαλονίκη και την εποχή.

Η προσωπική ιστορία του αφηγητή σου (του νεαρού αγοριού της φωτογραφίας) είναι εντελώς φανταστική ή βασίζεται σε κατατεθειμένες εμπειρίες πραγματικού προσώπου ή προσώπων;

Πήρα τη φιγούρα αυτού του μικρού και πάνω σε αυτόν έχτισα τον βασικό αφηγητή/ήρωα του κόμιξ. Αφηγείται ο ίδιος στο κόμιξ, αλλά αυτά που αφηγείται δεν είναι προσωπικές μαρτυρίες του ίδιου ή ενός προσώπου. Συγχωνεύει όλες τις πληροφορίες και τις μαρτυρίες που συνέλεξα από τη μικρή έρευνα που έκανα για τα γεγονότα. Μετέτρεψα αυτές τις πληροφορίες σε φωνή του ήρωα.

Σε ενδιαφέρει γενικότερα η περίοδος του Μεσοπολέμου ή ήταν μόνο το συγκεκριμένα γεγονότα;

Η περίοδος ναι, με ενδιαφέρει, γιατί είναι μια μεταβατική και σκοτεινή περίοδος. Έχουν γίνει πολλές μεταβάσεις σε πολιτικό, καλλιτεχνικό και κοινωνικό επίπεδο εκείνο το χρονικό διάστημα, που πολλές φορές δεν τις αναζητάμε εκεί ή τουλάχιστον εγώ δεν τις εντόπιζα. Είναι λίγο σκοτεινή, περίεργη περίοδος, πράγμα λογικό εξάλλου, αν δεις τη χρονογραμμή της ιστορίας, τα γεγονότα δηλαδή που προηγήθηκαν και ακολούθησαν. Τώρα ψάχνω λίγο και τη λογοτεχνική παραγωγή της περιόδου και φτιάχνω ένα κόμιξ για τους σκοτεινούς ποιητές και την κοινωνική τους ζωή σε καφενεία, στέκια κλπ και την αντιμετώπιση που είχαν από την κοινωνία ή την εξουσία της εποχής.

Πόσες και ποιες δουλειές έχεις εκδώσει; Προτιμάς τις αυτοεκδόσεις; Είναι οι αυτοεκδόσεις μια λύση ανάγκης ή επιλογή; Ποια τα υπέρ και ποια τα κατά.

Δεν έχω εκδώσει σε εκδότη τίποτα εκτός από τον «Μάη του ’36» σε εσάς, στις εκδόσεις red n’ noir. Όλα τα υπόλοιπα κόμιξ που κάνω τα τυπώνω μόνος μου και τα πάω σε φεστιβάλ εδώ στην Αθήνα και κυρίως στη Ρώμη που γουστάρω και τις αυτοεκδόσεις τους. Ξέρω φυσικά ότι με τα κόμιξ δεν μπορείς να βγάλεις φράγκα και ξέρω επίσης ότι εδώ οι γνωστοί εκδοτικοί οίκοι είναι κλίκες, οπότε δεν αξίζει. Μικροί εκδοτικοί οίκοι που έχουν ανοιχτό μυαλό και γνώση στο κόμικ και δεν κοιτάνε μόνο τα φράγκα, σίγουρα είναι καλό να στηριχτούν. Οι αυτοεκδόσεις σίγουρα είναι μια λύση για τον δημιουργό που θέλει να δώσει αυτά που κάνει στο κοινό. Όσο περισσότερες αυτοεκδόσεις τόσο καλύτερα.

Οι αυτοεκδόσεις μπορεί να γίνουν με πολύ λίγα κόστη και να βγουν προς τα έξω πολύ εύκολα. Μπορούν επίσης να γίνουν και με την ίδια ποιότητα ενός εκδοτικού οίκου για παράδειγμα (αν και πολλοί εκδοτικοί παράγουν πολύ πιο χαμηλή ποιότητα σε περιεχόμενο και φόρμα). Τα υλικά υπάρχουν, οι μηχανές παραγωγής υπάρχουν, οπότε οποιοσδήποτε μπορεί να την ψάξει και να αυτοεκδώσει. Επίσης μεγάλη σημασία έχει, πιστεύω, συλλογικότητες να πάρουν στα χέρια τους μέσα παραγωγής, πρέσες, μεταξοτυπίες, χαρτιά, πρίντερς κλπ και να εκδίδουν συλλογικά και αυτόνομα. Υπό αυτή την άποψη, οι αυτοεκδόσεις είναι επιλογή πολιτική και καλλιτεχνική, καθώς θα είναι μια παραγωγή από τα κάτω και οριζόντια.

Γιατί Aspalax; Πώς προέκυψε;

Λοιπόν ασπάλαξ ή ασπάλακας τελοσπάντων είναι το όνομα ενός μικρού τρωκτικού, κάτι σαν τυφλοπόντικας ή αρουραίος, που ζει υποχθόνια. Τη λέξη αυτή την ψάρεψα όταν διάβαζα τον Ν.Γ. Πεντζίκη και έκανα και τη μεταπτυχιακή μου σ’ αυτόν. Σε κάποια φάση, ο ίδιος περιέγραψε τον τρόπο που γράφει, πώς δομεί το λόγο του και πώς αντιμετωπίζει και τον κόσμο γύρω του και μέσα του βέβαια.

Όπως ο ίδιος είχε πει: «Πολύ σωστά ένας φίλος είπε […..] ότι η δουλειά μου είναι δουλειά ασπάλακος. Εργαζόμενος υπογείως και τυφλά, σε όλη την έκταση των εμπειριών που καλλιεργώ, δεν ενδιαφέρομαι για το άμεσα αντιληπτό και χρήσιμο αποτέλεσμα αλλά για μια χαρτογράφηση του αγρού από την ανάποδη, με την πλήρη και ακριβή αναγραφή των σημείων που πιάνουν οι ρίζες ή σχηματίζονται διαβάσεις και κοιλότητες».

Τελικά πότε παίρνονται οι μεγάλες αποφάσεις της ζωής;

Όταν διαβάζεις τις ετικέτες με τα συστατικά των απορρυπαντικών στην τουαλέτα σου.

***

Διαβάστε το κόμικς:

Μαύρο δελφίνι V

Το χιλιοτρακαρισμένο Mazda RX5 κατέβαινε με ιλιγγιώδη ταχύτητα την Συγγρού. Στα ηχεία έπαιζε στην διαπασών το Ich will.

Τίποτα δεν αποσπούσε την προσοχή του Βιλέν στο τιμόνι και η μουσική τον κρατούσε σε εγρήγορση.

Ο Κυριάκος έβγαλε μία καρτέλα χάπια.

«Oxycontin», του είπε συνωμοτικά και του ‘κλείσε το μάτι. «Πολύ καλό πράγμα.»

Κούμπωσαν από τρία χάπια μαζί με τις μπύρες που είχαν πάρει νωρίτερα από το ψιλικατζίδικο στην πλατεία. Βγήκαν στην παραλιακή γκαζωμένοι, με τις λαμαρίνες να τρίζουν. Ο Βιλέν έμενε σιωπηλός. Ήθελε να είναι απόλυτα προσηλωμένος σε αυτό που πήγαιναν να κάνουν.

Τι ήξερε; Ένα μεγάλο μοδάτο κλαμπ της παραλιακής, τέτοια ώρα σίγουρα τίγκα στον κόσμο. Το αφεντικό του μαγαζιού χρώσταγε στον δικό του  λεφτά από ένα «δάνειο». Ένας μπράβος μαζί του που ήταν βαρίδι για τον Βιλέν, καθώς του άρεσε να δουλεύει μόνος του.

«Άκουσε», είπε λίγο πριν φθάσουν στο κλαμπ. «Μπαίνω και βγαίνω μόνος, μόλις τελειώσω την δουλειά.»

«Μα», αντιγύρισε ο άλλος.

«Δεν έχει μα και ξεμά», είπε με ήρεμη φωνή. «Μέσα στο μαγαζί θα έχει  ανθρώπους του μαλάκα που πάμε να φάμε, συν μερικές χιλιάδες πελατάκια. Πρέπει να διαφυλάξεις την έξοδο και την διαφυγή μας.»

Ήθελε να του πει: «σε θεωρώ κρετίνο και δεν σε θέλω στα πόδια μου για να μην τα σκατώσεις», αλλά δεν είχε νόημα.

«Άκου», ξαναείπε με μελιστάλαχτη φωνή, καθώς τα κουμπιά είχαν αρχίσει να τον πιάνουν. «Μπαίνω, καθαρίζω, φεύγουμε. Μπαίνω, καθαρίζω, φεύγουμε. Μπαίνω, καθαρίζω, φεύγουμε…»

Ο άλλος τον κοίταγε με μισόκλειστα μάτια από την μαστούρα.

«Είσαι στην είσοδο, αφήνεις το αμάξι κοντά. Αν πάει να με εμποδίσει κανείς του την μπουμπουνίζεις, βγαίνω και την κοπανάμε από ‘δώ. Κατάλαβες;»

Ο Κούλης ένευσε καταφατικά.

Ο Βιλέν τον κοίταξε, αλλά απέφευγε την ματιά του.

«Όταν σου μιλάω θα με κοιτάς στα μάτια.»

«Εεε, είπαμε εντάξει ρε Ρώσε, θα γίνει το σχέδιο όπως θες», είπε και προσπάθησε το γλαρωμένο βλέμμα του να συναντήσει αυτό του Βιλέν.

Το μαγαζί ήταν ασφυκτικά γεμάτο, η πόρτα χαλαρή και οι παρκαδόροι ήταν πηγμένοι καθώς σκοτωνόταν να εξυπηρετήσουν τα αμάξια που έφθαναν, οπότε  δεν θα είχε πρόβλημα ο μικρός, να παρκάρει κοντά στην πόρτα.

Ο Βιλέν διέσχισε το μαγαζί, στην ουσία μία μεγάλη πίστα όπου όλοι χόρευαν και τις  πέντε μεγάλες μπάρες περιμετρικά και προχώρησε στο βάθος. Ένα μπιλιάρδο στόλιζε τον χώρο. Δεν υπήρχε ψυχή. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα. Ούτε γορίλας στην πόρτα ούτε κανείς. Μπήκε μέσα και είδε τον ιδιοκτήτη καθισμένο στο γραφείο του με ένα μπουκάλι 12αρι Ηibiki και ένα μισογεμάτο ουισκοπότηρο.

Δίπλα είχε ένα Glock 35 gen.

«Hρθες;» του είπε με ένα κουρασμένο χαμόγελο «σε περίμενα».

Ο Βιλέν έβγαλε το Τοκάρεφ και βίδωσε τον σιγαστήρα.

«Σαν σκοτεινός άγγελος.»

«Δεν χρειάζεται, μάγκα μου, τζάμπα κόπος.»

Σήκωσε το Glock και το έχωσε στο στόμα του. Ο Βιλέν άκουσε τον πυροβολισμό, ενώ από πίσω ακουγόταν ο απόηχος της μουσικής, κάποια τελευταία χορευτική επιτυχία. Ο τοίχος είχε γεμίσει αίματα και κάποια κομμάτια από αυτό που κάποτε  ήταν το μυαλό. Πήρε μια βαθειά ανάσα, έβγαλε τον σιγαστήρα  και βγήκε. Έκλεισε την πόρτα απαλά σαν να κοιμόταν και να μην θέλει να τον ξυπνήσει.

Στον δρόμο δεν μίλαγαν. Και τι να πούν; Αυτό το σκηνικό δεν το είχε ξαναδεί. Στα ηχεία ακουγόταν το fuck the police:

«Ο φόνος αποκαλείται, παρεξήγηση, μπάτσε είσαι μπάσταρδος δεν χωράει άλλη εξήγηση.»

Άφησε το βλαμμένο στην πλατεία Βικτωρίας και ανηφόρισε για Νεάπολη. Πάρκαρε στην Βατατζή και κατέβηκε  στο διαμέρισμα του, μία ημιυπόγεια γκαρσονιέρα. Είχε το πλεονέκτημα να είναι δίπλα στο ασανσέρ υπηρεσίας, το μόνο που ανέβαζε στην ταράτσα. Από εκεί μπορούσε να κόβει κίνηση στην  Ιπποκράτους ή να την κοπανίσει από ταράτσα σε ταράτσα αν τον στριμώχνανε οι μπάτσοι.

Του άρεσε η περιοχή. Ήταν κέντρο απόκεντρο, μία ήσυχη γειτονιά κοντά στα Εξάρχεια, αλλά μακριά από τα μπάχαλα.

Καβάτζωσε το Τοκάρεφ και τον σιγαστήρα και έπεσε ντυμένος στο κρεβάτι. Σε μισή ώρα έπρεπε να είναι στην πλατεία. Τον ξύπνησε η φασαρία από τον δρόμο. Η Ιπποκράτους ήταν μποτιλιαρισμένη όπως πάντα.

Ανακάθισε στο κρεβάτι, ήταν δέκα το πρωί.

«Σκατά, με πήρε ο ύπνος», μονολόγησε.

Κούμπωσε  δύο χάπια που είχε καβατζώσει  από τον μικρό, με χθεσινό καφέ σε πλαστικό ποτήρι. Κατέβηκε στο γνωστό καφενείο στην πλατεία, αλλά ο Ιαν δεν ήταν εκεί.

«Είδες τον δικό μου;» ρώτησε τον καφετζή.

«Ήταν εδώ, έφυγε πριν καμία ώρα.»

Πήρε φρέσκο καφέ σε πλαστικό κύπελλο και βγήκε. Κατηφόρισε την Στουρνάρη μέχρι την Μάρνη και κατευθύνθηκε προς την πλατεία Βικτωρίας. Πήγε σε δύο χαρτοπαιχτικές που είχε ο Αλβανός, αλλά δεν ήταν πουθενά.

«Γαμημένε Ιανέ που είσαι;» γρύλισε.

Μεσημέριαζε όταν γύρισε  σπίτι. Πήρε το 22αρι Ruger το έχωσε στην μπότα και μπήκε στο αμάξι. Έφτασε στο Ζεφύρι μετά από περίπου μία ώρα. Μπήκε στον χωματόδρομο   με τις λακκούβες και βγήκε σε έναν μαχαλά από παράγκες. Ένας Ρομά λιαζόταν σε έναν χιλιοτρυπημένο καναπέ, με  ένα τεραστίων διαστάσεων κασετόφωνο δίπλα του να  παίζει  τέντα, σκυλοτράγουδα.

«Πάλι εδώ μπάλαμο;» Είπε χαμογελώντας

Μπήκε στην παράγκα, χωρίς να απαντήσει. Η Γιασεμή, μία ακαθορίστου ηλικίας όμορφη Τσιγγάνα του ζύγισε στην ηλεκτρονική ζυγαριά, ένα πεντάγραμμο και της έδωσε 200 ευρώ. Τράβηξε μία μυτιά και ένοιωσε την μύτη του να μουδιάζει.
Έβαλε τα Ray-ban και βγήκε. Το κασετόφωνο έπαιζε  τώρα άλλο  τραγούδι και ξυπόλητα παιδιά χόρευαν και έτρεχαν στον χωμάτινο δρόμο με  τα λασπόνερα και την αλάνα.

«Να μας ξανάρθεις άρχοντα», του είπε  ο τύπος με το κασετόφωνο

«Σίγουρα», αποκρίθηκε ο Βιλέν.

Το απόγευμα πήγε στο ίδιο καφενείο της πλατείας. Ο Ιαν δεν ήταν και πάλι έκει. Τον πήρε στο κινητό και ήταν κλειστό. Κατηφόρισε στις δύο λέσχες βρήκε τον Άντι, το δεξί χέρι του Ιαν, να καπνίζει έξω σε μία από αυτές, τον πήρε αγκαλιά και τον τράβηξε μέσα. Ένοιωσε το Colt με την θήκη, περασμένη στην ζώνη κάτω από το σακάκι.

«Τι είναι αυτό ρε;»

«Τίποτα μην ανησυχείς, έγιναν πολλά που δεν ξέρεις.»

«Όπως;»

«Άσε θα στα πει ο Ιανός καλύτερα.»

Ο Άντι ήταν ένας 35χρονος χτιστός με πολλά ένσημα στην νύχτα. Είχε βγάλει ήδη μία θητεία φυλακή για προστασία και εκβιασμούς. Ο Βιλέν δεν γούσταρε πολλά  μαζί του. Ήταν κωλόπαιδο, νεοναζί, οργανωμένος χουλιγκάνος, ένα απόβρασμα. Είχε ακουστεί ότι είχε σφάξει έναν Πακιστανό στον Αγ. Παντελεήμονα, ωστόσο ποτέ δεν μαθεύτηκε αν ήταν αλήθεια η παραμύθι. Είχε έναν μεγάλο κέλτικο σταυρό στον σβέρκο μην αφήνοντας καμιά αμφιβολία ότι είναι ένα μπάσταρδο του Χίτλερ.

«Οκ, θα τα ξαναπούμε», είπε χαμογελώντας.

Δεν θα είχε κανέναν ενδοιασμό να του τινάξει τα μυαλά στον αέρα.

Πέρασε μία εβδομάδα και ο Ιαν ήταν ακόμα άφαντος. Χτύπησε το κινητό αλλά ήταν το βλαμμένο.

«Έλα τι έγινε;»

«Όλα καλά!»

«Δεν έμαθες τι έγινε;»

«Όχι, τι;»

«Φάγανε έναν Πακιστανό ντίλερ στην Βικτώρια.»

«Α! Έτσι», είπε δήθεν αδιάφορα, ο Βιλέν

«Μίλησες με τον Ιαν;»

«Όχι είναι εξαφανισμένος, μάλλον φοβάται σκέφτηκε, αλλά δεν το είπε στον  μικρό καθώς δεν το εμπιστευόταν.

Ο Αλβανός  δεν γούσταρε μαλακίες στην περιοχή του. Δεν ήθελε ναρκωτικά πουτάνες και εμπόριο όπλων. Προτιμούσε λιγότερο επικίνδυνες δραστηριότητες όπως ο τζόγος  και η τοκογλυφία. Εκτός από τις δύο λέσχες, είχε και δύο τρία ανταλλακτήρια χρημάτων όπου ξέπλενε το χρήμα.

Το ερώτημα ήταν γιατί είχε εξαφανιστεί. Είχε σχέση με αυτόν που καθάρισε τον έμπορα;

(Τέλος επεισοδίου. Όλα τα επεισόδια εδώ)

Το red n’ noir προτείνει βιβλία:

Η ληστεία της Πέτρας ΧIII

Κεφάλαιο 25 (31 Οκτωβρίου 1928)

Για την πιο αιματηρή ληστεία στα χρονικά της Ηπείρου, τη ληστεία της Πέτρας, μεραρχίες κινητοποιήθηκαν επί δυο χρόνια, όλα τα χωριά του Λούρου έκλαψαν από ξύλο και δαρμό, ανώτεροι δικαστικοί, στρατιωτικοί και αστυνομικοί πήραν τα βουνά και του λόγγους για να βρουν τους Ρεντζαίους, αλλά στάθηκε αδύνατο. Δυο ετών εργασία και κινητοποιήσεις και τρεξίματα και ανακρίσεις δεν κατόρθωσαν να τους ανακαλύψουν. Όμως οι διαβόητοι λήσταρχοι έπεσαν τελικά στα χέρια του κυρίου Καλυβίτη, μόλις ένα χρόνο από τη στιγμή που ανέλαβε προσωπικά την έρευνα για τον εντοπισμό και τη σύλληψή τους.

Ως εκ τούτου, ο διευθυντής της αστυνομίας πόλης κύριος Καλυβίτης δεν έχει χρόνο να ασχοληθεί με την έρευνα της μυστηριώδους αυτοκτονίας που συνέβη την προηγούμενη μέρα μέσα στο ναό του Αγίου Κωνσταντίνου στην Ομόνοια. Ένας πενηντάρης κύριος τίναξε τα μυαλά του στον αέρα μέσα στην εκκλησία. Στα σημειώματα που βρέθηκαν πάνω του, μεταξύ άλλων, παρήγγειλε να τον θάψουν με τις πιτζάμες και τις κάλτσες του.     

Ο κύριος Καλυβίτης ενδεχομένως να αγνοεί αυτό το περιστατικό, καθώς όταν συνέβη βρισκόταν στο τρένο επιστρέφοντας από τη Βάρνα. Στις 10.30 το εξπρές έφτασε στην Αθήνα και ο κύριος Καλυβίτης έπρεπε αμέσως να παρουσιαστεί στον υπουργό Εσωτερικών κύριο Ξαβιτσιάνο, στον οποίον και ανέφερε τα σχετικά με τη σύλληψη των Ρεντζαίων. Δεν παρέλειψε να τον ενημερώσει για τις ενέργειες που κατέβαλε, προκειμένου οι συλληφθέντες να εκδοθούν στην Ελλάδα εντός των επόμενων ημερών. Μέσα στη συμφωνία με τη βουλγαρική κυβέρνηση, είναι η ανταλλαγή τους με δυο Βούλγαρους κρατούμενους των ελληνικών φυλακών.  

Η δεύτερη κίνηση που κάνει ο κύριος Καλυβίτης είναι να καλέσει στο γραφείο του ορισμένους δημοσιογράφους, ώστε να τους αφηγηθεί τα κατορθώματά του. Αφού καλωσορίζει σε αυτήν την άτυπη πρες κόνφερανς τους αστυνομικούς συντάκτες από μερικές αθηναϊκές εφημερίδες της επιλογής του, ο καλοστεκούμενος διευθυντής αστυνομίας πόλης, φορέας επίσης ενός περιποιημένου μουστακιού το οποίο διατηρεί κοντοκουρεμένο κάτω από την κομψή του μύτη, ξεκινάει την αφήγησή του.

Οι πληροφορίες που συγκεντρώσανε έλεγαν ότι τα δυο αδέρφια είχαν εγκαταλείψει την Ήπειρο τον περασμένο Μάρτιο. Ως τότε έμεναν κρυμμένοι κάπου γύρω από τα Ιωάννινα, και από εκεί αναχώρησαν για την Αλβανία, από όπου προμηθεύτηκαν πλαστά διαβατήρια που εξέδωσαν με ψευδώνυμα, και έτσι πέρασαν στην Ιταλία. Από εκεί αναχώρησαν για τη Ρουμανία σιδηροδρομικώς μέσω Σερβίας.

Ασφαλώς, η αστυνομία διαθέτει δίκτυο πληροφοριών. Επιπλέον, εφαρμόστηκε πλήρες σχέδιο. Αρχικά, εγκαταστήσαμε ιδιαίτερο γραφείο πληροφοριών στο Κιλκίς, υπό του αρχιφύλακα Καβρικοσαίου. Στο Κιλκίς παρέμενε ο πεθερός τους, Βασίλης Κολοβός, και επιπλέον οι δυο λήσταρχοι έχουν στην περιοχή περιουσία. Εκεί παρακολουθούνταν η αλληλογραφία των λήσταρχων με τον Κολοβό και άλλους συγγενείς τους, μέσω μυστικού αστυνομικού, που είχε διοριστεί ως ταχυδρομικός διανομέας. Από τις επιστολές των Ρεντζαίων, ο κύριος Καβρικοσαίος πληροφορούνταν για όλες τις κινήσεις τους και ενημέρωνε την Αθήνα τηλεγραφικώς.      

Για τις κινήσεις τους όσο και για την εξέλιξη της έρευνας, ενημερωνόταν με τη σειρά του το υπουργείο Εσωτερικών, ενώ συγχρόνως το πολιτικό γραφείο του υπουργείου Εξωτερικών διεξήγαγε συνεννοήσεις με την ελληνική πρεσβεία Βουκουρεστίου, η οποία λάμβανε πληροφορίες μέσω εμπιστευτικών εγγράφων. Λίγες μέρες πριν, το υπουργείο λαμβάνει ενημέρωση από την ελληνική πρεσβεία Βουκουρεστίου ότι τα άτομα που θεωρούνται ως Ρεντζαίοι έχουν αναχωρήσει για τη Βάρνα της Βουλγαρίας.

Την Παρασκευή 19 Οκτωβρίου του 1928, αναχωρούν από την Αθήνα με τον αστυνόμο Κουτσουμάρη και τον γλωσσομαθή αστυφύλακα Βροχίδη. Εφοδιάζονται με διαβατήρια και ξεκινάνε σιδηροδρομικώς για το κυνήγι των Ρεντζαίων στη Βουλγαρία. Κάνουν μια στάση στη Θεσσαλονίκη, όπου συναντάνε τον υπαστυνόμο κύριο Λαμπρινόπουλο. Συνεννοούνται να μεταβούν στη Βάρνα μέσω της γραμμής Δεδέαγατς‒Θράκη, ενώ οι υπόλοιποι θα πάρουν τη γραμμή Γευγελή‒Σερβία‒Βουλγαρία. Τελική συνάντηση ορίζεται η Βάρνα.

Τη Δευτέρα 21 Οκτωβρίου, βρίσκονται ήδη στη Σόφια, όπου επικοινωνούνε μέσω της πρεσβείας με τις βουλγαρικές αρχές. Ο Βούλγαρος πρέσβης της Αθήνας τούς έχει εφοδιάσει με μια θερμή συστατική επιστολή προς τον διευθυντή της αστυνομίας Σόφιας, και έτσι ο κύριος Καραγκιόζοφ τίθεται αμέσως στη διάθεσή τους. Με τη σειρά του, τους εφοδιάζει κι αυτός με συστατικές επιστολές προς τον διευθυντή της αστυνομίας Βάρνας, και ξεκινάνε την ίδια μέρα για τον τελικό σταθμό της αποστολής τους.

Τόσο στον αστυνομικό διευθυντή Σόφιας όσο και στον αντίστοιχο της Βάρνας έχουνε πει ότι αναζητούν δυο τρομερούς κακοποιούς, αλλά δεν έχουνε πει τα ονόματα των Ρεντζαίων. Ελάχιστοι Βούλγαροι αστυνομικοί μόνο γνωρίζουν την ταυτότητά τους. Στους υπόλοιπους συστήνονται ως τυρέμποροι. Και τα διαβατήρια τους άλλωστε γράφουν πως είναι έμποροι, ταξιδεύοντες για εμπορικούς λόγους.

Το ταξίδι από τη Σόφια μέχρι τη Βάρνα διαρκεί δεκαέξι περίπου ώρες, και κάπου στις τρεις το απόγευμα της Τρίτης φτάνουν επιτέλους στον προορισμό τους. Αμέσως παρουσιάζονται στον Μεντικάροφ ‒διευθυντή αστυνομίας Βάρνας‒, ο οποίος τους υποδέχεται με εγκαρδιότητα και προθυμία. Αναλαμβάνει μάλιστα ο ίδιος προσωπικά να συνεργαστεί μαζί τους, προκειμένου να μην κινητοποιηθεί άλλος αξιωματικός. Με αυτόν τον τρόπο τους προστατεύει από τη διαρροή πληροφοριών. Τους ενημερώνει επίσης για τους παραμένοντες ξένους στην περιφέρειά του και αρχίζει να συλλέγει τις πληροφορίες που τους χρειάζονται.

Παράλληλα, αρχίζουν να ενεργούνε. Η πρώτη και σπουδαιότερη εργασία τους είναι να διαδώσουνε την ιδιότητά τους ως τυρέμποροι, καθώς η πόλη είναι μικρή, το ελληνικό στοιχείο πολυπληθές και η άφιξη οποιουδήποτε Έλληνα γίνεται αμέσως γνωστή.

Αρχικά βαδίζουνε στα τυφλά. Οι πληροφορίες από τη Ρουμανία είναι μάλλον αόριστες. Όνομα Ρεντζαίων δεν φαίνεται πουθενά και είναι άγνωστο με ποια ψευδώνυμα κυκλοφορούν. Ακόμα και το αν βρίσκονται πράγματι στη Βάρνα δεν είναι βέβαιο. Μόνο δυο παλιές τους φωτογραφίες υπάρχουν και είναι πιθανόν να μην θυμίζουν πια σε τίποτα τα αναζητούμενα πρόσωπα.

Οι συναντήσεις των Ελλήνων αστυνομικών με τους Βούλγαρους συναδέλφους τους γίνονται τη νύχτα χωρίς να τις αντιλαμβάνεται κανείς. Κατά τα άλλα, οι πολίτες της Βάρνας, Έλληνες και Βούλγαροι, πεισμένοι ότι πρόκειται για μεγαλέμπορους τυριού, σπεύδουν να τους προσφέρουν δείγματα για να δοκιμάσουν.

Μετά από δυο μέρες άκαρπων ερευνών, την Πέμπτη, ο Βούλγαρος συνάδελφός τους ειδοποιεί ότι έχουν έρθει από τη Ρουμανία δυο Αλβανοί έμποροι σιτηρών, οι οποίοι διαμένουν στην πανσιόν της Ελληνίδας χήρας, κυρίας Ασθενίδου. Ο προξενικός υπάλληλος κύριος Σταύρου συγχρόνως τους ανακοινώνει ότι, πριν δυο μήνες, δυο αρβανίτες έμποροι ήρθαν στη Βάρνα και παραμένουν, κάνοντας εμπόριο δημητριακών καρπών. Αμέσως αρχίζει η παρακολούθηση των δυο υπόπτων. Ο κύριος Σταύρου τούς δείχνει το κατάστημά τους και πιάνουν πόστο απ’ έξω, αναμένοντες τους Ρεντζαίους. Μετά από πάροδο λίγης ώρας, κατορθώνουν να τους διακρίνουνε. Με μια πρώτη ματιά, οι υποψίες τους για την ταυτότητά τους ενισχύονται. Όμως δεν βρίσκονται ενώπιον δύο, αλλά ενώπιον τριών ατόμων. Δυο δήθεν Αλβανών και ενός Έλληνα, που έχουν ανοίξει επιχείρηση εμπορίας σιτηρών και οσπρίων και κανείς δεν μπορούσε να τους υποψιαστεί. Τα τρία πρόσωπα έχουν δώσει τίτλο στην επιχείρηση «Αθανάσιος Τσίκος και Σία». Έχουν επίσης προβεί στην αγορά επτά βαγονιών σιτηρών και αρκετής ποσότητας φασολιών.       

Χωρίς να χάσουν ούτε λεπτό, σπεύδουν στη διεύθυνση της αστυνομίας και ανακοινώνουν την ανακάλυψή τους. Τους προτείνουνε να καλέσουν τους υπόπτους στην αστυνομία, με πρόσχημα τη θεώρηση των διαβατηρίων τους. Ο κύριος Μεδνικάροφ δέχεται και στέλνει τρεις αστυφύλακες και τον κλητήρα του προξενείου να τους ειδοποιήσουν σχετικά. Δεν περνάει πολλή ώρα και οι τρεις κληθέντες βρίσκονται έξω από το γραφείο. Η συνεννόηση είναι ότι οι Έλληνες αστυνομικοί θα παριστάνουν τους Βούλγαρους, που βρίσκονται εκεί τυχαία. Αν εξακριβώσουνε ότι είναι οι Ρεντζαίοι, θα ειδοποιήσουνε με ένα νεύμα. Ο διευθυντής της βουλγαρικής αστυνομίας μένει απολύτως σύμφωνος και διατάζει να εισαχθούν οι προσαχθέντες.  

Οι δυο αστυφύλακες μπαίνουν στο γραφείο συνοδεύοντας ένα  άτομο, το οποίο, όπως ανέφεραν, βρισκόταν στο σπίτι των άλλων δύο εκείνη την ώρα.

«Ποιο είναι το όνομα σου;» τον ρωτάει ο Μεδνικάροφ.

«Ματσάγκος λέγομαι και κατάγομαι από τα Ιωάννινα», εξηγεί ο προσαχθέντας και συμπληρώνει ότι έχει εμπορικό γραφείο στον Πειραιά.

«Και τι δουλειά είχες στο σπίτι των δυο Αλβανών;» τον ξαναρωτάει ο Βούλγαρος αστυνομικός

«Τυχαία», λέει, «τους γνώρισα στη Βάρνα».

Ο Μεδνικάροφ διατάσσει να αποχωρήσει φυλασσόμενος και να εισαχθεί ο δεύτερος. Δεν περνάνε δυο λεπτά, και οι αστυφύλακες φέρνουν τον δεύτερο. Οι τρεις Έλληνες αστυνομικοί κάθονται στον καναπέ του γραφείου, παριστάνοντας τους άσχετους. Ο Γιάννης Ρέντζος μπαίνει ατάραχος, καθώς δεν έχει καταλάβει ακόμα την παγίδα. Πλησιάζει τον διευθυντή και του δηλώνει ότι ονομάζεται Αθανάσιος Ντίκος, ότι κατάγεται από την Αλβανία και ότι ήρθε στη Βουλγαρία να εμπορευτεί δημητριακά, πράγμα που θα κάνει με κάποιον Γ. Διαμαντίδη.

Ο Μεδνικάροφ, χωρίς να πει λέξη, διατάσσει να τον κρατήσουν και αυτόν και να εισάγουν τον τρίτο. Ο τρίτος είναι ο Θύμιος, ο οποίος μόλις μπαίνει υψώνει το ανάστημά του.

«Αυτός είναι», ψιθυρίζει ο Λαμπρινόπουλος στον Καλυβίτη, ενώ ο Κουτσουμάρης ετοιμάζεται για παν ενδεχόμενο.

Ο Θύμιος πλησιάζει το γραφείο και δηλώνει την ψεύτικη ταυτότητά του. Είναι πια η στιγμή. Ο Καλυβίτης κάνει το συμφωνημένο νεύμα στον Μεδνικάροφ και ο Βούλγαρος χτυπάει αμέσως ένα κουδούνι και παραγγέλνει το δέσιμο των τριών.

«Σταμάτα τα ψέματα», λέει αυστηρά ο Κουτσουμάρης με φλεγματικό ύφος.

«Εσύ είσαι ο Τσίτος;» συμπληρώνει ειρωνικά ο Καλυβίτης.

Ο Θύμιος σφίγγει τα χείλη του και ο Γιάννης κάνει ένα βήμα πίσω. Τα μάτια του πέφτουν στο ανοιχτό παράθυρο. Μπορεί από εκεί να φύγει, πηδώντας κάτω προς το κενό. Το ύψος όμως είναι μεγάλο και θα σπάσει τα πλευρά του. Κάνει ένα νευρικό βήμα πίσω και μια κίνηση να στραφεί προς το παράθυρο. Είναι φανερό πως ζητάει μια ευκαιρία να ξεφύγει. Η φόρα που παίρνει να στρέψει το σώμα του και να πεταχτεί προς το παράθυρο χτυπάει στη μέση. Ένα ξαφνικό σφίξιμο του καρπού του δεξιού του χεριού από την παγερή παλάμη του Κουτσουμάρη τον καθηλώνει ακίνητο στη θέση του. Ο Γιάννης τα έχει χαμένα. Στο πρόσωπό του έχει χυθεί θανάσιμη ωχρότητα και σχεδόν τρέμει. Για παν ενδεχόμενο, ο Καλυβίτης τον πιάνει σφιχτά από τον ώμο. Και σε λίγο, ενώ ο Μενδικάροφ γελάει ικανοποιημένος, ο υπαστυνόμος Λαμπρινόπουλος και ο αστυφύλαξ Βροχίδης τούς περνάνε χειροπέδες. Είναι μια διαδικασία που δεν διαρκεί παραπάνω από το γοργό πέρασμα ενός λεπτού της ώρας. Αυτοί οι φοβεροί λήσταρχοι της Ηπείρου, οι Καίσαρες του Μπιζανίου, των Ζαγοριών και της Αλβανίας, άοπλα αρνάκια τώρα, σαν πρωτόπειροι κλεφτοκοτάδες, έχουν αφεθεί να σιδηροδεθούν χωρίς καμία αντίσταση. 

 «Τελείωσαν τα ψέματα Ρέντζο», τους λέει ο Κουτσουμάρης, «εμπρός ομολογήστε!»

Ο Θύμιος σπάει πρώτος και παραδέχεται αμέσως την ταυτότητά του. Ομολογεί στις βουλγαρικές αρχές μια σειρά ληστειών και φόνων που διαπράξανε στην Ήπειρο μετά τα γεγονότα της Πέτρας, και για τις οποίες οι αρχές δεν γνωρίζανε τίποτα μέχρι τώρα. Ωστόσο, τη συμμετοχή τους στη ληστεία της Πέτρας εξακολουθεί να την αρνείται πεισματικά. Ο Γιάννης σπάει υπό το βάρος της ομολογίας του αδελφού του. Αρνείται και αυτός οποιαδήποτε συμμετοχή στη ληστεία της Πέτρας.  

Όσο για τον Ματσάγκα, τα πράγματα δεν είναι καλύτερα. Και οι τρεις Έλληνες αστυνομικοί τον γνωρίζουνε ως συνεργάτη των Ρεντζαίων, ενώ από τις θεωρήσεις του διαβατηρίου προκύπτει ότι ταξίδευε μαζί τους όλον αυτό τον καιρό.        

Κεφάλαιο 26 (Οκτώβρης 1924)

Οι αρχές και πολλά επίλεκτα μέλη της κοινωνίας των Ιωαννίνων λαμβάνουν πολυτελέστατα προσκλητήρια δια των οποίων αναγγέλλονται οι γάμοι «του κυρίου Ιωάννη Ρέντζου μετά της δεσποινίδος Χαρίκλειας Κολοβού».

Οι γάμοι έγιναν στο νεοαγορασθέν μέγαρο του Κολοβού, με ηγεμονική επισημότητα. Ποτέ ξανά τα Ιωάννινα δεν είδαν τόσο εκλεκτή συγκέντρωση σε γαμήλια τελετή. Τα δώρα, τα οποία εστάλησαν στους νεόνυμφους και μεταξύ των οποίων υπήρχαν ογδόντα τούρτες και άλλες τόσες ανθοδέσμες, γέμισαν δύο κεντρικά δωμάτια του μεγάρου. Τα περισσότερα δώρα προέρχονται από αξιωματικούς και ανακριτικούς υπαλλήλους. Τιμητική θέση ανάμεσά τους κατείχε η πολυτελέστατη ανθοδέσμη ανώτατου στρατιωτικού.

Μετά την τελετή του γάμου, αποχωρούν οι περισσότεροι από τους καλεσμένους και παραμένουν μόνο οι συγγενείς, οι στενοί φίλοι και οι κατά καιρούς πράκτορες και συνεργάτες των Ρεντζαίων. Όλη τη νύχτα, οι γείτονες ακούνε τις φωνές και τα κλέφτικα τραγούδια των διασκεδαζόντων πρώην ληστών. Αρκετοί περίεργοι παρακολουθούν από την πλατεία έξω από το μέγαρο του Κολοβού την πρωτοφανή για τα Ιωάννινα κίνηση.

Δυο μερόνυχτα διαρκούν τα γλέντια για τον πανηγυρισμό του Γιάννη Ρέντζου. Εκατοντάδες χιλιάδες δραχμές δαπανήθηκαν σε φαγητά, ποτά και αυτοκίνητα, με τα οποία οι φίλοι του αμνηστευμένου λήσταρχου περιφέρονταν επιδεικτικώς στους δρόμος των Ιωαννίνων.

Ο γάμος αυτός είναι η αφορμή να αντιληφθούν οι Ρεντζαίοι τη δύναμή τους. Τα δώρα και οι εκδηλώσεις συμπάθειας από μέρους των αρχών αποτελούν την καλύτερη ένδειξη της επίσημης προστασίας την οποία απολαμβάνουν.       

*

1925

Ο Γιάννης Ρέντζος παίρνει μέρος σε μια δημοπρασία, όπου διατίθεται για εκμετάλλευση ένα μεγάλο λιβάδι. Αυτό που γνωρίζει είναι πως η παρουσία του εκεί αρκεί, ώστε η διαδικασία να θεωρηθεί τυπική. Στο τέλος, αυτός θα είναι ο τελευταίος πλειοδότης. Με κατάπληξη όμως παρατηρεί πως κάποιος μικροκτηνοτρόφος παρακολουθεί τη διαδικασία χωρίς να εκδηλώνει καμία προθυμία να υποχωρήσει. Προσφέρει μεγαλύτερες τιμές και επιμένει με κάθε μέσο να εξασφαλίσει υπέρ αυτού την κατοχύρωση. Ούτε τα αυστηρά βλέμματα ούτε οι απειλές του Γιάννη Ρέντζου υπερίσχυσαν.

Ο Γιάννης τον καλεί έξω με την πρόφαση ότι θέλει να του μιλήσει ιδιαιτέρως. Ο κτηνοτρόφος δεν πρόλαβε να αμυνθεί, ενώ ο Γιάννης συνεχίζει ανενόχλητος το έργο του μέχρι που αφήνει αναίσθητο τον χωρικό. Επιστρέφει στη δημοπρασία και χτυπάει την τιμή που θέλει.

Ο κτηνοτρόφος σε κακή κατάσταση φτάνει σπίτι του. Μετά από μια νύχτα εκπνέει. Ο ιατρός εκδίδει το σχετικό πιστοποιητικό. Αιτία θανάτου: πνευμονία.    

(Το επόμενο Σάββατο στο red n’ noir: Αθέατοι κατόπιν με τα πασουμάκια τους στα χέρια τρέχουν προς το εσωτερικό της Αλβανίας | Το μακελειό αρχίζει.)

Διαβάστε επίσης:

Χαρούμενη αυτοχειρία

Είχε ζητήσει άδεια απ’ τη δουλειά γι’ αυτή τη μέρα.

Κι έτσι, όταν ξύπνησε το πρωί, οι κινήσεις του ήταν πιο μαλακές.

Έκανε  λείες όλες τις γωνίες.

Εκείνο το πρωί, άγγιζε.

Δεν έπιανε.

Ύστερα φόρεσε τ’ αγαπημένα του ρούχα.

Όχι τίποτα σπουδαίο.

Ένα φθαρμένο τζιν

-που μαζί του είχε περάσει όλες τις όμορφες στιγμές που ένας άνθρωπος σαν κι αυτόν, ήταν ικανός να ζήσει-

και μια μάλλινη μπλούζα με χρώματα θαμπά.

Τ’ αγαπημένα του ρούχα.

Δεκάρα δεν έδινε, κι ας ήταν μισοφαγωμένα.

Θαρρείς πως ήξερε,

πρώτος απ’ όλους αυτός,

ότι κάθε τι φθαρμένο στον κόσμο τούτο αξίζει πολύ παραπάνω.

Έπειτα, κατηφόρισε χαρούμενος προς το πάρκο.

Πάντα στο αδειανό πάρκο.

Στο παλιό, στο φθαρμένο.

Κι έτσι, ήρεμα πάλι, τύλιξε γύρω απ’ το λαιμό του την τριχιά.

Καμία κίνηση.

Καμιά προσπάθεια ή μετάνοια.

Το άλλο πρωί που δεν πήγε στη δουλειά, τον γύρεψαν.

Όταν τον βρήκαν, λυπήθηκαν πολύ.

Τον αγαπούσαν τώρα που ήταν νεκρός.

Το συνηθίζουν ξέρεις, οι άνθρωποι.

Κι αυτός, μια μάζα κρέατος κι οστών, να κρέμεται εκεί.

Με το πιο λαμπερό χαμόγελο.

Με τα φθαρμένα ρούχα, και το χαμόγελο.

Δεν υπήρχε πια, τίποτε άλλο για να θάψουν από εκείνον.

Διαβάστε επίσης από την Γωγώ Λιανού:

Κινητά τηλέφωνα και ίντερνετ στις ελληνικές φυλακές

Είναι κάπως παράξενο. Όποτε ανοίγει στη δημόσια σφαίρα η συζήτηση για τα κινητά τηλέφωνα και το ίντερνετ στη φυλακή, αυτό γίνεται με αφορμή κάποια απόδραση ή κάποια παράνομη πράξη που αποδίδεται σε κρατούμενους. Τα κινητά τηλέφωνα αποτελούν βασικό και αναπόσπαστο κομμάτι της επικοινωνίας στις σύγχρονες κοινωνίες εδώ και περίπου τρεις δεκαετίες, ωστόσο όταν η ύπαρξή τους εντοπίζεται εντός κάποιου κελιού ελληνικής φυλακής, παρουσιάζεται από τα μίντια περίπου σαν ειδεχθές έγκλημα. Το κάπως ενδιαφέρον σημείο είναι ότι ενώ έκπληκτοι πάντα δημοσιογράφοι περιγράφουν, κάθε φορά, την ανεύρεση κινητών στις φυλακές, σαν γεγονός ολότελα εξωπραγματικό, την ίδια στιγμή πρόκειται για κάτι τόσο δεδομένο, ώστε στην Wikipedia να υπάρχει σχετικό λήμμα ήδη από το 2014…

Όταν ανοίγει η δημόσια συζήτηση για τις φυλακές στην Ελλάδα, συνήθως γίνεται μόνο για να προβληθεί η πολιτική ατζέντα που εξυπηρετεί την βιομηχανία της καταστολής, και ως εκ τούτου να προωθηθεί η εφαρμογή ενός ακραία τιμωρητικού μοντέλου. Αναπτύσσεται έτσι μια ρητορεία που συνήθως έχει ως φόντο περιπτώσεις που μέσω κάποιου κινητού έχει διαπραχθεί κάποιο αδίκημα, σαν να μην μπορούσε να συμβεί το ίδιο από κάποιο καρτοτηλέφωνο. Τα κινητά στη φυλακή με αυτόν τον τρόπο αποκτούν μια δαιμονοποιημένη διάσταση.

Το μόνο σίγουρο στην πράξη είναι ότι η απαγόρευση των κινητών και του ίντερνετ συντηρούν μια ανθηρή μαύρη οικονομία, η οποία ‒καλύπτοντας τα κενά του επίσημου κράτους και των αδιέξοδων πολιτικών του‒ εξασφαλίζει το πολύτιμο για τους κρατούμενους  παράθυρο στον έξω κόσμο. Προκύπτει εύλογα το ερώτημα γιατί να συμβαίνει αυτό. Ποιον εξυπηρετεί πραγματικά να είναι τα κινητά απαγορευμένα; Τι μπορεί να συμβεί αν γίνουν νόμιμα; Πόσο κοστίζουν στη μαύρη αγορά της φυλακής; Ποιοι έχουν τον έλεγχο αυτής της μαύρης αγοράς;

Ο Π. Δ., πρώην κρατούμενος των ελληνικών φυλακών που στα πέντε χρόνια που διήρκησε η κράτησή του έχει μεταχθεί σε τέσσερις διαφορετικές φυλακές, εξηγεί στο red n’ noir:

«Την τελευταία περίοδο, παρόλο που συνέχεια ακούμε για διάφορα προβλήματα σε σχέση με τις ελληνικές φυλακές, δεν βλέπουμε καμία ανακοίνωση ή απάντηση από το αρμόδιο υπουργείο. Τηρούν για τα πάντα σιγή ιχθύος.  Αντιθέτως,  στη Γενική Γραμματεία Αντιεγκληματικής Πολιτικής, αρέσκονται να βγάζουν συνέχεια δελτία τύπου που έχουν να κάνουν με κινητά τηλέφωνα που βρέθηκαν σε έρευνα σε κάποια φυλακή.

Υπάρχει ένα κομμάτι του κόσμου που δεν έχει καμία σχέση με τις φυλακές και πιστεύει ότι στη φυλακή τα κινητά είναι νόμιμα, και ένα άλλο κομμάτι που πιστεύει ότι τα κινητά είναι μόνο για να κάνει κάποιος παράνομες δραστηριότητες. Και οι δύο περιπτώσεις κάνουν εξίσου λάθος.

Αυτό που κρατάει σε μια επαφή τον κρατούμενο με τους δικούς του ανθρώπους είναι το τηλέφωνο και τα επισκεπτήρια. Σε όσο πιο απομακρυσμένη φυλακή βρίσκεται κάποιος από την πόλη κατοικίας της οικογένειάς του, τόσο πιο πολύ έχει την ανάγκη ενός κινητού τηλεφώνου.

Όταν είσαι κρατούμενος 200 ή 500 χιλιόμετρα από το σπίτι της οικογένειάς σου (κάτι το οποίο ισχύει για τη συντριπτική πλειοψηφία των κρατουμένων), σημαίνει αυτομάτως ότι θα έχεις και πολύ αραιά επισκεπτήρια. Το τηλέφωνό είναι η μόνη επαφή για βδομάδες ή και μήνες.

Η επικοινωνία από τα καρτοτηλέφωνα της φυλακής είναι δύσκολη και ασύμφορη οικονομικά. Έχεις δικαίωμα να αγοράσεις μέχρι τέσσερις τηλεκάρτες των 10 ευρώ ανά βδομάδα από την καντίνα της φυλακής (αν είσαι από τους «προνομιούχους» και έχεις χρήματα στο λογαριασμό σου) και μπορεί να μην σου φτάνει ο χρόνος για να μιλήσεις με συγγενείς και φίλους σου. Να σημειώσω ότι οι περισσότερες κλήσεις γίνονται αναγκαστικά σε κινητά, και μια τηλεκάρτα των 10 ευρώ τελειώνει περίπου σε 30 λεπτά ομιλίας, ενώ για σταθερά τηλέφωνα και δεδομένου ότι η χρέωση στο 90% των περιπτώσεων είναι υπεραστική μπορεί να διαρκέσει περίπου μία ώρα. Ο κρατούμενος για να εξασφαλίσει ένα ελάχιστο επικοινωνίας με την οικογένειά του πρέπει να επωμιστεί ένα τεράστιο οικονομικό κόστος. Αν θεωρήσουμε ως δεδομένες και ειλικρινείς τις διακηρύξεις του Σωφρονιστικού Κώδικα, σύμφωνα με τις οποίες σκοπός της φυλάκισης δεν είναι η καταστροφή του κρατούμενου (οικονομική, κοινωνική, οικογενειακή) αλλά αντιθέτως η πολιτεία βοηθάει και τον στηρίζει για τη μελλοντική του επανένταξη, τότε βρισκόμαστε μπροστά σε έναν παραλογισμό χωρίς προηγούμενο…   

Πέραν του τεράστιου κόστους, η διαδικασία  τού να παίρνεις από τα καρτοτηλέφωνα δεν είναι και ό,τι καλύτερο. Περιμένεις σε σειρά και πρέπει να τελειώσεις γρήγορα, γιατί περιμένουν πίσω σου και άλλοι, που σε ακούνε (ο κάθε κρατούμενος μπορεί να ακούσει τις οικογενειακές σου και προσωπικές συνομιλίες) και βιάζονται να μιλήσουν και οι ίδιοι. Άσε που όπως μιλάς έχεις να αντιμετωπίσεις και κατσαρίδες που περπατάνε πάνω στο τηλέφωνο.

Στα καταστήματα κράτησης που δεν υπάρχουν αρκετά κινητά υπάρχει μεγάλη ουρά στα καρτοτηλέφωνα και είναι η πιο συχνή αιτία για φασαρία μεταξύ των κρατουμένων. Είναι χαρακτηριστικό ότι παλιότερα, στον Κορυδαλλό ή τον Αυλώνα, που ήταν λιγότερα τα κινητά, κάθε χρόνο την περίοδο των γιορτών γινόταν μια μεγάλη συμπλοκή που είχε ως αιτία τη σειρά στα καρτοτηλέφωνα. Τώρα, λόγω των περισσότερων κινητών, δεν βλέπεις καβγάδες για αυτόν το λόγο.

Σήμερα, ιδίως με τα κινητά που διαθέτουν ίντερνετ, σου δίνεται η δυνατότητα η επικοινωνία να είναι πιο «αληθινή». Ένας κρατούμενος, με αυτόν τον παράτυπο τρόπο, μπορεί να βλέπει καθημερινά τα παιδιά του και τη σύζυγό του. Εγώ, με αυτόν τον τρόπο, μπόρεσα να κρατήσω ζωντανή την επαφή με το τριών ετών παιδί μου. Είναι σαν να έχεις ένα παράθυρο μέσα στο σπίτι σου. Βλέπεις πώς είναι το σπίτι σου. Βλέπεις ολόκληρη την οικογένειά σου. Πώς μεγαλώνει το παιδί σου. Ανά πάσα στιγμή, μπορείς να δεχτείς μια φωτογραφία των δικών σου ανθρώπων από κάποια ιδιαίτερη στιγμή τους. Και αυτό από μόνο του σε κάνει να πάρεις το ρίσκο να έχεις κινητό παρόλο που απαγορεύεται. Δεν μπορεί να σε αποτρέψει καμία πειθαρχική ποινή.

Την περίοδο που βρισκόμουν σε κάποια πτέρυγα που δεν υπήρχε κινητό τηλέφωνο και επικοινωνούσα μόνο από τα καρτοτηλέφωνα της φυλακής, το παιδί μου όταν ερχόταν στο επισκεπτήριο ήταν θυμωμένο μαζί μου, λόγω της απουσίας μου.

Το να βρεις κινητό μέσα στη φυλακή δεν είναι δύσκολο, αρκεί να έχεις τα χρήματα. Όπως το οτιδήποτε είναι παράνομο.

Το κόστος για ένα κινητό αλλάζει σε κάθε φυλακή. Στον Κορυδαλλό οι τιμές είναι πολύ πιο χαμηλές από άλλες φυλακές. Το πληρώνεις τρεις φορές πάνω από ό,τι έξω. Σε άλλα καταστήματα κράτησης, φτάνει και τα 1500 ευρώ, μπορεί και παραπάνω. Σε κάθε φυλακή πληρώνεις το «βαπόρι», δηλαδή τον σωφρονιστικό υπάλληλο που θα το περάσει. Αυτό είναι το μεγαλύτερο κόστος. Μετά είναι το κέρδος του κάθε ενδιάμεσου που μεσολαβεί για να φτάσει σε σένα. Η πληρωμή γίνεται είτε με μετρητά, είτε με τηλεκάρτες, είτε με χρήματα που βάζει κάποιος δικός σου σε λογαριασμό άλλου.

Η απαγόρευση των κινητών τούς μόνους που συμφέρει είναι τους σωφρονιστικούς υπαλλήλους και όσους κρατούμενους κάνουν νταλαβέρια μέσα στη φυλακή. Εάν γινόταν νόμιμα, θα πληττόταν αυτόματως ένας κλάδος της παραοικονομίας της φυλακής. Όλοι οι κρατούμενοι θα επικοινωνούσαν με τον έξω κόσμο πιο οικονομικά, και με μεγαλύτερη διάρκεια ομιλίας, και με δυνατότητα βιντεοκλήσης. Ειδικά όσοι έχουν μακριά τις οικογένειες. Υπάρχουν περιπτώσεις, όπως πολλοί αλλοδαποί, που έχουν τους δικούς τους ανθρώπους στο εξωτερικό και δεν μπορούν να έρθουν στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα να μην κάνουν καθόλου επισκεπτήρια. Η δήθεν ηλεκτρονική επικοινωνία μέσω σκάιπ, που εξαγγέλθηκε πριν από περίπου δύο χρόνια από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, με τις οικογένειες όσων κρατουμένων δεν έχουν καθόλου επισκεπτήρια δεν έγινε ποτέ. Απλώς ανακοινώθηκε, σε ένα επικοινωνιακό τρικ της τότε διοίκησης του υπουργείου Δικαιοσύνης.»

Το Δίκτυο Αλληλεγγύης Κρατούμενων επίσης τάσσεται χωρίς υπεκφυγές υπέρ της νομιμοποίησης κινητών τηλεφώνων και μέλος του εξηγεί τα σχετικά ζητήματα στο red n’ noir:

«Το κόστος επικοινωνίας μέσω των καρτοτηλεφώνων είναι δυσβάσταχτο, ειδικά για τους αλλοδαπούς κρατούμενους, που αποτελούν και την πλειοψηφία του πληθυσμού στις ελληνικές φυλακές.

Ενδεικτικό της υπερκοστολόγησης των τηλεφωνικών κλήσεων αλλά και της σημασίας που έχει για τον κάθε κρατούμενο η επικοινωνία με την οικογένειά του είναι το γεγονός ότι οι τηλεκάρτες αποτελούν το άτυπο νόμισμα της φυλακής, δεδομένου ότι τα χρήματα απαγορεύονται. Οι τηλεκάρτες είναι το μέσο με το οποίο κάνουν τις διάφορες αναγκαίες μικροσυναλλαγές τους οι κρατούμενοι. 

Η σημασία που έχει για την κοινωνική επανένταξη ενός κρατούμενου η επικοινωνία με το οικογενειακό και κοινωνικό του περιβάλλον είναι αυτονόητη και γι’ αυτό άλλωστε προβλέπεται από τον ίδιο τον Σωφρονιστικό Κώδικα. Την ίδια στιγμή όμως, καθώς ο Σωφρονιστικός Κώδικας είναι απαρχαιωμένος, δεν προβλέπει τα σύγχρονα μέσα για να γίνεται αυτή η επικοινωνία.

Αυτή τη στιγμή, τους μόνους που συμφέρει η απαγόρευση των κινητών είναι τα διάφορα κυκλώματα σωφρονιστικών υπαλλήλων, που σε αγαστή συνεργασία με «εξουσιοδοτημένους» από τους ίδιους κρατούμενους θησαυρίζουν από τη λαθραία διακίνησή τους…

Οι υποστηρικτές της απαγόρευσης κινητών φέρνουν ως δικαιολογία ότι εάν υπάρχουν νόμιμα κινητά μέσα στις φυλακές κάποιοι κρατούμενοι ίσως συνεχίσουν την παραβατική τους δραστηριότητα από το κελί τους. Πρόκειται για μια γελοία δικαιολογία, καθώς αν γίνουν νόμιμα θα μπορούν να είναι δηλωμένα και να ελέγχονται.

Δεν είναι δυνατόν να ζούμε σε μια εποχή που οι άνθρωποι επικοινωνούν μεταξύ τους κατά βάση μέσω διαδικτυακών κοινωνικών δικτύων και βιντεοκλήσεων, και την ίδια στιγμή να αποκλείεται από αυτή τη μορφή επικοινωνίας η μόνη κοινωνική ομάδα που το έχει πραγματικά ανάγκη!»

Τελικά πολλοί μπορεί να είναι οι λόγοι της απαγόρευσης των κινητών και του ίντερνετ στις ελληνικές φυλακές. Μπορεί να είναι ότι έτσι συντηρείται ένα τεράστιο κύκλωμα μαύρης αγοράς που εξυπηρετεί συμφέροντα της σωφρονιστικής υπηρεσίας. Μπορεί να είναι το γεγονός ότι προσφέρει ορατότητα στους κρατούμενους, επιτρέποντας στην κοινωνία να έχει πρόσβαση σε ντοκουμέντα (φωτογραφίες ή βίντεο) που περιγράφουν την αθλιότητα των συνθηκών κράτησης, που σε κάποιες περιπτώσεις υπήρξε καταλυτικός παράγοντας για μια έστω και προσωρινή βελτίωση των συνθηκών κράτησης. Μπορεί να είναι ένας τρόπος να κρατιέται ο πληθυσμός της φυλακής υπό έλεγχο με διαμεσολαβητή τη μαύρη οικονομία. Όποιος και να είναι ο λόγος, δεν παύει να είναι μια παράλογη απαγόρευση. Μια απαγόρευση τόσο παράλογη, σαν να απαγορεύονται τα καρτοτηλέφωνα τη δεκαετία του 1990 ή οι επιστολές το 1930.

Προτάσεις σχετικών βιβλίων: