Η ληστεία της Πέτρας ΧIV

Αθέατοι κατόπιν με τα πασουμάκια τους στα χέρια τρέχουν προς το εσωτερικό της Αλβανίας | Το μακελειό αρχίζει

Κεφάλαιο 28 (25 Ιουνίου 1926 – άνοιξη 1927)

Όταν ο Θύμιος Ρέντζος ήταν στο Διοικητήριο των Ιωαννίνων κατάλαβε ότι ο στρατηγός Μάρκου, ο Διαλλέτης, ο Γάσπαρης και ο επίτροπος Λεοντώνιος, υπό την πίεση της κοινής γνώμης, είχαν παύσει να θεωρούν αυτόν και τον αδελφό του ανεύθυνους του εγκλήματος στην Πέτρα, έφυγε, δίνοντας την υπόσχεση ότι θα επιστρέψει σε λίγο με τον αδελφό του Γιάννη Ρέντζο, προκειμένου να αντικρούσουν τις επίσημες καταθέσεις και τις εναντίον τους φήμες.

Όμως ο Θύμιος Ρέντζος είπε αυτά μόνο για να ξεφύγει και αφού έφυγε δεν είχε στο μυαλό του να ξαναγυρίσει και να πιαστεί στη φάκα. Πήγε σπίτι του που τον περίμενε ο αδελφός του. Αυτός ήταν περισσότερο πληροφορημένος, μολονότι δεν μετέβη στο Διοικητήριο. Λίγη ώρα πριν είχε συναντήσει έναν αξιωματικό και από αφέλεια ή για να παράσχει εκδούλευση του είπε:

«Πώς δεν σας έπιασαν ακόμα;»

«Μα γιατί να μας πιάσουν;»

«Έτσι έμαθα πως λένε.»

Ο Γιάννης γέλασε εκείνη τη  στιγμή και έτρεξε στο σπίτι του. Όταν ο Θύμιος έφτασε μετά από λίγο τα είχε όλα έτοιμα για τη φυγή τους. 

«Δρόμο χωρίς άλλη κουβέντα!», είπε στο Θύμιο μόλις τον είδε. Μας πιάνουν.

«Το ξέρεις; Έτοιμος είσαι;»

Παρέστεκε εκεί η μητέρα τους και η γυναίκα του Γιάννη. Συνηθισμένες από τέτοιες περιπέτειες δεν έδειχναν και πολλή συγκίνηση. Η μητέρα τους μόνο σιγόκλαιγε και έτρεμε.

«Τι θα γίνουμε; Άλλα βάσανα!»

«Σώπα!», της φωνάζει ο Γιάννης. Ας είναι καλά οι πατριώτες μας που θέλουν να μας βγάλουν το μάτι.

Όταν η νύχτα έπεσε πυκνή στα Γιάννενα από το σπίτι των Ρεντζαίων βγήκαν δυο γέροι με μακριά γενειάδα. Περπατώντας γοργά τράβηξαν από τον δημόσιο δρόμο προς την αγροσυνοικία του Εμίν-Αγά, λίγο κάτω από το Μπιζάνι. Εκεί έμειναν σε μια σκηνή επί πολλές μέρες.

Λίγο πιο κάτω γίνονταν ο περίφημος «Θρήνος του Λούρου» και πληθυσμοί ολόκληροι δέρνονταν και ζεματίζονταν με λάδι από τα όργανα της τάξης, για να μαρτυρήσουν ποιοι έκαναν τη ληστεία της Πέτρας.

Όταν οι διώκτες αντιλήφθηκαν τη φυγή τους, κινητοποίησαν τάγματα ολόκληρα προς τη ελληνο-αλβανική μεθόριο και τα Ζαγόρια με τη σκέψη ότι οι λήσταρχοι θα έφευγαν προς την Αλβανία ή θα φιλοξενούνταν σε κάποιο χωριό του Ζαγοριού που είχαν πολλούς συγγενείς, ξεχνώντας πως είχαν φίλους και στη μικρή ηπειρωτική γωνίτσα.

Έτσι, οι λήσταρχοι έμειναν στου Εμίν Αγά μήνα ολόκληρο. Εκεί δεχτήκανε σειρά πρακτόρων τους, οι οποίοι, ερχόμενοι σε επαφή με τα όργανα της αρχής, ήταν εν γνώση των κινήσεων τους και τους μετέδιδαν κάθε λεπτομέρεια.

Αλλά ο «Κλοιός του Μακρυγιάννη» και ο «Θρήνος του Λούρου» ανέβαινε προς το Εμίν Αγά. Από σπίτι σε σπίτι ο περίφημος αξιωματικός της χωροφυλακής Μακρυγιάννης έψαχνε, ανέκρινε και έδερνε αλύπητα τους δήθεν πάντα αγνοούντες. Η μέρα που θα έφτανε και στη στάνη που φιλοξενούσε τους Ρεντζαίους πλησίαζε. Οι φίλοι τους καθώς και ο τσέλιγκας που είχε δώσει την κρυψώνα ανησύχησαν. Έπρεπε να φύγουν αλλά πὠς; Τα πόστα είχαν τώρα πιαστεί και κανείς δεν μπορούσε να περάσει.

Όμως οι Ρεντζαίοι είχαν πεποίθηση στον αστερισμό τους και δεν ήταν δυνατό να υποχωρήσουν. Στη στάνη που κρύβονται συγκροτείται μια νύχτα συμβούλιο όλων των πρακτόρων και των κορυφών του ληστρικού επιτελείου. Από μερικούς προτείνεται να κατέβουν από τον ποταμό Λούρο στη Φιλιππιάδα και από εκεί να γίνει επιβίβαση στην Πρέβεζα και με ατμόπλοιο να φτάσουν στον Πειραιά, αλλά η ιδέα απορρίπτεται.

Κατά μήκος του Λούρου τα αποσπάσματα σχεδόν σκάβουν τον τόπο για τον εντοπισμό τους και κουνούπι δεν είναι δυνατό να περάσει. Το ξύλο που πέφτει αλύπητα είχε ανοίξει τα στόματα όλων και βγάζουν στη φόρα  ό,τι ξέρουν ή ό,τι μάθαιναν.

Το κρέμασμα των μπιστικών του μοναστηριού του Προφήτη Ηλία και η παράλυση των ποδιών του ιδιόκτητη του πανδοχείου απέναντι από τον τόπο του εγκλήματος της Πέτρας, έχουν βάλει σε πανικό όλους τους νομάδες και κανείς δεν τολμάει να φανεί καν ότι έχει σχέση με τους ληστές και προπάντων με τους Ρεντζαίους. Το ληστοροτροφικό δίκτυο έχει σβήσει.

Τίθεται, λοιπόν, σε εφαρμογή το εξής θρασύτατο σχέδιο. Φεύγουν δυο άνθρωποι των Ρεντζαίων και άγνωστο πώς και τι έκαναν, επιστρέφουν τα ξημερώματα με τέσσερα αμπέχονα χωροφυλάκων. Τα φορούν. Φοράει επίσης ένας τους και έναν μανδύα με καθαρά πάνω τους τα τρία γαλόνια του βαθμού του νωματάρχη. Και πριν ο ήλιος φέξει, ένα τέλειο απόσπασμα χωροφυλάκων με επικεφαλής ένα κομψό νωματάρχη βγαίνει στον δημόσιο δρόμο. Ο Γιάννης και ο Θύμιος είναι απλοί χωροφύλακες. Έχουν ξυρίσει τα μουστάκια τους το αρειμάνιο ύφος τους τώρα έχει μεταβληθεί σε ύφος άπειρων νεοσύλλεκτων.

Το απόσπασμα όχι μια φορά, αλλά επανειλημμένως, συναντιέται με άλλα αποσπάσματα, αλλά η σύγχυση είναι τέτοια από την πληθώρα των αποσπασμάτων που κυκλοφορούν, ώστε κανείς δεν υποψιάζεται τίποτα. Το απόσπασμα περνάει μέσα από την πλατεία Ιωαννίνων και κάτω από το Διοικητήριο, έξω από το οποίο εκείνη τη στιγμή ο διοικητής της 8ης Μεραρχίας ανταλλάσει ζωηρές φράσεις με τον κύριο Γάσπαρη.     

*

Ένα χρόνο πέρασαν οι Ρεντζαίοι στην Ήπειρο μέχρι να φύγουν στο εξωτερικό περιφερόμενοι από χωριό σε χωριό, πότε μεταμφιεσμένοι σε χωροφύλακες, πότε ως γέροντες έμποροι και νομάδες και παραπάνω από μια φορές επισκέφτηκαν τα Γιάννενα.

Την ίδια περίοδο πάνω από χίλιοι άνθρωποι κρατήθηκαν, φυλακίσθηκαν, εξορίστηκαν σε νησιά και βρέθηκαν υπό επιτήρηση, προκειμένου να κοπεί ο συνδετικός κρίκος της ληστοτροφίας και να αποκαλυφθεί επιτέλους που βρίσκονται οι Ρεντζαίοι. Χαμένος χρόνος. Τα κρατητήρια Ιωαννίνων, Φιλιππιάδας και Πρέβεζας πληρούνταν ασφυκτικά, τα ατμόπλοια φεύγουν κατάφορτα από νομάδες και χωρικούς απελαυνόμενους, το ξύλο εξακολουθεί αλύπητο στους Ζαγοριανούς, χωρίς αποτέλεσμα. Άλλος τους υπολογίζει στην Πρεμετή, άλλος έξω από την Παραμυθιά, άλλος μέσα στα Γιάννενα. Οι αποσπασματάρχες τρέχουν, φουσκώνουν, ξεφουσκώνουν, δεν αφήνουν πέτρα πάνω στην πέτρα, οι καταθέσεις συσσωρεύονται κατά εκατοντάδες και οι πληροφορίες βρίσκουν η μια πάνω στην άλλη. Έπειτα από μερικούς μήνες αρχίζει η κόπωση, τα μέτρα χαλαρώνουν και έξι μήνες μετά σταματούν τελείως.

Τα κεφάλια τους επικηρύσσονται για ένα εκατομμύριο και τετρακόσιες χιλιάδες. Φοβούνται την προδοσία ακόμα και από φίλους, διαδίδουν ότι έχουν φύγει στο εξωτερικό όμως κάθονται κρυμμένοι μισό χρόνο ακόμα. Λημεριάζουνε από βουνό σε βουνό και ενεργούνε, ώστε να φύγουνε προς Αλβανία.  

Η άνοιξη πλησιάζει και οι πλαγιές είναι ακόμα γεμάτες χιόνια. Όσα αποσπάσματα έχουν ξεμείνει στα βουνά χουζουρεύουν μέσα στις στάνες, στις οποίες έρχονται συνήθως οι βοσκοί να διαπραγματευτούν δουλειά για τις θερινές βοσκές. Τα περισσότερα αποσπάσματα είναι προς την Φιλιππιάδα που είναι οι χειμερινές βοσκές. Έτσι ο δρόμος προς την Αλβανία είναι σχεδόν ελεύθερος. Ο μόνος κίνδυνος είναι τα φυλάκια αλλά οι στρατιώτες κοιτάζουν μην καταπατηθούν τα σύνορα και όχι ποιος περνάει.

Οι δυο Ρεντζαίοι είναι ντυμένοι βλάχικα και έτσι που δεν ανθούν τα μουστάκια τους δίνουν εντύπωση νεοσύλλεκτων γιδοβοσκών. Έχουν μαζί τους τέσσερα πρόβατα και φτάνουν νύχτα στο «στένωμα» της Κακαβιάς, όπου τα δυο φυλάκια, το ελληνικό και το αλβανικό βλέπουν το ένα το άλλο σε απόσταση μερικών εκατοντάδων μέτρων.

Μένουν εκεί με πολλή προφύλαξη και όταν κατά τα μεσάνυχτα το σκοτάδι έχει πέσει βαθύ, χτυπούν τα δυο πρόβατα προς το μέρος του ελληνικού φυλακίου και τα άλλα δύο προς το μέρος του Αλβανικού. Τα ζώα φεύγουν τρεχάτα προς τις αντίθετες διευθύνσεις και οι σκοποί, ακούγοντας ποδοβολητά, αρχίζουν τους πυροβολισμούς κατ’ αλλήλων. Ακολουθεί σύγχυση και έπειτα εξηγήσεις για την αιτία των πυροβολισμών και στο τέλος-τέλος για την προέλευση των προβάτων και για το ποιο φυλάκιο θα τα κρατήσει. 

Μέσα στην σύγχυση, που σκόπιμα προκάλεσαν οι Ρεντζαίοι, πηδούν από έναν βράχο είκοσι μέτρα κάτω από το μέρος που ο αλβανός και ο έλληνας διοικητής του φυλακίου τσακώνονταν για τα πρόβατα.

Αθέατοι κατόπιν με τα πασουμάκια τους στα χέρια τρέχουν προς το εσωτερικό της Αλβανίας, ώσπου απομακρύνονται σε απόσταση από τα φυλάκια. Τρέχουν μια ώρα δρόμο και μόλις φτάνουν σε κάποιο γνώριμο τους καταφύγιο πέφτουν για ύπνο.

Το πρωί φρεσκότατοι και ήσυχοι, έχοντας ξεφύγει από τον εφιάλτη της ελληνικής χωροφυλακής μπερδεύονται μέσα στους Αλβανούς, που κατά εκατοντάδες γυρίζουν τις παραμονές της άνοιξης να πιάσουν δουλειά στους βοσκότοπους. Είναι πια πάλι ξένοιαστοι.           

Κεφάλαιο 29 (Κυριακή 13 Ιουνίου 1926)

Η χρηματαποστολή αναχωρεί δυο βδομάδες αργότερα από το αρχικό πλάνο. Τις πληροφορίες για την ημερομηνία, την ώρα,  Η συμμορία είχε συγκεντρωθεί από το βράδυ κάπου κοντά στο Μοναστήρι του Παπα-Γιάννη. Τα όπλα τους τα είχε κρύψει από πιο πριν εκεί ένας Τσέλιγκας. Ο Διαμαντής έχει κρατήσει τον αριθμό και τα χαρακτηριστικά του αυτοκινήτου που νοικιάστηκε προκειμένου να μεταφέρει τα χρήματα και τους συνοδούς του. Δουλειά του είναι να το αναγνωρίσει όσο οι άλλοι θα περίμεναν για να το ληστέψουν. Είναι αποφασισμένοι να σηκώσουν τα δεκαπέντε εκατομμύρια που μεταφέρει η Τράπεζα στην Αθήνα μέσω Πρεβέζης.

Η ομάδα αποτελείτε από έξι. Τον Μερεμέτη, τον Διαμαντή, τον Λάμπρο Στάθη, τον Καψάλη, τον Κόκκαλη και τον Ανδρέα Κώτση. Στο κόλπο είναι και άλλοι δύο. Ο υπάλληλος της Εθνικής Τράπεζας Νικόλαος Σταμάτης καθώς και ο κλητήρας Καλλίγερος που είναι ένας από τους συνοδούς της χρηματαποστολής.

Μόλις ο ουρανός αρχίζει να ροδίζει καταλαμβάνουν τις θέσεις τους. Πιάνουν πόστα σε τέσσερεις μεριές για να μην τους φύγει κανείς. Έχουν κόψει ένα μεγάλο δένδρο και περιμένουν να το ρίξουν για να φράξει τον δρόμο όταν έρθει η ώρα. Ο Διαμαντής που ξέρει τ’ αμάξι θα δώσει το σινιάλο.

Οι ώρες περνάνε και το αυτοκίνητο δεν φαίνεται. Κάποτε ακούγετε ένας κρότος μηχανής. Αρπάζουν αμέσως τα όπλα και περιμένουν. Ο Διαμαντής όμως δεν δίνει σινιάλο. Το αυτοκίνητο είναι άλλο. Μια ώρα μετά επαναλαμβάνεται το ίδιο σκηνικό.

Γύρω στις οκτώ το πρωί, το αυτοκίνητο ξεπροβάλει στη καμπή που υπάρχει μεταξύ του 27ου και 28ου χιλιομέτρου της οδού Ιωαννίνων-Πρεβέζης. Ο Διαμαντής δίνει το σήμα και οι υπόλοιποι γεμίζουν τα ντουφέκια και περιμένοντας το πρόσταγμα. Ο Μερεμέτης πετάει το δένδρο και φράζει τον δρόμο. Οι άλλοι ταμπουρώνονται πίσω από πέτρες για να μην τους πάρει καμιά σφαίρα στην συμπλοκή που θα ακολουθήσει.

Είναι οχτώ το πρωί και το αυτοκίνητο που μεταφέρει χρηματοδέματα του υποκαταστήματος της Εθνικής Τράπεζας της Πρέβεζας προς την Αθήνα έρχεται με μεγάλη ταχύτητα. Ο οδηγός βλέπει τον φραγμένο δρόμο. Τινάζεται όρθιος. Μια ομοβροντία πυροβολισμών από την μπροστινή, την πίσω και την αριστερή μεριά από έξι ένοπλους ταράζει την απόλυτη ησυχία προκαλώντας σύγχυση στους επιβάτες.

Το μακελειό αρχίζει. Οι επιβάτες του αυτοκινήτου όπως είναι στριμωγμένοι μετατρέπονται σε έναν ενιαίο στόχο για τα ντουφέκια που αδειάζουν πάνω τους ακατάπαυστα. Με τους πρώτους πυροβολισμούς σκοτώνονται οι περισσότεροι όμως ο οδηγός δεν χάνει την ψυχραιμία του. Κάνει αμέσως όπισθεν. Συγχρόνως, ένας χωροφύλακας ανταποδίδει τα πυρά πετυχαίνοντας ξώφαλτσα τον Κώτση στο πόδι.

Η χρηματαποστολή δεν προλαβαίνει να κάνει πάνω από πέντε μέτρα πίσω. Μια καινούρια ομοβροντία αφήνει άπνουν τον οδηγό. Έχει δεχθεί πολλές σφαίρες στο κεφάλι και το στήθος. Το αυτοκίνητο ακυβέρνητο πια, πέφτει σε παρακείμενη χαράδρα. 

Πέντε ληστές με στρατιωτική ενδυμασία προχωρούν με προτεταμένα τα όπλα πυροβολώντας διαρκώς. Άπαντες, εκτός από τον χωροφύλακα, τον Λαζαρίδη και τον έμπορο Παπαγεωργίου φονεύονται επί τόπου. Φονεύεται μέχρι και ο κλητήρας Καλλίγερος που ήταν στο κόλπο για να μην μείνουν μάρτυρες.

Το πρόσωπο του Λαζαρίδη έχει τόσο κοκκινίσει από το χυμένο αίμα των φονευμένων, ενώ είναι καταπλακωμένος από τα πτώματα, που οι ληστές θεωρούν και τον ίδιο νεκρό. Να ένας τρόπος να σωθεί η ζωή σου.

Ο αρχηγός των ληστών απευθύνεται στον έμπορο Παπαγεωργίου.

«Έχει άλλα ρε;»

«Όχι καπετάνιο», απαντάει ο Παπαγεωργίου

«Πρόσεξε, μωρέ, μη με κοροϊδεύεις».

«Όχι, καπετάνιο μου, λέω αλήθεια».

«Τότε πέθανε και ’συ να ησυχάσω», λέει ο αρχηγός και αδειάζει το περίστροφο κατά του Παπαγεωργίου.

«Μην αφήστε κανέναν ζωντανό, διατάσσει. Σκοτώστε τους όλους γιατί χαθήκαμε!» Ο Παπαγεωργίου παρά τους πυροβολισμούς δείχνει ακόμα σημάδια ζωής και ένα ληστής υπακούοντας τις εντολές του κόβει τον λαιμό με χατζάρα.

Τελικός απολογισμός τρεις χωροφύλακες, ο ταμίας Καλλίγερος και δυο κλητήρες απλώς νεκροί, ενώ επιπλέον νεκρός αλλά και χωρίς κεφάλι είναι ο έμπορος Παπαγεωργίου. Γλιτώνουν μονάχα δύο. Ο Λαζαρίδης που έκανε τον πεθαμένο και ένας χωροφύλακας που κρύφτηκε σε κάτι θάμνους.

Ο Κόκκαλης βλέπει ότι κανείς από τους επιβάτες δεν σαλεύει. Τρέχει προς τ’ αυτοκίνητο. Οι άλλοι έχουν τα όπλα έτοιμα για κάθε ενδεχόμενο. Ο Κόκκαλης προχωράει με προφύλαξη για την περίπτωση που κάποιος χωροφύλακας ζει ακόμα. Όλοι του φαίνονται νεκροί. Δίνει σύνθημα στους άλλους. Τα δεκαπέντε εκατομμύρια είναι τοποθετημένα σε δεσμίδες των εφτακοσίων πενήντα χιλιάδων μέσα σε δερμάτινες τσάντες, τοποθετημένα κάτω από το πυκνό κάθισμα. Για να τα πάρουν σηκώνουν τους πεθαμένους και γεμίζουν με το αίμα τους τα χέρια τους.

(Το επόμενο Σάββατο το τελευταίο επεισόδιο: Να μη μας σκοτώσουν θέλουμε και εδώ μέσα ζούμε και εκατό χρόνια)

Καμία δημοσίευση για προβολή