Η ληστεία της Πέτρας ΧII

Από τους διάφανους περουζέδες της αυγής διαγράφεται η σκιερή σιλουέτα της πόλης | Έπεσε στη μέση και ο νόμος του Πάγκαλου για την καταπολέμηση της ληστείας

Κεφάλαιο 23 (13 Νοεμβρίου 1928)

Η Βάρνα είναι μια πόλη του Βουλγαρικού Βασιλείου δέκα χιλιάδων σπιτιών, που ατενίζουν τον Εύξεινο Πόντο. Μια λουτρόπολη, όπου τριάντα χιλιάδες εραστές της θάλασσας συρρέουν το καλοκαίρι για να λουστούν, να αναπαυτούν και να αναπνεύσουν.

Είναι ξημερώματα. Αργά-αργά αρχίζει να απλώνεται το φως της ημέρας, ενώ από τους διάφανους περουζέδες της αυγής διαγράφεται η σκιερή σιλουέτα της πόλης. Ο ουρανός είναι φορτωμένος με πηχτά μολυβένια σύννεφα, που καμιά ακτίνα ηλίου δεν μπορεί να τα ξεσχίσει. Ένα διαπεραστικό παγερό βοριαδάκι κάνει τους αραιούς πρωινούς περιπατητές να τουρτουρίζουν, τη Μαύρη Θάλασσα να μανιάζει και τα κύματά της να σπάζουν με ορμή στην ακτή.

Ένα μέτριο εξωτερικά κτίριο είναι το κατάστημα της Διεύθυνσης της Αστυνομίας Βάρνας. Στο ισόγειό του, στο βάθος ενός μάλλον στενού διαδρόμου που κάμπτεται αριστερά, βρίσκεται μια θύρα επενδυμένη με σιδερένια ελάσματα. Είναι η θύρα του κρατητηρίου.

Κλειδιά, κλειδαριές, τριγμοί και η θύρα ανοίγει. Ένας χώρος με την αμφίβολη καθαριότητα των κρατητηρίων και ένα παράθυρο οπλισμένο με σιδερένιες κιγκλίδες. Δέκα άνθρωποι κρατούνται εκεί. Αυτουργοί ασήμαντων πταισμάτων, άλλοτε περιφέρονται στα ελάχιστα τετραγωνικά στα οποία είναι περιορισμένοι και άλλοτε προσκολλώνται στο σιδηρόφρακτο παράθυρο, αναμένοντας να παρέλθουν οι λίγες ώρες της παροδικής κράτησής τους. Πάντα όμως στρέφονται προς τη θύρα, όταν εκείνη ανοίγει.

Δυο κρατούμενοι, ίσως λόγω του παραστήματός τους, ίσως λόγω του βαρύ θρύλου που τους περιβάλλει, ίσως λόγω των εξαιρετικών γι’ αυτούς μέτρων ή για τον τρόπο που είναι δεμένοι, κυριαρχούν στον ολιγάριθμο κόσμο του κρατητηρίου. Φέρουν πέδες στα χέρια και τα πόδια. Στα δυο αυτά σημεία είναι προσαρμοσμένη η άκρη βαριάς αλυσίδας, ενώ από την άλλη άκρη της περισσεύει μια μακριά ουρά, η οποία σύρεται στο δάπεδο. Οι πέδες αχρηστεύουν τα άκρα και η αλυσίδα προσθέτει το βάρος της κρατώντας τους καθηλωμένους, ενώ ένας βαρύς κρότος πληροί το κρατητήριο σε κάθε τους κίνηση.

Ο ένας είναι με ανάστημα χαμηλό, τετράγωνο ογκώδη κορμό, στιβαρούς βραχίονες, τράχηλο χονδρό, κεφαλή που τείνει ‒λίγο κύπτουσα‒ προς τα εμπρός. Μέτωπο στενό, κόμη άτακτη, γένια και μουστάκι πυκνά και άτακτα, τρίχες δασείς και ακανθώδεις. Καθώς η φροντίδα εγκαταλείφτηκε εδώ και μερικές ημέρες, η άτακτος τριχοφυΐα κατέστησε περισσότερο άξεστη τη χονδροειδή μορφή του. Τριακονταετής περίπου, αλλά υπό την ανθρώπινη αγριότητα της μορφής του και την ατημελησία η νεότητα εξαφανίζεται. Συνοφρυωμένος πάντοτε, ενίοτε βλοσυρός, κοιτάζει με βλέμμα ζώου άγριου. Είναι ο Ευθύμιος Ρέντζος. Ο Γιάννης, ψηλότερος, με κανονικότερο σώμα και ξυρισμένα γένια, έχει λιγότερο βάναυσο την παράσταση. Είναι μεγαλύτερος σε ηλικία.

Ακόμα και για να γευματίσουνε λαμβάνονται ειδικά μέτρα. Λύνονται τα χέρια του ενός και τρώει υπό ειδική φρούρηση. Επαναφέρονται κατόπιν τα δεσμά και μετά λύνονται τα χέρια του άλλου και δίνεται σε αυτόν η τροφή. Μερικές δέσμες άχυρων απλώνονται στο πάτωμα αντί για στρώματα.             

Κεφάλαιο 24 (Σεπτέμβρης 1924)

Ήταν που ο λήσταρχος Τσόγκος και οι τρεις σύντροφοί του έμπαιναν εμπόδιο στις δουλειές τους, έπεσε στη μέση και ο νόμος του Πάγκαλου για την καταπολέμηση της ληστείας, που όριζε ότι αν ληστής καταθέσει στη χωροφυλακή το κεφάλι άλλου επικηρυγμένου ληστή, τότε αμνηστεύεται. Έπρεπε, πώς να γίνει, και οι Ρεντζαίοι να κοιτάξουν το συμφέρον τους και να τους ξεμπερδέψουν. Τους αφήσανε να πιστεύουν εκείνο το βράδυ πως κοιμούνται σε μια στάνη και ζύγωσαν κοντά. Οι Ρεντζαίοι έχουν πιάσει δυο ταμπούρια και τους βλέπουν να πλησιάζουν. Ο Γιάννης τούς φωνάζει:

«Γιατί βρε μας κυνηγάτε;»

Ο Τσόγκος, χωρίς να χάσει χρόνο, φωνάζει:

«Πυρ!»

Αλλά ώσπου να ρίξουν αυτοί, οι Ρεντζαίοι μαζί με τον Κολοβό και έναν τέταρτο σύντροφό τους πυροβολούνε ακατάπαυστα. Ξαπλώθηκαν σε τρία δευτερόλεπτα κατάχαμα, πλημμύρα από αίματα. Ένας από δαύτους πρόλαβε να ρίξει μια τουφεκιά, αλλά ένα βόλι του Γιάννη τον βρήκε κατάστηθα και τον έριξε μονοκόμματο μπρούμυτα. Ένας άλλος πέφτοντας προσπάθησε να γονατίσει και να ρίξει κι αυτός μια τουφεκιά, αλλά το βόλι που τον είχε βρει του έσκισε τα σωθικά και από τον πόνο δεν τα κατάφερε. Ξαπλώθηκε ανάσκελα, σπαρταρώντας στη γης. Για να μην βασανίζεται άλλο και ορμώμενος από καθαρά ανθρωπιστικά κίνητρα, ο τέταρτος σύντροφός τους του ρίχνει δυο τουφεκιές στο στήθος και ξεψυχάει.

Όταν η συμπλοκή τελειώνει, τα νεύρα των δυο αδελφών είναι λίγο πειραγμένα. Η πράξη που έκαναν τους κακοφαίνεται τόσο, που αδυνατούν να κόψουν τα κεφάλια των συναδέλφων τους. Καθώς όμως αυτή είναι η προϋπόθεση για να τα παραδώσουν στα Γιάννενα και να πάρουν αμνηστία, τη δουλειά αναλαμβάνει ο Κολοβός παρέα με τον τέταρτο σύντροφό τους. Βγάζουν τα μαχαίρια και χραπ-χρουπ κόβουν τα κεφάλια από τους λαιμούς τους. Μπήζει ο Κολοβός το μαχαίρι μέσα στο λαρύγγι, το σπρώχνει και το σπρώχνει, και στρίβει με δύναμη έξω. Χούουου! Χύνονται τα αίματα έξω. Είναι ανάγκη να χυθούν έξω τα αίματα, γιατί αν αδειάσουν τα αίματα δεν μυρίζει το σκοτωμένο κρέας.

Για να μην μυρίσει το ανθρώπινο κεφάλι, από την άλλη, υπάρχει άλλο πρωτόκολλο. Το πηγαίνεις σε τρεχούμενο νερό και το βουτάς μέσα. Μέσα για μέσα. Κατόπιν το βγάζεις έξω με δύναμη. Τότε από όλες τις μεριές τρέχει νερό. Από τα ρουθούνια επάνω, από το στόμα στη μέση και από κάτω από το κομμένο λαρύγγι. Τέσσερις βρύσες έχει ένα κομμένο ανθρώπινο κεφάλι.

Τα κεφάλια, πλυμένα πια και νοικοκυρεμένα, τα φορτώνεται ο Κολοβός σε έναν ντορβά και δρόμο για τα Γιάννενα. Στα Γιάννενα δεν μπήκαν κατευθείαν. Τα κανόνισε πρώτα καλά-καλά ο Κολοβός. Πάει στον ανώτερο διοικητή της Χωροφυλακής και του δείχνει τον ματωμένο ντορβά. Ο διοικητής πετάγεται από τη θέση του όρθιος.

«Τι έχεις αυτού, μωρέ;» φωνάζει.

«Τέσσερα κεφάλια.»

Ο ανώτερος μπήγει τις φωνές.

«Τρέχτε μέσα, τρέχτε μέσα.»

Μπαίνουν οι υπασπιστές του και όλο το προσωπικό του, και εκεί ο Κολοβός τούς διηγείται ότι αυτός, ενώ περπατούσε απ’ έξω από την Ποδογύρα, συναντήθηκε με τους Ρεντζαίους. Στην αρχή, λέει, φοβήθηκε και το έβαλε στις τρεχάλες. Ο ανώτερος τον διακόπτει και του παρατηρεί ότι αυτά είναι λόγια της καραβάνας και ότι αυτός γνωρίζει καλά ότι έχει σχέσεις με τους Ρεντζαίους. Ο Κολοβός διαμαρτύρεται πως αυτά ήταν ψέματα και ύστερα λέει πως τα κεφάλια αυτά τα είχαν δώσει αυτοί οι αιμοβόροι για να πάρουν αμνηστία. Ο ανώτερος ικανοποιείται από την είδηση και τον ρωτάει πού βρίσκονται αυτοί οι άνθρωποι τώρα και να κατέβουν κάτω να πάρουν την αμνηστία τους.         

Ο Κολοβός εξηγεί στον διοικητή ότι οι Ρεντζαίοι είναι σύμφωνοι να κατέβουν το άλλο βράδυ από το Εμίν Αγά, δηλαδή κάτω από το Μπιζάνι. Ο κύριος διοικητής πετάει από τη χαρά του γιατί γλίτωσε κι από αυτό το νταραβέρι. Βιάστηκε μάλιστα να τηλεγραφήσει το πράγμα στον Πάγκαλο.

Τρείς με τέσσερις μέρες έμειναν οι Ρεντζαίοι έξω στου Εμίν Αγά. Ήρθε και ένας δικαστικός εκεί που έκανε τον γκιουλέκα και ήθελε να κάνει θεωρίες για το πώς έπρεπε να φερθούνε στους αξιωματικούς που θα τους παραλάμβαναν και πως δεν έπρεπε να γίνουν ληστές.

«Μωρέ άντε, παιδάκι μου, από δω», του λέει ο Γιάννης. «Ποιος σε ρωτάει εσένα. Άντε στο διάολο. Ή στάσου καλά και άσε τις εξυπνάδες ή ξαναγυρίζουμε στα βουνά και σε παίρνουμε μαζί μας και θα τραβήξεις των παθών σου τον τάραχο!»

Τότε έδωσε στον Γιάννη ένα χαρτί να υπογράψουνε. Τον έβαλε και το διάβασε. Έλεγε πως παραδίνονται και ζητούν τα δικαιώματά τους να αμνηστευτούν, σύμφωνα με τον ισχύοντα νόμο. Το υπέγραψαν και τους είπε να τον ακολουθήσουν.

«Άντε, παιδί μου, από εδώ», του ξαναλέει ο Γιάννης. «Δεν ακολουθούμε πριν γίνει κατιτίς άλλο».

«Τι άλλο;»

«Μμμ, κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις. Θα υπογραφεί πρώτα το χαρτί στη ’φημερίδα της κυβέρνησης κι απέ θα κατεβούμε κάτω.»

Τότε αυτός ο σαφρακιασμένος έφυγε με κάτι μούτρα τόσα κάτω.  

Τρεις και μισή μέρες μείνανε έξω από του Εμίν Αγά στη στάνη ενός φίλου τους. Ο Κολοβός πήγαινε και ερχόταν, πότε βλέποντας τους διοικητές και τα αποσπάσματα και πότε τους Ρεντζαίους. Οι Ρεντζαίοι όμως δεν εννοούν να το κουνήσουν από εκεί, πριν έρθει το διάταγμα της αμνηστίας τυπωμένο στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Μια μέρα έρχεται ο Κολοβός λαχανιασμένος και χαρούμενος.

«Σώθηκαν… Σώθηκαν τα ψέματα! Ήρθε! Ήρθε!»

Ρίχτηκε στην αγκαλιά τους, τους φίλησε και τους τράβηξε κατά κάτω.

«Πάμε, πάμε!»

Ο Γιάννης τότε λυπήθηκε. Λυπήθηκε τόσο, που άρχισε τα δάκρυα. Στεκόταν και κοιτούσε τα  ψηλά βουνά, τις ραχούλες τους και τα κρύα νερά που άφηνε. Το επάγγελμα, οποιοδήποτε επάγγελμα, πάντα το αγαπάει ο άνθρωπος και λυπάται όταν το αφήνει. Έτσι και τα αδέλφια έφυγαν σαν κλαμένοι και με αναστεναγμούς.

Φύγανε από τη στάνη, τράβηξαν καμιά πεντακοσαριά μέτρα αλάργα από αυτήν, κι ύστερα φάνηκαν στη ραχούλα. Κάτω από αυτήν, τους περίμενε ένα σωρό κόσμος. Στρατιωτικοί, χωροφυλάκοι, βλάχοι, τσοπαναραίοι. Μόλις έφτασαν στην κορυφή και τους αγνάντεψαν, ακούστηκε ένα σούσουρο και έτρεχαν όλοι πάνω τους. Τρέξανε κι αυτοί πίσω και κρυφτήκαν.

«Τρέχα», λέει ο Γιάννης του Κολοβού «να δεις τι θέλουν που κάνουν σαν τρελοί. Και πρόσεξε! Τ’ άρματά μας δεν τ’ αφήνουμε, παρά μόνο όταν φτάσουμε σπίτια μας».

Έτσι χρειάστηκε να περάσει άλλη μια ώρα ώσπου να γίνει συνεννόηση και να πάρουν νέα διαταγή από το αρχηγείο για να επιτρέψουν ό,τι ζητάνε. Μετά από μια ώρα, κατέβηκαν με όλα τους τα άρματα, και εκεί, ενώ όλοι τούς χαιρετούσαν, μπήκαν σε ένα αυτοκίνητο μαζί με δυο αξιωματικούς και τον Κολοβό. Συνάντησαν πολύ κόσμο που ήθελε να τους δει και να τους χαιρετήσει.            

(Το επόμενο Σάββατο στο red n’ noir: Στα σημειώματα που βρέθηκαν πάνω του, μεταξύ άλλων, παρήγγειλε να τον θάψουν με τις πιτζάμες και τις κάλτσες του / Τα δώρα και οι εκδηλώσεις συμπάθειας από μέρους των αρχών αποτελούν την καλύτερη ένδειξη της επίσημης προστασίας την οποία απολαμβάνουν)

Καμία δημοσίευση για προβολή