Προάγγελος Θανάτου

Ποιήματα VII

Κι αν δε καταφέρω, τα βλέφαρα μου ν’ ανοίξω, να δω την άλλη μέρα,

κι αν η σκιά αυτή, που τα βράδια ξαπλώνει στο παράθυρο μου,

με πάρει μαζί της,

πες ότι αγάπησα.

Πες ότι ήμουν ικανή.

Ότι τσάμπα μου είχε βγει όνομα.

Ότι ήταν όλα ένα γινάτι.

Κι αν ακόμη,

η σκιά δεν ξεροσταλιάζει για ‘μένα,

και με τυφλώσει το πρωί το φως του ηλίου,

θα κατεβώ μονή μου, εκεί που οι αδύναμοι πηγαίνουν.

Καβάλα σε χάπια μωβ και λευκά και πολύχρωμα.

Πες ότι δεν αγάπησα.

Ότι δεν ήμουν ικανή.

Ότι καλά έκανε τ’ όνομα και μου βγήκε.

Να τους το κάνεις πιο εύκολο να με μισήσουν.

Και πες τους, ότι ο θάνατος μύριζε πιο όμορφα απ’ τη ζωή.

Ότι είδα, αχρείους, να γλύφουν ακόμη και το πιάτο τους,

ενώ αρνιόντουσαν να δώσουν μια δεκάρα.

Πες τους μια δεκάρα, κι αυτοί αρνιόντουσαν, κι εγώ πως να τ’ αντέξω!

Κι αν όμως αντέξω τους αχρείους,

τον πόλεμο

τον σκοτωμό

τα σύνορα σε ανθρώπους, λέξεις, συναισθήματα,

αν, παρόλα αυτά αντέξω,

τον γεμιστήρα θα φροντίσω,

να ‘ναι έτοιμη η κάννη σε ‘σένα να την στρέψω,

που μπόρεσες και μ’ άφησες με όλα αυτά να ζήσω.

Και θα τους πω ότι δεν ήξερες.

Δεν γνώριζες αγάπη τι θα πει.

Και θα τους πείσω, και θα πω ‘’ελαφρύ το χώμα που σας σκεπάζει’’.

Όμως ξέρω,

σχεδόν σιγουρά πια,

ότι η σκιά ήρθε εμένα για να πάρει.

Γιατί σας λέω αγαπούσα, φωνάζω, αγαπούσα.

Έχει την τάση ο άνθρωπος, την υπενθύμιση ζωής να τη σκοτώνει.

Διαβάστε από την Γωγώ Λιανού:

Καμία δημοσίευση για προβολή