Μαύρο δελφίνι Ι

Πρώτο επεισόδιο

Πετάχτηκε κάθιδρος από το κρεβάτι. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά  και κρύος ιδρώτας έλουζε το κορμί του. Έξω είχε νυχτώσει και άκουγε τα ταμπούρλα και τις γκάιντες να βαράνε, πράγμα που σήμαινε ότι το καθημερινό πανηγύρι είχε  ξεκινήσει στην κεντρική Πλατεία του Μαρακές.

Το κινητό του  χτυπούσε δαιμονισμένα στο κομοδίνο, δίπλα στο ξέχειλο από τσιγάρα τασάκι και την ξεχασμένη γόπα στο χείλος.

Καταράστηκε την ώρα που δεν το χαμήλωσε.

«Έλα, σε μισή ώρα να είσαι στο μαγαζί. Σου έχω μία δουλίτσα.»

«Σε μία, αντέτεινε χωρίς να το πολυπιστεύει.»

«Τσακίσου και έλα και μην αργήσεις πάλι γαμημένε.»

Έκλεισε το τηλέφωνο και χαμογέλασε στον καθρέφτη-ρεπλίκα Λουίζ κάτι. Ήξερε γιατί δουλειά τον ήθελε ο σκατιάρης Έλληνας. Έβγαλε τα σύνεργα και σούταρε. Άφησε μία ανάσα ανακούφισης καθώς έλυνε την ζώνη από το μπράτσο του. Άναψε τσιγάρο και σηκώθηκε με αργές κινήσεις, παραπατώντας. Ιt’s show time μονολόγησε  και φόρεσε  ένα μαύρο λινό κουστούμι με άσπρο πουκάμισο, κόκκινες τιράντες και δετά παπούτσια αγορασμένα όλα από  κάποιο παζάρι στην Ινσταμπούλ. Στερέωσε το 38 Σμίθ εντ Γουέσον στο πίσω μέρος του παντελονιού.

Βγήκε και αντίκρισε το γνωστό χαμό της πόλης. Όταν έφτασε στο μαγαζί, ο θηριώδης μαύρος πορτιέρης, του χαμογέλασε ,ανοίγοντας την πόρτα, μοστράροντας τα τρία χρυσά δόντια. Σίγουρα πρώην μποξέρ, ξεπεσμένος σκέφτηκε.
Όταν μπήκε στο μαγαζί, ένα μπαρ για άτακτους τουρίστες, ήταν ήδη γεμάτο και ο πυκνός καπνός έφθανε ως τον μεγάλο ανεμιστήρα οροφής.

Το αφεντικό  τον είδε από την άκρη της μπάρας και του ‘κανε νόημα. Δίπλα του είχε μία Μαροκινή με έντονο μακιγιάζ που έμοιαζε σαν νεκρή. Το εκρού του νεκρού, σκέφτηκε κοιτάζοντας το όμορφο πρόσωπο της.

«Έχω μία δουλίτσα για σένα Ρώσε.»

Ο Ρώσος δεν απάντησε, μόνο χάζευε το γκομενάκι, δεν πρέπει να ήταν πάνω από 20-25.

«Θα βρεις στο γνωστό καφενείο τον κουτσό. Θα έχει ένα πακέτο για σένα. Κανόνισε το.»

Ο Ρώσος έμεινε σιωπηλός, χαλβαδιάζοντας το γκομενάκι.

«Πάρε το γκομενάκι ρε γαμημένε, πάρτο να το γαμήσεις αν γουστάρεις, προσφορά του καταστήματος, ρε γαμημένε.»

 Όταν βγήκε από το μαγαζί ο μποξέρ καθόταν σε ένα σκαμπό δίπλα στην πόρτα. Τον χαιρέτισε με ένα νεύμα. Πήρε το πρώτο ταξί.

«Home or hotel» την ρώτησε με ρώσικη προφορά.

«Ηome», απάντησε αυτή.

Το διαμέρισμα της ήταν σε ένα προάστιο του Μαρακές, σε μία πολυκατοικία χωρίς ρεύμα.

Έμενε με άλλα 3-4 άτομα που τα αφουγκραζόταν αλλά δεν μπορούσε να τα δει στο σκοτάδι. Σε τι στον πούτσο σαπίλα, έμπλεξα σκέφτηκε. Την πήδηξε βιαστικά στο σκοτάδι. Κανείς τους δεν έβγαλε τα ρούχα.

Όταν βγήκε ένοιωσε πάλι τον κρύο ιδρώτα, αλλά όχι από τα στερητικά αυτή την φορά. Ερημιά και σκοτάδι. Μόνο 2-3 τύποι σουλατσάρανε με τα παραδοσιακά Μαροκινά ράσα με κουκούλα και σχοινένια ζώνη, δίχως να  φαίνεται το πρόσωπο. Ήταν μία άγνωστη περιοχή που δεν είχε ξαναέρθει αυτά τα 5 χρόνια πού ήταν στο Μαρόκο, κυνηγημένος από τους μπάτσους στην Αθήνα. Δεν ήταν από αυτούς που τρομάζουν εύκολα. Από αυτούς που έφθανε το σκατό στην κάλτσα. Ωστόσο ένοιωσε ανακούφιση όταν είδε το ταξί.

Έφτασε στο μπουρδελοξενοδοχείο και σωριάστηκε με τα ρούχα στο κρεβάτι. Βυθίστηκε αμέσως σε ένα βαθύ δίχως όνειρα ύπνο.

(Τέλος επεισοδίου. Όλα τα επεισόδια εδώ)

Το red n’ noir προτείνει βιβλία:

Καμία δημοσίευση για προβολή