Η ληστεία της Πέτρας VΙΙI

Όχι, να μην είναι σάβανά σας όπως θέλει ο παλιόκοσμος. Να σας δώσουν την ελευθερία σας | Πρέπει να μάθεις μερικά πράγματα, γιατί εδώ είμαστε στον τόπο της Καμόρας

Κεφάλαιο 15 (22 Νοεμβρίου 1928)

Στις 10.30 το πρωί, εμφανίζεται στην αριστερή εξώθυρα μια μετρίου αναστήματος ηλικιωμένη γυναίκα, συνοδευόμενη από δυο άλλες νέες γυναίκες. Φορούνε και οι τρεις μαύρα και οι, επίσης μαύρες, σκέπες τους είναι κατεβασμένες πολύ χαμηλά προς τα μάτια. Η νεότερη από τις τρεις κρατάει ένα ογκώδες δέμα ρούχων. Είναι και οι τρεις τους δακρυσμένες. Η ηλικιωμένη γυναίκα πλησιάζει προς τον ανθυπασπιστή και του απευθύνεται:

«Θέλω να δω τον Γιάννη μου».

«Ποιον Γιάννη σου;»

«Τα παιδιά μου. Τον Γιάννη και τον Θύμιο».

Ο ανθυπασπιστής υποψιάζεται και της λέει:

«Είσαι μήπως…»

«Η μητέρα των Ρεντζαίων», τον βεβαιώνει η νεότερη της τριάδας.

«Τι θέλετε;»

«Να ξαλλάξουνε τα κακόμοιρα», λέει με σιγανή φωνή η μητέρα των Ρεντζαίων και τα μάτια περισσότερο βουρκωμένα τώρα από τα δάκρυα.

Ο ανθυπασπιστής τρέχει και ειδοποιεί το επόπτη, κύριο Παπακυριακόπουλο, ο οποίος φτάνει εντός ολίγου συνοδευόμενος από δυο φύλακες. Ανοίγουν το δέμα και γίνεται λεπτομερής έρευνα του περιεχομένου. Μέσα είναι δυο φλοκωτές κουβέρτες, δυο μικρά προσκέφαλα, δυο πουκάμισα, δυο περισκελίδες και έξι ζευγάρια χονδρές μάλλινες κάλτσες. Επίσης τέσσερα κουτιά τσιγάρα.

«Καλά, θα τους τα δώσουμε», λέει ο κύριος Παπακυριακόπουλος.

Η μια των γυναικών, ξαδέλφη των Ρεντζαίων, λέει δειλά:

«Μα θέλουμε να τους δούμε!»

«Αδύνατον!» απαντάει ο επόπτης.

Τη Ρέντζου την πιάνει τότε το παράπονο.

«Μα μάνα είμαι η κακομοίρα, άσε, αφέντη μου, να τους δω.»

«Τι να σου κάνω, κυρία μου, δεν μπορώ. Πήγαινε στο υπουργείο να σου δώσουν άδεια και τότε θα σε αφήσω να τους δεις.»

«Μια στιγμή να τα δω τα κακόμοιρα», λέει.«Και τι φελάω εγώ που δεν μ’ αφήνετε;»

Απλώνει κατόπιν τα ρούχα τους στο έδαφος, γονατίζει κοντά τους, κάνει το σταυρό της και λέει:

«Όχι, να μην είναι σάβανα σας όπως θέλει ο παλιόκοσμος. Να σας δώσουν την ελευθερία σας!»

«Εσύ που ήσουν μητέρα τους, γιατί δεν τους έδινες καλή ανατροφή να μην γίνουν τέτοιοι άνθρωποι;» την ρωτάει ο ανθυπασπιστής.

«Εγώ καλή και άγια ανατροφή τους έδωκα. Αλλά οι κακές συναναστροφές τους χάλασαν. Εκεί στην Ήπειρο όλοι οι άνθρωποι είναι τέτοιοι και τους έκαναν και αυτούς έτσι. Να πεις για τον Γιάννη μου. Είναι πονόψυχος και χρυσός μέχρι εκεί που δεν παίρνει άλλο. Έχει κάμει κακά λένε. Αλλά έχει κάμει και καλά, σωρό καλά. Ε, ο Θύμιος μου είναι λίγο θυμοτσιάρης, αλλά ο θεός να μου τον φυλάει. Είναι ένα κουτό παιδί που δεν καταλαβαίνει.»      

Η δυστυχής κυρά Ρέντζου καταλαβαίνει ότι κάθε προσπάθεια να δει τα παιδιά της είναι μάταιη και αναγκάζονται να φύγουν δακρυσμένες και οι τρεις.

«Δώσε τους τις ευχές μου τότε», λέει.

Ενώ η ξαδέλφη τους προσθέτει:

«Ο Θεός να τους λευτερώσει τους κακόμοιρους από τον κατατρεγμό που έχουν».

Κεφάλαιο 16 (Χειμώνας του 1923-1924)

Όταν παίρνεις τα λεφτά και είσαι ληστής καταλαβαίνεις σε ποιο χάλι βρίσκεσαι. Τα παίρνεις, τα μετράς, αλλά τι να τα κάνεις; Μέσα στο βουνό να τα χαλάσεις; Σε πιάνει σιχαμάρα με τον εαυτό σου. Έχεις λεφτά καταραμένα που πρέπει να τα σκορπίσεις εδώ και εκεί στα βουνά, σε πρόσωπα που δεν χωνεύεις και πρέπει να τα χορτάσεις για να γλιτώσεις τη ζωή σου. Ληστεύεις μια φορά και σε ληστεύουν κάθε μέρα.

Από την αιχμαλωσία του Παπαγιαννόπουλου μόνο 150 χιλιάρικα πήραν οι Ρεντζαίοι, λεφτά που ξοδεύονται σε διάστημα λίγων μηνών. Όλοι αυτοί που τους περιποιούνταν στο βουνό ζητούσαν μερτικό. Άλλοι κλαιγόντουσαν πως δεν είχαν να φάνε και άλλοι ήθελαν να τους κανονίζουνε τις διαφορές τους και να πάρουν και χιλιάρικα. Έπρεπε να δίνουνε, να δίνουνε, να δίνουνε. Να τους ρουπώνουνε για να τους κρύβουν και να τους λένε πού γυρίζουν τα αποσπάσματα για να μην τους σκοτώσουν οι ίδιοι. Έτσι δίνοντας, ξημερώθηκαν μια μέρα αδέκαροι. Αν δεν έχεις να δώσεις τίποτα και το κεφάλι σου στοιχίζει μερικά χιλιάρικα –το δικό τους στοίχιζε τότε πεντακόσια– αλίμονό σου. Θα τους σκότωναν οι ίδιοι τους οι φίλοι σαν τσακάλια, για να πάρουν λεφτά.

Πήραν απόφαση λοιπόν να κάνουν μια καινούρια καλή δουλειά, να αποκτήσουνε μερικά λεφτά και να γλιτώσουνε το κεφάλι τους. Εκείνη την εποχή, στα Γιάννενα, ήταν ένας αρχοντοεβραίος. Ο Μαραμένος. Ο γεροτσιφούτης ήταν άπιαστος, γιατί σχεδόν δεν έβγαινε από το σπίτι του ποτέ. Στο βουνό λοιπόν ή κάπου κοντά ήταν αδύνατον να τον πιάσουνε. Ο γιος του μόνο, ο Ελιά, έβγαινε πού και πού για κυνήγι, αλλά τελευταία το είχε κόψει από φόβο μην πάθει καμιά ιστορία από κανέναν κλέφτη. Όταν αποφάσιζε να βγει για κυνήγι, πάντα είχε πολλούς κοντά του και με πολλούς ανθρώπους μια ληστρική επιχείρηση δεν βγαίνει σε καλό. Κάποιος μπορεί να σκαρίσει και κάτσε κυνήγα τον από πίσω μην τρέξει να προδώσει. Ωστόσο, η συμμορία τους φύλαξε καραούλι πολλές φορές να τον πιάσει, αλλά δεν περνούσε.

Έπρεπε λοιπόν να ενεργήσουν όπως-όπως. Βρήκαν δυο στολές χωροφυλακίστικες. Ο Γιάννης κόλλησε δυο σαρδέλες υπονοματάρχη. Ο Θύμιος ντύθηκε χωροφύλακας. Φρεσκοξυρισμένοι μπήκανε καθώς σουρούπωνε στα Γιάννενα. Το σπίτι του Μαραμένου ήξεραν πού είναι. Έκοψαν κάμποσες βόλτες εκεί απ’ έξω και περιμένανε μήπως φανεί ο Ελιά, αλλά δεν φάνηκε. Για να μην χάνουνε καιρό, χτύπησαν την πόρτα του σπιτιού. Εκεί, τους είπαν ότι στο καφενείο θα ήταν. Πήραν σβάρνα τα καφενεία των Ιωαννίνων. Σε ένα από αυτά τρακάρισαν με έναν υπομοίραρχο:

«Πώς λέγεσαι και πότε ήρθες στα Γιάννενα», ρωτάει τον Γιάννη.

Ήταν άσχημο τρακάρισμα και ο Γιάννης παραλίγο να τα χάσει, όμως βρήκε την ψυχραιμία και απάντησε:

«Λέγομαι Γιάννης Μαργέτης και ήρθα απόψε για να προσκολληθώ στη δύναμη του τμήματος καταδιώξεως».

«Εγώ είμαι διοικητής του τμήματος καταδιώξεως», είπε.

Ο Γιάννης κοκαλώνει. Αν είχε την ιδέα να του ζητήσει φύλλο πορείας θα γίνονταν από δυο χωριά. Θα παίζανε κουμπουριές εκεί μέσα.

«Καλός είσαι», του λέει στο τέλος. «Αύριο να παρουσιαστείς σε μένα. Πρέπει να μάθεις μερικά πράγματα, γιατί εδώ είμαστε στον τόπο της Καμόρας».

Ευχαρίστησε στρατιωτικά και έφυγε ατάραχος, ενώ ο Θύμιος έτρεμε.

«Βλάκας φαίνεσαι εσύ», του λέει. «Κουμπώσου καλά κακομοίρη που είσαι σαν λιάπης».

Πώς ξεμπερδέψανε ένας Θεός ξέρει. Βρήκαν τον Ελιά σε ένα καφενείο που έπινε τσάι. Αρχικά είπανε να μπούνε μέσα να τον αρπάξουνε στην ψύχρα, αλλά και το πολύ θάρρεμμα βλάπτει στο κεφάλι. Τον άφησαν ώσπου πήγε δέκα τη νύχτα κι αποφάσισε να βγει. Μόλις προχώρησε καμιά δεκαριά βήματα, τον πλησιάζουν.

«Ο κύριος Μαραμένος;»

«Ναι!»

«Υπονομοτάρχης Μαργένης.»

«Χαίρω πολύ, τι θέλετε;»

«Να μας ακολουθήσετε.»

«Πού;»

«Στο τμήμα.»

Ο Ελιά τα χάνει τόσο, που ο Γιάννης τον λυπάται με το φόβο που είχε πάρει.

«Μα τι έκανα;»

«Θα το μάθεις στο τμήμα.»

Τότε αποφάσισε να θυμώσει.

«Δεν μπορώ απόψε. Το σπίτι μου είναι γνωστό σε όλη την κοινωνία.»

«Σουτ», του λέει. «Ξέρεις ποιος είμαι; Ο Γιάννης ο Ρέντζος!»

«Ε! ε!» κάνει και πάει να πέσει ξερός από τη λιποθυμία.

«Προχώρα», του λέει ο Θύμιος.

Ο Ελιά πήγε να βάλει τις φωνές, αλλά τον ειδοποίησε ο Γιάννης.

«Το βλέπεις το περίστροφο. Αν κάνεις γκιχ, πέθανες στο λεπτό. Μείνε κοντά μας και δεν θα πάθει ούτε μια τρίχα του κεφαλιού σου.»

Κόντεψε το βήμα του και ξεροκόμπιαζε. Δεν ακολούθησε χωρίς αντίσταση. Κοντοστεκόταν και δεν ήθελε να προχωρήσει. Το σίδερο στη βράση κολλάει.

«Άντε, παιδί μου, περπάτα αν δεν θες να σφαγείς εδώ χάμου. Μαζί μας δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα. Δυο τρία εκατομμύρια που θα πληρώσει ο γέρος σου δεν είναι ούτε μια τρίχα του κεφαλιού του.»

Εκείνος όμως ξανάρχισε τις τσιριμόνιες. Κοντοστέκεται, μουρμουρίζει και σε μια στιγμή φάνηκε πως θα βάλει τις φωνές. Έχουνε όμως φτάσει κοντά σε ένα σκοτάδι και ο Γιάννης χυμάει και του δένει το στόμα. Από τότε ούτε μιλούσε, αλλά και περπατούσε καλά. Ήταν καιρός δηλαδή, γιατί από πίσω τους έρχονταν πεντέξι χωροφύλακες με έναν αξιωματικό. Ήταν περίπολο. Αν του είχανε ανοιχτό το στόμα, θα την παθαίνανε εκείνη τη στιγμή. Τώρα περπατάνε γρήγορα και σε λίγο φτάνουν δίπλα από το καφενείο του Βελισαρίου, όπου περιμένουν τα μουλάρια με έναν σύντροφό τους. Καβαλάνε πρώτα τον Μαραμένο σε ένα από αυτά και στα πισινά του μουλαριού καβαλικεύει ο Θύμιος. Σε άλλα δύο ο Γιάννης κι ο άλλος σύντροφος που είχαν μαζί. Κέντησαν τα μουλάρια και δρόμο για το βουνό.

Όταν την επόμενη καταγγέλθηκε από τον πατέρα του Μαραμένου στην αστυνομία η εξαφάνιση του γιου του, όλοι υπέθεσαν ότι πρόκειται για δολοφονία. Από σκοπιμότητα οι Ρεντζαίοι δεν είχανε στείλει ακόμα επιστολή που να του γνωστοποιούνε την πράξη τους, ούτε κανείς μπορούσε να υποψιαστεί ότι είχανε κατέβει μέσα στα Ιωάννινα για να κάνουν τόσο θρασύ κατόρθωμα. Η αστυνομία υποψιαζόταν ότι ο Ελιά ο Μαραμένος είχε πέσει θύμα ερωτικής περιπέτειας.

Ο πατέρας του αιχμαλώτου βεβαίωνε στην αστυνομία ότι ο γιος του είχε συνδεθεί με ερωτικό αίσθημα με μια δεσποινίδα της καλύτερης κοινωνικής τάξης των Ιωαννίνων. Το αίσθημα αυτό συνδυαζόμενο με μια επιστολή, την οποία είχε λάβει το πρωί της ημέρας της εξαφάνισής του, έδωσε το συμπέρασμα στην αστυνομία ότι η δεσποινίς ενέχεται στο έγκλημα του υποτιθέμενου φόνου του. Ανακοίνωσε μάλιστα στους δημοσιογράφους ότι κατείχε σοβαρά στοιχεία στα χέρια της, σύμφωνα με τα οποία ο Ελιά Μαραμένος είχε σκοπίμως κληθεί σε ραντεβού από την εν λόγω δεσποινίδα δια της ως άνω επιστολής σε απόκεντρο μέρος, για να δολοφονηθεί και να ριχτεί το πτώμα του σε κάποια χαράδρα.

Τόση ήταν η πεποίθηση των καταδιωκτικών αρχών Ηπείρου, ώστε εξέτασαν επισταμένως και αλλεπαλλήλως την ως άνω δεσποινίδα και τη μητέρα της και ανακοίνωσαν πομπωδώς ότι βρίσκονται στα ίχνη των δολοφόνων!

Όσο για τους Ρεντζαίους, άλλοι πίστευαν ότι έχουνε καταφύγει στην Αλβανία και άλλοι ότι έχουνε διαφύγει στην Ευρώπη.

Μια άλλη φήμη που κυκλοφορούσε είναι ότι ο νεαρός Ελιά Μαραμένος σφάχθηκε από ομόθρησκούς του για να κοινωνήσουν από το αίμα του, γιατί ο πατέρας του  ο γερο-Μαραμένος, παρότι Εβραίος, συμπαθούσε τους χριστιανούς. Προς εκδίκηση, ή και εξιλέωση, η Εβραϊκή Συναγωγή των Ιωαννίνων είχε αποφασίσει να σφάξει τον γιο του. Το αντισημιτικό όργιο φημών περιορίστηκε, όταν τα αδέλφια έριξαν τη νύχτα στην οικία του μια επιστολή με την υπογραφή τους στη σφραγίδα τους, που είχε ζωγραφισμένα δυο κουμπούρια χιαστί και μια κάμα μπροστά από μια καρδιά. Η επιστολή γράφει:

«Κύριε Μαραμένε,

Ο υιός σου Ελιά ευρίσκεται στα χέρια μας αιχμάλωτος. Φρόντισε να ετοιμάσεις χωρίς αργοπορία τρία εκατομμύρια φράγκα χρυσά, διότι αλλιώς θα δεις το κεφάλι του παιδιού σου στημένο στην πλατεία των Ιωαννίνων. Εμείς θα σε ειδοποιήσουμε πού και πώς θα στείλεις τα χρήματα».

Μόλις διάβασε την επιστολή αυτή, ο κύριος Μαραμένος έσπευσε να την καταθέσει στην εισαγγελία και μόνο τότε καταλάβανε ότι δεν πρόκειται περί δολοφονίας αλλά περί του νέου ληστρικού κατορθώματος των Ρεντζαίων. Εντωμεταξύ, οι ανακοινώσεις είχαν εκθέσει τη δεσποινίδα και για να μπαλώσουν την γκάφα τους άρχισαν να διαδίδουν ότι ναι μεν η δεσποινίς δεν εξαφάνισε τον Ελιά ως αρχικώς υπετέθη, αλλά ότι σε συνεννόηση μαζί τους οργάνωσε την απαγωγή.    

(Το επόμενο Σάββατο στο redn’ noir: Σωστοί αρκουδιαρέοι είναι αυτοί! Μας δέσανε σαν να είμαστε πουλιά και θα πετάγαμε | Η κόρη φωνάζει από τον πόνο και ο Συντόρης γλύφει το κόκκινο αίμα της που τρέχει)

Καμία δημοσίευση για προβολή