Μαύρο δελφίνι Χ

Δέκατο επεισόδιο

Κάποιος χτυπούσε τo θυροτηλέφωνο μανιασμένα.

«Έλα ποιος;»

«Εγώ άνοιξε!»

Αναγνώρισε την φωνή του ζαβού, αναστέναξε και πίεσε το μπουτόν.

Ο Κούλης μπήκε στην ημιυπόγεια γκαρσονιέρα με ένα μπορντό σακ βουαγιάζ στα χέρια.

«Τί είναι αυτό ρε;», ρώτησε αγουροξυπνημένα και ας ήταν μια το μεσημέρι.

«Για αύριο». Ο μικρός είχε βελτιωθεί κατά πολύ. Είχε καταλάβει ότι ο Ρώσος δεν  γούσταρε πολλά λόγια, περιττά λόγια.

Ο Βιλέν πήρε το σακ βουαγιάζ και το άνοιξε. Έβγαλε μία χράπα-χρούπα Browning BPS με πριονισμένο κοντάκι και κάνη και καμιά εικοσαριά φυσίγγια. Περισσότερο έμοιαζε σαν πιστόλα του προ-προηγούμενου αιώνα.

«Αυτό είναι όλο;», ρώτησε, αν και ήξερε εκ των προτέρων την απάντηση. «Αυτό». Κάτι πήγε να πει ακόμα αλλά το ξανασκέφτηκε και σιώπησε.

Τρίτη 10:35 πμ, Πλατεία Βικτωρίας. Ο Κούλης οδήγησε την κλεμμένη Kawasaki Νinja και πάρκαρε στην κάτω πλευρά της πλατείας. Αριστοτέλους και Χέυδεν.

Έμειναν και οι δύο πάνω στην μαύρη μηχανή χωρίς να βγάλουν τα full face κράνη.

Είδαν τον Φαραώ, έναν Αιγύπτιο ναρκέμπορο, να βγαίνει από το γωνιακό μαγαζί με κινητά, που φαινομενικά ανήκε σε συμπατριώτη του, αλλά στην πραγματικότητα ήταν ιδιοκτησίας του Ιανού. Ένα από τα πολλά πλυντήρια  ξεπλύματος του μαύρου χρήματος, από την τοκογλυφία.

To παρατσούκλι Φαραώ το ‘χε κονομήσει, όχι μόνο λόγω της καταγωγής του, αλλά και επειδή η ανατομία του προσώπου του, θύμιζε Αρχαίο Αιγύπτιο βασιλιά.

Σκουρόχρωμος με μεγάλη μύτη, μακριά μαλλιά πάντα τραβηγμένα πίσω, κολλημένα λες και τον είχε γλύψει αγελάδα, τραβηγμένα σε αλογοουρά. Περίπου συνομήλικος του Βιλέν και σαφώς πιο μπασμένος.

O Βιλέν έβγαλε κάτω από την καμπαρντίνα την κομμένη browning και την όπλισε.

Πριν καταλάβει ο πρεζέμπορας τι συμβαίνει, ο Ρώσος τον πυροβόλησε. Με τα σκάγια να τον βρίσκουν στο στήθος, ο Φαραώ έφυγε με δύναμη πίσω και έσκασε πάνω στην βιτρίνα κομματιάζοντας την. Ήταν σαν να τον κλώτσησε ένα αφηνιασμένο άλογο. Άλλοι τρεις πυροβολισμοί στο μέρος της καρδιάς ολοκλήρωσαν το σκοπό τους.

Ένα ρυάκι αίμα κύλησε στο πεζοδρόμιο, έγλυψε το πεζούλι και κύλησε στο ρείθρο του δρόμου. Ο μικρός περίμενε με αναμμένη την μηχανή.

«Πάμε, πάμε», φώναξε ο Βιλέν. Ανέβηκε κι έφυγαν με σούζα. «Άσε τις μαλακίες», φώναξε ο Βιλέν μέσα από το κράνος.

«Δεν φταίω εγώ. Τ’ άλογα αφηνίασαν», δικαιολογήθηκε.

«Κοίτα που έχει και χιούμορ», σκέφτηκε ο Βιλέν, αλλά αντί γι’ αυτό είπε: «Παπαριές καμαρωτές μικρέ».


Το τελευταίο πού ήθελε ήταν να στουκάρουν και να τους δέσουν οι μπάτσοι.

«Κούλη, είσαι στον πούτσο μας λουλούδια και τριγύρω μέλισσες»

«Κυριάκο με λένε μην με λες Κούλη».

«Δεν θα κολλήσουμε εκεί. Φρόνιμα στον δρόμο μην μας πάρουν οι μπάτσοι στο κατόπι»

Άφησαν την μηχανή στου Στρέφη και την έκαψαν μαζί με τα κράνη. Είχαν φροντίσει, να τους περιμένει ένα μπιτόνι βενζίνη κρυμμένο μέσα σε ένα εγκαταλελειμμένο αμάξι. Την χραπαχρούπα την είχαν  πετάξει νωρίτερα σε έναν κάδο στο Πεδίο Άρεως.

«Σπάσε τώρα» είπε επιτακτικά ο Ρώσος.

«Δεν θέλεις να πάμε για καμιά μπίρα;»

«Όχι! Θα βρεθούμε το βράδυ στο στριπτιζάδικο».

«Και πως θα έρθω Κάτω Κηφισιά; Μού ‘χεις πάρει και το ρημάδι το αμάξι…»

«Εντάξει, θα περάσω να σε πάρω γύρω στις 10».

*

Χτύπησε το θυροτηλέφωνο, και όταν άκουσε τον ήχο έσπρωξε την πόρτα και μπήκε. Ο μικρός έμενε σε μία γκαρσονιέρα πρώτου ορόφου στα Κάτω Πατήσια.
Του άνοιξε με το μποξεράκι. Φαινόταν αγουροξυπνημένος.

«Θα μας γαμήσεις;» – Ο άλλος γέλασε αμήχανα.

«Γιατί δεν είσαι έτοιμος, ρεμάλι», συνέχισε στον ίδιο τόνο.

«Τώρα ετοιμαζόμουν».

Το ζαβό έβλεπε τσόντες στο Pornhub και τον έπαιζε, ήταν σαφές. Ξαφνικά μετάνιωσε που ήταν τόσο απότομος μαζί του. Μαλάκωσε.

«Άντε ετοιμάσου. Κερνάω εγώ απόψε. Πάρε όποιο κορίτσι θέλεις. Και ένα και δύο και τρία».

Ξαφνικά του βγήκε σαν να πηγαίνει βόλτα το καθυστερημένο μικρό του αδερφάκι.

«Και πλύνε τα κωλόχερα σου».

Πριν ξεκινήσουν έκαναν μία στάση στην Αχαρνών για βρώμικο.

Ο Βιλέν δεν είδε το καροτσάκι να έρχεται. Άκουσε τον μικρό να μιλάει με κάποιον. Όταν γύρισε να δει, σοκαρίστηκε από αυτό που είδε. Στο καροτσάκι καθόταν μία γυναίκα που δεν μπορούσες να πεις ούτε νέα, ούτε ιδιαίτερα όμορφη. Είχε κομμένα και τα δύο πόδια από το γόνατο.

«Ρώσε να σου γνωρίσω μία φίλη».

«Αλέξα», είπε και του έτεινε το χέρι.

Η φωνή της ήταν βαριά, μπάσα.

Ο Βιλέν το πήρε αμήχανα.

«Χαίρω πολύ. Οι φίλοι του Κυριάκου είναι και δικοί μου». Ο Κούλης φούσκωσε από περηφάνια.

«Αυτός είναι ο φίλος μου που σου έλεγα, Άλεξ».

«Ελπίζω να μην φρικάρεις και ’σύ…»

«Όχι!» είπε κοφτά και σκεφτόταν που τον έμπλεξε πάλι το ζαβό. Η άλλη κατάλαβε την αμηχανία του.

«Είμαι γυναίκα παγιδευμένη σε ανδρικό σώμα».

Δεν υπήρχε καλύτερος τρόπος για να περιγράψει την ταυτότητα της.

«Και μάλλον σακάτισσα πλέον», πρόσθεσε πικρόχολα.

«Τι συνέβη;»

Του εξήγησε με λίγα λόγια. Μόλις την είχε αφήσει ένας πελάτης στην Συγγρού. Γύρισε στο πόστο της μπροστά από την Πάντειο. Τότε εμφανίστηκαν κάτι πλουσιόπαιδα, με άγριες διαθέσεις για να σπάσουν πλάκα. Να κράξουν τα «τραβέλια». Η Αλέξα δε μάσαγε και τους απάντησε. Σε χρόνο dt το πράγμα ξέφυγε. Την κυνήγησαν στα στενά πίσω από την Πάντειο. Ήταν και οι τρεις τους μεθυσμένοι και ίσως μαστουρωμένοι. Την πρόλαβαν με το αμάξι και την χτύπησαν. Έκανα όπισθεν και έφυγαν, αφήνοντας την αιμόφυρτη.

Μία άλλη τράνς την πήγε στο νοσοκομείο και μία δεύτερη πρόλαβε να γράψει τον αριθμό της πινακίδας. Ο Κυριάκος είχε βρει μέσω ενός γνωστού του, «τρέχα βρες», πώς ότι ήταν τρία κωλόπαιδα, γόνοι καλών οικογενειών των βορείων προαστίων. Ο ένας, γιός φαρμακοβιομήχανου, και οι άλλοι δύο, μεγάλων εφοπλιστών. Ο ένας έφυγε κατευθείαν μετά το περαστικό στο Ντάραμ όπου υποτίθεται έκανε σπουδές.

Ο Βιλέν άκουγε σιωπηλός. Όταν σταμάτησε να μιλάει, πέταξε το τσιγάρο και είδε την καύτρα να σκορπάει στον αέρα.

«Και γιατί μου τα λες όλα αυτά;», είπε τελικά. (Παύση)

«Μου είπε ο Κυριάκος ότι μπορείς να το ρυθμίσεις. (Κι άλλη παύση)

«Θα σε πληρώσω».

«Πόσα;»

«Χίλια ευρώ μπροστά και δύο χιλιάδες μετά».

«Πλάκα μου κάνεις; Αυτά δεν φθάνουν ούτε για ζήτω…», ξεκίνησε να λέει, αλλά το μετάνιωσε όταν είδε τα δάκρυα να αυλακώνουν το πρόσωπό της.

«Κράτησε τα λεφτά σου. Πες μου μόνο πώς θες να γίνει».

«Σκότωσε τα καθάρματα που με σακάτεψαν», είπε, ενώ τα δάκρυα είχαν κάνει μούσκεμα το πρόσωπο της. «Σκότωσε τα γαμημένα κωλόπαιδα, κάψτα ζωντανά τα καθίκια. Δε με νοιάζει αρκεί να πεθάνουν. Ακούς να πεθάνουν τα αρχίδια που  με κατάντησαν έτσι». Τα δάκρυα είχαν στεγνώσει και η φωνή της έβγαζε μία σκληράδα. Λογικό σκέφτηκε ο Βιλέν. Είχε μείνει μισός άνθρωπος.
Αυτή ήταν μία καινούργια εμπειρία για τον Βιλέν. Το πρώτο freelance συμβόλαιο.

Του έφαγε ελάχιστο καιρό τους βρει. Ο Ίαν ήξερε έναν βρώμικο μπάτσο που του έδωσε πληροφορίες για την διεύθυνση με βάση την πινακίδα της convertible Μερσεντές. Για την ακρίβεια ο μπάτσος είχε πάρε-δώσε με το δεξί του χέρι, τον Άντι. Ο Αλβανός θεώρησε σημαντικό να έχει έστω και από σπόντα μία άκρη στο μπατσομέγαρο και μάλιστα κάποιον υψηλά ιστάμενο.

Άρχισε να παρακολουθεί τους πιτσιρικάδες. Ήταν δύο φλωρούμπες από τα Β.Π. που νόμιζαν ότι με τα λεφτά και τις πλάτες του μπαμπά μπορούσαν να γαμήσουν τους πάντες και τα πάντα. Στέκι τους ήταν ένα μοδάτο μπαρ στην Κηφισιά που σύντομα ο Βιλέν εντόπισε. Όταν βγήκαν ψιλομεθυσμένοι εκείνο το βράδυ από το μπαρ, γελώντας και παραπατώντας δεν ήξεραν τι τους περίμενε.

Ο Βιλέν τους πλησίασε πριν μπουν στο αμάξι. Έβγαλε το στιλέτο από την κωλότσεπη, ενώ στο πίσω μέρος του τζιν  ̶  για παν ενδεχόμενο  ̶  είχε μαζί του το ruger. Πίεσε το κουμπί και η λεπίδα πετάχτηκε. Του έχωσε δύο μαχαιριές στην καρωτίδα. Ο πιτσιρικάς έφερε το χέρι στο λαιμό σε μία απέλπιδα προσπάθεια να σταματήσει την αιμορραγία. Πολύ αργά. Σωριάστηκε στο πεζοδρόμιο φτύνοντας αίμα.

Ο δεύτερος το έβαλε στα πόδια, αλλά ο Βιλέν τον έφτασε λαχανιαμένος. «Είμαι πολύ γέρος γι’ αυτές τις μαλακίες», σκέφτηκε, βρίζοντας που δεν καθάρισε το θέμα με το παραδοσιακό τρόπο. Τρεις σφαίρες στον καθένα.

Ακούμπησε πάνω σε ένα σταθμευμένο αμάξι προσπαθώντας να ανακτήσει την αναπνοή του. Έβγαλε το ruger και τον σημάδεψε. Ο άλλος πάγωσε. Είδε τον τρόμο στα μάτια του. Είχε παραλύσει. Είχε παραδοθεί.

«Μη! Μη! Σε παρακαλώ. Ο πατέρας μου έχει πολλά λεφτά. Θα σε πληρώσω, θα σου δώσω ό,τι θες. Μη μου κάνεις κακό. Άσε με να φύγω». Τόσο τρομαγμένος. Τόσο ευάλωτος. Το άσπρο παντελόνι είχε ένα μεγάλο λεκέ τώρα. Ήταν προφανές: Είχε κατουρηθεί από το φόβο.

«Πολύ αργά γι’ αυτό», είπε ο Βιλέν.

Η μαχαιριά στο πόδι του έκοψε την μηριαία αρτηρία. Προσπάθησε να φύγει. Έκανε μερικά βήματα και έπεσε κάτω. Εκεί πέθανε από ακατάσχετη αιμορραγία.

Κάποιο πρωί μετά από καμία βδομάδα, το βλαμμένο τού έφερε έναν φάκελο.

«Τι είναι αυτό ρε;»

«Από την Αλέξα».

Είχε μέσα 5 χιλιάδες ευρώ.

«Και πού τα βρήκε;»

«Μάζευε φράγκα για αλλαγή φύλλου στην Καζαμπλάνκα. Τώρα πια δεν της χρειάζονται».

Και πράγματι δεν της χρειάστηκαν. Μετά από λίγες ημέρες αφού εντόπισαν  τους δύο πιτσιρικάδες νεκρούς στην Κηφισιά, την βρήκαν νεκρή σε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι, με μία σύριγγα καρφωμένη στο χέρι και γυάλινο βλέμμα. Overdose είπαν. Τύψεις; Ίσως.

O Bιλέν στην Ρωσία το είχε ξαναδεί το σκηνικό στην πιο φριχτή μορφή του

Σχεδόν όλοι οι φίλοι του είχαν ξεπαστρευτεί από αυτό τον διάολο το  κροκοντίλ14. Τους είδε να σαπίζουν κυριολεκτικά καθώς το δέμα τους πρασίνιζε σάπιο πια από το δηλητήριο που έριχναν στις φλέβες τους. Από αυτό πέθανε η αδελφή του Λιουμμίλα. Η αγαπημένη του αδερφή πέθανε ένα εξάμηνο από την πρώτη φορά που σούταρε αυτό το χημικό απόβλητο. Αλλά και την πρώτη του κοπέλα, την πανέμορφη Τσβετάνα, την είδε να λιώνει. Το δεξί της χέρι δεν είχε πλέον σάρκα. Φαινόταν το γυμνό κόκκαλο. Όλα ξεκίνησαν με μία φουσκάλα στο μέρος που έκανε την ένεση. Η πληγή άρχισε να μεγαλώνει, το χέρι της να γίνεται γκριζοπράσινο σαν ψόφιου κροκόδειλου. Έκλαιγε όταν μεγάλωνε και τα δάχτυλα του χεριού είχαν κοπεί στην μέση. Του έλεγε πώς δεν θέλει να πεθάνει. Δυστυχώς ήταν αργά για δάκρυα και ευχολόγια. Σύντομα έχασε κι αυτήν. Όλοι οι φίλοι του έφυγαν ένας-ένας. Στα εγκαταλελειμμένα και πλέον ερειπωμένα σπίτια έξω από τη Μόσχα, οι άνθρωποι-σκιές, σα βγαλμένοι από b-movie, έσερναν τα βήματα τους σε ανούσιους κύκλους με ό,τι είχε απομείνει από αυτό που κάποτε θύμιζε ζωή. Σκέτα ζόμπι. Ο ίδιος ευτυχώς είχε φροντίσει να μείνει μακριά.

Όπως και να έχει, ο Βιλέν εκτίμησε ότι ο Κυριάκος του έδωσε τα γκαφρά χωρίς να τα κρατήσει, ή έστω χωρίς να κρατήσει ένα μέρος.

«Γίνεσαι παρανοϊκός» σκέφτηκε. «Αλλά ποτέ μην είσαι σίγουρος».

«Άντε πάμε. Απόψε κερνάω εγώ.»

(14) Δεσομορφίνη «επεξεργασμένη» με, βενζίνη, μαγειρικό λάδι, ιώδιο, διαλυτικό μπογιάς και υγρό αναπτήρα για να είναι πιο δραστική. Είναι πιο εθιστικό και θανατηφόρο κοκτέιλ και από την ηρωίνη.Το όνομα του πήρε από την υφή που παίρνει το δέρμα, το οποίο στην πραγματικότητα σαπίζει.

Καμία δημοσίευση για προβολή