Μαύρο δελφίνι ΧΙ

Ενδέκατο επεισόδιο

Μετά τα από τα δύο περιστατικά με τον πρεζέμπορα και τα βουτυρόπαιδα, ο Βιλέν έπρεπε να μείνει ανενεργός για κάποιο χρονικό διάστημα. Σε πλήρη αφάνεια. Το να μείνει ανενεργός δεν σήμαινε μόνο περισσότερο καιρό σε απραξία αλλά  δημιούργησε και «παράπλευρα» προβλήματα. Η Αριάδνη άρχισε να τον ρωτάει τι είδος δουλειά κάνει, γιατί δεν δουλεύει αυτόν τον καιρό, αν απολύθηκε.

Ο Ρώσος ήταν στα πρόθυρα να την στείλει αδιάβαστη, αλλά το ξανασκέφτηκε πιο ψύχραιμα.

Ήταν μπερδεμένο. Δεν ήξερε αν έτρεφε αισθήματα για την όμορφη στρίπερ ή απλά πέρναγε καλά.

Η Αριάδνη δεν ενέκρινε τον Κυριάκο που ο Βιλέν παρουσίαζε αναγκαστικά ως φίλο του. Του έλεγε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με αυτόν.

Αραίωσε και από το στριπτιζάδικο. Έβγαινε μόνο για τα απαραίτητα, φαγητό, καφέ, τσιγάρα και πράσο στο Ζεφύρι.

Αλλά και τα ραντεβού με την Άρια αραίωσαν. Βρισκόταν μία με δύο φορές την εβδομάδα. Σπάνια έβγαιναν έξω. Μόνο μέχρι το πιο κοντινό ξενοδοχείο -για τουρίστες- στου Στρέφη και πίσω στον υπόγειο τάφο του.

Την ίδια ώρα ο ταξίαρχος τηλεφωνούσε στον ναζί πληροφοριοδότη του.

«Άντι, εδώ ταξίαρχος Βερόνης Βαλσαμάκος»

Ήταν αγχωμένος και αυτό φαινόταν στην φωνή του. Βρισκόταν σε αδιέξοδο. Οι μέρες περνούσαν, τα πτώματα σωρεύονταν στο νεκροτομείο και ακόμα ήταν στο σκοτάδι. Δεν είχε απαντήσεις για το ποιός ή ποιοί ήταν οι εκτελεστές και ποιά τα κίνητρα και  κυρίως ποιός ήταν ο ηθικός αυτουργός. Ποιος διέταξε τις δολοφονίες. Αν ήταν ένας δηλαδή και δεν ήταν άσχετα μεταξύ τους χτυπήματα.

«Άντι ο Βερόνης είμαι», ξαναείπε σε μία προσπάθεια να ακουστεί οικείος.

«Ταξίαρχε σε τι οφείλω την τιμή;»

«Άσε τις γαλιφιές Άντι και πες μου αν έχεις κάτι για μένα»

«Δεν έχω ταξίαρχε, αν είχα θα σας είχα….»

Τότε ακόμα μία έκλαμψη πέρασε από το μυαλό του.

«Άκου» τον διέκοψε «με ρώτησες για μια πινακίδα. Πέντε μέρες μετά βρίσκονται δύο πιτσιρικάδες σφαγμένοι στην Κηφισιά. Ο ένας από αυτούς ήταν γιός του ιδιοκτήτη του κάμπριο. Κάτι ξέρεις και δεν μου λες….»

«Κκκκ. Ταξίαρχε δεν έχω καμία απολύτως σχέση, αν αυτό υπονοείτε» κεκέδισε ο άλλος.

«Άκου Άντι, αν δεν μου δώσεις κάτι, θα ξανανοίξω τον φάκελο για τον μαχαιρωμένο Πακιστανό στην Πλατεία Αγ. Παντελεήμονα. Η ξανθιά θα κελαηδήσει αν είναι να βγει νωρίτερα από την ψειρού».

«Δώστε μου δύο ημέρες. Μόνο δύο ημέρες»

Όταν το έκλεισαν το μυαλό του Άντι πήρε φωτιά. Η κοκό βοηθούσε.

«Ο Ιαν  μου ζήτησε  να βρω σε ποιον ανήκει η πινακίδα. Αν μου πει γιατί την ήθελε θα μπορέσω να βρω ίσως μία άκρη». Ευχαριστημένος από την σκέψη του ξεκίνησε να βρει τον Ιανό. Προτίμησε να μην τον πάρει τηλέφωνο.

Τέτοια ώρα θα ήταν στην καινούργια χαρτοπαιχτική λέσχη -την Τρίτη- που άνοιξε στην Πλατείας Βάθη. Λογικό, είχε δώσει βάρος στην νέα επιχείρηση, καθώς οι άλλες πλέον είχαν πάρει τον δρόμο τους. Μπήκε χωρίς να χτυπήσει την πόρτα με τον αέρα του αρχιμπράβου. Τον βρήκε να κάθεται στο γραφείο του στο πίσω μέρος της λέσχης. Ένα δωμάτιο, χωρίς παράθυρα, με κλιματισμό συνέχεια αναμμένο.

«Πάντα φρόντιζε να είναι καβατζωμένος ο Αλβανός, κάλυπτε τα νώτα του», σκέφτηκε ο Άντι.

Είχε ένα βαρύ δρύινο γραφείο και μία μεγάλη περιστρεφόμενη δερμάτινη καρέκλα. Δίπλα σε έναν καναπέ στο ίδιο χρώμα, ο Ρούλης μετρούσε την είσπραξη σε έναν αυτόματο καταμετρητή χαρτονομισμάτων.

«Τι έγινε Ιαν;»

«Καλά Άντι» απάντησε τυπικά.

«Πως πήγαν οι εισπράξεις;»

«Πως πήγε Ρούλη», είπε χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει.

«Πενήντα έξι χιλιάδες, μέσα σε πέντε ώρες» απάντησε το τσιράκι.

«Όχι άσχημα για νέο μαγαζί. Ώρα και δεκαχίλιαρο», κάγχασε ο Ιανός.

«Ιανέ θέλω να μιλήσουμε. Ιδιαιτέρως». Και έδειξε με το κεφάλι τον Ρούλη.

«Κάνε ένα διάλειμμα Ρούλη. Θα σε φωνάξω αν σε χρειαστώ. Και βάλε αυτά στο χρηματοκιβώτιο πριν φύγεις», του είπε και έδειξε τις δεσμίδες με τα χαρτονομίσματα.

Οι οδηγίες ήταν σαφείς. Δεν σήκωναν κουβέντα. Τα έβαλε και έμεινε για λίγο μετέωρος στην πόρτα.

«Ρούλη σπάσε» είπε με επιτακτικό ύφος ο Ιανός.

Έφυγε κλείνοντας την πόρτα πίσω του.

*

«Τι τρέχει Άντι;»

«Θυμάσαι που με έβαλες να ρωτήσω  τον δικό μου για εκείνο το αμάξι;»

«Ναι και;»

«Βρήκαν δύο πιτσιρικάδες μαχαιρωμένους. Ο ένας ήταν γιός του ιδιοκτήτη μίας εταιρείας στην οποία ανήκει το αυτοκίνητο.»

Άρχισε να εκνευρίζεται ο Ιανός.

«Που το πάς Άντι;»

«Πουθενά. Ο μπάτσος θέλει να μάθει  γιατί το ‘ψαχνα»

«Άκουσε με. Δεν το ήθελα για μένα. Έκανα μία εξυπηρέτηση».

«Σε ποιον;»

«Δεν μπορώ να σου πω.»

Μια σκέψη πέρασε από το μυαλό του Άντι.

«Για να λέει ο Ιανός δεν μπορεί να πει σ’ αυτόν που ήταν ο πιο έμπιστος από τους έμπιστους κάτι βρωμούσε. Κάτι σάπιο υπήρχε στο βασίλειο της  Δανιμαρκίας», είπε μέσα του.

«Φοβάσαι;»

«Άσε τις μαλακίες και μην παίρνεις αέρα, αλλιώς θα πάρεις τον πούλο.»

«Ποιός σου ζήτησε» επέμεινε ο Άντι.

Κάποιος χτύπησε δυνατά την πόρτα  και άνοιξε.

«Βρε καλώς τον…»

«Ενοχλώ;» Ρώτησε ο Βιλέν

«Όχι έλα ο Άντι έφευγε», είπε και γυρνώντας στο δεξί του χέρι είπε επιτακτικά «τελειώσαμε Άντι»

Κάθισε στον καναπέ. Στην πραγματικότητα ο ίδιος ο Βιλέν ήταν ενοχλημένος από την παρουσία του καθάρματος αρχιμπράβου και δεν είχε πρόβλημα να το δείξει.

Ο άλλος σηκώθηκε σαν δαρμένο σκυλί και με αργές κινήσεις, άνοιξε την πόρτα ρίχνοντας μια τελευταία ματιά πρώτα στον Ιανό και μετά στον Βιλέν.

Βγήκε. Τώρα έμειναν οι δυο τους.

«Με ρώτησε για την πινακίδα»

«Τι του είπες;»

«Τίποτα απολύτως. Δεν ξέρει ότι εσύ ήσουν. Αλλά ο μπάτσος τον πιέζει.»

Δεν χρειάστηκε να ακούσει κάτι άλλο. Βγήκε από την λέσχη με το κινητό στο χέρι καλώντας  τον μικρό.

«Κυριάκο σε μισή ώρα στο καφενείο»

Συναντήθηκαν στο γνωστό καφενείο στην πλατεία Εξαρχείων.

«Ο Άντι είναι χαμοκελάηδα.Πρέπει να δούμε πόσα ξέρει και πόσα έχει ξεράσει. Θέλω μέσα σε 24 ώρες να βρεις δύο γκάνια. Όχι απαραίτητα καθαρά.

«Έγινε Ρώσε, θα το τακτοποιήσω»

Ο Ρώσος είχε αρχίσει να συμπαθεί τον Κυριάκο. Ήταν αναμφισβήτητα ιδιαίτερο παιδί αλλά ήταν σπαθί.

Μία μέρα μετά συναντήθηκαν στο σπίτι του Κυριάκου στα Κάτω Πατήσια. Είχε βρει ένα Walter και μία Beretta.

«Eχουν μία γεμιστήρα το καθένα. Δεν είχα παραπάνω χρόνο για να το ψάξω.»

Ο Βιλέν χαμογέλασε επιτιμητικά.

«Οκ boy, πάμε».

Το σαπάκι RX5 τους έφερε ως την Πλατεία Κυψέλης. Στα ηχεία γκαζώνανε οι Moscow Death Brigade στο brother an sisterhood, οι αγαπημένοι του Βιλέν.

Βρήκαν τον Άντι στο καφέ πού άραζε, ένα γνωστό ναζιστομάγαζο στην Φωκίωνος Νέγρη.

Όταν τον είδαν να  βγαίνει το ακολούθησαν, όσο πιο διακριτικά γινόταν να τον ακολουθήσουν με τα πόδια. Μετά από δύο ή τρία στενά τους είχε καταλάβει.
Σταμάτησε και τους περίμενε γερμένος πάνω σε έναν τοίχο. Ο Βιλέν παρατήρησε ότι το χέρι του ήταν πίσω από την πλάτη.

Είχε βγάλει ή ήταν σε ετοιμότητα  να τραβήξει το κουμπούρι που κουβαλούσε πάντα μαζί του, ένα Zastava M57.

«Tι συμβαίνει ρε μάγκες και με πήρατε στο κατόπι»

«Ξέρεις πολύ καλά μπάσταρδε» απάντησε ο Κυριάκος και ο Βιλέν τον συγκράτησε από το μπράτσο καθώς κινήθηκε απειλητικά προς τον Άντι.

«Απλά να μιλήσουμε» είπε χαλαρά ο Ρώσος.

«Δεν έχουμε να πούμε κάτι»

«Μην είσαι σίγουρος μουνόπανο» πέταξε ο Κυριάκος και προσπάθησε να ξεφύγει από την μέγγενη που έσφιγγε το μπράτσο του.

Ο Άντι έκανε ένα βήμα πίσω τραβώντας το όπλο του. Ταυτόχρονα ο Βιλέν έβγαζε το δικό του.

Τότε ο Κυριάκος έκανε την κίνηση του. Έβγαλε την Beretta. Έσπρωξε τον Βιλέν στα πλάγια και έκανε ένα βήμα μπροστά.

Η σφαίρα του Άντι τον βρήκε στην κοιλία. Ο μικρός έκανε μία κίνηση σαν να παραπάτησε και διπλώθηκε στην μέση.

Ο Βιλέν άδειασε την γεμιστήρα του Walter στον αρχιμπράβο. Μετά σήκωσε την Beretta του Κυριάκου και την άδειασε με μίσος πάνω του. Τον άφησε  πεσμένο μπροστά σε μία βιτρίνα κοσμηματοπωλείου βουτηγμένο μέσα σε μία λίμνη αίματος.

Σήκωσε τον φίλο του και πέρασε το χέρι του πίσω από τον λαιμό και κάτω από την μασχάλη.

«Κρατήσου μικρέ. Μην μου πεθάνεις»

Αιμορραγούσε και άφηνε δυνατά μικρά βογγητά πόνου.

Έβγαλε το κινητό του.

«Ιαν χρειάζομαι βοήθεια. Ο Κουλ… Ο Κυριάκος, τον πυροβόλησε ο Αντι…»

Ο μικρός δεν βογκούσε πια τον ακούμπησε κάτω και έβαλε το δάχτυλο του στην καρωτιδική. Δεν υπήρχε σφυγμός.

«Έρχομαι….»

«Πολύ αργά. Πέθανε», είπε και έκλεισε το τηλέφωνο.

Υπάρχουν κανόνες απεμπλοκής σε αυτή την δουλειά.
Όταν κάτι επαγγελματικά πάει σκατά, αλλά και όταν  μπλέξεις  εκτός δουλειάς.

Φεύγεις με το μικρότερο δυνατό κόστος. Αυτό Ο Βιλέν το ήξερε καλά και το τηρούσε  ίσως όχι με θρησκευτική ευλάβεια αλλά στο μέτρο του δυνατού.

Όχι όμως και η Αρια. Γύρισε με μαυρισμένο μάτι  ύστερα από καυγά με μία Τσεχα στρίπερ. Όλος ο σαματάς θα είχε  τελειώσει εκεί, αν δεν έμπλεκε ο Μένιος παίρνοντας το μέρος της Τσέχας. Αυτό εξαγρίωσε την Αριάδνη και κουβέντα στην κουβέντα δεν άργησε να γίνει το κακό. Ενα μπουκάλι ουίσκυ προσγειώθηκε από το χέρι της στο κεφάλι του ιδιοκτήτη του στριπτιζάδικου. Ένας από τους κολαούζους τον μετέφερε μισολιπόθυμο στο ΚΑΤ όπου του έκαναν δέκα ράμματα.

Μία εβδομάδα μετά έξω από το σπίτι της, η γαλανομάτα δέχθηκε  μία θρασύδειλη επίθεση.

Μόλις είχε κατέβει από το λευκό κάμπριο. Ήταν μέρα μεσημέρι, όταν ένας άγνωστος με τζόκευ γυαλιά ηλίου και γκέτα λαιμού σηκωμένη μέχρι την μύτη την πλησίασε και προσπάθησε να αδειάσει ένα μπουκάλι ακουαφόρτε ή βιτριόλι στο πρόσωπο.

Μία ενστικτώδης κίνηση της Αριας είχε σαν αποτέλεσμα να αποφευχθούν τα χειρότερα. Ωστόσο αυτό το τόσο αγέρωχο και  όμορφο κορμί σημαδεύτηκε για πάντα. Ο λαιμός και το αριστερό χέρι θα είχαν πάντα το μακάβριο «κέντημα»  του άνανδρου που διέταξε  αυτό  το χτύπημα.

Όλα αυτά τριβέλιζαν στο μυαλό του Βιλέν καθώς κατέβαινε με το σαπάκι Rx5 την Αττική οδό για το Θριάσιο νοσοκομείο.

«Ήταν πολύ τυχερή» είπε ο επιμελητής  πλαστικός χειρουργός με ένα υποχθόνιο χαμόγελο. Επρόκειτο για έναν καραφλό πενηντάρη με ξυρισμένο κεφάλι και μικρά στρόγγυλα γυαλιά που το έδιναν ένα ελαφρώς διανοουμενίστικο στυλάκι.

«Θα μπορούσε να ήταν πολύ χειρότερα αν της είχαν αδειάσει  το καυστικό υγρό στο πρόσωπο» πρόσθεσε.

«Θυμάμαι μία γυναίκα που μα είχαν φέρει με κατεστραμμένο όλο το πρόσωπο σχεδόν τυφλη. Ο εργοδότης της ήταν…»

«Μπορώ να την δω;» διέκοψε την φλυαρία του ο Βιλέν.

«Ναι βεβαίως. Είναι στο δωμάτιο 9.»

Η μικρή ήταν ξύπνια. Το βλέμμα της ήταν κενό καθώς κοίταζε απέναντι τον λευκό τοίχο. Δεν χαμογέλασε ούτε έκλαψε.

«Φύγε» του είπε «δεν θέλω να σε ξαναδώ στα μάτια μου»

«Αριάδνη…» ξεκίνησε να λέει μα το μετάνιωσε.

«Φύγε σου λέω. Επρεπε να με προστατεύσεις.» «Έπρεπε να με προστατεύσεις» επανέλαβε  και η φωνή της έσπασε με έναν λυγμό.

Ο Βιλέν δεν είπε λέξη, άνοιξε την πόρτα και βγήκε. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Ήξερε ότι η ζωή του εκτελεστή είναι μοναχική.

Μετά τον θάνατο του Κυριάκου, του μοναδικού του φίλου, που του κόστισε  και ας μην το παραδεχόταν, είχε πάρει την απόφαση πως  δεν ήθελε καμία συναισθηματική εμπλοκή.
Υπήρχε ωστόσο κάτι τελευταίο που έπρεπε να κάνει. Να σκοτώσει τον Μένιο.

Καμία δημοσίευση για προβολή