Νικόλα Ασηθιανάκις: Η κλεμμένη Ζάμια της Δροσοπούλου 52!

Εκτός διαγωνισμού...

Νικόλα Ασηθιανάκις

Ο Νικόλα Ασηθιανάκις γράφει την εκδοχή του για την ιστορία πίσω από την κλεμμένη Ζάμια της Δροσοπούλου 52.

H γκόμενα τσίριζε σαν υστερική στην σκοτεινή Δροσοπούλου.

«Σκότωσε το μουνόπανο τελείωσε το που θα με πεi εμένα πουτάνα το τελειωμένο πρεζάκι»

Από το στόμα της φεύγανε αφροί σαν λυσσασμένο πίτμπουλ. Όλα ξεκίνησαν στην πλατεία Εξαθλίων με ένα νταλαβέρι που στράβωσε. Ένα γραμμάριο κοκό που δεν ήταν σωστό όπως είπε στο βαποράκι. Γρήγορα το πράγμα ξέφυγε. Και κουβέντα στην κουβέντα βρέθηκε να ξεριζώνει τα μαλλιά του αδύνατου άνδρα που είχε μπροστά της. Εκείνος τράβηξε ένα στιλέτο αλλά δεν πρόλαβε να το χρησιμοποιήσει. Μια κλωτσιά στο χέρι το έστειλε στο πεζοδρόμιο, πριν πατήσει το κουμπί.

Η Μάρα γκόλ από μπάφους και ξύδια του κατέβασε ένα μπουκάλι  ρωσικής μονόλιτρης μπίρας στο κεφάλι. Και με το σπασμένο λαιμό της μάρκας με έκαψες μπίρας, απειλούσε να τον αποτελειώσει. Ο Πάτροκλος την τράβηξε με τα χίλια ζόρια πιάνοντας την από την μέση ενώ αυτή χτυπιόταν σε μαινάδα. Λες και ήταν αφιονισμένη.

Ο λιπόσαρκος άνδρας βρήκε την ευκαιρία να ξεφύγει προς την Στουρνάρη. Η Μάρα ξέφυγε από το σφιχταγκάλιασμα του Πάτροκλου και τον πήρε στο κατόπι. Βρίζοντας και απειλώντας. Την ακολούθησε και αυτός και από πίσω ένα λεφούσι αγανακτισμένων –ή μήπως δυσαρεστημένων πελατών- που επιζητούσε να εφαρμόσει τον νόμο του Λιντς.

Ακόμα και όταν έφθασαν στην Τοσίτσα, οι μπάτσοι  των  ΜΑΤ που ήταν στημένοι με την κλούβα παρά την οχλοβοή, γύρισαν από την άλλη πλευρά κάνοντας ότι δεν βλέπουν. Ότι δεν καταλαβαίνουν τι συμβαίνει. Στο φινάλε η δουλειά τους κακοπληρωμένη-τρείς και εξήντα παίρνεται και τον κόσμο δέρνετε δεν τους φωνάζουν στις πορείες; Και με πολλές ώρες στατική και όρθια δουλειά γιατί; Σίγουρα όχι  για να κυνηγάνε τα ζάκια. Μοναχά αυτοί που ήταν αραχτοί μέσα στο θωρακισμένο όχημα της ΕΛ.ΑΣ γέλαγαν με αυτούς του ούγκανους που κυνηγιόταν μέσα στην Πατησίων.

Το κυνηγητό συνεχίστηκε σε όλη την Πατησίων και όταν το βαποράκι κουραζόταν τον πλησίαζαν και του ρίχνανε μερικές ψιλές, κουρασμένοι, χωρίς πνοή και αυτοί από το τρέξιμο. Δύο τον έριξαν κάτω και τον κλωτσούσαν με μανία στα πλευρά ακόμα και στο κεφάλι.

Ο κόσμος κοίταζε αδιάφορα. Σαν να σκεφτόταν «Που να μπλέκω τώρα;»

Εκείνοι οι οποίοι τον κλότσαγαν έβαλαν τα χέρια στις τσέπες του μπουφάν και του άρπαξαν τα σακουλάκια με την άσπρη σκόνη. Ένας άλλος από τον όχλο του φέρμαρε το περφέκτο. Το λιντσάρισμα κράτησε μέχρι την Δροσοπούλου στην Κυψέλη. Έξω από μία πολυκατοικία στον αριθμό 52 εξουθενωμένος έχει πέσει κάτω. Από την ντουζίνα διώκτες του έχουν μείνει πια τέσσρα άτομα. Ανάμεσα τους η Μάρα και ο Πάτροκλος. «Σκότωσε το μουνόπανο τελείωσε το που θα με πει εμένα πουτάνα το τελειωμένο πρεζάκι» στρίγγλιζε υστερικά. «Φίλε μιλάμε για μεγάλο καθίκι» πρόσθεσε ο τρίτος από τους εναπομείναντες. «Ναι ρε φίλε μουνόπανο από τα λίγα» σιγοντάρισε ο άλλος. Ο Πάτροκλος έβλεπε και άκουγε άλλα δεν είχε επιτεθεί στον ματωμένο άνδρα.

Είχε ζήσει μέσα στην ντρόγκα, την λαγνεία και κάθε είδους καταχρήσεις, μα αυτό με την βία δεν τό ‘χε ποτέ και σκηνικά όπως το σημεροβραδινό του έφερνε αποστροφή. Κοίταζε το βαποράκι. Έμοιαζε με μποξέρ πεσμένο στο καναβάτσο.Το πρόσωπο του ήταν μέσα στα αίματα, τα μπροστινά δόντια είχαν σπάσει και τα ρούχα του ξεσκισμένα. Κάπου στον δρόμο είχε χάσει και το ένα από τα δύο παπούτσια. Αλλά χαμογελούσε μπροστά στους διώκτες του. Η Μάρα πάντα σε αμόκ παραληρούσε. «Δεν πρέπει να ζήσει.Πρέπει να ψοφήσει.Πρέπει να ψοφήσει σου λέω.Να ψοφήσει…» Ο Πάτροκλος κοίταγε αποσβολομένος, σαν αυτό το κρεσέντο βίας να τον είχε παγώσει.

Στην είσοδο της πολυκατοικίας υπήρχαν δεξιά και αριστερά δύο γλάστρες. Η μία με Ζάμια και η άλλη άδεια. Λες και κάποιος είχε ξεριζώσει για να κλέψει το φυτό, μαζί με το χώμα.

Ένας από τους τέσσερις,ο πιο εύσωμος,σήκωσε την γλάστρα με τη Ζάμια και την κατέβασε με δύναμη στο κεφάλι του πεσμένου άνδρα πολλές φορές.Μέχρι που η γλάστρα άνοιξε και τα χώματα και τα φύλλα της Ζάμια κάλυψαν το πρόσωπο του.

Ήταν πιά ακίνητος. Οι δύο το έβαλαν στα πόδια. Ο Πάτροκλος χαλάρωσε το σφιχταγκάλιασμα και άφησε την Μάρα να κάνει λίγα βήματα μπροστά. Δεν τσίριζε πια. Μόνο πήγε πάνω από το άψυχο σώμα και το έφτυσε. Τα μάτια του Πάτροκλου γύρισαν σαν νούμερα ταμειακής μηχανής των 80s. Την τράβηξε από το χέρι λέγοντας: «Πάμε να φύγουμε από εδώ. Δεν έχει μείνει κάτι άλλο να κάνουμε.

Νικόλα Ασηθιανάκις

Παρακολουθήστε όλες τις ιστορίες του διαγωνισμού εδώ.

Τσεκάρετε το covid19 sudden fiction contest στο ηλεκτρονικό μας βιβλιοπωλείο:

Τσεκάρετε την παλπ νουβέλα του Νικόλα Ασηθιανάκις στο ηλεκτρονικό μας βιβλιοπωλείο:

Καμία δημοσίευση για προβολή