Πλωτίνος Τουίστ: Η κλεμμένη Ζάμια της Δροσοπούλου 52!

Εκτός διαγωνισμού...

Πλωτίνος Τουίστ

Ο Πλωτίνος Τουίστ γράφει την εκδοχή του για την ιστορία πίσω από την κλεμμένη Ζάμια της Δροσοπούλου 52.

Πόσο βαριόταν τις παρακολουθήσεις…

Στριμωγμένος στην μπροστινή θέση ενός καινούριου Toyota Aygo –από αυτούς τους νεοχορηγούμενους ντενεκέδες της Υπηρεσίας, αν έχεις τον θεό σου– έκανε πως κοιτούσε το κινητό, μα τα μάτια του έπαιζαν πάνω-κάτω στο δεξί πεζοδρόμιο της Δροσοπούλου. Είχαν πληροφορίες πως ο Φ.Χ. σύχναζε στο μαγαζί του αριθμού 52, προς το οποίο έριχνε κλεφτές ματιές από τον δεξή καθρέφτη. Το είχε ακουστά αυτό το μέρος. Είχαν κατρακυλήσει τα νέα από τους «καμπόσους» του 12ου ορόφου, πως, αφότου συνέλαβαν έναν από αυτούς που το δούλευαν, οι υπόλοιποι έβγαζαν φωτογραφίες με τη σημαία του ΠΑ.ΣΟ.Κ. –μιλάμε για πραγματική φωλιά ηλιθίων. Τρεις από αυτούς πρέπει να βρίσκονταν ήδη μέσα και, από όσο μπορούσε να παρατηρήσει, είχε σχηματίσει ένα κωλοπροφίλ για τον καθένα τους.

Ένας μεσαίου ύψους, ανοιχτόχρωμος, βουλγαρόφατσα, με μούσια σαν του ναυαγού, αλλά στο πιο καλοζωισμένο. Είχε κι ένα καρότσι με μωρό. Ο άλλος, κάτω του μετρίου αναστήματος, μελαχρινός με καραφλομοϊκάνα, καυκάσιος. Δεν έβαζε κώλο κάτω, αλλά δεν φαινόταν να κάνει και τίποτα, πράγμα που προκαλούσε εμφανή εκνευρισμό στον τρίτο, έναν ανοιχτόχρωμο καράφλα, ψηλό, με κινήσεις και βηματισμό πιο αργά κι από τη γαμημένη την ώρα που δεν έλεγε να περάσει με τίποτα. «Σκατά!», ψέλλισε μηχανικά, όταν είδε τον Φ.Χ. να μπαίνει στο μαγαζί, γλιστρώντας ανάμεσα στις σκέψεις του. «Ή μήπως δεν ήταν αυτός;». Είχε αφαιρεθεί, προσπαθώντας να φτιάξει προφίλ για τους ηλίθιους. «Να πάω να τσεκάρω;», αναρωτήθηκε ξανά. Τον έπιασε ταχυπαλμία. «Σκατά!», αναφώνησε και κοπάνησε την πόρτα του αυτοκινήτου πίσω του, κατευθυνόμενος προς τα εκεί.

Ενόσω φορούσε τη μάσκα παρατηρούσε το «πρώτο προφίλ». Σίγουρα δεν θα τον έπαιρνε χαμπάρι, μιας και κοιτούσε σαν χάνος το κενό με το δάχτυλό του να φέρνει γύρα μια τούφα από τα μούσια του, όσο κουνούσε μπρος-πίσω, σχεδόν εμμονικά, το καρότσι. «Μάλλον θα το κουρδίζει για να ξεχαζέψει», σκέφτηκε με ένα μειδίαμα τη στιγμή που έσπρωχνε την πόρτα του βιβλιοκαφέ. Να σου και ο δεύτερος. Εστίασε στην ορεσίβια κοψιά του και κυρίως στη μύτη του. Σίγουρα Καυκάσιος. «Πιστοποιητικό έχεις, να στο τσεκάρω;», τον ρώτησε, κόβοντάς του τη φόρα. Το έβγαλε βιαστικά και του το έδειξε. Αφού το σκάναρε, του ζήτησε ταυτότητα. «Τι ταυτότητα ρε μπουγατσομάχαιρο; Αστυνομικός είμαι!», σκέφτηκε ακαριαία και ανακτώντας την, προς στιγμήν, χαμένη του ψυχραιμία, απάντησε: «Δεν έχω πάνω μου, ένα μπουκαλάκι νερό θέλω να πάρω…». Τον άφησε να περάσει με ένα νεύμα και είδε όλη τη δυσαρέσκεια ζωγραφισμένη στα μούτρα του τουρκόσπορου. Προχώρησε στο μπαρ, οπού ο τρίτος είχε ήδη βγάλει το μπουκαλάκι με το νερό και την απόδειξη, τονίζοντας πως έχει 50 λεπτά με ξεκάθαρο ύφος μαλάκα. «Τουαλέτα πού είναι;», ρώτησε, δίνοντάς του την κάρτα της Πειραιώς. «Κάτω, αριστερά, η μαύρη πόρτα», του απάντησε κι ένα βουβό «Γαμώ την Παναγία σου!» συνόδεψε επιδεικτικά το βλέμμα, καθώς του επέστρεφε την κάρτα. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε η βρύση στο WC και αποφάσισε να την κάνει προτού ανταμώσουν με τον Φ.Χ –αν ήταν, όντως, αυτός.

Επέστρεψε στον ντενεκέ. Είδε τον τύπο να φεύγει από το μαγαζί. Τελικά δεν ήταν ο Φ.Χ., αλλά ένα αρχίδι που του ’μοιαζε. Μετά από κανένα μισάωρο έκλεισαν και το μαγαζί και σκοτείνιασε ξαφνικά η Δροσοπούλου. Έβγαλε 2-3 τσαλακωμένες αποδείξεις, να δει τα έξοδα που θα περάσει στην Υπηρεσία. Έπιασε την πρώτη. 50 ευρώ. Γούρλωσε τα μάτια και ξανακοίταξε, εστιάζοντας στα ψηφία, με ύφος μαθηματικού που πάει για Νομπέλ. Πενήντα, κόμμα, μηδέν, μηδέν. Έλεγξε τα στοιχεία της απόδειξης. Ένιωσε το αίμα να ανεβαίνει στο κεφάλι του σε κλάσματα του δευτερολέπτου. Το μαρτυρούσαν οι φλέβες που διέσχιζαν τα μηνίγγια του έτοιμες να σκάσουν, οι κόγχες των ματιών του που ’χαν πεταχτεί προς τα έξω και τα κατακόκκινα αυτιά του. «Ο γαμώσπιτος ο καράφλας, με χρέωσε λάθος!». Πετάχτηκε από το αυτοκίνητο και βρέθηκε μπροστά στα στόρια του μαγαζιού που έστεκαν ερμητικά κλειστά, σάμπως και έκρυβαν κάτι πολύτιμο από πίσω. Δεν ήξερε τι να κάνει από τα νεύρα του. Δεν το χωρούσε ο νους του –τέλος του μήνα. Το θολωμένο βλέμμα του έπεσε πάνω σε κάτι γλάστρες που βρίσκονταν στ’ αριστερά του και τον «χάζευαν» με πλήρη απάθεια. Έπιασε ένα φυτό και το ξερίζωσε με μανία, λες και οι ρίζες του αγκιστρώνονταν στα σπλάχνα της Γης. «Μιλάμε για μαλάκα με πατέντα!» ούρλιαξε, πετώντας το φυτό στο πορτ μπαγκάζ. «Σκάσε, ρε ζώον!», του φώναξαν από κάποιο μπαλκόνι κι αυτό τον έκανε ακόμα πιο έξαλλο. Έφυγε, ανηφορίζοντας τη Δροσοπούλου, ανίκανος να πιστέψει πόση βλακεία μπορεί να χωρέσει σε ένα μαγαζί.

Πόσο μισούσε τις παρακολουθήσεις…

Πλωτίνος Τουίστ

Παρακολουθήστε όλες τις ιστορίες του διαγωνισμού εδώ.

Τσεκάρετε το covid19 sudden fiction contest στο ηλεκτρονικό μας βιβλιοπωλείο:

Καμία δημοσίευση για προβολή