Εκείνος που έκλαψε στη ζωή του μια φορά από χαρά Α’

Νίκος Κατηφόρης

Μέσα στό γυμνό θάλαμο τοῦ νεκροτομείου τό φεγγάρι ἅπλωνε ἀπό τ’ ἀνοιχτό παράθυρο μιά μεγάλη λουρίδα φῶς καί τόν ἔλουζε ὅλον.

Ἤτανε μόνος αὐτός. Ξαπλωμένος στό σιδερένιο μπάγκο, μέ μιά πληγή στό κούτελο, πού τοῦ ἄνοιξε ἡ σφαῖρα, φαινότανε πεσμένος σ’ ἕναν ὕπνο δίχως τέλος. Τά μαλλιά του ἀναστατωμένα, γεμᾶτα χώματα καί λάσπες, ἡ πληγή του ἄπλυτη μέ τά αἵματα πηγμένα σ’ αὐλάκια, πού τοῦ χάραζαν τό πρόσωπο καί σέ σταγόνες, πού τοῦ ράντιζαν τά μουστάκια καί τά γένια. Τά πόδια του τεντωμένα τό ἕνα κοντά στ’ ἄλλο, τάχέρια του σφιγμένα στά πλευρά του. Δέν εἶχε καί μεγάλη πολυτέλεια στή ντυμασιά του. Ἀπό τό πουκάμισο του ἔλειπε μισό καί φοροῦσε ἕνα παντελόνι μαῦρο ἀπό τή βρώμα, λιωμένο στά γόνατα, πού πρόβαιναν κατάμαυρα, σάν κρέας σάπιο. Τα πόδια του γυμνά, μέ δάχτυλα πλατεῖα, χοντρά καί βρώμικα, ἔτσι πού νά μή χωρίζεις τά νύχια, ἔδειχναν πώς εἴχανε καιρούς καί καιρούς νά φορέσουνε παπούτσια. Ἄφινε γύρω του μιάν ἀλαφριά μυρουδιά βρώμικη, τῆς ἀπλυσᾶς καί τό χλωμό  του πρόσωπο ἔμοιαζε σάν κέρινο στό φῶς του φεγγαριοῦ.

Βέβαια πού δέν ἦταν καθόλου εὐχάριστο νά κοιτάζεις ἕνα τέτοιο νεκρό καί γι’ αὐτό, φαίνεται, ὁ γιατρός μέ τήν ἄσπρη μπλούζα, τοῦ εἶχε γυρισμένες τίς πλάτες κι’ ἤτανε ξαπλωμένος σέ μιά πολυθρόνα, κοιτάζοντας ὄξω. Μά εἶναι κάποτε κάπιοι νεκροί, πού ἔχουν παράξενες ἰδέες καί κάνουν κάτι καμώματα ἀκόμη πιό παράξενα…

Μ’ ὅλη τή νυχτερινή βουή καί τό θόρυβο τοῦ δρόμου, πού ἔφτανε ὡς ἐδῶ, ἀκούστηκαν ἀπό μακρυά τά κοκόρια νά διαλαλοῦν τά μεσάνυχτα. Τότε ὁ νεκρός μέ τήν ἄδεια τῶν παραδόσεων τῆς θρησκείας, ἀνασηκώθηκε στό σιδερένιο του κρεβάττι, ξύστηκε ἀπό μιά κακή συνήθεια, πού εἶχε ἀποχτήσει στή ζωή του, κατέβηκε ἀλαφρά-ἀλαφρά καί ζύγωσε τό γιατρό. Τοῦ χτύπησε σιγά τόν ὦμο καί τοῦ εἶπε:

-Γιατρέ… μοῦ κρατᾶς συντροφιά, λοιπόν;

Ἐκεῖνος τινάχτηκε, παγωμένος ἀπό φόβο…

-Πῶς… πῶς… ψιθύρισε.

Κι’ ὁ νεκρός ἀπάντησε πρόσχαρα.

-Μή φοβᾶσαι… δέ θέλω τίποτα. Μόνο νά σ’ εὐχαριστήσω πού δέ μέ πετᾶς ὄξω… Εἶναι ἀλήθεια μεγάλη σας καλωσύνη.

Ἐκεῖνος τόν κοιτοῦσε ἀλαφιασμένος καί σά νά βρῆκε, ὕστερα ἀπό μιά μεγάλη προσπάθεια, σέ μιά στιγμή, τήν ψυχραιμία του, εἶπε, μ’ ἕνα μικρό χαμόγελο:

-Ἄφισε, λοιπόν, τ’ ἀστεῖα… εἶσαι νεκρός. Πήγαινε ξάπλωσε… Εἶσαι νεκρός… ἐννοεῖς;

Κι’ ἐκεῖνος ἔσκυψε πάνω του:

-Δέ σοῦ λέω, τοῦ εἶπε. Μά καί νεκρός πού εἶμαι… εἶμαι εὐγενής ἄνθρωπος. Νά μή σοῦ πῶ εὐχαριστῶ! Ὅσο ἤμουνα ζωντανός δέν εἶχα κεραμίδι νά βάλω τό κεφάλι μου… Τώρα, πού πέθανα, ἔχω ‘νά σπῆτι… Κι’ αὔριο ἀκόμα θά φροντίσουν νά μοῦ βροῦν ἕνα τάφο ζεστό, νά μέ βάλουν -ἔτσι δέν εἶναι; Τόν θέλω ζεστό, γιατί κρύωνα σ’ ὅλη μου τή ζωή… Γιατρέ!

-Ἔ μά πιά, φώναξε κεῖνος τώρα νευριασμένος, δέν ὑποφέρεσαι πιά… Κι’ εἶσαι τόσο… ἀπαίσιος… Κατάλαβε, λοιπόν, ἄνθρωπε μου… δέ ζεῖς πιά, δέ ζεῖς… Εἶσαι νεκρός. Ἐγώ τό ἐβεβαίωσα πρό ὀλίγου γιά νά δώσουν ἄδεια ταφῆς. Αὔριο θά σέ θάψουν… Ἐννοεῖς; Ἀφοῦ εἶσαι νεκρός δέ μπορεῖς πιά νά μιλᾶς… δέν ἔχεις τό δικαίωμα, πώς το λένε! Δέ ζοῦμε ‘πιά στό μεσαίωνα… Τότε μποροῦσαν νά γυρίζουν οἱ βρυκόλακες… Ἡ ἐποχή μας ὅμως δέν ἀνέχεται βρυκόλακες. Το ἠλεκτρικό διεσκόρπισε τά φαντάσματα…

Ἕνα χαμόγελο σκληρό φώτισε τό πρόσωπο τοῦ νεκροῦ.

-Ἔτσι… νομίζεις… εἶπε σιγά. Μά οἱ δρόμοι εἶναι γεμᾶτοι φαντάσματα…

Κι’ ἐκεῖνος πειραγμένος, ἐξακολούθησε.

-Δέ μποροῦμε νά δεχτοῦμε σήμερα τά θαύματα… κατάλαβε το. Τό μόνο πού θά μποροῦσα ἐπιστημονικῶς νά ὑποθέσω γιά ἕνα νεκρό εἶναι ἡ περίπτωση τῆς νεκροφανείας. Μά γιά σένα δέ γεννᾶται ζήτημα. Ὁ ἐγκέφαλος σου εἶναι κατεστραμμένος ἀπό τή σφαῖρα, ἡ καρδιά σου δέ λειτουργεῖ, εἶσαι ὅλος παγωμένος κι’ ἔχεις ἀκόμα..

Κόπηκε σέ μιά στιγμή.

-Ἔχεις ἀκόμα, ἐξακολούθησε πνιγμένος, ἔχεις ἀκόμα τά μάτια σου κλειστά… Κ’ εἶναι τόσο παράξενο αὐτό, νά μοῦ σκαλίζεις τήν ψυχή μέ τό βλέμμα σου πίσω ἀπ’ τά κλειστά σου βλέφαρα… Γιατί τό νιώθω… πώς μοῦ σκαλίζεις τήν ψυχή…

Μιά σιγαλιά ἔπεσε. Μά ξάφνου ἀντήχησε σ’ ὅλο τό θάλαμο ἕνα γέλιο φοβερό.

-Ἔλα, εἶπε ὁ γιατρός, σέ παρακαλῶ, ἡσύχασε… μή γελᾶς ἔτσι… ὦ μή γελᾶς… Καί τουλάχιστο ἄνοιξε τα μάτια σου… Εἶναι τόσο παράξενο αὐτό… Ἡσύχασε φίλε μου.

Μά ἐκεῖνος γελοῦσε, ὁλοένα, πιό παράξενα, ὁλοένα τόσο πιό παράξενα, πού μέσα στό γέλιο του ἀνακατεύονταν οἱ σκληρές δοξαριές τῶν λυγμῶν του… Κι’ ἔπεσε ξάφνου μ’ αναφυλλητά στά πόδια του γιατροῦ.

-Μή…

Παγωμένος, ἄλαλος, τόν κοιτοῦσε καί -Περίμενε!


Τέλος πρώτου μέρους – συνέχεια το επόμενο Σάββατο εδώ

Καμία δημοσίευση για προβολή