Μια νύχτα με κοκαϊνομανείς

Το ρεπορτάζ του Νίκου Μαράκη, «Μια νύχτα με κοκαϊνομανείς» δημοσιεύτηκε, ανυπόγραφο, στην εφημερίδα «Ελληνικός Ταχυδρόμος» το καλοκαίρι του 1927. Στις περιγραφές αυτές βασίζεται μεγάλο μέρος της επιφυλλιδικής νουβέλας του «Οι άνθρωποι της κοκαΐνης» που δημοσιεύτηκε σε συνέχεις το 1930 στην εφημερίδα «Νέοι Καιροί» και εκδόθηκε το 1932

Μια νύχτα με κοκαϊνομανείς

Πήγαμε με συστατική επιστολή. Κάποιος «έμπορος», μεγάλος όμως στ’ αλήθεια λαθρέμπορος κοκαΐνης μας τις έδωκε.

«Πηγαίνετε -μας είπε-  κι ό,τι κάνετε…»

Και ξεκινήσαμε ο υποφαινόμενος με τον απαραίτητο σκιτσογράφο. Έπρεπε να ζητήσουμε τον Σταύρο Πρίμα. Αυτός άμα διάβαζε την επιστολή θα μας εφαίνετο χρήσιμος. Πούλαγε κιόλας αυτός πράγμα στην πιάτσα, ήτανε γνωστός σ’ όλους. Κάπου ‘κεί σε κάποιο ουζοπωλείο σε μια πλατεία του Πειραιώς θα τον βρίσκαμε.

Θεέ μου, τι ύποπτο μέρος στ’ αλήθεια αυτό. Μέσα στο κέντρο της πόλεως, σε μια καμπύλη που σχηματίζει το λιμάνι, εκεί ακριβώς.

Η άσφαλτος στο σημείο αυτό κάτω από τις πύρινες αχτίνες του μεσημβρινού ήλιου αναδίδει μια καυτερή οσμή που τσακίζει τα νεύρα.

Αλλά δεν είναι μόνο η θερμότητα. Η αθλιότητα εμφανίζεται εκεί επιβλητική στην τραγική της εκδήλωση. Η ασέβεια προς την ανθρώπινη υγεία έχει εξιδανικευτεί, έχει μεταβληθεί σε πίστη, έχει γίνει δόγμα, θρησκεία. Νομίζει κανείς εκεί ότι οι άνθρωποι εκεί λατρεύουν μιαν άγνωστη θεότητα άθλια, βρωμερά, όζουσα, στην οποία προσφέρουν θυσίες φρικτές…

Άρρωστοι πιο πολλοί παρά υγιείς, περιφρονούν την υγεία και στήνουν βωμούς στην αθλιότητα υπό την πλέον στυγνή μορφή αυτής.

Μορφές ωχρές, πρόσωπα χλωμά με βαθιές τις ρυτίδες μιας ζωής πικραμένης, μούτρα υπόπτων στα οποία ανεξάλειπτη σφραγίδα άφηκε η φυλακή, με μάτια θολά, σας παρακολουθούν, σας υποψιάζονται, σας κοιτάζουν με φρίκη.

Είστε οι άνθρωποι που μπορούν να αντικρύσουν ελεύθερα τον ουρανό κι είναι αυτοί τ’ απομεινάρια μιας άθλιας ζωής στην οποία κάποτε ήλπισαν.

Φτωχοί, κατατρεγμένοι, χαμένα κορμιά που δεν τολμούν να ατενίσουν τον ήλιο. Τις νύχτες μονάχα μεταβάλλονται σε σκιές, διολισθαίνουν αθορύβως, κινούνται υπόπτως.

Κόσμος όμως, κάθε είδους κόσμος υπάρχει εκεί και πλαισιώνει τις άθλιες αυτές υπάρξεις.

Ναυτεργάτες άεργοι, βιαστικοί φορτοεκφορτωτές, άνθρωποι βουτηγμένοι στο κάρβουνο, στα λάδια, διαλαλητές κάθε είδους φαγώσιμου αναμιγνύουν τις κραυγές τους τις βραχνές μέσα στο άθλιο αυτό σύννεφο.

Παγωτατζήδες, μικροί ξυπόλυτοι πωλητές ύδατος που προσφέρουν αντί δεκάρας ποτήρι βρωμερού νερού, πωλητές παστουρμά, τυριού, φιστικιών. Υπαίθριοι μάγειροι με μαρίδες «της ώρας» που τηγανίζονται μέσα στην κονριοτοβριθή αυτή ατμόσφαιρα, με αφαντάστου βρομερότητας έλαιο.

Μ’ ακόμα κι άλλες κραυγές. Βλαστήμιες χοντρές των σοφέρ, των αμαξάδων που βιάζονται να προσπεράσουν στην γενική αυτή σύγχυση. Κουδουνίσματα νευρικά των οδηγών του παραλιακού τραμ αναμιγνυόμενα με τα κλάξον των αυτοκινήτων δίνουν έναν τόνο φρικτό στ σημείο αυτό της πόλης.

Οι παράγκες ακόμη, τα ξύλινα προσφυγικά παραπήγματα δημιούργησαν εκεί ύποπτους δρομίσκους, στους οποίους μαζί με τους βαδίζοντας ανθρώπους κυλιόνται αργά τα βρωμερά νερά που πάντα υπάρχουν κάπου κοντά.

Εμπορικά, ψιλικατζίδικα, κουρεία, υποδηματοποιεία, ζαχαροπλαστεία, μαγειρία, παντοπωλεία, καφενεία, ουζοπωλεία. Προπαντός ουζοπωλεία. Το βαρύ αλκόολ που σερβίρεται καταναλίσκεται τρομερά. Και γυναίκες ακόμα υπάρχουν εκεί τυλιγμένες σε ράκη οι οποίες προσφέρουν προχείρως το κορμί τους στους περαστικούς ναυτικούς που γυρίζουν μεθυσμένοι τις νύχτες στο λιμάνι.

Εκεί ακριβώς βρίσκεται το ουζοπωλείο –μη ζητείτε όνομα- στο οποίο θα βρίσκαμε τον άνθρωπο που ζητούσαμε…

Καθίσαμε σε κάποιο γωνιακό απομακρυσμένο τραπεζάκι και ρωτήσαμε τον προκοιλιώντα κάπελα ο οποίος μας παρατήρησε υπόπτως.

«Ο κύριος Πρίμας;»

Μας κοίταξε από κορυφής μέχρις ονύχων και σαν να μην άκουσε την ερώτηση μας είπε:

«Τι θα πάρουν οι κύριοι;»

«Ο Σταύρος περνάει από δω;»

Τώρα έγινε σκυθρωπός. Σκέφτηκε λίγο και ύστερα ρώτησε:

«Τι τον θέλετε;»

«Κάποιο γράμμα έχουμε…»

«Θα περάσει σε λίγο.»

Κοντά μας μια συντροφιά από τρείς ναυτικούς –έτσι τουλάχιστον φαίνονταν από τις χοντρές μπλε φανέλες και τα ναυτικά κασκέτα τους –είχε θορυβώδη συζήτηση. Και κάθε τόσο οι δυο γελούσαν σαν παράφρονες, σαν μανιακοί, δυνατά μα πολύ δυνα΄τα. Αντίθετα ο άλλος χλωμό κιτρινισμένο μούτρο, τους κοίταζε σαν χαμένος, με τα χωμένα στα κόγχες τους απλανή του μάτια.

Κάπνιζαν κιόλας οι δυο. Κι ο βαρύς καπνός που ξεφυσούσαν από το στόμα τους μας χτυπούσε κατάμουτρα.

«Χασίς…»

«Ναι, πίνουν με το τσιγάρο…»

Ο άλλος είχε φέρει στη μύτη του κι είχε ρουφήξει με λαχτάρα ένα χαρτί με άσπρη σκόνη.

«Θα σε φάει η πρέζα», του είπε ένας από τη συντροφιά.

Αυτός δεν μίλησε. Τον κοίταξε αφηρημένα και προσήλωσε το βλέμμα του στα ξύλινα δοκάρια που κρατούσαν το χαμηλό ταβάνι της παράγκας.

Πίναμε τώρα το τρίτο ούζο. Μα ως τόσο ‘κείνος που περιμέναμε δεν είχε φανεί. Αργούσε.

Πάλι την προσοχή μας απορρόφησε η διπλανή συντροφιά. Τώρα ένας έλεγε κάποια ιστορία. Προσπαθούσε να πείσει τον άλλον πως η κοκαΐνη που παίρνει θα τον κάνει φθισικό, θα τον στείλει γρήγορα στο νεκροταφείο. Κι ύστερα απάνω στη σοβαρότητα της συζήτησης ξεσπούσε σε κάτι γέλια, νευρικά γέλια, βρίσκοντας πάντα αφορμή κάποια κίνηση του χλωμού συντρόφου του.

«Θα το καρφώσουμε στους μυστικούς για το καλό σου… Πίνε μαύρο να δεις την υγειά σου…».

Κάποιος ψηλός ξερακιανός άντρας μ’ επιμελώς ψαλιδισμένο το μαύρο μουστάκι του, με κατεβασμένη ως τα μάτια –πολύ χαμηλά- τη μαύρη ρεπούμπλικα, με μια χρυσή καρφίτσα στη μεταξωτή ανοιχτόχρωμη γραβάτα του πέρασε μπροστά μας, ρίχνοντας ματιές υποψίας πίσω απ’ τα μαύρα χρυσά ματογυάλια του. κοντοστάθηκε λίγο και ύστερα κατευθύνθηκε στον πάγκο του κάπελα. Κάτι του ψιθύρισε αυτός κι ύστερα στράφηκε πάλι προς το μέρος μας.

Μια νύχτα με κοκαϊνομανείς

Ύστερα σα να πήρε ξαφνικά τη απόφαση πλησίασε στο τραπέζι μας.

«Με ζητήσατε;»

«Ο κύριος Πρίμας;»

«Ναι…»

«Κάποιος γράμμα έχουμε για ‘σας…»

Κάθισε κοντά μας. Σαν πήρε το γράμμα και έριξε μια βιαστική ματιά σ’ αυτό γέλασε…

«Δημοσιογράφοι;»

«Ναι.»    

Μας είπε τότε πως ήταν δύσκολα αυτά που ζητούσαμε. Όχι γιατί αυτός είχε αντιρρήσεις, μα γιατί αν μας πήγαινε σ’ ένα τέτοιο κέντρο κοκαϊνομανών –όπως του γράφε ο φίλος του- ύστερα όταν θα γράφαμε τις εντυπώσεις μας θα ανακαλύπτονταν κι έτσι…

Του υποσχεθήκαμε όμως με το λόγο μας ότι αυτό δεν θα γινότανε κι αν συνέβαινε να γράψουμε τότε θα γράφαμε πολύ αόριστα πράγματα.

«Μας κυνηγάνε πολύ…» είπε.

«Ναι αυτό είναι αλήθεια… Μα ωστόσο θα κρατήσουμε τον λόγο μας…»

Πείσθηκε σε λίγο.

«Αφού μου μιλάτε έτσι, καλά. Το βράδυ περάστε. Όχι όμως με τα παπιγιόν σας.         

Και μας εξήγησε πως επειδή το μέρος που θα πηγαίναμε ήταν ύποπτο στην αστυνομία δυο καλοντυμένοι θα κινούσαν πάντα την προσοχή. Αν φορούσαμε τραγιάσκες, δίχως γραβάτα… Έτσι δεν θα μας πρόσεχε κανείς…

«Λοιπόν το βράδυ…» και σηκώθηκε.

«Τι ώρα;» ρωτήσαμε.

«Στις δέκα…»

Ευχαριστήσαμε και φύγαμε. Τα διαπιστευτήρια έγγραφα μας είχανε πιάσει τόπο.

Περνούσαμε τώρα από την ύποπτη συνοικία του αγίου Διονυσίου

Το βράδυ τριγυρίζαμε από νωρίς στο λιμάνι άσκοπα. Καθώς κοίταζα το σκιτσογράφο που με συντρόφευε χωμένο μέσα στα φαρδιά ναυτικά μπλε παντελόνια και στη μαύρη χοντρή φανέλα γελούσα με την καρδιά μου. Μα κι αυτός γελούσε με εμένα. Φορούσαμε ναυτικά κασκέτα και στο λαιμό μαντήλια. Είμαστε αγνώριστοι εντελώς. Φαινόμαστε τέλειοι ναυτεργάτες.

Μερικές φορές είδα γνωστούς αστυνομικούς που μας κοίταζαν ύποπτα, χωρίς όμως να μας γνωρίζουν.

Τα φώτα των πλοίων αντανακλούσαν στην ήρεμη θάλασσα του λιμανιού, κι έξω στη μπούκα το κόκκινο και πράσινο φως αναβόσβηνε βιαστικά, βιαστικά…

Το ρολόι χτύπησε αργά τις ώρες.

«Δέκα…»

Κατευθυνθήκαμε στο μέρος της συναντήσεως. Δυο τρεις βαρκάρηδες που μας περάσανε για πλήρωμα ποιος ξέρει τίνος καραβιού, μας φώναζαν καθώς περνούσανε την παραλία.  

«Βάρκα για μέσα…»

Η κίνηση είχε ελαττωθεί κάπως. Στο μέρος αυτό όμως κάτω από το θαμπό φως του πετρελαίου ή της ασετιλίνης η ζωή έπαιρνε άλλη όψη. Μέσα στα χαμηλά αυτά ξύλινα παραπήγματα ύποπτες μάσκες ανθρώπων συζητούσαν σιγαλά, θορυβούσαν υπόπτως, άλλαζαν θέμα ομιλίας σαν περνούσαμε κοντά τους, μας έριχναν ματιές τάχα αδιάφορες, μας εξέταζαν πραγματικά όμως με προσοχή…       

Στο ορισμένο μέρος μόλις που γνωρίσαμε τον Σταύρο. Καθότανε σ’ ένα σκοτεινό γωνιακό τραπέζι και φορούσε τώρα μια φόρμα της δουλειάς γαλάζια. Φαινόταν πως μόλις βγήκε απ’ το καράβι, πως μόλις λίγες στιγμές είχε αφήσει το μηχανοστάσιο…

Σηκώθηκε μόλις μας είδε και καλησπέρισε.

«Αργήσαμε;»

«Όχι, πάμε;»

Στον δρόμο μας έλεγε πως η «δουλειά» δεν έβγαζε λεφτά πια. Όχι πως ο κόσμος δεν έπαιρνε κοκαΐνη. Όχι. Ίσα-ίσα το εναντίο. Οι άνθρωποι που πρεζάρουνε αυξήσανε πολύ. Μα ωστόσο κατέβηκαν στην πιάτσα πολλοί έμποροι που πουλούσανε πράμα κι έπεσε συναγωνισμός.

«Σήμερα δουλειά έχει η Πόλη», μας έλεγε. Η Κωνσταντινούπολη έγινε κέντρο σήμερα. Πράμα πολύ όχι αστεία. Στέλνεται απ’ την Γερμανία εκεί. Κι ύστερα από κει σ’ όλο τον κόσμο.

«Γιατί;»

«Είναι εύκολο να περάσει κρυφά το πράγμα. Μα στην Αμερική, στην Αλεξάντρα, στην Ελλάδα οι αστυνομίες έχουν λάβει τα μέτρα τους. Απ’ την Κωνσταντινούπολη παίρνουμε και ‘μεις κοκαΐνη γερμανική.

«Πως περνάει εδώ απ’ το Τελωνείο;»

«Κρυφά. Η κοκαΐνη είναι ένα πράγμα ακριβό κι η πιο μικρή ποσότητα κάνει πολλά λεφτά. Μα ως τόσο υπάρχουν πολλοί τρόποι. Είμαι έμπορος και φέρνω ξύλα. Τρυπώ ένα καδρόνι το κάνω έτσι ξύλινο τεπόζιτο και το γεμίσω πράμα. Ύστερα εκτελωνίζω τα ξύλα… Κι έτσι η αγορά μας δε υστερεί. Υπάρχουν όμως κι άλλοι πολλοί άλλοι τρόποι…

Σώπασε. Περνούσαμε τώρα από την ύποπτη συνοικία του αγίου Διονυσίου και τραβούσαμε πέρα απ’ τη γέφυρα.

Εδώ χάνει κανείς τον Πειραιά. Σε μια απότομη στροφή προς τα’ αριστερά αντικρίζει κανείς ένα κομμάτι ανατολίτικης συνοικίας τουρκομαχαλά.

Χαμηλές παράγκες που είχαν μεταβληθεί σε κέντρα Αρμενίων κι Ελλήνων προσφύγων. Κάποια λατέρνα χτυπούσε ένα ανατολίτικο χορό. Δυο μεθυσμένοι χόρευαν. Κάποιος άλλος κρατούσε ένα βρώμικο ντέφι και χτυπώντας ρυθμικά συνόδευε το χορό με ένα τραγούδι τούρκικο.

Η τουρκική ομιλείται ελευθέρως εδώ. Τα ελληνικά, αγνώριστα στην προφορά, μόλις που ακούγονται.

Μπήκαμε τώρα στο βαθύ σκοτεινό δρόμο που φέρνει στη Δραπέτσωνα.

«Άτιμη ζωή η δική μας, είπε ο οδηγός μας. Λαθρέμπορος σου λέει ο άλλος. Δηλαδή τι θα πει αυτό; Είμαι κλέφτης; Όχι. Φονιάς; Ούτε. Αν είσαι ικανός κύριε μου να με πιάσεις πάνω στη δουλειά…»

«Και βέβαια», είπα.

Κοντοστάθηκε. Έριξε μια ματιά εξερευνητική στα γύρω. Κι ύστερα σταμάτησε μπροστά σε ένα χαμηλό σπίτι. Χτύπησε δυο φορές.

Ακούστηκαν από μέσα βαριά βήματα να πλησιάζουνε.

«Ποιοι; Ρώτησε μια αντρική φωνή.»

«Εγώ Σταύρος, άνοιξε…»

«Και η πόρτα άνοιξε.»

Έτσι σκοτεινά καθώς ήταν μόλις διακρίναμε τη μορφή ενός γέρου με μακριά προς τα κάτω άσπρα μουστάκια.

«Καλησπέρα…»

«Καλησπέρα…»

Στο βάθος της αυλής από μια ανοιγμένη πόρτα που έριχνε μια λουρίδα ασθενικού φωτός στο χώμα, φάνηκαν δυο τρεις μορφές ωχρές που μας κοίταζαν περίεργα…

Μπήκαμε μέσα. Η ατμόσφαιρα της χαμηλής κάμαρης ήταν γεμάτη από τη μυρουδιά της κοκαΐνης.  Από το ταβάνι μια μεγάλη λάμπα του πετρελαίου κρεμόταν και φώτιζε τα κουρασμένα πρόσωπα των θαμώνων.

Παιδιά-νέοι, σχεδόν όλοι. Μάτια χωμένα βαθειά στις κόγχες, μισοσβησμένες ζωές, αποχαυνωμένες, παραλυμένες υπάρξεις. Καθόντουσαν γύρω από ένα μακρύ στενό τραπέζι. Πάνω σ’ αυτό λογιών-λογιών χαμηλά μπουκαλάκια ενός γραμμαρίου με την άσπρη σκόνη, το λευκό δηλητήριο. Όλα της ίδιας μάρκας: Merk.

Δυο μποτίλιες κονιάκ ήταν πάνου και ακουμπισμένες. Οι τοίχοι είχαν μια διακόσμηση αλλόκοτη. Παράξενα ακατανόητα τοπία. Πυραμίδες αιγυπτιακές και δίπλα σ’ αυτές κάποιο θωρηκτό φαινόταν να κανονιοβολεί έναν αόρατο εχθρό. Δυο τρεις καρικατούρες γυναικών που χορεύανε επιδεικνύοντος τα γυμνά μέλη τους, πιο ‘κεί αναμειγνύονταν με ψηλά κυπαρίσσια δίπλα στα οποία δυο λευκοί κύκνοι πρότειναν τους μακρούς λαιμούς τους προ το κενό…

Καθίσαμε. Ο Σταύρος ρώτησε:

«Πως σας φαίνεται;»

«Ωραία…»

«Έξοχα…»

Δίπλα μου καθόταν κάποιος ξυρισμένος νέος, αυτός δεν φαινόταν εργατικός. Μάλιστα νόμιζα πως κάπου τον γνώριζα. Όχι όμως έτσι ωχρό σκελεθρωμένο. Όχι δεν είχε τέτοια μορφή γεροντίστικη. Ήταν τότε νέος με το χρώμα της υγείας στις παρειές του… Απέναντι μας κάποιος άλλος –εργατικός αυτός- είχε βυθιστεί σε σκέψεις, ακουμπισμένος στα δυο του χέρια…

Κι οι άλλοι έτσι ωχροί, έτσι καταβεβλημένοι… Ένας αναστέναξε.

«Σπάει νταλκά…»

Ένας άλλος χαμογελούσε ευχαριστημένα. Ύστερα ξαφνικά άρχισε ένα γέλιο νευρικό.

Γέλασε τώρα κι ο ξυρισμένος νέος…

«Γιατί γελας;» ρώτησε ο πρώτος…

«Έτσι…»

«Καλά…»            

Και σταμάτησε το γέλιο… Κάποιος πρόσφερε κοκαΐνη.

«Όποιος θέλει παίρνει πρέζα…»

Κι ακούμπησε στο τραπέζι το μικρό σκούρο φιαλίδιο με τον χαμηλό λαιμό. Το μπουκαλάκι ήρθε βόλτα. Πήραμε και εμείς.

Καθώς πλησίασα στη μύτη και ανέπνευσα βαθιά, απότομα το λευκό δηλητήριο, αισθάνθηκα μια πίκρα στον λάρυγγα που μου ήρθε να φτύσω. Ύστερα μας προσφέρανε κονιάκ.

«Κονιάκ και κοκαΐνη…  Ιδεώδες μεθύσι, μουρμούρισε ο ξυρισμένος νέος.

Κανείς δεν μιλούσε. Όλοι είχαν βυθιστεί χωριστά στις σκέψεις τους. Βαρεμάρα.  Μόνο ο ξυρισμένος νέος που έμοιαζε σαν καλλιτέχνης και κάπου τον θυμόμουνα αόριστα με σκούντησε.

«Πως από δω;»

«Έτσι.»

Χαμογέλασε.

«Με θυμάσαι;»

«Όχι»

«Είμαι τενόρος της οπερέτας…»

Και μου είπε το όνομα ενός γνωστού Αθηναϊκού θιάσου. Τώρα τον θυμήθηκα καλά.

«Ήρθες να γράψεις;»

Δεν μίλησα. Αυτός όμως είχε όρεξη για κουβέντα.

«Έρχομαι τακτικά εδώ. Παίρνω τις πρέζες μου ήσυχα χωρίς φόβο. Πληρώνω κάτι παραπάνω μα είμαι σίγουρος… Όλα ψευτίσανε κύριε μου, όλα… Και η κοκαΐνη νοθεύεται με ασπιρίνη εύκολα… Εσύ Τουλάχιστον ξέρεις…»

«Ναι ξέρω…»

«Όμως αν με βλέπετε σήμερα εδώ, συνέχισε, δεν θα πει τίποτα. Ζω έτσι γιατί έτσι θέλω να καταλάβω καλύτερα τη ζωή… Μες το μεθύσι της κοκαΐνης, τη λεπτή υπέροχη νάρκη, φεύγει κάθε ίχνος υποκρισίας απ’ την ανθρώπινη ζωή.»

Έβηξε νευρικά.

«Κι όμως σας βλάπτει…» είπα.

«Ναι…»

Μουρμούρισε. Κι ύστερα βιαστικά-βιαστικά πήρε κι άλλη δόση δηλητηρίου. Μου πρόσφερε κι εμένα.

Το κεφάλι μου καταλάβαινα τώρα πως ελάφρωνε. Οι κινήσεις μου γινόντουσαν βαρετές, μηχανικές. Ήμουν ασφαλώς ζαλισμένος. Και μ’ όλα αυτά αισθανόμουν τον εαυτό μου ελαφρό με μια δυνατή διάθεση.

Αμυδρώς τώρα έβλεπα τα γύρω. Οι σκέψεις μου πότε έπαιρνε μια θαυμαστή διαύγεια και πότε θόλωνε, θόλωνε έτσι σα να έπεφτε ένα θαμπό γκρίζο γυαλί μπροστά της…     

Σα να ήθελα να γελάσω. Σαν να γελούσα, σαν να δάκρυζα, σαν να αναστέναζα για κάτι που συγκεκριμένως ούτε το ήξερα. Έβλεπα το Σταύρο απέναντι μου σκεφτικό, αμίλητο. Κι ο σκιτσογράφος; Ο σκιτσογράφος παραμιλούσε μόνος του κάτι σχεδιάζοντας πάνω σ’ ένα χαρτί που είχε μπροστά του…

Ύστερα κοίταξα τις πυραμίδες που ήταν ζωγραφισμένες στους τοίχους. Δεν ξέρω τι αισθανόμουν, μα σαν να ταξίδευα – να ταξίδευα μακριά… Κι ύστερα πάλι έσκυψα το κεφάλι μου να βρω την σκέψη που είχαν μεταξύ τους οι λευκοί κύκνοι με το θωρηκτό που τα κανόνια του ξερνούσαν φλόγες…

Μόνο ο τενόρος μιλούσε. Ρητόρευε. Τα λόγια του σφυρίζουν σαν βλήματα γύρω στ’ αυτιά μου…

«Μάλιστα είμαι αρτίστας… Ποιος το αρνείται λοιπόν; Έχετε διαβάσει Φερέρ. Αυτός αν δεν μεθούσε με όπια ήταν αδύνατο να γράψει. Έτσι κι εγώ δεν καταλαβαίνω τον εαυτό μου, αν δεν πάρω κοκαΐνη.    

Δεν θυμόμουν πια τίποτα. Μόνο θυμούμαι πως θα ήταν περασμένα μεσάνυχτα όταν ήρθαν δυο τρεις σαντέζες με φίλους τους και λάβανε μέρος στη συντροφιά.

Ο Πετεινός λάλησε

Κάποιος με σκουντούσε απότομα. Σα να συνήλθα λίγο. Ο τενόρος της οπερέτας, με παγωμένη τη μάσκα του τρόμου στην πιο τραγική της μορφή, στο άρρωστο πρόσωπο του ήταν από πάνω μου.

«Ξυπνάτε… Ξημέρωσε… Ο πετεινός, ο πετεινός λάλλησε…»

Κι έτρεμε ολόκληρος.

Είχα ακούσει πως οι κοκαϊνομανείς με το πρώτο λάλημα του πετεινού τα χάνουν, κόβονται, τρέμουν. Και το έβλεπα τώρα.

Μέσα στο αδύνατο φως της ημέρας που έμενε απ’ την μισανοιγμένη πόρτα –η λάμπα είχε σβήσει πια- οι ανθρώπινες μορφές είχαν πάρει ένα περίεργο χρώμα μπρούτζου κάτι σαν χλομάδα κεριού.   

Έβλεπες καθαρά τώρα μετά την κατάπτωση το φριχτό αποτέλεσμα του λευκού δηλητηρίου. Όλα τα πρόσωπα κομμένα, κουρασμένα, καταβεβλημένα. Ο βαρεμός κι η αποχαύνωση είχαν βαριά θέσει τη σφραγίδα τους, και αυτοί οι ζωγραφισμένοι στον τοίχο κύκνοι είχαν χάσει το λευκό τους χρώμα. Φαινόντουσαν τώρα σαν κανελή ασβέστης χωρίς καμιά σημασία, χωρίς κανένα νόημα.

Τα κεφάλια τώρα είναι βαριά, πολύ βαριά. Τα μάτια κοιτάζουν αδιάφορα, κουρασμένα.

Όλοι οι άνθρωποι που ήταν εκεί σαν να ήταν άδειοι. Χωρίς σκέψη, χωρίς ζωή, χωρίς αίσθηση…

Νιώθει κανείς πως η απαισιοδοξία φτερουγίζει αθόρυβα. Κι ο θάνατος κάπου εκεί, πολύ κοντά κρυφοκοιτάζει. Κι ακούστηκε πάλι από μακριά το λάλημα του πετεινού.  Ο τρόμος κυριάρχησε πάλι ‘κει μέσα… Άπλωσε βαριά τα ατσαλένια μπράτσα του κι έσφιξε τις αρρωστημένες ψυχές…

Ένας λυγμός ακούστηκε πνιχτός. Μια ωχρή γυναίκα ξυπνούσε.

«Δώστε μου κοκαΐνη!»

Μα κανείς δεν κουνιόταν τώρα. Η αναπνοή λες κι αυτή δύσκολα έβγαινε απ’ τα στήθη των ανθρώπων αυτών…

«Πάμε;» Μου είπε ο σκιτσογράφος.

«Ναι. Πάμε…»

Χαιρετίσαμε και φύγαμε. Ο Σταύρος μας συνόδευσε στην πόρτα. Τον ευχαριστήσαμε.

«Γεια σας…»

Μας είπε. Και πίσω μας κλείστηκε η πόρτα. Έξω στον ανοιχτό ορίζοντα, σαν ο πρωινός ψυχρός αέρας μας χτύπησε το πρόσωπο σαν να συνήλθαμε.

«Φρίκη, μουρμούρισε ο σύντροφος μου.»

«Ναι, φρίκη…»

Και πήραμε το δρόμο προς την Πόλη σκεφτικοί.   

Βρείτε το βιβλίο του Νίκου Μαράκη, «Οι άνθρωποι της κοκαΐνης» εδώ:

Καμία δημοσίευση για προβολή