Νίκος Μαράκης: Το έγκλημα ενός καταχραστού

Το red n’ noir φέρνει στο φως ένα εντελώς άγνωστο κείμενο του δημοσιογράφου και συγγραφέα αστυνομικών ιστοριών Νίκου Μαράκη. Το κείμενο αυτό που ακροβατεί μεταξύ λογοτεχνικού και δημοσιογραφικού, μεταξύ μυθοπλασίας και ντοκουμέντου, αλιεύτηκε από τεύχος του περιοδικού Εξπρές «της μοναδικής Ελληνικής αστυνομικής και κοινωνικής επιθεώρησης» που κυκλοφόρησε το 1932 υπό την διεύθυνση του Ε. Θωμόπουλου.

Μαράκης έγκλημα καταχραστού

Τον Απρίλη του 1926, είχε τηλεγραφηθεί σ’ όλες τις αστυνομίες του κόσμου η μεγάλη κατάχρηση της Μπάνκα Ποπουλάρε του Σαν Ρέμο της Ιταλίας. Ο διευθυντής της Ερρίκος Ρουστιάνο είχε φύγει μια νύχτα αφού άδειασε τα ταμεία της Τραπέζης, παίρνοντας μαζί του τέσσερα εκατομμύρια λιρέτες.

Η τράπεζα έπαθε ένα τρομερό κραχ και οι μετοχές της κατρακύλησαν στο χρηματιστήριο. Τρεις επιχειρήσεις που είχαν εξάρτηση από την τράπεζα αυτή ναυάγησαν και οι εργάτες τους βρέθηκαν στους δρόμους.

Ο Ερρίκος Ρουστιάνο είχε γίνει το ζήτημα της ημέρας σ’ ολόκληρη την Ιταλία και οι καραμπινιέροι είχαν κυριολεκτικά αγωνισθεί υπεράνθρωπα για να ανακαλύψουν τα ίχνη του. μα η έρευνα τους έμεινε χωρίς απτέλεσμα.

Κι ωστόσο ο Ερρίκος Ρουστιάνο βρισκόταν στην Ελλάδα και κυκλοφορούσε με το ψευδώνυμο Ρενέ Μπερανζέ. Έμενε στο ξενοδοχείο της Μεγάλης Βρετανίας μ’ αυτό τ’ όνομα περισσότερο από τρεις μήνες. Ύστερα νοίκιασε στον Πειραιά μια κομψή παραθαλάσσια γκαρσονιέρα κοντά στο Τουρκολίμανο. Αυτή η γκαρσονιέρα όμως στάθηκε άτυχη γι’ αυτόν.

Η ζωή που περνούσε εκεί μέσα, τα όργια που λάβαιναν χώρα κάθε νύχτα κίνησαν την προσοχή της Αστυνομίας Πειραιώς, η οποία αναζητούσε κι αυτή τον Ρουστιάνο.

Κι’ έτσι ένα πρωί κατά το 1927 κατόπιν μακράς παρακολουθήσεως ο αστυνομικός κ. Δουκάκης τον συνέλαβε μ’ ένα έξυπνο κόλπο.

Αυτός ωστόσο αντέταξε μια επίμονη άρνηση. Δεν παραδεχόταν με κανέναν λόγο πως ήταν ο καταζητούμενος Ιταλός Ρουστιάνο.

«Εγώ είμαι Γάλλος έμπορος. Ονομάζομαι Ρενέ Μπερανζέ…»

Μα μερικά σημάδια που είχε στο μέτωπο από μια παλιά μονομαχία και ένα τραύμα στο αριστερό πόδι τον πρόδωσαν, και εκρατήθη οριστικά για να σταλεί στην Ιταλία.

Ο Ρουστιάνο ήταν ένας απ’ τους περισσότερο μορφωμένους εγκληματίες. Μιλούσε Γαλλικά, Ελληνικά, Αγγλικά και Γερμανικά, εκτός βέβαια και της Ιταλικής η οποία ήταν η μητρική του γλώσσα.

Όταν συνελήφθη αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει με μια ισχυρή δόση μπορμίρ, δηλητηρίου το οποίον είχε κρυμμένο μέσα σε κάποιο από τα πολλά δακτυλίδια που φορούσε. Τον πρόλαβαν όμως εγκαίρως κι έτσι σώθηκε για να κηρύξει απεργία πείνας λίγο αργότερα.

Με τον Ρουστάνο είχα συνδεθεί κάπως. Γιατί ήμουν ο πρώτος που προσπαθούσα σε μια καμπάνια μου να βρω μερικά ελαφρυντικά για την πράξη του αυτή. Συγκεκριμένα είχα μάθει ότι ένα μεγάλο μέρος απ’ το ποσό που είχε καταχραστεί το είχε ξοδέψει για την αντιφασιστική προπαγάνδα. Ήταν εχθρός του Μουσολίνι.

Αυτός είχε ευχαριστηθεί τότε γι’ αυτά που έγραψα και δέχτηκε να διηγηθεί μερικά απ’ τη ζωή του τα οποία δημοσιεύτηκαν στον «Ελληνικό Ταχυδρόμο» των Αθηνών.           

Κι έτσι όταν τον παρέδωκε η αστυνομία στους ιταλούς καραμπινιέρους ήμουν ο μόνος απ’ τους συναδέφλους που τον αποχαιρέτησαν πάνω στο ιταλικό πλοίο που θα τον μετέφερε στο Πρίντεζι.

Φαινόταν συντετριμμένος και θαρρώ πως διέκρινα ένα δάκρυ στα μάτια του καθώς μου μιλούσε με τις χειροπέδες.

«Αντίο. Συ θα ζήσεις. Εγώ βαδίζω τώρα στο θάνατο. Δεν θα με συγχωρέσει ποτέ ο Μουσολίνι…»

Του έδωσα το χέρι μου.

«Κουράγιο δεν θα σου κάνουν τίποτα».

Ανασήκωσε του ώμους του και γέλασε πικρά…

«Ποιος ξέρει κι όλας αν θα φτάσω ζωντανός κει κάτω. Θα μάθεις όμως νέα μου…»

Κατέβηκα τη σκάλα του πλοίου βιαστικά για κρύψω ένα παράξενο είδος συγκινήσεως που με κατείχε και πήδησα στη βάρκα που με περίμενε. Σε λίγο το καράβι σφύριζε αναχώρηση…

*

Ύστερα από τρεις μέρες στα γραφεία της εφημερίδος που εργαζόμουνα είχε φτάσει ένα γράμμα στο όνομα μου. Απ’ τα γραμματόσημα και τις ταχυδρομικές σφραγίδες κατάλαβα πως προερχόταν απ’ το εξωτερικό. Τ’ άνοιξα με ένα περίεργο συναίσθημα κι έριξα μια βιαστική ματιά στην υπογραφή. Ήταν του Ρουστιάνο. Να τι μου έγραψε μεταφρασμένο κατά λέξη στα Ελληνικά.

Αγαπητέ Κύριε,

Σήμερα έφτασα στο Πρίντεζι με τη συνοδεία των καραμπινιέρων. Σε λίγο θα βρισκόμουν στο ιταλικό έδαφος και θα ‘μαι πια στη διάθεση του Μουσολίνι. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού πήρα πια οριστικά την απόφαση να πεθάνω.  Αχ! τι κακό μου κάνανε εκεί κάτω στην Ελλάδα σας. Ο Δουκάκης μου πήρε το δαχτυλίδι με το μπορμίρ δηλητήριο του οποίου έχω ανάγκη τώρα. Πρέπει να πεθάνω τώρα γιατί δεν θα μπορέσω ν’ αντικρύσω τη γυναίκα μου πια και δεν θα βρω λέξεις δικαιολογίας όταν δω το χλωμό θλιμμένο πρωσοπάκι της δακρυσμένο. Είμαι ένας τιποτένιος άνθρωπος. Μα σ’ αυτό το γράμμα μου δεν πρόκειται γι’ αυτό. Θυμάσαι που δεν βρισκόντουσαν φωτογραφίες μου τόσο καιρό στην ιταλική πρεσβεία; Ε! Λοιπόν εγώ είχα φροντίσει γι’ αυτό. Είχα μισθώσει δυο ανθρώπους οι οποίοι κάνανε διάρρηξη στο γραφείο της πρεσβείας και πήρανε τον φάκελο που αφορούσε την υπόθεση μου. Τους πλήρωσα καλά για την υπηρεσία τους αυτή. Ήλπιζα έτσι πως θα ησύχαζα για καιρό όσο να σταλούν από την Ιταλία νέα στοιχεία για την καταδίωξη μου. Το γεγονός αυτό όμως δεν το ομολόγησα γιατί μαζί με τον δικό μου φάκελο είχαν κλαπεί απ’ την πρεσβεία απ’ τους ίδιους ανθρώπους κι άλλα εμπιστευτικά έγγραφα που αφορούσαν μια ξένη δύναμη. Ούτε η πρεσβεία ανακοίνωσε τίποτα, ούτε οι εφημερίδες φυσικά πληροφορήθηκαν την είδηση.

Μα δεν ησύχασα. Οι δύο αυτοί άνθρωποι, δυο ανθρώπινα κατακάθια του υποκόσμου του πειραϊκού λιμανιού μ’ εκβιάζανε κάθε τόσο και μου ζητούσαν χρήματα. Αλλιώτικα απειλούσαν ότι θα με προδώσουν στην αστυνομία. Μια μέρα μάλιστα μου είπαν ότι είχαν κλέψει απ’ το συρτάρι του γραμματέως της πρεσβείας και μερικά εμπιστευτικά δελτία πληροφοριών για την στρατιωτική δύναμη και τις στρατιωτικές προπαρασκευές μιας ξένης χώρας τα οποία φρόντισαν να πουλήσουν σε μια καλή τιμή. Τους έδωσα χρήματα πάλι και τους υποσχέθηκα ότι αν μου έφερναν τα δελτία αυτά θα τους πλήρωνα καλά.

Συνεννοήθηκα να συναντηθώ μαζί τους έξω προς το Σούνιο. Γιατί δεν ήθελα να με βλέπουν μαζί με τους δυο ύποπτους αυτούς ανθρώπους, στην Αθήνα ή στον Πειραιά…

Την ορισμένη ώρα ήρθανε: «Περπατάμε απ’ το πρωί» μου είπανε.

«Κι εγώ δεν πήρα αυτοκίνητο», τους απάντησα.

Πρόσεξα ωστόσο πως με κοίταξαν κάπως παράξενα. Μου πέρασε από το μυαλό τότε η ιδέα ότι μπορεί να είχανε κανένα σχέδιο εναντίον μου. Τους παρακολουθούσα και εξέτασα με προσοχή όλα τα γύρω έρημα μέρη και την απέναντι θάλασσα που απλωνότανε λίγο πιο ‘κει, κάτω από τα πόδια μας. Τους ζήτησα να μου δώσουν τα δελτία. Μα αυτοί αρνήθηκαν. Δικαιολογήθηκαν πως δεν τα είχαν τάχα μαζί τους και πως τώρα είχαν ανάγκη από χρήματα. Ετοιμάστηκα να τους δώσω κι έβαλα το χέρι μου στη τσέπη του σακακιού μου για να βγάλω το πορτοφόλι μου. Μα την ίδια στιγμή είδα ένα μαχαίρι να αστράφτει στα χέρια του πιο δυνατού από αυτούς. Οπισθοχώρησα έκπληκτος και έβαλα το περίστροφο μου. Πυροβόλησα αμέσως. Δυο σφαίρες τον είχαν βρει στο στήθος και γονάτισε πέφτοντας με το κεφάλι προς τα πίσω. Έκανε μια κίνηση με βογγητό να σηκωθεί, μα γλίστρησε και κατρακύλησε στον απόκρημνο βράχο. Κι άκουσα το θόρυβο που έκανε το κορμί του καθώς έπεφτε στη θάλασσα.

Ο άλλος όρμησε τότε εναντίον μου με μανία. Μα πρόφτασα και τον κάρφωσα στη θέση του με μια σφαίρα στο μέτωπο, ανάμεσα στα δυο μάτια. Ήταν τόσο κοντά μου που το αίμα του πετάχτηκε από το κεφάλι λέρωσε το πρόσωπο μου και τα ρούχα μου.

Ύστερα, ύστερα τον έσυρα κι αυτόν στον κρημνό και τον έμαθα έτσι να πηδά στην θάλασσα. Έτσι απαλλάχτηκα κι’ απ’ τους δυο. Ωστόσο όμως οι τύψεις μ’ ακολούθησαν κοντά.

Απ’ την ημέρα αυτή, έκανα μια ζωή γεμάτη όργια, με γυναίκες του ελαφρού κόσμου, πράγμα που συντέλεσε στην καταστροφή μου την τελειωτική. Ορκίζομαι πως δεν θέλησα να βάψω τα χέρια μου με ανθρώπινο αίμα. Μα έπρεπε να αμυνθώ. Τώρα που εξεμυστηρεύτηκα κι αυτό το μυστικό μου νομίζω πως είμαι πιο ήσυχος. Τώρα μπορώ να πεθάνω με λιγότερες τύψεις, χωρίς βέβαια ν’ αντικρύσω τη γυναίκα μου που αγαπώ τόσο πολύ.                

Αντίο

Ερρίκος Ρουστιάνο

Στο υστερόγραφο ο Ρουστιάνο ανέφερε ότι το γράμμα αυτό το παρέδωκε σ’ έναν επιβάτη να το ταχυδρομήσει απ’ το Πρίντεζι στην Αθήνα, γιατί αυτός δεν θα μπορούσε να καταφέρει ένα τέτοιο πράγμα, αφού θα ήταν υπό την αυστηρή επίβλεψη των καραμπινιέρων.

*

Ύστερα από δυο μέρες σε μια ιταλική εφημερίδα, στο «Πόπολο ντ’ Ιτάλια» νομίζω, διάβασα την πιο κάτω είδηση.

«Ο συλληφθείς εις Αθήνας ιταλός υπήκοος Ερρίκος Ρουστιάνο, διευθυντής του εν Σαν Ρέμο καταστήματος της Λαϊκής Τραπέζης, καταχραστής τεσσάρων εκατομμυρίων λιρετών, μεταφερόμενος εις Ρώμην, ηυτοκτόνησε ριφθείς εις τας γραμμάς του σιδηροδρόμου κατά το μεταξύ Σαν Ρέμο και Ρώμης διάστημα».

ΝΙΚΟΣ Ι. ΜΑΡΑΚΗΣ

Βρείτε την επανέκδοση του βιβλίου του Νίκου Μαράκη «Οι άνθρωποι της κοκαΐνης» (πρώτη έκδοση: Νέοι Καιροί, 1932) εδώ:

Καμία δημοσίευση για προβολή