Ο Συμμορίτης Β’

Αρκάδιος

Ένα καιρό είχε ανακατεφτεί με λαθρεμπορία. Τα παράτησε ύστερα, μα του είχε μείνει μια καταδίκη «ερήμην» για κάμποσα χρόνια φυλακή. Είχε φύγει από το μέρος εκείνο, άλλαξε όνομα και κατάφερε να χάσουν τα ίχνη του κάμποσα χρόνια. Μα νά τώρα που είχε έρθει καιρός να πληρώσει αυτός για να σωθώ εγώ. Τον ανακάλυψαν.

Θάταν η ώρα δέκα το βράδυ, όταν ήρθαν οι χωροφύλακες. Ποιός ξέρει γιατί είχαν έρθει τέτοιαν ώρα, φοβούνταν ίσως μην τύχει και τους φύγει. Εμείς τα παιδιά κοιμώμασταν. Ο πατέρας μου καθόταν πάντα ως τις δώδεκα μια κι’ έκανε λογαριασμούς, κάπνιζε και συλλογιζόταν. Κείνη τη στιγμή θα στέκονταν στο παράθυρο, όπως το συνήθιζε, και τους είδε να μπαίνουν στο σπίτι. Δεν προλάβαινε πια να φύγει, ανέβαιναν κιόλας τη σκάλα. Έτρεξε αμέσως, κλείδωσε την πόρτα και τράβηξε πίσω το μεγάλο μπαούλο που ήταν δίπλα.

Ξύπνησα με τους πρώτους χτύπους των χωροφυλάκων στην πόρτα. Έχω ακόμα μπρος στα μάτια μου τη φοβερή εικόνα του πατέρα μου, χλωμού, αλαλιασμένου, να στέκει εκεί μες τη μέση της κάμαρας και να μου γνέφει με το δάχτυλο στο στόμα να μη φωνάξω.

-Τι είναι, μπαμπά; τον ρώτησα σιγά τρομαγμένος, ποιός χτυπάει;

Δίστασε για μια στιγμή.

-Χωροφύλακες! Μου λέει μετά. Θα σου πώ άλλη ώρα γιατί! Τώρα ντύσου και σώπα. Να ιδούμε πως θα μπορέσω να φύγω από δω. Τι θα γίνετε εσείς αν με πιάσουν; Πρέπει αν φύγω!… να φύγω… αλλά πως;

Και σκούπιζε τον ιδρώτα απ’ το μέτωπό του. Κείνη τη στιγμή, με καινούργιους βρόντους στην πόρτα ξύπνησαν τ’ αδέρφια μου. Βλέποντας τον πατέρα στη στάση εκείνη, τρόμαξαν κι’ έβαλαν τα κλάματα.

-Κλαίτε! Τους είπε αυτός, αλλά μη φωνάζετε μπαμπά!…

-Ανοίξτε λοιπόν! Φώναξαν τώρα απ’ όξω χτυπώντας πιο δυνατά την πόρτα.

Είχα ντυθεί εν τω μεταξύ. Τ’ αδέρφια μου, καθισμένα στο κρεββάτι κι’ αγκαλιασμένα, κλαίγαν σιγανά!

-Τι είναι Λευτέρη; ποιός χτυπά; με ρώτησε κάποια στιγμή ανάμεσα σε δυο λυγμούς η αδερφή μου.

-Σώπα! Της απαντώ, μη μιλάς!

-Θ’ ανοίξετε ή όχι; ξαναφώναξε κάποιος χωροφύλακας.

-Ρώτησε, ποιός είνε; μου ψιθυρίζει τότε ο πατέρας μου.

-Ποιός είναι; φωνάζω εγώ.

-Αστυνομία! Μ’ απαντούν.

Κι’ υστερα:

-Πες του πατέρα σου ν’ ανοίξει, μικρέ, χωρίς φασαρίες, για το καλό το δικό του.

-Δεν είναι εδώ ο πατέρας μου: λέω τότε εγώ, ακολουθώντας τις οδηγίες του.

-Μπα! Δεν είναι μέσα; ε τότε ανοίξτε!… τι φοβάστε; είπε κάποιος, ενώ οι άλλοι γελούσαν.

-Πες τους ότι δεν μπορείτε ν’ ανοίξετε νύχτα! Ας έρθουν το πρωί, μου ψιθυρίζει ο πατέρας μου και σεις κλαίτε δυνατά, γυρίζει και λέει στα αδέρφια μου, που αφορμή ήθελαν αν ξεσπάσουν.

Κάναμε όπως μας είπε, αλλά ο κόπος πήγε χαμένος.

-Ώστε έτσι ε; να φύγουμε και νάρθουμε το πρωΐ! Είπαν ειρωνικά. Τον γέλασαν, πες του μπαμπάκα σου, μικρέ μου! Μαζί του θα φύγουμε από δω και να το βάλει καλά στο μυαλό του.

Δεν απάντησα. Ο πατέρας μου σκεφτόταν.

Ξαφνικά οι χωροφύλακες αγρίεψαν κι’ άρχισαν να χτυπούν γροθιές την πόρτα.

-Ανοίξτε λοιπόν! Ανοίξτε! Φώναζαν άγρια, γιατί θα σπάσουμε την πόρτα και θα μας το πληρώσεις ακριβά!…

Αμέσως κατόπι βάλθηκαν να σπρώχνουν με τους ώμους. Η πόρτα έτριζε τώρα στους άρμους της και πήγαινε να πεταχτεί.

Ο πατέρας μου ρίχτηκε αμέσως πάνω στο μπαούλο πασχίζοντας να το κρατήσει στη θέση του. Κατάλαβε, όμως ως φαίνεται, πως δε θα μπορούσε να το κρατήσει για πολύ, γιατί μου φώναξε και μου είπε κάτι στ’ αυτί.

-Τραβήχτηκε γιατί ο πατέρας μου θα σας ρίξει με το πιστόλι! Έμπηξα ξαφνικά μια φωνή, κάνοντας όπως μου είχε πει εκείνος.

Ακούγοντας τ’ αδέρφια μου τη λέξη πιστόλι, μπήξαν γοερά κλάματα, χωρίς να το έχουν δει κιόλας γιατί ο πατέρας μου δεν είχε. Κ’ οι χωροφύλακες σταμάτησαν απότομα το σπρώξιμο.

-Α! έτσι! φώναξαν, έχουμε και τέτοια; Τράβα λοιπόν, αν σου βαστάει! Τράβα αν σου μυρίζει τουφέκι!

Όμως δεν επανέλαβαν το σπρώξιμο, και σε λίγο τους ακούσαμε να μιλούν σιγανά μεταξύ τους.

Ο πατέρας μου επωφελήθηκε της ανακωχής κι’ άρχισε να τριγυρίζει το δωμάτιο, ψάχνοντας να βρει τρόπο να φύγει. Για μια στιγμή πηγαίνει στο παράθυρο, τραβά λίγο την κουρτίνα και αναμετρά το ύψος.

-Θα πηδήξω! Λέει σα να μιλούσε μόνος του.

Ετοιμάστηκα να του πω πως αυτό ήταν επικίνδυνο, γιατί τα παράθυρά μας ήταν πέντε μέτρα απ’ τη γη, όταν ξαφνικά ακούω να βρίζει.

-Τους… τέτοιους! είπε, φυλάγουν κι’ απ’ όξω!

Πλησίασα και εγώ κι’ είδα ένα χωροφύλακα να στέκεται πίσω από ένα δέντρο αντίκρυ απ’ το σπίτι μας.

Ο πατέρας μου άφησε το παράθυρο και πλησίασε σιγά προς την πόρτα. Αφουγκράστηκε. Κείνη τη στιγμή οι συνομιλίες σταμάτησαν κι’ ακούσαμε να κατεβαίνει κάποιος τη σκάλα.

Ξαφνικά βλέπω τον πατέρα μου να παρατηρεί προσεχτικά το μπαούλο. Λες να με χωράει; γυρίζει σε λίγο και με ρωτά.

Τρόμαξα.

-Τι να σε χωράει; του λέω.

-Να! Θ’ αδειάσουμε το μπαούλο και θα μπώ μέσα. Ύστερα ανοίγεις και λες σ’ αυτούς πως πήδηξα απ’ το παράθυρο. Αυτό θα κάνουμε, δεν υπάρχει άλλο!

Ήταν φανερό πως παραλογιζόταν. Ένα τέτοιο σχέδιο δεν είχε ελπίδες επιτυχίας. Τόβλεπα καθαρά, και καθώς ετοιμάστηκε κιόλας ν’ ανοίξει το μπαούλο, ρίχτηκα και τον έπιασα απ’ το χέρι.

-Σοβαρά το σκέφτεσαι αυτό, μπαμπά; Θα σκάσεις εκεί μέσα! Από που θα πάρεις αέρα; Κ’ ύστερα, δε θα το καταλάβουν νομίζεις; Θα ψάξουν να σε βρούν, να το ξέρεις!

Με μεγάλη δυσκολία -γιατί ήταν η τελευταία του ελπίδα- παραιτήθηκε κι’ απ’ το σχέδιό του αυτό.

Πήγε και κάθησε τότε στον καναπέ, έπιασε με τα δύο του χέρια το κεφάλι και βυθίστηκε για λίγο στη συλλογή.

Ξαφνικά, αναπήδησε κι’ άρχισε αν γυρίζει πάλι εδώ κι’ εκεί στο δωμάτιο, ψάχνοντας να βρεί κάτι άλλο, έναν οποιοδήποτε τρόπο σωτηρίας. Γυρνούσε και κύτταζε το ταβάνι, τους τοίχους, α! Να μπορούσε να σκαρφαλώσει εκεί πάνω και να φύγει απ’ τα κεραμίδια, να τρυπήσει τον τοίχο, να περάσει και να εξαφανιστεί… -μάντευα το τί γινόταν μέσα στο αναστατωμένο μυαλό του.

Κι’ είναι πατέρας μου αυτός, είναι ο πατέρας μου, σκέφτηκα τότε κι’ ένοιωσα μια φρικτή κατάθλιψη μέσα μου. Πόσο θα υπόφερνε ο δύστυχος! Μα τί είχε κάνει λοιπόν; αναρωτήθηκα για μια στιγμή, που ζητούσαν να τον πιάσουν; κλεψιά ίσως! Σκέφτηκα και ρίγησα· ό,τι κάνω κι’ εγώ δηλαδή τώρα!

Για πρώτη φορά μου ήρθε τότε η σκέψη, τί έκανα εδώ και τόσους μήνες. Κλέβω!… κλέβω!… είπα μέσα μου, να τι κάνω! Πω! πω! Και θάρθει μια μέρα που θα με κυνηγούν και μένα, νά έτσι, όπως απόψε τον πατέρα μου, και θα με πιάσουν και θα με ρίξουν στα κάτεργα, μέσα στους άλλους κλέφτες, φονιάδες, ληστές! Κλέφτης… ληστής… να που θα καταντήσω! Αφού είμαι κιόλας… δε λες!

-Πω! Πω! … μου ξέφυγε τώρα φωναχτά κι’ έπιασα το σαγόνι μου. Ο πατέρας μου γύρισε και με κύτταξε.

-Τι είπες; ρώτησε.

-Τίποτα! Απάντησα συνερχόμενος.

-Δεν κυττάς να σκεφθείς κι’ εσύ κάτι, μου λέει, παρά να κάθεσαι και παραμιλάς! Αχ! Και να μπορούσα να φύγω από δω μέσα…

Αναστέναξε. Ένοιωσα πάλι ένα φοβερό σφίξιμο μέσα μου. Αναλογίστηκα τη φοβερή θέση, που βρισκόταν, το τί τον περίμενε. Θα τον έπιαναν σε λίγο, θα τον πήγαιναν δεμένο, σίγουρα, κι’ ύστερα φυλακή για χρόνια. Κι’ εμείς τί θα γινόμασταν; Εξευτελισμός και καταστροφή. Να τι σήμαινε για μας εκείνο το βράδυ.

Αιστάνθηκα ένα ρίγος να με διαπερνά. Ω! Ας μπορούσε να ξεφύγει, σκέφτηκα. Μα πως;

Για μια στιγμή τότε το μυαλό μου πήγε στα καταραμένα αστυνομικά μυθιστορήματα, όπου οι συμμορίτες κατόρθωναν να ξεφεύγουν κάθε φορά από τέτοιες πολιορκίες των αστυνομικών. Με απέχθεια τώρα, μα και μ’ επιμονή πάσκιζα να θυμηθώ τί ακριβώς έκαναν και ξεγλύτωναν σε περιπτώσεις σαν κι’ αυτή του πατέρα μου.

-Να υπήρχε μια καταπαχτή! Είπα ξαφνικά, θυμούμενος πως τι περισσότερες φορές στα μυθιστορήματα κείνα, τη στιγμή που ήταν να τους πιάσουν, άνοιγε μια καταπαχτή κι’ εξαφανιζόντουσαν.

-Τι να υπήρχε; με ρώτησε ο πατέρας μου, καταπαχτή είπες;

Ντράπηκα.

-Θέλω να πω, πρόσθεσα, να συγκοινωνούσε με το κάτω δωμάτιο το δικό μας, θα μπορούσες να κατέβεις, κι’ από κει….

-Αφού φυλάγουν την πόρτα, έκανε κείνος, δεν ωφελεί.

Ξαφνικά, τον είδα να αναταράζεται καθώς κύτταζε πίσω απ’ την ανασηκωμένη λίγο κουρτίνα του παραθύρου.

Απ’ τη γωνιά του δρόμου έρχουνταν βιαστικά ένας αξιωματικός της χωροφυλακής και δύο χωροφύλακες. Φαίνεται πως όταν άκουσαν αυτοί για το πιστόλι που είχα πει, πήγαν και ειδοποίησαν στο τμήμα, ζητώντας οδηγίες. Τώρα ερχόταν κάποιος αξιωματικός.

Τους ακούσαμε σε λίγο ν’ ανεβαίνουν τη σκάλα. Ο πατέρας μου ήταν κατακίτρινος τώρα. Είχε καταλάβει πια πως πλησίαζε η λύση.

Άφησε το παράθυρο κι’ έκανε μερικά βήματα σα μεθυσμένος.

Ξαφνικά, δύο δυνατοί βρόντοι ακούστηκαν στην πόρτα κι’ ύστερα μια φωνή απειλητική.

-Άκουσε δω Γιαννίτση! Θ’ ανοίξεις την πόρτα, ναι ή όχι;

Σιωπή εμείς. Τα κακόμοιρα τ’ αδέρφια μου καθισμένα στο κρεββάτι, ήταν ξεψυχισμένα. Το μικρό είχε χωθεί στην αγκαλιά της αδερφής και κύτταζε με τα τρομαγμένα και δακρυσμένα ματάκια του, ανίκανο να καταλάβει τη φριχτή αυτή σκηνή.

-Λοιπόν, δεν ανοίγεις; ξανακούσαμε την ίδια φωνή, που σίγουρα θαταν του αξιωματικού.

Πάλι σιωπή. Γύρισα και κύτταξα τον πατέρα μου. Έτρεμε. Πήγα να του πω ως ήταν ανώφελο πια να επιμένει και θάπρεπε ν’ ανοίξουμε, αλλά την ίδια στιγμή ακούσαμε τη διαταγή:

-Εμπρός! Σπάστε την πόρτα!

Και αμέσως με μανία οι χωροφύλακες ρίχτηκαν επάνω στην πόρτα. Τ’ αδέρφια μου μπήξαν σύγχρονα μια κραυγή τρόμου κι’ άρχισαν γοερά κλάματα, ενώ ο πατέρας μου ωρμούσε στο μπαούλο.

-Έλα σπρώχνε κι’ εσύ! Μου φώναξε κι’ η φωνή του ήταν παράξενα αλλαγμένη.

Υπάκουσα και βάλθηκα να σπρώχνω κι’ εγώ το μπαούλο, ενώ ένοιωθα να με πνίγει η αγωνία.

Η άνιση αυτή πάλη δεν βάσταξε πολύ. Η κλειδαριά υποχώρησε γρήγορα. Έμεινε πιά το μπαούλο.

Τέσσερες-πέντε φορές το μπαούλο σπρωχνόταν μέσα κι’ εμείς το ξανασπρώχναμε στη θέση του. Τέλος, καθώς εκείνοι ρίχτηκαν πια μ’ όλη τους τη δύναμη απάνω, το ένα φύλλο της πόρτας βγήκε απ’ τους ρεζέδες και πήγε να πέσει. Καθώς εμείς ξανασπρώξαμε αμέσως το μπαούλο το θυρόφυλλο δεν πρόλαβε να πέσει, παρά έμεινε γερμένο δίπλα, αφήνοντας ένα άνοιγμα, απ’ όπου δυό-τρία χέρια ζυμηξαν μέσα.

Έτσι όπως ήταν ο πατέρας μου πάνω στο μπαούλο, βαστώντας το με όση δύναμη του είχε μείνει, τον άρπαξαν απ’ τα μαλλιά και απ’ το γιακά, ενώ σύγχρονα, ένα άλλο χέρι άρχισε να του καταφέρνει απανωτά χτυπήματα στο κεφάλι.

-Ναι, άτιμε! Φώναξε αυτός που τον χτυπούσε.

Έμπηξα μια φωνή τότε.

-Αφ΄στε τον!…

-Άει στο διάβολο! Μου φώναξαν, ενώ εξακολουθούσαν να τον τραβούν και να τον χτυπούν. Σαν ψάρι πιασμένο στ’ αγγίστρι, σπαρταρούσε ο δυστυχισμένος πατέρας μου, καθώς αγωνιζόταν ν’ αποσπαστεί από τα χέρια τους.

Όμως μια και το πεσμένο θυρόφυλλο εξακολουθούσε να μας χωρίζει, δεν μπορούσαν ακόμη να μπούν μέσα.

-Τραβάτε τον έξω όπως όπως! Διάταξε πάλι ο αξιωματικός, χτυπώντας τις μπότες του με το μαστίγιο, κι’ αυτοί άρχισαν να τον τραβούν πάνω απ’ το μπαούλο, για να τον βγάλουν μέσα απ’ τ’ άνοιγμα.

Το μαρτύριο του πατέρα μου ήταν φριχτό. Πως μούρθε τότε η ιδέα και τρέχω, αρπάζω το θυρόφυλο που έκλεινε την είσοδο, το τραβώ με όση δύναμη είχα και το σέρνω μέσα στο δωμάτιο. Έδωσαν τότε μια του μπαούλου και τράβηξαν τον πατέρα μου όξω.

Ντακ…ντουκ… άκουσα τότε να πέφτουν πάλι τα χτυπήματα.

Ο πατέρας μου έβγαλε μια κραυγή πόνου. Ώρμησα στο διάδρομο. Τον χτυπούσε ο αξιωματικός με το μαστίγιο, ενώ ένας χωροφύλακας του περνούσε τις χειροπέδες. Δυο-τρείς συγκάτοικοί μας ήταν κι’ αυτοί στο διάδρομο εκεί και κύτταζαν έκπληχτοι, ενώ οι γυναίκες παρακολουθούσαν πίσω από τις μισανοιγμένες πόρτες.

-Τι τον χτυπάτε, κύριε μοίραρχε! Φώναξα βραχνά και πήγα να του πιάσω το χέρι.

Μα την ίδια στιγμή ένας χωροφύλακας μ’ άρπαξε απ’ το σβέρκο και με μια σπρωξιά με πέταξε μέσα στο δωμάτιο.

-Και τούτος ο μικρός έσπρωχνε το μπαούλο! Άκουσα να λέει κάποιος.

-Αφήστε το μικρό και κατεβάστε αυτόν κάτω, μπρος! Διέταξε ο αξιωματικός.

Με σπρωξιές κατέβασαν απ’ τη σκάλα τον πατέρα μου. Θεέ μου, τι βλέμμα ήταν εκείνο που μας έριξε ο δυστυχος.

-Που τον πάτε το μπαμπά μου!… έσκουζε το αδερφάκι μου και πήγαινε να ξεραθεί από το κλάμα.

Θέλησα ν’ ακολουθήσω τους χωροφύλακες, αλλά μ’ εμπόδισαν.

-Πήγαινε μέσα, μου είπαν, να μη σ’ αρχίσουμε!

Έτρεξα τότε στο παράθυρο.

Είχαν βγεί τώρα στο δρόμο. Ο πατέρας μου πήγαινε ξεσκούφωτος, αναμαλλιασμένος, με τα σίδερα στα χέρια, περικυκλωμένος απ’ τους χωροφύλακες. Πλήθος πολύ είχε μαζευτεί εκεί κι’ έβλεπε το φριχτό θέαμα. Δεν μπόρεσα να βαστάξω παραπάνω. Και καθώς η συνοδεία έστριψε τη γωνία και τράβηξε κάτω, ρίχτηκα πια στον καναπέ και ξέσπασα σ’ ένα κλάμα φοβερό, έκλαψα πικρά και γοερά, έκλαψα όσο δεν είχα κλάψει ποτέ μου…

Από τότε απαρνήθηκα το «Συμμορίτη».

Τέλος -διαβάστε το πρώτο μέρος εδώ

 

Καμία δημοσίευση για προβολή