Πλατεία Ανταρκτικής ΙV

Πειραιώς στο ύψος της Πέτρου Ράλλη

Έχω αφήσει πίσω μου το ζεστό, σαν σπιρτόκουτο με χαλασμένο ερκοντίσιον τον Αύγουστο, Impreza μου και έχω βγει ξανά στο πολικό τοπίο του κλειστού βενζινάδικου. Σηκώνω το γιακά του πέτσινου, έχω στη εσωτερική τσέπη το ζιπέλαιο και το ζίπο και στο μανίκι καβατζωμένο το Baby-Browning με τη λαβή από σεντέφι. Μυρίζω τη μυρωδιά του χιονιού στον παγωμένο αέρα, ο καιρός θα αλλάξει προς το χειρότερο σύντομα. Πετάω το άφιλτρο σαντέ που μόλις άναψα στο χιόνι, η κάφτρα του εύκολα θα με προδώσει, μπορεί να γίνει ορατή από αρκετά μακριά. Πλησιάζω σκυφτός το μαύρο Daewoo Nubira κρυβόμενος πίσω από υπόλοιπα παρκαρισμένα αυτοκίνητα, κινούμαι μέχρι στιγμής χωρίς να γίνω αντιληπτός εκμεταλλευόμενος τον άπαιχτο συνδυασμό νύχτας και χιονόπτωσης.

Το παράθυρο του Daewoo από τη πλευρά του οδηγού είναι ανοιχτό, το αντιλαμβάνομαι διότι δεν διακρίνω στο σημείο αυτό την αντανάκλαση από κάποια φώτα μακρινά όπως αυτήν στο τζάμι της πίσω αριστερής πόρτας.

Πλησιάζω λίγο ακόμα και μυρίζω το λόγο που το παράθυρο του είναι ανοιχτό παρόλο το ψύχος. Το θήραμα μου έχει σκάσει το μπαφάκι του και τα ντουμάνια του αδιάκριτα αναδύονται στην ατμόσφαιρα. Τα μάτια μου έχουν συνηθίσει στο σκοτάδι και διακρίνω ότι το κεφάλι του είναι στραμμένο προς το Ιmpreza σε μια προσπάθεια να διακρίνει τις κινήσεις μας. Μάταια όμως, τα φώτα από τις λάμπες του δρόμου φτάνουν εξασθενημένα ως το σκοτεινό σημείο που έχουμε παρκάρει και ο φωτισμός από τους αυτόματους πωλητές είναι πιο αμυδρός και από μοναχική πυγολαμπίδα τον Αύγουστο. Στη καλύτερη θα διακρίνει το Ρένο να το ψωλοβροντάει. Φτάνω σχεδόν έρποντας έξω από τη πόρτα του, κουρνιάζω σκυφτός και αφουγκράζομαι. Ακούει χαμηλά Λεξ. Σηκώνομαι απότομα όρθιος ακριβώς μπροστά του. Η ανάσα του κόβεται κυριολεκτικά από την αναπάντεχη συνάντηση.

«Γιατί με ακολουθείς;»

«Ππποιος εγώ;»

«Γιατί με παρακολουθείς ρε τσουτσέκι;»

«Όοχι, εγώ δεν…»

Ευτυχώς τον ψάρωσα. Είναι γύρω στα 25-30 με στυλ κλασικού βαρυψώλη ράπερ. Τον αρπάζω από τα μαλλιά και του κοπανάω δυνατά το κεφάλι στο τιμόνι. Ο ένας από τους κοπτήρες του καρφώθηκε στο μαλακό πλαστικό του τιμονιού και στάθηκε όρθιος εκεί σαν άσπρη μαρμάρινη ταφόπλακα. Έχει κόψει το χείλος του και έχει δαγκώσει τη γλώσσα του από το κραδασμό στο τιμόνι και αιμορραγεί. Είναι σε κατάσταση σοκ. Τον τραβάω έξω από το αμάξι. Ευτυχώς είναι κοντός και δεν είναι ιδιαιτέρα βαρύς οπότε τον σέρνω εύκολα πάνω στο χιόνι και τον ακουμπάω με τη πλάτη στη ρόδα ενός παρατημένου από χρόνια Φολκσβάγκεν Τρανσπόρτερ της δεκαετίας του 70′. Προσπαθώ να τον συνεφέρω με δυο χαστούκια αλλά μάταια, το ραπερόνι έχασε τις αισθήσεις του και αιμορραγεί υπερβολικά, σαν σφαγμένο γουρούνι. Τελικά του τσιμπάω δυνατά τους κροτάφους και πάει να πεταχτεί πάνω σαν ελατήριο, του ρίχνω μία απαλή με το πάνω μέρος της γροθιάς μου στο μέτωπο και τον ξαναπιάνω από τα μαλλιά, με κοιτά σαστισμένος στα μάτια. Εκείνη την ώρα εμφανίζεται ο Ρένος με υφάκι ιδιωτικού ντέτεκτιβ και το Glock 17 του Σούλη παρατεταμένο:

«Τι έχουμε εδώ;»

«Καλησπέρα σας κύριε μου! Ξεμαστουρώσατε; Ήσαστε καλά;», λέω με το πιο ειρωνικό ύφος. (Για το Glock θα τα πούμε μετά)

«Νταξ, μία χαρά! Εσύ;»

«Εδώ μωρέ, έβαλα το παλικάρι για ύπνο αλλά ήτανε απρόσεχτος και έκανε βαβά», απαντάω με αφηρημένο ύφος.

Ο Ρένος τον πλησιάζει συνεχίζοντας να τον σημαδεύει, του ρίχνει μία γερή στο στομάχι, και από το στόμα του βγάζει ένα πνιχτό ήχο φτύνοντας λίγο αίμα ακόμη. Του πιέζω απότομα τους κροτάφους βγάζει έναν οξύ ακατάληπτο ήχο, με ρωτάει αν είμαι τρελός, γνέφω καταφατικά. Βάζει το χέρι του στο στόμα, απελπίζεται, σηκώνει τα μάτια του στη κάνη του Glock και αναλογιζόμενος τελικά την κατάσταση του η γλώσσα του αρχίζει να πηγαίνει ροδάνι και να ξερνάει πληροφορίες χωρίς καν να του κάνουμε ερωτήσεις.

«Με πληρώσανε για να σας παρακολουθήσω, ήταν δύο τύποι, σας ακολουθώ από τη πλατεία Αμερικής, ήμουν παρκαρισμένος στην Ιεροσολύμων αλλά τελικά θεώρησα ότι θα ήταν καλύτερα να σας περιμένω επί της Πατησίων οπότε και όταν βγήκατε στη λεωφόρο σας ακολούθησα όπως που είπαν οι δύο εκείνοι τύποι. Είπαν ότι εσείς οι δύο είσαστε ασήμαντοι και σημασία έχει να δω που πάτε για μάθω που θα συναντήσετε κάποιον τρίτο που είναι σημαντικός. Το λαβράκι που ψάχνουν όπως είπαν. Σας ικετεύω. Mην με σκοτώσετε. Σας είπα ότι ξέρω. Δεν γνωρίζω τίποτα άλλο.»

«Ποια αδέρφια ρε; Τι είναι αυτοί; Πως τους λένε; Τι θέλουν;»

«Δεν ξέρω, δεν ξέρω ειλικρινά. Αφήστε με να φύγω.»

Τον περιλούζω με ζιπέλαιο και στο άλλο χέρι κρατάω αναμμένο το ζίππο. Ουρλιάζει, τον πιάνει τρόμος :

«Είσαι εντελώς τρελός τι πας να κάνεις; Θα στα πω όλα. Οκ, οκ θα στα πω όλα! Παύλος και Γιάννης Σαντικτσής. Έχουν μία μάντρα με φορτηγά, τράκτορες. Μεταχειρισμένα, από Ολλανδία, Γερμανία. Στο Βοτανικό στη Μαρκόνι είναι. Μαρκόνι 30. Θέλουν να μάθουν που είναι αυτός που θα συναντήσετε απόψε. Αυτόν θέλουν να βρουν. Θα τους βρείτε εκεί. Αυτά ξέρω, σας τα είπα όλα. Σας το ορκίζομαι. Μόνο αυτά ξέρω. Πέφτω στα πόδια σου, άσε με να φύγω. Σε παρακαλώ. Θα με αφήσετε έτσι δεν είναι;»

«Ναι οπωσδήποτε.»

*

Μπαίνω μέσα στο Daewoo και αρχίζω να το κάνω φύλλο και φτερό. Ξετρυπώνω μια σακούλα του σούπερμαρκετ με καμιά 50αριά-60αριά γραμμάρια κατουρημένο χόρτο. Σπόρια, κλαδιά, τέζα και Αρντάν. Τέτοια μπουρούχα μόνο στη Πλατεία Εξαρχείων μπορεί να πουλήσει ή να αγοράσει κανείς. Χάθηκε να έχει κανένα σκανούρι για μετά; Στο κάθισμα του συνοδηγού ένα σχεδόν άδειο μπουκάλι φτηνό ούζο και μια μισοφαγωμένη λευκή σοκολάτα. Στο πατάκι ένα σακίδιο πλάτης. Έχει μέσα ένα κλειστό κινητό μπλάκμπερρυ χωρίς sim, δύο φλασάκια, ένα πορτοφόλι με κάπου 300 ευρώ μετρητά, τα τσεπώνω όλα και πάω να βγω έξω.

«Βρήκες τίποτα ενδιαφέρον Λάμπρο;»

Δεν προλαβαίνω να απαντήσω και με μία κίνηση ο ράπερ χωρίς να σηκωθεί βγάζει ένα μικρό περίστροφο. Πυροβολεί το Ρένο που στέκονταν μπροστά του. Η μοναδική σφαίρα που βγήκε από τη κάνη του Glock που κρατούσε ο Ρένος δε βρήκε το στόχο της. Την ίδια στιγμή ο Ρένος γλιστράει, χάνει την ισορροπία του και πέφτει με τη πλάτη πάνω στο χιόνι. Πυροβολώ με το Baby-Browning μέσα από το Daewoo. Η μικρή βολίδα των 6,35mm διέσχισε εν τάχει την κάνη του πιστολιού τσέπης, έλιωσε στο διάβα της μερικές νιφάδες που χόρευαν στον αέρα και καρφώθηκε με ορμή στο αριστερό μάτι του θηράματος μου, αποτυγχάνοντας όμως να διατρήσει πλήρως το κρανίο του. Μία όμως από τις δύο ή τρεις σφαίρες που έριξε το ραπερόνι βρήκε και αυτή στόχο. Αυτός δεν είναι άλλος από το αριστερό αυτί του Ρένου. Παίρνω το όπλο του ράπερ ένα παλιό Röhm RG, 22άρι περίστροφο της πούτσας, μαζεύουμε τους κάλυκες και γυρνάμε στο αμάξι μου.

Θυμάμαι ότι δεν έχω κουτί πρώτων βοηθειών στο αμάξι και αναγκαστικά γυρνάω πίσω και παίρνω του Daewoo. Προσπαθώ να αποστρέψω το βλέμμα μου από το πτώμα. Απολυμαίνω με βότκα και δένω πρόχειρα ότι απέμεινε από το αυτί του Ρένου και χωρίς να ανταλλάξουμε κουβέντα ανεβαίνουμε τη Πειραιώς προς κέντρο, κατευθυνόμενοι στο σπίτι του Άκη. Ο Ρένος περιμένει να τελειώσει το Αττική-Βικτώρια των ΟΔΟΣ 55 ώστε να χαμηλώσει τη μουσική και γυρνάει προς το μέρος μου:

«Λάμπρο, τι θα κάνουμε με τους Σαντικτσίδες;»

Ακολουθεί την επόμενη Τρίτη στο red n’ noir

Το βιβλιοπωλείο του red n’ noir προτείνει βιβλία:

Καμία δημοσίευση για προβολή