Οι ήρωες που περνούν

Δημοσθένης Βουτυράς

Τον κρότο το ρυθμικό του ρωλογιού άκουγε μόνον κάποτε, όταν έπαυε το περπάτημά του. Κρεμασμένο στον τοίχο δούλευε-δούλευε της ώρες, σά νάταν αυτό μικροσκοπικό, αργαστήρι, και μέσα του να δούλευαν, όλο να δούλευαν, μικροσκοπικά όντα, μικροσκοπικοί τεχνίτες ακούραστοι. Και όταν ετοίμαζαν καμμιά ώρα, την παρουσίαζαν σημαίνοντας πανηγυρικά τ’ όνομά της…

Αυτό σκέφτηκε ο Βασάρης σε μία στιγμή που στάθηκε να μετρήση τους χτύπους, και τάκουσε έπειτα να δουλεύη, να τραβά τη δουλιά του.

Ύστερα απ’ αυτό κάτι άλλο του ήρθε στο νού και τον έκανε να κουνήσει μελαγχολικά το κεφάλι.

Το σκοτάδι που έπεφτε σιγά, σιγά, τον ανάγκασε να νάψει φως. Ησυχία όμως μεγάλη άκουσε, καμμία φωνή έξω, κανένας θόρυβος. Τον ενόχλησε:

-Μα και τα παιδιά τί έπαθαν και δεν ακούγονται τώρα, είπε.

Πριν χαλούσαν τον κόσμο με της φωνές τους, τατύμπανά τους και τα σουράβλια…Τώρα…

Άκουσε την εξώπορτα να ‘νοίγη με βία, έπειτα φωνές, πατήματα στη σκάλα πολλά.

Έρχονται οι δικοί του. Και σε λίγο τους είδε να μπαίνουν όλο θόρυβο το διαδρομο. Μαζί τους ήσαν και δύο γείτονες φίλοι του με τες οικογένειές τους.

-Να τα πούμε, τον ρώτησε ο μεγάλος γυιός.

-Αν θέλετε, του απάντησε χαμογελώντας.

-Τότε εμπρός…

Και ο γυιός του στράφηκε στους άλλους σαν αρχιμουσικός.

Και το κόρο άρχισει:

Καλήν εσπέρα άρχοντες αν είναι ορισμός σας…

Χριστού την θείαν γέννησιν να πω σταρχοντικό σας…

Τάλεγαν ωραία, αν και ήταν στη μέση, οι δυό φάλτσες αγριοφωνάρες των γειτόνων, κατέβαιναν κανονικά.

Αλλά ξαφνικά ο γυιός ο μεγάλος πετάχτηκε σχεδόν στο τέλος.

Χιλιάδες δεκατέσσαρες…

Όλοι τον ακολούθησαν αφού για μιά στιγμή, ανακατώθηκαν, άλλοι να προχωρούν κανονικά, και άλλοι να τρέχουν να τον φθάσουν.

-Τον κόπο μας, είπαν όλοι με μιά φωνή, άμα τελείωσαν.

-Σας έχω, τους απήντησε ο Βασάρης, κάστανα μέσα και τη σόμπα αναμμένη.

-Α, α!

Σε λίγο όλοι είταν καθισμένοι κοντά στην σόμπα, πούχαν κοκκινήσει σας από μεγάλη ευχαρίστησι, γιατί τους έβλεπε. Της έρριξαν τα κάστανα…

Κόσμος, κόσμος! Πωπω! Άρχισε να λέη η γυναίκα του Βασάρη. Και τι αταξία! Καμμία τάξις, καμμία.

-Σου παίρνουν και τα ‘φτιά οι κρότοι, είπε η κυρία Μερβίλη. Εκεί πάλι στην αγορά που πήγαμε, για να δούμε, εκεί είτανε που είτανε! Κοσμοχαλασιά!

-Εκεί τουλάχιστον, είπε και ο Σπαρδόπουλος, είνε ευχάριστος ο θόρυβος. Φωνάζουν για τα διάφορα φαγώσιμα. Εκεί…

-Ευχάριστος είνε τον διέκοψε ο Βασάρης, που στεκόταν όρθιος πίσω της, είνε ευχάριστος για κείνους που έχουν ναγοράσουν, τους γαργαλίζει τα στομάχια. Αλλά για κείνους που δεν έχουν, θάνε σωστό μαρτύριο κόλασι.

-Α, ναι, ναι.

-Αλήθεια, αλήθεια.

-Για φαντασθλητε, και για βάλτετο με το νου σας να μην…

-Άστα τα θλιβερά κύριε Βασάρη τον διέκοψε η κυρία Μερβίλη, καλύτερα δεν λέτε τίποτε ευχάριστο.

-Ευχάριστο…

-Ναι, να μας πήτε τίποτε ευχάριστο, τ καλέι η ημέρα, είπε η κόρη του Μερβίλη.

-Να μας διηγηθήτε κάτι τι ευχάριστο, πρόσθεσε η μητέρα της να γελάσουμε. Έστω όμως και να μην γελάσουμε ναχε κάτι ευχάριστο.

-Μα τι, πως… ρώτησε ο Μπερδόπουλος. Πρέπει να αρχίσουμε να ψάχνουμε τομ νου μας…

-Σταθήτε, είπεν ο μεγάλος γυιός Βασάρης, εγώ θα σας βοηθήσω: Τι σας θυμίζουν αυτές οι μέρες; Αυτό είνε καλό νομίζω;

-Ναι, ναι, ναι, ναι φώναξαν όλοι αυτό να πήτε.

-Τώρα θ’ ακούσουμε και τους έρωτές τους, είπε η κυρία Μερβίλη.

-Να πούμε, να πούμε, θα πούμε κάτι τέτοιο έκανε σα να μονολογούσε ο Μερβίλης για τους έρωτάς μας, όμως δε θα πούμε τίποτα… Σιωπή σαυτούς…

-Έλα πες εσύ π΄ρωτον λοιπόν, μη λες τους έρωτάς, γέρο… μην το πω, του είπε η γυναίκα του.

-Κιάν το πεις κιάν δεν το πεις το ίδιο μου είνε, τώρα γέρασα… Θα πω όμως κάτι. Μα τι διάολο να πω.

-Σταθήτε, σταθητε να δούμε πρώτα να γίνουν τα κάστανα, τους είπε ο Λικερσόπουλος κέπειτα μαλώνετε.

Και σηκώθηκε και πήγε στη σόμπα, που είταν κατακκόκινη τώρα σα θυμωμένη, γιατί κάτι θα της έπαιρναν…

-Θαυμάσια είνε, είπε, αφολυ έβγαλε ένα από το δοχείο που τάχαν μέσα κέβραζαν. Αν και κατακάικα είνε έξοχα… Εκεί που πρέπει…

Έγινε για λίγη ώρα σιωπή από ομιλίες. Μόνο κάπου κάπου κάτι λέξεις ακούγονταν. Και όταν ο σωρός των φλουδιών των καστάνων εγέμισε μια πιατέλα, τότε του είπαν:

-Εμπρός την ιστορία σας τη Χριστουγεννιάτικη.

-Πρώτος ο κύριος Μερβέλης, είπε ο μεγάλος γυιός του Βασάρη.

-Πρώτος, πρώτος, έκανε αυτός γέρνοντας λίγο το κεφάλι στα πλάγια.

-Λοιπόν, άρχισε. Κι’ έχω ένα συνάχι απαίσιο…Λοιπόν εγώ τι να θυμηθώ; Δεν είμαι απ’ τα παιδιά πού έτρεχαν και τά ‘λεγαν. Που να μ’ αφήσουν οι γονείς μου. Αληθινά ήμουν φυλακισμένος! Σχολείο, σπίτι, περίπατο, εκκλησία, πάντα με συνοδεία! Ποτέ μόνος. Έτρωγα καλά όμως, γλυκά, θέατρο, παιχνίδια. Κι’ έτσι δε μού ‘καναν εντύπωση τα Χριστούγεννα άλλη, παρά που δε θα πήγαινα λίγες μέρες στο μαρτύριο, δηλαδή στο σχολείο. ‘Ετσι περνούσα ως που μιά μέρα άλλαξα. Έχασα τους γονείς μου…

-Θλιβερά, θλιβερά, έκανε η γυναίκα του πρώτη κι έπειτα όλοι οι άλλοι.

-Ο κύριος Μπερδόπουλος τώρα…,

-Εγώ, εγώ μα τι να πω; είπε αυτός κουνώντας το κεφάλι. Και σε μένα τα Χριστούγεννα περνούσαν έτσι χωρίς να το καταλάβω. Αλλά, αλλά… Εγώ δεν τα καταλάβαινα γιατί ήμουν από μικράκι πολύ, ορφανό από μαμά και πατέρα στα χέρια του θείου μου, ενός αδελφού του πατέρα μου. Είχε κατάστημα αποικιακών. Και τες μέρες μάλιστα αυτές δούλευα περισσότερο απ’ τις άλλες μέρες, κατακοβόμουνα…

-Ου, ου, έκανε η γυναίκα του θλιβερό γι’ αυτό, θλιβερό…

-Ναι, και θλιβερό, είπαν και οι άλλοι.

-Μα τί κανένα επεισόδιο κάτι Χριστουγεννιάτικο, ρώτησε η κυρία Βασάρη.

-Ο κύριος Βασαρης θα μας πεί είπε η κόρη του Μπερδόπουλου.

Ω, ω, τώρα προσκαλούν την εθνοφρουρά…

-Α, όχι ακόμα…

-Την εθνοφρουρά… Να πάρω μια καρέκλα και κάτι θα σας πω. Τώρα εύθυμο, ευχάριστο., δεν ξέρω πως θα σας φανή αλλ’ είνε Χριστουγεννιάτικο…

Και ο Βασάρης κάθησε και αφού έρριξε από το στόμα του ένα συννεφάκι καπνού στον αέρα, άρχισε:

-Είχα πολλά χρόνια, πολλά, είκοσι εικοσιπέντε, να θυμηθώ έναν παλιό μου φίλο του Δημοτικού σχολείου. Και σήμερα μού ήρθε στο νου, καθώς άκουγα μικρά παιδιά να λεν τα Χριστούγεννα.

Η μορφή του έχει σβύσει απ’ τη μνήμη μου όλος διόλου, δεν μπορώ να τον φέρω με το νου μου. Σα να τον βλέπω όμως να κάθεται κοντά μου δίπλα μου, στο ίδιο θρανίο και αριστερά μου. Βλέπω το χρώμα το σκούρο του ρούχου του, το λαιμό του, αλλά το πρόσωπό του σαν νάνε σβυσμένο να μην υπάρχει σα να το ‘χει φάει ο χρόνος!…

Ο Βασάρης σταμάτησε, έγειρε λίγο το κεφάλι με το χέρι πάνω από τα χείλια και με τα φρύδια σουφρωμένα.

Σιωπή, κανείς δε μίλησε. Αυτή σήκωσε το κεφάλι.

-Ναι, ναι έκανε. Λοιπόν, και σα ν’ ακούω τη λίγο τη φωνή του, να μου λέει:

-Ημείς δεν είμεθα πλούσιοι, μα περνούμε καλά.

Είτα παιδί ξυλουργού, και κεί στο σχολείον είχαμε πιάσει φιλία. Όταν πλησίαζαν τα Χριστούγεννα συμφωνήσαμε «να τα πούμε». Άλλοτε δεν είχαμε και οι δύο βγει να τα τραγουδήσουμε. Για τούτο με χαρά και συγκήνησι ετοιμαζόμαστε και τα περιμέναμε.

Εγώ είχα πάρει ένα τρίγωνο ατσαλένιο, κι αυτός ένα σουράβλι… Και είχα κατορθώσει να το μάθη καλούτσικα.

Πριν μια μέρα, η δύο από την παραμονή είχα ετοιμάση και κατάλογο σε ποιά σπίτια γνωστά της οικογένειάς μας θα πηγαίναμε. Και να μη είταν και μακρυά πολύ. Θα πηγαίναμε πρώτα σ’ αυτά και ύστερα στα ξένα. Πρώτα, πρώτα σ’ ένα γιατρό, Κατσίρης νομίζω λεγόταν, απέναντι σ’ έναν ειρηνοδίκη… δεν μπορώ να θυμηθώ τόνομά του.. σ’ έναν εμποροπλοίαρχο.. Και ήρθε η παραμονή!

Απ’ τα ξημερώματα είμουν στο πόδι. Που να κοιμηθώ καλά. Άστε τα παρακάλια πουκανα νάνε η μέρα καλή. Και είταν. Κρύο, αλλ’ ωραία μέρα.

Όταν ήρθε και η ώρα πήρα δρόμο για να βρώ το φίλο μου.

Καθόταν αυτός σε μια κοντινή γειτονιά της δικής μου και μισοτρέχοντας βρέθηκα σε λίγο έξω από το σπίτι του. Χτύπησα το τρίγωνο και βγήκε.

Κι αυτός το ίδιο είτανε απ’ τα ξημερώματα στο πόδι. Τραβήξαμε πρώτα για του γιατρού το σπίτι.

Μας έμπασαν στο διάδρομο. Κ’ είχαμε μια συγκήνησι σαν αν θέλαμε να πρωτοτραγουδήσουμε σε θέατρο, εμπρός σε κοινό μουσικό. Σιγά-σιγά όμως η φωνή μου, που έτρεμε, στερεώθηκε και γέμισε το σπίτι.

Μας έδωσαν ένα τάλληρο.

Φύγαμε όλο χαρά.

Σε άλλο σπίτι, έπειτα σε άλλο.

Εγώ είχα πάρει τέτοια φόρα, που σε ένα, στου εμποροπλοιάρχου νομίζω, άρχισα πριν αρχίσει το σουρβάλι. Και το σουρβάλι, έπειτα που να με φτάση σε κείνο το ύψος πούχα ανέβει.

Η φωνή μου, η καλλίτερα εγώ, πετούσα ψηλά σαν αετός, και το σουρβάλι φαινόταν να σούρνεται χάμω και να με ακολουθή σα φείδι.

-Μωρέ παιδί μου, μου είπε μια γυναίκα, συ μας πήρες τα φτιά!

-Τι μας πήρε τα φτιά είπε ο εμποροπλοίαρχος δεν βλέπεις που πάει να κρεπάρη!

-Κι έπειτα σε μας:

-Ελάτε πηγαίνετε στο τέλος, για να φάτε και κανένα γλυκό.

Από τα σπίτια τα γνωστά πήγαμε στα άγνωστα. Και οι δουλειές μας δεν πήγαιναν άσχημα. Και θάμαστε καταευχαριστημένοι, αν δεν μας χαλούσαν σ’ ένα σπίτι το κέφι μας.

Είχαμε μπη σε μια αυλή και τα λέγαμε, αλλά καθώς ζητούσαμε τραγουδιστά τον κόπον μας, σηκώνεται ένα γιαλί της γαλαρίας και μας έρχεται με το κατευθείαν ένα κοτσάνι να! Από λάχανο, κουνουπίδι και πάει και βρίσκει τον καϋμένο τον φίλο μου στο κεφάλι…

Καί μόλο αυτό το πάθημα, περιμέναμε πάλι με λαχτάρα νάρθουν τα Χριστούγεννα. Και ήρθαν.

Σαυτά είχα εφοδιαστεί καλλίτερα. Είχα ένα καλό τύμπανο, δώρο ενός θείου μου.

Λοιπόν την παραμονή πήρα το τύμπανό μου και πάγω να βρώ το φίλο μου. Χτυπώ το τύμπανο απ’ έξω, χτυπώ σα να γινόταν έφοδος. Κανείς δεν φάνη. Αναγκάστηκα να μπω στην αυλή να ρωτήσω. Καθόντουσαν κι’ άλλοι μέσα κει.

-Το Γιώργο, του μαραγκού το γιό; μου είπε μια γυναίκα. Αυτός είνε άρρωστος παιδί μου, έπεσε χτες το βράδυ…

Δεν τάπα τα Χριστούγεννα, δεν πήγα να τα πω μάλλα παιδιά. Έφυγα για το σπίτι. Το τύμπανό μου που τάραζε το σπίτι μας έπαψε να χτυπά, βουβάθηκε.

Όταν πέρασαν τα Χριστούγεννα και πήγα σχολείο, αυτός ο φίλος μου δεν ήρθε. Ούτε την άλλη μέρα. Κ’ ένα πρωί έμαθα πως είχε πεθάνει!

Ο Βασάρης σηκώθηκε. Είχε με την ανάμνηση αυτή συγκινηθεί. Οι άλλοι έμειναν χωρίς να μιλούν.

Ο Βασάρης πήγε στο διάδρομο κι άρχισε να περπατά πάνω κάτω.

-Κι αν ζούσε, είπε, τι θα βλεπε…

Και ο νους του πήγε στον καιρό κείνον τον περασμένο, που ο φίλος του πέθανε, και που όταν τον σκεπτότανε άλλοτε, τον έβλεπε να σβύνει μακρυά, να χάνεται σιγά-σιγά μέσα στο χάος των χρόνων. Αλλά να τώρα ξαφνικά, δεν τον είδε να χάνεται στο μάκρος τον είδε αρκετά κοντά του σα να τον είχε ακολουθήσει αόρατο (!) και να τον είχε πλησιάσει!

-Ω, τα χρόνια, είπε ταραγμένος, δεν είνε τίποτα, τίποτα!

Και εκείνη την στιγμή το ρολόγι το κρεμασμένο στον τοίχο, εσήμανε.

Σα νάκουσε όμως τώρα τους χτύπους του καλά. Και είδε, πως αυτοί δεν είταν πανηγυρικοί, όπως του φαίνονταν, αλλά πένθιμοι.

Εσήμαιναν τον θάνατο των ωρών.

Καμία δημοσίευση για προβολή