Οι στραγγαλιστές του Σταυρακάκη σε αλληλοσυγκρουόμενες αφηγήσεις

Όπου οι στραγγαλιστές του Σταυρακάκη κατά την διάρκεια της αναπαράστασης του εγκλήματος τα ρίχνουν ο ένας στον άλλον!

Οι στραγγαλιστές του Σταυρακάκη

Παρακολουθήστε σε συνέχειες την ιστορία του στραγγαλισμού του ατυχούς σοφέρ Σταυρακάκη

Οι στραγγαλιστές του Σταυρακάκη φτάνουν στην Ελευσίνα

Στην Ελευσίνα προστίθεται ακόμα ένα αυτοκίνητο επί του οποίου επιβαίνουν ο υποδιευθυντής Πειραιώς κύριος Βασιλόπουλος και ο διευθυντής της Ασφάλειας της γείτονως, κύριος Αναγνωστόπουλος.

Ο πληθυσμός της Ελευσίνας ολόκληρος είναι επί ποδός. Οι Ελευσινιώτες συν γυναιξί και τέκνοις -άγνωστο πως- πληροφορηθήκαν την κάθοδο της συνοδείας. Έχουν παραταχθεί στα δύο άκρα της κεντρικής οδού και ξεσπούν σε ακράτητες κραυγές  εναντίον των δύο κακούργων όταν αντιλαμβάνονται το αυτοκίνητο που τους μεταφέρει. Διατάσετε νέα ανάπτυξη ταχύτητας, αλλά οι Ελευσινιώτες, προετοιμασμένοι φαίνεται, ορμούν σε δύο εκεί κενά λεωφορεία και ένα τεράστιο φορτηγό και μετ΄ ολίγον γίνονται οπισθοφυλακή της όλης ακολουθίας. Έτσι όταν άρχισε η αναπαράσταση, άνω των πεντακοσίων ανθρώπων την παρακολούθησαν.

Πρώτη σημαντική διαφωνία    

 «Από δω και πέρα να δούμε τι έγινε…», λέει ο κύριος Κολοκούρης στον Νιτενιόγλου.

«Ως ότου να έρθει αυτός από της αρραβωνιαστικιάς του, εγώ κατέβηκα να ξεμουδιάσω. Κουβεντιάζαμε με τον Σταυρακάκη και όταν γύρισε αυτός εδώ, τότε εγώ κάθισα δίπλα στο τιμόνι.»

Ο Ξεφτέρης σπεύδει να διαμαρτυρηθεί. «Ψέματα λέει κύριε ανακριτά. Δεν το κούνησε καθόλου από εδώ μέσα. Ήταν στην ίδια θέση όπως και πριν.»

«Καλά -απαντά ο ανακριτής- προχώρα σοφέρ.»

Ξεκινάμε πάλι με ελαττωμένη ταχύτητα ενώ ο κύριος εισαγγελέας παρατηρεί πάλι στον Νιτενιόγλου: «Πρόσεξε τώρα να μας πεις πως έγινε το έγκλημα».

Ο Νιτενιόγλου είτε προσποιούμενος είτε όχι κοιτάζει δεξιά-αριστερά προσεκτικά και σε μια στιγμή, λίγα δεκάδες μέτρα προ του νεκροταφείου της Ελευσίνας λέει:

«Εδώ κύριε ανακριτά».

Οι στραγγαλιστές του Σταυρακάκη

Τα αυτοκίνητα σταματούν. Είμαστε στο 23ο χιλιόμετρο από την Αθήνα, σε ένα γραφικό τοπίο με καλλιεργημένους γύρω αγρούς και ελαιώνες. Ο Ξεφτέρης διαμαρτύρεται και οι δυο δικαστικοί κινούν το κεφάλι τους αμφιβάλλοντας. Θεωρούν ως απίθανο το σημείο για την εκτέλεση του εγκλήματος. Αλλά αφού ο Νιτενιόγλου επιμένει, τα αυτοκίνητα σταματούν και ο απαίσιος άνθρωπος αφηγείται:

«Εδώ πίσω καθόταν αυτός και εγώ δίπλα στον σοφέρ. Μια στιγμή είδα να πετάει την θηλιά και ο συγχωρεμένος να πνίγεται. Τότε άρπαξα το τιμόνι γιατί θα τουμπάραμε.»

Στο σημείο αυτό επενέβη -με θυμό αυτή τη φορά- ο Ξεφτέρης.

«Τι λες μωρέ Παρασκευά; Θέλεις σώνει και καλά με πάρεις στο λαιμό σου; Θυμήσου μωρέ ότι σε μπάλωνε η μάνα μου και σε τάιζε. Μην θέλει να με πάρεις στο λαιμό σου.»

«Άστα αυτά. Εγώ λέω την αλήθεια», απαντά ο Νιτενιόγλου.  

Ο ανακριτής για να τελειώσει την στιχομυθία ρωτάει: «Πως ξέρεις ότι ήσαστε εδώ;»

Ψέματα-ψέματα

Ο κακούργος σηκώνεται λίγο από την θέση του και με τα δυο δεμένα χέρια δείχνει προς το δεξιό μέρος της οδού.

«Το θυμάμαι καλά από αυτήν την ελιά που είναι απέναντι»

Πράγματι, υπάρχει μια ελιά απέναντι, απομονωμένη κάπως από τον γύρω ελαιώνα αλλά είναι τόσο απίθανο να την θυμάται κανείς τη νύχτα ώστε ο Νιτενιόγλου δεν πείθει κανέναν. Επειδή όμως επιμένει, ο κύριος Κολοκούρης αναγκάζεται να κατεβάσει από το αυτοκίνητο τον Ξεφτέρη και να του κάνει σύσταση.

«Για πρόσεξε καλά Ξεφτέρη. Για κοίτα μήπως έγινε εδώ. Εγώ δεν λέω πως το έκανες εσύ, αλλά μήπως το έκανε αυτός εδώ πέρα; Για θυμήσου!»

Ο Ξεφτέρης κάνει δυο βόλτες, κοιτάζει κι αυτός με την σειρά του προσεχτικά.

«Όχι, δεν είναι εδώ. Ήταν πολύ κάπου ακόμα. Εγώ τον ξέρω τον δρόμο αυτόν εδώ καλά. Έχω δουλέψει και ξέρω. Ύστερα εκεί που είμαστε ήταν κοντά ένα φυλάκιο.»

Κατόπιν αυτού ο ανακριτής με τον εισαγγελέα ξαναγυρίζουν στο αυτοκίνητο όπου ακίνητος μέσα με απλανές βλέμμα μένει ο Νιτενιόγλου για να τον ρωτήσουν.

«Εσύ επιμένεις;»

«Μα αφού θυμάμαι την ελιά, την θυμάμαι σαν σημάδι.»

Οι στραγγαλιστές του Σταυρακάκη

Διατάσσετε τότε νέα κίνηση ενώ ο Ξεφτέρης επαναλαμβάνει για χιλιοστή φορά.

«Αυτός τα έχει κάνει όλα κύριε Ανακριτά, αλλά μου είπε ότι δεν θα ανοίξει το στόμα του, παρά μόνο όταν τον σηκώσει ο πρόεδρος στο δικαστήριο.»

«Εγώ σου είπα τέτοιο πράγμα;» ρωτά επεμβαίνοντας ο Νιτενιόγλου. «Δεν ξέρεις τι λες. Αλλά εμένα δεν με μπαγλαρώνεις όπως φαντάζεσαι!»

«Μωρέ δεν μου είπες έτσι; Δεν μου είπες ότι εμείς μαζί θα πεθάνουμε τώρα; Έτσι ήταν γραμμένο αλλά μην επιμένεις να λες ότι εγώ πέταξα την θηλιά. Πες πως το έκανες εσύ και θα δεις και εγώ πως θα φερθώ.»

Στο αυτοκίνητο της εφημερίδας

Ταχύτατα κατόπι τα αυτοκίνητα ξεκινούν προς την Χλόκοβα. Γλιστρούν πάνω στην άσφαλτο και σκαρφαλώνουν πάνω στον δρόμο που σχηματίζει κορδέλες κάτω των οποίων χάνονται τα απόκρημνα και λάμπει η θάλασσα.

Στο αυτοκίνητο της εφημερίδας φιλοξενώ τον υπομοίραρχο της υπηρεσίας Σημάνσεως κύριο Αντωνόπουλο. Είναι ένας εκ των πρώτων που κατέφθασαν όταν ανευρέθη το πτώμα στις 9 Ιανουαρίου 1932 στην ακτή του Μεγάλου Πεύκου. Μου εξηγεί τις σκέψεις του με τις οποίες  άλλωστε συμφώνησε και κύριος Κολοκούρης.

«Αν το έγκλημα έγινε έξω από το νεκροταφείο της Ελευσίνας δεν υπήρχε λόγος οι δράστες να διατρέξουν τόση απόσταση για να ρίξουν το πτώμα εκεί που το έριξαν. Θα μπορούσαν το ρίξουν εδώ από το ύψος αυτό που είναι πιο έρημα και οι πιθανότητες να μην ανευρεθεί περισσότερες. Θα μπορούσαν ακόμα να του δέσουν κάποια πέτρα στον λαιμό, και να γυρίσουν πιο γρήγορα στην Ελευσίνα.»

Εντωμεταξύ και ενώ γίνεται η συζήτηση αυτή φτάνουμε στο 27ο χιλιόμετρο. Βρισκόμαστε εκατό μέτρα από την θάλασσα και άλλα τόσα περίπου δεξιά ενός σιδηροδρομικού φυλακίου. Τα αυτοκίνητα σταματούν και ο Ξεφτέρης κατέρχεται πάλι με τους δικαστικούς, κοιτάζει δεξιά-αριστερά και αιφνιδίως λέει:

«Εδώ είναι!»

«Δεν είναι εδώ. Είναι εκεί που είπα εγώ» απαντά ο Νιτενιόγλου.

«Διανύσατε τρία χιλιόμετρα Ξεφτέρη; Ρωτάει ο εισαγγελέας, από τότε που έγινε το έγκλημα;

«Όχι»

«Εμ, τότε;»

Ο Ξεφτέρης κοιτάζει πάλι προσεχτικά και αποφαίνεται κατηγορηματικά προς μια στιγμή:

«Πραγματικά όχι, δεν είναι».

Νέα εκκίνηση και περνούμε και αυτό το 30ο χιλιόμετρο με οδηγό τον κύριο Αντωνόπουλο ο οποίος γνωρίζει το σημείο ανευρέσεως του πτώματος του τραγικού Σταυρακάκη. Σταματάμε στο μέσο περίπου του 31ου -32ου χιλιομέτρου.

Στον τόπο του εγκλήματος

Εδώ βάση όλων των ενδείξεων, διεπράχθη μέσα στην σιωπή της παγερής νύχτας το αποτρόπαιο έγκλημα. Ο διπλανός δρόμος τον οποίο ακολούθησε το μοιραίο αυτοκίνητο είχε δεξιά πυκνοφυτεμένους λοφίσκους κάτω από τους οποίους περνά η σιδηροδρομική γραμμή των ΣΠΑΠ*. Λίγες δεκάδες μέτρα χωμένο μέσα σε μια βραχώδη χοάνη, βρίσκεται το 18ο σιδηροδρομικό φυλάκιο. Σε 32 βήματα απόσταση, κατά την μέτρηση που έκανε -διαταχθείς επί τούτου- ο υπαστυνόμος Τζώρας, φλοισβίζει γαλάζια η κορδέλα του Σαρωνικού την οποία σχηματίζει η αντικρινή εξοχή της Σαλαμίνας με κορώνα το μοναστήρι της Φανερωμένης και η ελαιόφυτος ακτή της Νέας Περάμου. Είναι ένας τόπος, με δυο λέξεις, για την απόλυση των ψυχών και έγινε για τους κακούργους τόπος τρικυμιώδους σαδισμού.

Οι στραγγαλιστές του Σταυρακάκη

Εδώ λοιπόν όλοι οι επιβάτες της ατελεύτητου σειράς κατέρχονται. Ανακριτής και εισαγγελέας ανταλλάσουν βλέμματα με τους αστυνομικούς κύριους Σαμπάνη και Έβερτ. Συμφωνούν σιωπηλώς, επί τη βάση των δεδομένων που έχουν εκ των μακρών ανακρίσεων, ότι αναμφισβήτητα εδώ είναι ο τόπος το εγκλήματος. Και σιωπηλά συμφωνώντας ακόμα προσπαθούν να αντιληφθούν την ψυχολογική κατάσταση των δυο κακούργων.

Αλλά όλοι γύρω, δημοσιογράφοι, αστυνομικοί και περίεργοι, το ίδιο πράγμα προσπαθούν να αντιληφθούν. Κανείς δεν ξεκολλά τα μάτια από πάνω τους. Έχει κατέβει πρώτος ο Ξεφτέρης. Με την παραπλάνηση που του έχουν σκαρώσει οι αστυνομικοί ότι αν είναι ομιλητικός βελτιώνει την θέση του, δεν χάνει καθόλου το θάρρος του. Αντιθέτως είναι φιλομειδιέστατος. Οπωσδήποτε  θρασύτατος, χειρονομώντας και μειδιώντας χωρίς να δείχνει κανένα ίχνος τύψης παρότι βρίσκεται στο μέρος του κακουργήματος.

Η ίδια περίπου ψυχολογική κατάσταση και από μέρους του Νιτενιόγλου. Ο ληστοδίαιτος αυτός νεαρός μάλλον χουζουρεύει μέσα στο αυτοκίνητο ή διασκεδάζει με όλη αυτή την θεαματική συγκέντρωση παρά την παίρνει στα σοβαρά. Δεν είναι βέβαια φιλομειδής ή φλύαρος όπως ο σύντροφος του. Έχει όμως σοβαρότητα αντάξια του ρόλου που έπαιξε  και απαντά με λίγα πάντοτε λόγια. Καμιά όμως ταραχή και κανένα σημείο ψυχικού κλονισμού ούτε επειδή βρίσκεται στο τόπο της θηριωδίας ούτε για όσα του αποδίδει ο φλύαρος συνεργάτης του. Που και πού μόνο ρίχνει άγρια βλέμματα κάτω από το γείσο της τραγιάσκας του την οποία έχει χωμένη ως τα αυτιά.

Η αφήγηση    

Ο Ξεφτέρης οδηγεί τους δικαστικούς και κατά συνέπεια όλη την πομπή στο μέσο του δρόμου. Λίγα μέτρα δεξιά του φυλακίου και λέει:

«Όταν εγώ γύρισα από την αρραβωνιαστικιά μου, ο Νιτενιόγλου είπε στο σοφέρ να τραβήξει προς τα εδώ. Θα πάμε στα Μέγαρα για κρασί του είπε. Εγώ καθώς ερχόμασταν προς τα εδώ τον ρώτησα.

«Τι θα γίνει με την πληρωμή του σοφέρ;»

Τότε μου είπε αρβανίτικα: «Ντοτελιάνι (θα τον καθαρίσω)»

«Γιεμίρ» του είπα εγώ.

«Καλά-καλά αυτά τα ξέρουμε -διέκοψε ο ανακριτής. Όταν βρισκόσασταν εδώ τι έγινε;»

«Επέμενε ότι θα τον καθαρίσει. Τότε εγώ του είπα θα κατέβω γιατί δεν μπορούσα να είμαι παρόν σε τέτοια πράγματα. Βηματίζοντας προς τα δεξιά όπου υψούνται οι λοφίσκοι κατέβηκα και τράβηξα προς τα πάνω»

«Από ποια πόρτα»

«Από την δεξιά. Δεν είχα κατέβει και με τα δυο μου πόδια στην γη όταν άκουσα μια κραυγή πνιγμένου ανθρώπου»

«Τι εννοείς κραυγή πνιγμένου ανθρώπου;» ρωτάει ο Κολοκούρης.

«Να έτσι» και για να δείξει πως αντιλήφθητε το ρόγχο του στραγγαλισμένου θύματος μουγκρίζει και προσθέτει: «Έτσι, σαν βόδι.»

Ο Νιτενιόγλου τον κοιτάζει βλοσυρός ενώ αυτός συνεχίζει να αφηγείται με την ίδια απάθεια.

Οι στραγγαλιστές του Σταυρακάκη

«Γύρισα και είδα τον Παύλο που είχε περάσει την θηλιά στον λαιμό του Σταυρακάκη και την τραβούσε προς τα πίσω. Του την πέρασε πολλές φορές στον λαιμό και τον έπνιξε. Εγώ τρόμαξα τότε και του είπα:

“Έπνιξες τον άνθρωπο μωρέ; Τι έκανες;”

“Σώπα βλάκα -μου είπε- πλησίασε. Τελείωσε. Δεν σου κάνει τίποτα”.

Πλησίασα και μου είπε να τον βοηθήσω. Τον άκουσα και τον βοήθησα, τι να κάνω; Τρέμοντας έπιασα το πτώμα και το βάλαμε στην θέση των επιβατών. Τα πόδια του Σταυρακάκη ήταν τεντωμένα και με δυσκολία καταφέραμε να κλείσουμε την πόρτα του αυτοκινήτου. Τότε κάθισα πάλι μέσα προς την δεξιά πόρτα και ο Παύλος στο τιμόνι. Βάλαμε μπρος την μηχανή και το αυτοκίνητο έκανε στροφή προς τον ελαιώνα αριστερά και πήγαμε προς την θάλασσα. Προχωρήσαμε ως εκεί που είναι το υψωματάκι και πάλι σταματήσαμε.»

Μετά τον στραγγαλισμό

Στο σημείο αυτό ο εισαγγελέας διατάζει να κατέλθει του αυτοκινήτου και ο Νιτενιόγλου. Ο κακούργος κατέρχεται κοιτάζοντας γύρω τον κόσμο και όταν φτάνει ενώπιων των δικαστών λέει:

«Ρωτήστε με.»

«Εσύ δεν έχεις να πεις τίποτα;»

«Αφού πιστεύετε όλο αυτόν τι να πω εγώ;»

Ο Ξεφτέρης εκρήγνυται.

«Μίλα μωρά Παύλο. Εκεί πέρα δεν τον έπνιξες τον σοφέρ και εδώ δεν στρίψαμε μέσα στα χωράφια;»

«Όχι. Εκεί που είπα εγώ έγινε με εσένα»

Ο εισαγγελέας τον ρωτάει:

«Πως έγινε λοιπόν Παύλο;»

«Αφού έφτασε το αυτοκίνητο εδώ στο ύψωμα σταματήσαμε. Κατεβήκαμε και οι δύο και τον σύραμε στην αμμουδιά. Εκεί που είναι οι δυο πέτρες.»

«Από ποια πόρτα κατέβηκε ο Ξεφτέρης;»

«Από την δεξιά»

Νέα διαμαρτυρία του Ξεφτέρη. «Ψέματα λέει κύριε ανακριτά. Δεν μπορούσα να κατέβω από εκεί γιατί ήταν ακουμπισμένες οι πλάτες συγχωρεμένου. Κατέβηκα αριστερά που ήταν τα πόδια.»

«Και θα τον πείραζε τον σκοτωμένο αν περνούσες από το κεφάλι του; Είσαι βλέπεις τόσο πονόψυχος όπως και την ώρα που πέταξες την θηλιά.»

«Που τον ψάξατε;» ρωτάει ο κύριος Σαμπάνης.

«Εδώ χάμου στην αμμουδιά τον έψαξε αυτός, απαντάει ο Ξεφτέρης. Εγώ ήμουν μέσα στο αυτοκίνητο εκεί στην ελιά και κοιτούσα. Μάλιστα θυμάμαι πως τα πόδια του ήταν φρακαρισμένα και ο Νιτενιόγλου δεν μπορούσε να τα κουμαντάρει για να τα πετάξει.»

«Παύλο εσύ τον έψαξες;» ρωτάει ο Σαμπάνης.

Ο κακούργος χαμηλώνει τα μάτια, συγκατανεύει για να προσθέσει κατόπιν.

«Ήταν κι αυτός όμως εδώ και έπιασε από τα πόδια και εγώ από το κεφάλι για να τον πετάξουμε στην θάλασσα.»

«Ψέματα. Του έδωσες μια κλοτσιά για να μπει βαθύτερα στο πέλαγος.»

«Αρκεί!», διέκοψε ο Κολοκούρης. «Λοιπόν παιδιά θα μιλήστε ειλικρινώς να βελτιώσετε την θέση σας;»

 «Κύριε ανακριτά -απαντά πρώτος ο Ξεφτέρης- εγώ σας είπα όλη την αλήθεια. Δεν είμαι εγκληματίας. Ούτε να το σκεφτώ δεν μπορώ πως έμπλεξα. Θα τον μαρτυρούσα αν δεν τον είχα βοηθήσει να βάλουμε το πτώμα από το τιμόνι στο αυτοκίνητο. Θα τον είχα καταγγείλει από την πρώτη στιγμή. Και το πρωί όπως σας είπα μου είπε να μην τον διαψεύδω και θα πει την αλήθεια στο δικαστήριο»

«Όλα αυτά είναι παραμύθια από εκείνα που ξέρει να λέει -διακόπτει ο Νιτενιόγλου. Αυτός τον έπνιξε και σήμερα το πρωί με όρκισε στο γάλα της μάνας μου να πω ότι τράβηξα εγώ το σκοινί. Και εγώ του απάντησα ότι δεν πιστεύω να θέλει να τουφεκισθώ εγώ για χατίρι του.»

Η επιστροφή

Ο κύριος Κολοκούρης διατάζει επιστροφή. Αφήνουμε τον τόπο του εγκλήματος ολοταχώς για την Αθήνα ενώ το ψιλό χιονόνερο κάνει τα τζάμια των αυτοκινήτων να φαίνονται δακρυσμένα και πίσω μας ακούγονται οι κατάρες και οι κραυγές των χωρικών. Θρήνος της φύσης και αγανάκτηση των ανθρώπων που το γραφικό τοπίο συνδέθηκε με τόση απίστευτη τραγωδία.

Στις 1.30μμ βρισκόταν πάλι στα κελιά τους ύστερα από τον δίωρο περίπατο τους στο τόπο του εγκλήματος. Αυτός θα είναι και ο προτελευταίος τους. Μια μέρα εντός του επόμενου μήνα θα τον επιχειρήσουν για τελευταία φορά με μια φριχτή καταδικαστική απόφαση και εκεί ύστερα από έναν ομαδικό τουφεκισμό και ένα σύννεφο θαμπού καπνού θα πέσουν νεκροί στο ίδιο μέρος που ο ατυχής Σταυρακάκης στραγγαλίστηκε.

Μ. Γοργός

Τρίτη 19 Ιανουαρίου 1932

*Οι Σιδηρόδρομοι Πειραιώς – Αθηνών – Πελοποννήσου ή Σ.Π.Α.Π. ήταν ελληνική σιδηροδρομική εταιρεία που ιδρύθηκε το 1882 και διαχειριζόταν τη μετρικού εύρους (1.000 χιλιοστά) σιδηροδρομική γραμμή Πειραιά – Πάτρας, συνδέοντας τον Πειραιά και την Αθήνα με την Πελοπόννησο. Η εταιρεία κρατικοποιήθηκε το 1954 και απορροφήθηκε από τους Σιδηροδρόμους Ελληνικού Κράτους το 1962.

(Τέλος δεύτερου μέρους. Παρακολουθήστε την ιστορία του στραγγαλισμού του ατυχούς σοφέρ Σταυρακάκη)

Παρακολουθήστε τα ρεπορτάζ του Μ. Γοργού μέσα από το ηλεκτρονικό περιοδικό του red n’ noir

Καμία δημοσίευση για προβολή