Θανατηφόροι συνδυασμοί -Α’

Το πρώτο από τα τρία μέρη της ιστορίας από την στήλη «Ματωμένη γωνία»: «Θανατηφόροι συνδυασμοί»

Θανατηφόροι συνδυασμοί Α

Θανατηφόροι συνδυασμοί σε ατομική προπόνηση

Ήταν από τις ελάχιστες εκείνες ημέρες που είχε λίγο χρόνο για τον εαυτό του. Η μοναδική ενασχόληση που του προσέφερε πια μια κάποια ευχαρίστηση ήταν η ατομική προπόνηση πυγμαχίας. Σε αυτό είχε σταθεί τυχερός διότι ο Γκόργκι, ένας Γεωργιανός πρώην πυγμάχος, του είχε δώσει τα κλειδιά του γυμναστηρίου για να μπορεί να πηγαίνει όποτε είχε χρόνο για να ξεμουδιάζει. Δεν άντεχε να βλέπει καυλωμένα πιτσιρίκια να χτυπάνε με μανία τον σάκο χωρίς καμία τεχνική, ήξερε πως κανένα από αυτά δεν είχε πραγματικά πονέσει. Αν δεν ματώσεις στην ζωή αποκλείεται να καταφέρεις να γίνεις καλός πυγμάχος του έλεγε ο Γκόργκι τότε που δούλευαν μαζί στην πόρτα ενός παραλιακού κέντρου νυχτερινής διασκεδάσεως.

Μια μυρωδιά ξεθυμασμένου ιδρώτα

Διέσχισε βιαστικά τη Δοϊράνης, ο καιρός ήταν μουντός και η ατμόσφαιρα είχε βαρύνει από ένα αίσθημα αποπνικτικής υγρασίας. Φορούσε την κουκούλα και προσπερνούσε αδιάφορα τους περαστικούς. Έπειτα από τρία λεπτά έβγαλε από την τσέπη του το κλειδί του γυμναστηρίου. Κατέβηκε τα δυο μικρά σκαλοπάτια της εισόδου και άνοιξε την πόρτα, την οποία έκλεισε γρήγορα-γρήγορα μη τυχόν και τον δει κανείς από τους υπόλοιπους και θελήσει να κάνει προπόνηση μαζί του. Οι κουρτίνες ευτυχώς ήταν ερμητικά κλειστές, ο χώρος δεν αεριζόταν επαρκώς, μια μυρωδιά ξεθυμασμένου ιδρώτα και καμένου πλαστικού του τρύπησε τη μύτη.

«Ας είναι -σκέφτηκε- τουλάχιστον για δυο ώρες θα έχω την ησυχία μου». Απίθωσε την τσάντα του στο taraflex και με προσεκτικές κινήσεις έβγαλε τα μπαντάζ. Με απόλυτη προσήλωση και προσοχή άρχισε να τυλίγει το καθένα από αυτά ανάμεσα στα δάχτυλα του. Δεν υπήρχαν πια περιθώρια για τα κόκκαλα των χεριών του. Ο επόμενος τραυματισμός θα του στερούσε για το υπόλοιπο της ζωής του την μοναδική του ψυχαγωγία.

Σαν το μοναδικό στραβοπάτημα ενός τέλειου βαλς

Όταν τελείωσε με το δέσιμο των μπαντάζ έβγαλε από την θήκη τους δυο ολόμαυρα γάντια. Με εκείνα είχε δώσει τον τελευταίο του επίσημο αγώνα, αρκετά χρόνια πριν, όταν με δυσκολία τοποθέτησε και το αριστερό γάντι πήρε θέση μπροστά από το σάκο. Ξεκίνησε με έναν μάλλον χαλαρό συνδυασμό χτυπημάτων συνέχισε με μερικές αποφυγές γύρω από τον σάκο. Έμοιαζε σα χορευτής επάνω στη σάλα, κι ενώ εκείνος σιχαινόταν το χορό, τα πόδια του εκτελούσαν μια καλοσχεδιασμένη χορογραφία, η ζωή του ήταν σαν το μοναδικό στραβοπάτημα ενός τέλειου βαλς, μια φορά χόρεψε στη ζωή του. Στο γάμο του.

«Πέτα σαν πεταλούδα, τσίμπα σαν μέλισσα»

Ακούμπησε τα χέρια του στην μέση της και σε γρήγορο ρυθμό άρχισαν να περιστρέφονται κυκλικά. Προσπαθούσε να ελέγξει την ανάσα του, μετά από κάθε αποφυγή εξαπέλυε μεσαίας έντασης συνδυασμούς  χτυπημάτων επάνω στον σάκο, ο ήχος από την επαφή που άφηνε η γροθιά του επάνω στο δέρμα ήταν στιγμιαίος και διαπεραστικός.

«Πέτα σαν πεταλούδα, τσίμπα σαν μέλισσα» έγραφε μια αφίσα στον τοίχο του γυμναστηρίου.

Η Βίλλη

Την ένταση των στιγμών διέκοψε ο ήχος του κινητού τηλεφώνου που χτυπούσε κάπου στο βάθος της αίθουσας. Να πάρει! Είχε ξεχάσει να το απενεργοποιήσει. Στην αρχή σκέφτηκε να το αγνοήσει, όμως υπήρχε μεγάλη περίπτωση να είναι κάποιος από τις δυο δουλειές που έκανε ταυτόχρονα τους τελευταίους εννέα μήνες. Έβγαλε τα γάντια και περπάτησε βιαστικά προς την τσάντα του, στην οθόνη του κινητού αναβόσβηνε το όνομα «Βίλλη».

Έμεινε ταραγμένος για μερικά δευτερόλεπτα να κοιτάζει την οθόνη κι ενώ οι παλμοί θα έπρεπε να αρχίσουν να πέφτουν εκείνοι εκτινάχθηκαν στα ύψη. Η Βίλλη ήταν η πρώην γυναίκα του. Τυπικά ήταν ακόμη παντρεμένοι, ουσιαστικά τον είχε εγκαταλείψει πριν ένα χρόνο και δεν είχε κάποιο νέο της. Εκτός από πρώην γυναίκα του, ήταν ο μεγαλύτερος του έρωτας, η καψούρα του και όλοι εκείνοι οι επιθετικοί προσδιορισμοί που συνοδεύουν τις ραγισμένες καρδιές.

Είχαν γνωριστεί μερικά χρόνια νωρίτερα. Εκείνη ήταν η φανταχτερή barwoman που έκανε τους πάντες να περιστρέφονται γύρω της, αυτός ο σκληρός πορτιέρης με το θανατηφόρο αριστερό κροσέ. Με την πρώτη ματιά απόλυτα αταίριαστοι. Εκείνη ήθελε μια νυχτερινή δουλειά απλά για να ολοκληρώσει τις σπουδές της. Ήταν νέα και όμορφη. Μετανάστρια τρίτης γενιάς που αναζητούσε μια καλύτερη ζωή στο εδώ και το τώρα. Εκείνος άφηνε σιγά-σιγά πίσω του την πρώτη νιότη, πρώην πυγμάχος που είχε εμπλακεί ήδη σε πολλές παράξενες νυχτερινές υποθέσεις.

Θανατηφόροι συνδυασμοί

Κάθε βράδυ της άνοιγε την πόρτα για να εισέλθει στο «βασίλειο» της μπάρας και κάθε ξημέρωμα της καλούσε ταξί να την μεταφέρει με ασφάλεια και σιγουριά στο φοιτητικό της διαμέρισμα. Σημείωνε στο μυαλό του την πινακίδα του αμαξιού και με ένα άγριο βλέμμα προειδοποιούσε τον ταξιτζή πως σε πιθανή του μαλακία την είχε γαμήσει! Εκείνη γοητευόταν σταδιακά από το πόσο προστατευτικός και διακριτικός ήταν. Ένα ξημέρωμα τον προέτρεψε να την γυρίσει εκείνος στο σπίτι με την μηχανή του. Η προτροπή μετατράπηκε σε πρόσκληση να εισέλθει εντός του διαμερίσματος και στη συνέχεια εντός του σώματος της.

«Έχω μπλέξει άσχημα, πρέπει να βρεθούμε»

Σήκωσε το τηλέφωνο και προσπάθησε να μιλήσει τυπικά και δήθεν αδιάφορα. Ποιος είναι ρώτησε, θέλοντας να δείξει πως δεν είχε κρατήσει τον αριθμό της. «Η Βίλλυ είμαι» είπε με τρεμάμενη φωνή η νεαρή κοπέλα. Εκείνος ένιωσε τα γόνατα του να κόβονται. Γιατί κλαίς την ρώτησε. «Έχω μπλέξει άσχημα, πρέπει να βρεθούμε» του απάντησε εκείνη. Όλες οι πρόβες για αδιάφορη στάση είχαν πάει κατά διαόλου σε μόλις ένα δευτερόλεπτο. Η επιρροή που του ασκούσε αυτή η γυναίκα ήταν κάτι που δεν χωρούσε στο διηνεκές του χρόνου. «Στο γνωστό σημείο;» την ρώτησε εκείνος. Για να λάβει μια κοφτή καταφατική απάντηση.

Όταν έκλεισε το τηλέφωνο προσπάθησε να επιστρέψει στην προπόνηση του. Μάταια. Το μυαλό του στριφογύριζε δαιμονισμένα και γεννούσε συνεχώς νέα ερωτήματα. Προσπάθησε μια τελευταία φορά να εξαπολύσει έναν συνδυασμό χτυπημάτων στον σάκο όταν συνειδητοποίησε πως απλώς εκτονωνόταν σαν καυλωμένος πιτσιρικάς που μόλις είδε τον Ρόκυ.

Ένα Τζόνι Κόκκινο

Πέταξε τα γάντια όπως-όπως στο σακίδιο του, σκούπισε με μια πετσέτα τον ιδρώτα του προσώπου του και κλείδωσε την εξώπορτα του γυμναστηρίου. Άρχισε να περπατά χαμένος στις σκέψεις του. Σε μια Αθήνα που ήταν μόνιμα αποσυντονισμένη. Έφτασε σε ένα καφενείο στο Κουκάκι. Ήταν δυο το μεσημέρι. Ένα Τζόνι Κόκκινο έγνεψε στο γκαρσόνι. Ο νεαρός δεν ξαφνιάστηκε. Αρκετοί θαμώνες του καταστήματος προσπαθούσαν να βρουν απαντήσεις στις θάλασσες του αλκοόλ από τις μεσημεριανές ώρες. Η πείρα του, του έλεγε πως τις περισσότερες φορές όχι απλά δεν έβρισκαν απαντήσεις αλλά κολυμπούσαν μετά από κάποια ώρα κι εκείνοι στη φουρτουνιασμένη θάλασσα των παραισθήσεων. Είχε πέσει μέσα και εκείνο το μεσημέρι.

Ο Σον έκανε μερικές επαναλήψεις του πρώτου γύρου και μετά από μισή ώρα τα μάτια του είχαν αποκτήσει εκείνη την θολούρα του χασίματος. Aπό τον «ερυθρό περιπατητή» μεταφέρθηκε νοερά στην κόκκινη γωνία. Επέστρεψε στην εποχή του ρινγκ. Περπάτησε με το βηματισμό του συντονισμένο, τα χέρια του κάλυπταν το σαγόνι και τα πλευρά, το δεξί του ντιρέκτ ζάλιζε και το αριστερό σκότωνε, η καρδιά του παλλόταν σαν τρελή, όλοι οι προβολείς ήταν στραμμένοι επάνω του. Νιάτα, ταλέντο, φήμη, χρήμα. Όλα συνηγορούσαν πως θα έχει μια επιτυχημένη ζωή. Και τώρα…

Διαβάστε το δεύτερο μέρος εδώ: Θανατηφόροι συνδυασμοί

Διαβάστε ιστορίες από την ματωμένη γωνιά: εδώ

Καμία δημοσίευση για προβολή