Θανατηφόροι συνδυασμοί -Β’

Το δεύτερο από τα τρία μέρη της ιστορίας από την στήλη «Ματωμένη γωνία»: «Θανατηφόροι συνδυασμοί»

Θανατηφόροι συνδυασμοί -Β'

Θανατηφόροι συνδυασμοί, αλκοόλ και αδρεναλίνη

Όταν κατάφερε να συνέλθει η ώρα ήταν πια εφτά, σε μια ώρα από τώρα είχε ραντεβού με εκείνη. Κάθε σκέψη για καλλωπισμό είχε πάει περίπατο ενώ θα καθιστούσε επιτυχία αν κατάφερνε να μην βρωμάει αλκοόλ στην συνάντηση.

«Και γιατί να πρέπει να κάνω καλή εντύπωση;» αναρωτήθηκε. «Εκείνη με θυμήθηκε ύστερα από τόσο καιρό».

Η αδιαφορία που προσπάθησε στιγμιαία να χτίσει γκρεμίστηκε το επόμενο δευτερόλεπτο. «Που να έμπλεξε;» σκέφτηκε καθώς επιβιβαζόταν σε ένα αστικό λεωφορείο της κακιάς ώρας. Μια παρέα πιτσιρικάδων τον κοίταξε με δέος, δυο αλλοδαποί έμειναν σαστισμένοι παρατηρώντας τον με ένα βλέμμα υφέρποντος φόβου. Η εξωτερική του εμφάνιση ταίριαζε σε νεοναζί. Μια ηλικιωμένη τον παρατήρησε μάλλον υποτιμητικά. Κουβαλούσε τα πολλαπλά είδωλα της εμφάνισης σε κάθε του βήμα.

Αδιαφόρησε για τους πάντες. Έσυρε τα βήματα του ως τις θέσεις της γαλαρίας και κούρνιασε δίπλα από το αριστερό παράθυρο. Δεν μπορούσε να κάνει καμία πρόβα για τον διάλογο που θα ακολουθούσε. Είχε πιει αρκετά και ακόμη ένιωθε άγχος. Η αδρεναλίνη έκανε βόλτες στα κύτταρα του, τον προετοίμαζε ο οργανισμός του για μια ακόμη μάχη. Στον τερματικό σταθμό κατέβηκε, είδε την παρέα των μεταναστών να απομακρύνεται βιαστικά από το λεωφορείο, εκείνος κατευθύνθηκε προς τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου.

Είχε πέντε λεπτά περπάτημα μέχρι να φτάσει στο καφέ-μπαρ που είχαν δώσει ραντεβού. Ασυναίσθητα άνοιξε το βήμα του. Ήθελε να ζήσει την μεγάλη του στιγμή. Να την ξαναδεί, να μυρίσει το άρωμα που ανέβλυζε πάντα γοητευτικό από το δέρμα της, να κοιτάξει τα μάτια της.

Θανατηφόροι συνδυασμοί και γλυκανάλατες ρομαντικές μαλακίες

Όσο σκεφτόταν γλυκανάλατες ρομαντικές μαλακίες τόσο πιο γρήγορα βάδιζε. Και τώρα είχε φτάσει στην είσοδο του καταστήματος, εκείνη φορούσε να μακρύ κόκκινο παλτό, είχε βάψει τα μαλλιά της σε μια απόχρωση του ξανθού και ρουφούσε αγχωμένη την κάφτρα από το τσιγάρο της. Σκέφτηκε πόσο αξιολύπητος θα έμοιαζε στα μάτια της. Αχ αυτά τα γαμημένα τα μάτια της! Ο καθρέφτης μιας ολόκληρης ζωής που δεν ήρθε ποτέ. Για την ακρίβεια ήρθε μα τον προσπέρασε.

Μπήκε μέσα διακριτικά και κάθισε δίπλα της. Μια στιγμή αμοιβαίας αμηχανίας έδωσε τον απαραίτητο χρόνο να προετοιμαστούν. Εκείνη του είπε: «Έκανα χοντρή μαλακία». Εκείνος της απάντησε: «Ειδικότητα μου». Αυτή του η συγκατάβαση στην καταστροφή ήταν κάτι που πάντα την γοήτευε και αυτό δεν είχε αλλάξει.

Ξέσπασε σε λυγμούς. Ίσως ήταν η πρώτη φορά που την έβλεπε να κλαίει. Δεν ήξερε πως να αντιδράσει. Άπλωσε το χέρι του σε μια μάλλον αδέξια προσπάθεια να την αγκαλιάσει. Δεν ήταν ιδιαίτερα εκδηλωτικός σε δημόσιους χώρους. Εκείνη όμως η στιγμή κουβαλούσε τον συμπυκνωμένο χρόνο της απουσίας τόσων μηνών.

Το ταμείο είχε ήδη έντεκα χιλιάρικα…

Η Βίλλη ξεκίνησε χωρίς προλόγους και περιστροφές: «Για μήνες σχεδίαζα να πάρω την είσπραξη του κεντρικού μπαρ στο κωλομάγαζο που αποκαλούν κλαμπ. Σιχάθηκα να προσπαθούν να μου βάλουν χέρι στις τουαλέτες νεόπλουτοι κοκάκηδες, σιχάθηκα να ακούω κάθε νύχτα τα χοντροκομμένα αστεία τους και να χαμογελάω συγκαταβατικά. Πιο πολύ απ’ όλα σιχάθηκα εμένα! Δεν άντεχα άλλο αυτή τη ζωή. Είχα έτοιμες δυο βαλίτσες να με περιμένουν στη γκαρσονιέρα μου. Δεν ήθελα να πάρω τίποτε άλλο μαζί μου. Ήταν ένας τρόπος να απελευθερωθώ από το παρελθόν, έτσι το έβλεπα. Πες το αφέλεια, πες το προστασία δεν με ενδιαφέρει.

Εκείνη την Παρασκευή κατάλαβα πως είχε φτάσει η ώρα. Έκανα την προτελευταία καταμέτρηση στις τρεις τα ξημερώματα. Το ταμείο είχε ήδη έντεκα χιλιάρικα. Σε ένα τέταρτο θα εμφανιζόταν ο «Στεγνός» για να πάρει την είσπραξη και να την μεταφέρει στο εσωτερικό δωμάτιο του Αφεντικού.

Γύρισα σπίτι και άρπαξα τις δυο βαλίτσες…

Εκείνη ήταν η απόλυτη ευκαιρία, όταν η μπάρα άδειασε αποφάσισα να ανοίξω το ταμείο, ήξερα πως εκείνη τη στιγμή το Αφεντικό είχε καλέσει μια χορεύτρια στο δωμάτιο για να χαλαρώσει και το μυαλό του δεν θα ήταν στην κάμερα, τοποθέτησα μια άδεια σκουπιδοσακούλα ακριβώς δίπλα σε εκείνη με τα άδεια μπουκάλια.

Πέταξα μέσα όσα περισσότερα χαρτονομίσματα έπιασα. Την έπιασα και κατευθύνθηκα προς την πλαϊνή έξοδο, δυο φουσκωτοί προσφέρθηκαν να με βοηθήσουν, τους είπα πως είχα ζαλιστεί και ήθελα να με χτυπήσει λίγο ο αέρας ως την γωνία που ήταν τοποθετημένοι οι κάδοι απορριμμάτων. Είχα αφήσει την Έρικα στο πόδι μου, ήξερα πως έχω περίπου πέντε λεπτά μέχρι εκείνη να συνειδητοποιήσει πως το ταμείο είναι άδειο και να σημάνει συναγερμός. Όπως ήμουν προκλητικά ντυμένη δεν δυσκολεύτηκα να βρω ταξί. Γύρισα σπίτι και άρπαξα τις δυο βαλίτσες. Από την προηγούμενη Παρασκευή μέχρι και σήμερα ανά δυο ημέρες αλλάζω το ένα ξενοδοχείο ημιπαραμονής μετά το άλλο αλλά ξέρω πως έχουν αρχίσει να βρίσκονται στο κατόπι μου».

Θανατηφόροι συνδυασμοί με μια ξερακιανή σιλουέτα

Έστρεψε το βλέμμα του στον πεζόδρομο, παρατήρησε μια λεπτή ξερακιανή φιγούρα να στέκεται ακίνητη ανάμεσα στους περαστικούς, της έπιασε τρυφερά το χέρι, εκείνη ξαφνιάστηκε. Η επαφή είναι πάντοτε διαφορετική από την θεωρία. Σηκώθηκε απότομα αφήνοντας ένα χαρτονόμισμα των είκοσι ευρώ επάνω στο τραπέζι. Κατευθύνθηκε προς τον πεζόδρομο της Αγίου Παύλου. Η ξερακιανή σιλουέτα τον ακολούθησε. Η Βίλλη ξαφνιασμένη άνοιξε την παλάμη της. Ένα χαρτάκι με μια διεύθυνση είχε γλιστρήσει μαεστρικά εντός της.

Καθώς άνοιγε συνεχώς το βήμα του σκέφτηκε πως θα χρειαζόταν απλά μια εσοχή για να μπορέσει να παγιδεύσει τον διώκτη του. Τα σκαλάκια της παρακείμενης εκκλησίας του Αγίου Παύλου, μεγάλη η χάρη του ή και μικρή δεν είχε σημασία, ήταν μια καλή καβάτζα για το πρώτο ξεσκαρτάρισμα. Πήδηξε γρήγορα την χαμηλή περίφραξη του προαύλιου χώρου και έτρεξε στην πλαϊνή είσοδο της εκκλησίας. Η λεπτή φιγούρα με το χαρακτηριστικό ύψος δυσκολεύτηκε λίγο να περάσει πάνω από τα κάγκελα, η μάλλον αδέξια, προσπάθεια αποκάλυψε το πρόσωπο του. Ήταν ο «Στεγνός». Το δεξί χέρι του αφεντικού.

Με τον τρόπο που οι άνθρωποι ξεφορτώνονται τις ενοχές τους

Μετά την ανώμαλη προσγείωση του στο τσιμεντένιο κράσπεδο περπάτησε για λίγο στις μύτες των ποδιών του και με την αριστερή του γροθιά σε θέση επίθεσης έφτασε κάτω από το σαγόνι του Στεγνού.

Εκείνος του είπε: «Μην κάνεις καμία μαλακία Σον». Και πρόσθεσε: «Η δικιά σου έκανε κάτι ασυγχώρητο, ο μεγάλος θα την ψάξει ακόμη και στον άλλο κόσμο το ξέρεις αυτό».

Ο Σον δεν πτοήθηκε από τις ατάκες που παρέπεμπαν σε μαφιόζικο νουάρ φιλμ της δεκαετίας του ’80.

«Ό,τι έχουμε να πούμε θα το πούμε απευθείας στο αφεντικό, δεν πιάνω κουβέντα με τα σκυλάκια του».

Ο Στεγνός προσπάθησε, να χώσει το χέρι στην δεξιά τσέπη της καπαρντίνας του. Ο Σον τον έσφιξε σαν τανάλια. «Μην είσαι βλάκας ρε!». Του ψιθύρισε. «Είμαστε και οι δυο πολλά χρόνια χωμένοι στα σκατά και ξέρουμε πως αυτό που ψάχνεις στην τσέπη σου, είναι αχρείαστο στην παρούσα φάση. Ίσως σου φανεί χρήσιμο αύριο το βράδυ στις αποθήκες της Πειραιώς που θα συναντηθούμε όλοι μαζί αφού το μεταβιβάσεις στον μεγάλο».

Με μια απότομη κίνηση τον πέταξε από πάνω του με τον τρόπο που οι άνθρωποι ξεφορτώνονται τις ενοχές τους. «Κράτα την όρεξη σου για αύριο παλιόφιλε» του είπε καθώς απομακρυνόταν στον σκοτεινό πεζόδρομο παράλληλα από τις γραμμές του ηλεκτρικού.

Τα δύο ενδεχόμενα…

Η Βίλλη την ίδια ώρα έφτανε έξω από τις εργατικές κατοικίας της συνοικίας των Τζιτζιφιών. Ένας σωματώδης άνδρας ξεπρόβαλε από την αυλή. «Πέρασε μην φοβάσαι» της είπε. «Με έχει ειδοποιήσει ο Σον, σε λίγο θα είναι κι εκείνος εδώ». Εκείνη κρατούσε μια μεγάλη γυαλιστερή μαύρη τσάντα. Εντός της βρίσκονταν το χρηματικό έπαθλο που είχε καταφέρει να αποσπάσει από το κλαμπ. Το εσωτερικό του σπιτιού ήταν περιποιημένο, όλοι οι τοίχοι είχαν κάποιο πόστερ σχετικό με την πυγμαχία. Ενώ στο σαλόνι υπήρχαν τρόπαια και μετάλλια. Έμεινε για λίγο να τα χαζεύει.

Άκουσε την φωνή του Γκόργκι: «Περασμένα μεγαλεία». Κούνησε το κεφάλι συγκαταβατικά. Εκείνος την ρώτησε αν ήθελε να της ετοιμάσει κάποιον καφέ. Απάντησε αρνητικά. Πάνω στην ώρα το κουδούνι χτύπησε. Ο Σον είχε κιόλας καταφτάσει. Η Βίλλη τον πλησίασε με κάποια έκπληξη. «Του ξέφυγες;» Ρώτησε μάλλον αφελώς. «Όχι απλά του ξέφυγα, αλλά κατάφερα να κλείσω κι ραντεβού γι’ αύριο το βράδυ με το αφεντικό της απάντησε».

Ο Γκόργκι κάλεσε και τους δυο στο τραπέζι της κουζίνας. Ήξερε πως έπρεπε να καταστρώσουν ένα σχέδιο. Έστω ένα υποτυπώδες σχέδιο καθώς σε τέτοιες περιπτώσεις συνήθως τα ενδεχόμενα ήταν δυο. Είτε πέθαινες είτε τραυματιζόσουν θανάσιμα.

Διαβάστε το πρώτο και το τρίτο μέρος εδώ: Θανατηφόροι συνδυασμοί

Διαβάστε ιστορίες από την ματωμένη γωνιά: εδώ

Καμία δημοσίευση για προβολή