Ας πάρουμε τα πράγματα ανάποδα. Το θάνατο συνοδεύουν δυο μεγάλοι μύθοι. Πρώτον το σώμα δεν παύει να αισθάνεται. Ένιωθα το κρύο σίδερο του θαλάμου στο νεκροτομείο να με διαπερνά. Μάλλον η ψυχή δεν είχε προλάβει να ταξιδέψει ακόμη. Πιστέψατε αυτή την μαλακία; Ούτε κι αυτό ισχύει. Όπως δεν ισχύει πως όταν πεθαίνεις βλέπεις την ζωή να περνά από μπροστά σου. Αρχικά αν κάνατε ζωή σαν τη δική μου καλύτερα να μην ήταν αυτή η τελευταία εικόνα που θα παίρνατε μαζί σας. Αυτά όμως που σας είπα είναι τρία πράγματα. Αλλά τι σημασία έχει;
Ο Λιόσα
Όλα άρχισαν όταν γνώρισα τον Λιόσα. Στην αρχή πίστεψα πως ήταν κάποιο παρατσούκλι που σχετιζόταν με την περιοχή στην οποία διέμενε. Τελικά δεν ήταν κάποιο ανόητο λογοπαίγνιο. Το όνομα συνδεόταν απλά με τον τόπο καταγωγής του. Γνωριστήκαμε σε μια αίθουσα πυγμαχίας στο Μενίδι. Το πράγμα έδειχνε από την αρχή πως δεν θα πάει κι πολύ καλά. Ο δάσκαλος μας έβαλε να κάνουμε σπάρινγκ. Ο Λιόσα εκνευριζόταν κλιμακούμενα όσο απαντούσα στα χτυπήματα του. Κάποια στιγμή πέταξε τα γάντια στο πάτωμα κι εκεί που περίμενα να βγάλει ένα μαχαίρι από το σορτσάκι κι να με μαχαιρώσει εκείνος γρύλισε: «Είσαι δυνατό παιδί εσύ! Θα κάνουμε δουλειές μαζί». Όταν είσαι νέος κι μαλάκας όπως ήμουν εγώ, για κάποιο ακαθόριστο λόγω, αυτή η φράση σου ακούγεται τιμητική.
Ανάποδη ροή μέχρι τον θάνατο
Από εκείνη την πρώτη γνωριμία μέχρι τον θάνατο μου μεσολάβησαν μόλις έξι μήνες. Όμως αυτή δεν είναι μια καλή στιγμή για να αναλύσουμε την έννοια του συμπυκνωμένου χρόνου. Κάθε Τρίτη βράδυ όταν ο υπόλοιπος κόσμος έφευγε από το γυμναστήριο εμείς οι δυο βάζαμε τα γάντια μας και ανεβαίναμε στο ρινγκ. Εκεί ανάμεσα από άπερκατ, κροσέ, ντιρέκτ και αποφυγές ο Λιόσα προσπαθούσε λαχανιασμένος να με ψήσει να συνεργαστούμε.
Για έναν λόγο που κατάλαβα όταν ήδη πολύ αργά απέφευγε να μου μιλήσει ακριβώς για το «εργασιακό πλαίσιο» και τις «αρμοδιότητες» που θα επωμιζόμουν. Ήταν εκείνη η φορά που αποφάσισα να πετάξω εγώ τα γάντια και να τον ρωτήσω ωμά για την αμοιβή μου σε περίπτωση που δεχόμουν τη δουλειά. Ο Λιόσα κοντοστάθηκε, σκούπισε με το δεξί του γάντι τον ιδρώτα από το μέτωπο του και χαμογέλασε αναδεικνύονταν ένα τούνελ από χρυσά δόντια και σπασμένες γέφυρες. Το θέαμα ήταν σχεδόν κωμικό. Το περιπαικτικό μου γέλιο πάγωσε απότομα όταν άκουσα το ποσό της αμοιβής μου.
Νυχτερινές συναντήσεις και κοινωνικές επισκέψεις
Ο «καπιταλισμός εξαγοράζει τον ελεύθερο μας χρόνο» είχα διαβάσει κάποτε σε έναν τοίχο. Ήταν εκείνη η στιγμή που αποφάσισα να πουλήσω τον δικό μου πολύ ακριβά. Όταν κατάλαβε πως με είχε πείσει έβγαλε το γάντι του και μου έσφιξε το χέρι. Παρατήρησα στιγμιαία ένα χρυσό δαχτυλίδι που το κοσμούσε ένα φίδι στο κέντρο ενός κύκλου.
Από τότε και μετά οι συναντήσεις μας στην πυγμαχία αραίωσαν. Πύκνωσαν όμως οι επισκέψεις του στο σπίτι μου. Μου είχε παραχωρήσει ένα κινητό τηλέφωνο παλιάς τεχνολογίας με κουμπιά. Μετά από κάθε του τηλεφώνημα πετούσα την sim σε κάποιον υπόνομο. Εκείνος εμφανιζόταν κάτω από το σπίτι με ένα μαύρο σκούτερ μεγάλου κυβισμού. Οι νυχτερινές μας συναντήσεις αφορούσαν «κοινωνικές επισκέψεις» σε περίπτερα, καταστήματα εστίασης και περιφερειακά μπαράκια. Συνήθως ο Λιόσα με άφηνε στην θέση του οδηγού με αναμμένη την μηχανή κι έμπαινε ο ίδιος στο κατάστημα. Σε λιγότερο από τρία λεπτά εξέρχονταν από το εκάστοτε μαγαζί με ένα φάκελο γεμάτο χρήματα. Αν πω πως δεν είχα καταλάβει θα είμαι ψεύτης. Κι αν στη ζωή το ψέμα είναι χρηστικό κάποιες φορές στον θάνατο σίγουρα δεν είναι…
Τέσσερις μήνες σε ανάποδη ροή
Ύστερα από τέσσερις περίπου μήνες πήρα την απόφαση να μην ζω με τα ψίχουλα που μου πετούσε ο «συνεργάτης» μου. Η απληστία είναι θανάσιμο αμάρτημα το θυμόμαστε όλοι αυτό ε; Σε εκείνο το τηλεφώνημα του ζήτησα να μιλήσουμε. Εκείνος παραξενεύτηκε. Μου είπε να τα πούμε από κοντά.
Κλείσαμε ραντεβού για το επόμενο μεσημέρι στο παρκάκι της Ζωφριάς. Στο ραντεβού μας εμφανίστηκε με μια Lonsdale φόρμα και ένα αμάνικο μπουφάν. Δεν μπορούσε να ξεπεράσει το χουλιγκανίστικο παρελθόν του. «Τι έγινε ρε μαλάκα;» με ρώτησε χωρίς να πει καλημέρα. Αποφάσισα να μπω κι εγώ κατευθείαν στο ψητό. «Θέλω να αναλάβω μόνος μου κάποια περιοχή». Εκείνος ξεροκατάπιε. Μετά έβηξε. Δεν μπορούσα να καταλάβω αν αυτό ήταν άρνηση ή σκέψη. Νομίζω πως εκείνα τα δευτερόλεπτα καθόρισαν το υπόλοιπο της ζωής μου. Και σίγουρα του θανάτου μου. «Είσαι σίγουρος;» με ρώτησε. «Ναι» απάντησα. «Αν κάνεις μαλακία τη γάμησες».
Θανάσιμα αμαρτήματα
Άρχισα να νιώθω όλο και πιο δυνατός. Η εξουσία σε τρελαίνει. Το χρήμα σε απογειώνει. Η απληστία σε στέλνει στο νεκροκρέβατο. Άρχισα να κρατάω μικροποσά για μένα. Ο Λιόσα δεν έδειχνε να καταλαβαίνει τις απώλειες στα έσοδα. Συναντιόμασταν δυο φορές το μήνα για να του αποδώσω τις εισπράξεις. Τρεις μήνες αργότερα τα μικροποσά που κρατούσα για μένα είχαν αυξηθεί. Εκείνος το είχε προσέξει. Εγώ όχι. Ήταν τότε που δέχτηκα ένα sms από εκείνον που με καλούσε στο παλιό μας γυμναστήριο για έναν αγώνα πυγμαχίας.
Παραξενεύτηκα αλλά δεν μπορούσα να φανταστώ τι θα επακολουθούσε. Έφτασα στις εννιά και τέταρτο παρκάροντας απ’ έξω το νεοαποκτηθέν μου όχημα. Παρατήρησα πως εντός του γυμναστηρίου επικρατούσε σκοτάδι. Βρήκα μισάνοιχτη την πόρτα. Μιλήσαμε για την απληστία πριν. Τώρα ήταν η σειρά της περιέργειας να δώσει τη θέση της στα θανάσιμα αμαρτήματα.
Αν κάνεις δυο λάθη δεν σημαίνει πως ισοσταθμίζονται με ένα σωστό. Θα το καταλάβαινα έξι λεπτά αργότερα. Τη στιγμή που στεκόμουν δίπλα από τον κόκκινο σάκο που έξι μήνες νωρίτερα είχα συμφωνήσει στην δουλειά που μου πρόσφερε. Άκουσα βήματα στο σκοτάδι. Είδα τη λάμψη από ένα χρυσαφένιο δαχτυλίδι. Άκουσα τον υπόκωφο ήχο ενός πυροβολισμού. Είδα αίματα να πιτσιλίζουν το σάκο.
Όταν πεθαίνεις συνεχίζεις να αισθάνεσαι. Συνεχίζεις να θυμάσαι. Κυρίως τις μαλακίες που έκανες…