Σε όλα τα μέσα μαζικής μεταφοράς προτιμώ τις εξωτερικές θέσεις, εκείνες στον διάδρομο, για να αποθαρρύνω κάποιον να καθίσει δίπλα μου. Αδιαφορώ για το αν θα κοιτάζω έξω. Για να περάσει η ώρα, αν χρειαστεί, σκρολάρω στο κινητό μου ή απαντάω στα αδιάβαστα μηνύματα, που συσσωρεύονται στις ειδοποιήσεις μου με τη σφοδρότητα της πρωταρχικής φάσης του κεφαλαίου. Κάποιοι επιβάτες όμως φαίνεται πως προτιμάνε τόσο πολύ το παράθυρο, που επιμένουν να κάθονται δίπλα μου, ακόμα και αν στο τρόλεϊ υπάρχουν κενές θέσεις.
Οι ώμοι μας ακουμπάνε μεταξύ τους. Ταράσσονται, λες, τα σωθικά του με τον τρόπο που βήχει, σαν να θέλει να ξεριζώσει την ψυχή του. Τα φλέματά του ξεσηκώνουν τα μέσα του σαν τα καζάνια της κόλασης. Βήχας φλεματικός∙ μα εκείνος, φλεγματικός, δεν βάζει ούτε το χέρι του μπροστά στο στόμα. Ζέχνει την τσίκνα του ταγκισμένου ποτού, σαν συνοικιακή κάβα που ανοίγει το πρωί. Τη μαύρη, τσόχινη καμπαρντίνα του κοσμούν τρίχες άσπρες, ανακατεμένες με τις ίδιου χρώματος χοντρές νιφάδες από νεκρά κύτταρα του δέρματός του, πεσμένες από μια κεφαλή στην οποία ο χρόνος και οι προφανείς κακουχίες φέρθηκαν –ως προς την πυκνότητά της– με πρωτοφανή γενναιοδωρία.
Κυκλοφόρησε στα τρόλεϊ της Αθήνας με το καλύτερο άουτφιτ από το red n’ noir:
Ο συνεπιβάτης μου βογκάει, χρησιμοποιώντας για τον σκοπό αυτό δυο χείλη που προβάλλουν πίσω από τα αρκετά περιποιημένα (σε σχέση με την υπόλοιπη παρουσίασή του) μούσια του. Κάνει με το στόμα εκείνη την κίνηση που προδίδει την ύπαρξη μασέλας. Βγάζει από την τσέπη του κέρματα και τα αραδιάζει πάνω στην ντυμένη με χοντρό μάλλινο γάντι παλάμη του. Με αυτό τον τρόπο έχει πλήρη εικόνα του μπάτζετ του. Ανάμεσα στα τρία-τέσσερα χαλύβδινα νομίσματα με επικάλυψη χαλκού, ξεχωρίζουν και τρία από σκανδιναβικό χρυσό: δυο πενηντάλεπτα κι ένα εικοσάλεπτο. Όλα μαζί δεν βγάζουν ούτε ενάμισι ευρώ. Δεν τα κοιτάζει με τρόπο που να προδίδει απογοήτευση, αλλά που αποκαλύπτει ψύχραιμο υπολογισμό.
Δεν έχει πια σημασία σε ποια στάση θα κατέβει∙ ελάχιστη απόσταση του απομένει να διανύσει μέχρι να φτάσει στην αγαπημένη του γωνιά της ημέρας: την καταπραϋντική επίδραση μιας μπουκάλας με πάμφθηνο τσίπουρο.
Στο τρόλεϊ είναι η φάση
Το μετρό είναι βαρετό. Στο τρόλεϊ είναι η φάση. Εκεί όπου συναντιούνται όλες οι διαβαθμίσεις της κοινωνικής τάξης μου, συμπυκνώνοντας τις αντιφάσεις της και αντανακλώντας την πραγματικότητά της. Εκεί όπου όλοι προσπαθούν να σταθούν όρθιοι, αγγίζοντας όσο λιγότερο γίνεται τον διπλανό τους.
Τα τρόλεϊ διέρχονται με παστωμένος ανθρώπους και, όταν κάνουν στάση, οι υποψήφιοι επιβάτες πασχίζουν να στριμωχτούν, προσπάθεια καθοριστική για τη δυνατότητα να κλείσουν οι πόρτες. Τότε διαμαρτύρονται προς τον κόσμο αόριστα –ότι τάχα δεν πηγαίνουν ένα βήμα πιο μέσα– και γεμάτοι ιερή αγανάκτηση καυτηριάζουν την αναισθησία της σύγχρονης κοινωνίας και τους ξένους που «δεν τα κάνουν αυτά στη χώρα τους». Αφού τελικά καταφέρουν να στριμωχτούν, επιπλήττουν με το ίδιο ύφος τους υποψήφιους επιβάτες της επόμενης στάσης, ότι δεν χωράνε και ότι καλά θα κάνουν να πάρουν το επόμενο λεωφορείο, αντί να κοιτάζουν το ατομικό τους συμφέρον –«Παναγία μου», ξεφυσάνε, «πώς γίναμε έτσι!» Δεν νιώθουν την ανάγκη να τηρήσουν κάποιου είδους πρόσχημα για αυτή τη δημόσια μεταστροφή τους∙ απολαμβάνουν να αναπαράγουν τα ήθη του κυρίαρχου πολιτικού λόγου.
Είναι και αυτό το ξεφωνητό, στο οποίο υποβάλλονται από εκείνο το δαιμονισμένο –αν και άψυχο– ακυρωτικό μηχάνημα μερικοί λιγότερο έμπειροι λαθρεπιβάτες, που πιστεύουν πως η ηθική τους ανωτερότητα είναι απλώς ζήτημα τήρησης των τύπων. Πως μια τελετουργική κίνηση του χεριού και το αντίστοιχο ύφος είναι αρκετά για να τους προσδοθεί το κύρος του άμεμπτου. Ακούγεται τότε η φωνή, κάτι ανάμεσα στον Μεγάλο Αδελφό και τη φωνή της συνείδησής τους, που ενημερώνει όλους τους συνεπιβάτες πως ο χρόνος του εισιτηρίου έχει λήξει∙ και έτσι, μέχρι να φτάσουν στον προορισμό τους, αιωρείται ένα νοητό όσο και τεράστιο κόκκινο «Χ» πάνω από τα κεφάλια τους.
Παραμαρξιστικά παράδοξα
Οι μικρές, καθημερινές νευρώσεις μου σπάνια μου πέφτουν ανυπόφορες∙ πιο συχνά μοιάζουν χαριτωμένες σαν αλυσίδες κατεργάρη. Στο τρόλεϊ όμως βρίσκουν το έδαφος να ανθίσουν σαν μικρές ακροπόλεις σε ξερονήσια. Όταν πλησιάζει η στάση που πρέπει να κατέβω, δεν ξέρω ποια είναι η κατάλληλη στιγμή να ενοχλήσω όποιον στέκεται μπροστά μου στην πόρτα. Άραγε η κυρία θα κατέβει στην ίδια στάση μ’ εμένα και γι’ αυτό στέκεται εκεί; Μήπως έχει ξεχαστεί; Ή μήπως απλώς δεν έχει λόγο να μετακινηθεί, καθώς έχει βολευτεί; Άραγε σε ποιο ακριβώς σημείο θα πρέπει να ρωτήσω: «Συγγνώμη, θα κατεβείτε εδώ;» Ένας μικρός πανικός με καταλαμβάνει από την προηγούμενη κιόλας στάση. Δεν θα ήθελα να γίνω φορτικός, αλλά και το να μείνω εγκλωβισμένος στην κοιλιά αυτού του κτήνους είναι ένα σενάριο που θεωρώ πως δεν θα πρέπει να μην αποφεύγω.
Αυτό το κτήνος, που καταπίνει και αποβάλλει ακανόνιστα ανθρώπους από τις τρεις κοιλότητές του, κάποιος το διευθύνει. Υπάρχει κάποιος στην κεφαλή του, ο οποίος δεν βρίσκεται εκεί για να πάει στη δουλειά του αλλά, ως κάποιο είδος παραμαρξιστικού παράδοξου, αυτή είναι η δουλειά του. Υπάρχει κάποιος ήρωας των παιδικών μου χρόνων, ο οποίος μετακινεί τους φορείς χιλιάδων ιστοριών που ακούσια διασταυρώνονται στον χώρο εργασίας του.
Ένας τέτοιος άνθρωπος ήταν στη λίστα των φεϊσμπουκικών επαφών μου. Τον αντιλήφθηκα όταν πόσταρε τη φράση «Τέλος βάρδιας», συνοδευόμενη από τη φωτογραφία ενός τρόλεϊ που αράζει. Του έστειλα αμέσως στο ίνμποξ τις απορίες που έχω συσσωρεύσει από παιδί, ως χρήστης των υπηρεσιών μαζικής μεταφοράς, και πρόθυμα μου τις απάντησε!
Σε πόσες και σε ποιες γραμμές έχεις δουλέψει;
Σε οκτώ γραμμές∙ έντεκα, αν συνυπολογίσεις τις διπλές και τριπλές. Διπλές είναι κάποιες γραμμές που στην ίδια βάρδια κάνεις μία τη μια και μία την άλλη, καθώς είναι πανομοιότυπες. Έχω κάνει τις: 1, 2-4 , 12 , 15 , 18-19-19Β , 21 , 24 και 25. Εκτάκτως υπάρχει περίπτωση να σε στείλουν και αλλού.
Πόσα χρόνια κάνεις αυτή τη δουλειά;
Δύο χρόνια, είμαι από τις πιο φρέσκες φουρνιές που προσλήφθηκαν με την τελευταία προκήρυξη του ΑΣΕΠ. Αλλά και πριν, παρόμοιες δουλειές έκανα∙ ήμουν δάσκαλος οδήγησης, έχω δουλέψει και σε σχολικά λεωφορεία. Κυρίως έχω εργαστεί ως οδηγός.
Ποια είναι η αγαπημένη σου γραμμή; Υπάρχουν γραμμές προνομιακές και γραμμές πιο δύσκολες; Από ποιους παράγοντες εξαρτάται η γραμμή στην οποία θα τοποθετηθεί κάποιος;
Δεν έχω κάποια αγαπημένη. Μου αρέσει η εναλλαγή. Συνήθως δείχνω μια προτίμηση σε όσες δεν περνάνε από το κέντρο, τις πιο μακρινές, όπως η 25 (Αγ. Αντώνιος – Καματερό), που είναι πιο ήσυχες. Αντίθετα, δεν μου αρέσει πολύ η 21 (Νίκαια – Ομόνοια), με ψυχοπλακώνει.
Ο χαρακτηρισμός «προνομιακές» και «δύσκολες» είναι καθαρά υποκειμενικός. Το πού μένει ο κάθε οδηγός, πού πιάνει βάρδια και τι ώρα, πού σχολάει η γραμμή και άλλοι προσωπικοί παράγοντες του καθενός ορίζουν αν μια γραμμή θα θεωρηθεί «καλή» ή «δύσκολη» .
Θεωρητικά, κάθε οδηγός κάνει όλες τις γραμμές που ανήκουν στο αμαξοστάσιο στο οποίο εργάζεται. Οπότε όλοι πάνε σχεδόν παντού, ανάλογα με τις ανάγκες της υπηρεσίας. Βέβαια εννοείται ότι, όσο πιο παλιός είναι κανείς ή αν έχει λίγο τα «κονέ» ή αν έχει κάποιον σοβαρό λόγο, πηγαίνει περισσότερο ή και μόνιμα στη γραμμή που θέλει και που τον εξυπηρετεί. Υπάρχει και η δυνατότητα να αλλάζουμε τις βάρδιες μεταξύ μας οι οδηγοί, αν θέλουμε, δηλώνοντάς το στην υπηρεσία.
Υπάρχουν διαφορές στη συμπεριφορά των επιβατών από γραμμή σε γραμμή και από περιοχή σε περιοχή, οι οποίες να γίνονται αντιληπτές από τον οδηγό;
Ναι. Υπάρχουν περιοχές όπου οι επιβάτες σού λένε «καλημέρα», «ευχαριστώ», είναι ευγενικοί και τυπικοί, και περιοχές όπου γίνονται φασαρίες, τσαμπουκάδες, μιλάνε με περισσότερη αγένεια, δεν τηρούν τους βασικούς κανονισμούς κτλ. Δεν είναι απόλυτος κανόνας, ωστόσο. Παντού υπάρχουν και ευγενικοί και αγενείς επιβάτες.
Υπάρχουν όμως διαφορές οι οποίες φαίνονται και σε άλλους τομείς της καθημερινότητας, ανάλογα με την με την ώρα της ημέρας. Το πρωί μεταφέρεις κυρίως κόσμο που πηγαίνει στη δουλειά του, οπότε η γκρίνια και τα παράπονα είναι περισσότερα. Έχεις αγχωμένους επιβάτες που δεν θέλουν να αργήσουν, μεταφέρεις δηλαδή το μεγαλύτερο κομμάτι της εργατικής δύναμης του λεκανοπεδίου.
Το απόγευμα ναι μεν έχεις πιο χαλαρούς επιβάτες από άποψη χρόνου, αλλά έχεις άλλη «ποιότητα» επιβατών: νεότερους σε ηλικία, μεγάλες σε αριθμό παρέες, με όρεξη να πειράξουν τον κόσμο και να δημιουργήσουν προβλήματα. Δεν βιάζονται τόσο, αλλά είναι πιθανότερο να δεις πιο παραβατικές συμπεριφορές, ειδικά προς τα δυτικά προάστια.
Πώς επηρεάζουν αυτές οι συμπεριφορές τη δουλειά του οδηγού;
Εξαρτάται από τη σοβαρότητα του κάθε περιστατικού. Ο οδηγός βρίσκεται μονίμως στο δίλημμα αν θα πρέπει να κάνει τα τυπικά, να παρέμβει, με κίνδυνο πολλές φορές για τη δική του σωματική αλλά και ψυχική υγεία. Να έρθει σε αντιπαράθεση ή να κάνει τα στραβά μάτια για να τελειώσει ήσυχα μια ακόμα βάρδια.
Επίσης πολλές φορές κινδυνεύει να βρεθεί εκτεθειμένος, αν συμβεί πχ. ένα ατύχημα, το οποίο θα είχε αποφευχθεί αν ο οδηγός είχε γίνει ο «κακός».
Τι γίνεται αν πάρεις λάθος διαδρομή;
Αναλόγως το λάθος. Αν είναι εφικτό, το διορθώνεις γυρίζοντας ή ξαναμπαίνεις μέσω παράκαμψης στο δρομολόγιό σου. Αν όμως πας κάπου όπου δεν χωράει να περάσει λεωφορείο και σφηνώσεις, την έβαψες. Σε κάθε περίπτωση επικοινωνείς με τον προϊστάμενο για να σε κατευθύνει, ώστε να μην πάρεις κάποια πρωτοβουλία που θα δημιουργήσει πρόβλημα.
Πόσες «πρόβες» χρειάζονται για να μάθεις μια διαδρομή; Τι γίνεται αν σε τοποθετήσουν εκτάκτως σε μια διαδρομή που δεν την ξέρεις;
Στην εκπαίδευση των νεοπροσληφθέντων, η οποία διαρκεί μια-δυο εβδομάδες για τα λεωφορεία και λίγο περισσότερο από μήνα για τα τρόλεϊ (λόγω των ιδιαιτεροτήτων και λόγω του ότι βγάζουμε έξτρα δίπλωμα ηλεκτροδηγού), μαθαίνεις όλες τις γραμμές… Συνήθως αρκούν δυο φορές για την καθεμία, ανάλογα και τον άνθρωπο. Εγώ χρειάζομαι περισσότερες.
Όταν σε βάζουν εκτάκτως σε μια γραμμή που δεν ξέρεις, πηγαίνεις την προηγούμενη ημέρα ως επιβάτης και την βλέπεις, αν θέλεις να είσαι σίγουρος. Μπορείς όμως, αν το ‘χεις λίγο παραπάνω με τους δρόμους, να αρκεστείς στις προφορικές πληροφορίες από συναδέλφους και να το δοκιμάσεις έτσι. Στα τρόλεϊ υπάρχει μια έξτρα βοήθεια λόγω της ύπαρξης δικτύου, το οποίο στο μεγαλύτερο μέρος σε κατευθύνει, αλλά κι εκεί πρέπει πρώτα να μάθεις κάποια βασικά σημεία, τις διακλαδώσεις (τα λεγόμενα «ψαλίδια») και τις ιδιαιτερότητες κάθε γραμμής.
Περιμένεις να πάρεις κάποιον που τρέχει στη στάση να προλάβει ή φεύγεις για να να σχολάσεις στην ώρα σου;
Δεν έχει να κάνει με το σχόλασμα. Προσπαθώ να περιμένω, όσο μπορώ, και ξανανοίγω την πόρτα αν χρειαστεί, γιατί θα μπορούσε να ήταν στη θέση του ο πατέρας μου, η γιαγιά μου κτλ. Μπορεί να βιάζεται για κάτι σημαντικό. Όμως όταν ο επιβάτης έρχεται μετά το κλείσιμο της πόρτας, στο 90% των περιπτώσεων ο οδηγός δεν μπορεί να τον δει καν.
Η διαδικασία είναι η εξής: Ανοίγεις πόρτες, βγαίνουν όσοι είναι να βγουν, μπαίνουν όσοι είναι να μπουν, μετά υπάρχει μια παύση στην κινητικότητα, τσεκάρεις αν τρέχει κανείς να προλάβει, κλείνεις πόρτες. Μετά γυρίζεις το κεφάλι σου αριστερά, με αναμμένο αριστερό φλας, ελέγχεις την κίνηση και προσπαθείς να ξαναμπείς στην κυκλοφορία. Παύεις να έχεις οπτική επαφή με τη στάση, που είναι στα δεξιά σου. Οπότε πλέον δεν βλέπεις ούτε αν κάποιος τρέχει, ούτε αν κουνάει χέρια. Εκείνος, βέβαια, νομίζει ότι τον παράτησες.
Μην σκρολάρεις ασύστολα στο τρόλει! Διάβασε λίγο τρου κράιμ βιβλία από τις εκδόσεις red n’ noir:
-
Προϊόν σε προσφοράΚαημένε Αθανασόπουλε;Original price was: €9,54.€6,68Η τρέχουσα τιμή είναι: €6,68.
-
Προϊόν σε προσφοράΗ ληστεία της ΠέτραςOriginal price was: €7,00.€4,90Η τρέχουσα τιμή είναι: €4,90.
-
Προϊόν σε προσφοράΟ βίος και η πολιτεία του πρωθυπουργού της Ελλάδας Κωνσταντίνου Καραμανλή τη διετία, 1977-1979 και μερικές ιστορίες που πιθανόν αγνοούσεOriginal price was: €9,54.€6,67Η τρέχουσα τιμή είναι: €6,67.
-
Προϊόν σε προσφοράΕίναι ήδη νεκρόςOriginal price was: €5,30.€3,70Η τρέχουσα τιμή είναι: €3,70.
Αν βέβαια έχεις διανύσει κάποια μέτρα, απαγορεύεται να ανοίξεις, γιατί είσαι εκτός στάσης∙ αν γίνει ατύχημα θα βρεις τον μπελά σου.
Έχει τύχει όμως να μην πάρω κόσμο από στάση γιατί κανένας δεν σήκωσε χέρι για να σταματήσω. Περνώντας άκουσα κάτι «γαλλικά»∙ αλλά, ρε φίλε, αν δεν σηκώσεις καν το χέρι σου, τι να κάνω; Να μυρίσω τα νύχια μου;
Διαβάζω συχνά αναρτήσεις επιβατών σε σελίδες του facebook για οδηγούς που δεν σταματάνε στις στάσεις. Είμαι πεπεισμένος πως στο 90% των περιπτώσεων τη μαλακία την έχει κάνει ο επιβάτης. Ή περιμένει σε λάθος στάση, ή δεν ήταν εκεί στην ώρα του και δεν πρόλαβε, ή δεν σήκωσε το χέρι του, θεωρώντας αυτονόητο ότι ο οδηγός θα σταματήσει, ή έκανε νόημα σε λάθος λεωφορείο (μου σηκώνουν χέρι ακόμα κι αν η πινακίδα γραφεί «ΒΛΑΒΗ»). ΟΚ, υπάρχουν και οι μαλάκες οδηγοί, όπως σε όλα τα επαγγέλματα. Αλλά αυτή η κατάσταση που περιγράφουν οι επιβάτες στα σόσιαλ δεν είναι η πραγματικότητα.
Ποια είναι τα θετικά και ποια τα αρνητικά της δουλειάς σου;
Τα θετικά της δουλειάς είναι ότι -ακόμα- είναι δημόσια υπηρεσία, δηλαδή έχεις μονιμότητα κι έναν σταθερό μισθό στην ώρα του.
Επίσης δεν έχεις τα αρνητικά που παίζουν στον ιδιωτικό τομέα, δηλ. την καταπάτηση όλων των εργασιακών δικαιωμάτων. Είναι σε γενικές γραμμές όλα νόμιμα. Παίρνεις όσες άδειες δικαιούσαι, παίρνεις τα ρεπό σου κανονικά, τηρείται το ωράριο, δουλεύεις 8ωρο και τυχόν παραπάνω ώρες τις πληρώνεσαι υπερωρία. Έχεις τα ένσημά σου, βαρέα. Αν αρρωστήσεις, δεν έγινε και κάτι∙ ένα χαρτί από γιατρό και όλα καλά. Αν αντιμετωπίσεις σοβαρό πρόβλημα υγείας και δεν μπορείς να οδηγήσεις, δεν σε πετάνε σαν την τρίχα από το ζυμάρι, αλλά σε αλλάζουν προσωρινά πόστο.
Στα θετικά βάζω κι ότι εγώ, που μου αρέσει η οδήγηση, με λίγη μουσικούλα κι έναν καφέ κι αν όλα κυλάνε ομαλά, είμαι σε πολύ καλύτερη θέση από κάποιον που κάνει μια χειρωνακτική εργασία.
Στα αρνητικά θα έβαζα πρώτα απ’ όλα τα λεφτά. Είναι πάρα πολύ λίγα. Οι περισσότεροι οδηγοί είτε δουλεύουν και στα ρεπό τους για έξτρα μεροκάματα είτε κάνουν δεύτερη δουλειά.
Επίσης είναι πολύ ψυχοφθόρα δουλειά, έχει ένα ύπουλο άγχος που σε τρώει σταδιακά, έχει πίεση, νεύρα. Αυτά σιγά σιγά σε φθείρουν. Ακούς καθημερινά τόσα πολλά από επιβάτες, και όλα αυτά συσσωρεύονται. Η κίνηση, οι κόρνες και τα σχετικά, για πολλές ώρες κάθε μέρα, σε γερνάνε πριν την ώρα σου, νομίζω.
Αρνητικά έως βάρβαρα είναι και τα ωράρια. Πολλές φορές την εβδομάδα ξυπνάμε πριν καν οι άλλοι κοιμηθούν, δηλαδή 2:45, 03:00, 03:15 τη νύχτα. Πολλοί θα απορήσουν, μα δεν κυκλοφορούν τρόλεϊ τη νύχτα… Ναι, αλλά για να είναι στις 05:00 έτοιμα στη γραμμή τους, κάποιοι πήγαν να τα πάρουν στις 4:15 από τα αμαξοστάσια∙ συν τον χρόνο προετοιμασίας των οχημάτων, συν τον χρόνο να ετοιμαστείς κι εσύ και να πας…
Άλλο ένα αρνητικό είναι ότι δεν ξεκινάς τη βάρδια στο ίδιο μέρος όπου σχολάς. Δηλαδή αν είσαι πρωινός, πας με το αυτοκίνητό σου στο αμαξοστάσιο. Από εκεί παίρνεις το τρόλεϊ, κάνεις τη βάρδια σου και μετά σχολάς σε κάποια στάση μιας άσχετης περιοχής, όπου σε αλλάζει ο άλλος οδηγός. Και δεν μπορείς απλά να επιστρέψεις σπίτι σου∙ πρέπει πρώτα να πας στο αμαξοστάσιο να πάρεις το αμάξι σου. Οπότε ο χρόνος «πήγαινε-έλα» στη δουλειά είναι πολύ περισσότερος από ό,τι για τον μέσο εργαζόμενο. Αν σκεφτείς ότι μια φορά την εβδομάδα κάνουμε και «κατσαρή» βάρδια (δηλαδή σπαστό ωράριο), αυτό είναι μεγάλη ταλαιπωρία.
Έχεις το νου σου μήπως κάποιος δεν χτυπήσει εισιτήριο;
Από την άποψη του «ελέγχου», όχι. Δεν είναι δική μου δουλειά και δεν με αφορά. Ίσα ίσα, μια φωνή μέσα μου πολλές φορές τούς δικαιολογεί. Για στατιστικούς λόγους, όμως, κοιτάζω την οθόνη που μας δείχνει τον αριθμό των εισιτηρίων που καταμετρούνται και είναι πολύ λίγα∙ οι περισσότεροι μπαίνουν τζάμπα.
Πόσο συχνά βλέπεις ρατσιστικές συμπεριφορές; Πώς αντιδρά ο κόσμος σε αυτές; Έχεις δυνατότητα να παρέμβεις με κάποιον τρόπο;
Όχι, δεν συναντώ ρατσιστικές συμπεριφορές όσο συχνά περίμενα. Ίσως γιατί, για να εκφράσει κάποιος τις ρατσιστικές του σκέψεις, πρέπει να νιώθει σε θέση ισχύος, κι ένα λεωφορείο που κατεβαίνει την Κυψέλης γεμάτο Αφρικανούς και Αλβανούς δεν είναι το κατάλληλο μέρος για κάτι τέτοιο…
Όταν συμβαίνει όμως, ο κόσμος δεν αντιδρά, όπως δεν αντιδρά και σε πολύ πιο κρίσιμες καταστάσεις. Και λέω πιο «κρίσιμες» όχι γιατί υποτιμώ τον ρατσισμό, αλλά γιατί το πιο ρατσιστικό που έχει γίνει είναι, πάνω σε αντιπαράθεση, να ακουστεί η ατάκα «μας ήρθατε εδώ…» και ως εκεί.
Σίγουρα αν υπάρξει οποιοδήποτε είδος διάκρισης, ρατσισμού ή βίας μπορώ να παρέμβω, αλλά πάντα στα πλαίσια του νόμου. Δηλαδή, αν είναι κάτι απλό, να επιληφθώ και να το ρυθμίσω, αλλιώς να καλέσω την αστυνομία. Δεν έχει χρειαστεί έως τώρα.
Το αστείο της υπόθεσης είναι ότι έχω ακούσει Αλβανό να λέει σε Πακιστανό: «Μας ήρθατε εδώ… Εγώ εδώ έχω 20 χρόνια!» Γέμισα απελπισία!
Σου μιλάει ο κόσμος;
Κάποιοι μεγαλύτερης ηλικίας συνήθως ναι, ανοίγουν ευχάριστο διάλογο, αλλά με όλους τους υπόλοιπους οι διάλογοι είναι: «Σε πόση ώρα φεύγει;» «Πού κατεβαίνω για να πάω στο τάδε μέρος;» Πλέον ευτυχώς υπάρχει το διαχωριστικό νάιλον λόγω Covid, οπότε οι συζητήσεις με επιβάτες είναι σπάνιες.
Το «ευτυχώς» το λέω όχι για την επικοινωνία, αλλά γιατί χάρη στο νάιλον υπάρχει μια ασφάλεια από κλοπές και επιθέσεις∙ άσε που γλιτώνεις τα σάλια ενός επιβάτη που μιλάει δυνατά, την άσχημη μυρωδιά, τις ιώσεις ή το να σου κρύβουν τον καθρέφτη όταν γεμίζει το τρόλεϊ.
Πες τρία περιστατικά που έγιναν αφορμή να σκεφτείς να αλλάξεις δουλειά.
Χριστούγεννα, κολλημένος δυο ώρες στην κίνηση ενώ θα έπρεπε να έχω σχολάσει.
Κυριακή καλοκαίρι, εννιά δρομολόγια σερί, μέχρι που, όταν σηκώθηκα, τα πόδια μου νόμιζα ότι θα σπάσουν∙ η μέση χάλια και η φούσκα έτοιμη να εκραγεί.
Η συνύπαρξη με τους ταξιτζήδες στο δρόμο είναι ικανή να σε κάνει να θέλεις να αλλάξεις και δουλειά και πόλη.
Σοβαρά όμως, μέχρι στιγμής δεν έχω σκεφτεί να αλλάξω δουλειά. Σε γενικές γραμμές, μου αρέσει αυτό που κάνω και το θεωρώ εξαιρετικά χρήσιμο.
Είναι βαρετά; Ποια η σχέση-αναλογία μονοτονίας λόγω ίδιας διαδρομής και ποικιλίας λόγω εναλλαγής ανθρώπων;
Κάποιες φορές είναι βαρετά, ναι. Αλλά όπως είπα και πριν, αν σου αρέσει η οδήγηση, λίγη μουσικούλα στο ραδιόφωνο, ένας καφές και να χαζεύεις τους περαστικούς είναι αρκετά για να σπάσει η βαρεμάρα. Πολλές φορές έρχεται μαζί μας στο δρομολόγιο κάποιος φίλος, άλλοι μιλάνε στο κινητό (εμένα δεν μου αρέσει)∙ ο καθένας βρίσκει τρόπους να περάσει λίγο πιο ευχάριστα.
Ποικιλία όμως δεν υπάρχει μόνο στους ανθρώπους, αλλά ευτυχώς και στις διαδρομές, μιας και δεν έχουμε κάθε μέρα το ίδιο δρομολόγιο.
Ποιο είναι το πιο κουφό περιστατικό που σου έχει συμβεί;
Σε έλεγχο. Μπήκαν ελεγκτές για εισιτήρια. Και ξαφνικά μια γυναίκα, με την οποία δεν είχαν ασχοληθεί καν, άρχισε να φωνάζει: «Δεν έχω εισιτήριο, τι κάνουμε τώρα! Πόσο είναι το πρόστιμο;» Κι ενώ κανείς δεν της έδινε σημασία, μάλλον είχε πανικοβληθεί τόσο πολύ, που πήγε μόνη της στον ελεγκτή και του το ξαναείπε.
Της είπε πόσο είναι το πρόστιμο: «90 ευρώ, κυρία».
Και του λέει: «Να σου δώσω τώρα 60 ευρώ που έχω πάνω μου και να ξεμπερδεύουμε;»
Ακολούθησε, όπως καταλαβαίνεις, ένας διάλογος που ήταν σαν φάρσα…