Μόλις έχει ανατείλει στον αττικό ουρανό ολόχρυσος ο ήλιος της τελευταίας ημέρας του 1929 και έξω από τα κάγκελα της μεγάλης πόρτας της φυλακής κόσμος λογής λογής είναι συγκεντρωμένος. Γυναίκες του λαού κρατούν στα χέρια τους κατσαρολάκια με φαΐ και κορίτσια νεαρά με πακετάκια γεμάτα γλυκίσματα στο χέρι, νέοι και γέροι όλοι ανάμεικτοι, από κάθε κοινωνική τάξη, περιμένουν σειρά σειρά να ανοίξουν τα κιγκλιδώματα και να περάσουν.
Τώρα, δεν έχουν στην ψυχή τους τα συναισθήματα των άλλων ημερών, κι ένα άλλο συναίσθημα, αόριστο και κάπως ακαθόριστο, γεμάτο θλίψη αλλά και χαρά συγχρόνως, έχει φωλιάσει στην ψυχή τους. Γεμάτο θλίψη, όταν σκέφτονται ότι ο χρόνος που κύλησε και αύριο θα χαθεί πέρασε για ένα αγαπημένο τους πρόσωπο μέσα στα σίδερα της φυλακής, αλλά και γεμάτο χαρά, γιατί με το πέρασμα ενός ακόμα χρόνου η ημέρα της λυτρώσεως έρχεται πιο κοντά…
Σκηνές συγκινητικές
«Αντωνίου!»
«Αναστασόπουλος!»
«Γεωργίου!»
Ένας ένας οι φυλακισμένοι υπόδικοι και κατάδικοι που ακούνε το όνομα τους να το φωνάζει δυνατά ο φύλακας κατεβαίνουν τις σκάλες, γνωρίζοντας προκαταβολικά ότι πρόκειται να αντικρίσουν ένα πρόσωπο δικό τους με το δεματάκι, τα γλυκά ή και χωρίς αυτά, πάντως όμως με το απαραίτητο ‘ματσάκι’. Οι πιο ευαίσθητοι έχουν δακρυσμένα μάτια στην ιδέα ότι μια τέτοια χρονιάτικη ημέρα βρίσκονται μέσα στη φυλακή. Άλλοι είναι πιο ψύχραιμοι και πιο χαλύβδινοι.
«Χρόνια πολλά, παιδάκι μου», λέει μια γριά μητέρα στο παιδί της. «Κουράγιο και κοντεύεις».
«Ευχαριστώ, μητέρα.»
Παρέκει, ένα ζευγάρι νέων, εκείνος μέσα από τα κιγκλιδώματα και εκείνη απ’ έξω, αλλά με τα στόματα πολύ κοντά σαν να θέλουν να ενωθούν, εάν ο τόπος και ο χρόνος το επέτρεπαν. Συνομιλούν. Τα μάτια είναι ακόμα υγρά από δυο δάκρυα που κύλησαν κατά την ώρα της συνάντησής τους. Και τώρα ψυχραιμότεροι κουβεντιάζουν και μοιάζουν να λένε με τα βλέμματα τους ο ένας στον άλλον: «θα περάσει κι αυτό».
Όσοι πάλι δεν έχουν την ευτυχία να δέχονται επισκέψεις, δεν ανησυχούν. Α, σήμερα η «Μάννα» (δηλαδή το καζάνι) έχει φροντίσει καλά για όλους. Κρέας, γλυκά, όλα εντάξει.
Σιγά σιγά, οι επισκέψεις φεύγουν, η πόρτα κλείνει, και σαν δεν υπάρχουν πια ξένοι, η κίνηση των φυλακισμένων ζωηρεύει και τα γλεντάκια αρχίζουν. Σε τι ωφελεί η θλίψη και η κατήφεια; Όλα περνούν.
Στα διαμερίσματα των φυλακών Συγγρού
Διασκελίζοντας λοιπόν το κατώφλι των επανορθωτικών φυλακών Συγγρού, ντάλα μεσημέρι παραμονή της Πρωτοχρονιάς, βρισκόμαστε ανάμεσα στους ταπεινούς και περιφρονημένους της ζωής, στους έγκλειστους. Για μια στιγμή, λησμονούμε ότι μέσα εκεί εκατοντάδες συνανθρώπων μας χλωμιάζουν πίσω από τα βαριά κάγκελα και ανακατεύουν το μόλυσμα στα χνώτα τους.
Άλλωστε, οι φυλακές Συγγρού, αν συγκριθούν με τις υπόλοιπες φυλακές-μπουντρούμια, είναι για τον τόπο μας φυλακές ιδεώδεις. Μέσα η ζωή σφύζει. Και στους διαδρόμους, φύλακες με φυλακισμένους κινούνται, βηματίζουν, συνομιλούν, γελούν.
«Πάει κι αυτός. Τον φάγαμε.»
«Πόσα μένουν ακόμα, Αργύρη;»
«Δυόμισι. Βγάλε το τρίτον αναστολή ποινής, δεκατέσσερις μήνες. Κι εσύ;»
«Βλαστήμα τα! Έξι χρονάκια ακόμη. Μα θα δουλέψει εκατονταετηρίδα. Κάτι θα γίνει.»
Αλήθεια όμως, τι πένθιμο πανηγύρι αυτή η κίνηση μέσα στους διαδρόμους και τα προαύλια! Κι ακόμα, πόσα πρόσωπα γνωστά που τα είχαμε χάσει ξαφνικά –έτσι για να θυμόμαστε ότι η φυλακή είναι ένα τραγικό ενδεχόμενο– τα ξαναβλέπουμε ν’ ακουμπούν τους αγκώνες στα πρεβάζια των παραθύρων ή να στρέφουν τα νώτα τους για να μην τους δεις.
Έχουν όμως ήδη αρχίσει να σχηματίζονται κύκλοι και παρέες. Και τι εκδημοκρατισμός! Η έννοια της δημοκρατίας είναι στην ωραιότερή της εφαρμογή. Τραπεζίτες, επιστήμονες, ανάμεικτοι με άσημους ανθρωπάκους, που μια κακή περίσταση τους έριξε μέσα στα κελιά της φυλακής. Όλοι είναι βγαλμένοι έξω στα προαύλια του κτιρίου και εννοούν να ξεχάσουν την τύχη τους, να λησμονήσουν τη θέση στην οποία βρίσκονται και να χαρούν.
Άλλοι πάλι, οι μελαγχολικότεροι, δεν είναι στους διαδρόμους. Μέσα στα κελιά τους, καθισμένοι στα κρεβάτια, διαβάζουν, γράφουν ή κοιμούνται. Και εκτός από αυτούς, υπάρχουν μερικοί, οι πιο δυστυχισμένοι αυτοί, που αν και δεν είναι καταδικασμένοι σε θάνατο, όμως κάποτε, αργά ή γρήγορα, πρόκειται να εκτελεστούν από κάποια αρρώστια που έχει χρονίως πλέον φωλιάσει μέσα τους.
Οι φυλακισμένοι διασκεδάζουν
Στο προαύλιο, ένας κατάδικος με ένα πακέτο γεμάτο μοιράζει κουραμπιέδες στους άλλους.
«Να ‘χαμε κι ένα κονιακάκι!»
Πού τέτοια τύχη όμως! Τα ποτά είναι τελείως απαγορευμένα. Μια μικροπαρέα από φοιτητές παίζει κιθάρα και τραγουδάει. Τέσσερεις πέντε στην άλλη άκρη χορέυουν, ενώ στη μέση της αυλής μια παρέα από δέκα δεκαπέντε άτομα ακούει το γραμμόφωνο. Παίζει την πλάκα που τους ξετρελαίνει περισσότερο, γιατί έναν έναν τους περιλαμβάνει όλους. «Τον υμνούμενον, τον δοξολογούμενον. Αθηναίο γκάγκαρο, πειραιώτη μαουνιέρη, κερκυραίο κλαπαδόρο και πατρινό τι χαμπάρια μάστορη…»
«Μπράβο, άκου τα κερκυραϊκά.»
«Πάψε συ, βρε Ανδρέα από τον Βόλο και θα ακούσεις και τα δικά σου.»
Και ύστερα εν χορώ όλοι μαζί: «Τον υμνούμενον, τον δοξολογούμενον».
Ένας έχει ανέβει, εν είδει βάθρου ρητορικού, στους ώμους ενός συγκατάδικού του, για να βγάλει λόγο. Είναι ο Καζαμίας της φυλακής και πρόκειται να κάνει το προγνωστικό του νέου έτους.
«Κύριοι», κραυγάζει. «Κατά το αισίως ερχόμενο έτος, πρόκειται να λάβει χώρα μια τεράστια ανακάλυψη από τον δόκτορα Στράκε Χάουζεν. Θα είναι η ανακάλυψη αυτή ένα βήμα μεγάλο για την κατάργηση του θανάτου. Γι’ αυτό και από όλα τα κράτη θα χαρισθούν οι ποινές και θα απολυθούν όλοι οι φυλακισμένοι…»
«Ε, μα βέβαια, γιατί εμείς οι ισοβίτες, αλίμονό μας», διακόπτει κάποιος. «Θα πιαστούμε κορόιδα».
«Θα κλείσουν λοιπόν οι φυλακές. Και όχι μόνο αυτό, αλλά…»
«Ξέρετε τι λέει μια σοφή λαϊκή παροιμία; Όποιος πεινάει, καρβέλια ονειρεύεται.»
Η ώρα έχει περάσει. Το λυκόφως αρχίζει να πέφτει σιγά σιγά, πρόδρομος του σκοταδιού της νύχτας. Η καμπάνα της φυλακής χτυπά δυνατά, για να σημάνει την επιστροφή στους θαλάμους. Η αμείλικτη πραγματικότητα ξαναζητάει τα δικαιώματά της, σαν να θέλει να πει:
«Τι ματαιοπονείτε; Μέσα στα σίδερα δεν υπάρχει χαρά. Υπομονή!»