Αθήνα, Παρασκευή 1 Σεπτεμβρίου 1932. Επιστροφή στην χειμερινή ώρα μετά την πρώτη πειραματική αλλαγή της σε θερινή στις 6 Ιουλίου του ίδιου έτους. Με αφορμή τις συγχύσεις και τα προβλήματα από το πρωτόγνωρο αυτό μέτρο καθώς και την ζωηρή εντύπωση που έκανε αυτή η καινοτομία στους Αθηναίους, ο μεσοπολεμικός μας ανταποκριτής πιάνει ψιλή κουβέντα με τον δημοσιογράφο Πέτρο Πικρό.
Πως αντέδρασαν οι Αθηναίοι στην αλλαγή της ώρας;
Τι τράβηξαν πάλι οι αθηναίοι αλλά και οι απανταχού της Ελλάδας νεοέλληνες! Και φυσικά όπως δεν ήταν δυνατόν να μην γίνει, γκρίνιαζαν πάλι μ’ αυτό οι ίδιοι ακριβώς που είχαν γκρινιάξει και κατά την πρώτη αλλαγή!
Πάντως ασχέτως προς την καταρχήν γκρίνια, της οποίας ο αντίκτυπος έγινε αισθητός όλη την μέρα, η αρχική αιτία της συγχύσεως αυτής συνίστατο στο ότι περίπου κανείς δεν γνώριζε ακριβώς μέχρι το απόγευμα της προηγούμενης αν θα άλλαζε οριστικά ή δεν θα άλλαζε η ώρα. Και τούτο γιατί είχε διαδοθεί πως δεν αποκλείεται να παραταθεί η θερινή ώρα μέχρι τις 15 Σεπτεμβρίου.
Πως το αντιμετώπισε ο κόσμος;
Ήταν πολλοί, οι περισσότεροι, εκείνοι που έκριναν σκόπιμο να καταργήσουν και την θερινή και την χειμερινή ώρα, να περάσουν όπως-όπως τη νύχτα τους και να βεβαιωθούν το πρωί αν έχει αλλάξει ή όχι η ώρα.
Εντωμεταξύ όμως, από τα μεσάνυχτα και πέρα, εκείνη που είχαν ανάγκη να ξέρουν την ακριβή τρέχουσα ώρα δεινοπάθησαν όχι λίγο, ενώ πάλι άλλοι οι καλώς πληροφορημένοι βρήκαν τρόπο να κερδοσκοπήσουν.
Ποιοι ήταν δηλαδή οι κερδισμένοι και ποιοι οι χαμένοι αυτής της αλλαγής;
Όπως η κάθε αλλαγή κοινωνικού θεσμού έχει τα θύματα της και τους κερδοσκόπους της έτσι και η αλλαγή της ώρας έχει τους κερδισμένους της και τους χαμένους της.
Κερδισμένοι λόγου χάριν ήταν οι καταστηματάρχες εκείνοι που σε πείσμα του αστυφύλακα που δεν ήξερε αν πρέπει να τους γράψει ή όχι άφησαν τα καταστήματα τους ανοιχτά μια ώρα αργότερα. Χαμένοι πάλι ήταν οι υπάλληλοι οι οποίοι εργάστηκαν μια ώρα περισσότερο ή εκείνοι που την επόμενη έφτασαν στην εργασία τους μια ώρα νωρίτερα για βρουν κλειστά τα καταστήματα και τα γραφεία.
Κερδισμένοι οπωσδήποτε ήταν οι ξενύχτηδες οι οποίοι είχαν παρέα όλους εκείνους που περίμεναν να έλθει μια η ώρα για να βάλουν τα ρολόγια τους στις δώδεκα. Χαμένοι πάλι βγήκαν εκείνοι που νυστάζουν και που φυσικά δεν τολμούν να πάνε να κοιμηθούν με τις κότες.
Κερδισμένοι ήταν οι θεατρώνες οι οποίοι τελείωσαν μια ώρα αργότερα αλλά είχαν ξεκινήσει και μια ώρα αργότερα. Χαμένοι ήταν οι δυστυχείς θεατριζόμενοι που έχασκαν ως τις έντεκα και μισή στις θέσεις τους και ενώπιον της κλειστής αυλαίας.
Κερδισμένοι βγήκαν οι σοφέρ σε βάρος των χαμένων επιβατών των τραμ και των λεωφορείων τα οποία δεν έσπευσαν να βάλουν τον λεπτοδείκτη των ρολογιών τους μια ώρα πίσω.
Ποια η εντύπωση του κόσμου;
Εκτός των κερδών και των ζημιών ακόμα και εκείνοι που άλλαξαν την ώρα είχαν μια περίεργη εντύπωση. Άλλοι είχαν την εντύπωση ότι τους χαρίστηκε κάτι το σπουδαίο. Μια ολόκληρη ώρα. Σαν να πρόκειται σε αυτήν την ώρα να συμβούν όσα πράγματα δεν συνέβησαν στις άλλες. Άλλοι σπατάλησαν πολλές περισσότερες ώρες αντί της μιας που τους είχε επιστραφεί. Σηκώθηκαν από το κρεβάτι τους μια ώρα αργότερα με την πεποίθηση ότι ήταν δική τους η ώρα αυτή. Αλλά δεν έφτανε αυτό. Ότι είχαν να κάνουν το έκαναν αργά και χωρίς να βιάζονται με την πεποίθηση ότι η επιστραφείσα ώρα τους αφήνει περιθώριο.
Με το πρώτο άλλαγμα της ώρας (σσ: στις 6 Ιουλίου 1932) είχαμε όπως ήταν επόμενο τους νεωρίτες και τους παλαιωρίτες. Εκείνους δηλαδή που για τον έναν ή τον άλλον λόγο χαιρέτησαν ενθουσιωδώς το άλλαγμα της ώρας και εκείνους οι οποίοι είτε από αφηρημάδα είτε εσκεμμένως δεν ήθελαν με κανέναν τρόπο να αλλάξουν την ώρα τους. Με το νέο άλλαγμα της ώρας οι όροι αντεστράφησαν.
Ποιο είναι το γενικό συμπέρασμα από την αλλαγή της ώρας;
Το συμπέρασμα από όλα αυτά είναι ότι και η παλιά και η νέα αλλαγή ώρας δεν αποτελούν ούτε τερατώδη ούτε καν πρωτοφανή φαινόμενα. Σε όλες τις πολιτισμένες χώρες και κάτω από την πίεση οικονομικών αναγκών υπάρχει η θερινή ώρα όπως υπάρχει και η χειμερινή.
Οι οικονομίες που προκύπτουν από την τεχνική αυτή διαρρύθμιση του ημερονυκτίου είναι τέτοιες ώστε να καθίσταται ανάγκη πλέον η αλλαγή αυτή. Το να ζει κανείς μια ώρα αργότερα δεν έχει σημασία. Εφόσον αυτό το «νωρίτερα» ή το «αργότερα» είναι μόνο ονομαστικό. Αλλά και αν είχε σημασία και αν πράγματι μπορούσαμε να προσθαφαιρούμε ώρες στην ημέρα μας, τότε μα την αλήθεια, θα ήταν προτιμότερο να μην είναι κανείς έστω και κατά μια ώρα αργοπορημένος στη ζωή.