Kι ας είμαστε γυναίκες: Ψιλή κουβέντα με την Πάολα Στατσόλι

Ο Λεωνίδας Βαλασόπουλος κάνει μια διαδικτυακή κουβέντα με την Πάολα Στατσόλι

Λίγες μέρες πριν την έναρξη της καραντίνας και μαζί με τα πρώτα κρούσματα του covid-19 στη χώρα μας, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις μας (red n’ noir) το βιβλίο Kι ας είμαστε γυναίκες της Πάολα Στατσόλι, σε μετάφραση του Ηλία Διάμεση.

Το βιβλίο αφηγείται τις ιστορίες δέκα αγωνιστριών, που, από τη δεκαετία του 1970 μέχρι τις αρχές της νέας χιλιετίας και κατά κύριο λόγο στην Ιταλία, έκαναν την επιλογή των όπλων, πραγματοποίησαν παράνομες ενέργειες –συμμετέχοντας σε διάφορες οργανώσεις και χώρους της επαναστατικής αριστεράς– και θυσίασαν τη ζωή τους, καθώς έκαναν πράξη τις επιλογές τους.

Για αυτά τα ζητήματα καθώς και για την κατάσταση στην Ιταλία λόγο του Covid-19 ο Λεωνίδας Βαλασόπουλος έκανε μια διαδικτυακή κουβέντα με την Πάολα Στατσόλι, την οποία παρουσιάζουμε στο κυριακάτικο red n’ noir.

Με την ευκαιρία της κυκλοφορίας της ελληνικής έκδοσης του βιβλίου σου «Κι ας είμαστε γυναίκες», η πρώτη ερώτηση που προκύπτει αυθόρμητα αφορά το κοινό σημείο που κρατάει δεμένες αυτές τις δέκα βιογραφίες επαναστατριών. Ποιο είναι το νήμα που ενώνει αυτές τις ιστορίες, αυτές τις ζωές που σταμάτησαν ή κόπηκαν έξω από την πρεσβεία των ΗΠΑ στην Αθήνα, τους δρόμους της Ρώμης και όχι μόνο, ή σε συνθήκες φυλάκισης και εγκλεισμού;

«Από τη στιγμή που αποφάσισα να γράψω ένα βιβλίο με τις ιστορίες των πολιτικών αγωνιστριών, που στην Ιταλία των αρχών της δεκαετίας του 1970 και μέχρι πιο πρόσφατους καιρούς αποφάσισαν να πάρουν τα όπλα ή και να αγωνιστούν με παράνομα μέσα στο πλαίσιο οργανώσεων ή χώρων της επαναστατικής αριστεράς, έπρεπε να κάνω και μια επιλογή. Αρχικά, αποφάσισα να ασχοληθώ μονάχα με συντρόφισσες που δεν είναι πια στη ζωή. Και αυτό, για να ξεγλιστρήσω από το αστυνομικό ρεπορτάζ και να μιλήσω για την ιστορία, η οποία μπορεί να είναι πολύ πρόσφατη αλλά παράλληλα είναι  πολύ πυκνή σε νοήματα και ζητήματα, των οποίων η επεξεργασία είναι χρήσιμη και σήμερα. Ήταν όμως αναγκαία και μια δεύτερη επιλογή. Μέσα στα χρόνια, μερικές συντρόφισσες της ένοπλης πάλης των δεκαετιών του 1970-80 πέθαναν από ασθένειες ή ατυχήματα. Δεν θα έφτανε ένα βιβλίο για τη διήγηση όλων αυτών των ιστοριών. Επομένως, αποφάσισα να μιλήσω μονάχα για εκείνες τις επαναστάτριες, των οποίων ο θάνατος ήταν άμεσα συνδεδεμένος με την πολιτική στράτευσή τους. Συντρόφισσες που δολοφονήθηκαν από την αστυνομία, που έπεσαν κατά τη διάρκεια δράσεων ή αυτοκτόνησαν κατά τη διάρκεια της φυλάκισής τους. Αρχής γενομένης με την Έλενα Αντζελόνι, την πρώτη σε χρονολογική σειρά, η οποία το 1970 θυσίασε τη ζωή της για την απελευθέρωση του ελληνικού λαού από το καθεστώς των συνταγματαρχών, μέχρι την τελευταία, την Ντιάνα Μπλέφαρι, στρατευμένη στις Ερυθρές Ταξιαρχίες για την οικοδόμηση του Μαχόμενου Κομμουνιστικού Κόμματος (Β.R-P.C.C), η οποία αυτοκτόνησε σε μια φυλακή της Ρώμης, έχοντας υποστεί μια συνθήκη κράτησης τόσο σκληρής, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί βασανιστική. Ενδιάμεσα υπάρχουν η Μαργκερίτα Καγκόλ και η Ανναμαρία Λούντμαν, στρατευμένες στις Ερυθρές Ταξιαρχίες (B.R), η Ανναμαρία Μαντίνι των Ένοπλων Προλεταριακών Πυρήνων (Ν.Α.Ρ), η Μάρμπαρα Ατσαρόνι της Πρώτης Γραμμής (P.L), η Βίλμα Μόνακο της Ένωσης Μαχόμενων Κομμουνιστών (U.C.C). Έπειτα, δυο συντρόφισσες που πήρανε μέρος σε παράνομες δράσεις στο πλαίσιο ομάδων και οργανώσεων της Εργατικής Αυτονομίας, η Μαρία Αντονιέττα Μπέρνα και η Λάουρα Μπαρτολίνι. Σε πιο πρόσφατους καιρούς, η Μαρία Σολεδάδ Ρόσας, η Σόλε, αναρχική, Αργεντίνα καταληψίας, η οποία συνελήφθη τον Μάρτιο του 1998 στο Τορίνο μαζί με δυο συντρόφους της και κατηγορήθηκαν για κάποιες δράσεις σαμποτάζ στην κοιλάδα της Σούσα, ενάντια σε εργοτάξια για τα τραίνα υψηλής ταχύτητας (TAV). Η έκδοση περιέχει συμπληρωματικά ιστορικά παραρτήματα για τις πολιτικές οργανώσεις και τους χώρους από τους οποίους προέρχονται αυτές οι συντρόφισσες.   

Το βιβλίο προσπαθεί να δέσει το νήμα της μνήμης, αλλά θέλει και να συνδράμει στην επεξεργασία του σήμερα, στα ζητήματα που ανοίγονται για τη ριζική, την επαναστατική μεταβολή της κοινωνίας. Αν και σε σύγκριση με τις δεκαετίες του ʼ70 και του ʼ80 του εικοστού αιώνα πολλά πράγματα είναι αυτά που έχουν αλλάξει, σίγουρα δεν έχει ελαττωθεί η αναγκαιότητα του αγώνα για μια κοινωνία βασισμένη στην κοινωνική δικαιοσύνη.»       

Η έκδοση περιλαμβάνει και μια αμερικάνικη ιστορία, γραμμένη από τη Σίλβια Μπαραλντίνι, μια αγωνίστρια δραστήρια στις ΗΠΑ των 70s στην υπόθεση της αφροαμερικάνικης απελευθέρωσης, για την οποία και βρέθηκε έγκλειστη –για σχεδόν δυο δεκαετίες– στις φυλακές «του πιο ελεύθερου κράτους του κόσμου», μέχρι την επιστροφή, τον εγκλεισμό και την απελευθέρωσή της στην Ιταλία. Θέλεις να αναφερθείς συνοπτικά στην ιστορία της –μιας και δεν είναι πολύ γνωστή στην Ελλάδα–, καθώς και στη συνεργασία σας σε αυτήν την έκδοση;

«Η Σίλβια είναι μια συντρόφισσα πολύ γνωστή στην Ιταλία, αλλά αναφορικά με την ιστορία της είναι γνωστή κυρίως η βαριά καταδίκη της στις ΗΠΑ, οι βάρβαρες συνθήκες κράτησης, τα χρόνια απομόνωσής της σε μια υπόγεια φυλακή, κατά τη διάρκεια των οποίων αναπτύχθηκαν οι καμπάνιες αλληλεγγύης που κατάφεραν να επιτύχουν τη μεταφορά της στην Ιταλία το 1999. Με τη συμβολή της σε αυτό το βιβλίο, η Σίλβια θέλησε όμως να διηγηθεί για πρώτη φορά τις αιτίες και τους σημαντικούς σταθμούς της πολιτικής εμπειρίας της στις ΗΠΑ, όπου και είχε μεταναστεύσει μαζί με την οικογένειά της, η οποία ξεκίνησε με το κίνημα ενάντια στον πόλεμο στο Βιετνάμ και σύντομα εξελίχτηκε σ’ έναν αποφασιστικότερο και ριζοσπαστικότερο αγώνα ενάντια στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό. Η συμπαράστασή της στον αγώνα για την αυτοδιάθεση του αφροαμερικανικού λαού –παράλληλα με τη στράτευσή της στο φεμινιστικό κίνημα– την ώθησε να υποστηρίξει την ένοπλη πάλη και να δράσει ως αλληλέγγυα του Μαύρου Απελευθερωτικού Στρατού. Για αυτήν τη συνεισφορά, καθώς και για τη συμμετοχή της στην απόδραση της αφροαμερικανής επαναστάτριας  Ασσάτα Σακούρ από τη φυλακή, η Σίλβια συνελήφθη τον Νοέμβρη του 1982. Καταδικάστηκε σε 44 χρόνια κάθειρξης για ένταξη και συμμετοχή σε οργάνωση και γιατί αρνήθηκε να συνεργαστεί με το δικαστικό θεσμό του grand jury. Μεταφέρθηκε στην Ιταλία το 1999, όπου και έκτισε το υπόλοιπο της ποινής. Αποφυλακίστηκε τον Σεπτέμβρη του 2006. Ένας ακόμη λόγος που ώθησε τη Σίλβια να συνεισφέρει σε αυτό το βιβλίο ήταν η επιθυμία αμφισβήτησης ορισμένων πεποιθήσεων μέρους του κινήματος που αναπτύχθηκε με στόχο την αποφυλάκισή της, βάσει των οποίων ήταν ένα «αθώο θύμα» που καταδικάστηκε μονάχα για τις ιδέες της. Η Σίλβια από την πλευρά της θέλησε να υπογραμμίσει το γεγονός ότι η –αναμφίβολα βαριά– καταδίκη της ήταν συνέπεια των συνειδητών και ριζοσπαστικών πολιτικών επιλογών της. 

Οι εμπειρίες που είχα μαζί με τη Σίλβια κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων που κυκλοφόρησε το βιβλίο ήταν ενδιαφέρουσες και συγκινητικές. Κάναμε μαζί σχεδόν διακόσιες παρουσιάσεις και εκδηλώσεις σε όλη την Ιταλία, σε κοινωνικά κέντρα, κατειλημμένους χώρους, έδρες οργανώσεων και επιτροπών. Υπήρξε ένα έντονο ενδιαφέρον το οποίο δεν το περιμέναμε, κυρίως από νεαρούς συντρόφους και συντρόφισσες. Ενδιαφέρθηκαν για το παρελθόν, για τη μνήμη, αλλά και για να αποπειραθούν ν’ αντιληφθούν ποια είναι τα σημερινά καθήκοντά μας. Αυτό για εμάς ήταν πολύ σημαντικό, αφού ένας από τους σκοπούς του βιβλίου –εκτός από την ανάδειξη της μνήμης των προσωπικοτήτων αυτών των πολιτικών αγωνιστριών– ήταν ακριβώς ν’ αντιληφθούμε πώς πρέπει να δράσουμε σήμερα, μέσα σε μια δύσκολη συνθήκη, στην οποία όμως δεν υπάρχουν –κατά τη γνώμη μας– εφικτοί τρόποι διαφυγής. Η επαναστατική υπόθεση παραμένει ο μοναδικός πιθανός δρόμος για ένα πραγματικό ξεπέρασμα μιας κοινωνίας βασισμένης στην εκμετάλλευση και την καταπίεση.»     

Πυροβολήστε πρώτα τις γυναίκες! Αυτές οι λέξεις είναι ειπωμένες από έναν διευθύνοντα των αντιτρομοκρατικών ταγμάτων της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας των 70s. Αυτός ο αξιότιμος υπηρέτης της εξουσίας του δημοκρατικού Ράιχ αιτιολογούσε αυτήν την ετυμηγορία του, εξηγώντας ότι οι γυναίκες που φτάνουν να κάνουν επιλογές τόσο ριζοσπαστικές όσο οι ένοπλες έχουν ξεπεράσει όρια, ρόλους και προκαταλήψεις πολύ βαθύτερες από εκείνες των συντρόφων τους, επομένως ο θάνατός τους είναι πολύτιμος. Εσύ τι λες;

«Για μια γυναίκα, ιδιαίτερα στις αρχές της δεκαετίας του 1970, ήταν σίγουρα πολύ πιο δύσκολο να κάνει μια ριζοσπαστική επιλογή, όπως η ένοπλη, η οποία ορισμένες φορές περιελάμβανε επίπονες συνέπειες, όπως ο αποχωρισμός από τα παιδιά της. Επομένως, αυτή η επιλογή απαιτούσε και μια μεγαλύτερη συνειδητοποίηση. Στις ιταλικές ένοπλες οργανώσεις των δεκαετιών 1970-80 (σε αντίθεση με τις μεταγενέστερες, όπως οι B.R- P.C.C), οι γυναίκες ήταν αριθμητικά λιγότερες συγκριτικά με τους συντρόφους τους, δεν είχαν όμως διαφορετικούς ρόλους και καθήκοντα μέσα στις οργανώσεις.

Στην εγκληματική προτροπή για δολοφονία των στρατευμένων επαναστατριών που αναφέρεις στην ερώτησή σου, περιέχεται όμως και ένα στοιχείο που πολλές φορές δεν αναγνωρίζεται στις γυναίκες μαχήτριες: η αναγνώριση μιας επιλογής. Πράγματι, από την αστική πλευρά, υπήρξε ανέκαθεν απόπειρα να υποβαθμίσουν τον αυτόνομο ρόλο των συντροφισσών, θεωρώντας ότι βρέθηκαν μέσα στην ένοπλη πάλη όχι από δική τους επιλογή, αλλά είτε για ν’ ακολουθήσουν τους άντρες τους είτε εξαιτίας προσωπικών αδιέξοδων και κακών συναναστροφών. 

Το βιβλίο θέλει ν’ αποφύγει τις δυο αντίθετες αντιδράσεις, την αγιοποίηση και τη δαιμονοποίηση, και να εντάξει αυτές τις ζωές μέσα στο πλαίσιό τους, ανατρέχοντας σε μια εποχή όπου οι παράνομες και βίαιες μορφές πάλης αποτελούσαν κληρονομιά για το σύνολο της ανταγωνιστικής αριστεράς.»

Δεδομένου του γεγονότος ότι οι ερωτήσεις αυτές γράφονται τη στιγμή που ο κόσμος βρίσκεται σε μια αρκετά δυστοπική συνθήκη, σε πόλεμο ενάντια στον ιό Covid-19, και η Ιταλία σε καραντίνα, σε κατάσταση μόνιμης έκτακτης ανάγκης και απαγόρευσης κυκλοφορίας, θέλεις ν’ αναφερθείς λίγο στο κλίμα που επικρατεί στη χώρα;

«Αυτές τις μέρες στην Ιταλία βρισκόμαστε αντιμέτωποι με “θωρακισμένα” σενάρια, τα οποία ποτέ δεν είχαμε φανταστεί ότι θα ζήσουμε. Μια κατάσταση πολέμου και τρόμου, η οποία φυσικά μπλοκάρει και όλες τις κοινωνικές και πολιτικές πρωτοβουλίες. Πρόκειται σίγουρα για μια δύσκολη συνθήκη, για όλους και όλες, περισσότερο ακόμα για άτομα σαν κι εμένα, με ογκολογικές παθήσεις ή άλλες σοβαρές ασθένειες. Όμως, σε καταστάσεις όπως αυτή, αναδεικνύονται αναμφίβολα και τα ουσιαστικά και βαθύτερα χαρακτηριστικά του καπιταλιστικού συστήματος. Ενός συστήματος που κατεδάφισε τη δημόσια υγεία με περικοπές και κλεισίματα νοσοκομείων, παρέχοντας ταυτόχρονα τεράστιους πόρους για εξοπλισμούς μαζικής καταστροφής. Ενός συστήματος που κλείνει τους ανθρώπους μέσα στα σπίτια τους (όσους έχουν ένα σπίτι για να κλειστούν μέσα…) και ταυτόχρονα δεν σταματάει την παραγωγή. Με τον εκβιασμό της απόλυσης, εξαναγκάζει ένα πλήθος εργατών να δουλεύει χωρίς τα απαραίτητα μέτρα ασφαλείας, που δεν σχετίζονται μονάχα με αυτά για την τρέχουσα επιδημία. Πρόκειται για συνθήκες που πυροδότησαν δεκάδες αυθόρμητες απεργίες, ενώ η αστική τάξη “ανακαλύπτει” και πάλι την κεντρικότητα του εργοστασίου, μετά από άπειρες αφηγήσεις για το τέλος της εργατικής τάξης. Αναδύονται επίσης σημαντικές μορφές διαμαρτυρίας και κοινωνικής αλληλεγγύης, καθώς και μια μεγάλη δοκιμασία αφοσίωσης από την πλευρά των γιατρών και των νοσηλευτών του δημόσιου συστήματος υγείας, στοιχεία που είναι σημαντικό ν’ αναδειχθούν και να αξιοποιηθούν όταν θα έχουμε βγει από την κατάσταση έκτακτης ανάγκης.

Αυτές τις μέρες οι φυλακές τινάχτηκαν στον αέρα. Η αφορμή για το ξέσπασμα ήταν η απαγόρευση των αδειών και των επισκεπτηρίων μεταξύ των κρατουμένων και των συγγενών τους. Όμως στον πυρήνα των εξεγέρσεων, με πολλούς θανάτους κρατουμένων που δεν έχουν ως τώρα εξηγηθεί, βρίσκονται οι προϋπάρχουσες συνθήκες, κυρίως ο τεράστιος υπερπληθυσμός και συνεπώς οι άσχημες συνθήκες υγιεινής και περίθαλψης. Σε γενικές γραμμές, οι πραγματικές ευθύνες βαραίνουν –όπως πάντα– εκείνους που διαχειρίζονται αυτό το σύστημα και τις φυλακές του. Επομένως, αυτή η κατάσταση δεν κάνει άλλο από το να επιβεβαιώνει αυτό που ξέραμε εδώ και καιρό: Για να ζήσουμε σ’ έναν κόσμο πιο ελεύθερο και δίκαιο, δεν υπάρχει άλλος δρόμος από εκείνον της ανατροπής του καπιταλισμού. Συνεπώς, ακόμα κι αν τα φαινόμενα μας κάνουν να σκεφτόμαστε το αντίθετο, σήμερα –περισσότερο από ποτέ– είναι καιρός για επανάσταση!» 

Καμία δημοσίευση για προβολή