Μαύρο δελφίνι ΙΧ

Ένατο επεισόδιο

Ο ταξίαρχος Βερόνης Βαλσαμάκος ήταν πολύ ενοχλημένος εκείνο το πρωινό Δευτέρας, ίσως και εκνευρισμένος.

Η συνάντηση στο γραφείο του υπουργού νωρίτερα δεν είχε πάει καθόλου καλά.

Ο υπουργός, κατσάδιασε τον ίδιο και δύο ανωτέρους του, έναν στρατηγό και έναν υποστράτηγο της Ελληνικής αστυνομίας, για τις δολοφονίες-συμβόλαια θανάτου όπως όλα έδειχναν από επαγγελματία δολοφόνο- του  τελευταίου διαστήματος.

-Είσαστε άχρηστοι. Αν δεν μπορείτε να κάνετε σωστά την δουλειά σας να πάτε σπίτια σας και να αναλάβουν άλλοι πιο άξιοι. Περιμένω μέχρι το τέλος του μήνα απτά αποτελέσματα ή τις παραιτήσεις στο γραφείο μου. Δεν φθάνει που έχω τους  αναρχοάπλυτους να καίνε την Αθήνα, έχω και αυτούς τους φονιάδες. Και ‘σεις ανίκανοι δεν μπορείτε να τους συλλάβετε. Να τους στείλετε πακέτο στον εισαγγελέα.

Τον άκουγαν με κατεβασμένο το κεφάλι. Και τι να πούνε δηλαδή. Ήταν ο πολιτικός τους προϊστάμενος, γνωστός για τις ακροδεξιές του πεποιθήσεις, πρόσφατα υπουργοποιημένος, προσωπική επιλογή του ίδιου του πρωθυπουργού. Τέλος. Δεν μιλάς εκεί δεν δικαιολογείσαι, δεν αρχίζεις τα μα και μου. Κατεβάζεις το κεφάλι και κρατάς ραμμένο το γαμημένο στόμα σου αν δεν θέλεις να πέσουν κεφάλια. Το δικό σου κεφάλι.

-Αυτό μου έλειψε, σκέφθηκε ο ταξίαρχος. Τριάντα χρόνια ευδόκιμης υπηρεσίας, τριάντα χρόνια αποτελεσματικής θητείας, να πάνε στράφι για έναν καρεκλοκένταυρο.

Η αλήθεια βέβαια ήταν λίγο διαφορετική. Έφτασε μέχρι εδώ σέρνοντας και γλύφοντας.

Στο υπόγειο πάρκινγκ της αστυνομικής διεύθυνσης Αττικής, μπήκε με το προσωπικό του αυτοκίνητο. Ένα τζιπ BMW Χ5 αγορασμένο προνομιακά, λόγω υπηρεσίας, από τα κατασχεθέντα του ΟΔΥΥ. Στην είσοδο χαιρέτισε το σκοπό και αφού πάρκαρε κατευθύνθηκε στο ασανσέρ για να ανέβει στον 11ο όροφο.

Η γραμματέας του μία πολιτική υπάλληλος της αστυνομίας, τον περίμενε στην θέση της, ένα μικρό γραφείο στον προθάλαμο, έξω από το δικό του.

«Κάλεσε όλους από το ανθρωποκτονιών, σε μισή ώρα  συνάντηση στην αίθουσα συσκέψεων. Δεν θα δεχτώ να λείπει κανένας», είπε με επιτακτικό ύφος.

«Μάλιστα κύριε ταξίαρχε.»

Η γραμματέας είχε σηκώσει ήδη το ακουστικό και σχημάτιζε το πρώτο τηλέφωνο. Ο Βερόνης, όπως το αποκαλούσε όταν ήταν οι δυο τους, ήταν φουρτουνιασμένος. Και τέτοιες στιγμές πάντα τις  χειριζόταν διακριτικά και μάλλον τυπικά.

Έκλεισε την πόρτα με δύναμη και κάθισε στο γραφείο του. Έβγαλε από το κρυφό μπαρ ένα μπουκάλι Cardhu 12άρι και ένα ουισκοπότηρο. Το γέμισε μέχρι την μέση και το ήπιε μονορούφι.

Όταν μπήκε 30 λεπτά αργότερα στην αίθουσα, ήταν ήδη όλοι εκεί.

Ο Βερόνης ξεκίνησε χωρίς περιστροφές, καθισμένος  σε κάτι σαν έδρανο για τις συνεντεύξεις τύπου.

«Δεν με νοιάζει τι θα κάνετε. Κόψτε το κεφάλι σας, αλλιώς θα κόψει ο υπουργός τα κεφάλια όλων μας.»

Αυτό κι αν ήταν ψέμα και το ήξερε. Καθώς μόνο το δικό του κεφάλι κινδύνευε να πέσει από τους ώμους. Εκείνος κινδύνευε να καρατομηθεί και γι’ αυτό έπρεπε να τους τρομάξει. Ο Ταξίαρχος συνήθιζε να  χρησιμοποιεί προηγμένες τακτικές  ανάκρισης με εσκεμμένα ψέματα όταν ήθελε να χειραγωγήσει κάποιον.

«Ενεργοποιήστε όλες διαθέσιμες πηγές. Από τον πιο μεγάλο πληροφοριοδότη, μέχρι τον πιο τελειωμένο. Κινητοποιήστε κάθε συνάδελφο απο κάθε υπηρεσία. Μέχρι και  τον τελευταίο τροχονόμο. Ψάξτε. Θέλω αποτελέσματα. Βρείτε αυτόν ή αυτούς τους πούστηδες που έχουν αιματοκυλίσει την Αθήνα.

Αλλά και εδώ δεν έλεγε  όλη την αλήθεια. Ο Ηλίας Μπράτσος ο dj, ήταν ο καλύτερος έμμισθος χαφιές του, και τώρα ήταν νεκρός.

Ο Βερόνης Βαλσαμάκος, τον είχε πιάσει πριν καμιά δεκαριά χρόνια για λαθρεμπόριο όπλων. Ρουφιάνεψε όλους όσους είχαν εμπλακεί και έτσι ο ταξίαρχος είχε διαλύσει το κύκλωμα, δρέποντας δάφνες λαμπρές.

«Ερωτήσεις!»

«Μέχρι πότε έχουμε dead line;»

«Χθές!» αναστέναξε και είπε με δήθεν πατρικό ύφος: «Σε δεκαπέντε μέρες βαριά, πρέπει να έχουμε καθαρίσει την κόπρο του Αυγείου.»

«Τι μπάτζετ έχουμε;»

«Τα γνωστά μυστικά κονδύλια για τους εντός μισθολογίου. Για τους υπόλοιπους πιέζουμε με ότι παρανομία είναι χωμένος ο καθένας.»

Ακούστηκε ένας ψίθυρος από κάτω.

«Ό,τι έχετε να ρωτήσετε, ρωτήστε δυνατά, όχι μεταξύ σας. Μπάτσος είμαι όχι παιδονόμος, είπε ο ταξίαρχος απαξιωτικά.»

«Αφεντικό, πιστεύεις ότι έχουν σχέση  μεταξύ τους οι δολοφονίες;» ρώτησε ο Μαυράκης.

«Είναι ένας ο εκτελεστής ή πολλοί;» ρώτησε ο Παρασχίδης.

«Αυτή είναι δική σας δουλειά κύριοι να το βρείτε. Τελειώσαμε εδώ.»

Από το παράθυρο του γραφείου του κοίταγε απέναντι την ιδιωτική κλινική. Κόσμος μπαινόβγαινε.

«Γαμώτο, γαμώτο, πρέπει να βρω καινούργιο σπιούνο και οι καλοί σπανίζουν».

Αποφάσισε να κάνει μία βόλτα στο κέντρο  σε κάποια στέκια. Έβγαλε την στολή και κλείδωσε το υπηρεσιακό όπλο στο ντουλάπι, παίρνοντας ένα βρώμικο Smith and Wesson M&P,καβατζωμένο από κάποια επιχείρηση. Κλείδωσε και βγήκε.

Στο υπόγειο βρήκε τον Σπήλιο. Έναν 70αρη πολιτικό υπάλληλο στα πρόθυρα της σύνταξης.

«Έχουμε κανένα αμάξι καινούργιο διαθέσιμο;»                                                

«Ένα κλεμμένο σμαρτάκι, τα κλειδιά είναι πάνω. Φέρνω τα χαρτιά για τζίφρα. Υπέγραψε τα χαρτιά μέσα από το παράθυρο. Σε λίγο κατέβαινε την Λ. Αλεξάνδρας. Έκανε μία μεγάλη βόλτα. Εξάρχεια, Ομόνοια, Βικτώρια, Αγ. Παντελεήμονα. Τζίφος! Όλα τα στόματα ήταν ερμητικά κλειστά. Είχε την φήμη σκληρού μπάτσου. Δεν ξεχώριζε μικρούς και  μεγάλους κακοποιούς. Ήταν αδυσώπητος. Ακόμα και με τους φτωχοδιάβολους όπως του έλεγε ο φίλος του ο Τάκης ο δημοσιογράφος του αστυνομικού ρεπορτάζ. Ακόμα και αυτούς τους θεωρούσε  εν’ δυνάμει επικίνδυνους εγκληματίες.

Γύρω στις 5:00 το απόγευμα γύρισε στο γραφείο. Η γραμματέας του είχε σχολάσει. Κρίμα γιατί θα ήθελε να τον χαλαρώσει λίγο απο την ένταση. Δεν ήταν ιδιαίτερα εμφανίσιμη, αλλά κατείχε καλά την τέχνη της Κλεοπάτρας στην πεολειχία.

Με το ξεχασμένο ποτήρι, ξέχειλο τώρα με ουίσκι, άρχισε να κάνει κάποια τηλεφωνήματα. Τζίφος και πάλι. Και τότε μία λάμψη πέρασε από το μυαλό του.

Ο Μπράτσος του είχε μιλήσει για έναν φίλο του μπράβο που ήθελε πως και πως να μπει στο κουρμπέτι σαν έμμισθος πληροφοριοδότης.

Δεν θα το έλεγες και κολεγιόπαιδο τον Άντι. Το πραγματικό του όνομα ήταν Ανδρέας Μαργιολάκης με πλούσιο βιογραφικό στο έγκλημα, όπως τον πληροφορούσαν τα αρχεία της υπηρεσίας στον υπολογιστή. Κάτοικος Ζωνιανών Ρεθύμνης. Κατηγορήθηκε για φυτείες χασίς και όπλα. Ένας μπάρμπας του τοπικός πολιτευτής τον βοήθησε να ξελασπώσει. Στην Αθήνα όταν ήρθε ήταν στην βάση της εγκληματικής αλυσίδας, πλην όμως πολύ φιλόδοξος. Άκουσε κάποια χρονάκια από τον δικαστή για προστασία σε νυχτερινά μαγαζιά. Κατηγορήθηκε για την δολοφονία ενός Πακιστανού μετανάστη αλλά συνέλαβαν μετά από υπόδειξη του έναν έφηβο με τον οποίο ήταν στην ίδια ακροδεξιά οργάνωση. Μέχρι που τον πήρε στην δούλεψη του ένας Αλβανός τοκογλύφος γνωστός στην πιάτσα σαν Ιανός.

«Έλα Άντι. Εδώ Βερόνης Βαλσαμάκος, που σε βρίσκω;». Σε μισή ώρα στην γνωστή καφετέρια στην Πλατεία Αργεντινής. Το έκλεισε πριν ο άλλος πάρει ανάσα….

Στην πραγματικότητα ήταν κωλάδικο, στο οποίο σύχναζαν άτομα  του σιναφιού του. Αν και ήξεραν ότι  υπάρχει κονσομασιόν έκανα τα στραβά μάτια, με το αζημίωτο εννοείται, συν τα κερασμένα κορίτσια και ποτά. Στο μαγαζί έσκαγε όλη η καλή κοινωνία. Στελέχη επιχειρήσεων με κοχίμπα και μοντεκρίστο. Χρυσά αγόρια με παραφουσκωμένα πορτοφόλια, με πρόσχημα κάποιο εταιρικό γεύμα, να ξεδίνουν με τις πανέμορφες υπάρξεις στο πίσω δωμάτιο ή σε κάποιο κοντινό ξενοδοχείο, αμφιβόλου ποιότητας. Έτρωγες σε πλεύριζαν οι γκόμενες και αν ήσουν  γενναιόδωρος πέρναγες καλά. Στο μαγαζί έσκαγαν από πράκτορες της μυστικής υπηρεσίας πληροφοριών μέχρι βαθμοφόροι της αστυνομίας αλλά και απλοί αστυνομικοί και χαφιέδες. Όλοι σε κατάσταση αναμονής, μια ανάσα από τα Εξάρχεια….

Το Smith and Wesson μπήκε στο ντουλάπι και το υπηρεσιακό όπλο με την θήκη  στην ζώνη πήρε την θέση του κάτω από το ψαροκόκαλο σακάκι. Η κίνηση στην Λ.Αλεξάνδρας είχε σπάσει. Σε δέκα λεπτά θα ήταν στο προορισμό του.

Ο Άντι φαινόταν να δυσανασχετεί. Με το χακί φλάι τζάκετ και το τεράστιο τατουάζ με τον κέλτικο σταυρό στο σβέρκο τον έκανε να νοιώθει σαν την μύγα μεσ’ το γάλα. Ίσως είχε τραβήξει και καμιά ψιλή κόκα. Όταν είδε τον Βερόνη να μπαίνει σηκώθηκε. Όχι από σεβασμό, αλλά μάλλον από νευρικότητα.

«Τι με κουβάλησες εδώ μέσα σε όλα αυτά τα κυρίζια. Πάμε κάπου αλλού…»

«Παλουκώσου και άκουσε με καλά. Ο Ηλίας ψόφησε και ψάχνω αντικαταστάτη. Μπορείς η να βρω άλλον;»

Τα μάτια του γυάλιζαν. Σίγουρα είχε τραβήξει κόκα.

«Και εγώ τι θα κερδίσω; Γιατί νααααα εμπιστευτώ έναν αστυνομικό.»

Ο Ταξίαρχος Βερόνης Βαλσαμάκος είχε πάει διαβασμένος.

«Άκου μικρέ, αν μου δίνεις χρήσιμες πληροφορίες θα έχεις ένα εξτραδάκι σε αυτά που σου δίνει ο Αλβανός. Επιπλέον θα μπορείς να σφαλιαρώνεις τους άλλους, χωρίς να κινδυνεύεις να ξαναβρεθείς στην μπουζού. Δεν θα δεχτώ όμως σε καμία των περιπτώσεων ακρότητες. Τι λες;»

«Άσε με να το σκεφτώ και θα σου απαντήσω.»

«Τώρα θα απαντήσεις. Έχω κάτι μεγάλο που τρέχει. Θέλω απάντηση όχι τώρα. Χθες.»

«Θέλω μια-δυο μέρες περιθώριο να…»

 Ο ταξίαρχος πήρε το πατρικό ύφος:

«Αντρίκο, ξέρεις πόσοι περιμένουν  να πάρουν την δουλειά. Άσε τις μαλακίες και απάντησε τώρα. Άλλο ένα από τα  εσκεμμένα ψεύδη για να μανιπουλάρει τον απέναντι του, κανείς δεν περίμενε και ο Βερόνης ήταν σε απόγνωση.

«Εντάξει κύριε ταξίαρχε  τι θες να μάθεις;»

*

Την ίδια ώρα ένα απρόοπτο γεγονός  θα άλλαζε την ρότα των σχεδίων του Βιλέν. Οι μπελάδες τον ακολουθούσαν σαν να είχε το μαλακομαγνήτη.

Ένας καυγάς τους ανάγκασε να φύγουν άρον-άρον για την κοντινή Ανάφη.

Εκείνο το βράδυ η Άρια επέμενε να πάνε σε ένα μοδάτο κλάμπ. Ο Βιλέν προτιμούσε τρία συγκεκριμένα και πήγαιναν κάθε βράδυ. Ένα ροκάδικο, ένα με τζαζ και ένα με κλασσική. Για να μην της χαλάσει το χατίρι πήγανε.

Ένας μεθυσμένος τουρίστας την έπεσε άτσαλα στην Αρια. Ο Βιλέν δεν ήθελε να δώσει συνέχεια μιας και ήταν διακοπές. Όσο πιο χαλαρά μπορούσε τον απώθησε, στρίβοντας το χέρι πίσω από την πλάτη και δίνοντας του μία μικρή σμπρωξιά. Έχασε την ισορροπία του και βρέθηκε στο πάτωμα. Εκεί χάθηκε η μπάλα. Ο μεθυσμένος αφηνίασε. Έσπασε ένα μπουκάλι και απειλούσε να τον ξεκοιλιάσει. Με το ποτήρι μαλτ που είχε στο χέρι του ο Βιλέν του κατέβασε την μούρη. Μικρά γυαλιά μπήκαν στον κρόταφο και το μάγουλο  του άλλου, αλλά και στο χέρι του Βιλέν. Παντού αίματα. Οι μπράβοι ειδοποιημένοι με την ενδοεπικοινωνία επιχείρησαν να βγάλουν τον Ρώσο σηκωτό. Πριν το πετάξουν έξω κλοτσηδόν πρόλαβε να φύγει  τραβώντας την Άρια από το χέρι. Στο ξενοδοχείο του έβγαλε τα γυαλιά και έδεσε το  χέρι με μία πετσέτα. Μάζεψαν τα πράγματα τους και κατέβηκαν στο παλιό λιμάνι. Είχαν ακούσει από κάποιο ντόπιο σε μία ταβέρνα να προτείνει σε τουρίστες βόλτα στο  ηφαίστειο με  καίκι. Για καλή τους τύχη ο καπετάν-Γιακουμής κοιμόταν μέσα στο ψαροκάικο. Ακόμα και αν το θέμα έπαιρνε διαστάσεις οι μπάτσοι δεν θα έβρισκαν τίποτα. Στο ξενοδοχείο είχαν χρησιμοποιήσει ένα από τα πλαστά διαβατήρια του Ζένια και μία πλαστή ταυτότητα για την μικρή από τον Ιαν. Ας έψαχναν οι μπάτσοι όσο ήθελαν για τον Σουηδό Sven Jenssen και την Ελληνίδα σύντροφο του Φωτεινή Κουμαριανού. Διαβατήριο και ταυτότητα κατέληξαν στον πάτο της θάλασσας.

«Πάμε γι’ άλλα είπε ο Βιλέν χαμογελώντας στην Αριάδνη.»

Οι μέρες στην Ανάφη πέρασαν χωρίς άλλα απρόοπτα. Μέρες ηλιόλουστες στην παραλία του Ρούκουνα για μπάνιο γυμνοί και μετά για φαγητό στην ταβέρνα της παπαδιάς. Ήταν τυχεροί που βρήκαν μία τρύπα στο Κλεισίδι για δωμάτιο. Όπως είχαν έρθει τα πράγματα δεν είχαν και ιδιαίτερες αξιώσεις.

Ο Βιλέν  γνώριζε καλά όμως πως αυτές οι μέρες ήταν δανεικές.

Όταν όλη η ζωή σου κινείται στο σκοτάδι, η καρδιά σου είναι παγωμένη και η  ψυχή σου είναι ήδη νεκρή, δεν αρκεί να μπει μία αχτίδα ήλιου από μία χαραμάδα για να σε ζεστάνει.

(Τέλος επεισοδίου. Όλα τα επεισόδια εδώ)

Το red n’ noir προτείνει βιβλία:

Καμία δημοσίευση για προβολή