Ο Τάκης Αλιφραγκής, μπορεί να μην ήταν το πρώτο όνομα, αλλά επ’ουδενί δεν ένοιωθε ότι είναι ένας ασήμαντος δημοσιογραφίσκος.
Χρόνια στο κουρμπέτι είχε κάνει κάθε είδους ρεπορτάζ μέχρι να γίνει ένας επιτυχημένος ρεπόρτερ του αστυνομικού ρεπερτορίου.
Στο γραφείο του σαν προϊστάμενος του αστυνομικού ρεπορτάζ, είχε τον δικό του χώρο διαχωρισμένο από των υπολοίπων, των υφισταμένων του, με μελαμίνη και τζαμαρία. Σαν φίρμα είχε απαιτήσει από τον διευθυντή σύνταξης το δικό του γραφείο, μακριά από τα δύο μεγάλα κυκλικά τραπέζια με τους ολοκαίνουργιους Μακ που καθόταν οι πλεμπαίοι, συνήθως άβγαλτα παιδάκια από τις σχολές μέσων ενημέρωσης κάποιου πανεπιστήμιου ή ιδιωτικής σχολής δημοσιογραφίας.
Μοίραζε στους πλεμπαίους ρεπορτάζ που ήξερε ότι δεν είχαν ψωμί. Τα ζουμερά θέματα τα κρατούσε για πάρτη του .Είχε στήσει πάνω σε αυτό ολόκληρη μηχανή.
Αν έβρισκε πριν από τους μπάτσους κάποιο καλό θέμα ετοίμαζε το ρεπορτάζ το κράταγε διπλοκλειδωμένο στο γραφείο του στο Proton Channel, χωρίς να ενημερώσει τον αρχισυντάκτη. Έβρισκε τους εμπλεκόμενους και τους εκβίαζε ότι θα δημοσιοποιήσει τα στοιχεία που έχει και συνήθως ζητούσε διάφορα ποσά συνήθως εξαψήφια και ενίοτε και επταψήφια, αν έβλεπε πώς τον έπαιρνε. Αν του τα σκάγανε έθαβε το θέμα κρατώντας πάντα για ασφάλεια τα στοιχεία. Για να είναι σίγουρος ότι δεν θα του βάλουν παπούτσια από τσιμέντο για να γίνει τροφή στα ψάρια. Αν ο εμπλεκόμενος δεν ενέδιδε τότε ενημέρωνε τυπικά τον αρχισυντάκτη και τον κολλητό του ταξίαρχο. Έκανε το σπικάζ-μόνο τότε δεν είχε καμιά εμπιστοσύνη στους ηχολήπτες και τους μοντέρ- έντυνε το θέμα με πλάνα που έφερνε ο εικονολήπτης και το έβγαζε στον αέρα.
Έτσι είχε χτίσει δύο σπίτια έτσι και είχε μία μικρή θαλαμηγό και ένα εξοχικό στο Πόρτο-Ράφτη.
Ο ίδιος καθόταν στο γραφείο του καπνίζοντας με την εβένινη πίπα καπνό Clan.
Ήξερε απ’ έξω όλους τους κωδικούς της αστυνομίας. Ε12 σήμαινε ληστεία, Ε19 γενικός συναγερμός και το Ε10 ότι βρέθηκε πτώμα.
Αυτά τα θέματα τα μοίραζε στους μικρούς και φιλόδοξους που ήταν διατεθειμένοι να τρέξουν με κρύο και λιοπύρι, με βροχή και με χιόνι για να τα καλύψουν.
Τα δικά του θέματα προερχόταν από αποκλειστικές πληροφορίες μέσα από την Γενική Αστυνομική Διεύθυνση ή δικές του ανεξάρτητες πηγές στην πιάτσα.
Ήταν φιλόδοξος, με χαρακτηριστικό θράσος άνοιγε όλες τις πόρτες, εκτός από μια. Αυτή του υπουργού δημόσιας τάξης. Το γεγονός ότι ήταν γιός αντάρτη-αν και ο ίδιος ιδεολογικά ανήκε στον κεντροδεξιό χώρο-τον έκανε αντιπαθή στον καραγκιόζη που νόμιζε ότι ζει στην εποχή του εμφυλίου.
«Χεστήκαμε» σκέφτηκε. «Αν έχεις πηγές σαν τον Ταξίαρχο Βαλσαμάκο δεν δίνεις δεκάρα τσακιστή γι’ αυτόν τον ψωνισμένο. Σήμερα είναι αύριο δεν είναι. Έτσι πάει το πράμα».
Κυκλοφορούσε χειμώνα καλοκαίρι μόνο με πουκάμισο με γυρισμένα μανίκια μέχρι τους αγκώνες και τιράντες. Πάντα είχε μαζί του ένα σακίδιο ώμου. Εκτός από τον καπνό την πίπα τα καθαριστικά και ένα κασετοφωνάκι Olympus, είχε ένα Glock 48 μέσα σε συνθετική πλην όμως εργονομική θήκη.
Ρούφηξε την τελευταία τζούρα του σκέτου φραπέ. «Έτσι» είπε μέσα του. «Οι αληθινοί άνδρες πίνουν το καφέ μπλακ.»
Με το ακουστικό στο χέρι, σχημάτισε τον δεκαψήφιο αριθμό. Τέτοια ώρα ο ταξίαρχος πρέπει να είναι λογικά στο γραφείο. Απάντησε.
«Βερόνη,ο Δημήτρης είμαι μπορείς;».
Ο ενικός, η προσφώνηση με το μικρό όνομα, δείχνουν οικειότητα. Ο Ταξίαρχος ωστόσο δεν μασάει τα λόγια του.
«Δημήτρη με πετυχαίνεις σε άσχημη στιγμή». Παύση. «Βλέπεις τι γίνεται. Τέτοιο μπαράζ επαγγελματικών χτυπημάτων έχουμε να δούμε χρόνια»
«Γι’ αυτό σε πήρα ταξίαρχε μου» είπε ο ρεπόρτερ με ύφος γλύφτη.
Περίπου μία ώρα μετά ο δημοσιογράφος έμπαινε στο Ζόναρς. Ήταν απο τα αγαπημένα του μαγαζιά μαζί με το Φίλιον. Και τα δύο είχαν πλούσιο κόσμο, παλιούς αριστοκράτες, αλλά και νεώτερους από τζάκια. Τον έκανε να νοιώθει ένας από αυτούς, καλύπτοντας πιθανόν ένα κόμπλεξ κατωτερότητας.
Ο ταξίαρχος Βαλσαμάκος τον είδε από την θέση δίπλα στην τζαμαρία και του έγνεψε. Ενα πλατύ χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του, καθώς αντάλλασσαν χειραψία.
«Καλώς τον. Τι κάνεις Τάκαρε;»
«Καλά Βερόνη, τα νέα σου»
«Έχω πήξει με αυτούς τους φόνους και ο υπουργός μου έχει πρήξει τα αρχίδια». Παύση. «Ξαφνικά η υπόθεση είναι σκέτος πονοκέφαλος, η Αθήνα έγινε ένα απέραντο νεκροταφείο και αυτός ο καραγκιόζης, αυτό το νούμερο που το παίζει υπουργός με απειλεί…»
Ο Τάκης πάλευε με το σακίδιο. Από την ανοιχτή μεσαία θήκη φάνηκε η λαβή του όπλου.
«Αυτό το κουβαλάς πάντα μαζί σου;»
«Βρέξει χιονίσει ταξίαρχε.»
«Ναι αλλά δεν με ακούς.»
«Σε ακούω και έχω για σένα κάτι ενδιαφέρον»
Έβγαλε ένα dvd με την διάφανη θήκη του και του έδωσε.
«Κράτησε το είναι αντίγραφο. Δυο ώρες μου έφαγε να το αντιγράψω μόνος στο στούντιο.»
Τον κοίταξε παραξενεμένος.
«Τι είναι αυτό;» ρώτησε τελικά.
«Ένα δώρο από ‘μένα. Και ίσως ένα καλό αποκλειστικό για μένα αν το χειριστούμε έξυπνα»
«Τι έχει μέσα;»
«Τσόντα ταξίαρχε. Άγριο πορνό»
Ο Βερόνης γέλασε.
«Έλα άσε τις μαλακίες και πες μου»
«Δες την αλλά μόνος σου ίσως είναι αυτό που ψάχνεις, ίσως να είναι και τυχαίο γεγονός. Αλλά κάνε μου την χάρη και δες το. Μ-ό-ν-ο-ς σου».
«Εντάξει ρε Τάκη τά ‘παμε αυτά»
Στο γραφείο ο ταξίαρχος έβαλε ένα ουίσκι. Τα μηνίγγια του χτύπαγαν δυνατά. Ένοιωσε ένα σφίξιμο στο στομάχι.
«Τι στον πούτσο είχε μέσα αυτό το dvd και γιατί ο δημοσιογράφος του το πάσαρε τόσο συνωμοτικά και επιπλέον επέμενε να το δει μόνος του.
Άνοιξε το dvd player και έβαλε το dvd. Άναψε τσιγάρο. Τα δευτερόλεπτα φάνηκαν του ταξίαρχου ένας αιώνας.
Επιτέλους το γαμήδι άρχισε να παίζει. Έδειχνε κάποιον δρόμο, όχι πολύ κεντρικό, λίγα αυτοκίνητα καθόλου πεζοί. Έμεινε σαν στήλη άλατος.
Είδε τον Άντι να σταματάει μπροστά στην κάμερα και να γέρνει στον τοίχο. Το δεξί χέρι του είχε ανασηκώσει το μπουφάν και κάτι κράταγε μάλλον την λαβή όπλου. Είχε ένα μεγάλο στοχάδι στο πίσω μέρος του χοντρού γουρονολαιμού του.
Δεν υπήρχε αμφιβολία ήταν αυτός. Δύο ακόμα άτομα εμφανίστηκαν. Ο ένας κάτι έλεγε στον Άντι και έκανε μία κίνηση μπροστά. Ήταν προφανές πως λογομαχούσαν έντονα. Ο ένας από τους δύο ήταν γνωστή φάτσα. Αυτή την αίσθηση είχε όταν τον αντίκρισε στο ιατροδικαστικό νεκροκρέββατο. Ήταν ένα από τα πολλά τσιράκια του Αλβανού Αλτίν Σοτάϊ πρώην πράκτορα της διαβόητης SHIK-SHISH, γνωστού υποκοσμιακού στην πιάτσα με το παρατσούκλι Ιανός. Λεγόταν… Έψαξε τα χαρτιά του: Κυριάκος Σιμετζίδης. Ελληνοπόντιος πρόσφατα επαναπατρησθής από την πρώην Σοβιετία. Μικροκακοποιός, χωρίς ιδιαίτερες φιλοδοξίες, από αυτούς που μια ζωή είναι στις κατώτερες βαθμίδες του εγκλήματος. Μέχρι να σκοντάψουν πάνω σε μία σφαίρα. Όπως ο μικρός. Ωστόσο ο τρίτος του κέντρισε το ενδιαφέρον. Ήταν ένα μυστήριο για τον Βαλσαμάκο. Έκανε rewind στο dvd και πάγωσε την εικόνα. Σλαβόφατσα, άγνωστος. Ψύχραιμος και μετρημένος στις αντιδράσεις του. Θα μπορούσε να είναι αυτός ή ένας από αυτούς που εκτελούσαν τα συμβόλαια θανάτου. Πάτησε πάλι το play και άφησε την ιστορία να ξετυλιχτεί.
Ο Άντι τράβηξε το όπλο του. Ο Σιμετζίδης έσπρωξε την Σλαβόφατσα και τράβηξε το δικό του πιστόλι. Ο Αντι πυροβόλησε πρώτος. Ο Ελληνοπόντιος σωριάζεται τραυματισμένος ή νεκρός. Η Σλαβόφατσα αδειάζει το όπλο του στον πληροφοριοδότη του. Σηκώνει το όπλο του μικρού και το αδειάζει και αυτό πάνω του. Σηκώνει τον μικρο. Παίρνει κάπου τηλέφωνο. Δείχνει ψύχραιμος σαν να μην είχαν πέσει πυροβολισμοί. Στο πεζοδρόμιο ακουμπάει τον Σιμετζίδη και βάζει τα δάχτυλα στον λαιμό για να δει αν έχει σφυγμό.
Φεύγει. Είναι νεκρός.