Ορισμένες εντυπώσεις του Παύλου Βερνέιγ I

Προς τις ακτές της Αλβανίας | Ο Αζίζ γυρίζει στην παρτίδα του για να εκδικηθεί |

Προς τις ακτές της Αλβανίας

Η Αδριατική μας υποδέχεται αφιλόξενα. Ο ουρανός είναι μαύρος και σκοτεινός κι ένας δυνατός αέρας σηκώνει πελώρια κύματα. Ολόκληρη τη νύχτα το βαπόρι μας, ένα παλιό Ιταλικό ημιφορτηγό, παλεύει απεγνωσμένα με την μανιασμένη θάλασσα.

Όταν φέγγει φαίνονται οι ακτές της. Σε πέντε ώρες θα φτάσουμε στον προορισμό μας. Στέκομαι όρθιος στην γέφυρα και κοιτάζω τα κύματα που πέφτουν λυσσασμένα στις πλευρές του βαποριού. Κάτω στην πλώρη βλέπει κανείς λογής-λογής ανθρώπους καθισμένους σταυροπόδι και ξαπλωμένους ανάμεσα από κιβώτια και αλυσίδες. Ξύπνιοι αλλά τρομοκρατημένοι από την θύελλα.

Ένας μόνο δεν ενδιαφέρονταν για την καταιγίδα. Είναι ξαπλωμένος στο μέσον του καταστρώματος και καπνίζει αδιάκοπα. Τα κουρέλια του κρύβουν το αθλητικό του σώμα. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή το πλοίο μπαίνει στο λιμάνι της Αυλώνας. Η θάλασσα απότομα γίνεται λίμνη. Οι άγκυρες σκίζουν τα γαλανά και το βαπόρι σταματάει κάτω από το ιώδες βουνό με τα κάτασπρα χωριά.

Κατεβαίνω στο κατάστρωμα των μεταναστών. Όλοι ετοιμάζουν τις βαλίτσες τους. Ο άγνωστος με το αθλητικό σώμα τινάζεται όρθιος και πηγαίνει στα πλάγια του πλοίου. Τα μάτια του λάμπουν παράξενα μέσα στο ηλιοκαμένο του πρόσωπο. Ανοίγει το στόμα του και μορφάζει σαν να θέλει κάτι να μου πει. Τελικά του απευθύνω εγώ τον λόγο. Γνωρίζει πολύ καλά τα γαλλικά. Είναι Έλληνας που γεννήθηκε στην Αλβανία. Μου συστήνεται με το όνομα Αζίζ. Επανέρχεται, λέει, στην χώρα αυτήν κατόπιν μακράς απουσίας του. Στην φωνή του διακρίνω κάποιο ράγισμα και στο βλέμμα του κάτι το διάπυρο και το απελπισμένο. Κουβαλάει πολλά χρήματα πάνω του ώστε η άθλια εμφάνιση του δεν είναι παρά συγκάλυψη.

Αποβιβαζόμαστε μαζί στην Αυλώνα. Προθυμοποιείτε να μου βρει ένα υποφερτό δωμάτιο. Το μεσημέρι γευματίζουμε μαζί. Καθώς τρώμε με ρωτάει:

«Γιατί ήρθατε εδώ; Ο τόπος αυτός είναι πολύ άγριος».

«Ακριβώς η αιτία αυτή με έφερε στα χώματα σας», του απαντάω. «Ήρθα για να γνωρίσω τους ληστές. Έμαθα πολλά για τον καπετάνιο Τζάτζα που τρομοκρατεί ολόκληρη την Ήπειρο και την Θεσσαλία και θέλω να γράψω ένα βιβλίο γι’ αυτόν».

Ο Αζίζ χαμογελάει. Δεν λέει τίποτα.

Ο Αζίζ γυρίζει στην παρτίδα του για να εκδικηθεί

Την νύχτα περπατάμε στην παραλία. Περνάμε έξω από ένα αγκυροβολιμένο καράβι στο λιμάνι. Ο πλοίαρχος, ένας τεράστιος άντρας, είναι φίλος του. ανοίγει την αγκαλιά του και τον σφίγγει. Μιλάνε γρήγορα στα αλβανικά. Μετά με κοιτάζουν.

«Καθίστε», μου λέει ο πλοίαρχος και μου προσφέρει μια καρέκλα. Ένας ημίγυμνος νέος έρχεται και καθαρίζει το τραπέζι από ένα πιάτο φασόλια και μας σερβίρει ουίσκι. Συνεχίζουν να μιλάνε στην γλώσσα τους σε ρυθμούς πυρετώδεις. Δεν καταλαβαίνω λέξη. Ο Αζίζ μου χτυπάει φιλικά τον ώμο.

«Πρόκειται για μια πολύ σπουδαία υπόθεση. Μας συγχωρείς που μιλάμε στην γλώσσα μας. Αργότερα θα σου εξηγήσω».

Καταλαβαίνω ότι θα μου εμπιστευτεί κάποιο σπουδαίο μυστικό και πράγματι μετά από λίγη ώρα μου εξηγεί:

«Γύρισα στην Αλβανία για να σκοτώσω κάποιον που με πρόδωσε. Μάθε ότι θα τον σφάξω σαν τραγί.»

«Και είσαι σίγουρος ότι θα σκοτώσεις μόνο έναν;» τον διακόπτει ο πλοίαρχος καγχάζοντας.

Νοιώθω το κορμί μου να έχει παγώσει ολόκληρο στο άκουσμα αυτών των λέξεων.

«Άκου», μου λέει ο Αζίζ, «στο βαπόρι μου μίλησες περί ληστών και εξέφρασες την επιθυμία να τους γνωρίσεις. Είμαι και γω ένας από αυτούς. Θέλεις λοιπόν τώρα να σου πω για ποιον λόγο βγήκα στο κλαρί;»

Γνέφω καταφατικά.

«Εδώ και λίγα χρόνια όταν η αδελφή μου ήταν δεκαπέντε χρόνων, επέστρεψε ένα βράδυ και λιποθύμησε. Είχε παρασυρθεί από ένα γέρο γείτονα μας στα χωράφια και είχε χάσει την τιμή της. Ο πατέρας μου την έσφαξε αμέσως γιατί στους τόπους μας μια κόρη οφείλει να φονευθεί αρά να αφήσει να την βιάσουν. Έπειτα πήρε το ντουφέκι και σκότωσε τον γέρο. Του έριξε δυο σφαίρες από το παράθυρο την ώρα που έτρωγε στο τραπέζι με τα δυο παιδιά του. Έπειτα βγήκε στο κλαρί και έγινε σύντροφος του Καντάρα που τρομοκρατούσε από χρόνια ολόκληρες περιοχές της Αλβανίας και της Ελλάδας. Τα αποσπάσματα πολλές φορές συνεπλάκησαν με την συμμορία κι έχασαν αρκετούς άνδρες. Στο τέλος κουράστηκαν και άφησαν τον πατέρα μου ήσυχο. Οι πλούσιοι ταξιδιώτες ειδοποιηθέντες εγκαίρως απέφευγαν να περνάνε από το μέρος εκείνο. Μια μέρα η μάνα μου έπεσε βαριά άρρωστη. Ο πατέρας μου το έμαθε και δεν μπόρεσε να αντισταθεί στον πειρασμό να έλθει να τη δει. Προστατευμένος από έμπιστους φίλους κατέβηκε μια νύχτα μέχρι τα Τίρανα.»

Την επόμενη Δευτέρα στο red n’ noir: Μια τραγική αποκάλυψη | Με τον Αζίζ στα λημέρια των ληστών.

Το βιβλιοπωλείο του red n’ noir προτείνει:

Καμία δημοσίευση για προβολή