Έγκλημα στην Πλατεία Σαναγοράς

Επεισόδιο εφτά

Παλαί ντε Κρυστάλ

Λευκές Νύχτες στο Παλαί ντε Κρυστάλ

Απόψε είμαστε προσκεκλημένοι στο καινούριο σπίτι του Ραζουμίχιν. Θα μας προσφέρει, λέει, τσάι, κρασί, ρέγγες και κρεατόσουπα. Απλά πράγματα. Ανάμεσα στους αρκετά ετερόκλητους καλεσμένους θα είναι και ο ανακριτής που ερευνά τον φόνο της γριάς τοκογλύφου και της αδελφής της. Ο Πορφύρης Πετρόβιτς. Μακρινός συγγενής του Ραζουμίχιν. Θέλω πολύ να τον γνωρίσω. Αυτή η υπόθεση με ενδιαφέρει.

Είναι κάπου μετά τις οκτώ. Η ώρα που αυτές τις μέρες των μέσων του Ιουλίου ο ήλιος αρχίζει και δύει. Βγαίνοντας από την πλατεία Σαναγοράς, ξεκινάει ένα στενό δρομάκι που βγάζει στη λεωφόρο Σαντόβαγια. Υπάρχει εκεί ένα μεγάλο κτήριο που στεγάζει μόνο μπυραρίες, εστιατόρια και ταβέρνες. Κάθε τόσο βγαίνουν από εκεί γυναίκες να πεταχτούν ως την γειτόνισσα με τα φορέματα τους χωρίς καπέλο.

Λίγο πιο κάτω βρίσκετε το καφενείο Παλαί ντε Κρυστάλ. Έχει πέντε μεγάλες αίθουσες και αυτή την στιγμή οι τρεις είναι άδειες. Δυο-τρεις πελάτες πίνουν τσάι στην δίπλα αίθουσα. Είμαι εδώ με τέσσερις φίλους και πίνουμε σαμπάνια γύρω από ένα τραπέζι. Πάντοτε στα δάκτυλα μου έχω τα δαχτυλίδια μου και η χωρίστρα μου με την βοήθεια μπόλικης μπριγιαντίνης χωρίζει τα κατσαρωμένα μου μαλλιά. Φοράω το κομψό μου γιλέκο, την λίγο φθαρμένη ρεντικότα μου και το ελαφρά στραπατσαρισμένο πουκάμισο μου. Η διάθεση μου είναι ανεβασμένη χάρη στη σαμπάνια και το σκουρόχρωμο δέρμα του προσώπου μου υποθέτω θα έχει πάρει τώρα εκείνη την ξαναμμένη όψη.          

Βλέπω τον Ρόντια από μακριά. Το πρόσωπο του είναι αδυνατισμένο και χλομό. Φοράει γκρίζο παντελόνι από ψιλό καλοκαιριάτικο ύφασμα. Στον ίδιο χρωματισμό και το γιλέκο όπως είναι η μόδα. Πίνει τσάι και ξεφυλλίζει με ένταση τις εφημερίδες των τελευταίων πέντε ημερών.

Τον πλησιάζω. Του λέω: «Πως κι από ‘δω; Χθες κιόλας ο Ραζουμίχιν μου έλεγε πως δεν έχετε συνέλθει. Περίεργο πράγματι. Το ξέρετε πως είχα έρθει στο δωμάτιο σας;»

Παραμερίζει τις εφημερίδες και γυρίζει προς το μέρος μου. Τα χείλη του σχηματίζουν ένα χαμόγελο σαρκαστικό.

«Το ξέρω πως ήρθατε. Μου το είπανε. Επίσης μου είπανε πως ψάχνατε να βρείτε και την κάλτσα μου. Ο Ραζουμίχιν είναι ενθουσιασμένος μαζί σας από την ημέρα που πήγατε στης Λουίζας Ιβάνοβνα. Προσπαθούσατε να την υπερασπιστείτε την άλλη φορά στο Τμήμα. Κάνατε νοήματα στον υπολοχαγό Μπαρούτη. Εκείνος δεν έπαιρνε χαμπάρι, το θυμόσαστε;»

«Είναι εκρηκτικός»

«Ο Μπαρούτης;»

«Ο Ραζουμίχιν»

«Κάνετε όμως μεγάλη ζωή κύριε Ζαμιότοφ. Μπαίνετε στα καλύτερα μαγαζιά και δεν πληρώνετε τίποτα. Ποιος να την κερνάει άραγε αυτή την σαμπάνια που πίνετε;»

«Εμείς την πληρώνουμε. Κανείς δεν μας κερνάει», απαντάω κοφτά:

Με κατηγορεί ότι είμαι διεφθαρμένος. Του λέω πως ακόμα παραληρεί από τον πυρετό. Τον ρωτάω τι κάνει εδώ και αν διαβάζει εφημερίδες. Με διαβεβαιώνει κοιτάζοντας με αινιγματικά πως το σίγουρο είναι ότι δεν διαβάζει για τις πυρκαγιές. Τα χείλη του ζαρώνουν καθώς χαμογελάει ειρωνικά και μου κλείνει το μάτι. Είναι εριστικός απέναντι μου. Ο τρόπος που μου απευθύνεται επιθετικός. Με αποκαλεί πλουσιόπαιδο και ξεσπάει σε ένα σπασμωδικό γέλιο. Ξαφνιάζομαι από το απότομο γέλιο του τόσο που κάνω ένα βήμα πίσω. Φέρεται παράξενα, αυτό είναι προφανές. Θέλω να δω που το πάει. Ίσως είναι σε παραλήρημα.

Παλαί ντε Κρυστάλ

«Θέλετε να μάθετε τι έψαχνα να βρω στις εφημερίδες;» με ρωτάει. «Έχετε υποψίες επειδή ζήτησα τόσες πολλές;» επιμένει. Και συνεχίζει με μισόκλειστα μάτια: «Είχα την περιέργεια να βρω λεπτομέρειες για τον θάνατο της γριάς. Γι’ αυτό ήρθα εδώ». Έχει κολλήσει το πρόσωπο του στο δικό μου. Τον κοιτάζω επίμονα χωρίς να κουνηθώ καθόλου. Το σκηνικό κρατάει ένα ολόκληρο λεπτό.

Σπάω εγώ την σιγή που έχουμε και οι δυο προκαλέσει. Είμαι μπερδεμένος. Του φωνάζω πως δεν με ενδιαφέρει τι διαβάζει στις εφημερίδες. Ατάραχος μου διευκρινίζει ότι οι αναζητήσεις του αφορούν την γριά, εκείνη την γριά, την ίδια γριά που στάθηκε αφορμή να λιποθυμήσει στο Τμήμα. Το σοβαρό και ατάραχο πρόσωπο του αλλάζει όψη και ξεσπάει σε νευρικό γέλιο ανίκανος να συγκρατήσει τον εαυτό του. Δεν κρατιέμαι. Του λέω: «Ή τρελός είστε ή…»

«Ή; Ή τι άλλο; Για πείτε».

«Τίποτα» απαντάω οργισμένα.

Σωπαίνουμε και οι δύο. Αυτός μετά το ξαφνικό και σπασμωδικό γέλιο, γίνεται αμέσως σκεφτικός και μελαγχολικός. Ακουμπάει τον αγκώνα του στο τραπέζι και στηρίζει το κεφάλι του στο χέρι του. Δείχνει σαν να ξέχασε την παρουσία μου. Η σιγή κρατάει αρκετά.              

Για την άδικη δίωξη του ελαιοχρωματιστή Νικολάι Ντεμέντιεφ. Πληθαίνουν οι φωνές υπέρ της αθωότητας του νεαρού ελαιοχρωματιστή.

Δεν υπάρχουν πραγματικά επιβαρυντικά στοιχεία παρά μόνο ενδείξεις. Συγκεκριμένα μια μόνο ένδειξη. Όπως ακριβώς έγινε και με τους δυο πρώτους υπόπτους, τον Πεστριάκοφ και τον Κωχ όπου αρκούσε το γεγονός ότι βρίσκονταν ως μάρτυρες κοντά στο σημείο για να θεωρηθούν ύποπτοι. Αυτοί τελικά απαλλάχθηκαν από τις κατηγορίες και αφέθηκαν ελεύθεροι. Δεν συνέβη όμως το ίδιο με τον δύστυχο ελαιοχρωματιστή Νικολάι Ντεμέντιεφ ο οποίος αντιμετωπίζει τελικά βαρύτατες κατηγορίες μαζί με το ενδεχόμενο να περάσει όλη την υπόλοιπη ζωή του σε κάποιο κάτεργο της Σιβηρίας. Και όλα αυτά γιατί η δικαιοσύνη καθώς βιάζεται να τελειώνει με ανοιχτές υποθέσεις αδιαφορεί για τις αποδείξεις και αρκείται στις ενδείξεις. 

Τα λάθη της αστυνομίας μπορεί καμιά φορά να αποδειχτούν ακόμα και χρήσιμα υπό τον όρο ότι διορθώνοντας τα μπορεί να φτάσει στην αλήθεια. Τι γίνεται όμως όταν εξακολουθεί να σέβεται τα λάθη της μόνο και μόνο επειδή είναι δικά της; Τι γίνεται όταν τα γεγονότα οδηγούν σε λάθος συμπεράσματα γιατί πολύ απλά δεν λαμβάνετε υπόψη ο παράγοντας της ανθρώπινης ψυχολογίας; Με άλλα λόγια κανείς δεν αμφισβητεί τα γεγονότα. Αυτό που μπορεί όμως να αμφισβητεί είναι η ερμηνεία τους.

Δέκα μάρτυρες ανάμεσα στους οποίους ο πρώτος θυρωρός, ο Κωχ και ο Πεστριάκωφ (πρόκειται για τους δύο μάρτυρες που εξετάστηκαν αρχικά ως ύποπτοι), ο δεύτερος θυρωρός και η γυναίκα του πρώτου, ένας έμπορος που βρισκόταν εκείνη τη στιγμή στο θυρωρείο και ο δικηγόρος Κριούκοβ που μόλις είχε κατέβει από το αμάξι και περνούσε το κατώφλι, καταθέτουν ότι τον είδαν να εκείνη την στιγμή να χτυπιέται και να σέρνεται στο έδαφος με τον Ντμίτρι, να ξεκαρδίζονται στα γέλια, να βρίζονται και να τρέχουν στον δρόμο «σαν μικρά παιδιά» όπως χαρακτηριστικά καταθέτουν οι μάρτυρες.  

Τα πράγματα περιπλέκονται ακόμα περισσότερο όταν ο μοναδικός μάρτυρας εναντίον του Νικολάι Ντεμέντιεφ είναι ένας ιδιοκτήτης ταβέρνας απέναντι από το σπίτι που διαπράχθηκε η διπλή ανθρωποκτονία και ο οποίος σύμφωνα με καταγγελίες έχει και παράλληλη δραστηριότητα ως κλεπταποδόχος. Όμως ακόμα και αν πάρουμε στα σοβαρά την κατάθεση ενός μάρτυρα που κανονικά θα έπρεπε να ελέγχεται για την αξιοπιστία του, δεν μπορεί να αρκεί ως στοιχείο το γεγονός ότι βρέθηκαν στην κατοχή του κάποια εκ των κλοπιμαίων. Πόσο μάλλον όταν ο ίδιος δίνει πειστικές εξηγήσεις για το πώς κατέληξαν στα χέρια του. 

Αν με άλλα λόγια μπορούμε να βγάλουμε κάποιο συμπέρασμα από το γεγονός ότι ο Νικολάι Ντεμέντιεφ βρέθηκε με μια κοσμηατοθύκη στα χέρια που ο ίδιος ισχυρίζεται πειστικά ότι την βρήκε πίσω από την πόρτα του δεύτερου ορόφου είναι ότι ο δολοφόνος πριν διαφύγει είχε κρυφτεί μερικά λεπτά εκεί.        

Ακολουθεί η απολογία του στην οποία ο ίδιος ρίχνει φως γύρω από όλα τα σκοτεινά σημεία της υπόθεσης:

Αφού ρωτήθηκε σχετικά, απάντησε πως ονομάζεται Νικολάι Ντεμέτιεφ είναι 22 ετών και εργάζεται ως ελαιοχρωματιστής.

Ερώτηση: Εκεί που δούλευες με τον Ντμίτρι, είδες κάποιον να περνάει την ώρα που διαπράχθηκαν οι δολοφονίες;

Απόκριση: Βέβαια, περνούσε κόσμος αλλά δεν δίναμε πολύ προσοχή. Ερώτηση: Δεν ακούσατε κανέναν θόρυβο; Απόκριση: Όχι, τίποτα ιδιαίτερο δεν ακούσαμε.

Ερώτηση: Γνώριζες ότι την συγκεκριμένη ώρα και μέρα είχαν σκοτώσει την χήρα Αλιόνα Ιβάνοβνα και την αδελφή της;

Απόκριση: Δεν έμαθα τίποτα απολύτως, ούτε και μου πέρασε καθόλου απ’ το μυαλό. Από τον Ντούσκιν το πρωτάκουσα, προχθές, στην ταβέρνα του.

Ερώτηση: Και από που τα πήρες τα σκουλαρίκια;

Απόκριση: Τα βρήκα στο πεζοδρόμιο. Ερώτηση: Γιατί την άλλη μέρα δεν πήγες να δουλέψεις με τον Ντιμίτρι; Απόκριση: Γιατί είχα μεθύσει.

Ερώτηση: Γιατί το έσκασες απ’ του Ντούσκιν;

Απόκριση: Γιατί φοβήθηκα.

Ερώτηση: Τι φοβήθηκες;

Απόκριση: Μήπως με περάσουν από δίκη.

Ερώτηση: Πως μπόρεσες να φοβηθείς τέτοιο πράγμα αφού ήξερες ότι δεν είσαι ένοχος σε τίποτα;

Απόκριση: Όχι, δεν τη βρήκα στο πεζοδρόμιο αυτή τη θήκη άλλα μέσα στο διαμέρισμα που δουλεύαμε, ο Ντμίτρι κι εγώ.

Ερώτηση: Πως την βρήκες δηλαδή;

Απόκριση: Ο Ντμίτρι κι εγώ, είχαμε δουλέψει όλη την ημέρα. Ήταν οχτώ η ώρα κι ετοιμαζόμαστε να φύγουμε όταν ο Ντμίτρι πιάνει ένα πινέλο και μου λερώνει με μπογιά τα μούτρα. Τον κυνήγησα κι έτρεχα πίσω του ξεφωνίζοντας σαν άγριος, αλλά βγαίνοντας από την σκάλα στην αυλή, πέφτουμε πάνω στον θυρωρό που ήταν εκεί με κάτι κυρίους, δεν θυμάμαι τώρα ποιους.

Τότε, ο θυρωρός αρχίζει να μου λέει του κόσμου τις βρισιές, έρχεται κι ο άλλος θυρωρός που με βρίζει κι αυτός, βγαίνει η γυναίκα του πρώτου και μας βρίζει και τους δυο, ύστερα έρχεται ένας κύριος που πέρναγε εκείνη τη στιγμή το κατώφλι της αυλόπορτας με μια κυρία και μας βρίζει κι αυτός, γιατί εγώ και ο Ντμίτρι είχαμε αρπαχτεί και κυλιόμαστε κάτω φράζοντας τους το πέρασμα.

Είχα τότε αρπάξει τον Ντμίτρι από τα μαλλιά, τον είχα πετάξει κάτω και του ‘δινα γροθιές. Ο Ντμίτρι, από κάτω, με είχε βουτήξει κι αυτός από τα μαλλιά, και με κοπάναγε. Δεν το κάναμε αυτό με κακία, αλλά έτσι, από αγάπη μπορώ να πω, για να γελάσουμε. Ύστερα, ο Ντμίτρι μου ξέφυγε και πετάχτηκε στο δρόμο.

Έτρεξα ξωπίσω του, αλλά δεν μπόρεσα να τον πιάσω και ξαναγύρισα στο διαμέρισμα, μόνος, γιατί έπρεπε να τακτοποιήσω τα πράγματα μου. Κι ενώ τακτοποιούσα, περίμενα και τον Ντμίτρι να ξαναγυρίσει. Τότε ακριβώς, στο διάδρομο και κοντά στην πόρτα της γωνίας του τοίχου, πατάω σε ένα κουτάκι. Το κοιτάζω. Ήταν κάτι διπλωμένο με χαρτί. Το ξετυλίγω και βλέπω πως είχε μέσα σκουλαρίκια. Μόλις είδα τα σκουλαρίκια, παράτησα αμέσως και τη δουλειά και τον Ντμίτρι, πήρα το καπέλο μου, κι έτρεξα στον Ντούσκιν που μου έδωσε ένα ρούβλι λέγοντας του πως τα είχα βρει στο πεζοδρόμιο. Ύστερα απ’ αυτό πήγα να τα πιω.

Ερώτηση: Για τις δολοφονίες τι ξέρεις;

Απόκριση: Δεν ξέρω τίποτα απολύτως, την τρίτη μέρα το έμαθα.

Ερώτηση: Και γιατί εξαφανίστηκες από εκείνη την ημέρα;

Απόκριση: Φοβόμουν.

Ερώτηση: Γιατί πήγες να κρεμαστείς;

Απόκριση: Γιατί σκεφτόμουν ένα πράγμα.

Ερώτηση: Τι πράγμα;

Απόκριση: Πως θα με περάσουν από δίκη.

Ακολουθεί

Καμία δημοσίευση για προβολή