Έγκλημα στην Πλατεία Σαναγοράς

Επεισόδιο τρία

έγκλημα στην πλατεία σαναγοράς

Όπου εμφανίζεται ο Νικοντίμ Φόμιτς

«Κεραυνοί, μπουμπουνητά, αστραπές, ανεμοστρόβιλοι και τυφώνες πάλι;» λέει σε τόνο φιλικό ο διοικητής Νικοντίμ Φόμιτς στον βοηθό του, Ιλία Πέτροβιτς. «Σε έκαναν μπαρούτη πάλι, σε άκουγα από την σκάλα».  Μόλις έχει κάνει την είσοδο του στο γραφείο. Όμορφος με πρόσωπο πρόσχαρο και δροσερό. Έχει δυο πολύ πυκνές ξανθές φαβορίτες.

Καθώς ο Πέτροβιτς μεταφέρεται μαζί με τα χαρτιά του σε άλλο γραφείο απαντάει: «Είναι να μην γίνεις μπαρούτη;» και συνεχίζει εξηγώντας τους λόγους που δεν είναι παρά οι προφανείς. «Ο αναιδέστατος συγγραφέας ή μάλλον φοιτητής ή καλύτερα πρώην φοιτητής! Δεν πληρώνει τα χρέη του, υπογράφει γραμμάτια, αρνείται να αδειάσει το ξένο δωμάτιο! Κάθε μέρα κάνουν του κόσμου τα παράπονα εναντίον του και αυτός έχει το θράσος να θίγεται που καπνίζω μπροστά του.»

Ο διοικητής εκτιμάει στ’ αλήθεια τον Ιλία Πέτροβιτς τον οποίο αποκαλεί συνεχώς Μπαρούτη. Λέει ότι αυτό ήταν το παρατσούκλι του στο σύνταγμα γιατί είναι ευέξαπτος. Βεβαιώνει ότι κατά τα άλλα έχει μια χρυσή καρδιά.

«Σας παρακαλώ, κύριε αστυνόμε» πετάγεται ο πρώην φοιτητής απευθυνόμενος στον διοικητή Φόμιτς. «Έλατε λίγο στην θέση μου. Θα του ζητήσω συγγνώμη αν για οποιονδήποτε λόγο τον προσέβαλα αλλά είμαι ένας φοιτητής φτωχός. Άρρωστος και εξουθενωμένος. Διέκοψα τις σπουδές μου επειδή δεν είχα τα χρήματα να συντηρηθώ. Μόλις η αδελφή μου και η μητέρα μου, μου στείλουν μερικά χρήματα από την επαρχία όπου μένουν θα πληρώσω αμέσως». Συνεχίζει να κλαψουρίζει εξηγώντας μας ότι η σπιτονοικοκυρά του είναι μια πολύ καλή γυναίκα. Θύμωσε όμως όταν σταμάτησε να εργάζεται παραδίδοντας ιδιαίτερα μαθήματα. Έχει να την πληρώσει έξι μήνες. Εκείνη έπαψε πια να του στέλνει φαγητό. Δεν μπορεί να την πληρώσει αλλά μονάχα προσωρινά.

«Αυτό δεν είναι δική μας δουλειά» του επισημαίνω.

Απαντάει χωρίς να μου απευθύνεται. Κοιτάζει περισσότερο τον διοικητή Νίκοντιμ Φόμιτς. Ταυτόχρονα τον αξιωματικό Ιλία Πέτροβιτς ο οποίος παριστάνει πως αναζητάει κάτι στα χαρτιά του δείχνοντας του περιφρονητική αδιαφορία.

Ο φοιτητής εξηγεί πως όταν ήρθε από την επαρχία, πριν τρία χρόνια, έμενε σε εκείνο το σπίτι. Είχε υποσχεθεί στην σπιτονοικοκυρά του ότι θα παντρευόταν την κόρη της. Ήταν μια μικρούλα που του άρεσε χωρίς να είναι όμως ποτέ ερωτευμένος μαζί της. Του έκανε έτσι συνεχώς πίστωση. Πριν έναν χρόνο η κόρη της πέθανε από τύφο. Τότε του έβαλε να υπογράψει το γραμμάτιο με τα εκατόν δεκαπέντε ρούβλια χρέος. Του είπε ότι δεν θα το χρησιμοποιήσει αλλά να: «Τώρα που δεν έχω να φάω μου κάνει μήνυση».

Οι εξομολογήσεις του φοιτητή, αταίριαστες για ένα αστυνομικό τμήμα, προκαλούν μια γκάμα συναισθημάτων στο γραφείο. Η γκάμα ξεκινάει από την δυσθυμία και φτάνει στη περιφρόνηση. Ενδιάμεσα υποφώσκουν μικρές ακτίνες ντροπής.

«Γράψτε», τον προστάζω.

«Τί να γράψω;»

«Αυτό που θα σας υπαγορέψω!

»Μη δυνάμενος να εξοφλήσω το παρόν γραμμάτιο, αναλαμβάνω την υποχρέωση, να προβώ στην εξόφληση την τάδε ημερομηνία, να μην εγκαταλείψω την πόλη, να μην μεταβιβάσω και να μην εκχωρήσω περιουσιακά μου στοιχεία.

»Μα εσείς δεν μπορείτε να γράψετε. Πέφτει η πέννα από τα χέρια σας. Είστε άρρωστος;»

«Μάλιστα»

«Αυτό ήταν όλο. Υπογράψτε».      

Υπογράφει. Μου επιστρέφει την πένα και συνεχίζω να εξυπηρετώ τους πολίτες που περιμένουν υπομονετικά την σειρά τους.

έγκλημα στην πλατεία σαναγοράς

Αστυνομικό δελτίο

Η ληστεία ήταν το κίνητρο της διπλής ανθρωποκτονίας στη Πλατεία Σαναγοράς σύμφωνα με την Αστυνομία 

Η ληστεία θεωρείται το πιθανότερο κίνητρο της δολοφονίας της 60χρονης και της 35χρονης στο σπίτι στην πλατεία Σαναγοράς, δίπλα ακριβώς στο κανάλι.

Σύμφωνα με πληροφορίες ο δολοφόνος είχε ερευνήσει τους χώρους του διαμερίσματος ψάχνοντας για αντικείμενα αξίας. Ο αδίστακτος δράστης αφαίρεσε χρήματα και τιμαλφή ωστόσο είναι άγνωστο το μέγεθος της λείας του καθώς η ηλικιωμένη που διατηρούσε ενεχυροδανειστήριο στο διαμέρισμα της, φαίνεται να μην έχει καταρτίσει επίσημο κατάλογο με τα αντικείμενα που έχει στη φύλαξη της.

Τις άτυχες ηλικιωμένες εντόπισε νεκρές, το απόγευμα της προηγούμενης μέρας η αστυνομία μετά από ειδοποίηση που δέχτηκε από οικείους των θυμάτων, οι οποίοι είχαν ανησυχήσει από το γεγονός ότι δεν τους άνοιγαν την πόρτα παρά το προγραμματισμένο τους ραντεβού.

Οι δυο γυναίκες εντοπίστηκαν νεκρές στο πάτωμα του διαμερίσματος τους μέσα σε μια λίμνη αίματος. Στη κουζίνα του σπιτιού βρέθηκε ένας κουβάς με νερό μέσα στον οποίο ο αδίστακτος δολοφόνος επιχείρησε να ξεπλύνει με σαπούνι τα αίματα από τα χέρια του καθώς και μια πετσέτα που βρισκόταν κρεμασμένη και στην οποία σκουπίστηκε.

Από τα πρώτα ευρήματα της έρευνας προέκυψε ότι ο θάνατος των δύο γυναικών προήλθε από κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις καθώς και ότι οι άτυχες γυναίκες άνοιξαν μόνες τους την πόρτα στον δολοφόνο τους καθόσον η εξωτερική πόρτα του σπιτιού δεν είχε ίχνη παραβίασης.

Τα μέχρι στιγμής δεδομένα κατατείνουν στο συμπέρασμα ότι οι δυο γυναίκες έπεσαν θύματα ληστείας καθώς στο διαμέρισμα που λειτουργούσε συγχρόνως και ως νόμιμο ενεχυροδανειστήριο βρέθηκε ανοιχτό ένα μπαούλο το οποίο ο δολοφόνος άφησε πίσω του όμως όπως οι αρχές υποθέτουν πρόλαβε να αφαιρέσει αντικείμενα αξίας και χρήματα.

Όπου ο φοιτητής λιποθυμάει

«Δε μπορεί να είναι έτσι!» λέει με έξαψη ο Ιλία Πέτροβιτ. «Θα τους αφήσουμε ελεύθερους και τους δυο. Αρχικά υπάρχουν πολλές αντιφάσεις. Αν ήτανε αυτοί οι δολοφόνοι, γιατί να φωνάξουν το φύλακα; Για να καταγγείλουν τον εαυτό τους ή από πονηριά; Κάτι τέτοιο είναι υπερβολικά πονηρό. Κι ύστερα τον φοιτητή Πεστριάκοφ, τον είδανε δυο θυρωροί και μια γυναίκα, κοντά στην εξώπορτα, τη στιγμή που έμπαινε μέσα.  Ήτανε με τρεις φίλους του. Τους άφησε μπροστά στην πόρτα και μάλιστα δεν είχανε προφτάσει να φύγουν, όταν ρώτησε πού έμενε η γριά. Θα ‘κάνε ερώτηση αν πήγαινε με το σκοπό να τη σκοτώσει; Όσο για τον Κοχ, αυτός κάθισε μισή ώρα κάτω σ’ ένα κοσμηματοπωλείο, προτού ν’ ανεβεί στης γριάς. Ήτανε οχτώ παρά τέταρτο ακριβώς, όταν έφυγε από τον κοσμηματοπώλη για να πάει στη γριά…»

Ο Νικοντίμ Φόμιτς εξανίσταται: «Μα, για στάσου! Τότε πώς βγαίνει απ’ τα λεγόμενα τους αυτή η αντίφαση; Καταθέτουν ότι χτύπησαν την πόρτα και ότι τη βρήκανε κλειστή. Αλλά ύστερα από τρία λεπτά, όταν ξαναγύρισαν με το φύλακα, τη βρήκανε ανοιγμένη».

«Εδώ ακριβώς είναι ο κόμπος. Δε χωράει αμφιβολία. Ο δολοφόνος ήτανε μέσα και είχε κλείσει με το συρτή. Θα τον έβρισκαν ασφαλώς, αν ο Κοχ δεν έκανε τη βλακεία να πάει και κείνος στο φύλακα. Σ’ αυτό το χρονικό διάστημα, ο δολοφόνος τα κατάφερε να κατεβεί τη σκάλα και να τους ξεγλιστρήσει. Ο Κοχ σταυροκοπιέται με τα δυο του χέρια: “Αν είχα μείνει, λέει, εκεί θα πεταγότανε ο δολοφόνος και θα με σκότωνε με το μπαλντά”. Θα πάει, λέει, να κάνει ευχέλαιο!”.

«Κανείς λοιπόν δεν είδε το δολοφόνο;».

«Πώς να τον δούν; Εκείνο το σπίτι είναι αληθινή κιβωτός του Νώε», σχολιάζω.

«Το πράγμα είναι φανερό, το πράγμα είναι φανερό», επαναλαμβάνει ο Νικοντίμ Φόμιτς με θέρμη.

«Όχι, δεν είναι και τόσο φανερό», επιμένει ο Ιλία Πετρόβιτς.

Κοιτάζω τον φοιτητή να σφίγγει το κεφάλι του με τα δυο χέρια του ακουμπώντας τους αγκώνες του στο γραφείο μου. Ξαφνικά σηκώνεται. Παίρνει το καπέλο του και λίγο πριν φτάσει στην πόρτα σωριάζεται κάτω.  

Τον βάζουν να καθίσει σε μια καρέκλα. Σε λίγο συνέρχεται. Κάνει να σηκωθεί.

«Λοιπόν, είσαστε άρρωστος;» τον ρωτάει απότομα Φόμιτς που στέκεται απέναντι του.

«Δεν μπορούσε καλά-καλά να κρατήσει την πένα στο χέρι του» τον βεβαιώνω. Ξανακάθομαι και βυθίζομαι στην χαρτούρα μου.

«Και από πότε είστε άρρωστος;» φωνάζει ο Ιλία Πετροβιτς ταχτοποιώντας κι αυτός τα χαρτιά του. Είχε και ο ίδιος σηκωθεί για να βοηθήσει τον φοιτητή όταν κατέρρευσε. Τώρα που συνήλθε επέστρεψε στην θέση του.

«Από χθες».

«Και βγήκατε χθες έξω;»

«Βγήκα».

«Άρρωστος;»

«Άρρωστος»

«Ποια ώρα;»

«Κατά τις οχτώ το βράδυ»

«Και που πήγατε;»

«Στο δρόμο»

«Αυτό δεν λέει τίποτα» του λέει ο Ιλία Πετροβιτς τονίζοντας μία-μία τις λέξεις του. Ο φοιτητής, με πρόσωπο χλωμό, δεν χαμηλώσει τα μαύρα φλογισμένα του μάτια απέναντι στο βλέμμα του Ιλία Πέτροβιτς. Ο Φόμιτς κάτι πάει να συμπληρώσει όμως πέφτει πάνω στο επίμονο βλέμμα μου. Συγκρατεί τον εαυτό του. Μια περίεργη σιωπή επιβάλλεται στο γραφείο κατά της οποίας δρα ο Ιλίας Πέτροβιτς:

«Πάει καλά. Δεν σας κρατάμε άλλο».  

Ακολουθεί

Καμία δημοσίευση για προβολή