Μόνες τους άνοιξαν στον δολοφόνο τους οι δύο άτυχες γυναίκες
Χθες το μεσημέρι διαπράχτηκε η άγρια δολοφονία των Αλιόνα και Ελισάβετ Ιβάνοβνα κοντά στη Πλατεία Σαναγοράς στο κέντρο της Πετρούπολης. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που έχουν συγκεντρωθεί μέχρι τώρα, οι άτυχες γυναίκες άνοιξαν μόνες τους στον δολοφόνο τους καθώς δεν υπάρχουν ίχνη παραβίασης της πόρτας του διαμερίσματος. Σύμφωνα με πληροφορίες, η μεγαλύτερη από τις δυο άτυχες αδελφές Αλιόνα Ιβάνοβνα φαίνεται πως δολοφονήθηκε με κάποιο βαρύ αντικείμενο. Ο δράστης την έπληξε στο πάνω σημείο του κρανίου της τρείς φορές, καταφέρνοντας της θανατηφόρα συντριπτικά κατάγματα. Η κατά πολύ νεότερη αδελφή της Ελισάβετ, δολοφονήθηκε με βαρύ αιχμηρό αντικείμενο -πιθανότατα τσεκούρι ή μπαλτά- με το οποίο ο δράστης την χτύπησε μια και μόνο μοιραία φορά στο πρόσωπο. Το δεύτερο θύμα φαίνεται να αιφνιδιάστηκε περισσότερο καθώς από τα ευρήματα προκύπτει πως δεν προσπάθησε να αμυνθεί. Χαρακτηριστικό της μανίας του δολοφόνου ή των δολοφόνων είναι ότι το τραύμα της ξεκινάει από το μέτωπο και καταλήγει στο βρεγματικό κόκκαλο.
Το άγριο έγκλημα αποκαλύφθηκε όταν δυο γνωστοί των θυμάτων τις αναζήτησαν στο διαμέρισμα τους χωρίς όμως οι άτυχες ένοικοι να τους απαντήσουν. Αυτό το γεγονός προκάλεσε και τις υποψίες τους καθώς η πιο ηλικιωμένη από τις δυο αδελφές σπάνια απομακρύνονταν από το σπίτι της εντός του οποίου διατηρούσε νόμιμο ενεχυροδανειστήριο.
Η 60χρονη και η 35χρονη βρέθηκαν νεκρές μέσα σε μια λίμνη αίματος.
Αξιωματικοί της Αστυνομίας εκτιμούν πως πρόκειται για ληστεία μετά φόνου.
Αξίζει να σημειωθεί πάντως πως πάνω στα άψυχα κορμιά των δυο άτυχων γυναικών βρέθηκαν πεταμένα μια αλαβάστρινη εικόνα και δυο σταυρουδάκια, ένα από κυπαρισσόξυλο και ένα από χαλκό.
Ο Ιλία Πέτροβιτς, ακόμα αναστατωμένος από την εναντίον του προσβολή ξεσπάει τελικά στην Λουίζα Ιβάνοβνα η οποία τον κοιτάζει με ένα βλακώδες χαμόγελο. Της βάζει τις φωνές ζητώντας της εξηγήσεις για το χθεσινό βράδυ. Της λέει ότι είναι η ντροπή της συνοικίας και την προειδοποιεί ότι πολύ σύντομα θα την κλείσει μέσα.
Σκέφτομαι μια στιγμή να τον ηρεμήσω. Τον προσφωνώ με το όνομα του προσπαθώντας να του κάνω νόημα. Μάταιος κόπος.
Από τις φωνές του ο φοιτητής τρομάζει τόσο που παραλίγο να του πέσει το χαρτί από τα χέρια ενώ αυτή όσες προσβολές ακούει, και παρ’ ότι αρχίζει να τρέμει, τόσο πιο καλοσυνάτη έκφραση παίρνει το πρόσωπο της και τόσο πιο γοητευτικό γίνεται το χαμόγελο της.
Η Λουίζα Ιβάνοβνα του εξηγεί με την γερμανική προφορά της ότι δεν έγινε φασαρία στο σπίτι της. Κανενός είδους σκάνδαλο. Ένας μεθυσμένος φταίει. Αυτή δεν θέλει φασαρίες αλλά της ζήτησε τρεις μπουκάλες και άρχισε να παίζει πιάνο με το πόδι κάτι που δεν είναι καθόλου σωστό. Αυτή του είπε πως δεν είναι τρόποι αυτοί και εκείνος πήρε ένα μπουκάλι και άρχισε να κυνηγάει τον κόσμο και αυτή τότε φώναξε την προστασία -τον Καρλ- αλλά ο μεθυσμένος χτύπησε τον Καρλ πρήζοντας του το μάτι και στην Εριέττα έκανε το ίδιο και στην ίδια έριξε πέντε χαστούκια. Δεν είναι τρόποι αυτοί. Σίγουρα όχι. Μετά εκείνη έβαλε τις φωνές και ο μεθυσμένος άρχισε να φωνάζει σαν γουρούνι στο παράθυρο που βλέπει στο κανάλι. Ανεπίτρεπτο. Τον έπιασε τότε ο Καρλ από το φράκο και του το έσκισε λίγο και ο μεθυσμένος ζήτησε, συνεχίζει με την γερμανική προφορά η Λουίζα Ιβάνοβνα , δεκαπέντε ρούβλια αποζημίωση. Αυτή του έδωσε τελικά πέντε και εκείνος την απείλησε ότι θα γράψει σάτιρα εναντίον της στην εφημερίδα γιατί μπορεί να γράφει ότι θέλει στις εφημερίδες. Καθόλου ευγενικός πελάτης.
«Α! Ώστε συγγραφέας!» αναφωνεί.
«Ιλία Πέτροβιτς» πετάω με κοφτό και αυστηρό ύφος μήπως τον επαναφέρω στην νηφαλιότητα. Μου ρίχνει μια γρήγορη ματιά και ίσα που προλαβαίνω να του κάνω νόημα με μια ελαφριά κίνηση του κεφαλιού μου.
Συνεχίζει να κατσαδιάζει την κυρία Ιβάνοβνα και την προειδοποιεί ξανά ότι η μέρα που θα την κλείσει φυλακή δεν αργεί. Μετά ξεσπάει σε ένα παραλήρημα εναντίον των συγγραφέων, των φοιτητών και των φιλολόγων απαριθμώντας περιπτώσεις που γνωρίζει. Στην μια περίπτωση, προχθές κιόλας, ένα τέτοιο κουμάσι -λέει- έφαγε σε μια ταβέρνα και αρνήθηκε να πληρώσει απειλώντας τον ταβερνιάρη ότι θα γράψει εναντίον του μια σάτιρα στην εφημερίδα. Ένας άλλος πάλι, πριν οκτώ όλες και όλες μέρες, έβρισε πάνω στο καράβι μια αξιοσέβαστη οικογένεια. Την κόρη και την σύζυγο ανωτάτου δημοσίου υπαλλήλου! Έναν άλλον -συνεχίζει- τον πέταξαν με τις κλοτσιές έξω από ένα ζαχαροπλαστείο. Τέτοια κουμάσια είναι οι συγγραφείς, καταλήγει, εκσφενδονίζοντας το πιο απαξιωτικό του βλέμμα εναντίον του φοιτητή.
Διαολοστέλνει, τέλος, την κυρία Λουίζα Ιβάνοβνα η οποία αποχωρεί με την πλάτη κάνοντας μικρά βήματα και χαιρετώντας με εξαιρετική ευγένεια προς όλες τις κατευθύνσεις. Λίγο πριν βγει με την όπισθεν πέφτει κατά λάθος πάνω στον Νικοντίμ Φόμιτς, τον διοικητή του Τμήματος, ο οποίος εκείνη την στιγμή κάνει την είσοδο του. Αυτό της κοστίζει άλλη μια υπόκλιση. Μέχρι το πάτωμα αυτή τη φορά.
Πλατεία Σαναγοράς. Η σκληρή πλευράς της πόλης.
Αρχές Ιουλίου και το θερμόμετρο χτυπάει κόκκινο στην Πετρούπολη. Η βουή της πολυκοσμίας, οι ασβέστες, οι σκαλωσιές, τα τούβλα, τα ξύλα, η σκόνη και εκείνη η χαρακτηριστική δυσωδία του καλοκαιριού που την ξέρουν καλά όσοι δεν έχουν τα μέσα να πάνε το καλοκαίρι εξοχή, κάνουν την ατμόσφαιρα πραγματικά αποπνικτική.
Στην πλατεία Σαναγοράς, μια από τις πιο κεντρικές πλατείες της πόλης, μετά τις εννέα το βράδυ, οι υπαίθριοι μικροπωλητές ταχτοποιούν τα τραπέζια και τους πάγκους τους. Τα μπακάλικα και τα μαγαζιά κλείνουν. Οι μαγαζάτορες μαζεύουν και αμπαλάρουν την πραμάτεια τους πριν επιστρέψουν σπίτια τους. Μαζί τους αποχωρούν και οι καταναλωτές. Δίπλα στις ταβέρνες, στα κάτω πατώματα, στις βρώμικες αυλές των σπιτιών της πλατείας και πιο πολύ κοντά στα καπηλειά, μαζεύονται εργάτες, παλιατζήδες, πλανόδιοι και κουρελιάρηδες.
Οι ανυπόφορες μυρωδιές από τα κουτούκια αφθονούν σε αυτό το μέρος όσο και οι μεθυσμένοι που συναντάει κανείς σε κάθε βήμα ακόμα και τις εργάσιμες μέρες.
Τα διάφορα καταγώγια σε αυτούς τους απόμερους δρόμους που συνωστίζονται εργάτες, τεχνίτες και μικροεπαγγελματίες συνθέτουν συγχρόνως ένα ενδυματολογικό μωσαϊκό που δύσκολα μπορεί να εντυπωσιαστεί κανείς με την αμφίεση κάποιου.
Λίγο έξω από την πλατεία ένας νεαρός παίζει ένα αισθηματικό κομμάτι στην λατέρνα. Τον συνοδεύει με το βραχνό της τραγούδι μια κοπέλα που στέκεται μπροστά του στο πεζοδρόμιο. Στόχος τους είναι να κερδίσει κάνα δυο καπίκια από το μαγαζί.
Σε μερικά σημεία, ιδιαίτερα στις εισόδους του ισογείου όπου αν κατέβει κανείς δυο σκαλιά βρίσκεσαι σε μέρη πιο ιδιαίτερων απολαύσεων, έχουν μαζευτεί κάποιες παρέες στο πεζοδρόμιο. Γυναίκες καλούν με τις βραχνές και ηχηρές φωνές τους, τους περαστικούς να περάσουν την ώρα τους μαζί τους. Σε ένα από αυτά γίνεται μεγάλη φασαρία, κάποιος γρατζουνάει μια κιθάρα και ο κόσμος διασκεδάζει τραγουδώντας. Ένας μεθυσμένος φαντάρος περπατάει στη μέση του δρόμου με ένα τσιγάρο στο στόμα. Δυο, πιθανόν όχι και τόσο ευυπόληπτοι πολίτες παίζουν ξύλο μεταξύ τους ενώ κάποιος άλλος σε κατάσταση προχωρημένης μέθης είναι πεσμένος μέσα στην σκόνη του δρόμου.
Γυναίκες μαζεμένες στην είσοδο. Άλλες κάθονται στα σκαλοπάτια, άλλες στο πεζοδρόμιο και άλλες είναι όρθιες και κουβεντιάζουν. Ιερόδουλες από δεκαπέντε μέχρι και πάνω από σαράντα χρόνων συζητούν με βραχνές φωνές και χωρίς να φοράνε καπέλα. Φοράνε φουστάνια από φθηνό βαμβακερό ύφασμα και παπούτσι από προβιά. Προσπαθούν να προσελκύσουν πελάτες. Τα μάτια τους είναι μελανιασμένα από μπουνιές.
Εδώ χτυπάει η καρδία της πιο σκληρής πλευράς της πόλης. Έτσι διασκεδάζει η φτωχολογιά της Πετρούπολης.