Έγκλημα στην Πλατεία Σαναγοράς

Επεισόδιο Ένα

Εξαρθρώθηκε συμμορία πλαστογράφων στη Μόσχα. Πάνω από πενήντα οι εμπλεκόμενοι που κατηγορούνται για την υπόθεση.

«Όλοι πλουτίζουν με κάθε μέσο. Ήθελα και ‘γώ να πλουτίσω γρηγορότερα» αυτά ήταν τα λόγια του καθηγητή παγκόσμιας ιστορίας που κατηγορείται ως ένας εκ των εγκεφάλων της συμμορίας με τα πλαστά χαρτονομίσματα.

Σύμφωνα με πληροφορίες αυτό που πρόδωσε την συμμορία του, στην οποία εμπλέκονται τουλάχιστον 50 κατηγορούμενοι, ήταν ότι ένα μέλος της κίνησε τις υποψίες του ταμία της τράπεζας όταν παρουσιάστηκε στο γκισέ προκειμένου να εισπράξει πέντε χιλιάδες ρούβλια. Τα χέρια του έτρεμαν και ενώ μέτρησε τις τέσσερεις πρώτες χιλιάδες, την πέμπτη την πήρε βιαστικά χωρίς να την μετρήσει. Η συμπεριφορά του κίνησε τις υποψίες του ταμία ο οποίος ειδοποίησε την αστυνομία και από εκεί και πέρα ξετυλίχθηκε όλο το κουβάρι που οδήγησε στην εξάρθρωση της συμμορίας και στη σύλληψη των μελών της.  

Είναι πια κοινός τόπος πως τα τελευταία πέντε χρόνια η εγκληματικότητα αυξάνει συνεχώς στην κατώτερη τάξη. Λεηλασίες και εμπρησμοί συνεχίζονται αδιάκοπα. Όμως πλέον είναι και η εγκληματικότητα των ανώτερων τάξεων που αυξάνεται παράλληλα και με τον ίδιο ρυθμό.

Πριν λίγο καιρό ήταν ο φοιτητής που λήστεψε ταχυδρομικό αμάξι σε δημόσιο δρόμο. Τώρα ένας καθηγητής ιστορίας θεωρείται ως ένας εκ των βασικών κατηγορούμενων πολυμελούς σπείρας παραχαρακτών. Όσο πάει είναι όλο και πιο συνηθισμένο, άνθρωποι προοδευτικοί της ανώτερης τάξης να εμπλέκονται σε έγκλημα που απασχολούν την κοινή γνώμη. 

Άγρια δολοφονημένες μέσα στο διαμέρισμα τους στην πλατεία Σαναγοράς βρέθηκαν εχθές δυο αδελφές

Άγρια δολοφονημένες βρέθηκαν εχθές λίγο μετά τις 19:30 το απόγευμα, δυο αδελφές 60 και 35 ετών μέσα στο σπίτι τους πέριξ της Πλατείας Σαναγοράς στην Πετρούπολη. Σύμφωνα με τις πρώτες πληροφορίες, οικεία τους πρόσωπα ειδοποίησαν την αστυνομία όταν υποψιάστηκαν ότι κάτι μπορεί να τις έχει συμβεί καθώς δεν άνοιγαν την πόρτα παρά τα επίμονα χτυπήματα τους.

Οι άτυχες γυναίκες βρέθηκαν νεκρές μέσα σε μια λίμνη αίματος στο πάτωμα του διαμερίσματος τους, βάναυσα χτυπημένες στο κεφάλι από τον δράστη.

Εξετάζονται τα ενδεχόμενα κίνητρα του στυγερού εγκλήματος με πιο πιθανό αυτό της ληστείας.     

Το πρόβλημα της εγκληματικότητας στο κέντρο της Πετρούπολης

Μια από τις πιο κεντρικές περιοχές της Πετρούπολης έχει εγκαταλειφτεί στην σκληρή της μοίρα. Στην πλατεία Σαναγοράς βρίσκει κανείς αλκοόλ και κάθε είδους εμπορεύματα στην μαύρη αγορά. 

Ληστείες, άγριες δολοφονίες με μπαλτά, μια εξωφρενικής έκτασης μαύρη αγορά, αγοραίος έρωτας σχεδόν σε κάθε σοκάκι, δυσωδία, καταγώγια, καπηλειά, φασαρίες και μεθυσμένοι που άλλοτε κείτονται ανήμποροι στον δρόμο, άλλοτε στήνουν μεταξύ τους καβγάδες και άλλοτε πέφτουν σαν ζωντανοί νεκροί πάνω στους περαστικούς, συνθέτουν το παζλ του τρόμου στην καρδιά της Πετρούπολης που τείνει να εξελιχθεί σε άβατο.

Μια θλιβερή και αποκρουστική πραγματικότητα στην οποία βασιλεύουν η φτώχεια και η εγκληματικότητα.


Είναι δέκα το πρωί. Η ζέστη αποπνικτική και η δυνατή μυρωδιά φρεσκοπερασμένης λαδομπογιάς κάνει την κατάσταση χειρότερη μέσα σε αυτά τα μικρά και χαμηλοτάβανα γραφεία μας.

Έχω απέναντι μου μια γυναίκα με πένθος που της υπαγορεύω τι πρέπει να γράψει στην αίτηση της όταν ένας φοιτητής με διακόπτει για να μου δώσει το χαρτί με την κλήση του. Είναι άθλια ντυμένος, όμως είναι καλοφτιαγμένος, με ωραία μαύρα μάτια και σκουροκάστανα μαλλιά. Πιο ψηλός από τον μέσο όρο με σώμα αδύνατο και καλοφτιαγμένο.

Σειρά έχει η Λουίζα Ιβάνοβνα. Χοντρή, με το κοκκινωπό πρόσωπο και το μεταξωτό, φανταχτερό της φουστάνι στέκεται όρθια σα να μην τολμάει να καθίσει στην καρέκλα που βρίσκεται δίπλα της. Της ζητάω ευγενικά να καθίσει και εκείνη ανταποκρίνεται αφού πρώτα με ευχαριστήσει στα γερμανικά. Το φόρεμα της είναι θαλασσί, ανοιχτό, διακοσμημένο με μια άσπρη δαντέλα και απλώνεται σαν μπαλόνι γύρω από το κάθισμα πιάνοντας το μισό γραφείο. Το κύμα από αρώματα που την συνοδεύει καθώς και το γεγονός ότι καταλαμβάνει τόσο χώρο δείχνει να την ενοχλεί μα παρ όλ’ αυτά χαμογελάει με μια έκφραση άτολμη και αδιάντροπη που δείχνει κάποια ανησυχία.

Ο αξιωματικός Ιλίας Πέτροβιτς εισβάλει στο γραφείο. Είναι το δεξί χέρι του διοικητή Νίκοντιμ Φόμιτς. Έχει ύφος υπεροπτικό και περπατάει ανασηκώνοντας τους ώμους του σε κάθε βήμα. Το μακρύ και κοκκινωπό μουστάκι του πετάγεται οριζόντια και από τις δυο πλευρές του προσώπου του. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του είναι εξαιρετικά λεπτά χωρίς κάποια άλλη έκφραση παρά μόνο αλαζονεία. Πετάει στο τραπέζι, το στολισμένο με μια κονκάρδα, πηλήκιο του και κάθεται σε μια πολυθρόνα. Η Λουίζα Ιβάνοβνα πετάγεται κάνοντας μια πολύ βαθιά υπόκλιση επιστρατεύοντας τους πιο επίσημους τρόπους της. Ο Ιλίας Πέτροβιτς δεν της δίνει καμιά σημασία. Εκείνη δεν τολμά να ξανακαθίσει.

«Τι γυρεύεις εσύ;» τον ακούω να φωνάζει στον άθλια ντυμένο φοιτητή. Το γεγονός ότι παρά την εμφάνιση του τόλμησε να τον κοιτάξει για κάποια δευτερόλεπτα κατάματα φαίνεται να εξόργισε τον αξιωματικό. Είναι αλήθεια ότι τα κουρέλια του έρχονται σε αντίθεση με το αφ’ υψηλού ύφος του.

Ακόμα και αυτοί με την παράξενη όψη γραφιάδες του δεύτερου γραφείου είναι πιο καλοντυμένοι από αυτόν. Εδώ στο -πάντα γεμάτο κόσμο- τέταρτο γραφείο φροντίζουμε την εμφάνιση μας. Ειδικά εγώ. Τα μαλλιά μου είναι πάντα παρφουμαρισμένα και η χωρίστρα μου κατεβασμένη σχεδόν μέχρι τον σβέρκο. Περιποιούμαι τα χέρια μου καθαρίζοντας τα με βούρτσα και τα στολίζω με πολλά δακτυλίδια. Σύμφωνα με τη μόδα, το γιλέκο μου κοσμεί μια χρυσή αλυσίδα.

«Με κάλεσαν με κλήση» απαντάει ψελλίζοντας, την στιγμή που σηκώνω το κεφάλι μου από τα χαρτιά προκειμένου να διευκρινίσω: «Είναι ο φοιτητής. Τον καλέσαμε για τα λεφτά. Ορίστε! Διαβάστε» του κάνω σπρώχνοντας προς τα εκείνον το τετράδιο και δείχνοντας του το σημείο.         

Στο άκουσμα της αιτίας φάνηκε να ανακουφίζεται. Η αντίδραση του όμως δεν κρατάει πολύ καθώς διακόπτεται από την λεκτική επίθεση του Ιλία Πέτροβιτς που του απευθύνει ειρωνικά την ερώτηση:

«Και τι ώρα σου είπανε να έρθεις εξοχότατε; Σου είπαμε να έρθεις στις εννέα και είναι περασμένες δέκα».

«Μόλις πριν από ένα τέταρτο της ώρας μου έφεραν την κλήση» διαμαρτύρεται ο φοιτητής υψώνοντας τον τόνο της φωνής του και παίρνοντας ύφος ακατάδεκτο ενώ συνεχίζει «δεν φτάνει δηλαδή που ήρθα άρρωστος με πυρετό!»

Παρακολουθώ χαμογελώντας την σκηνή. Ο αξιωματικός τον διατάζει να μην φωνάζει και ο κουρελιάρης υποστηρίζει ότι μιλάει με τον προβλεπόμενο τρόπο. Καταγγέλλει μάλιστα τον Πέτροβιτς ότι εκείνος του φωνάζει.

«Σκασμός» του λέει ξαφνικά ο Πέτροβιτς που τινάζεται από την θέση του. Από τον θυμό του για ένα λεπτό δεν μπορεί να αρθρώσει λέξη παρά μόνο πετάγονται φουσκάλες σάλιου από τα χείλια του. «Εδώ βρίσκεσαι σε ανακριτικό γραφείο!» τον ενημερώνει φωνάζοντας.

«Και εσείς το ίδιο και μάλιστα εκτός του ότι φωνάζετε, καπνίζετε κιόλας!»  

Ο Πέτροβιτς είναι εκτός ελέγχου. Ο τόνος της φωνής του υψώνεται με τρόπο που δεν μοιάζει φυσικός. Του λέει: «Αυτό δεν είναι δικιά σου δουλειά. Να κάνεις την δήλωση που σου ζητάνε».

Με προστάζει να του δείξω το σχετικό έγγραφο.

«Σου έχουν κάνει μήνυση γιατί δεν πληρώνεις τα λεφτά που χρωστάς και μας κάνεις τον σπουδαίο.»

Ο φοιτητής αρπάζει το χαρτί. Το διαβάζει και το ξαναδιαβάζει. Δείχνει να μην καταλαβαίνει.

«Τι λεφτά είν’ αυτά;» με ρωτάει.

«Είναι κάτι λεφτά που σας ζητάνε να πληρώσετε για ένα γραμμάτιο. Μπορείτε να τα καταβάλλεται με όλα τα έξοδα, τα πρόστιμα και τα λοιπά. Αλλιώς θα δηλώσετε εγγράφως πότε ακριβώς θα είστε σε θέση να τα πληρώσετε. Συγχρόνως απαγορεύεται να φύγετε από την πόλη, να πουλήσετε ή να κρύψετε τα περιουσιακά σας στοιχεία αν πρώτα δεν έχετε εξοφλήσει το χρέος σας. Ο πιστωτής από την πλευρά του έχει το δικαίωμα να πουλήσει την περιουσία σας και να ενεργήσει εναντίον σας τα προβλεπόμενα από τον νόμο».

«Μα δεν χρωστάω σε κανέναν»

«Αυτό είναι δικό σας θέμα. Εμάς μας έχει έρθει διαμαρτυρόμενο ένα γραμμάτιο για εκατόν δεκαπέντε ρούβλια που έχετε υπογράψει στην κυρία Ζαρνίτσιν, χήρα δικαστικού παρέδρου. Από αυτήν μεταβιβάστηκε στον αυλικό σύμβουλο Τσεμπάροφ, που με την σειρά του μας το έστειλε για να μας δηλώσετε τι θα κάνετε με το χρέος σας».

«Μα, πρόκειται για την σπιτονοικοκυρά μου».

«Ε, και; Τι σημασία έχει;»

Τον κοιτάζω χαμογελώντας με έναν συνδυασμό οίκτου, επιείκειας και θρίαμβο για το μάθημα που του έδωσα και συνεχίζω: «Λοιπόν; Πως τα βλέπεις τώρα νεαρέ μου;». Στέκεται εκεί όρθιος και χάσκει κοιτάζοντας το χαρτί.

Ακολουθεί

Καμία δημοσίευση για προβολή