Στο αριστερό μου μπράτσο έχω ένα σημάδι. Δυο μισοσβησμένα πια γαλάζια Μ και Ο. Το σημάδι αυτό μου έχει μείνει από την εποχή που ήμουνα… συμμορίτης! Παιδιακίσια πράματα. Ναι, έτσι είχαν αρχίσει μα ύστερα πήραν άσχημο δρόμο, τόσο, που αν δεν συνέβαινε κάποιο περιστατικό, σήμερα θα σάπιζα σίγουρα σε κάποια φυλακή, αν δεν είχα πάθει τίποτα και το χειρότερο. Να η ιστορία:
Δεκατριών χρονών μού ‘χαν βγάλει το παρατσούκλι ο «Συμμορίτης»! Κείνο τον καιρό όλο με συμμορίες και κατορθώματα συμμοριτών είχα να κάνω. Απ’ το πρωί ως το βράδυ η δουλειά μου ήταν να διαβάζω αστυνομικά μυθιστορήματα. Τόσο πολύ με τραβούσαν, πού, πολλές φορές, και μέσα στην τάξη, την ώρα του μαθήματος, άνοιγα το μυθιστόρημα στα γόνατα.
Ακόμα και μές το δρόμο καταντούσε να διαβάζω, περπατώντας και κρατώντας το βιβλίο στο χέρι. Τις ώρες που δεν διάβαζα, διηγόμουνα στ’ άλλα παιδιά της γειτονιάς τα διαβάσματα μου, γοητεύοντας το ακροατήριο μου με τους άθλους του Φαντομά, του Μαύρου Σκελετού και των άλλων μεγάλων αρχισυμμοριτών που, όλοι τους, βρίσκαν πάντα τρόπο να ξεγλυτώνουν κάθε φορά απ’ τα χέρια των αστυνομικών, άρπαζαν τις κόρες των εκατομμυριούχων την ορισμένη μέρα και ώρα, όπως το είχαν προειδοποιήσει –κι ας πάντα τις φύλαγαν συντάγματα ολόκληρα αστυνομικών… κλητήρων–, και κάναν ένα σωρό ακόμα αλλά φοβερά και θαυμαστά πράματα.
Ίδρυσα κι εγώ τότε μια συμμορία που την ονόμασα Συμμορία του «Μαύρου Όφεως»! Εκτός από μένα που ήμουν αρχηγός, υπήρχαν δυο μέλη ακόμα. Ο Βάσος ο μεγάλος, συνομήλικος μου, που πήρε το βαθμό του, κι ο Αντρίκος, ένα παιδί δέκα χρονώ, που του αναθέσαμε τα καθήκοντα του… ταμία και φύλακα των μυστικών μας εγγράφων. Τούτος ο ταμίας είχε βρει κάπου ένα σιδερένιο κουτί και κεί μέσα φύλαγε τα περίφημα αυτά μυστικά έγγραφα μας. Αυτά τώρα δεν ήσαν παραπάνω από ένα, το καταστατικό της συμμορίας, αλλά εμείς το ονομάζαμε «μυστικά έγγραφα». Σ’ αυτά λοιπόν ή σ’ αυτό το έγγραφο προβλέπονταν και η ποινή του… θανάτου για κείνον που θα πρόδινε ή θα γινόταν αιτία ν’ αποκαλυφτούν τα μυστικά μας και για τούτον ως φαίνεται το λόγο ο φουκαράς ο ταμίας είχε καταχωνιάσει το σιδερένιο κουτί του στο υπόγειο του σπιτιού του, μη τυχών και το βρει κανείς κι’ αλλοίμονο.
Κάποτε μου κατέβηκε η έμπνευση να γράψουμε στα μπράτσα μας ανεξίτηλα τ’ αρχικά γράμματα του ονόματος της συμμορίας μας, έτσι για να κάνουμε κάτι σοβαρό. Ως τότε, όλη η δράση της συμμορίας περιοριζόταν στο να γράφουμε κάθε τόσο με μαύρη μπογιά στους τοίχους των σπιτιών της γειτονιάς μας, απειλές κατά των άλλων παιδιών σαν αυτή: «Να προσέξει ο Βάσος ο μικρός, γιατί η Σ. του Μαύρου Όφεως τον παρακολουθεί και θα τον τιμωρήσει ανηλεώς». Τα παιδιά σκανδαλίζονταν και πάσχιζαν να βρουν ποιος τα έγραψε αυτά. Εμένα με υποπτεύονταν βέβαια, αλλά φρόντιζα να διαλύω τις υποψίες τους, γράφοντας και εναντίον μου στους τοίχους: «Να προσέξει ο Λευτέρης…». Μια και δεν επακολουθούσε όμως η τιμωρία είτε του Βάσου του μικρού, είτε η δική μου, η υπόθεση έχανε το ενδιαφέρον της, σε σημείο που να εκφράζονται από τα μέλη της συμμορίας ενδοιασμοί όσον αφορά την ανάγκη της διατήρησης της παραπάνω.
«Τι κάνουμε σάματι που είμαστε συμμορία;!» είχε πει ο υπαρχηγός μου.
Σαν έγινε δεχτή η ιδέα μου για τον στιγματισμό μας, πιάσαμε κι’ ανακατέψαμε σ’ ένα φλιτζάνι, ούζο και καπνιά κ’ ύστερα πήγανε σε μια γωνία του μεγάλου κήπου του σπιτιού του ταμία μας να… στιγματιστούμε. Σχεδιάσαμε με κείνη την ουσία στο αριστερό μας μπράτσο τα δυο γράμματα, κεφαλαία, κι ύστερα –κουράγιο μια φορά– με μια καρφίτσα που την καίγαμε πρώτα μ’ ένα σπίρτο, τρυπούσαμε το δέρμα πάνω στα γράμματα, για να μπει μέσα η μπογιά.
Σαν αρχηγός, έδωσα πρώτος το παράδειγμα, κι υπόμεινα με το πιο αδιάφορο ύφος τις τριάντα πάνω κάτω καρφιτσιές, που χρειάστηκε ο υπαρχηγός μου για να με στιγματίσει. Εγώ κατόπι περιποιήθηκα με τον ίδιο τρόπο το μπράτσο του υπαρχηγού, που κι αυτός υπόμεινε το μαρτύριο μ’ αξιοθαύμαστη απάθεια. Τέλος ήρθε και η σειρά του ταμία μας. Όσο διαρκούσε ο στιγματισμός ο δικός μας, δεν έπαυε να μας ρωτά κάθε λίγο: «Δεν πονάς, Λευτέρη;» «Δεν πονάς, Βάσο;» «Πφ! Πόνος είν’ αυτό;!…», απαντούσαμε εμείς. Οι διαβεβαιώσεις μας όμως αυτές δεν τον είχαν καθησυχάσει, ως φαίνεται, ολότελα, γιατί, όταν ήρθε η σειρά του χεριού του, ήταν κατάχλωμος ο κακόμοιρος. Τα μάτια του τρέμαν σαν του λαγού και μας κοίταζε πότε τον έναν και πότε τον άλλον, λες κι ήθελε να μας παρακαλέσει να τον απαλλάξουμε από αυτήν την ιστορία.
Ψυχρός κι ανάλγητος ο υπαρχηγός έμπηξε τότε την καρφίτσα του.
«Ωχ!» φώναξε ο ταλαίπωρος φύλακας του οργανισμού της συμμορίας κι έκανε να τραβήξει το χέρι του. Που να τον αφήσει όμως ο δήμιος του! «Συμμορίτης είσαι και συ!», του λέει περιφρονητικά και του ξαναμπήγει τη καρφίτσα. «Αχ!», ξεφωνίζει πάλι το δυστυχισμένο παιδί, και πολεμώντας με τα δυνατά του τώρα ν’ αποσπάσει το βασανιζόμενο χέρι του, δίνει την παραίτηση του από την συμμορία. «Αφήστε με… δε θέλω! Βγάλτε με απ’ τη συμμορία σας!», φωνάζει. Ο υπαρχηγός όμως τον βαστά γερά, εγώ αρνούμαι να δεχτώ την παραίτηση – τι λες; τώρα που στιγματιστήκαμε εμείς; – κ’ η καρφίτσα για τρίτη φορά τρυπά το ματωμένο μπρατσάκι του ταμία. Αυτή τη φορά όμως δεν μπορέσαμε να τον βαστάξουμε. Τραβά με όλη του τη δύναμη και λευτερώνει το κακοπαθημένο χέρι του και ξεσπώντας σε κλάματα το βάζει στα πόδια για το σπίτι του. Εκεί πια, αψηφώντας ο άθλιος μυστικοφύλακας την προβλεπόμενη απ’ τον καταστατικό χάρτη της συμμορίας ποινή του θανάτου, κάθεται και τα λέει όλα στη μάνα του. Συνέπειες της προδοσίας αυτής ήταν να ξυλοφορτωθούμε και οι τρεις και να διαλυθεί η συμμορία του «Μαύρου Όφεως». Επί πλέον τα παιδιά της γειτονιάς, που μάθαν τα καθέκαστα, μου βγάλαν και το παρατσούκλι κείνο: «Παιδιά, έρχεται ο συμμορίτης», λέγαν άμα με βλέπαν.
Τότε εγώ το πήρα απάνω μου να με λένε συμμορίτη και γύριζα πάντα αγριωπός και προκλητικός, κουβαλώντας στην τσέπη μου μια μεγάλη σιδερένια βίδα. Άμα μάλωνα με κανένα παιδί, έβγαζα το σιδερικό μου και χτυπούσα όπου έβρισκα. «Για να μάθεις τι θα πει συμμορίτης!» του έλεγα στο τέλος. Είχα σπάσει έτσι τρία-τέσσερα κεφάλια κι είχα γίνει ο τρόμος και ο φόβος της γειτονιάς, όταν ξαφνικά πέθανε η μητέρα μου. Αυτό μου στοίχισε πολύ και για κάμποσο καιρό ησύχασα. Λίγο μετά αλλάξαμε γειτονιά και σπίτι.
Κατοικήσαμε σ’ ένα δωμάτιο ενός διώροφου σπιτιού, όπου κάθονταν κι άλλες τρεις οικογένειες. Ήμουν τότε δεκατεσσάρω χρονώ, η αδελφή μου δώδεκα κι ο μικρότερος εφτά. Η αδελφή μου άφησε το σχολείο κι ανέλαβε το νοικοκυριό του σπιτιού και την επίβλεψη του μικρού. Όσο για μένα, σαν πέρασε λίγος καιρός, άρχισα τα δικά μου. Βρήκα δυο-τρία άλλα παιδιά με τα ίδια μυαλά και φτιάξαμε συμμορία. Ανάλαβα την αρχηγία κι εδώ, μια που ήμουν περισσότερο καταρτισμένος απ’ τους άλλους στα ζητήματα αυτά κι είχα και εκείνο το σημάδι στο μπράτσο, που τους το έδειξα με υπερηφάνεια.
Η συμμορία ονομάστηκε «Συμμορία των Τεσσάρων». Καταστατικά και μυστικά έγγραφα δεν είχαμε τώρα, ούτε γράφαμε στους τοίχους κείνα τα παλιά. Τώρα απασχολούμαστε με το πώς να μπαίνουμε δωρεάν στους κινηματογράφους, όπου παίζονταν αστυνομικές ταινίες.
Το χαρτζιλίκι μας ήταν ελάχιστο, γιατί κανένας μας δεν ήταν πλουσιόπαιδο κι ύστερα το να καταφέρνουμε να μπαίνουμε χωρίς λεφτά το θεωρούσαμε κατόρθωμα. Μα στο τέλος τα διάφορα κόλπα, που είχαμε επινοήσει, έγιναν πια γνωστά στους πορτιέρηδες, όπως και οι φάτσες μας. Κατά συνέπεια δεν μπορούσαμε πια να μπαίνουμε χωρίς λεφτά. Τι θα γινόταν λοιπόν; Να χάνουμε τις περίφημες εκείνες αστυνομικές ταινίες δεν ήταν δυνατόν. Αχ, τι ταινία παίζει σήμερα το «Ιντεάλ» πληροφορούσε τους άλλους όποιος από μας είχε περάσει από κει. Οι «Πειραταί του Αέρος». Σπουδαίο έργο!
Απάνω σ’ αυτά, μου κατεβαίνει μια μέρα η… μεγάλη ιδέα:
-Και δεν κλέβουμε, βρε παιδιά!…
Ως φαίνεται, ολουνών μας τα μυαλά ήταν χαλασμένα, γιατί κανένας δεν έφερε αντίρρηση.
-Ναι, μονάχα να μην μας τσακώσουν! είπε κάποιος.
Αυτή ήταν η μόνη παρατήρηση.
-Μη σας νοιάζει, τους διαβεβαίωσα. Θα σας τα κανονίσω εγώ τα πράγματα μια χαρά. Ό,τι σας λέω μονάχα ν’ ακούτε.
Σαν κανονίστηκαν οι λεπτομέρειες, αρχίσαμε τις επιχειρήσεις.
Στόχο βάλαμε τα μπακάλικα. Η γειτονιά μας ήταν μεγάλη και πολυάνθρωπη και τα βράδυα τα κεντρικά μπακάλικα ήταν γεμάτα κόσμο. Τότε βρίσκαμε ευκαιρίες και μεις. Τρυπώναμε ανάμεσα στους άλλους, τάχα ότι θέλουμε να ψωνίσουμε -πόσο έχει αυτό, πόσο εκείνο- και σα βρίσκαμε την κατάλληλη στιγμή, βουτούσαμε κάτι. Η προτίμησή μας ήταν στις κονσέρβες, σαρδέλες, σαλμόν, γάλα και τα λοιπά. Αυτά άλλως τε πουλιόνταν με μεγαλύτερη ευκολία -καθώς τα δίναμε μισοτιμής ή στο τρίτο καμμιά φορά της αξίας τους.- σε περαστικούς φτωχούς ανθρώπους και σε τίποτε μικρομαγαζάκια σ’ άλλες γειτονιές πάντα.
Κάμποσο καιρό πήγε έτσι αυτή η δουλειά που μας εξασφάλιζε το ταχτικό μας εσιτήριο του κινηματογράφου. Ενεργούσαμε με προσοχή και ψυχραιμία και ποτέ δεν έτυχε να μας πιάσουν. Μονάχα μια φορά διατρέξαμε τον κίνδυνο, αλλά τη γλυτώσαμε, δείχνοντας ψυχραιμία αντάξια των…σπουδών που είχαμε κάνει. Εγώ μ’ έναν άλλον είχαμε μπει σ’ ένα μπακάλικο ένα βράδυ και κλέψαμε μερικά …αυγά. Ποιός ξέροι όμως τί έγινε, μας είδε κανείς; δε μας είδε; και βλέπουμε μόλις είχαμε κάνει μερικά βήματα, να μας πλησιάζει το μπακαλόπαιδο και να μας κυττάζει ερευνητικά. Εμείς, χωρίς να τα χάσουμε καθόλου, τέλειοι συμμορίτες, εξακολουθούμε να προχωρούμε το ίδιο σιγανά κι’ αδιάφορα, συνεχίζοντας την κουβέντα μας περί ανέμων και υδάτων. Μάλιστα κάποια στιγμή είπαμε κι’ ένα αστείο και γελάσαμε. Αυτά έφτασαν φαίνεται να διαλύσουν τις υποψίες του μπακαλόπαιδου, που άφησε την παρακολούθηση και γύρισε στο μαγαζί του. Αναπνεύσαμε, γιατί όπως και νάταν, τα είχαμε χρειαστεί για μια στιγμή. Η περιπέτεια εξ άλλου τούτη μας έκανε να σκεφτούμε ότι έπρεπε να βρούμε κάτι άλλο, με λιγώτερο κίνδυνο. Το κάτι άλλο βρέθηκε -από μένα φυσικά, ποιόν άλλον;- και το βάλαμε σ’ ενέργεια, χωρίς τον παραμικρό φόβο για να μας πιάσουν για κλέφτες, ακόμα και στην περίπτωση που θα μας ανακάλυφταν. Να ποιό ήταν το μεγαλοφυές αυτό κόλπο:
Όλοι μας πέρναμε κάθε βράδυ λεφτά απ’ τα σπίτια μας για ν’ αγοράσουμε το καθημερινό ψωμί. Άλλος δυό ψωμιά, άλλος τρία. Πηγαίναμε λοιπόν, δυό μαζί σ’ ένα φούρνο και πλησιάζαμε όταν είχε κι’ άλλους πελάτες εκεί. Ο ένας μας έπαιρνε τότε δύο ψωμιά και, προσέχοντας τη στιγμή που ο ψωμάς δεν τον έβλεπε, απομακρυνόταν σιγά σιγά, σφυρίζοντας και κοντοστεκόμενος κάθε τόσο. Ο άλλος τότε έπαιρνε ακόμα ένα-δύο ψωμιά, πλήρωνε και έφευγε κι’ αυτός. Έτσι μας έμεινε η αξία των δύο ψωμιών που είχαμε κλέψει. Αν τώρα τύχαινε -σπάνια- να προσέξει ο ψωμάς αυτόν που είχε πάρει τα ψωμιά και του φώναζε καθώς απομακρυνόταν, ο άλλος που έμενε εκεί επενέβαινε:
-Ε! Δικά μου είναι! Δεν άκουσες; εγώ θα πληρώσω! Θα πάρω ακόμα δύο όμως!…
Επί μήνες ολόκληρους το σατανικό αυτό κόλπο, μας προσπόριζε τα λεφτά που χρειαζόμασταν για τον κινηματογράφο, για τα γλυκά μας και ό,τι άλλα έξοδα είχαμε. Και ποτέ δεν μας υποπτεύθηκαν οι ταλαίπωροι άνθρωποι, αρκούμενοι να πληρώνονται όταν τύχαινε ν’ αντιληφθούν την κλεψιά. Άλλωσ τε εμείς, όταν γινόταν αυτό, λαβαίναμε τα μέτρα μας, δεν ξαναπήγαιναν οι ίδιοι για κάμποσο καιρό στο φούρνο αυτό, αλλά οι άλλοι δυό κι’ έτσι δεν έτυχε να συμβεί ν’ ανακαλυφτούμε δυό φορές συνέχεια στον ίδιο φούρνο, παίζοντας τότε το παιχνίδι που είπαμε. Τόσο μας είχε αποθρασύνει η ασφάλεια του κόλπου αυτού, ώστε πολλές φορές, αφού ο πρώτος έπαιρνε τα δύο ψωμιά κι’ απομακρυνόταν απαρατήρητος, έφευγε κι’ ο δεύτερος χωρίς να πάρει ψωμί με πληρωμή και το κόλπο επαναλαμβανόταν σε λίγο σε άλλο φούρνο, ή και στον ίδιο ακόμα κάποτε, ως που προμηθευόμαστε με την κλεψιά όλα τα ψωμιά που ήταν ν’ αγοράσουμε και να μας μείνει σε μια βραδυά η αξία οχτώ-δέκα ψωμιών. Τέσσερις οικογένειες κατάντησε έτσι να τρέφουνται με κλεμμένο ψωμί επί μήνες ολόκληρους. Α, ναι, το σκέφτουμαι κι’ ανατριχιάζω. Είχαμε καταντήσει λωποδύτες του χειρότερου είδους, είχαμε μπει για καλά πια στον φριχτό αυτό δρόμο, που τέρμα του έχει τη φυλακή και την κρεμάλα.
Οι άλλοι που τους παρέσερνα εγώ -ίσως να μην έφταναν σ’ αυτή την κατάντια, μπορούσε να τα παρατούσαν αργότερα, αλλά εγώ, που τα οργάνωνα όλα αυτά και είχα ταλέντο, δε θα την γλύτωνα.
Όμως ο Θεός δεν το θέλησε, ως φαίνεται. Και συνέβη τότε κείνο το γεγονός, που μ’ όλο που μου στοίχισε αφάνταστα πολύ, όμως με σταμάτησε για πάντα στον κατήφορο που είχα πάρει.
Ένα βράδυ πιάσαν τον πατέρα μου.