Μια παρέα ανήλικων αγοριών, τελειόφοιτων συμμαθητών του Δημοτικού, συνήθιζαν τα πρωινά της Κυριακής να σαλτάρουν τo κάγκελo του σχολείου τους για να παίξουν μπάλα στην μεγάλη τσιμεντένια αυλή του. Αυτή η παραβατική συνήθεια δεν μαρτυρούσε την εκτίμηση τους για την πρωτοβάθμια εκπαίδευση, την ακόρεστη δίψα τους για γνώση ή το δέσιμο τους με το συγκεκριμένο σχολικό συγκρότημα. Αντίθετα, για εκείνους τους ίδιους και αυτές καθαυτές τις ανάγκες και επιθυμίες τους ομολογούσε μια αντικειμενική αναγκαιότητα: στη γειτονιά τους, αυτός ήταν ο μοναδικός ακάλυπτος δημόσιος χώρος που τους έδινε τη δυνατότητα να ξεδιπλώσουν σε κάποια έκταση, είτε τα ποδοσφαιρικά ταλέντα τους είτε την έλλειψη τους.
Έτσι και έκαναν και εκείνο το ψυχρό πρωινό μιας χειμωνιάτικης συννεφιασμένης Κυριακής, η οποία έμελε να σημαδέψει τα παιδικά χρόνια τους. Ο ουρανός ήταν σκούρος, όμως δεν φαινόταν να το πηγαίνει για βροχή. Έτσι δεν έχασαν καιρό. Σάλταραν το κάγκελο, έστησαν δυο εστίες με δοκάρια πλασμένα από τα μπουφάν τους και άρχισαν ένα ματσάκι τέσσερις τέσσερις με μπακότερμα, στο τσιμέντο, εκεί που είχαν αποκτήσει ο καθένας τους μπόλικα γδαρσίματα στα γόνατα και τους αγκώνες, τα οποία και ως παράσημα, έφερνε ο καθένας πάνω του. Το εναρκτήριο λάκτισμα για να πάρουν τα γεγονότα απροσδόκητη τροπή δόθηκε από μια καραβολίδα που θρυμμάτισε τον υαλοπίνακα της αίθουσας της Α’ Δημοτικού, η οποία βρισκόταν στο ισόγειο του κτιρίου. Σαν να το περίμεναν από καιρό, οι ανήλικοι λεηλάτες μπούκαραν από εκεί στην αίθουσα και επιδόθηκαν στην απαλλοτρίωση μαρκαδόρων και ξυλομπογιών. Πριν εξέλθουν διά της ίδιας οδού, φρόντισαν να αφήσουν την αίθουσα αρκούντως μπαχαλεμένη. Κυριευμένοι από καταστρεπτική μανία, εκφράζοντας ίσως ασυναίσθητα -αλλά σίγουρα βίαια- την εναντίωσή τους στο εκπαιδευτικό σύστημα, οπλισμένοι με τα σύνεργα του εγκλήματος, άρχισαν να ζωγραφίζουν στους σχολικούς τοίχους βωμολοχίες, αριθμούς οπαδικών θυρών, μπόμπες, νεκροκεφαλές και διάφορα ακατάληπτα σκαριφήματα. Δεν έμειναν όμως εκεί. Σε ξέφρενη κατάσταση, άλλοι αλαλάζοντας και άλλοι γρυλίζοντας, ανέβηκαν στον πρώτο (και μοναδικό) όροφο. Εκεί, με σπασμένα τα φρένα και αφού πρώτα λέρωσαν με τους απαλλοτριωμένους μαρκαδόρους και τις ξυλομπογιές και αυτούς τους λευκούς τοίχους, έδωσαν ένα σάλτο, βρέθηκαν στο υπόστεγο της εισόδου και από εκεί, θρυμματίζοντας άλλο ένα μικρό τζάμι, μπήκαν ο ένας πίσω από τον άλλο μέσα στο πατάρι της αίθουσας τελετών. Μέσα στην αίθουσα στην οποία είχαν προλάβει να πλήξουν ανυπόφορα κατά τη διάρκεια των εθνικών εορτών. Η αίθουσα ήταν τεράστια, ψηλοτάβανη, τακτοποιημένη. Στη μια γωνία της, στέγαζε και το σχολικό κυλικείο. Σύντομα όμως θα γινόταν αγνώριστη αφού εκεί μέσα θα κορυφωνόταν η εκδήλωση των βίαιων ενστίκτων αυτών των ανήλικων βάνδαλων. Και τι δεν έκαναν. Αφού πρώτα κατέβηκαν από το πατάρι, αρχικά συνέχισαν το λέρωμα των τοίχων, έπειτα έσκισαν στρώματα γυμναστικής, χάρτινα σημαιάκια και πορτραίτα αγωνιστών του 1821 που κοσμούσαν τους γκρίζους τοίχους.
Μέχρι και μια κουράδα βρέθηκε την επόμενη μέρα, να χάσκει ξεραμένη γύρω από μια κίτρινη κηλίδα στεγνωμένων κάτουρων, με δυο βρώμικα χαρτομάντιλα να αρμενίζουν δίπλα σε ρόλο σημαίας. Επικεντρώθηκαν όμως στο κυλικείο, στο οποίο εισήλθαν σπάζοντας το μικρό τζάμι δίπλα στη ξύλινη πόρτα του. Εκεί τα έκαναν πραγματικά ρημαδιό. Σε αυτό ίσως να είχε συνηγορήσει και ο άξεστος χαρακτήρας του κυλικειάρχη που δεν έκανε ποτέ του σκόντο και ήταν πάντοτε αγενής. Αφού πρώτα έφαγαν μέχρι σκασμού όσα περισσότερα γαριδάκια, πατατάκια, φουντούνια και πακοτίνια μπορούσαν, έσπασαν την άδεια γυάλινη προθήκη για τις τυρόπιτες, τράβηξαν την πρίζα του ψυγείου με τα παγωτά (τρώγοντας ταυτόχρονα και μερικά), έσπασαν τη γυάλινη πόρτα του ψυγείου με τα αναψυκτικά (πίνοντας μερικά), ξεπάστρεψαν την ταμειακή μηχανή, την όποια και βρήκαν εντελώς άδεια από κέρματα και χαρτονομίσματα. Αφού πρώτα ικανοποίησαν τα μάλα τα βίαια ένστικτά τους, εξήλθαν ομαδικώς της αιθούσης διά της ιδίας οδού αν και με όχι την ίδια ταχύτητα και ευκολία, όντας αρκούντως φουσκωμένοι από τα ανθυγιεινά βιομηχανικά εδέσματα, με τα οποία εν τούτοις είχαν φροντίσει να παραγεμίσουν και τις τσέπες τους, τσουρνεύοντας κυρίως σοκολάτες και μπισκότα.
Πριν αποχωρήσουν από το σχολικό συγκρότημα σαλτάρoντας και πάλι το κάγκελο από το οποίο και είχαν μπουκάρει, έχοντας συνείδηση της παράνομης φύσης των πράξεων που μόλις είχαν διαπράξει, έδωσαν χαμηλοφώνως ομαδικό όρκο σιωπής, θεσπίζοντας τρόπον τινά μεταξύ τους ένα είδος omerta. Υπήρχε όμως κάτι που είχε διαφύγει της προσοχής τους και αυτό το κάτι θα ήταν εκείνο που θ’ ανέτρεπε τα σχέδια τους για την απόκρυψη της ταυτότητας τους. Αυτό το κάτι, αυτός ο κάποιος είχε ονοματεπώνυμο, αλλά είχε και παρατσούκλι: πράγματι την τελευταία διετία, οι ανήλικοι βάνδαλοι όποτε τον αντίκρυζαν τον φώναζαν περιπαικτικά Λουί Ντε Φινές, λόγω της φυσιογνωμικής ομοιότητάς του με το διάσημο Γάλλο κωμικό. Ο Λουί Ντε Φινές, δηλαδή ο κυρ-Παντελής κατοικούσε στον πρώτο όροφο του διώροφου κτίσματος που βρισκόταν αντικριστά του σχολείου και στο ισόγειο του διατηρούσε τζαμάδικο. Ο κυρ-Παντελής λοιπόν, καθόλου δεν χώνευε τους μαθητές και τις μαθήτριες του σχολείου που γειτνίαζε ασφυκτικά με το σπίτι του και το κατάστημα του και ιδιαίτερα τη συγκεκριμένη αγέλη ανήλικων, οι οποίοι τον περιέπαιζαν συστηματικά με ετούτο το φράγκικο όνομα. Λίγο η οχλαγωγία των διαλειμμάτων, λίγο το γεγονός ότι στο πρόσφατο παρελθόν δυο τρεις καραβολίδες είχαν περάσει πάνω από τα σχολικά κάγκελα θρυμματίζοντας ισάριθμες φορές τον υαλοπίνακα του καταστήματος του, λίγο η σκατοψυχία του, δεν ήθελε και πολύ ο κυρ-Παντελής για να μισήσει θανάσιμα αυτά τα τσογλάνια, όπως συστηματικά τα αποκαλούσε. Έτσι, το γεγονός ότι βρισκόταν τυχαία στο μπαλκόνι του, την ώρα που οι δράστες αποχωρούσαν εσπευσμένα από τον τόπο διάπραξης των αδικημάτων τους, διακρίνοντας ξεκάθαρα τα πρόσωπα τους (τα όποια άλλωστε γνώριζε καλά), φάνταζε στον κυρ-Παντελή ως ένα θεόσταλτο δώρο, αφού από τη βιασύνη με την οποία την κοπανούσαν ήταν σίγουρος ότι κάποια βρωμοδουλειά θα είχαν κάνει. Τώρα θα μπορούσε να εκδικηθεί για τα καλά, για όλα τα χουνέρια που είχε υποστεί συστηματικά τα τελευταία χρόνια, από αυτά τα τσογλάνια.
Έτσι το επόμενο πρωί, νωρίς νωρίς, πριν ακόμα χτυπήσει το λαομίσητο πρώτο σχολικό κουδούνι της Δευτέρας, ο Λουί είχε πιει τον καφέ του, είχε βάλει το καλό του το κοστούμι και είχε βρεθεί στο γραφείο του σχολικού Διευθυντή, ο οποίος αγουροξυπνημένος μόλις που άρχιζε να προσπαθεί να βγάλει άκρη με το αχούρι που αντίκριζε, να καταλάβει τι είχε συμβεί και να εντοπίσει τους δράστες των βανδαλισμών που είχε υποστεί το μικρό του βασίλειο. Έτσι τα λεγόμενα αυτού του ρουφιάνου, ήχησαν λυτρωτικά στα αυτιά του. Στην πραγματικότητα, ο Λουί φτάνοντας στο σχολείο, δεν ήταν ακριβώς σίγουρος για τα αδικήματα που είχαν διαπράξει τα θύματα του. Ρίχνοντας όμως μια ματιά γύρω του, βλέποντας το τζάμι της ισόγειας αίθουσας της Α’ Δημοτικού να χάσκει ακόμα σπασμένο και τον κυλικειάρχη να ωρύεται απειλώντας θεούς και δαίμονες, ήταν βέβαιος ότι τα είχαν κάνει μαντάρα. Έτσι δεν δυσκολεύτηκε να σιάξει την μαρτυρία του. Τους είχε δει πεντακάθαρα να φεύγουν αφήνοντας πίσω τους συντρίμμια, ήταν βέβαιος καθώς -τουλάχιστον τους πέντε εκ των δραστών- τους είχε διακρίνει ξεκάθαρα και έτσι κι αλλιώς τους γνώριζε καλά:
«Ήταν ο Πίθηκας, ο Λιούμος, ο Πόντικας και τα δυο Τουρκάκια. Μαζί τους ήταν και άλλα δυο τρία ακόμα τσογλάνια που δεν πρόλαβα να διακρίνω καλά. Όμως κύριε Διευθυντά, αν κάνω ένα σουλάτσο στην αυλή στο διάλειμμα, είμαι σίγουρος ότι θα τους αναγνωρίσω.»
Τα λόγια του σαν μάνα εξ’ ουρανού έπεσαν μέσα στα χέρια του προϊστάμενου δημόσιου υπάλληλου που διψούσε για ανήλικο αίμα. Αφού πρώτα τον ευχαρίστησε για τις πολύτιμες πληροφορίες, εν συνεχεία τον ρώτησε μειλίχια αν μπορεί να του επιβεβαιώσει την αντιστοιχία ανάμεσα στα παρατσούκλια που μόλις ανέφερε και τα πραγματικά ονοματεπώνυμα των δραστών. Πριν προλάβει να ολοκληρώσει την ερώτηση του, ο Λουί είχε απαντήσει καταφατικά αρχίζοντας να παραθέτει αναλυτικά τα στοιχεία που του ζητήθηκαν, προσθέτοντας:
«Αν σας χρειάζεται μπορώ να σας αναφέρω και τις διευθύνσεις κατοικίας τους.»
Ο Διευθυντής -αφού πρώτα είχε φροντίσει να σημειώσει στο κατάστιχο του ποινολογίου τα ονοματεπώνυμα που του ανέφερε αυτός ο άξιος επίγονος των ντόπιων συνεργατών της κατοχικής Κομαντατούρας- φόρεσε το πιο πλατύ χαμόγελο του, τρίβοντας ευχαριστημένος τις ροδαλές και απαίδευτες παλάμες του πριν του απευθυνθεί χαμηλοφώνως:
«Δεν χρειάζεται. Είναι μαθητές μου, επομένως όπως καταλαβαίνετε έχω και τα τηλέφωνα των γονιών τους. Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο με βοηθήσατε. Όσον αφορά τους υπόλοιπους δράστες, μην ανησυχείτε. Έχοντας αυτά τα πέντε ονοματεπώνυμα, πιστεύω ότι θα είναι εύκολος ο εντοπισμός τους. Εσείς δεν χρειάζεται να κάνετε κάτι άλλο. Άλλωστε ήδη έχετε κάνει πολλά για την εύρυθμη λειτουργία του σχολειού μας.»
Πριν τον αποχαιρετήσει του ζήτησε ένα τηλέφωνο επικοινωνίας έτσι ώστε να μπορεί να έρθει σε επαφή μαζί του «σε περίπτωση που κάτι τέτοιο κριθεί αναγκαίο». Ο Λουί μετά χαράς του έδωσε τον αριθμό τηλεφώνου τόσο του σπιτιού όσο και του μαγαζιού του. Φήμες λένε ότι ο Διευθυντής του υποσχέθηκε ότι ανεξάρτητα από την έκβαση της εξιχνίασης της υπόθεσης θα τον ειδοποιούσε ώστε να του αναθέσει την εργολαβία αντικατάστασης των θρυμματισμένων υαλοπινάκων. Και έτσι κι έγινε.
Εκείνος όμως, αποχαλινωμένος, δεν αρκέστηκε σε αυτό, αφού -σύμφωνα πάντα με τις ίδιες φήμες- θεώρησε ότι είχε βρει την ευκαιρία να παντελονιάσει διπλά και τρίδιπλα και τα παλιότερα σπασμένα, το κόστος των οποίων είχε επωμιστεί ο ίδιος, μετά την άρνηση πληρωμής του που είχε συναντήσει -ελλείψει σύλληψης των δραστών- από τον Διευθυντή και το Σύλλογο Γονέων και Κηδεμόνων του σχολείου. Μήνυση δεν είχε κάνει ούτε την πρώτη, ούτε τη δεύτερη άλλα ούτε και την τρίτη φορά. Το είχε όμως μετανιώσει και τώρα σαν να του ερχότανε κουτί ετούτο το συναπάντημα με την τύχη του. Έτσι πριν κλείσει την πόρτα πίσω του, γύρισε προς το «δάσκαλο» και με λίγο υψωμένη τη φωνή -νιώθοντας κάπως σαν να έχει εκείνος το πάνω χέρι σε τούτη την υπόγεια συνδιαλλαγή- του αντιγύρισε:
«Δεν αρκεί όμως αυτό κυρ Διευθυντά. Εγώ έχω βάλει από την τσέπη μου υλικά και εργασία για να φτιάξω τρεις φορές μονάχος μου τα τζάμια που είχαν σπάσει αυτά τα τσογλάνια. Τότε μου είχατε πει πως οι δράστες παραμένουν άγνωστοι και αν θέλω να πάω να καταθέσω μήνυση. Δεν το έκανα. Αλλά αυτή τη φορά, θα μου την πληρώσουν. Θέλω να μου πληρώσουν όλα τα σπασμένα. Έτσι να σφυρίξεις στους γονιούς τους. Θέλω διακόσια χιλιάρικα στο χέρι. Και να τους πεις ότι επειδή είμαι κουβαρντάς τους χρεώνω μόνο τα τζάμια και όχι την εργασία. Καλύτερα να μην με πλησιάσουν γιατί τότε θα με αναγκάσουν πραγματικά να πάω στο Τμήμα. Να τα δώκουνε σε σένα και μου τα δίνεις εσύ. Σύμφωνοι;»
Ο κυρ Διευθυντάς που όσο του μιλούσε ο σπιούνος εκείνος έκανε τους δικούς του χρηματικούς υπολογισμούς, κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι του, τον ευχαρίστησε και πάλι και τον ξεπροβόδισε καλοσυνάτα.
Αμέσως μετά τη λήξη του λαοφιλούς πρώτου διαλείμματος -το οποίο και διεξήχθη με το κυλικείο «εκτάκτως κλειστό» και με το προαύλιο να βουίζει από το σούσουρο για την κυριακάτικη επιχείρηση γης μαδιάμ- οι πέντε κατηγορούμενοι οδηγήθηκαν από τους δασκάλους τους στο γραφείο του Διευθυντή. Εκεί, ανάμεσα σε μερικά χαστούκια, χαρακιές στις παλάμες, απειλές, εκβιασμούς και συμβουλές, οι ανήλικοι φερόμενοι ως δράστες πιέστηκαν ασφυκτικά για την απόσπαση της ομολογίας τους και την κατάδοση των συνεργών τους. Κοιτώντας ο ένας τον άλλον στα μάτια, σφίγγοντας τις μικρές γροθιές τους και δίνοντας αθόρυβα αμοιβαίο κουράγιο μεταξύ τους, βρήκαν το σθένος να τηρήσουν τον όρκο σιωπής που είχαν ανταλλάξει. Μην έχοντας αποσπάσει το επιθημητό αποτέλεσμα, ο εκπαιδευτικός «λειτουργός» προχώρησε στις ατομικές ανακρίσεις τους. Πρώτο περιέλαβε τον Πόντικα και τελευταίο τον Πίθηκα. Πιο πολύ απ’ όλους πίεσε τα δυο Τουρκάκια. Μάταια όμως. Αν και για περίπου δυο ώρες, το γραφείο του γέμιζε με την απειλητική φωνή του που μηρύκαζε λέξεις όπως «μήνυση», «αστυνομία», «χειροπέδες», «δικαστήριο», «αναμορφωτήριο», «ποινικό μητρώο» και οι πέντε τους ήσαν και παρέμειναν τάφοι και δεν έχυσαν ούτε δάκρυ. Εν τέλει, τους έμπασε και πάλι όλους μαζί στο γραφείο του και κάλεσε το δάσκαλο τους -έναν πολλά βαρύ Αρκάδα που είχε πάντα πρόχειρο το χάρακα και εύκολες τις σφαλιάρες- αλλά και τον εξαγριωμένο κυλεικιάρχη που αφού πρώτα αποπειράθηκε να βιαιοπραγήσει εναντίον τους -ανεπιτυχώς όμως, χάρη στη συλλογική αντίσταση τους- φρόντισε να τους ενημερώσει ότι θα κινούταν νομικά κατά των ίδιων και των κηδεμόνων τους, έτσι ώστε να αποζημιωθεί για τη ζημιά που είχαν υποστεί το κατάστημα και η πραμάτεια του. Η παράσταση αυτού του έκτακτου μαθητοδικείου έκλεισε, με τον Διευθυντή να μοιράζει σε κάθε κατηγορούμενο ένα μεγαλοπρεπές σετ από σφαλιάρες, να τους ανακοινώνει την αποβολή τους και να κλείνει με μια ετυμηγορία του κλασσικού ρεπερτορίου: «…και αύριο το πρωί, με τους κηδεμόνες σας.»
Οι πέντε φερόμενοι ως δράστες έφυγαν για να εκτίσουν την ποινή τους και αφού πρώτα χασομέρησαν -μέχρι να φτάσει η ώρα τους σχολάσματος- καθισμένοι ανακούκουρδα σε μια από τις πυλωτές των παρακείμενων εργατικών πολυκατοικιών, έχοντας βγάλει από τις τσάντες τους και μασουλώντας ότι τους είχε μείνει από τα κλοπιμαία μπισκότα, ανανέωσαν τον όρκο σιωπής τους, πριν πάρει ο καθένας τους το δρόμο για το σπίτι του. Εκεί, σε τέσσερις οικιακές εστίες θα άνοιγε και από μια πολεμική επιχείρηση μέσα στα καθημερινά οικογενειακά χαρακώματα. Κάποιοι, όχι όλοι, αφού ενημέρωσαν τους γονείς τους ότι την επόμενη μέρα έπρεπε να τους συνοδεύσουν στο σχολείο κατόπιν αιτήματος του Διευθυντή, ανέλαβαν την ευθύνη της συμμετοχής τους στη διάπραξη των αδικημάτων για τα οποία κατηγορούνταν. Τη στιγμή που το έκαναν δεν τους περνούσε καν από το μυαλό τους ότι η -κατά τ’ άλλα τίμια και γενναία- ομολογία τους ενώπιον των γονιών τους, αποτελούσε ταυτόχρονα και καταπάτηση της omerta που είχαν ορκιστεί. Όταν το αντιλήφθηκαν, τους ζήτησαν παρακαλετά να «μην το πουν σε κανέναν». Οι υπόλοιποι έτσι κι αλλιώς δεν θα προέβαιναν σε καμία περίπτωση σε μια τέτοια ανάληψη ευθύνης, φοβούμενοι εκ των προτέρων την έκταση που θα μπορούσε να λάβει η έκρηξη οργής των γονιών τους, κυρίως εκείνης των πατεράδων τους. Σε κάθε περίπτωση, σε κάποια από τα τέσσερα σπίτια πέσανε φάπες και χριστοπαναγίες ενώ το σύνολο των φερόμενων ως δραστών καθώς και κάποιοι από τους γονιούς τους (κυρίως οι μανάδες τους) πέρασαν μια ξάγρυπνη νύχτα.
Την αγρύπνια εκείνη τη νύχτα αλλά και για πολλές ακόμα θα μοιράζονταν και οι τρεις ανήλικοι συνεργοί στο έγκλημα, των οποίων η ταυτότητα είχε μείνει και θα έμενε ανεξακρίβωτη.
(Τέλος επεισοδίου. Όλα τα επεισόδια εδώ)
Το red n’ noir προτείνει βιβλία:
-
Προϊόν σε προσφοράΌποιος ζήσει θα δειOriginal price was: €5,30.€3,71Η τρέχουσα τιμή είναι: €3,71.
-
Προϊόν σε προσφοράΈτρεχα και σκεφτόμουν την ΆνναOriginal price was: €19,08.€9,54Η τρέχουσα τιμή είναι: €9,54.
-
Προϊόν σε προσφοράΟδομαχίεςOriginal price was: €12,72.€8,90Η τρέχουσα τιμή είναι: €8,90.
-
Προϊόν σε προσφοράΑνεπίδοτη επιστολήOriginal price was: €6,36.€4,45Η τρέχουσα τιμή είναι: €4,45.