Η επίπληξη και η εποπτεία IΙ

Επεισόδιο 2

Το επόμενο πρωί, οι κηδεμόνες των φερόμενων ως δραστών βρέθηκαν νωρίς νωρίς μαζί με τα μπουμπούκια τους έξω από την πόρτα του γραφείου του Διευθυντή. Εκείνος κατέφτασε φουριόζος και άρχισε αμέσως την παράσταση: πρώτα κάλεσε αυστηρά τους κατηγορούμενους να πάνε στην αυλή και να περιμένουν μαζί με τους συμμαθητές τους για το κουδούνι της προσευχής. Εκείνοι κινήθηκαν προς το προαύλιο στοιχισμένοι ως ομάδα, λίγο με κρυφή περηφάνια λίγο με πρόδηλη αμηχανία. Οι τρεις ανεξακρίβωτοι συνεργοί στο έγκλημα, απέφευγαν ακόμα και να τους κοιτάξουν.  Έπειτα, ο Διευθυντής με το ίδιο ύφος, στράφηκε στους γονιούς τους. Τους κοίταξε με ένα μείγμα απαξίωσης και λύπησης και τους κάλεσε να τον ακολουθήσουν για να θαυμάσουν τα «κατορθώματα των κανακάρηδων τους». Πρώτα τους έδειξε το σπασμένο τζάμι της αίθουσας της Α’ Δημοτικού, το οποίο ήταν καλυμμένο όπως-όπως μ’ ένα διάφανο νάιλον σκέπασμα. Μετά τις βωμολοχίες, τα σκαριφήματα και τους αριθμούς στους τοίχους. Έπειτα τους ζήτησε να τον ακολουθήσουν στην αίθουσα τελετών και το κυλικείο. Εκεί τα πράγματα παραλίγο να ξεφύγουν για τα καλά, αφού ο άξεστος κυλικειάρχης ήταν εκεί και τους περίμενε με άγριες διαθέσεις. «Έχετε χάρη που τα σκατά των τσογλανιών σας τα μάζεψε η καθαρίστρια. Αλλιώς θα τους τα είχα δώσει να τα φάνε». Ο Διευθυντής κατάφερε να εκτονώσει την ένταση ζητώντας τους να τον περιμένουν στο γραφείο του και απομακρύνοντας με επιτακτικές εκφράσεις και χειρονομίες τον ενάγοντα κυλικειάρχη που συνέχιζε να γαβγίζει.

Όταν μπήκε στο γραφείο του, οι γονείς των φερόμενων ως δραστών τον περίμεναν, άλλοι καθιστοί, άλλες όρθιες, όλοι και όλες όμως σιωπηλοί και προβληματισμένες. Εκείνος -μην θέλοντας να τους κρατάει σε αγωνία αλλά θέλοντας και να ξεμπερδεύει με αυτήν την ιστορία που διατάραζε τη δημοσιοϋπαλληλική ρουτίνα του- μπήκε κατευθείαν στο ψητό:      

«Κύριες και κύριοι όπως καταλαβαίνετε εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μια ακόμα παιδική κουτουράδα αλλά με τη διάπραξη σοβαρών αδικημάτων, για ζημιές που ανέρχονται σε ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό, τόσο για τη δημόσια περιουσία του σχολείου όσο και για την ιδιωτική του κυλικείου. Από χθες έχω στη διάθεση μου τη μαρτυρία ενός περιοίκου ο οποίος επιβεβαιώνει τη συμμετοχή των γιων σας σε αυτό το πλιάτσικο. Δεν σας κρύβω ότι προβληματίστηκα πάρα πολύ για το πως θα μπορούσα να χειριστώ την κατάσταση. Κανονικά θα έπρεπε να έχω ήδη ενημερώσει τον προϊστάμενο μου στην Υποδιεύθυνση Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, το Σύλλογο Γονέων και Κηδεμόνων και να έχω καλέσει την αστυνομία. Αλλά δεν το έκανα. Παρά την αυτόβουλη μαρτυρία περίοικου που σας προανέφερα. Σκέφτηκα ότι κάτι τέτοιο θα εξέθετε και το σχολείο, αλλά κυρίως το μέλλον των παιδιών σας, τα οποία αν και μας βγάζουν το λάδι δεν παύουν να είναι μαθητές μου και να θέλω το καλό τους. Παραμένει βέβαια το ζήτημα της κάλυψης του κόστους των ζημιών. Ο ιδιοκτήτης του κυλικείου με ενημέρωσε ότι για τον ίδιο το κόστος ανέρχεται γύρω στα τριακόσια χιλιάρικα. Μ’ ένα γρήγορο έλεγχο που πρόλαβα και έκανα, οι ζημιές για το σχολείο, το βάψιμο, τα τζάμια και τα στρώματα πρέπει να κυμαίνονται γύρω στα εφτακόσια. Αν εσείς διατίθεστε να αναλάβετε την κάλυψη αυτού του κόστους, τότε το θέμα μπορεί να λήξει εδώ. Φυσικά τα παιδιά θα έρθουν σήμερα μαζί σας και αύριο θα τα κρατήσετε σπίτια σας. Τόσο γιατί πρέπει να τιμωρηθούν, έστω και με μια τριήμερη αποβολή όσο και για να εκτονωθεί λίγο η κατάσταση. Από χθες όλο το σχολείο δεν συζητάει άλλο».

Οι γονείς κοιτάχτηκαν, άλλοι σαστισμένοι, άλλες πελαγωμένες. Ο Διευθυντής πήγε προς την πόρτα του γραφείου, την άνοιξε και τους είπε ότι θα μπορούσαν να το συζητήσουν μεταξύ τους στο διάδρομο και να επιστρέψουν μόλις θα είναι σε θέση να του ανακοινώσουν την απάντηση τους. Αν μπορούσαν όμως να μην τον καθυστερήσουν και πολύ. Έτσι κι έγινε.

Η οριακή πλειοψηφία 3-2 της γονεϊκής ομήγυρης βρήκε την εκβιαστική διευθυντική πρόταση βατή και λογική. Κάποια παρατήρησε ότι «Διευθυντής και κυλικειάρχης πάνε να βγάλουν μίζα από τα σπασμένα», εντούτοις συνηγόρησαν ότι αυτή θα ήταν η καλύτερη λύση. Διακόσια χιλιάρικα δραχμές για τον καθένα δεν ήτανε και λίγα λεφτά, αντίθετα ήταν πολλά λεφτά. Αλλά «αν ήτανε να γλιτώσουν τα παιδιά το σκαμνί, τότε χαλάλι τους» είπε ο πιο κουβαρντάς. Εκείνος που κλωτσούσε ήτανε ο Τούρκος. Έπρεπε να βάλει το μερτικό και για τους δυο γιους του. Τουτέστιν τετρακόσια κολλαριστά. Εν τέλει συμφώνησαν να μπει ρεφενέ ότι περίσσευε για τη συμπλήρωση του μύριου. Συμφώνησαν επίσης να ζητήσουν διορία μια βδομάδα. Ο Διευθυντής όμως αποδείχθηκε ανένδοτος.

«Κοιτάξτε να δείτε εγώ σήμερα είτε πρέπει να ενημερώσω την Υποδιεύθυνση για την αντικατάσταση του κατεστραμμένου υλικού, για τα σκισμένα στρώματα, για το βάψιμο των τοίχων, είτε να μου πείτε εσείς ότι μέχρι την Παρασκευή θα μπορείτε να τα φέρετε για να πληρώσω και εγώ τους μπογιατζήδες, ο κύριος του κυλικείου τους προμηθευτές του, να παραγγείλω τα στρώματα. Καταλαβαίνετε; Δεν μπορούμε να καθυστερήσουμε. Αν έρθει ένα κλιμάκιο του υπουργείου και δει το σχολείο σε αυτό το χάλι και με ρωτήσει γιατί δεν ενημέρωσα, εγώ τι θα του πω; Κι έπειτα, το κυλικείο πότε θα ξανανοίξει; Σήμερα είναι δεύτερη μέρα κλειστό. Ο άνθρωπος κάπου πρέπει να βρει τα λεφτά για να παραγγείλει στους προμηθευτές του και να επισκευάσει τις ζημιές που έχει υποστεί το κατάστημά του. Καταλαβαίνετε;».

Είτε είχαν καταλάβει είτε όχι, το σίγουρο ήταν ότι συμφώνησαν πως μέχρι την Παρασκευή θα του έχουν πάει το μύριο. Θα έβαζαν λιτούς και δεμένους και θα τα μάζευαν. Στο δρόμο της επιστροφής, οι ανήλικοι βάνδαλοι περπατούσαν σιωπηλοί στο πλάι των θυμωμένων και αγχωμένων γονιών τους και συνεννοούνταν μεταξύ τους μονάχα με συνένοχα βλέμματα. Η σιωπή διακοπτόταν μονάχα από τα διαδικαστικά κανονίσματα για την απόδοση του ποσού και μερικές διάσπαρτες βρισιές, μερικών εξ’ αυτών προς τους γιους τους που τους είχαν φέρει -με τα καμώματα τους- σε μια τόσο δύσκολη θέση. Πριν χωρίσουν, ανανέωσαν το ραντεβού τους για το πρωί της Παρασκευής στην πύλη του σχολείου, αναλαμβάνοντας να φέρουν και το ποσό για το οποίο είχε τελικά δεσμευτεί ο καθένας τους.    

Με τα πολλά και τα λίγα, κουτσά στραβά, το μύριο συγκεντρώθηκε και αποδόθηκε σε μετρητά (όχι την Παρασκευή αλλά τη Δευτέρα, μετά από μια τηλεφωνική ανανέωση της διορίας), οι ζημιές αποκαταστάθηκαν, όχι βέβαια ολοσχερώς (πχ τα στρώματα γυμναστικής δεν αντικαταστάθηκαν αλλά επιδιορθώθηκαν), ούτε με την ταχύτητα που είχε επικαλεστεί ο Διευθυντής (τα βαψίματα τελείωσαν τουλάχιστον τρεις εβδομάδες αργότερα). Σε κάθε περίπτωση, το θέμα κάπου εκεί θα μπορούσε να θεωρηθεί λήξαν.

Αμ δε…

Είχε περάσει σχεδόν ένας χρόνος. Οι ανήλικοι βάνδαλοι που είχαν αφήσει πίσω τους συντρίμμια στο Δημοτικό, ήσαν πλέον μαθητές της Α’ Γυμνασίου. Μέσα στο καινούριο σχολικό περιβάλλον και τις νέες παρέες τους, η συμμορία τους είχε χάσει σε σημαντικό βαθμό τη συνοχή της. Με την εφηβεία τους, ο καθένας θα έπαιρνε το δρόμο του μέσα στον κόσμο που είχε πλέον φαρδύνει απότομα και είχε βγει από τα λίγα οικοδομικά τετράγωνα της γειτονίας που είχαν μεγαλώσει μαζί. Τα ραβασάκια που έφτασαν και έπεσαν σαν κεραυνοί στα σπίτια τους οδηγούσαν και τους πέντε σε κοινό εδώλιο. Το κατηγορητήριο που αναγραφόταν στις κλητεύσεις του δικαστηρίου ανηλίκων, από το οποίο καλούνταν να δικαστούν, ήταν σαφές: «φθορά δημόσιας και ξένης περιουσίας κατά συναυτουργία».

Οι κατάρες και οι χριστοπαναγίες για την κομπίνα που τους έστησε ο «δάσκαλος» πέφτανε σαν το χαλάζι από τους γονιούς. Αντικειμενικά δεν είχαν άδικο. Μερικοί ανάμεσα τους ήταν ακόμα χρεωμένοι μέρος των μετρητών που είχαν δανειστεί για να ξοφλήσουν τα λύτρα με τα οποία θα εξαγόραζαν το κλείσιμο της υπόθεσης. Παραδόξως, η παραπομπή σε δίκη των παιδιών τούς έκανε να νιώθουν σαν θύματα μιας καλοστημένης απάτης. Ένιωθαν να τους πνίγει το άδικο.

Όταν το επόμενο πρωινό, έφτασαν σαν μαινόμενοι ταύροι στο Δημοτικό σχολείο κραδαίνοντας τις κλητεύσεις στα χέρια τους και ορμώντας στο γραφείο του Διευθυντή, εκεί βρήκαν καθισμένη στο γραφείο μια καλοβαλμένη εξηντάρα, η οποία αφού πρώτα ξεπέρασε την δυσάρεστη έκπληξη που της προκάλεσε η εισβολή, τους συστήθηκε και στη συνέχεια τους εξήγησε αμήχανα ότι εκείνη ήταν η νέα διευθύντρια, η οποία και αντικατέστησε τον συνταξιοδοτημένο πλέον προκάτοχο της. Αφού άκουσε τις αιτιάσεις τους κουνώντας στωικά το κεφάλι, δηλώνοντας (ή παριστάνοντας) την έκπληξη της με μορφασμούς αποδοκιμασίας, στο τέλος μ’ ένα μελιστάλαχτο ύφος τους γείωσε για τα καλά.

«Κοιτάξτε, αντιλαμβάνομαι απόλυτα την αγανάκτηση και την αγωνία σας. Καταρχήν να σας πω ότι από τον Σεπτέμβριο που βρίσκομαι στο σχολείο κανένας, ούτε ο ίδιος ο προκάτοχος μου αλλά ούτε και κάποιος από το διδακτικό προσωπικό δεν με ενημέρωσε για τα γεγονότα που μου αναφέρετε. Επίσης να σας ενημερώσω ότι το κυλικείο δεν είναι πλέον μισθωμένο από τον ίδιο άνθρωπο. Μπορείτε να το διαπιστώσετε και μόνοι σας. Τώρα όσον αφορά αυτή καθ’ αυτή την υπόθεση το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να σας ζητήσω να επικοινωνήσετε με την προϊστάμενη αρχή, δηλαδή με την Υποδιεύθυνση Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Μπορώ να σας δώσω τον αριθμό τηλεφώνου και το τμήμα στο οποίο να απευθυνθείτε. Αν θέλετε μπορείτε να τους πείτε ότι επικοινωνήσατε μαζί μου και ότι εγώ σας είπα να απευθυνθείτε σε εκείνους. Επίσης, αν θέλετε μπορείτε να απευθυνθείτε άμεσα στην αστυνομία υποβάλλοντας μήνυση. Ελπίζω να καταλαβαίνετε ότι και εγώ δεν μπορώ να κάνω πολλά. Λυπάμαι πραγματικά.»

Δεν ήταν σίγουρο ούτε πόσο λυπόταν εκείνη, ούτε πόσο καταλαβαίνανε εκείνοι. Το σίγουρο είναι ότι η επαφή τους με τη δημόσια υπηρεσία στην οποία τους παρέπεμψε για να τους ξεφορτωθεί η κομψευόμενη Διευθύντρια ήταν άκρως ψυχοφθόρα και διόλου αποτελεσματική ως προς την επίτευξη του στόχου της επίσκεψης τους, τον οποίο ουσιαστικά ούτε και οι ίδιοι δεν γνώριζαν ακριβώς. Ο αργόσχολος προϊστάμενος του τμήματος της υπηρεσίας, αφού τους άκουσε μ’ ένα δηλωτικά αδιάφορο ύφος, τους επαναλάμβανε μηχανικά ότι αυτό που εκείνος θα μπορούσε να κάνει ήταν να παραλάβει μια πρωτοκολλημένη καταγγελία τους και ότι αν επιθυμούν την ποινική δίωξη του συνταξιοδοτημένου «εκπαιδευτικού λειτουργού» το μόνο που είχαν να κάνουν ήταν να καταθέσουν μήνυση εις βάρος του απευθυνόμενοι στο πλησιέστερο αστυνομικό τμήμα. Μετά από λίγες μέρες η καταγγελία, υπογεγραμμένη από όλους τους γονιούς, πρωτοκολλήθηκε από την υπηρεσία του και πήρε τη σειρά της λιμνάζοντας μέσα στον αστείρευτο ωκεανό χαρτούρας που πλημμυρίζει τα κτίρια των δημόσιων υπηρεσιών.         

Οι εβδομάδες που μεσολάβησαν μέχρι τη διεξαγωγή της δίκης των ανήλικων παραβατών, ήσαν πυρετικές. Η γονεϊκή ομήγυρη διχάστηκε σχετικά με το αν θα έπρεπε να υποβάλουν μήνυση εναντίον του Διευθυντή και του κυλικειάρχη, πρώην πλέον και οι δύο. Εν τέλει επικράτησε η άποψη που έλεγε να μην την κάνουν και να επικεντρωθούν στην προετοιμασία της νομικής υπεράσπισης των παιδιών τους. Η επιλογή τους αυτή είχε επηρεαστεί σε ένα βαθμό και από το επιπλέον οικονομικό κόστος που θα καλούνταν να ανταπεξέλθουν με την υποβολή της μήνυσης. Οι πιο ευέξαπτοι δεν συγκρατήθηκαν. Γνώριζαν την ταυτότητα του περίοικου ρουφιάνου, την είχαν πληροφορηθεί μετά το συμβάν από τους γιούς τους. Δεν είχαν κάνει τότε κίνηση για να δώσουν τόπο στην οργή και να λήξει το ζήτημα. Τώρα όμως, με το αίσθημα της αδικίας να τους πνίγει, πήγαν στο τζαμάδικο να ζητήσουν εξηγήσεις. Εκεί ο Λουί κυνικά τους επανέλαβε όσα είχε πει και στον κυρ Διευθυντά. Τους είπε και για τα διακόσια χιλιάρικα που είχε ζητήσει για αποζημίωση. Για λίγο δεν πιάστηκαν στα χέρια. Ο Λουί τους απείλησε με μηνύσεις και ασφαλιστικά μέτρα. Χωρίς όμως να κάνει τελικά πράξη τις απειλές του. Αυτό που τον ένοιαζε ήταν να πάρει ζεστό χρήμα στο χέρι. Και αυτό το είχε πετύχει. Τα τσογλάνια δεν παίζανε μπάλα πια στην αυλή του Δημοτικού και εκείνος είχε βρει κάπως την ησυχία του. Πριν φύγουν από το μαγαζί του, τους έριξε μια τελευταία ρουκέτα:

«Το είχα πάρει απόφαση να μην έρθω μάρτυρας στη δίκη. Με αυτή την επίσκεψη σας, με κάνατε να το ξανασκεφτώ.» 

Ο στρογγυλοπρόσωπος δικηγόρος, οικογενειακός φίλος που επιστρατεύτηκε από τους γονιούς ενός εκ των δραστών για να διαβάσει τη δικογραφία και να αναλάβει την υπεράσπιση τους, προειδοποίησε ότι «επισκέψεις σαν κι αυτές, σε μάρτυρα κατηγορίας, παραμονές της δίκης, δεν βοηθούν και πολύ στην έκβαση της υπόθεσης». Οι συμβουλές του προς τους ανήλικους κατηγορούμενους ήταν λιτές και περιεκτικές.

«Όταν σας ρωτήσουν αν παραδέχεστε την ενοχή σας εσείς θα αρνηθείτε. Αν σας ρωτήσουν που ήσασταν εκείνη την Κυριακή θα πείτε δεν θυμάστε. Αν σας ρωτήσουν αν ήσαστε καλοί μαθητές θα πείτε ναι. Καταλάβατε;»

Οι πέντε κατηγορούμενοι είχαν καταλάβει αλλά ειδικά η τελευταία συμβουλή τους είχε φανεί παράδοξη. Σε κάθε περίπτωση σκόπευαν να κινηθούν στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα, τουτέστιν να ακολουθήσουν τις συμβουλές του πρώτου (και για μερικούς ανάμεσα τους όχι και μοναδικού) συνηγόρου υπεράσπισης της ζωής τους.

(Τέλος επεισοδίου. Όλα τα επεισόδια εδώ)

Το red n’ noir προτείνει βιβλία:

Καμία δημοσίευση για προβολή