Ο Νιτενιόγλου και ο Ξεφτέρης προς τον τόπο του εγκλήματος

Τους δύο στραγγαλιστές, Νιτενιόγλου και Ξεφτέρη δεν τους έκαμψε ούτε ο τόπος στον οποίον βοούσε ακόμα το έγκλημα

Σταυρακάκης Νιτενιόγλου Ξεφτέρη

Ο άμοιρος Σταυρακάκης, θύμα και έρμαιο του Παύλου Νιτενιόγλου και του Γιώργου Ξεφτέρη

Δυο βδομάδες πέρασαν από το παγερό μεσονύχτιο εκείνης της Τρίτης. Όταν ο άμοιρος Σταυρακάκης, θύμα της αφέλειας του και έρμαιο των κτηνωδών ενστίκτων του Παύλου Νιτενιόγλου και του Γιώργου Ξεφτέρη, άφηνε την ψυχή του μέσα στα χέρια των δυο κακούργων για να ριφθεί κατόπιν πτώμα πολυβασανισμένο στην φουρτουνιασμένη ακτή της Ν. Περάμου.

Παρ’ όλες τις προσπάθειες του ανακριτή Κολοκούρη και του διευθυντή στης Ασφάλειας κυρίου Σαμπάνη οι δυο κακούργοι επέμειναν με το ίδιο καπρίτσιο και την ίδια φαινομενική αγαθότητα να τα ρίχνουν ο ένας στον άλλον, να διαφωνούν όσον αφορά το τόπο του εγκλήματος και να παριστά ο καθένας με την σειρά του τον «θεατή».

Όλοι οι μεγάλοι ποινικολόγοι και ψυχολόγοι, οι ασχοληθέντες με το έγκλημα έχουν αποφανθεί με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο ότι οι εγκληματίες είτε εκ περιστάσεως είτε εξ επαγγέλματος, μόλις βρεθούν στον τόπο που διέπραξαν το έγκλημα ή έρθουν αντιμέτωποι με αντικείμενα που ανήκουν στο θύμα θα προδοθούν.

Τους δύο στραγγαλιστές, Νιτενιόγλου και Ξεφτέρη δεν τους έκαμψε ούτε ο τόπος στον οποίον βοούσε ακόμα το έγκλημα. Δεν τους έκαμψε ούτε η ανακριτική επιμονή ούτε και οι καυστικές παρατηρήσεις του αφελούς τσομπάνη ο οποίος είχε βρει το πτώμα. Παρέμειναν θρασείς και στενόψυχοι όπως την ώρα που αποφάσισαν να πνίξουν τον ατυχή σοφέρ Σταυρακάκη. Κάπως ειλικρινής φάνηκε μόνο ο Ξεφτέρης ώστε να γεννηθεί η ιδέα ότι αυτός έλεγε την αλήθεια και ο άλλος, Νιτενιόγλου, ψεύδονταν.

Σταυρακάκης Νιτενιόγλου Ξεφτέρη
Μια αναπαράσταση της δολοφονίας του σοφέρ Σταυρακάκη επί τη βάση των ενδείξεων της ανάκρισης

Πριν την εκκίνηση   

Ώρα ενάτη πρωινή και το Τμήμα Γενικής Ασφαλείας είναι γεμάτο από κόσμο. Οι άνδρες του Τμήματος πηγαινοέρχονται στα διάφορα δωμάτια, κατόπιν ανεβοκατεβαίνουν τις σκάλες ενώ απ’ έξω καταφθάνουν το ένα μετά το άλλο διάφορα αυτοκίνητα στα οποία επιβαίνουν οι αρμόδιοι οι οποίοι πρόκειται να παρακολουθήσουν την αναπαράσταση. 

Από χθες το βράδυ, καθορίστηκε ότι η αναπαράσταση θα γίνει το πρωί αλλά προκειμένου να αποσοβηθεί η κοσμοσυρροή δεν δημοσιεύτηκε καμιά σχετική πληροφορία. Τελικά το πράγμα διαδόθηκε από τους γνώστες της απόφασης. Έτσι το πρωί βρήκε τα τμήμα της Ασφάλειας περικυκλωμένο από κάθε λογής κόσμο. Από συγγενείς του θύματος, από το πρόεδρο της οργάνωσης Σ.Ι.Α.Τ. από αστυνομικούς, από δημοσιογράφους και φωτορεπόρτερ.

Ουρά τα αυτοκίνητα στην οδό Σατωβριάνδου με αγωνιώδεις επιβάτες να περιμένουν την ώρα της εκκίνησης. Αφού η αγωνία εντάθηκε και η κοσμοσυρροή πύκνωσε στο έπακρο, καταφτάνουν λίγο μετά τις 10 πμ και δικαστικοί.

Πρώτος καταφτάνει ο εισαγγελέας Πλημμελειοδικών κύριος Παπαθανασίου και ο ανακριτής κύριος Κολοκούρης. Λίγο αργότερα εμφανίζεται και ο εισαγγελέας Εφετών κύριος Ρηγανάκος.

Ο κύριος Σαμπάνης διατάζει τότε αμέσως να οδηγηθούν οι κρατούμενοι στο αυτοκίνητο. Ο κύριος Παξινός αναλαμβάνει την εκτέλεση της διαταγής.

Η αναχώρηση

Ο Νιτενιόγλου και ο Ξεφτέρης, με χειροπέδες, χωρίς να τους ανακοινωθεί που πρόκειται να μεταφερθούν, διασχίζουν το προαύλιο των κρατητηρίων. Ο Νιτενιόγλου ακούγεται να λέει προς τον Ξεφτέρη.

«Καλημέρα Γιώργο.»

«Γεια σου Παύλο, καλά μου τα κατάφερες.»

«Σώπα βρε αδελφέ που κάνεις έτσι. Θα πάμε και στις φυλακές στην Αίγινα που είναι ο πατέρας μου που ράβει ρούχα και θα περνάμε φίνα»*.

Ο Ξεφτέρης κοιτάζει τις χειροπέδες, παριστά τον συντετριμμένο και σε μια στιγμή στρεφόμενος προς τον υπαστυνόμο Τζώρα του λέει: «Πρώτη μου φορά βάζω τέτοιο πράγμα». Έπειτα προχωρεί με βήμα σταθερό προς την έξοδο ακολουθούμενος από τον σύντροφο του.

Ο Νιτενιόγλου δεν φαίνεται στεναχωρημένος από τον κλοιό των χειροπεδών. Τις φέρει με τόση φυσικότητα όση και ένας καλοκαμωμένος κύριος τον μπρασελέ ταυτότητας. Με τα μάτια ανήσυχα όμως κοιτάζει γύρω του και όταν φτάνει στην έξοδο και βλέπει τόσο κόσμο στην οδό Σατοβριάνδου, καταλαμβάνεται από πανικό. Το ίδιο παθαίνει και ο Ξεφτέρης του οποίου το μισοκακόμοιρο ύφος παρατηρεί με ειρωνεία ένας αστυνομικός:

«Η Αγιότητα ζωγραφίζεται στα μάτια του».

Σταυρακάκης Νιτενιόγλου Ξεφτέρη
Ο στραγγαλιστής του ατυχούς σοφέρ Σταυρακάκη, Παύλος Νιτενιόγλου



Η οργή του πλήθους    

Ο συγκεντρωμένος κόσμος στην θέα των δυο κακούργων καταλαμβάνεται από απερίγραπτο ερεθισμό. Ως ένας άνθρωπος ορμά εναντίον τους και υψώνονται στον αέρα χέρια σφιγμένα, ράβδοι και ομπρέλες. Οι θερμοαιμότεροι που έχουν φτάσει πλησιέστερα προς τους δύο στραγγαλιστές επιτίθενται κατ’ αυτών. Και οι φωνές μαίνονται.

«Σκοτώστε τους»

«Πνίχτε τους»

«Κρεμάλα»

Μια ακόμα στιγμή λίγης χαλάρωσης της ζώνης των αστυνομικών γύρω από τους δυο κρατούμενους και θα διαλύονταν αυτοί στα χέρια του οργίλου πλήθους. Ευτυχώς για τους κακούργους, την τελευταία στιγμή ανοίγει βιαίως η πόρτα του υπ’ αριθ. 22.213  αυτοκινήτου και οι δυο τους, πέφτουν στην κυριολεξία μέσα σε αυτό κουτρουβαλώντας, ακολουθούμενοι από τους υπαστυνόμους Παξινό και Τζώρα. Έτσι σώζονται από το βέβαιο λιντσάρισμα. Λίγο μετά, εισέρχονται στο αυτοκίνητο οι δυο δικαστικοί και το σύνθημα της εκκίνησης δίνεται αμέσως.  

 

Την 10:30 πμ τα πάντα είναι έτοιμα και η συνοδεία ξεκινάει. Το ένα μετά το άλλο αυτοκίνητα θέτουν σε κίνηση τις μηχανές τους. Το πρώτο με επιβάτες τον διευθυντή στης Ασφάλειας κύριο Σαμπάνη, τον υποδιοικητή της Γενικής Ασφάλειας κύριο Έβερτ και τον υπασπιστή της Διευθύνσεως Αθηνών κύριο Μαγκίνα. Ακολουθεί το δεύτερο με τους κακούργους και τους δικαστικούς. Στα δικαστικά αυτοκίνητα προστίθενται και τα δημοσιογραφικά και μερικά άλλα επί των οποίων επιβαίνουν οι αστυνομικοί, οι κακούργοι και οι συγγενείς του θύματος.

Στο τέλος της πομπής μια μακρά σειρά από ταξί, ανάμεσα τους το μοιραίο αυτοκίνητο του άμοιρου Σταυρακάκη, του οποίου επιβαίνει ο ιδιοκτήτης του κύριος Νικολαΐδης. Συνολικά 20 αυτοκίνητα ακολουθούν την διαδρομή προς την Ελευσίνα κατευθυνόμενα στον τόπο του μαρτυρίου του ατυχούς σοφέρ Σταυρακάκη.

Η διαδρομή

Οι δύο κακούργοι πελιδνοί και περίτρομοι με το κεφάλι ακουμπισμένο στο στήθος και τα μάτια κατεβασμένα δεν βγάζουν λέξη. Δεν τολμούν καν να ρωτήσουν τους αστυνομικούς που τους πηγαίνουν.

Όταν το αυτοκίνητο εγκαταλείπει τα κεντρικά μέρη της πόλης και με ιλιγγιώδη ταχύτητα διασχίζει την προς Ελευσίνα άγουσα οδό, κρύος ιδρώτας περιβρέχει τους κακούργους. Η όψη τους αλλοιώνεται τελείως. Είναι περισσότερο νεκροί παρά ζωντανοί. Αποτεινόμενοι προς τον εντός του αυτοκινήτου αστυνομικό ρωτάνε με διακεκομμένη φωνή.

«Στο Γουδί μας πάτε. Εκεί θα μας τουφεκίσουν;»

«Όχι. Στο Μεγάλο Πεύκο. Εκεί θα γίνει η εκτέλεση. Έτσι ορίζει ο νόμος. Ο τυφεκισμός να γίνει στο μέρος που διαπράχθηκε το έγκλημα». 

Οι δυο κακούργοι μόνο που δεν λιποθύμησαν. Τα λόγια του αστυνομικού τους κατέστησαν ανίκανους να συνεχίσουν την ομιλία και να ζητήσουν περισσότερες πληροφορίες. Είχαν γίνει πτώματα.

Σταυρακάκης Νιτενιόγλου Ξεφτέρη
Ο στραγγαλιστής του ατυχούς σοφέρ Σταυρακάκη, Γιώργος Ξεφτέρης

Προς την Ελευσίνα

Διασχίζουμε την οδό Μ. Αλεξάνδρου, φθάνουμε προς τον βοτανικό και εκεί προς την Ιερά Οδό. Τα αυτοκίνητα τρέχουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα διότι ο κόσμος υποψιασμένος από την μακρά τους σειρά κοιτάζει μέσα από τα τζάμια και απειλεί να αποτελέσει ατελείωτη αυτοκινητική διαδήλωση. Ολιγόλεπτος στάση γίνεται μόνο στο περίπτερο φόρου διοδίων όπου ο ανακριτής ρωτά τον Νιτενίογλου.

«Εδώ λοιπόν κατέβηκε, Παύλο;»

«Ναι, και δίπλα πήρε τσιγάρα»

«Που καθόσασταν εσείς;»

«Όπως και τώρα εδώ πίσω. Αλλά αυτά δεν έχουν σημασία κύριε ανακριτά.»

Ο κύριος Κολοκούρης μειδιά και διατάσει νέα ανάπτυξη ταχύτητας. Έτσι τρέχουμε με ταχύτητα ογδόντα χιλιομέτρων επάνω στην άσφαλτο της Ιεράς Οδού και μετά από παρέλευση είκοσι λεπτών έχουμε την ωραία Ελευσίνα εν όψει…

Μ. Γοργός

Τρίτη 19 Ιανουαρίου 1932

*Πρόκειται για τον λήσταρχο Ματρώζο, ο οποίος είναι πράγματι ράφτης στο επάγγελμα.

(Τέλος πρώτου μέρους. Παρακολουθήστε την ιστορία του στραγγαλισμού του ατυχούς σοφέρ Σταυρακάκη)

Παρακολουθήστε τα ρεπορτάζ του Μ. Γοργού μέσα από το ηλεκτρονικό περιοδικό του red n’ noir

Καμία δημοσίευση για προβολή