Συχνά στοχάζομαι και γελάω με τους χαρακτηρισμούς που δίνει η δικαστική εξουσία σε ορισμένους από εμάς. Μας αποκαλεί πωρωμένους εγκληματίες και επικίνδυνους κακοποιούς, με την ίδια ευκολία που τους ελεύθερους καρχαρίες και ύαινες του κεφαλαίου τους χαρακτηρίζει νομοταγείς πολίτες! Εμένα με λένε ληστή, ενώ εγώ θεωρώ ότι έκανα μία πράξη ανθρωπιστικής σημασίας στην κοινωνία της ανισότητας. Θόδωρος Τσουβαλακης, 1978
Ποιος είναι πραγματικά ο Βασίλης Παλαιοκώστας;
Το κράτος τον έχει επικηρύξει με ένα τεράστιο χρηματικό ποσό – εν μέσω χρεοκοπίας της καπιταλιστικής οικονομίας, διόγκωσης του κρατικού χρέους και σκληρής πολιτικής λιτότητας για την κοινωνική πλειοψηφία. Η ελληνική αστυνομία έχει δημιουργήσει ειδική ομάδα δίωξης που ασχολείται αποκλειστικά με την απόπειρα σύλληψης του, μετά τη δεύτερη απόδραση του με ελικόπτερο το 2009. Βρίσκεται ακόμα και στο στόχαστρο της αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας. Τα ΜΜΕ έχουν φιλοτεχνήσει ένα θρύλο γύρω από το πρόσωπό του, με τα δημοσιογραφικά κλισέ να διαδέχονται το ένα το άλλο: «φαντομάς», «ασύλληπτος», «ρομπέν των φτωχών».
Παρά το ανελέητο κυνηγητό ο Βασίλης Παλαιοκώστας έχει κερδίσει την ολόπλευρη συμπάθεια και αποδοχή της κοινωνίας, αλλά και τον σεβασμό των διωκτών του, που τους έχει ξεφτιλίσει ουκ ολίγες φορές. Δεν είναι λίγες οι φορές που μπάτσοι και δεσμοφύλακες έχουν εκφράσει την ευχή τους να μη συλληφθεί ο Βασίλης Παλαιοκώστας, χωρίς να κρύβουν τη συμπάθεια για το πρόσωπό του. Κάποτε ένας μπάτσος στα κρατητήρια μου είχε πει: «Να ξέρεις πώς εμείς δεν θέλουμε να βρεθούμε αντιμέτωποι με τον Βασίλη. Δεν θέλουμε να τον συλλάβουμε. Δεν έχει πειράξει πότε κάποιον πολίτη, δεν του αξίζει να μπει φυλακή».
Μία μικρή βουτιά στο χρόνο…
Ποιος είναι, λοιπόν, αυτός ο παράξενος ληστής; Για να απαντήσουμε πρέπει να κάνουμε μία μικρή βουτιά στο χρόνο…
Τη δεκαετία του 1950 ο ιστορικός Eric Hobsbawm εισάγει την έννοια της «κοινωνικής ληστείας» για να ορίσει μία συγκεκριμένη έκφανση της λαϊκής παραβατικότητας. Ο κοινωνικός ληστής συμμετέχει στην κοινωνική ζωή ως κανονικό μέλος της κοινότητας, αντιπροσωπεύοντας μία φιγούρα εκδίκησης και ατομικής εξέγερσης. Ωστόσο δεν είναι επαναστάτης. Δεν έχει ένα πρόγραμμα μεταβολής των κοινωνικών σχέσεων. Δεν έρχεται σε ρήξη με τους θεσμούς, αλλά με τους φορείς των θεσμών. Η εξιδανικευμένη μορφή του κοινωνικού ληστή είναι ο αδικημένος και διωκόμενος χωρικός που αναγκάζεται να βγει εκτός νόμου, μετατρεπόμενος στα μάτια των κυριαρχούμενων: «σε ήρωα, προστάτη, εκδικητή, αγωνιστή της δικαιοσύνης, ίσως ακόμα και απελευθερωτή και οπωσδήποτε άνθρωπο που αξίζει θαυμασμό, βοήθεια και συμπαράσταση».
Βασικά χαρακτηριστικά του κοινωνικού ληστή είναι:
- – Οι ευθείς δεσμοί με τους τοπικούς πληθυσμούς που κατοικούν στο πεδίο δράσης του. Αλλωστε, το κράτος για πολλά χρόνια χτύπησε με μανία τους «ληστοτρόφους», στη λογική του δόγματος: «Χτυπάω την περιφέρεια για να πιέσω το κέντρο».
- – Μέσα από το πρόσωπο του εκφράζεται η ευρύτερη κοινωνική δυσαρέσκεια απέναντι στη σκληρότητα της εξουσίας, των πλουσίων, των τοκογλύφων και των δικαστικών αρχών.
- – Μέσα από το πρόσωπό του εκφράζεται η άμυνα των προκαπιταλιστικών αγροτικών και ποιμενικών κοινοτήτων απέναντι στην επέλαση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και του συγκεντρωτικού κράτους.
- – Έχει ισχυρό τοπικιστικό αίσθημα, ασταθή αισθήματα απέναντι στην εξουσία (με εναλλαγές εχθρικής στάσης και συνεργασίας) και διεκδικεί την άμβλυνση των εξωφρενικών ανισοτήτων και αδικιών, αλλά όχι του συστήματος ανισότητας και αδικίας. Κάτι τέτοιο είναι έξω από το αντιληπτικό του πεδίο. Ένα τμήμα των κλοπιμαίων χρησιμοποιείται για μία ιδιότυπη ανακατανομή ισχύος και πόρων από τα πάνω προς τα κάτω: ο ληστής βοηθάει την αγροτική κοινότητα χτίζοντας εκκλησίες ή τεμένη (αφού μοιράζεται τις ίδιες ηθικές αρχές και θρησκευτικές πεποιθήσεις, παντρεύει τις φτωχές κοπέλες, δίνει λεφτά σε οικογένειες και χρηματοδοτεί δημόσια έργα).
Η περίοδος της λεγόμενης «ληστοκρατίας» στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα η περίοδος της λεγόμενης «ληστοκρατίας» ξεκινά μετά την απόκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας, ως κληρονομιά του αντάρτικου αγώνα ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι παλιοί «κλέφτες» (οι παλαίμαχοι της επανάστασης) δέχθηκαν την καταστολή από τον βασιλιά Όθωνα, με αποτέλεσμα να ξεσπάσει εξέγερση το 1834. Όπως αναφέρει ο Νίκος Μπελογιάννης: «Χιλιάδες έπαιρναν τα βουνά και η ληστεία πήρε το χαρακτήρα της ανοργάνωτης λαϊκής αντίστασης εναντίον των άστο-κοτζαμπάσηδων».
Ήταν τόσο εκτεταμένο το φαινόμενο της ληστείας, που σύμφωνα με τον Στάθη Δαμιανάκο: «μελετώντας το φαινόμενο είχε κάνεις την αίσθηση ότι το σύνολο του ελληνικού λαού προσχωρεί στην παρανομία». Η σκληρή καταστολή του ελληνικού κράτους δεν κατάφερε να αμβλύνει το φαινόμενο για πολλές δεκαετίες. Ωστόσο, ο δικτάτορας Θεόδωρος Πάγκαλος έδωσε σκληρό χτύπημα στη «ληστοκρατία» της ελληνικής υπαίθρου, προκαλώντας την αλληλοεξόντωση των ληστών, καθώς δημιούργησε ένα «έξυπνο» νομικό πλαίσιο που επιβράβευε με αμνηστία τους ληστές που παρέδιδαν στις αρχές τα κεφάλια των άλλων ληστών.
Ταυτόχρονα, η ανάπτυξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, ο εκβιομηχανισμός της οικονομίας, ο εκσυγχρονισμός του οδικού δικτύου και η σταδιακή μετάβαση σε μία διαφορετική μορφή κοινωνικής οργάνωσης αφαίρεσε από την κοινωνική ληστεία το έδαφος για την ανάπτυξη της. Από τη δεκαετία του 1930 το φαινόμενο παρακμάζει και ενσωματώνεται νεωτερικές μορφές λαϊκής αντίστασης ή πολιτικής στράτευσης (ενίοτε υπέρ του κράτους). Χαρακτηριστική είναι η στάση των ληστρικών συμμοριών κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής. Πολλοί ληστές (όπως οι θρυλικοί Καραλίβανοι) εντάχθηκαν στο κίνημα αντίστασης και τον λαϊκό στρατό του ΕΛΑΣ που δημιουργήθηκε με πρωτοβουλία του Κομμουνιστικού Κόμματος, ενώ άλλοι ληστές ενσωματώθηκαν σε εθνικιστικές αντικομμουνιστικές ομάδες που συνεργάστηκαν με τις κατοχικές δυνάμεις. Αυτή η τόσο διαφορετική μορφή στράτευσης αντανακλά και την αντιφατική μορφή του φαινομένου της κοινωνικής ληστείας, που ακροβατούσε ανάμεσα στον συντηρητισμό και την αντίσταση.
Είναι ο Βασίλης Παλαιοκώστας «κοινωνικός ληστής»;
Το ερώτημα που προκύπτει είναι: Είναι ο Βασίλης Παλαιοκώστας «κοινωνικός ληστής»; Η απάντηση είναι όχι. Ο Παλαιοκωστας έχει σαφείς αναφορές στο φαινόμενο της κοινωνικής ληστείας, κάτι που φαίνεται και στο βιβλίο του. Ωστόσο, η κοινωνική ληστεία αφορά μια εντελώς διαφορετική εποχή από τη δική μας και εκφράζει τη «ρομαντική» αντίσταση των αγροτο-ποιμενικών κοινοτήτων απέναντι σε έναν κόσμο που διαρκώς μεταβάλλεται. Ο Βασίλης Παλαιοκώστας είναι η μακρινή ηχώ αυτής της αντίστασης, αλλά το πεδίο δράσης του είναι τελείως διαφορετικό. Η εποχή μας είναι τελείως διαφορετική. Η παρανομία (στην εποχή που ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής έχει αποικιοποιήσει κάθε γωνιά της κοινωνικής ζωής) είναι τελείως διαφορετική…
Ο Καρλ Μαρξ για το έγκλημα
Ανάμεσα στο 1860 και το 1862, ο Κάρλ Μαρξ έγραψε ένα μικρό κείμενο σχετικά με την οικονομική λειτουργία του εγκλήματος. Μετά τον θάνατό του, το κείμενο αυτό ενσωματώθηκε στις Θεωρίες για την υπεραξία (τέταρτος τόμος του Κεφαλαίου). Για τον Μαρξ το έγκλημα είναι ένας ακόμα παραγωγικός κλάδος που πολλαπλασιάζει τον εθνικό πλούτο, παράγει νέους επαγγελματικούς κλάδους, δίνει ώθηση σε νέες εφευρέσεις και δημιουργεί κίνητρα για την ανάπτυξη παραγωγικών δυνάμεων:
«Οι επενέργειες του εγκλήματος στην εξέλιξη των παραγωγικών δυνάμεων θα μπορούσαν να αποδειχθούν ως την τελευταία λεπτομέρεια. Οι κλειδαριές θα είχαν αποκτήσει τη σημερινή τους αρτιότητα, αν δεν υπήρχαν κλέφτες; Η νομισματοκοπία θα έφτανε στην τωρινή της τελειότητα, αν δεν υπήρχαν παραχαράκτες; Το μικροσκόπιο θα έβρισκε ποτέ τρόπο να περάσει στη συνήθη εμπορική σφαίρα (βλέπε και Babbage), αν δεν γίνονταν εμπορικές απάτες; Τέλος, η εφαρμοσμένη χημεία δεν οφείλει στη νοθεία των εμπορευμάτων και στην προσπάθεια ανακάλυψής της όσα ακριβώς οφείλει και στο τίμιο παραγωγικό ζήλο; Το έγκλημα επινοεί διαρκώς νέα επιθετικά μέσα για να προσβάλει την ιδιοκτησία, κι έτσι γεννά και νέα αμυντικά μέσα, οπότε επιδρά παραγωγικά στην ανακάλυψη νέων μηχανών, όπως ακριβώς και οι απεργίες. Ας αφήσουμε, όμως, τη σφαίρα του ιδιωτικού εγκλήματος: Χωρίς εθνικό έγκλημα θα μπορούσε να υπάρξει παγκόσμια αγορά; Θα υπήρχαν έθνη; Άραγε το δέντρο της αμαρτίας δεν είναι, ταυτόχρονα, και δέντρο της γνώσης, από την εποχή του Αδάμ έως σήμερα;».
Από την εποχή του Μαρξ στο οργανωμένο παράνομο κεφάλαιο
Από την εποχή εκείνη, ο Μάρξ θα είχε εντυπωσιαστεί από την εξέλιξη και τον εκσυγχρονισμό του εγκλήματος και τη μετατροπή του σε συγκροτημένο και οργανωμένο παράνομο κεφάλαιο. Ένα τεράστιο ποσοστό του παγκόσμιου ΑΕΠ προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες, ενώ «μαύρη» και «λευκή» συσσώρευση κεφαλαίου αλληλοδιαπλέκονται. Η φιγούρα του ληστή-εκδικητή έχει δώσει τη θέση της στη φιγούρα του σκληρού παράνομου καπιταλιστή, ενώ η ειδυλλιακή ατμόσφαιρα της υπαίθρου ως πεδίου δράσης της λαϊκής παραβατικότητας αντικαταστάθηκε από τις θορυβώδεις μεγαλουπόλεις. Η αντιεξουσιαστική φύση της «κοινωνικής ληστείας» (εν μέρει αλήθεια, εν μέρει εξιδανικευμένος μύθος) πλέον εκτοπίζεται από τη σκληρή ιεραρχία που διέπει το λεγόμενο «οργανωμένο έγκλημα». Τη μετάβαση αυτή από τις μορφές λαϊκής παραβατικότητας, όπως η «κοινωνική ληστεία», σε μια «εύχρηστη και ελεγχόμενη εγκληματικότητα», περιγράφει στο βιβλίο του Επιτήρηση και Τιμωρία ο Μισέλ Φουκώ (1975).
Η εγκληματικότητα ως εργαλείο κοινωνικής πειθάρχισης
Σε αντίθεση με την «κοινωνική ληστεία», η οποία κάτω από προϋποθέσεις αποκτά σαφή αντιπλουτοκρατικά χαρακτηριστικά, η εκσυγχρονισμένη εγκληματικότητα: «Δομημένη πάνω σε ένα ποινικό σύστημα με κέντρο τη φυλακή, αντιπροσωπεύει μια εκτροπή της ανομίας, πρόσφορη για τα αθέμιτα κυκλώματα του κέρδους και της εξουσίας της κυρίαρχης τάξης». Έτσι, η καθορισμένη και οριοθετημένη από την εξουσία εγκληματικότητα, που επικαλύπτει τη μικροπαραβατικότητα των φτωχών, μετατρέπεται σε ένα ακόμα εργαλείο κοινωνικής πειθάρχησης, που αποσκοπεί στη δημιουργία πειθήνιων ατόμων, οικονομικά χρήσιμων και πολιτικά υπάκουων. Σκοπός του εξουσιαστικού/τιμωρητικού συμπλέγματος δεν είναι η καταπολέμηση του εγκλήματος, αλλά η ρύθμισή του και η ένταξη της παραβατικής δραστηριότητας σε μια γενική τακτική καθυπόταξης. Με τον τρόπο αυτό η εξουσία αποφεύγει τη συνάρθρωση της λαϊκής παραβατικότητας με κοινωνικούς αγώνες και εντάσσει τον ευκαιριακό παραβάτη του νόμου σε ένα απόλυτο ελεγχόμενο περιβάλλον κατανεμημένων ρόλων.
Με τα λόγια του Φουκώ:
«Η εγκατάσταση μιας εγκληματικότητας που αποτελεί ένα είδος κλειστού κυκλώματος ανομίας, παρουσιάζει, πράγματι, πολλά πλεονεκτήματα. Και πρώτα απ’ όλα είναι δυνατόν να ελέγχεται (επισημαίνοντας τα άτομα, εισάγοντας καταδότες μέσα στην ομάδα ή υποκινώντας αμοιβαίες καταγγελίες): τα άμορφα κινούμενα πλήθη που ασχολούνται ευκαιριακά με ανομίες πάντα επιδεκτικές διάδοσης, ή ακόμα και τις απροσδιόριστες εκείνες ομάδες αλητών που επιστρατεύουν στο πέρασμά τους και ανάλογα με τις περιστάσεις ανέργους, επαίτες, αναρχικούς, και μπολλές φορές διογκώνονται (όπως έγινε στα τέλη του 18ου αιώνα) σχηματίζοντας επίφοβες δυνάμεις λεηλασίας και εξέγερσης, αντικαθιστά τώρα μια ομάδα σχετικά περιορισμένη και κλειστή από άτομα στα οποία ασκείται μια σταθερή επιτήρηση. Επιπλέον, είναι δυνατόν η συσπειρωμένη στα πλαίσιά της αυτή εγκληματικότητα να διοχετευθεί προς τις μορφές εκείνης της ανομίας που είναι οι λιγότερο επικίνδυνες: απωθημένοι από τον καπιταλιστικό έλεγχο στα έσχατα όρια της κοινωνίας, αναγκασμένοι να ζουν μέσα σε επισφαλείς συνθήκες, δίχως κανένα σύνδεσμο με τον πληθυσμό που θια μπορούσε ενδεχόμενα να τους υποστηρίζει (όπως γινόταν) άλλοτε με τους λαθρέμπορους και με ορισμένες ομαδες ληστών), οι εγκληματίες περιορίζονται μοιραία σσε μια εντοπισμένη εγκληματικότητα, με ελάχιστη δύναμη έλξης, πολιτικά ακίνδυνη και9 χωρίς οικονομικές συνέπειες».
Η αστυνομική καταστολή, η δικαστική εξουσία, η σωφρονιστική αποθήκευση και η εγκληματικότητα συναποτελούν τέσσερις αλληλεπιδρώντες πόλους. Μέσα από ένα αυτο-ενισχυμένο σπιράλ, η αστυνομία παραδίδει τον ευκαιριακό παραβάτη στους δικαστές, αυτοί αποφασίζουν την αποθήκευσή του στις φυλακές, εκεί τον περιλαμβάνει η ιεραρχία του παράνομου κεφαλαίου και παραδίνεται πίσω στην κοινωνια ως στιγματισμένος και εντοπισμένος εγκληματίας. Σ΄αυτό το σύμπλεγμα εξουσία και έγκλημα συναποτελούν τους δύο αντιθετικούς πόλους της ίδιας μπαταρίας που τροφοδοτεί με ρεύμα την πολύπλοκη διαδικασία κοινωνικής πειθάρχησης. Μέσα από τη διαδικασία αυτή η εγκληματικότητα γίνεται όργανο εκτροπής και χειρισμού της λαϊκής παραβατικότητας, η οποία εκτροχιάζεται και μετατρέπεται σε προνομιούχο όργανο της εξουσίας.
Μια «εξω-νομική» εξουσιαστική λειτουργία
Έτσι, αναδύεται μια «εξω-νομική» εξουσιαστική λειτουργία που όχι μονάχα οριοθετεί την προλεταριακή και λαϊκή παραβατικότητα μέσα σε ακίνδυνα για την εξουσία πλαίσια, αλλά επιπλέον αντλεί από αυτήν και μια παράνομη αστυνομία, έναν εφεδρικό στρατό εξουσίας εξαθλιωμένων λουμπενικών. Από αυτήν τη δεξαμενή η εξουσία στρατολογεί ρουφιάνους, συνεργάτες, καταδότες, τραμπούκους και επαγγελματίες απεργοσπάστες. Το μεγαλύτερο, όμως, κατόρθωμά της είναι η έντεχνη διοχέτευση της παραβατικότητας των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων σε ακίνδυνα για την εξουσία μονοπάτια: οι χιλιάδες προλετάριοι και φτωχοί που τροφοδοτούν τα σωφρονιστικά σφαγεία από τη μια γίνονται πιόνια του παράνομου κεφαλαίου και από την άλλη στρέφουν την παραβατική τους δραστηριότητα εναντίον των ταξικών τους αδερφών και όχι εναντίον των πλουσίων, του κράτους και των διωκτικών μηχανισμών.
Είναι ο Βασίλης Παλαιοκώστας εγκληματίας;
Οπότε, προκύπτει το ερώτημα: Είναι ο Βασίλης Παλαιοκώστας εγκληματίας; Η απάντηση είναι όχι. Ο Βασίλης ανήκει σε μια γενιά παρανόμων που τείνει να εξαφανιστεί μπροστά στην ορμητικότητα της επαγγελματοποίησης του εγκλήματος. Αυτή η γενιά, έχοντας επαφές με ριζοσπαστικές πολιτικές εκφάνσεις και αντλώντας έμπνευση από την παράδοση της κοινωνικής ληστείας, είχε και έχει ένα αλάνθαστο κριτήριο που εμποδίζει την ενσωμάτωσή της στον καπιταλισμό του συστήματος (που αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του εγκλήματος του καπιταλισμού): η βία αυτής της γενιάς των ληστών ποτέ δεν διοχετεύεται προς τα κάτω, προς τους φτωχούς και ανίσχυρους. Πάντοτε διοχετεύεται προς τα πάνω, προς τους πλουτοκράτες, τις τράπεζες, τους ισχυρους, τους διωκτικούς μηχανισμούς.
Είναι ο Βασίλης Παλαιοκώστας επαναστάτης;
Αναπόφευκτα, προκύπτει ένα τρίτο ερώτημα: Είναι ο Βασίλης Παλαιοκώστας επαναστάτης; Η απάντηση είναι πάλι όχι. Η παραβατική δράση του Βασίλη διακρίνεται μεν από έντονο ταξικό ένστικτο, αποτελεί φυσικό σύμμαχο της επαναστατικής δράσης, ωστόσο με κανέναν τρόπο δεν μπορεί να ειπωθεί πως εντάσσεται σε μια συνολική και συνεκτική επαναστατική στρατηγική, ούτε πως αποσκοπεί στην κοινωνική ανατροπή και τη μεταβολή των κοινωνικών σχέσεων. Η δράση του Βασίλη είναι αδέσποτη, δεν μπορεί να οριοθετηθεί σε πολιτικά καλούπια. Ωστόσο, οι συμπάθειες δεν κρύβονται. Στο κελί του ο Βασίλης είχε σημαίες του Che Guevara και του Άρη Βελουχιώτη, ενώ πάντα εξέφραζε τη συμπάθειά του για τους αναρχικούς. Ωστόσο, ποτέ ο ίδιος δεν δήλωσε κομμουνιστής ή αναρχικός.
Ποιός είναι ο Βασίλης Παλιοκώστας;
Ποιός είναι, λοιπόν, ο Βασίλης Παλιοκώστας; Δεν χρειάζεται να απαντήσουμε σε αυτήν την ερώτηση. Την απάντηση θα τη βρούμε μέσα στο ογκώδες αυτοβιογραφικό του βιβλίο, το οποίο περιγράφει ένα μονάχα κομμάτι από τη ζωή του. Υπάρχει ακόμα μπόλικο παρελθόν που ψάχνει τον κατάλληλο χρόνο για να βγει στην επιφάνεια και αρκετό μέλλον για να βιωθεί ακόμα. Το μόνο σίγουρο είναι πως όσα διωκτικά αποσπάσματα κι αν εξαπολύσει η εξουσία, όσες φορές κι αν τον επικηρύξει, όσες φορές κι αν το πυροβολήσει, την αξιοπρέπειά του δεν μπορεί να τη συλλάβει ποτέ…
Ο Νίτσε, ο Ντοστογιέφσκι και η κοινωνική ληστεία…
Πρώτη φορά συνάντησα τον Βασίλη στις φυλακές του Κορυδαλλού, το 2004. Τρία πράγματα μου έκαναν εντύπωση: Το ιδιαίτερο και καυστικό του χιούμορ, η στοχοπροσήλωσή του στη διεκδίκηση της ελευθερίας του και η μικρή βιβλιοθήκη που είχε στο κελί του, γεμάτη με βιβλία του Νίτσε, του Ντοστογιέφσκι και Εθνολογικές/Ιστορικές μελέτες για την κοινωνική ληστεία.
Προτελευταία φορά που συνάντησα τον Βασίλη ήταν στις 20 Αυγούστου του 2008. Είχαμε πιει τα τσιπουράκια μας, φιλοσοφώντας και αμπελοφιλοσοφώντας και ετοιμαζόμασταν να δούμε το Holy Grail των Μonty Pythons. Λίγες ημέρες πριν είχαμε δει το Life of Brian και ο (συνειδητά άθεος) Βασίλης είχε ενθουσιαστεί με το ιδιαίτερο χιούμορ των Pythons. Οι ειδικές δυνάμεις της αστυνομίας, όμως, είχαν διαφορετική άποψη, μιας και δεν διακρίνονται για την αίσθηση του χιούμορ.
Τελευταία φορά που συνάντησα τον Βασίλη ήταν στα κρατητήρια της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Θεσσαλονίκης, λίγες ημέρες μετά τη σύλληψή μας. Παρά τα διάφορα αστυνομικά/μιντιακά σενάρια από τότε δεν έχω ξανασυναντηθεί με τον Βασίλη. Οπότε, αυτός ο μικρός πρόλογος είναι και μια ευκαιρία να στείλω ακόμα ένα σινιάλο αλληλεγγύης: Καλή τύχη σύντροφε και πάντα λεύτερος!
Ο επίλογος του προλόγου
Το κείμενο αυτό τον είχαμε αναλάβει από κοινού με τον αναρχικό σύντροφο Γιάννη Δημητράκη. Ωστόσο, ο Γιάννης έχει ένα «μειονέκτημα»: ποτέ δεν έσκυψε το κεφάλι σε καμιά εξουσία, νόμιμη ή παράνομη. Αποτέλεσμα του «μειονεκτήματος» αυτού ήταν η αντικειμενική του αδυναμία (για λόγους που δεν μπορώ να περιγράψω εδώ) στο να συμμετέχει στη συγγραφή του κειμένου. Για όλους τους λόγους του κόσμου, λοιπόν, αφιερώνω τον πρόλογο αυτόν στον αγαπημένο φίλο και σύντροφο Γιάννη Δημητράκη.
Και στη μνήμη του Σπύρου Δραβίλα, φυσικά…
Πολύκαρπος Γεωργιάδης
Ιούλιος 2021
Φυλακές Λάρισας