Τον Βαγγέλη Κάλιοση τον γνώρισα στις φυλακές Κορυδαλλού το 2015. Εγώ ως κρατούμενος σπουδαστής σε διάφορα προγράμματα εξ αποστάσεως φοίτησης και ο Βαγγέλης διευθυντής του ΙΕΚ της φυλακής σε ένα μικρό γραφείο, που το μοιράζονταν οι καθηγητές και οι μαθητές του ΣΔΕ (Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας), του ΙΕΚ γραφιστικής και οι φοιτητές. Σε μια πτέρυγα της φυλακής αποτελούμενη από ένα διάδρομο και μερικές αίθουσες, στην οποία κάποιοι κρατούμενοι προσπαθούσαμε να ανασάνουμε έναν αέρα λιγότερο μολυσμένο και αποπνικτικό από αυτόν της υπόλοιπης φυλακής.
Ο Βαγγέλης ήταν ένας από τους λίγους ανθρώπους στον οποίο είχα εμπιστευτεί, λίγο πριν εκδοθεί, τις φωτοτυπίες του κόμιξ Οθέλος, για να μου πει τη γνώμη του πριν τυπωθεί, όταν ακόμα η Χριστίνα Σ. (κατά κόσμο Chrispy Shift) πρόσθετε τα σχέδια για τα τελευταία καρέ, έκανε τις τελευταίες διορθώσεις και πάσχιζε να με πείσει για άλλες τόσες, αλλά τελικά υποχωρούσε για να μην με κακοκαρδίσει αφού ήμουν φυλακή. Σε αντάλλαγμα, ο Βαγγέλης μού είχε χαρίσει ένα αντίτυπο από το μέχρι τότε τελευταίο του μυθιστόρημα Και τώρα τι θα γίνουμε χωρίς τρομοκράτες. Καμιά βδομάδα μετά, και έχοντας διαβάσει ο ένας τη δουλειά του άλλου, είχε λίγο πλάκα η αμηχανία με την οποία αντιμετωπίσαμε το γεγονός ότι και στις δυο περιπτώσεις περιγράφουμε μια ληστεία τράπεζας, κάνοντας σχεδόν τις ίδιες παρομοιώσεις και καταγράφοντας τους ίδιους συνειρμούς.
Το Τσιπάκι της γνώσης μου το χάρισε (με αφιέρωση αυτή τη φορά) πίνοντας καφέ στη Λοκομοτίβα το καλοκαίρι του 2019 και μερικές βδομάδες μετά ακολούθησε η παρακάτω συνέντευξη.
Πότε και πώς ξεκίνησες να γράφεις το βιβλίο; Ποια ήταν η πρώτη ιδέα, πότε πήρε μορφή αυτή η ιδέα και πότε τέλειωσε;
Την ιδέα αυτού του βιβλίου μού την πυροδότησε η διαπίστωση ότι όποτε και σε όποιο περιβάλλον άνοιγα συζήτηση περί δημοκρατίας και της προφανούς ανάγκης να τη διεκδικήσουμε, με το επιχείρημα ότι πολύ απλά αυτό που έχουμε δεν είναι δημοκρατία, έπεφτα πάνω σε ένα τείχος δεδηλωμένης ή κεκαλυμμένης άρνησης. Αυτό λάμβανε χώρα κάπου το 2007, λίγο μετά την έκδοση του προηγούμενου μυθιστορήματός μου Και τώρα τι θα γίνουμε χωρίς τρομοκράτες, και με οδήγησε τελικά στην επιλογή να γράψω ένα πολιτικό δοκίμιο με τον τίτλο Η κρίση του κοινοβουλευτισμού και το αίτημα της άμεσης δημοκρατίας, το οποίο τελικά εκδόθηκε το 2011, πιστεύοντας ότι ο τεκμηριωμένος γραπτός λόγος είναι πιο επιδραστικός από τον προφορικό και πιο ξεκάθαρος πολιτικά από το λογοτεχνικό. Τζίφος! Δεν άλλαξε κάτι. Παρότι η συγκυρία της κρίσης έμοιαζε ιδανική για μια ριζοσπαστική μεταστροφή της κοινής συνείδησης, οι συνομιλητές μου συμφωνούσαν μαζί μου σχεδόν σε όλα, αλλά στο τέλος της συζήτησης με ρωτούσαν τι θα ψηφίσω. Καταλαβαίνεις πώς είναι; Μου κόβονταν τα πόδια. Όσο διαρκούσε αυτός ο βασανισμός, τόσο εδραιωνόταν μέσα μου η μαξιμαλιστική πεποίθηση ότι ένα σάιφαϊ πολιτικό μυθιστόρημα, όπως για κάποια χρόνια πλέον το είχα στο μυαλό μου αλλά δεν τολμούσα να το γράψω, ίσως με τις τεθλασμένες του ρίψεις διατρυπούσε πιο αποτελεσματικά το τείχος. Η αρχική ιδέα συνοψιζόταν στο καφκικό ερώτημα «Τι θα γινόταν αν αίφνης όλοι οι άνθρωποι έκαναν κτήμα τους όλη τη διαθέσιμη γνώση, απαλλαγμένη από οποιαδήποτε ιδεολογικά βαρίδια;». Η παράλογη αυτή διερώτηση ήταν η απελπισμένη αντίδρασή μου στην εξίσου παράλογη τάση των ανθρώπων γύρω μου να παίρνουν για αλήθεια το ψέμα και να βλέπουν ψέμα στην αλήθεια. Και για να εξηγούμαι, επειδή αλήθεια και ψέμα είναι έννοιες σχετικές, αδυνατούσα να κατανοήσω πώς είναι δυνατόν να πιστεύουν ότι το ισχύον πολιτικό σύστημα είναι δημοκρατικό, τη στιγμή που η καθημερινή εμπειρία αποδεικνύει πέραν πάσης αμφιβολίας ότι είναι δεσποτικό και φαύλο, και πώς γίνεται να προσδίδουν ισχύ φυσικού νόμου στην αξίωση των τσαρικής δομής κομμάτων να τα ψηφίζουν, όταν αυτά, εδώ και πολλές τετραετίες, τους πιστοποιούν αδιαλείπτως ότι είναι ανάξια της εμπιστοσύνης τους. Είδα τη γνώση ως αντίδοτο σ’ αυτό που ο μαρξισμός ονομάζει ψευδή συνείδηση και άρχισα να πείθομαι ότι το γνωσιολογικό έλλειμμα είναι μία από τις γενεσιουργές αιτίες του προβλήματος. Την πρώτη απόπειρα να γράψω το Τσιπάκι της Γνώσης την έκανα το 2012. Αφού έγραψα περίπου έξι κεφάλαια, εγκατέλειψα. Προφανώς δεν ήμουν έτοιμος. Στα χρόνια που μεσολάβησαν, κρατούσα απλά σημειώσεις. Σταδιακά σχηματίστηκε ξεκάθαρα στο μυαλό μου και το έγραψα σε εννιά σχεδόν μήνες από τον Σεπτέμβρη του 2017 μέχρι τον Μάη του 2018. Η συνάφεια με τη διάρκεια μιας εγκυμοσύνης εικάζω πως είναι τυχαία.
Για ποιο λόγο ο Πολίτης Β, ένας πρώην δημοσιογράφος του σκανδαλοθηρικού τύπου, είναι ο πρωταγωνιστής της ιστορίας; Τι συμβολίζει αυτή η μεταστροφή του από τυχοδιώκτη σε επαναστάτη;
Πολλές φορές στην Ιστορία, ο τυχοδιώκτης υπήρξε το άλτερ έγκο του επαναστάτη, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που φερόμενοι ως επαναστάτες αποδείχτηκαν τυχοδιώκτες. Τις τελευταίες δύο τρεις δεκαετίες, οι σκανδαλοθήρες δημοσιογράφοι, μαζί με ελάχιστους αξιόλογους δημοσιογράφους έρευνας, ήταν οι μόνοι ίσως στο κόσμο των μίντια και εν γένει στο πεδίο των ποικιλώνυμων εξουσιών που, έστω και στρεβλά, δικαιολογούσαν το ρόλο τους. Έχωναν τη μύτη τους εκεί που η βρώμα προκαλεί ασφυξία, αποκάλυπταν σκάνδαλα και έδιναν έτοιμο υλικό στις δικαστικές αρχές, οι οποίες αντί να το αξιοποιούν, ως όφειλαν, για να αποδίδουν δικαιοσύνη, περνούσαν τους πάσης φύσεως φορείς της διαπλοκής από την κολυμπήθρα του ξεπλύματος προστατευόμενης ανομίας και τους επανέφεραν αθώες περιστέρες στην κοινωνία, και από εκεί μετά λίγης υπομονής από μέρους τους – προκειμένου ο πανδαμάτωρ χρόνος συνεπικουρούμενος από ισχυρές δόσεις προπαγάνδας να επιβάλλει τη λήθη στις συνειδήσεις– στους θώκους της εξουσίας ή στους παραδείσους της παχυλής αργομισθίας, επί ζημία πάντα της κοινωνίας. Αυτό με έκανε να επιλέξω τον συγκεκριμένο ανθρωπότυπο ως τον πλέον κατάλληλο για να σηκώσει το βάρος μιας τέτοιας εσωτερικής μεταστροφής και την ευθύνη να γίνει κινητήριος μοχλός σε μια διαδικασία πολιτικής και κοινωνικής χειραφέτησης. Άλλωστε, αν οι δημοσιογράφοι έκαναν αυτό που τους αναλογεί, ίσως να μην χρειαζόταν να επινοήσω τον πολίτη Β. Μια άλλη λύση θα ήταν εκείνη του ιερέα, αλλά δεν αντέχω τους αναμάρτητους!
Η αλήθεια είναι ότι η γνώση, ή για την ακρίβεια το δίκαιο μοίρασμά της ή με άλλα λόγια η ταξική ισότητα στην πρόσβαση και κοινοποίηση της γνώσης, είναι καθοριστικής πολιτικής και κοινωνικής σημασίας. Αυτός είναι ο τρόπος αλλά και η προϋπόθεση που οι κοινωνίες περνάνε από τις αριστοκρατίες στις δημοκρατίες. Δεδομένου ότι το βασικό θέμα που πραγματεύεται το μυθιστόρημα είναι η γνώση, εσύ με ποιον τρόπο τη θεωρείς καθοριστική;
Αν ικανοποιούνταν η συνθήκη που ορίζεται στο μυθιστόρημα, σύμφωνα με την οποία όλα τα μέλη μιας δεδομένης κοινωνίας αποκτούν ισότιμα πρόσβαση στην ιδεολογικά ουδέτερη και καθολική γνώση –τονίζω το καθολική, γιατί θα είχε πολύ μεγάλη σημασία να μπορούν οι άνθρωποι να ατενίζουν όλη την εικόνα του κόσμου και όχι μια μικρή φέτα της όπως συμβαίνει στις τρέχουσες συνθήκες–, τότε φρονώ ότι θα είχαμε την πλήρη αφύπνιση της συνείδησης και ένα πολιτικό υποκείμενο έτοιμο να αναλάβει την ευθύνη που του αναλογεί σε μια αυτόνομη, αυτοδιευθυνόμενη και σε διαρκή αναδημιουργία κοινωνία με πρόσημο την ελευθερία. Θα δώσω ένα απλό παράδειγμα του πόσο πιο απλά θα γίνονταν τα πράγματα. Ας υποθέσουμε ότι ένα μέλος αυτής της κοινωνίας αρρωσταίνει. Διαθέτει τη γνώση, για να αυτοϊαθεί. Οπότε δεν έχει ανάγκη από κάποιον επαΐοντα γιατρό, που πριν τον γιατρέψει θα τον εκμεταλλευτεί, ούτε από φάρμακα, προερχόμενα από κάποια διαπλεκόμενη πολυεθνική που κερδοσκοπεί, ούτε από κάποιον γνώριμό του πολιτευτή, για να του βρει κρεβάτι εντατικής σε κάποιο δημόσιο νοσοκομείο με αντάλλαγμα την ψήφο του, την ίδια δηλαδή την πολιτική του υπόσταση, και πάει λέγοντας. Ως δια μαγείας, εξαφανίζονται οι πάσης φύσεως μεσάζοντες και πάροχοι ωφέλιμων ή ανώφελων υπηρεσιών, κοινωνικό πεδίο από το οποίο φύεται η φάρα των εξουσιαστών. Αν τώρα τη γνώση τη δούμε από το πρίσμα των υφιστάμενων συνθηκών, θεωρώ ότι η απουσία της βρίσκεται στη ρίζα όλων των δεινών. Εντάξει, να δεχτώ ότι υπάρχει η προπαγάνδα που προκαλεί σύγχυση και φόβο, η αλλοτρίωση που φενακίζει τις συνειδήσεις, η ψυχολογία της μάζας, ο ευέλικτος και απανταχού επιδρών καπιταλισμός, το υποταγμένο στο διατακτικό του εκπαιδευτικό σύστημα και άλλοι δαίμονες στους οποίους συνήθως ρίχνουμε το ανάθεμα, αλλά το ερώτημα παραμένει: «Τι είναι αυτό που εξακολουθεί στο πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα να κάνει τους ανθρώπους ανήμπορους να αντιδράσουν και πάντα έτοιμους να συνταχτούν με τον πρώτο σωτήρα που θα εμφανιστεί μπροστά τους;». Η δική μου απάντηση στο ερώτημα είναι το τεράστιο γνωσιολογικό έλλειμμα, για το οποίο φυσικά και ευθύνονται πρωτίστως οι παραπάνω παράγοντες. Τα βλέπουν σχεδόν όλα λάθος. Είναι σαν να έχεις δώσει σε κάποιον ένα βιβλίο με την αλήθεια της ζωής και το διαβάζει ανάποδα. Είναι ποτέ δυνατόν να το κατανοήσει; Οπότε η λύση είναι να αναποδογυρίσουμε το βιβλίο. Εγχείρημα καθόλου εύκολο και εξαιρετικά χρονοβόρο. Με άλλα λόγια, απαιτείται η ανάπτυξη ενός νέου πνευματικού κινήματος με τη σύμπραξη όλων των χειραφετικών δυνάμεων και σκοπό την κάλυψη αυτού του γνωσιολογικού κενού. Για να ανακτήσουν οι έννοιες τη σημασία τους και να δουν οι πολίτες την πραγματικότητα. Τότε ο φόβος θα υποχωρήσει και οι γίγαντες του σήμερα θα φαντάζουν νάνοι. Καμία ποτέ εξουσία δεν πρόκειται να παραιτηθεί αυτοβούλως από την προνομιακή της θέση. Οι πολίτες θα την αναγκάσουν. Άλλος τρόπος δεν υπάρχει.
Αυτός που απελευθερώνει τη γνώση με τη μορφή ενός τσιπ, ή αυτός που βοηθάει στην κοινοποίησή της, είναι ένας δημοσιογράφος. Αυτός ο σύγχρονος Όμηρος ή ο σύγχρονος Προμηθέας που απελευθερώνει τη γνώση και από κτήμα των λίγων την κάνει κτήμα των πολλών και διώκεται ή κινδυνεύει να διωχτεί γι’ αυτό. Είναι ο ρόλος του Τζούλιαν Ασάνζ παρόμοιος με του Όμηρου ή του Προμηθέα; Θεωρείς τόσο καθοριστικό το ρόλο των δημοσιογράφων στην απελευθέρωσή της ή ήταν τυχαίο το ότι τον Πολίτη Β τον έβαλες να κάνει αυτό το επάγγελμα; Γιατί επιλέγεις να μην τιμωρηθεί ο Πολίτης Β, όπως γίνεται παραδοσιακά στον Όμηρο, τον Προμηθέα και τον Τζούλιαν Ασάνζ;
Ναι, θα μπορούσαμε σίγουρα να παραλληλίσουμε τον Πολίτη Β με τον Τζούλιαν Ασάνζ, με μία βέβαια θεμελιώδη διαφορά. Ο Πολίτης Β είχε το προνόμιο να κινείται στο φασματικό χώρο ενός μυθιστορήματος και να σουλατσάρει ασφαλής στο κεφάλι μου. Εκτός από αυτό, ωστόσο, έδρασε και μινιμαλιστικά, στο περιβάλλον μιας πόλης, προετοίμασε καλά το ρόλο του και εκμεταλλεύτηκε κάθε δυνατότητα, τεχνική και μη, προκειμένου να προσδώσει στη δράση του εμπράγματη συλλογική διάσταση. Ο Τζούλιαν Ασάνζ, πέραν του ότι είναι ήρωας του πραγματικού κόσμου, έχει κάτι το εγγενώς δραματικό. Είναι πράγματι προμηθεϊκός τύπος. Απελευθέρωσε πληροφορία και γνώση, επιχείρησε να αναμετρηθεί με την εξουσία, στρέφοντας εναντίον της τα ίδια τα μέσα με τα οποία εκείνη εκφράζει τη δύναμή της, και πληρώνει σκληρό τίμημα. Έχει τον απόλυτο σεβασμό όλων των στοιχειωδώς σκεπτόμενων με όρους ελευθερίας ανθρώπων γι’ αυτή του την πράξη και είμαι βέβαιος ότι οι μελλοντικές κοινωνίες δικαίως θα τον εντάξουν στο πάνθεον των ηρώων τους. Η περίπτωσή του όμως μας διδάσκει κάτι πολύ απλό αλλά καθοριστικά σημαντικό. Κανείς, όσο ικανός και αν είναι, ό,τι μέσα και αν έχει στη διάθεσή του, δεν μπορεί να κερδίσει έναν αγώνα ενάντια σε κατά πολύ υπέρτερους, με όρους ισχύος, αντιπάλους. Είναι εντυπωσιακό, λοιπόν, ότι ο αληθινός ήρωας Τζούλιαν Ασάνζ λειτούργησε πολύ πιο μυθιστορηματικά από τον ήρωα του μυθιστορήματος, τον Πολίτη Β. Και για αυτό η ιστορία του έχει δραματικό φινάλε. Η επιλογή μου να μην επιφυλάξω παρόμοια μοίρα στον Πολίτη Β συνιστά μια συνειδητή άρνηση αποδοχής του παραδοσιακού μοτίβου της ήττας. Εξάλλου, εκείνος δέσμευσε στο ρίσκο του και χιλιάδες άλλους ανθρώπους και η τιμωρία, αν τελικά ερχόταν, θα μοιραζόταν. Ωστόσο, θα πρέπει εδώ να επισημάνω ότι η νίκη των πολιτών της εν λόγω πόλης είναι μερική, καθώς περιορίζεται στα όριά της, έξω από τα οποία το ίδιο μέσο, το Τσιπάκι της Γνώσης, καθίσταται από μέσο χειραφέτησης σε εργαλείο χειραγώγησης.
Είσαι πράγματι τόσο αισιόδοξος για το θετικό ρόλο που μπορεί να παίξει η τεχνολογία; Για το γεγονός ότι μπορεί να ανατραπεί ο σκοπός της, εξυπηρετώντας το συμφέρον των πολλών;
Η φύση της τεχνολογίας είναι θεωρώ εκ της κατασκευής της χειραφετική. Ας σκεφτούμε ότι κάθε συσκευή από αυτές που χρησιμοποιούμε καθημερινά επινοήθηκε για να εξυπηρετήσει μια ανάγκη του ανθρώπου, η αδυναμία εκπλήρωσης της οποίας τον δέσμευε. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι οι κατέχοντες πλούτο και εξουσία δεν θα πάψουν ποτέ να επιδιώκουν την υπόταξή της στο διατακτικό τους, που δεν είναι άλλο από τη διαιώνιση και την επαύξηση του πλούτου και της εξουσίας τους. Πλην όμως, οι δυνάμεις που απελευθερώνει πλέον η τεχνολογία, και ειδικότερα εκείνη της επικοινωνίας, περιέχουν το σπέρμα της ανατροπής των όρων κυριαρχίας των ολίγων προνομιούχων. Εκείνο που χρειάζεται είναι να συνειδητοποιήσουν οι πολλοί πόσο δυναμικά πολλαπλασιάζονται οι δυνατότητες δικτύωσης και άθροισης της κοινωνικής και πολιτικής τους δύναμης. Για να πειστούμε περί τούτου, αρκεί να σκεφτούμε πώς επέδρασε στα συμφέροντα επιχειρηματικών κολοσσών στο χώρο της μουσικής και του θεάματος η εμφάνιση και ευρεία χρήση του διαδικτύου. Κατέρρευσαν σε χρονικό διάστημα πολύ μικρότερο από αυτό που χρειάστηκαν για να γιγαντωθούν. Σήμερα, η μουσική διακινείται ελεύθερα και αυτό δεν ευεργετεί μόνο τους ακροατές της αλλά και την ίδια τη μουσική παραγωγή, καθώς οι καλλιτέχνες δεν είναι πλέον έρμαια κάποιας εταιρείας, αλλά διαμορφώνουν οι ίδιοι το πλαίσιο της επικοινωνίας και, αν θες, και της δοσοληψίας με το κοινό τους. Δεν είναι αυτό χειραφέτηση; Ας το κάνουμε υπερκείμενη εικόνα με τους πολίτες συνολικά στη θέση των καλλιτεχνών!
Συνδυάζοντας τις δύο παραπάνω ερωτήσεις, θα προχωρήσω σε μια σημείωση, για την οποία θα ήθελα το σχόλιό σου. Για δεκαετίες κυριαρχούσε στο δημόσιο λόγο και τον τρόπο δημιουργίας της κοινής γνώμης η τηλεόραση, στην οποία είχαν πρόσβαση πομπού μόνο οι ελίτ. Για μερικά χρόνια, μέσω των σόσιαλ μίντια, το τοπίο άλλαξε και οι μάζες, αξιοποιώντας αντιφάσεις, χρησιμοποίησαν πλατφόρμες φτιαγμένες πράγματι από τις ελίτ, που ωστόσο έδιναν τη δυνατότητα στους πολίτες να γίνουν πομποί πέρα από δέκτες. Πέρασαν μόλις λίγα χρόνια αμηχανίας και δείχνει πως αυτό το τοπίο έχει πάλι ανατραπεί. Η εξουσία όχι μόνο κυριάρχησε σε αυτά τα μέσα σε λίγα χρόνια⸱ αλλά ακόμα χειρότερα το τουίτερ έχει γίνει, από μια πλατφόρμα που άλλοτε αξιοποιήθηκε από κινήματα, ένας αλτ ράιτ βόθρος που έφερε τον Τραμπ στην εξουσία. Νομίζω πως, τηρουμένων των αναλογιών, Το τσιπάκι της γνώσης θα μπορούσε να παραλληλιστεί με την ανάδυση των σόσιαλ μίντια. Εννοώ πώς γίνεται να παραμένεις τόσο αισιόδοξος, όταν η πραγματικότητα φαίνεται να σε διαψεύδει;
Ναι, ομολογώ ότι είμαι αισιόδοξος! Ο οπτιμισμός μου πηγάζει από την επίγνωση του γεγονότος ότι όλες οι μεγάλες αλλαγές στην ιστορία ωθήθηκαν από ιδέες που έφεραν τη σφραγίδα της ουτοπίας. Να διευκρινίσω όμως ότι η αισιοδοξία μου υπερβαίνει τον ορίζοντα της ζωής μου, ίσως και τον ορίζοντα της ζωής των παιδιών μας. Δεν γίνεται να περιμένουμε τέτοιας κλίμακας αλλαγές να συντελεστούν από τη μια στιγμή στην άλλη. Απαιτούν χρόνο και κυρίως πολλή δουλειά. Χρειάζεται επιμονή και μια διαρκής αναμέτρηση με τη ματαιότητα. Έχουμε την τάση οι άνθρωποι για ό,τι υπερβαίνει τη θνητότητά μας να εκδηλώνουμε αδιαφορία. Είναι χαρακτηριστική προς τούτο η στάση μας στο ζήτημα της κλιματικής αλλαγής. Μας καθησυχάζει ενδόμυχα η αίσθηση ότι δεν αφορά εμάς, αλλά κάποιες άγνωστες μελλοντικές γενιές. Ισχύει όντως ό,τι περιγράφεις. Έτσι κάπως έχουν εξελιχθεί τα πράγματα με τα σόσιαλ μίντια. Διάγουν ακόμη, τρόπον τινά, την παιδική τους ηλικία και οι κηδεμόνες τους καταφέρνουν να τιθασεύουν κάπως την ελευθεριότητά τους. Έχουν όμως ήδη επιτελέσει το διεγερτικό τους ρόλο. Έμπασαν άτυπα την κοινωνία στη δημόσια σφαίρα, από την οποία ήταν ολότελα αποκομμένη. Είναι ζήτημα χρόνου να ξεπηδήσουν πλατφόρμες επικοινωνίας που το πλήθος, το εύρος και οι τεχνικές τους δυνατότητες θα είναι τέτοιας κλίμακας, που θα καθιστά αδύνατο τον έλεγχό τους. Με άλλα λόγια, το ανάπτυγμα της κοινωνίας πλέον υπερβαίνει εκείνο των πολιτικών ελίτ και οι όποιες ελεγκτικού χαρακτήρα απόπειρές τους είναι ψυχορραγήματα ενός οργανισμού που, στον ιστορικό χρόνο πάντα, είναι στα τελευταία του.
Απουσιάζει εντελώς οποιαδήποτε ταξική αναφορά. Μιλάς για πολίτες συνολικά και όχι για προλεταριάτο ή έστω για επικίνδυνες ή αποκλεισμένες τάξεις. Ακόμα περισσότερο, μιλάς για πολίτες σε μια εποχή που όλο και περισσότερο μεγάλο μέρος του πληθυσμού εκπίπτει από αυτή την ιδιότητα. Σε μια εποχή που το να είσαι πολίτης στην πραγματικότητα είναι προνόμιο. Οι πρόσφυγες και οι μετανάστες απουσιάζουν εκκωφαντικά από το μυθιστόρημά σου. Κινητήριος δύναμη είναι όσοι έχουν δικαίωμα ψήφου. Ακόμα και αν το αρνούνται αυτό το δικαίωμα και αυτή την εξουσία, ως μερική ή ως απατηλή, ωστόσο αυτοί είναι το υποκείμενο. Στην πραγματικότητα, το θέμα είναι ένας άλλος, πιο πλήρης και περιεκτικός τρόπος πολιτικής συμμετοχής των ήδη προνομιούχων; Είναι η επανάσταση της μεσαίας τάξης με κάποιο τρόπο αυτό που οραματίζεσαι;
Σκόπιμα χρησιμοποίησα τον όρο πολίτης ως υπερώνυμο της κοινωνίας, η οποία και βέβαια είναι σύνθετη. Αυτή ακριβώς η πολυπλοκότητά της είναι που καθιστά δύσκολη τη συλλογική δράση, παρότι το κοινό συμφέρον είναι ορατό και η πολιτική στόχευση εύλογη. Μην ξεχνάμε άλλωστε ότι ένα μυθιστόρημα, όσο περιεκτικό και αν είναι, δεν παύει ποτέ να συνιστά μια αφαίρεση. Άρα, η έννοια του πολίτη υπερβαίνει τα στεγανά της πραγματικότητας και περιλαμβάνει όλους όσους βρίσκονται απέναντι από την όλο και πιο ολιγοπρόσωπη εξουσία, που αντιστοιχεί στη Διεθνή του κεφαλαίου και τους κατά τόπους πολιτικούς της εξυπηρετητές, οι οποίοι στο μυθιστόρημα αντιπροσωπεύονται από τους Ενθρονιστές. Ο χώρος δε των Ουρανιστών, ο Έβδομος Ουρανός, λειτουργεί σαν τον Κήπο του Επίκουρου. Δεν αποκλείει κανέναν. Ούτε τους πρόσφυγες, ούτε τους αλλόθρησκους, ούτε οποιαδήποτε άλλη κοινωνική ομάδα, είτε έχει είτε δεν έχει πολιτικά δικαιώματα. Εξάλλου, τα πολιτικά δικαιώματα στο ισχύον πολιτικό σύστημα είναι μια πλαστή έννοια, με δεδομένο ότι σύσσωμη η κοινωνία βρίσκεται εξορισμένη από το πολιτικό πεδίο, το οποίο έχουν ιδιοποιηθεί πλήρως, δια του κράτους, οι κάτοχοι της εξουσίας και το διαχειρίζονται με όρους νομής. Άρα, όλοι πολιτικά βρίσκονται στην ίδια μοίρα, είναι δυνάμει πολίτες και το εάν θα γίνουν ή όχι θα εξαρτηθεί από τους ίδιους και από το κατά πόσο θα καταφέρουν στο ορατό μέλλον να υπερβούν τις μεταξύ τους έριδες προ του κοινού στόχου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα πάψουν να έχουν διαφορές οικονομικές, κοινωνικές, ιδεολογικές και πάει λέγοντας. Η δημοκρατία ή θα είναι για όλους ή δεν θα είναι δημοκρατία κατά το «ο σοσιαλισμός ή θα είναι δημοκρατικός ή δεν θα είναι σοσιαλισμός» του Πουλαντζά. Έχει άλλωστε αρχίσει να γίνεται συνείδηση σε όλο και περισσότερους ανθρώπους όλων των τάξεων, διαισθητικά έστω, ότι σε έναν ξέφρενο καπιταλισμό κανείς δεν έχει διασφαλισμένα ούτε το εισόδημά του ούτε την κοινωνική του θέση, εκτός από τους κατέχοντες την πραγματική εξουσία, οι οποίοι πλανητικά είναι ελάχιστοι. Ο σημερινός βολεμένος μεσοαστός αύριο μπορεί να περιπέσει σε ακραία ένδεια, μετάβαση πολύ διαδεδομένη στην ελληνική κοινωνία της κρίσης. Η θέαση του πολιτικού πεδίου με όρους ταξικής πάλης είναι ατελέσφορη, γιατί ακόμη και αν υποθέσουμε ότι στη σύγκρουση κερδίζουν οι μη προνομιούχοι, με όποια υπαρκτή τάξη και αν τους ταυτίσουμε, τι μας εγγυάται ότι οι μέχρι εκείνη την οριακή στιγμή της επικράτησης νικητές δεν θα ασκήσουν την εξουσία τους επί των ηττημένων πρώην προνομιούχων με τον ίδιο βάναυσο τρόπο, διατηρώντας έτσι το ίδιο εξουσιαστικό σύστημα, με διαφοροποιημένη μόνο την ταξική σύνθεση των νικητών και των ηττημένων, των εκμεταλλευτών και των εκμεταλλευόμενων. Με άλλα λόγια, όσο το παιχνίδι παίζεται με όρους δύναμης, το αποτέλεσμα θα είναι πάντα το ίδιο και το μόνο που ίσως θα αλλάζει είναι τα πρόσωπα, τα χρώματα, οι σημαίες και ούτω καθεξής. Ο Μαρξ, ειρήσθω εν παρόδω (χρόνια τώρα έψαχνα την ευκαιρία να τη χρησιμοποιήσω αυτή την έκφραση), εκτός από την ταξική πάλη, με τη διορατικότητα που διέθετε, έχει εισαγάγει και μία άλλη έννοια, στην οποία δεν έχει δοθεί η πρέπουσα σημασία. Πρόκειται για την έννοια της «γενικής διάνοιας», την οποία επανέφερε δυναμικά ο Τόνι Νέγκρι κατά τη δεκαετία του ’70 στην Ιταλία, αλλά οι άγουρες συνθήκες και η κομμουνιστική ορθοδοξία δεν της επέτρεψαν να σταδιοδρομήσει. Η έννοια αυτή μπορεί να γίνει αντιληπτή ως η κοινή συνισταμένη της εξελιγμένης γνώσης που θα λαμβάνουν προϊούσης της τεχνολογικής εξέλιξης τα μέλη της εργατικής τάξης, κάτι σαν το «τσιπάκι της γνώσης» δηλαδή στη ρεαλιστική του εκδοχή. Κατά τον Μαρξ, θα διευκόλυνε σημαντικά τους εργάτες στο να αντιλαμβάνονται την ταξική τους θέση και να αυτοργανώνονται χωρίς τη μεσολάβηση των διαφόρων πρωτοποριών, που συχνά εξελίσσονται σε εντός της τάξης εξουσίες. Αν διαστείλουμε αυτή την έννοια και την προβάλλουμε στο μέλλον, βρίσκω να αποδεικνύεται μακράν πιο χρήσιμη από την έννοια της ταξικής πάλης. Οι δυνάμει πολίτες όλων των τάξεων καλούνται να ενεργήσουν έξυπνα έναντι των κρατούντων, με δεδομένη και την υπεροπλία της κυρίαρχης τάξης σε ατόφια υλική δύναμη, προκειμένου κάποτε να γίνουν πραγματικοί πολίτες με κεκτημένο το αυτεξούσιο και προσβάσιμη την καθολική ελευθερία, αντί για την ατροφική ατομική ελευθερία που υπό προϋποθέσεις και κατά τόπους διαθέτουν σήμερα.
Τα υποκείμενα που πυροδοτούν την αλλαγή είναι ένας πετυχημένος δημοσιογράφος και η κόρη του κυβερνήτη. Δύο προνομιούχοι που θεωρούν ότι η νόρμα στην οποία πρέπει να προσαρμοστούν προκειμένου να διατηρήσουν τα προνόμιά τους είναι αρκετά ασφυκτική για τους ίδιους. Είναι ένα κίνημα προνομιούχων που ζητούν περισσότερα προνόμια ή μάλλον ένα κίνημα για διατήρηση των προνομίων τους με λιγότερους προσωπικούς περιορισμούς;
Η δύναμη που ωθεί τα δύο αυτά πρόσωπα του μυθιστορήματος να υπερβούν τα όρια της τάξης τους είναι το βίωμα σε συνέργεια με την καθολική γνώση. Παρά την προνομιούχο κοινωνική τους θέση, φέρουν αμφότερα οδυνηρές πληγές από την ασκούμενη πάνω τους εξουσία και ταυτόχρονα διαθέτουν, μαζί με το ψυχοσυναισθηματικό, και το γνωστικό φορτίο για να αναγάγουν το δικό τους συμφέρον σε καθολικό, όχι για να κατοχυρώσουν προνόμια σαν κι αυτά που έτσι κι αλλιώς είχαν, αλλά με βαθιά συνείδηση της αλήθειας ότι δεν μπορείς να είσαι ευτυχής όταν οι άλλοι δυστυχούνε, γιατί η δυστυχία τους, αργά ή γρήγορα, θα γίνει απειλή για τη δική σου ευτυχία. Άλλωστε, στις περισσότερες από τις υπαρκτές ιστορίες επανάστασης, οι κινητήριοι μοχλοί ήταν πρόσωπα προερχόμενα από τον ταξικό εχθρό, με διασημότερους αυτών τον Λένιν και τον Τσε. Ας θυμηθούμε πόσο καθοριστικά υπήρξαν τα βιώματα της νιότης τους στην ανάπτυξη της ώριμης επαναστατικότητάς τους! Άρα, σημασία δεν έχει το από πού προέρχεται κάποιος, αλλά το πού έχει σκοπό να πάει. Και το πρόταγμα μιας δημοκρατίας σε πλήρη ανάπτυξη είναι, ή δύναται να γίνει, διαταξικό, εξαιρουμένης βέβαια της ηγετικής τάξης, έναντι της οποίας καλούνται οι πολίτες να διεκδικήσουν την επαλήθευση της υπόστασής τους, κάνοντας εν αρχή κάτι απλό και εύκολο: να αρνούνται συστηματικά και καθ’ έξη να νομιμοποιούν δια της ψήφου τους την ισχύουσα ψευδεπίγραφη δημοκρατία, την κατ’ ουσίαν ολιγαρχία.