Η ζωή ως καταζητούμενος

Ψιλή κουβέντα με έναν δραπέτη και έναν φυγόδικο

Με τον Μπίλη και τον Παναγιώτη αράξαμε ένα μεσημέρι του περασμένου Νοέμβρη, λίγο πριν το δεύτερο λοκ ντάουν, στο red n’ noir bookstore cafe bar (Δροσοπούλου 52, Κυψέλη). Πίνοντας αυτοί από έναν ανεπανάληπτο cafeistas φρέντο εσπρέσο φτιαγμένο από τον πάλαι ποτέ μάστορα της μαγειρικής τέχνης Πλωτίνο και εγώ μια-δυο βαρελίσιες Noctua Head Twister σερβιρισμένες (χωρίς δίσκο και χωρίς πατατάκια) από τα λεπτεπίλεπτα χεράκια του Στάθη, πήγε η κουβέντα στο βιβλίο Μια φυσιολογική Ζωή του Βασίλη Παλαιοκώστα που ως γνωστόν κυκλοφορεί εδώ και ενάμιση χρόνο από τις Εκδόσεις των Συναδέλφων. Η συνθήκη ζωής του καταζητούμενου ήταν κάτι που και οι ίδιοι είχαν βιώσει, ο ένας ως δραπέτης και ο άλλος ως φυγόδικος, και έτσι πιάσαμε ψιλή κουβέντα σχετικά με αυτήν την εμπειρία.

Πως οδηγείται κάποιος σε αυτήν την συνθήκη; Πως είναι να ζεις κυνηγημένος σε καθεστώς παρανομίας; Τι σημαίνει να είναι κανείς καταζητούμενος; Ποια είναι τα προβλήματα που αντιμετωπίζει; Πως μπορεί να παραμείνει ασύλληπτος για μεγάλο χρονικό διάστημα; Έχει κοινωνικές επαφές; Τι σουρεαλιστικά σκηνικά μπορεί να ζήσει; Πως μπορεί να κλείσει αυτός ο κύκλος;

Τις σχετικές εμπειρίες των δύο τους παραθέτω.

Μπίλης

Το 2014, μετά από πέντε χρόνια στη φυλακή, παίρνω την πρώτη μου άδεια από τις φυλακές Κέρκυρας. Μετά την δεύτερη άδεια με στέλνουν στις Αγροτικές Κασσάνδρας και παίρνω κι από εκεί μια άδεια. Κάνω μια ληστεία κατά την διάρκεια εκείνης της άδειας και επιστρέφω στη φυλακή. Πιάνεται εντωμεταξύ για άλλον λόγο ένας από αυτούς που την κάναμε μαζί, τρώει ξύλο στην ανάκριση και ανάμεσα στα άλλα ομολογεί και την δικιά μας και με ποιους την έκανε…

Την Παρασκευή το βράδυ λοιπόν, έρχεται χαρτί στην γραμματεία της Κασσάνδρας να με βάλουν στην κλειστή πτέρυγα γιατί πρόκειται να κατηγορηθώ για κακούργημα. Όμως το Σαββατοκύριακο δεν δούλευε η γραμματεία οπότε ήρθε το φαξ και δεν το είδε κανένας μέχρι την Δευτέρα. Έτσι από τύχη το μαθαίνω εγώ από το τηλέφωνο πριν το μάθει η φυλακή. Με περίμεναν κάποια χρόνια φυλακής χωρίς άδειες και αποφασίζω να φύγω γιατί θα με επέστεφαν Κέρκυρα και θα ήταν αδύνατο να αποδράσω από εκεί ενώ από την Αγροτική είναι πανεύκολο.

Το πρώτο σουρεάλ σκηνικό έγινε στη Θεσσαλονίκη. Δεν έχουν περάσει δυο ώρες που είμαι δραπέτης, μόλις έχει ξεκινήσει το λεωφορείο για Αθήνα και σταματάμε σε μπλόκο για μετανάστες. Εγώ δεν έχω κανένα χαρτί πάνω μου, το μόνο που έχω είναι κάτι λεφτά και ένα κουμπούρι που μου έχουν δώσει αυτοί που με βοήθησαν να φύγω και μια ατζέντα φυλακής με νούμερα τηλεφώνων. Τα βάζω όλα κάτω από το κάθισμα. Μου ζητάνε ταυτότητα, τους λέω ότι είμαι φοιτητής και έφυγα βιαστικά γιατί αρρώστησε η μάνα μου και δεν πήρα τίποτα μαζί μου. Εγώ είχα χεστεί πάνω μου και ο μπάτσος απλώς με προσπέρασε χωρίς να μου δώσει σημασία!

Όταν έφτασα Αθήνα υπήρχε πρόβλημα γιατί δεν είχα καθόλου λεφτά. Τα λεφτά της τελευταίας ληστείας δεν υπήρχαν πια γιατί τα έχει καρφώσει ο άλλος ο πατσαβούρης οπότε έπρεπε να δουλέψουμε…

Για να μην με αναγνωρίζουν, έβαψα τα μαλλιά μου, έκοψα τα γένια μου, άνοιξα τρύπες με πίρσινγκ και φόρεσα ψεύτικα γυαλιά μυωπίας. Βασικά είχα την εμφάνιση ενός τυπικού χίπστερ. Είχα πάρει και μερικά κιλά αλλά αυτό έγινε μόνο του επειδή σταμάτησα να γυμνάζομαι.

Βασικό επίσης ήταν να βγάλω πλαστή ταυτότητα με στοιχεία κάποιου άλλου. Αυτό μια φορά με έσωσε και έχει γίνει και ένα ακόμα σουρεαλιστικό σκηνικό: Είμαστε σε ένα αυτοκίνητο στην Πατησίων με δυο φίλους. Και οι δυο έχουν και ποινικό μητρώο και έχουν κάνει και φυλακή και πηγαίνουμε να δούμε μια «δουλειά». Ξαφνικά μου λέει ο οδηγός «δεν θέλω να σε αγχώσω αλλά έχουμε πίσω μας ΔΙΑΣ και μας κάνανε σήμα να σταματήσουμε». Κάνει δεξιά, ζητάνε χαρτιά, οι δυο τους είχαν κάρτα ομογενούς γνήσια και εγώ πλαστή ταυτότητα. Μας κάνουν σωματικό έλεγχο μας ρωτάνε που πηγαίνουμε, τους λέω ότι πάω στη δουλειά και με πηγαίνουν με τ’ αμάξι τα παιδιά για εξυπηρέτηση. Χτυπάνε τα στοιχεία μας και βγαίνουν των άλλων δυο ότι έχουν κάνει φυλακή και τα δικά μου βγαίνουν καθαρά. Μαζεύουν τους δύο και μένα με αφήνουν…

Το πρώτο διάστημα μέχρι να κάνω την πρώτη καλή ληστεία είχε πέσει μεγάλη πείνα, για τέσσερις μήνες δεν είχα να φάω. Σκέψου ότι η ζωή του καταζητούμενου είναι πολύ ακριβή γιατί πρέπει να αγοράζει όπλα, κλεμμένα αμάξια, πλαστές ταυτότητες και να νοικιάζει παραπάνω από ένα σπίτια.

Κοινωνικές επαφές κράτησα με την γυναίκα μου και το παιδί μου και ζήσαμε μαζί μόλις εξασφάλισα τους όρους που θα μπορούσε αυτό να είναι ασφαλές. Καινούριες σχέσεις έκανα μόνο για τις ανάγκες των συνθηκών και εκτός από κάποιες εξαιρέσεις κόπηκαν όταν σταμάτησα να είμαι παράνομος. Για παλιές σχέσεις έτσι κι αλλιώς από την φυλακή και μετά ελάχιστες είχα κρατήσει, είτε από επιλογή μου είτε από επιλογή τους.

Τιπ για να μείνεις ασύλληπτος είναι το να μοιάζεις συνηθισμένος, να μην έχεις φυλακόφατσα. Βασικά αν δεν έχεις φυλακόφαστα δύσκολα να πας φυλακή. Επίσης να εξασφαλίσεις γρήγορα χρήματα για να μην χρειαστεί να κάνεις «δουλειές». Με αυτόν το τρόπο μπορείς να μείνεις πάρα πολύ καιρό ελεύθερος εκτός αν είσαι πολύ άτυχος.

Ο κύκλος αυτός έκλεισε το 2016 με την σύλληψη και την εκ νέου τριετή φυλάκιση μου καθώς όπως φαίνεται δεν ήμουν όσο προσεκτικός έπρεπε! 

Πάντως είναι τα δυο καλύτερα χρόνια της ζωής μου, αυτό το πράγμα δεν το είχα ξαναζήσει ούτε πρόκειται να το ξαναζήσω…

Παναγιώτης

Ήμουν σχεδόν τρία χρόνια καταζητούμενος από τις αρχές του 2013 μέχρι τα τέλη του 2015 ως φυγόδικος μετά από εναντίον μου ένταλμα σύλληψης που εκδόθηκε για υπόθεση οπλοκατοχής.   

Γενικά υπάρχει ένας μύθος γύρω από το όταν κάποιος βρίσκεται σε καθεστώς παρανομίας. Όσοι δεν έχουν βρεθεί θεωρούν ότι στην παρανομία σου λύνονται τα χέρια για να κάνεις περισσότερα παράνομα πράγματα. Η πραγματικότητα όμως δεν είναι έτσι.

Όταν βρίσκεσαι σε καθεστώς παρανομίας όλα είναι πιο δύσκολα. Από την πιο απλή μετακίνηση σου μέχρι το οτιδήποτε.

Απλώς η παρανομία λόγω κατάστασης και πίεσης, σε εξαναγκάζει να κάνεις περισσότερα παράνομα πράγματα για να εξοικονομήσεις τα προς το ζην. Καθώς δεν μπορείς να εργαστείς. Όμως η πιο απλή «ενέργεια» είναι πιο δύσκολη.

Όταν είσαι καταζητούμενος ξεχνάς το κινητό, προσέχεις να κυκλοφορείς όσο πιο «καλά» ντυμένος, ώστε να μη σε σταματήσουν σε τυχαίο έλεγχο και αλλάζεις όσο μπορείς την εξωτερική σου εμφάνιση για να μην μπορεί κάποιος να σε αναγνωρίσει. Κυκλοφορείς μονίμως με γυαλιά ηλίου την ημέρα και ενδεχομένως με ψεύτικα γυαλιά μυωπίας το βράδυ.

Μου είχε τύχει μεσημέρι στη Μεσογείων, μπροστά μου αστυνομικοί της ΔΙΑΣ να σταματάνε πεζούς και να τους ελέγχουν με το γνωστό ύφος και στυλ τους για κάτι που είχε συμβεί νωρίτερα και εμένα που φόραγα καλύτερα ρούχα να με αφήσουν να περάσω από δίπλα τους ανενόχλητο. Παρόμοια περιστατικά μου είχαν τύχει κι άλλες φορές.

Αυτόματα από την πρώτη μέρα κιόλας απομονώνεσαι από το κοινωνικό σου περίγυρο. Δεν μπορείς να πηγαίνεις σε σπίτια δικών σου, εάν δεν θες να συλληφθείς. Σταδιακά ή και σχεδόν αμέσως κόβονται όλες οι κοινωνικές σχέσεις και επαφές που είχες.

Θα πρέπει να κυκλοφορείς με ψεύτικα στοιχεία, που να αντιστοιχούν σε πραγματικό πρόσωπο. Θα σου χρειαστούν σε αρκετές περιπτώσεις όπως να νοικιάσεις ένα σπίτι, το οποίο δεν θα πρέπει να το δηλώσει ο ιδιοκτήτης στην εφορία, αλλά παρόλα αυτά τα στοιχεία που θα δώσεις να είναι αληθινά. Επίσης θα πρέπει όσο μπορείς να τσεκάρεις και τον ιδιοκτήτη τι ακριβώς είναι όταν θα πας να νοικιάσεις σπίτι. Εμένα μου είχε τύχει μία φορά με το που πήγα να δω ένα σπίτι να μου συστηθεί ο ιδιοκτήτης και να μου πει όλο χαρά ότι ήταν πρώην υποδιοικητής στην Ασφάλεια, που είχε βγει στη σύνταξη πριν ένα χρόνο.

Το πιο ακραίο που μου έχει συμβεί είναι όταν αποφάσισα να παραδοθώ. Είχα πετάξει την πλαστή ταυτότητα και είχα ξενοικιάσει το σπίτι βέβαιος ότι θα έκλεινε αμέσως αυτός ο κύκλος. Η ανακρίτρια στην οποία παραδόθηκα όμως μου είπε ότι είχε πολύ δουλειά για να ασχοληθεί μαζί μου και μου ζήτησε να πάω την επόμενη μέρα… Έφυγα και εγώ και έμεινα έτσι μια μέρα να γυρνάω χωρίς σπίτι, χωρίς χαρτιά και χωρίς χρήματα μέχρι να καταφέρω να πάω φυλακή!


Το βιβλιοπωλείο του red n’ noir προτείνει βιβλία για φυλακές και παρανομία:

Καμία δημοσίευση για προβολή