Έτρεχα και σκεφτόμουν την Άννα

Διαδικτυακή κουβέντα με τον Πασκουάλε Αμπατάντζελο

Ο Πασκουάλε Αμπατάντζελο γεννήθηκε το 1950 στη Φλωρεντία. Τελευταίο παιδί μιας πολυμελούς προλεταριακής οικογένειας με καταγωγή από τον Νότο. Τη δεκαετία του 1970, μετά από μια σειρά εμπειριών του δρόμου που θα τον οδηγήσουν αρκετές φορές στη φυλακή, συμμετέχει ενεργά στις εξεγέρσεις των προλετάριων κρατούμενων μέσα στις φυλακές και έξω από αυτές στις διαδηλώσεις της επαναστατικής αριστεράς. Στις 29 Οκτώβρη του 1974, συλλαμβάνεται στη Φλωρεντία μετά από μια «προλεταριακή απαλλοτρίωση» των Ένοπλων Προλεταριακών Πυρήνων (ΝΑΡ) στο Ταμιευτήριο της πλατείας Αλμπέρτι. Εκεί, κατά τη διάρκεια ανταλλαγής πυροβολισμών με τους καραμπινιέρους, θα τραυματιστεί σοβαρά, ενώ δυο σύντροφοί του, ο Λούκα Μαντίνι και ο Σέρτζιο Ρομέο, έχασαν τη ζωή τους. Συμμετέχει στις εξεγέρσεις στις ειδικές φυλακές στην Αζινάρα το 1979 και στο Τράνι το 1980. Ήταν ένας από τους δεκατρείς πολιτικούς κρατούμενους, την απελευθέρωση των οποίων είχαν ζητήσει οι Ερυθρές Ταξιαρχίες (BR) με αντάλλαγμα την απελευθέρωση του πρώην πρωθυπουργού και προέδρου της Χριστιανοδημοκρατίας Άλντο Μόρο.

Εξέτισε είκοσι χρόνια φυλακής, έξι χρόνια ημιελευθερίας και τέσσερα χρόνια επιτηρούμενης ελευθερίας. Ποτέ δεν μετανόησε ούτε διαχωρίστηκε.

Ξεκινώντας αυτή τη διαδικτυακή συζήτησή μας με την ευκαιρία της κυκλοφορίας στα ελληνικά της αυτoβιογραφίας σου «Έτρεχα και σκεφτόμουν την Άννα. Μια ιστορία της δεκαετίας του ‘70» από τις εκδόσεις Διάδοση, δηλαδή με την κυκλοφορία της στην μητρική σου γλώσσα, αφού –όπως γράφεις κι ο ίδιος– τα ιταλικά άρχισες να τα μιλάς μονάχα από τα εφτά σου χρόνια κι έπειτα, θέλεις να μας αναφέρεις συνοπτικά εδώ κάτι σχετικά με τα αισθήματα, τις διηγήσεις και τις μνήμες της προσωπικής και οικογενειακής ιστορίας σου που σε συνδέουν με την Ελλάδα;

Τα αισθήματα, οι διηγήσεις και οι μνήμες μου από την προσωπική και οικογενειακή ζωή που με συνδέουν με την Ελλάδα είναι πολλαπλές. Αφορούν τόσο το παρελθόν όσο και το παρόν. Ακόμα και σήμερα ζω σε ένα χωριό όπου κατοικούν τα παιδιά των προσφύγων από την Ελλάδα και τη Δαλματία. Παιδιά και εγγόνια, αφού οι γέροι πρόσφυγες, οι παππούδες, οι γιαγιάδες και οι γονείς –με εξαίρεση κάποιους ελάχιστους επιζήσαντες, τώρα πια ενενηντάχρονους– μας άφησαν και είναι θαμμένοι στα διάφορα νεκροταφεία της Φλωρεντίας. Κάποιος, άρρωστος από τη νοσταλγία, είχε γυρίσει στην Ελλάδα και χάθηκαν τα ίχνη του. Αυτό το λέω για να δείξω ότι, μέχρι και σήμερα, τη σχέση μου με την Ελλάδα συνεχίζω να τη βιώνω καθημερινά σε αυτό το χωριό με τις λαϊκές κατοικίες, χτισμένες από το ιταλικό κράτος το 1956, με ειδικό νόμο για την αποκατάσταση μιας χιλιάδας προσφύγων από την Ελλάδα. Ανάμεσά τους ήταν και η οικογένειά μου, η οποία –μετά από τον καταναγκαστικό επαναπατρισμό–κατοίκησε στοιβαγμένη σε ένα στρατώνα της οδού della Scala της Φλωρεντίας, εκεί όπου γεννήθηκα κι εγώ το 1950. Από την οικογένειά μου, μονάχα εγώ και ο αδελφός μου Νικόλα έχουμε γεννηθεί στην Ιταλία. Όλοι οι άλλοι, από τους παππούδες και τους γονείς μέχρι τα αδέλφια μου και τις αδελφές μου, έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα, στην Πάτρα.

Αναμφίβολα όμως, οι δεσμοί μου με την Ελλάδα συνδέονται κυρίως με τις διηγήσεις των συγγενών και το γεγονός ότι μέχρι τα εφτά μου χρόνια έζησα και μιλούσα στα ελληνικά, τα οποία ήταν και η μοναδική προφορική γλώσσα τόσο στο δικό μας σπίτι όσο και στην κοινότητα των οικογενειών, αρχικά στο προσφυγικό κέντρο κι έπειτα στο χωριό των προσφύγων από την Ελλάδα. Μονάχα μετά τα εφτά μου χρόνια, στο ίδρυμα, άρχισα να μιλάω τα ιταλικά. Επομένως τα ελληνικά είναι η μητρική μου γλώσσα, αν και σήμερα πλέον τα προφορικά ελληνικά τα καταλαβαίνω μονάχα εν μέρει και δεν ξέρω πια να τα μιλάω. Ξέρω πάρα πολλές λέξεις, αλλά δεν καταφέρνω να φτιάξω ολοκληρωμένες φράσεις. Αυτό είναι κάτι που με στεναχωρεί πολύ. Είμαι όμως σίγουρος ότι θα μου αρκούσε η παραμονή για ένα μήνα στην Ελλάδα για να ανακτήσω τη μητρική μου γλώσσα. Η πραγματοποίηση ενός ταξιδιού στην Ελλάδα, για μια επίσκεψη στα μέρη όπου έζησε χαρούμενη για πάρα πολλά χρόνια η οικογένειά μου, είναι ένα όνειρο που, πριν πεθάνω, θέλω οπωσδήποτε να πραγματοποιήσω.

Στο εισαγωγικό σημείωμα γράφεις ότι η προσωπική ιστορία σου είναι επίσης και κυρίως μια συλλογική ιστορία κι έπειτα προσθέτεις: «Η ατομική και αυθόρμητη εξέγερσή μου ενάντια στην κοινωνική περιθωριοποίηση, η οποία οφειλόταν στην ταξική καταγωγή και την ταυτότητά μου ως γιος προσφύγων, κατέληξε να συναντηθεί και να δεθεί ανεπίστρεπτα με τις κοινωνικές συγκρούσεις και την πάλη των τάξεων στην Ιταλία κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του ‘70 και του ‘80». Ζώντας πλέον εδώ και τουλάχιστον τριάντα χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων ο κόσμος μοιάζει να περιστρέφεται όλο και περισσότερο με βάση τα κριτήρια του ατομικού «εγώ» και όλο και λιγότερο με βάση εκείνα του συλλογικού «εμείς», θέλεις να μας αναφέρεις ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της συλλογικά βιωμένης νιότης σας;

Τα χαρακτηριστικά παραδείγματα της συλλογικά βιωμένης νιότης μας είναι πάρα πολλά και στο βιβλίο διηγούμαι μερικά, στα οποία και σας παραπέμπω. Πρόκειται για επεισόδια που μαρτυρούν την ύπαρξη αυτής της συλλογικής αλληλεγγύης. Μια αλληλεγγύη που εκείνη την περίοδο αγκάλιαζε κάθε κοινωνικό πεδίο. Για εμάς, για τη δική μας γενιά που έζησε μέσα από τον και για τον αγώνα από τα τέλη της δεκαετίας του ‘60 μέχρι τα τέλη εκείνης του ‘80, το ατομικό εγώ υπήρχε μονάχα μέσα από μια συλλογική οπτική. Μέσα σε εκείνη την κοινωνική σύγκρουση, εκείνη που επικρατούσε ήταν η συλλογική διάσταση και το ατομικό εγώ έβρισκε νόημα μονάχα μέσα στις συλλογικές δυναμικές και τις επαναστατικές οργανώσεις, οι οποίες προσδιόριζαν τα όρια μέσα στα οποία μπορούσε να πραγματωθεί και το ατομικό εγώ. Με βάση αυτή την κολεκτιβιστική οπτική, υπήρχε μια κουλτούρα και μια θεωρητική και ιδεολογική τοποθέτηση που προερχόταν κατευθείαν από τις προλεταριακές και λαϊκές εμπειρίες του παρελθόντος, από την ιστορία της πάλης των τάξεων, από μια αντικαπιταλιστική, αντιιμπεριαλιστική και διεθνιστική οπτική του κόσμου, από μια κοινωνική οπτική ενάντια στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και την ύπαρξη μιας κοινωνίας διαιρεμένης σε τάξεις, μέσα στην οποία κυριαρχούν οι αγορές, ο ανταγωνισμός και το κέρδος των λίγων εις βάρος των πάρα πολλών, αντί της αλληλεγγύης και της αδελφοσύνης μεταξύ των ανθρώπων.

Για εμάς ήταν κάτι το φυσικό να ζούμε ως συλλογικά υποκείμενα, να οργανωνόμαστε και να αγωνιζόμαστε ενάντια στην εξουσία και το καπιταλιστικό σύστημα, να βοηθάμε ο ένας τον άλλον στα δύσκολα και να ζούμε ως κοινότητες στα εργοστάσια και τα σχολεία, στις προλεταριακές συνοικίες και τις φυλακές. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, ο ατομικισμός συχνά ισοδυναμούσε με απομόνωση και σχεδόν πάντοτε ήταν αντιπαραγωγικός και ηττημένος. Με λίγα λόγια, το να ζεις μονάχα για τον εαυτό σου ήταν ένα στοίχημα που δεν μπορούσε να δώσει ούτε κάποια προοπτική ούτε κάποια προσβάσιμη εναλλακτική οδό στις προλεταριακές μάζες. Ούτε σήμερα μπορεί, αλλά μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια, από τα τέλη της δεκαετίας του ‘80 μέχρι τις μέρες μας, η εξουσία κατάφερε να εκκινήσει έναν κυριολεκτικό μαζικό αποικισμό των μυαλών μέσα από τα κυρίαρχα μέσα και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ανοίγοντας το δρόμο στην ιδεολογία της, επιβάλλοντάς την ως τη μοναδική σκέψη και φυλακίζοντας το συλλογικό φαντασιακό μέσα σε ένα ψηφιακό παραλήρημα, όπου τα άτομα μπορούν να πιστεύουν ότι θα τη γλιτώσουν μόνα τους, όπως τα μωρά πιστεύουν στα παραμύθια, τα θεοφάνια και τον άγιο βασίλη.

Η προσωπική διαδρομή σου από την ατομική και αυθόρμητη εξέγερση στην πολιτική ριζοσπαστικοποίηση και τη συλλογική στράτευση είναι στενά δεμένη με τη συνάντηση στις ιταλικές φυλακές των δεκαετιών 1960-70 των «κοινών» προλετάριων κρατούμενων με τους πολιτικούς κρατούμενους που άρχιζαν να γεμίζουν τα σωφρονιστήρια, προερχόμενοι από οργανώσεις, ομάδες και χώρους αγώνα, βαθιά ριζωμένους μέσα στην πραγματικότητα των λαϊκών συνοικιών και των χώρων δουλειάς και σπουδών εκείνων των χρόνων. Ένας πολύχρονος κύκλος αγώνων που –με εξεγέρσεις, καταστροφές ειδικών φυλακών, απαγωγές δεσμοφυλάκων, αποδράσεις και μαζικές κινητοποιήσεις διαφόρων μορφών– κατέστησε σε ορατούς και ορατές τους αόρατους και τις αόρατες των φυλακών και έτυχε ισχυρής συμπαράστασης από το επαναστατικό κίνημα εκτός των τειχών. Ένας κύκλος αγώνων που, όπως εξηγείς κι εσύ, έφερε ουσιαστικά επέβαλε τη σωφρονιστική μεταρρύθμιση του 1975 με την οποία αναγνωρίζονταν -για –πρώτη φορά– βασικά δικαιώματα των κρατούμενων στις ιταλικές φυλακές. Δικαιώματα που κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών συστηματικά ποδοπατιούνται, καταστρατηγούνται και καταργούνται. Θέλεις να μας πεις κάτι σχετικά;

Οι αγώνες των κρατούμενων μέσα στις ιταλικές φυλακές, κατά τη διάρκεια των δεκαετιών 1960-70, αναπτύχθηκαν συντονισμένοι με τον κύκλο αγώνων που από το 1968-69 συντάραξε τη χώρα, μέσα σε κάθε χώρο και σε κάθε χαραμάδα της κοινωνίας: από τα σχολεία μέχρι τα εργοστάσια και από τις προλεταριακές συνοικίες μέχρι τις φυλακές. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι αγώνες των κρατουμένων αναπτύχθηκαν σαν χιονοστιβάδα σε όλες τις φυλακές, αρχής γενομένης από τις μεγάλες δικαστικές φυλακές των μητροπόλεων της βόρειας Ιταλίας μέχρι το βαθύ νότο και τα νησιά, δίνοντας ζωή σε ένα κίνημα προλετάριων κρατούμενων, καλά οργανωμένου και υποστηριζόμενου από το επαναστατικό κίνημα εκτός των τειχών.

Εκείνο το κίνημα κατάφερε με τους αγώνες του να κατακτήσει μια σημαντική βελτίωση των συνθηκών ζωής των κρατουμένων, επιβάλλοντας στο κράτος τη σωφρονιστική μεταρρύθμιση του 1975. Δυστυχώς, μετά τη δεκαετία του 1980 και το κλείσιμο του κύκλου αγώνων που είχε ανοίξει από το ‘68 και την επακόλουθη καπιταλιστική αναδιάρθρωση, εκείνες οι κατακτήσεις σταδιακά ποδοπατήθηκαν και σβήστηκαν, όπως άλλωστε συνέβη και με τις κατακτήσεις των εργαζομένων, των μαθητών και των φοιτητών. Όχι μόνο αυτό⸱ για τον επανασχεδιασμό του κράτους σε αυταρχική και φιλελεύθερη κατεύθυνση αναθεωρήθηκαν, ποδοπατήθηκαν και καταργήθηκαν πολλοί νόμοι και μερικά από τα καταστατικά άρθρα του Συντάγματος. Αρκεί να σκεφτούμε τη χάρτα των εργαζομένων που σβήστηκε εντελώς από το Jobs Act της κυβέρνησης Ρέντζι και τη μεταρρύθμιση Φορνέρο για τις συντάξεις. Για να μην αναφέρουμε τον εκλογικό νόμο που πέρασε από το αναλογικό στο πλειοψηφικό σύστημα.

Με δεδομένα όλα αυτά, σήμερα στις φυλακές η ζωή είναι χειρότερη από τότε που ήμουν εγώ μέσα. Όχι μόνο εξαιτίας του τεράστιου υπερπληθυσμού, ο οποίος από μόνος του –ακόμα και χωρίς τους ξυλοδαρμούς και τις αυθαιρεσίες των δεσμοφυλάκων– καθιστά ανυπόφορη τη ζωή των κρατουμένων. H ζωή είναι πολύ χειρότερη γιατί σήμερα το ατομικό εγώ επικρατεί του συλλογικού εμείς και ο κρατούμενος έγινε και πάλι ένας αριθμός, ένας υπήκοος χωρίς δικαιώματα, περιτριγυρισμένος όχι μόνο από τα τείχη της φυλακής αλλά και από μια κυρίαρχη κουλτούρα, ρατσιστική και φασίζουσα, ξεκάθαρα αντιδραστική και τιμωρητική, την οποία, δυστυχώς, έχει ασπαστεί και αφομοιώσει η πλειοψηφία του ιταλικού λαού.

Η μαρτυρία σου είναι γραμμένη «με τα συναισθήματα, τις αισθήσεις, τις εντυπώσεις και τις πεποιθήσεις εκείνης της εποχής, χωρίς βολικές επαναδιατυπώσεις», σε μια χώρα όπως η Ιταλία, όπου πλέον, εδώ και χρόνια, φαίνεται να βρίσκει χειροπιαστή επιβεβαίωση η κοινοτυπία βάσει της οποίας την ιστορία τη γράφουν οι νικητές. Μια επιβεβαίωση που προέρχεται μέσα από μια διαρκή επιχείρηση ιστορικής διαστρέβλωσης και εξελίσσεται εδώ και χρόνια από πολιτικούς, διανοούμενους, καθηγητές, δημοσιογράφους και άλλους αξιότιμους κυρίους της εξουσίας. Μια βιομηχανία παραγωγής μυστηρίων και θεωρημάτων κατασκοπείας σχετικά με την ιταλική πολιτική ιστορία των δεκαετιών 1970-80, που σκοπεύει –παρά τη διάψευσή της από τα ίδια τα γεγονότα– στην επιβολή, κυρίως στο συλλογικό φαντασιακό των νεότερων γενιών, μιας κυριολεκτικής συνωμοσιολογικής ιδεολογίας, ιδιαίτερα σε σχέση με την υπόθεση Μόρο. Εσύ ήσουν ένας από τους δεκατρείς πολιτικούς κρατούμενους που προερχόσασταν ουσιαστικά από όλες τις επαναστατικές οργανώσεις και εμπειρίες της μεταπολεμικής Ιταλίας, των οποίων οι Ερυθρές Ταξιαρχίες ζήτησαν την αποφυλάκιση με αντάλλαγμα την απελευθέρωση του πρώην πρωθυπουργού και προέδρου της Χριστιανοδημοκρατίας, απαχθέντα κατά τη διάρκεια της δικής τους «Καμπάνιας της Άνοιξης» το 1978. Θέλεις να μας πεις τη γνώμη σου γύρω από αυτή τη μάχη ανάμεσα στη Λήθη και τη Μνήμη;

Την επίσημη ιστορία τη γράφουν πάντοτε οι νικητές. Τη γράφουν, τη μεταδίδουν και τη διηγούνται, παραποιώντας και διαστρεβλώνοντας με βάση τα πολιτικά συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης. Αυτό συνέβη και με την ιστορία του κύκλου αγώνων των δεκαετιών 1970-80. Η παραποίηση και η διαστρέβλωση ακολουθούνε δυο συγκεκριμένες κατευθυντήριες γραμμές: τον απολογητικό εγκωμιασμό του νικητή και τη δαιμονοποίηση του εχθρού. Ο νικητής παρουσιάζεται σαν ένας ήρωας και ένας πρωταθλητής της δημοκρατίας, ο εχθρός ως ένας αποκρουστικός τρομοκράτης που στερείται οποιασδήποτε νομιμοποίησης. Ο βαθμός της έντασης της απολογίας του νικητή και της απαξίας για τον εχθρό εξαρτάται από το επίπεδο στο οποίο έχει φτάσει η αναμέτρηση και η σύγκρουση. Στην περίπτωση μιας αναμέτρησης και μιας ένοπλης σύγκρουσης, όπου το διακύβευμα είναι η ίδια η πολιτική εξουσία, είναι ξεκάθαρο ότι η απαξία και η απονομιμοποίηση του εχθρού αγγίζουν το υψηλότερο δυνατό επίπεδο. Αυτή ακριβώς είναι και η δική μας περίπτωση.

Η ιστορική αλήθεια που δεν γίνεται αποδεκτή και θάβεται ή διαστρεβλώνεται μέσω συνωμοσιολογικών και κατασκοπευτικών αναπαραστάσεων είναι πάρα πολύ απλή⸱ στην Ιταλία, και όχι μόνο στην Ιταλία, από τα τέλη της δεκαετίας του ‘60 ως τις αρχές εκείνης του ’80, υπήρξε μια κοινωνική και ταξική σύγκρουση, η οποία διεξήχθη και με τα όπλα. Μια ένοπλη σύγκρουση που έθετε στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα της πολιτικής εξουσίας, μια επαναστατική απόπειρα που στόχευε στην ανατροπή του καπιταλιστικού κράτους και την οικοδόμηση μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας, μιας κοινωνίας χωρίς τάξεις, χωρίς εκμεταλλευτές και εκμετελλευόμενους, μια κοινωνία μέσα στην οποία όλοι συμμετέχουν στην κοινωνική παραγωγή και διανομή του πλούτου, όπου ο σκοπός της εργασίας δεν είναι το κέρδος των λίγων και η εκμετάλλευση των εργαζομένων αλλά η κοινωνική ευημερία του λαού. Αυτή η ένοπλη σύγκρουση διεξήχθη με τις μεθόδους του αντάρτικου πόλης και στη χώρα μας έλαβε τις διαστάσεις ενός εμφυλίου πολέμου χαμηλής έντασης. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο υπήρξαν πάρα πολλοί νεκροί, τραυματίες και φυλακισμένοι και από τις δυο πλευρές. Δεν επρόκειτο για ανυπεράσπιστα θύματα αλλά για μαχόμενους που έπεσαν, τραυματίστηκαν και αιχμαλωτίστηκαν κατά τη διάρκεια των μαχών. Από τη μια πλευρά, είναι οι πεσόντες των δυνάμεων που, υπό διάφορες ιδιότητες, πολεμούσαν στην πρώτη γραμμή για την υπεράσπιση αυτού του κράτους. Από την άλλη πλευρά, οι πεσόντες των επαναστατικών δυνάμεων που μάχονταν για να το ανατρέψουν. Τα μοναδικά αθώα θύματα ήταν εκείνα των σφαγών του κράτους, από τη σφαγή της πλατείας Φοντάνα μέχρι τη σφαγή στο σταθμό της Μπολόνιας. Αυτή είναι η ιστορική αλήθεια που θάβεται με τη λογοκρισία, τη λήθη και τα ψέματα. Όλα αυτά, παρά τα στατιστικά στοιχεία που είχαν δημοσιοποιηθεί από το Υπουργείο Εσωτερικών τον Δεκέμβρη του 1979 και στα οποία δηλωνόταν ότι κατά τη διάρκεια της δεκαετίας 1969-79 πραγματοποιήθηκαν 12.000 ένοπλες ενέργειες, έδρασαν γύρω στις 100 μαχόμενες επαναστατικές ομάδες, ενώ υπήρξαν 6.000 πολιτικοί κρατούμενοι και εκατοντάδες νεκροί και τραυματίες. Επίσης, μονάχα κατά τη διάρκεια του 1976 καταγράφηκαν 430 αποδράσεις από τις φυλακές, πολλές από τις οποίες με το όπλο στο χέρι και την ένοπλη υποστήριξη από έξω.


Μέσα σε αυτό το ιστορικό και πολιτικό πλαίσιο εντάσσεται η Καμπάνια της Άνοιξης των Ερυθρών Ταξιαρχιών, η απαγωγή και η θανάτωση του προέδρου της Χριστιανοδημοκρατίας Άλντο Μόρο.

Κλείνοντας και με δεδομένη τη δυστοπική συνθήκη των τελευταίων μηνών, ιδιαίτερα στην Ιταλία, με την πανδημία του ιού Covid-19, την υγειονομική και την επακόλουθη οικονομική κρίση και τα περιοριστικά μέτρα που εφαρμόστηκαν λίγο ή πολύ σε όλον τον κόσμο, θέλεις να μας πεις δυο λόγια για τον τρόπο με τον οποίο βιώνεται η έκτακτη συνθήκη της καραντίνας και της κοινωνικής αποστασιοποίησης από έναν άνθρωπο σαν κι εσένα, που κουβαλάει στην πλάτη του είκοσι χρόνια φυλακής, έξι χρόνια ημιελευθερίας και τέσσερα χρόνια επιτηρούμενης ελευθερίας; Και τέλος, ποια ήταν τα συναισθήματα και οι αισθήσεις που ένιωσε ένας πρώην πολιτικός κρατούμενος σαν κι εσένα, που ποτέ δε μετανόησες και ποτέ δεν διαχωρίστηκες, βλέποντας και πάλι μετά από πάρα πολλά χρόνια, μέσα σε μια κοινωνική συνθήκη διαφορετική και επιδεινωμένη, τους αγωνιζόμενους και εξεγερμένους κρατούμενους στις στέγες των ιταλικών φυλακών;

Ανεξάρτητα του γεγονότος της προέλευσης της επιδημίας του Covid-19, από δόλο ή από φυσικά αίτια, το αναμφισβήτητο δεδομένο είναι η δυστοπική και φασίζουσα διαχείριση αυτής της υγειονομικής κρίσης. Με πρόσχημα την υγειονομική έκτακτη ανάγκη, τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό το σύνολο του πληθυσμού. Με μια κυβερνητική κίνηση σβήστηκαν όλα τα συνταγματικά δικαιώματα και, λες και τέθηκε σε ισχύ στρατιωτικός νόμος, βρισκόμαστε ξαφνικά με τα εδάφη να περιπολούνται από τους στρατιωτικούς, με μπλόκα στους δρόμους υπό την αρωγή των ντρόουν και των ελικοπτέρων που ελέγχουν αν βγαίνει κάποιος από το σπίτι του έχοντας την προβλεπόμενη υπεύθυνη δήλωση, η οποία δικαιολογεί την έξοδο για εργασία, για μετάβαση στο φαρμακείο ή για ψώνια, που είναι και οι μοναδικές αιτιολογίες που προβλέπει το προεδρικό διάταγμα του υπουργικού συμβουλίου για τη νόμιμη έξοδο από το σπίτι. Κάθε μορφή παραβίασης ή αμφισβήτησής του τιμωρείται με ένα αλμυρό πρόστιμο τουλάχιστον 500 ευρώ, ή ακόμα και με σύλληψη και ποινική δίωξη. Φυσικά, απαγορεύονται και οι διαδηλώσεις, οι απεργίες και οι συγκεντρώσεις, οι οποίες βαφτίζονται –με την ίδια την ορολογία του αλήστου μνήμης φασιστικού μουσολινικού καθεστώτος– «συναθροίσεις». Όλα αυτά τα κατασταλτικά μέτρα, παράλληλα με την ανίχνευση των κινήσεων των ατόμων μέσω ψηφιακών εφαρμογών και τη διαφημιζόμενη υπόθεση ψήφισης νόμου που θα επιβάλει τους υποχρεωτικούς εμβολιασμούς, έχουν τη γεύση μιας προληπτικής αντεπανάστασης, που σκοπεύσει ν’ αντιμετωπίσει από τα σπάργανα τις αναμενόμενες λαϊκές διαμαρτυρίες για τη βαθιά οικονομική κρίση που έρχεται και ήδη παράγει φτώχεια, ανεργία, λουκέτα σε πάρα πολλές μικρές επιχειρήσεις, εμπορικές και βιοτεχνικές δραστηριότητες.

Όλα αυτά βιώνονται από εμένα με μεγάλη ανησυχία. Όχι τόσο για προσωπικούς λόγους, δεδομένου ότι είμαι πλέον συνηθισμένος να ζω μέσα στις χειρότερες φυλακές αυτού του κράτους, όσο για τις πολιτικές και οικονομικές επιπλοκές που έχουν προκύψει από την υγειονομική έκτακτη ανάγκη. Είμαι πεπεισμένος ότι θα είναι πιο εύκολο ν’ απελευθερωθούμε από τον Covid-19 παρά από το αστυνομικό κράτος που έχει τεθεί επί ποδός για να υπερασπιστεί το καπιταλιστικό σύστημα από την κρίση του. Χρησιμοποιήθηκε το πρόσχημα προστασίας του πληθυσμού, στον οποίον –όπως πάντα– φορτώνονται όλες οι ευθύνες που βαραίνουν τους κυβερνώντες⸱ κατά τη διάρκεια της τελευταίας εικοσαετίας, με δόλο αποστέωσαν τη δημόσια υγεία με περικοπές ύψους 40 δισεκατομμυρίων ευρώ, χρηματοδότησαν την ιδιωτική υγεία, σπατάλησαν τεράστιους οικονομικούς πόρους σε εξωφρενικές στρατιωτικές δαπάνες και στα άχρηστα και καταστρεπτικά λεγόμενα Μεγάλα Έργα.

Στις κατάμεστες φυλακές, εκεί όπου η υγειονομική περίθαλψη ουσιαστικά δεν υφίσταται, η κατάσταση είναι ακόμα δραματικότερη. Το στοίβαγμα μέσα στα κελιά καθιστά, ουσιαστικά, αδύνατη τη λήψη οποιουδήποτε μέτρου υγειονομικής πρόληψης. Με αυτά τα δεδομένα, η κυβέρνηση θα έπρεπε να λάβει άμεσα τα κατάλληλα μέτρα για να μειωθεί –κατευθείαν και σε σημαντικό βαθμό– ο φυλακισμένος πληθυσμός. Αλλά δεν το έκανε. Αντίθετα, επιδείνωσε την κατάσταση με την απαγόρευση των δεμάτων, της αλληλογραφίας και των επισκεπτηρίων των συγγενών, με το κλείσιμο όλων των συλλογικών δραστηριοτήτων που προσφέρουν στιγμές κοινωνικότητας, συμπεριλαμβανομένου του προαυλισμού. Από εκείνο το σημείο κι έπειτα, οι κρατούμενοι, όντας εγκλωβισμένοι ανάμεσα στο φόβο να πεθάνουν χωρίς καμία υγειονομική περίθαλψη από τον Covid-19 και την επιδείνωση των συνθηκών ζωής εντός των τειχών, δεν είχαν άλλη επιλογή από το να εξεγερθούν. Μετά από πάρα πολλά χρόνια, η μία μετά την άλλη, οι φυλακές εξερράγησαν και εξεγέρθηκαν. Είδαμε κρατούμενους στις στέγες, όπως και τη δεκαετία του 1970, με πανό που ζητούσαν απονομή χάριτος και αμνηστία. Για εμένα, που έχω ζήσει στιγμές σαν κι αυτές, ήταν αρκετά φυσικό να αντιληφθώ και να συμμεριστώ αυτούς τους αγώνες. Όπως επίσης, δεν μου ήταν πολύ δύσκολο να καταλάβω ότι μετά τις εξεγέρσεις οι κρατούμενοι υπέστησαν κτηνώδη αντίποινα με ξυλοδαρμούς, ταπεινώσεις και απερίγραπτες τιμωρίες, εντελώς παρόμοιες μ’ εκείνες που είχαμε υποστεί κι εμείς. Ο δικός τους απολογισμός όμως ήταν πολύ πικρότερος, σημαδεμένος από 14 νεκρούς και εκατοντάδες τραυματισμένους κρατούμενους. Γύρω από αυτούς τους 14 θανάτους κρατουμένων, τα κυρίαρχα μέσα ευθυγραμμίστηκαν πλήρως με τα κυβερνητικά ραβασάκια, παρουσιάζοντάς τους στην κοινή γνώμη ως αυτόχειρες μέσω κατανάλωσης υπερβολικής δόσης φαρμάκων. Καμία θεσμική φωνή δεν έθεσε υπό αμφισβήτηση αυτή τη γελοία εκδοχή. Οι μόνες αποκλίνουσες φωνές ήταν εκείνες των ελεύθερων οργανώσεων, οι οποίες όμως βρήκαν χώρο μονάχα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τον εναλλακτικό τύπο. Μέσα στο κοινοβούλιο, δεν υπήρξε ούτε ένας σκύλος που να διαθέτει την εντιμότητα και το θάρρος για να αμφισβητήσει τη θεσμική εκδοχή για αυτούς τους 14 κρατούμενους που δολοφονήθηκαν από τους ξυλοδαρμούς των μπάτσων. Για εμένα προσωπικά, και χάρη στη μακρά εμπειρία μου μέσα στις φυλακές, δεν χρειάστηκε φυσικά να διαβάσω τις εφημερίδες ή να παρακολουθήσω τα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων για να καταλάβω τι είχε συμβεί πραγματικά. Για εμένα, ήταν εξαρχής ξεκάθαρο ότι αυτοί οι 14 νεκροί κρατούμενοι είναι τα θύματα ακόμα μιας σφαγής του κράτους, η οποία έλαβε χώρα ενάντια σε έγκλειστους, ανυπεράσπιστους ανθρώπους που αγωνίζονταν, όντας νομιμοποιημένοι, για τη διεκδίκηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων τους, με πρώτο απ’ όλα το δικαίωμα στη ζωή και το δικαίωμα στην υγεία.

Καμία δημοσίευση για προβολή