Άδειοι

Χρονογραφήματα ΙΙΙ

Αναρωτιέμαι αν υποφέρουν πιο πολύ αυτοί που αγαπούν, ή εκείνοι που αγαπιούνται. Γιατί αυτοί που αγαπούν, ακόμη και με παραπάνω απώλειες απ’ όσες μπορούν ν’ αντέξουν, τα καταφέρνουν. Λυπάμαι αυτούς που αγαπιούνται. Και στέκουν μπροστά σ’ εκείνους που τους αγαπούν, με άδεια χέρια. Στέκουν περήφανοι και κολακευμένοι, κι όλο καμάρι φυσούν τον καπνό του τσιγάρου. Αρνιούνται τον έρωτα που τους προσφέρουν με θράσος. Εκείνοι που αγαπούν, ζουν στην απόρριψη και πονούν. Χτυπούν τον εαυτό τους. Κι ένας περαστικός που τους βλέπει, λέει: «Κοίτα, αυτοί έχουν πληγωθεί, χωρίς κάποιο όπλο να τους έχει τραυματίσει»’. Όμως εκείνοι που αγαπιούνται αξίζουν πραγματικό οίκτο. Γιατί γι’ αυτούς, ένας περαστικός θα πει: «’Κοίτα, αυτοί πονούν πολύ μα δε το ξέρουν». Κούφια κορμιά, καλά κουρδισμένα. Αχάριστα. Έχουν λάβει τόσα χάδια, κι όμως. Ακόμη κι έτσι, παραμένουν κούφια. Αυτούς λυπάμαι. Είναι, αγάπη μου, μαγκιά τους να περηφανεύονται που τους προσφέρουν έρωτα, και να λένε στις παρέες πόσο πολύ αγαπήθηκαν. Αλλά είναι απ’ τους χαμένους, οι τελευταίοι. Σέβομαι αυτούς που αγαπούν, που δίνουν έρωτα, μα κάτι τυπάκια σαν κι εκείνους, με τρόπο απάνθρωπο τ’ αρνήθηκαν. Και ναι, γίνονται στον κόσμο άσχημα πράγματα. Κι αύριο, ακόμη χειρότερα. Μα έπρεπε κάποιος να μιλήσει. Κι έτσι ίσως, κάποια μέρα, να είναι ικανοί γι’ αγάπη.

Καμία δημοσίευση για προβολή