Οι πυροβολισμοί ξέσπασαν με το που έστριψε στη γωνία. Η μία σφαίρα πέρασε πάνω από το κεφάλι του ενώ η άλλη καρφώθηκε στον τοίχο, στο ύψος του αγκώνα του. Οι υπόλοιπες σφύριξαν μέσα στο κενό της νύχτας.
Για μια ελάχιστη στιγμή, ο άνθρωπος αιφνιδιάστηκε, πάγωσε κάτω από τη λάμπα που φώτιζε τον δρόμο. Το χέρι του ακόμα έσφιγγε το πακέτο με τα τσιγάρα που πριν από λίγο είχε αγοράσει στο κοντινό μπαρ. Με ένα σάλτο καλύφθηκε πίσω από τη γωνία. Ήταν μια απ’ αυτές τις γλυκές νύχτες που συνοδεύουν τον πρόωρο ερχομό της άνοιξης στο Παρίσι.
Σε εκείνη τη φευγαλέα αιωνιότητα που στεκόταν εκεί, παγωμένος και έκθετος, είχε τον χρόνο να παρατηρήσει πως η οδός Exelmans ήταν έρημη και ελάχιστα φωτισμένη. Σχεδόν δεν έβλεπε τίποτα παρά μόνο σκοτεινά σημεία. Μπορούσε να διακρίνει το αμάξι του, παρκαρισμένο έξω από το σπίτι του -είχε προτιμήσει να μη το πάρει για μια τόσο κοντινή διαδρομή-, κι ένα ακόμα όχημα παρκαρισμένο λίγο πιο πέρα. Οι λάμψεις των πυροβολισμών έρχονταν από εκεί, από τις καμάρες της παλιάς γέφυρας.
Ο άνθρωπος δάγκωσε τα χείλη του. Έβγαλε το πιστόλι από την τσέπη του και όπλισε. Με ένα γλυκό κλικ η σφαίρα γλίστρησε στη θαλάμη. Τσέκαρε πως κανείς δεν βρισκόταν από πίσω του. Κάτω από τον κοκκινωπό ουρανό, μπορούσε να ακουστεί, εκεί μακριά, η βοή του Παρισιού. Εσφιξε το όπλο του και πετάχτηκε διασχίζοντας τον δρόμο. Πρόλαβε να καλυφθεί στην κολώνα μιας καμάρας πριν δεχτεί κι άλλους πυροβολισμούς. Μια σφαίρα μόλις που είχε αστοχήσει. Περίμενε, με το όπλο του σε ετοιμότητα.
Τριάντα μέτρα μακριά, κολλημένος στον τοίχο, ο αντίπαλός του σκούπισε τον ιδρώτα που έτρεχε στα χείλη του. «Σκατά», σκέφτηκε. «Αστόχησα. Δεν έχω χρόνο».
Ήταν πολύ αργά για να κάνουν πίσω. Σαν δυο άγρια θηρία περίμεναν για να χτυπήσουν, κατασκοπεύοντας ο ένας τον άλλον, αναμένοντας το παραμικρό λάθος του αντιπάλου τους. Ήταν ένα παιχνίδι ζωής και θανάτου.
Ο πρώτος που είχε πυροβολήσει αποφάσισε να επιτεθεί ξανά. Η αναμονή τού ήταν ανυπόφορη. Πετάχτηκε ελπίζοντας να πλησιάσει και να καταφέρει να τελειώσει τον αντίπαλό του. Εκείνος τον είδε να τρέχει και σήκωσε το όπλο του. Δεν ήταν όμως αρκετά γρήγορος. Ο άλλος είχε ήδη καλυφθεί πίσω από μια κολώνα.
Ήταν ακριβώς αυτή τη στιγμή που -οδηγημένοι απ’ αυτό το αντανακλαστικό φόβου που ωθεί κάποιους στρατιώτες να επιτεθούν, απλώς για να τελειώσει όλο αυτό, ασχέτως κόστους, πριν τα νεύρα τους διαλυθούν κι αρχίσουν να ουρλιάζουν- και οι δύο όρμησαν ταυτόχρονα. Και τα δύο πιστόλια ήχησαν την ίδια στιγμή.
Ένας από τους δύο σταμάτησε, με ορθάνοιχτα τα έκπληκτα μάτια του, κοιτώντας ήδη έναν άλλο κόσμο και αφήνοντας το πιστόλι του να πέσει. Κι ο αντίπαλός του είχε σταματήσει. Ανασαίνοντας βαριά κοιτούσε τον αντίπαλό του να πεθαίνει. Ο τραυματισμένος έβγαλε έναν ρόγχο και έπεσε προς τα μπρος. Κι ύστερα ένα σπασμός πριν βουτήξει σε μια σιωπή πιο πυκνή απ’ αυτή της ανοιξιάτικης νύχτας.
Ο νικητής πλησίασε, με τα αυτιά του τεντωμένα, αλλά οι κάτοικοι της γειτονιάς φαίνεται πως κοιμόντουσαν πολύ βαριά καθώς δεν υπήρχε κανένα σημάδι αναστάτωσης. Έβαλε το πιστόλι πίσω στην τσέπη του και αναποδογύρισε το πτώμα. Ύστερα το σήκωσε, το φόρτωσε στον ώμο του και το πήγε στο αμάξι. Το έβαλε στο πορτ-μπαγκάζ, το κάλυψε με μια κουβέρτα κι έβαλε μπρος.
Όσο οδηγούσε στην πόλη ένιωθε ήρεμα. Τσίτωσε ξανά όταν έφτασε στο δάσος του Marly. Είχε την αίσθηση πως δεν ήταν μόνος στο αμάξι αλλά είχε την παρέα όχι ενός άψυχου αντικειμένου αλλά ενός σατανικού πλάσματος, έτοιμου να σηκωθεί και να τον τραβήξει σε ένα βασίλειο φρίκης.
Τελικά μπήκε σε έναν χωματόδρομο μέχρι που έφτασε σε κάποιο ξέφωτο. Το έδαφος ήταν μαλακό και η χαμηλή βλάστηση μύριζε αποσύνθεση. Υπήρχαν ακόμα κάποια επίμονα σημάδια του χειμώνα που έφευγε.
Ο άνθρωπος έσυρε το πτώμα, έβγαλε ένα μικρό φτυάρι από το πορτ-μπαγκάζ κι άρχισε να σκάβει. Δεν είχε ούτε τον χρόνο ούτε τα μέσα για να σκάψει βαθιά. Όταν έψαξε το πτώμα, αφαιρώντας από τις τσέπες του χαρτιά και μικροαντικείμενα, πρόσεξε πως είχε χαθεί το ένα του παπούτσι. Όσο για το πιστόλι του νεκρού, το έβαλε κι αυτό στην τσέπη του.
Όταν επέστρεψε στο αυτοκίνητο, αφού είχε σκεπάσει το πτώμα με χώμα και ξερά φύλλα, πέρασε το χέρι του από το μέτωπό του κι έβγαλε έναν αναστεναγμό. Έπρεπε να πάει ως το Montparnasse για να βρει κάποιο μπαρ ανοιχτό αυτή την ώρα. Σε ένα καταγώγιο πλημμυρισμένο από δυνατή μουσική και κορίτσια κουρασμένα από το να περιμένουν ματαίως έναν τελευταίο πελάτη, ρούφηξε απανωτά δύο ποτά.
Ένα κορίτσι τον πλησίασε και του την έπεσε. «Πολύ κατσούφης είσαι» είπε. «Σαν να πέθανε κάποιος».
«Έτσι είναι», απάντησε.
Ι
Ο Hernandez στάθηκε στην αποβάθρα του σταθμού του Cerbere και πήρε μια βαθιά ανάσα. Μετά από τόσα χρόνια είχε ξεχάσει την αλμύρα του αέρα σε αυτά τα μέρη. Χθες το απόγευμα είχε φύγει από το Παρίσι. Μια μελαγχολική ομίχλη πλανιόταν πάνω από τους γκρίζους δρόμους.
Εδώ, πέρα από την πόλη που απλωνόταν μπροστά του, η Μεσόγειος σχημάτιζε έναν εντυπωσιακό κόλπο και ο ήλιος χάιδευε τα φοινικόδεντρα, παιχνίδιζε μέσα στα κλαδιά των ακακιών, πάνω από τους τοίχους που ήταν βαμμένοι λευκοί ή στο χρώμα της ώχρας. Ήταν ένα ήρεμο πρωινό και τα παντζούρια ήταν ακόμα κλειστά στα μπαλκόνια με τα σφυρηλατημένα σιδερένια κάγκελα. Ο Hernandez πήρε τη βαλίτσα του και πορεύτηκε προς τη θάλασσα, μέσα από στενά δρομάκια που είχαν έντονη μυρωδιά ψαριού.
Έφτασε τελικά σε έναν παραλιακό πεζόδρομο, με μια σειρά φοινικόδεντρων. Ψηλοί κόκκινοι βράχοι έκλειναν τον κόλπο όπου ήταν αραγμένα σκάφη, βαμμένα με φωτεινά χρώματα. Στα δεξιά του, προς την πλευρά του βουνού, υπήρχε ο δρόμος που οδηγούσε στην Ισπανία. Δεν ήταν μεγάλη πόλη. Έμοιαζε περισσότερο με ένα υπερανεπτυγμένο χωριό που είχε κουρνιάσει μέσα σε μια γούβα για να προστατεύεται από τον βοριά. Αυτή την εποχή το κατοικούσαν κυρίως ψαράδες και δημόσιοι υπάλληλοι. Οι δουλειές άνοιγαν το καλοκαίρι, με την άφιξη των τουριστών.
Ο Hernandez συνέχισε να περπατάει. Μετά από δώδεκα ώρες ταξίδι με το τρένο είχε ανάγκη να ξεμουδιάσει τα πόδια του. Το ξενοδοχείο Φάρος (δεν υπήρχε πραγματικός φάρος στο Cerbere) ήταν σαν όλα τα ξενοδοχεία, δηλαδή το φουαγιέ του ήταν πιο προσεγμένο από τα δωμάτιά του. Ένας γκρουμ παρίστανε τον απασχολημένο, ενώ μια χοντρή γυναίκα, ντυμένη στα μαύρα, πίσω από το γραφείο της υποδοχής ήταν βυθισμένη στις σκέψεις της.
Έδωσε στον Hernandez να συμπληρώσει το έντυπο που απαιτούσε η αστυνομία. Hernandez Antonio, γεννημένος στο Castellon de la Mar της Ισπανίας, πολιτογραφημένος γάλλος…
Η γυναίκα πήρε το έντυπο, του έριξε μια αφηρημένη ματιά και ξαφνικά πετάχτηκε.
«Είστε ο κύριος Hernandez;»
«Προφανώς», απάντησε εκείνος με ένα χαμόγελο.
«Ένας κύριος ήρθε χθες και σας ζήτησε.»
«Είχα μια καθυστέρηση. Κάποιες δουλειές στο Παρίσι. Σίγουρα θα ξαναέρθει σήμερα. Παρακαλώ, πείτε του να ανέβει στο δωμάτιό μου.»
«Βεβαίως, κύριε.»
Το δωμάτιο ήταν απρόσωπο, όπως συμβαίνει σε αυτά τα ξενοδοχεία, αλλά η θέα ήταν υπέροχη. Τα παράθυρα έβλεπαν προς τον παραλιακό πεζόδρομο. Τέτοια ώρα του πρωινού δεν συνέβαιναν πολλά στην πόλη. Το μόνο που άκουγε ο Hernandez ήταν ο απόηχος των συζητήσεων μεταξύ των ψαράδων και ο ελαφρύς ήχος των πανιών από τον άνεμο.
Ο Hernandez έβγαλε το πιστόλι από τη βαλίτσα του και το όπλισε. Μόλις που είχε προλάβει να φρεσκαριστεί όταν ακούστηκε ο χτύπος στην πόρτα. Ο επισκέπτης τους ήταν λεπτός και αδύνατος, τα σαράντα χρόνια του τον είχαν γκριζάρει στους κροτάφους ενώ στο βλέμμα του υπήρχε μια σκληράδα. Στάθηκε ακίνητος για μια στιγμή στην είσοδο, κοιτώντας τον ταξιδιώτη. Ένα δυσάρεστο ρίγος διέτρεξε τη σπονδυλική στήλη του Hernandez.
«O Ηernandez;», ρώτησε ο νεοφερμένος.
«Ακριβώς», απάντησε στα ισπανικά.
«Το όνομά μου είναι Chiquito, ή τουλάχιστον έτσι με φωνάζουνε».
Έκλεισε την πόρτα πίσω του και μπήκε στο δωμάτιο. Η ματιά του γλίστρησε στο πιστόλι που ήταν πάνω στη βαλίτσα.
«Σε περίμενα» είπε ο Hernandez. «Μου είπαν πως θα έρθεις να με βρεις. Και μου είπαν να έρθω σε αυτό το ξενοδοχείο.»
«Είναι το μόνο που δεν επισκέπτονται αυτοί της τελωνειακής αστυνομίας. Προτιμούν να αράζουν στα καφέ κοντά στην πλατεία. Εδώ, κανείς δεν θα σε ενοχλήσει». Είχε πάρει το πιστόλι και το εξέταζε ενώ ο Hernandez τον παρακολουθούσε ήρεμα με την άκρη του ματιού του.
«Star», είπε με μια δόση νοσταλγίας.
«Ναι. Των εννέα χιλιοστών. Από τον εμφύλιο».
Ο Chiquito ακούμπησε ξανά το πιστόλι στη βαλίτσα, έκατσε στην άκρη του κρεβατιού και αναστέναξε.
«Είχα κι εγώ ένα τέτοιο όταν ήμουν με την ταξιαρχία Durruti».
«Λαχταράς εκείνες τις ημέρες;»
O Chiquito κούνησε καταφατικά το κεφάλι του.
«Υποθέτω πως όλοι το ίδιο νιώθουμε. Ήταν δύσκολες εποχές αλλά υπήρχε ελπίδα. Και βέβαια, ήμασταν στην Ισπανία. Κι ήμουν και είκοσι χρόνια νεώτερος. Ακόμα εσύ δεν το συνειδητοποιείς, αλλά θα νιώσεις τα σημάδια που αφήνουν είκοσι χρόνια». Άναψε τσιγάρο.
«Γι’ αυτό και ποτέ δεν κατάφερα να φύγω μακριά από τα σύνορα. Η Ισπανία είναι κοντά και νιώθω τον σφυγμό της μαζί με τον δικό μου, τόσο πολύ που δεν νιώθω σαν να ’μαι στην εξορία».
Σηκώθηκε όρθιος και βάδισε προς το ανοιχτό παράθυρο.
«Βλέπεις εκεί, πέρα από τη θάλασσα; Είναι η Ισπανία».
«Δεν κατάφερες να προσαρμοστείς, ε; Κι όμως, υπάρχουν πολλοί που έχουν ξεχάσει.»
«Δεν ξέρεις τι σημαίνει να περιμένεις για μήνες, για χρόνια. Σαν κάποιος που περιμένει σε μια έρημη σιδηροδρομική αποβάθρα, για ένα τρένο που ποτέ δεν θα έρθει. Είκοσι χρόνια. Και στο μεταξύ ο κόσμος συνεχίζει δίχως εμένα, δίχως εμάς.»
«Μνήμες. Θα ξεθωριάσουν στο τέλος», παρατήρησε ο Hernandez ενώ φορούσε το τζάκετ του.
Ο Chiquito τον κοίταξε κι έκανε μια γκριμάτσα.
«Είσαι πιο νέος από εμένα. Δεν έζησες την επανάσταση. Θα πρέπει να ήσουν έφηβος όταν έφυγες κυνηγημένος». Σήκωσε το ισχνό κεφάλι του, με τις ορατές φλέβες. «Δεν σε κατηγορώ. Το αντίθετο. Νιώθω λύπη για εσένα. Η προσφυγιά είναι η μόνη πατρίδα που γνώρισες.»
O Hernandez πέταξε μια απάντηση.
«Νόμιζα πως ήσουν αναρχικός. Μου ακούγεσαι σαν εθνικιστής.»
Ο Chiquito ανασήκωσε τους ώμους του. «Μιλάμε για μια γη που αγαπάω… μια γη που αγαπάω». Πέταξε το τσιγάρο του από το ανοιχτό παράθυρο. «Για όσο κρατάνε οι αναμνήσεις, φίλε. Κάποιες φορές, μέσα στη νύχτα, μπορώ ακόμα να ακούω το κροτάλισμα των πολυβόλων. Ας σταματήσουμε όμως αυτή την κουβέντα. Για άλλο λόγο βρίσκομαι εδώ, και καλύτερα να μη βρισκόμαστε πολύ. Θα τα πούμε αργότερα, και με τους άλλους συντρόφους. Στο Canadell, στην άκρη του χωριού υπάρχει ένα είδος καπηλειού. Το δουλεύει ένας σύντροφος. Θα πάρεις τον δρόμο μεταξύ σιδηροδρομικού σταθμού και παραλίας. Είναι μια έρημη περιοχή. Θα δεις μονάχα ψαράδες και κολυμβητές το καλοκαίρι. Τέτοια εποχή δεν υπάρχει ψυχή. Έλα το απόγευμα. Και προσπάθησε να μην τραβάς την προσοχή.»
Πριν βγει από το δωμάτιο έριξε μια τελευταία ματιά στο πιστόλι.
«Και πάρε μαζί και το σιδερικό. Δεν νομίζω να ψαχουλεύψουν οι άνθρωποι του ξενοδοχείου, αλλά ποτέ δεν ξέρεις. Οι μπάσταρδοι οι φασίστες έχουν παντού κατάσκοπους, και ειδικά σε μικρές πόλεις σαν αυτή.»
Αργότερα ο Fernandez κατέβηκε. Η χοντρή γυναίκα ήταν ακόμα πίσω από το γραφείο της, σαν να είχε γεννηθεί εκεί και σαν να ήταν η μοίρα της να πεθάνει εκεί, μέσα σε μια καταραμένη απραξία.
Έξω, ο ήλιος άστραφτε πάνω στη θάλασσα. Τα πάντα ήταν ήρεμα, τόσο πολύ που ακόμα και το βάρος του πιστολιού στην τσέπη του Hernandez φαινόταν εκτός τόπου. Χώθηκε στα μικρά στενάκια κι ακολούθησε την αποξηραμένη κοίτη του παλιού ποταμού που κάποτε διέσχιζε την πόλη. Έφτασε σε μια μικρή πλατεία που την περιέβαλαν μαγαζιά με τουριστικά σουβενίρ και μπιστρό. Για μια στιγμή δίστασε αλλά μετά χαμογέλασε. Υπήρχαν τέσσερις άνδρες της ισπανικής Guardia Civil στη βεράντα ενός καφέ, με τις πράσινες στολές τους, τα καπέλα τους, πίνοντας ένα απεριτίφ. Υπήρχε μια αμοιβαία σχέση «καλής γειτονίας», και σίγουρα, την ίδια αυτή στιγμή, κάποιοι γάλλοι χωροφύλακες θα έκαναν το ίδιο στο ισπανικό Port Bou.
Εκείνη τη στιγμή, κοιτώντας πίσω του, ο Hernandez είδε για πρώτη φορά εκείνον τον άνδρα.
Το red n’ noir προτείνει βιβλία του Δαίμονα:
-
Προϊόν σε προσφοράΟ Simenon έχει ένα προαίσθημαOriginal price was: €2,12.€1,48Η τρέχουσα τιμή είναι: €1,48.
-
Προϊόν σε προσφοράΟ άνθρωπος που σκότωσε τον NτουρούτιOriginal price was: €5,00.€3,50Η τρέχουσα τιμή είναι: €3,50.
-
Προϊόν σε προσφοράΗ συνηθισμένη άτυχη περιπέτεια του Αρχιβάλδη ΡαποπόρOriginal price was: €6,36.€4,45Η τρέχουσα τιμή είναι: €4,45.