Πλατεία Ανταρκτικής ΧΙ

Oδός Τρεμπεσίνας, Σεπόλια | Λεωφόρος Αλεξάνδρας, Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αττικής

Oδός Τρεμπεσίνας, Σεπόλια 7:05 π.μ.

Καληνυχτίζω τη Ντάνι και πάω να κοιμηθώ στη κρεβατοκάμαρα του Βόβα. Μήπως έκανα μαλακία και έπρεπε να της πω ότι δεν έχει άλλο υπνοδωμάτιο και να κοιμηθούμε μαζί; Μήπως έπρεπε να της πω ότι αν θέλει μπορεί να έρθει να κοιμηθούμε μαζί; Θα με περάσει για καληνυχτάκια τώρα ή μήπως θα με πέρναγε για ανώμαλο; ή μήπως καλύτερα έτσι και αν γουστάρει φάση απλά θα μου χτυπήσει τη πόρτα λέγοντας μου «Κρυώνω θα μπορούσα να έρθω δίπλα σου;» και θα της έλεγα «Έλα μωρό μου!». ΠΑΠΑΡΙΑ, δεν θα ‘ρθεί! Έκανα μαλακία και άναψα τα καλοριφέρ στο φουλ δεν θα κρυώσει τώρα οπότε δεν θα μου χτυπήσει τη πόρτα για να έρθει. Μήπως όμως άμα ήθελε να κοιμηθούμε μαζί δεν θα έπρεπε αυτή να μου πει «έλα;». Νομίζω ότι στην ησυχία της νύχτας ακούω το ροχαλητό της από το διπλανό δωμάτιο. Σκατά έπεσε ξερή για ύπνο! Τελικά βαράω μία μαλακία στο κρεβάτι. Δεν μπορώ να χύσω απ’ το πολύ πιόμα και πέφτω σαν μαλάκας για ύπνο, «Το σαν γιατί το βάζεις θα έλεγε ο Βόβα».

Λεωφόρος Αλεξάνδρας, Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αττικής 9:04 π.μ.

«Καλημέρα κύριε ταξίαρχε.»

«Καλημέρα ρε Αστρίτ, πως και έτσι πρωινός-πρωινός; Στον ύπνο σου με έβλεπες;»

«Έμαθα κάνετε αξιωματικός υπηρεσίας και είπα να έρθω για καφέ.»

«Σία! Φέρε δύο τσίπουρα.»

«Αμέσως κύριε Βαλσαμάκο»

«Όλα τα ξέρεις Καστράτι! Κανονικά έπρεπε να σε πάρουμε εμείς τηλέφωνο να ‘ρθεις εδώ, με όσα συνέβησαν χθες. Δύο μεγάλους σε μία νύχτα γαμώ το σπίτι μου; Είπες θα ξαποστείλετε το Γιατράκο και χθες νύχτα το χιόνι βάφτηκε κόκκινο. Θα γίνει θέμα ρε.»

«Βάρι κάρι1 κύριε διοικητά, βάρι κάρι.»

«Άστα αυτά μωρή χαμούρα εσάς θα γράψω στη πούτσα μου Αστρίτ! Τον Πελμενίδη δεν τον φάγατε ρε; Δεν έχω πρόβλημα αλλά έχουμε πει ότι θέλω να είμαι πάντα ενήμερος για όλα. Ψόφισε και ένας δικός σας έμαθα χθες…»

«Που το ξέρεις είμαι εγώ; Δεν έπεσε δικός μας; Κάποιο λάθος κάνετε.»

«Εσείς κάνετε κάποιο λάθος! Αν όχι εσείς τότε ποιοι τον έφαγαν το Κόμπα;»

«Δεν τον φάγαμε εμείς το Πελμενίδη και δεν ξέρω ποιος ήταν.»

«Εσύ είσαι καγκεμπέ ρε, ας τα σάπια τώρα που δε ξέρεις.»

«Ευχαριστούμε για τα τσίπουρα Σία, μπορείς να πηγαίνεις.»

«Μέσα σε αυτό το φάκελο ο κύριος Άκης σας στέλνει την εκτίμηση και την αγάπη του. Και… κάτι παραπάνω.»

«Αμοιβαία τα αισθήματα Καστράτι, τον ευχαριστούμε θερμά και για την αγάπη του και για το κάτι παραπάνω! Θα συνεχίσουμε να κάνουμε ότι μπορούμε για να διευκολύνουμε τη δουλειά σας. Και από τι να ψόφησε ο δικός σας αν όχι από σφαίρα χθες βράδυ; Ε;»

«Μπορεί να έβγαλε το κακό σπυρί στο κώλο και να ψόφησε.»

«Καλά, αλήθεια ποιοι θα ταξιδέψουν και πότε;»

«Οι Σαντικτσίδες, μέσα στη βδομάδα.»

«Οι φορτηγατζήδες! Καιρός τους ήταν να φύγουν από τη μέση, μου προκαλούν και εμένα μεγάλο πονοκέφαλο.»

«Εμάς να δεις.»

«Το ξέρεις… ότι βρέθηκε νεκρός σε ένα βεντζινάδικο στη Πειραιώς ο ανιψιός τους χθες βράδυ με μία σφαίρα σφηνωμένη στο δόξα πατρί ε;»

«Θα μας χρεώσεις τώρα το κάθε πρεζόνι που ψοφάει στην Αθήνα Βερόνη; Ο δικός μας πιστεύω ότι έπεσε από άνθρωπο των Σαντικτσίδων.»

«Πράγματι, έχουν γρήγορα αντανακλαστικά. Ο δικός σας βρέθηκε σε ένα αδιέξοδο πάνω απ’ τη Λιοσίων με μία σφαίρα στο στήθος, το στομάχι του σκισμένο, με τα έντερα να κρέμονται, τα βόσκαγε μία σκύλα αδέσποτη με τα κουτάβια της.»

«Οκ! Εντάξει! Τίποτα άλλο;»

«Θέλω να μου γνωρίσεις το Λάμπρο. Έχω ξεμείνει από σπιούνους και θα του κάνω μία πρόταση που αποκλείεται να την αρνηθεί.»

«Ούτε για αστείο. Δεν συνεργάζεται με μπάτσους. Μην ξεχνάς ποτέ τη βραδιά στο Περιστέρι.»

«Εντάξει. Καλώς. Θα συνεννοηθώ και με τη κυρά μου να σας δώσω παραγγελιά τηλεφωνικώς να μου στείλετε κρέας για το σπίτι.»

Oδός Τρεμπεσίνας, Σεπόλια, πλέον μεσημέρι

Ξυπνάω ιδρωμένος στο σπίτι του Βόβα, το κεφάλι μου καζάνι, το μαξιλάρι είναι μούσκεμα από τον ιδρώτα, το στόμα μου ξερό και πικρό, σίγουρα θα βρωμάω μπέκρα. Κοιτάω τριγύρω μου προσπαθώντας να συνειδητοποιήσω τι μου γίνεται. Το δωμάτιο αν και ιδιαίτερα ψηλοτάβανο είναι υπερβολικά ζεστό αφού αφήσαμε αναμμένα τα καλοριφέρ όταν πέσαμε για ύπνο. Ο πίνακας με τη τζιβάτη μιγάδα με το πολλά υποσχόμενο βλέμμα και το μουνί της ανοιγμένο σαν τριαντάφυλλο πάνω από το προσκέφαλο του κρεβατιού σε συνδυασμό με τον τεράστιο καθρέφτη στον τοίχο και το μπλακλάϊτ μου θυμίζει περισσότερο δωμάτιο ξενοδοχείου ημιδιαμονής ή μπουρδέλου παρά κρεβατοκάμαρα. Ευτυχώς ξέρω ότι η κρεβατοκάμαρα έχει ένα δικό της κλειστοφοβικό και στριμόκωλο σαν μονόφυλλη ντουλάπα βεσεδάκι χωρίς παράθυρο δίπλα ακριβώς στη ντουλάπα, που αντί για βρύση στο μικροσκοπικό του νιπτήρα έχει μία μπαταρία λουτρού με τηλέφωνο ντουζιέρας, οπότε στριμώχνομαι εκεί μέσα ρίχνω ένα χέσιμο και κάνω ένα ζεστό ντους. Ντύνομαι με τα χθεσινά ρούχα και βγαίνω στο σαλόνι, η Ντάνι έχει φτιάξει γαλλικό στη καφετετιέρα και τρώει ένα τοστ. Ανοίγω το ψυγείο έχει μόνο ένα μπλου τσιζ τυλιγμένο με ένα ναύλον και μία μπαγιάτικη φέτα ψωμί του τοστ. Βάζω καφέ σε μία κούπα που γράφει:

Ι Love Thasos Island. Μιλήσαμε με τη Ντάνι για τις δουλειές μας. Έφαγα όλο το τυρί, ήπια δύο-τρεις κούπες καφέ, πήρα δύο παυσίπονα για το χανγκόβερ και να σου το μήνυμα από τον Άκη:

ΣΤΗΣ 4 ΣΤΑ ΓΟΥΝΤΗΣ.

«Πρέπει να φύγω Ντάνι, θα γυρίσω το βραδάκι. Να προσέχεις!»

Αφήνω τη Ντάνι στο σπίτι του Βόβα και πάω στα… ΓΟΥΝΤΗΣ… Περνάω από το Ιμπρέζα που το έχω παρκάρει σε ένα στενό κοντά στο σπίτι του Βόβα παίρνω ότι χρειάζομαι φτιάχνω και ένα σάντουιτς με μία αραβική και εκείνο το σβαν που πήρα χθες απ’ το πακιστανικό. Ξεπλένω το φλασκί από το χθεσινό φτηνό ουίσκι, ανοίγω ένα μπουκάλι και γεμίζω το φλασκί με βότκα. Φτάνω με τα πόδια στο σταθμό του μετρό στα Σεπόλια. Παίρνω το μετρό και αντί να κατέβω στον επόμενο σταθμό που είναι η Αττική κατέβηκα στον Αγ. Αντώνιο… τον επόμενο σταθμό αλλά από την αντίθετη κατεύθυνση… Μπλιέτ που θα έλεγε και ο Βόβα. Περνάω απέναντι, παίρνω το επόμενο τραίνο προς κατεβαίνω στην Αττική και πάω στην αποβάθρα του Ηλεκτρικού προς Κηφισιά. Κατεβαίνω μετά από μία στάση στο σταθμό Βικτώρια. Ανεβαίνω τη Χέυδεν, διασχίζω την Πατησίων και σε λίγα λεπτά περπατάω τη δενδρόφυτη και κάτασπρη από το χιόνι Φωκίωνος Νέγρη. Μπροστά σχεδόν από την είσοδο της πολυκατοικία της Αλίκης είναι παρκαρισμένο το μαύρο -κλασσικό- Saab 900 Turbo του αποθανόντα μπαμπά της καλυμένο με κουκούλα, από πίσω του παρκαρισμένο το δικό της Πεζό 206. Έχω τα κλειδιά του Saab στην εσωτερική τσέπη του πέτσινου, ρίχνω τη κουκούλα του το πορτμπαγκάζ. Η μυρωδιά της κλεισούρας και των μαύρων δερμάτινων καθισμάτων εισβάλει στα ρουθούνια μου καθώς κάθομαι πίσω από το τιμόνι, βάζω ζώνη, γυρίζω το κλειδί και το εργαλείο ξυπνάει με τη πρώτη. Ανοίγω τα παράθυρα και η μυρωδιά του μπαγιάτικου αέρα υποχωρεί. Πετάω τα άφιλτρα Σαντέ, το κινητό, το φλασκί και το baby-Browning στη θέση του συνοδηγού.

Καθώς το ζεσταίνω στέλνω ένα μήνυμα στην Αλίκη: «Πήρα το αμάξι του μπαμπά :p»

Απαντάει: «Με δυο χιλιάρικα δικό σου»

Βγαίνω στη Δροσοπούλου και μετά στρίβω αριστερά στη Γαλατσίου η οποία λίγα μέτρα μετά γίνεται Καυταντζόγλου και μετά Βικέλα και στρίβω δεξιά στο Κηφισό, την εθνική οδό δηλαδή. Τα 175 γερασμένα σκανδιναβικά γκανιάν καλπάζουν στη μαύρη άσφαλτο της καθαρής πλέον από χιόνι εθνικής οδού, Ανοίγω το κασετόφωνο του μπαμπά της Αλίκης και στα παίζει το Moonchild του Ρόρι Γκάλαγκερ, η βελόνα του κοντέρ γλύφει την άκρη από το δεύτερο δυάρι του 220 και ένα ψιλόβροχο πέφτει στο παρμπρίζ του μαύρου Saab. Μερακλής ο γιατρός, το ‘χε στη πένα το εργαλείο. Πλέον από τα ηχεία ακούγεται το Highway Star των Ντιπ Περπλ. Κατευθύνομαι σε ένα ΣΕΑ στην εθνική οδό λίγο έξω από την Αθήνα για να συναντήσω τον Άκη. Την ώρα που μπαίνω στο παρκινγκ του ΣΕΑ ο Αστρίτ και η Βαλεντίνα βγαίνουν από ένα παλιό Kia Sportage. Η Βαλεντίνα φοράει το κομψό παλτό που φόραγε χθες το βράδυ και οι κόκκινες μπούκλες της ανεμίζουν από τον αέρα. Τα χείλη της είναι βαμμένα κόκκινα. Εντυπωσιακή! Ο κατά σχεδόν δύο κεφάλια ψηλότερος της Αστρίτ φοράει τη σκούρα μάλλινη καμπαρντίνα του που προσωπικά μου θυμίζει αριστεριστή των 80ies. Περπατάνε γρήγορα και κάθονται σε ένα από τα εξωτερικά τραπεζάκια. Παρκάρω, αφήνω το κινητό μου στο ντουλαπάκι και βγαίνω από τη μαύρη χρονοκάψουλα. Πάω προς το μέρος τους. Ο Δράκουλας των Τιράνων έχει πάντα το ίδιο νεκρό και άρρωστο βλέμμα αδιαφορίας, η μύτη του όμως είναι κόκκινη από τα τσίπουρα και διαπιστώνω πως μυρίζει και τσίπουρο. Η Βαλεντίνα κοιτάει προς το μέρος μου με βλέμμα βαριεστημένο και αινιγματικό ταυτόχρονα. Τραβάω μία καρέκλα και κάθομαι κοντά τους.

«Γεια!»

«Γεια σου.»

«Τι λέει ρε Αστρίτ; Ο Άκης;»

«Ο Άκης είναι άρρωστος δεν θα έρθει.»

«Τι έχει;»

«Τον πονάει ο πάτος του. Ξέρω ‘γω ρε Λάμπρο.»

«Πως και η μικρή από δω;»

«Μικρό είναι το πουλί σου!», απαντάει με ύφος η κοκκινομάλλα Ρωσίδα.

«Μίλα μου ρώσικα!» Της λέω με σκαμπρόζικο ύφος.

«Ίντι νάχουι!2»

«Κάτι μας είπες τώρα…»

Εκείνη την ώρα ένα ταξί μπαίνει στο ΣΕΑ και σταματάει ακριβώς μπροστά μας. Όλοι κατευθύνουμε το δεξί χέρι μας προς τα πιστόλια μας. Βγαίνει από μέσα ο Άκης ντυμένος στη τρίχα. Άσπρο κοστούμι, γιλέκο και μαύρο πουκάμισο. Αυτός ο τύπος μου θύμιζε πάντα το Ντεβίτο όπως ήταν στα 80’s. Χαιρετάει και μπαίνει απευθείας στο ψητό:

«Τι κάνετε ρε βρωμόσκυλα; Λοιπόν, σου δίνω 90χιλιάρικα το κεφάλι για τους Σαντικτσίδες, Λάμπρο. Ο χώρος εκεί είναι μεγάλος και τον φυλάνε άντρες. Έχουν κάτι κοπρίτες δηλαδή που το παίζουν μπράβοι και φυλάνε το χώρο. Δεν θα μπεις μέσα τόσο απλά μετά από ότι έχει γίνει γιατί φυλάγονται, για αυτό λοιπόν θα πεις ξέρω ‘γω θέλω ένα τράχτορα Βόλβο πόσο κάνει, θα σου πούνε τόσο, θα πεις είναι ακριβός και θα βγάλεις το όπλο και θα ρίξεις.»

«Ναι καταλαβαίνω, θέλω άλλο ένα άτομο σίγουρα.»

«Αυτό εννοείτε! Τώρα που ψόφησε ο Ρένος, συνεργάτης σου θα είναι η Βαλεντίνα.»

«Οκ.»

«Ενημέρωσε τον Αστρίτ για ό,τι χρειαστείς.»

«Αστρίτ θα χρειαστώ ένα Καλάς με πτυσσόμενο ή αναδιπλούμενο κοντάκι σίγουρα και ένα πιστόλι με μεγάλης χωρητικότητας γεμιστήρα και ελαφρύ, ένα Γκλοκ ή κάτι παρόμοιο από πολυμερές υλικό ξέρω ‘γω.»

«Καλάς θα πάτε να παραλάβετε απόψε κιόλας, πιστόλι σου δίνω και ένα Kel-Tec 9άρι, μικρό, πολύ ελαφρύ με 12άρη γεμιστήρα που το έχω στο αμάξι.»

Έγνεψα καταφατικά.

«Και οι δύο θα μπείτε στη μάντρα του Σαντικσή με Καλάς. Το κουμαντάρεις Ντίνα, ε;»

«Ντα, κανένα πρόβλημα, Καλασνικόβα είναι πολύ εύκολο! Μη με ξαναπείς Ντίνα.»

«Τα λεφτά είναι καλά, η δουλειά αντάξια σου Λάμπρο.»

«Τι λες Βαλεντίνα; Θα τα καταφέρεις;»

«да, γιατί όχι…»

«Το νταλαβέρι με τα Καλάς θα το κάνεις εσύ Λάμπρο. Δεν έχω χρόνο να ασχοληθώ τώρα μ’ αυτά. Ο Βλάσης είναι εξαφανισμένος εδώ και ένα μήνα, για αυτό θα βρεθείς απόψε με έναν δικό μου άνθρωπο, Αλβανό, στο χοτέλ Πριγκηπικόν, ο άνθρωπος στη ρεσεψιόν είναι μιλημένος χωρίς να ξέρει όμως τι και πως, πες του ότι σε έστειλα εγώ.»

Πήγαμε μέχρι το πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου του όπου μου έδωσε ένα χαρτοφύλακα όπου μέσα σε φελιζόλ είχε το 9άρι Kel-Tec για μένα και ένα Ζάσταβα για την Βαλεντίνα.

O Άκης Πατζαρόπουλος έβγαλε από το άσπρο σακάκι του και μου έδωσε ένα φάκελο χρώματος κατουρλί, ήταν τα χρήματα για τα αποψινά έξοδα. Όπως άνοιγε το σακάκι του φάνηκε μέσα σε ένα χόλστερ από ανοιχτόχρωμο δέρμα να προεξέχει η λαβή ενός πιστολιού.

Ο Αστρίτ μας παρακολουθούσε προσεκτικά όσο ο Άκης κάπνιζε το πούρο του χαζεύοντας μέχρι εγώ και η Βαλεντίνα να μπούμε στο Saab και να βγούμε στην εθνική, αμέσως μετά έβαλε μπροστά το Kia Sportage και έφυγε.

Μέσα στο Saab και ενώ εγώ ακούω μάλλον χαμηλά το Σάϊκο Κίλλερ των Talking Heads η Βαλεντίνα έχει κάνει το κάθισμα της πίσω και ακούει χαρντμπαςς από το mp3 της, αντικοινωνικό στοιχείο… Παράλληλα σκρολάρει στην οθόνη του κινητού της στο vk. Την παρατηρώ με την άκρη του ματιού μου. Βγάζει τα ακουστικά της, ανοίγει λίγο τα κόκκινα χείλη της και αφουγκράζεται τη μουσική που βγαίνει από τα ηχεία του αυτοκινήτου και ξαφνικά έναν μάλλον αδιάφορο τόνο μου λέει:

«Λάμπρο, σε πειράζει να καπνίζω ένα κασάκ;»

«Κανένα πρόβλημα.»

«Στο αμάξι μέσα;»

«Ναι, οκ», αποκρίνομαι και κατεβάζω μία γουλιά βότκα απ’ το φλασκί μου. Βγάζει από το τσαντάκι της ένα νάιλον σακουλάκι με χόρτο κάπου δύο τζι και αρχίζει αργά αλλά σταθερά να στρίβει ένα διφυλλάκι χωρίς καπνό με ροζ ψιλά χαρτάκια, για τζιβάνα έχει σκίσει την άκρη από κάποια κάρτα που έβγαλε από το πορτοφόλι της. Κατεβάζει λίγο το τζάμι και σκάει το μπαφάκι, τραβάει μερικές καλές ρουφηξιές και μου το κάνει πάσα. Για ένα σύντομο διάστημα ο πορτοκαλορόζ ουρανός διακρίνεται στα κενά ανάμεσα στα μολυβένια σύννεφα που σύντομα κάλυψαν κάθε σπιθαμή ουρανού και άρχισε να βρέχει ξανά, το χιόνι έχει σχεδόν λιώσει αφού πλέον ρίχνει καρεκλοπόδαρα και από τα ηχεία του Saab του μπαμπά της Αλίκης ακούγεται ο Ροντ Στιούαρτ στο Young Turks.

Λίγα χιλιόμετρα μετά αντιλαμβάνομαι ότι μας ακολουθεί ένας καράφλας μέσα σε ένα Golf.

—–

(1) Κρέμασε το στο πούτσο σου (μη δίνεις σημασία)

(2) Άντε γαμήσου

Ακολουθεί την επόμενη Τρίτη στο red n’ noir

Το βιβλιοπωλείο του red n’ noir προτείνει βιβλία:

Καμία δημοσίευση για προβολή