Ο Calatayud προσπάθησε να σηκωθεί αλλά δεν τα κατάφερε. Το δωμάτιο ήταν συνθλιπτικά σιωπηλό ενώ έξω από το παράθυρο το φως της αυγής έδινε έναν τόνο ασημένιου γκρι στα δέντρα. Το σκισμένο του πουκάμισο ήταν λεκιασμένο με αίμα ενώ οι καρποί του, δεμένοι με χειροπέδες στον σωλήνα του καλοριφέρ, ήταν τόσο πληγιασμένοι που κάποιες φορές ένιωθε πως του είχαν ακρωτηριάσει τα χέρια.
Έστρεψε το πρησμένο του πρόσωπο προς το παράθυρο. Τα μάτια του ήταν τόσο πρησμένα που μόλις που μπορούσε να βλέπει. Και διψούσε, διψούσε απελπιστικά. Όμως η μόνη γεύση που είχε στο στόμα του ήταν η γεύση του αίματός του.
Δεν μπορούσε πια να πει πόσον καιρό ήταν εδώ, αν ήταν μια μέρα ή ένας αιώνας, ούτε για πόσο είχε κοιμηθεί, αν κανείς μπορεί να ορίσει ως ύπνο αυτό το κώμα που τον είχαν βυθίσει τα τελευταία χτυπήματα των βασανιστών του.
Κοίταξε γύρω του. Το δωμάτιο ήταν άδειο και για μοναδική επίπλωση είχε μια καρέκλα κι ένα τραπέζι. Στις σκοτεινές γωνιές όπου ακόμα βασίλευε η νύχτα ήταν σαν ήταν συγκεντρωμένες διαβολικές μορφές. Υπήρχε ένα διαρκές βουητό στ’ αυτιά του και το πρόσωπό του πονούσε με έναν πόνο που σφυροκοπούσε.
Η θύμηση των όσων είχαν συμβεί δεν του ήταν πια και τόσο συγκεκριμένη. Μπορούσε να ακούσει τα κύματα της θάλασσας γύρω από το σκάφος, ύστερα τους ήχους των πυροβολισμών, τους προβολείς. Η τελευταία του ανάμνηση ήταν τόσο μπερδεμένη όσο και λεπτομερής, όπως κάθε εφιάλτης. Τρεις άντρες που τον κύκλωναν κι ένας καταιγισμός χτυπημάτων που παρεμβάλλονταν στις ερωτήσεις τους.
Αυτό που αναζητούσαν οι βασανιστές ήταν ονόματα και διευθύνσεις αναρχικών με τους οποίους η ομάδα του ήταν σε επαφή. Αλλά ο Calatayud δεν είχε μιλήσει. Θα προτιμούσε να είχε κόψει τη γλώσσα με τα δόντια του και να τους τη φτύσει.
Ήρθε όμως μια στιγμή όπου ένιωσε αδύναμος. Γρήγορα όμως συνήλθε και, όπως πάντα συμβαίνει σε τέτοιες διαδρομές στο άκρο των βασανιστηρίων, ο διαπεραστικός πόνος είχε τελικά χάσει τη δύναμή του να τον κάνει να υποφέρει. Κι ύστερα, ξαφνικά βυθίστηκε στη μαύρη τρύπα από την οποία πριν λίγο είχε αναδυθεί. Τα χειρότερα είχαν πια περάσει. Δεν γινόταν να υποφέρει περισσότερο, κι ούτε και τον ένοιαζε αν κάτι τέτοιο θα συνέβαινε.
Προσπάθησε να σηκωθεί όρθιος αλλά οι χειροπέδες που ήταν δεμένες στο καλοριφέρ δεν επέτρεπαν κάτι τέτοιο. Έπεσε ξανά στα γόνατά του τη στιγμή που άνοιγε η πόρτα και μπήκαν τρεις άντρες. Δεν τους αναγνώρισε καθώς οι βασανιστές άλλαζαν με βάρδιες. Πίσω τους ερχόταν το Ισπανικό Άλογο.
«Λύστε τον», διέταξε εκείνος.
Όμως ο Calatayud ήταν τόσο αδύναμος που όταν τον έλυσαν έπεσε το πάτωμα. Ένας από τους δήμιους τον κλώτσησε στα πλευρά αλλά εκείνος ούτε που το ένιωσε.
«Δεν μιλάς, ε;» σφύριξε το Ισπανικό Άλογο. «Ξεροκέφαλοι που είναι αυτοί οι άνθρωποι. Είχαμε περισσότερη τύχη με τους άλλους δύο που ομολόγησαν το σημείο που θα ερχόταν το σκάφος. Σηκώστε τον και βάλτε τον στην καρέκλα. Θα πρέπει να τον συνεφέρουμε. Να με πάρει ο διάολος αν δεν κάνουμε αυτόν τον καριόλη να μιλήσει».
Ο Calatayud μπορούσε να τον ακούει, όμως δεν μπορούσε πλέον να τον βλέπει. Η ματιά του στον κόσμο είχε πια καλυφθεί με ένα γκρι πέπλο. Πίσω από το πέπλο υπήρχαν μονάχα θολές σκιές, σε έναν κόσμο που σκοτείνιαζε κάθε στιγμή που περνούσε.
«Προσέξτε» φώναξε ένας από τους βασανιστές. «Φαίνεται σαν να τον χάνουμε». Με τη γροθιά του σήκωσε το πρόσωπο του αναρχικού. Εκείνος τον κοίταξε μέσα από μάτια που δεν έβλεπαν.
«Φέρτε οινόπνευμα», διέταξε το Ισπανικό Άλογο.
Ένας από τους βασανιστές έφυγε τρέχοντας. Αλλά τη στιγμή ακριβώς που περνούσε την πόρτα, ο Calatayud έβγαλε έναν ρόγχο και τα μάτια του γύρισαν προς τα πάνω. Βυθίστηκε σε μια μαύρη άβυσσο. Είχε ξεχάσει τι του είχε συμβεί. Είχε ξεχάσει ακόμα και εκείνο που ως τότε υπήρξε το σημαντικότερο απ’ όλα˙ την ίδια του τη ζωή. Οι αναμνήσεις του σβήστηκαν σαν σκίτσο με κιμωλία στον μαυροπίνακα.
«Ο μπάσταρδος» γρύλισε το Ισπανικό Άλογο. Και υπήρχε μίσος στα μάτια του καθώς κοιτούσε τον νεκρό.
*
Ο Hernandez έβαλε το πιστόλι στη θήκη και την πέρασε στη ζώνη του. Έκλεισε τη βαλίτσα του και κάλεσε τον γκρουμ.
«Πάρε τη βαλίτσα και πήγαινε να την αφήσεις στο μπαρ που είναι στο τέρμα του πεζόδρομου. Πες τους πως θα την πάρω σε μισή ώρα».
Δεν ήθελε να τον δουν ότι έφευγε εσπευσμένα. Έπρεπε όμως να δράσει γρήγορα. Ο Etchegoyen μπορεί ήδη να είχε έρθει. Έπρεπε λοιπόν να εξαφανιστεί πριν το σχέδιο πάει κατά διαόλου.
Ήταν προφανές ότι οι άλλοι τον υποπτεύονταν. Είχε περάσει τη μέρα μαζί τους, υποκρινόμενος τον ανυποψίαστο για όσα συνέβαιναν, και μετά τους είπε ότι θα πήγαινε να τηλεφωνήσει στον Etchegoyen για να τον ενημερώσει για όσα είχαν συμβεί στο Figueras. Όμως o Etchegoyen ερχόταν, ίσως είχε ήδη έρθει, στο Cerbere. H χαλαρή παράστασή του, γνωρίζοντας οι ίδιοι ότι ο Etchegoyen δεν ήταν πια στο Παρίσι, είχε εξαγριώσει τους αναρχικούς.
Ο Hernandez άναψε ένα τσιγάρο και κατέβηκε ήρεμα τις σκάλες του ξενοδοχείου. Η γριά νυχτερίδα ήταν, όπως πάντα, πίσω από το γραφείο της. Ο Hernandez πλήρωσε τον λογαριασμό και βγήκε στη λιακάδα, με τις χέρια στις τσέπες, σαν κάποιος που τίποτα δεν τον έκανε να βιάζεται. Το αμάξι του ήταν παρκαρισμένο σε έναν από τους κάθετους δρόμους της πλατείας. Τσέκαρε ότι δεν τον παρακολουθούσαν, αν και γνώριζε ότι αυτό δεν αποδείκνυε τίποτα.
Δεκαπέντε λεπτά αργότερα έριξε τη βαλίτσα του στο αυτοκίνητο και πήρε τον δρόμο για το Port Bou. Ήταν ένας ανηφορικός δρόμος με διαρκείς στροφές γύρω από κολπίσκους, σε μια περιοχή κατάφυτη με αμπέλια. Ήταν στενός και κακοφτιαγμένος, με απανωτές λακκούβες στο οδόστρωμα. Ήταν σαν το τέλος του κόσμου, ανάμεσα στο γαλάζιο της θάλασσας και τις ωχροκόκκινες αποχρώσεις των βουνών.
Έριξε μια ματιά στο ρολόι του. Ήταν έξι το απόγευμα. Θα προλάβαινε να φτάσει στο συνοριακό φυλάκιο πριν κλείσει για σήμερα. Ετοιμαζόταν να πάρει μια κοφτή στροφή όταν ξαφνικά διαλύθηκε το παρμπρίζ του αυτοκινήτου. Ενστικτωδώς έστριψε αριστερά το τιμόνι. Καλύτερα να έπεφτε στην πλαγιά του βουνού παρά στον γκρεμό. Και τότε ξέσπασε ο χαμός. Θραύσματα γυαλιού εκσφενδονίζονταν παντού τριγύρω του. Εκτός από τον ήχο των πυροβολισμών άκουγε και τις σφαίρες που καρφώνονταν στις λαμαρίνες του αυτοκινήτου. Έσκυψε προς το δάπεδο. Όσο κάποια σφαίρα δεν χτυπούσε το ντεπόζιτο της βενζίνης, μπορούσε να ελπίζει ότι δεν θα ψηνόταν ζωντανός.
Το αμάξι είχε σταματήσει στην πλαγιά του βουνού, στο πλαϊνό χαντάκι του δρόμου. Οι πυροβολισμοί έπαψαν τόσο ξαφνικά όσο είχαν αρχίσει ενώ από κάπου ακουγόταν μια σφυρίχτρα.
O Hernandez παρέμενε ακίνητος. Το συνοριακό φυλάκιο απ’ όπου είχε σίγουρα ακουστεί η σφυρίχτρα ήταν ακόμα μακριά. Αλλά αυτός έπρεπε να δράσει γρήγορα. Βρισκόταν σε δίλημμα: δεν θα έπρεπε να ξεπροβάλει αμέσως καθώς κινδύνευε να τον καθαρίσουν οι σκοπευτές που ίσως ακόμα βρίσκονταν στη θέση τους, ούτε όμως έπρεπε και να αργήσει, βρισκόμενος έτσι αντιμέτωπος με τους χωροφύλακες που θα έσπευδαν από το συνοριακό φυλάκιο.
Έβγαλε το όπλο του και με μια κίνηση του αντίχειρα το απασφάλισε. Οι πυροβολισμοί είχαν έρθει από τα δεξιά. Αυτός βγήκε στα αριστερά όπου θα είχε την κάλυψη του βουνού. Ανάμεσα στον δρόμο και τα αμπέλια που βρίσκονταν πενήντα μέτρα πιο πέρα, υπήρχε πυκνή θαμνώδης βλάστηση.
Την ίδια στιγμή, τρεις άντρες που δεν ήταν ορατοί από τον Hernandez έφευγαν από το σημείο. Μόνο η κίνηση κάποιων κλαδιών υποδείκνυε τη διαδρομή τους καθώς κατηφόριζαν προς τη θάλασσα, αθόρυβοι σαν γάτες.
Ο Hernandez ξεφύσησε. Δεν υπήρχε πια περίπτωση να περάσει έτσι απλά το συνοριακό φυλάκιο. Το πιστολίδι θα είχε ξεσηκώσει τους χωροφύλακες και θα κατέφθαναν από λεπτό σε λεπτό.
Ξεκίνησε να περπατάει πιστεύοντας ότι στην επόμενη στροφή θα μπορούσε να δει την κοιλάδα που θα τον οδηγούσε στην ισπανική πλευρά. Όμως η μία στροφή ακολουθούσε την άλλη. Ο Hernandez σταμάτησε. Μες στην ησυχία άκουσε ποδοβολητό. Αυτοί που έτρεχαν δεν βρίσκονταν μακριά, ίσως αμέσως μετά την επόμενη στροφή. Σάλταρε στο κενό, στο πλάι του δρόμου. Αφέθηκε να κυλήσει, με τα πόδια του διπλωμένα και τα χέρια του σταυρωμένα μπροστά στο πρόσωπό του. Αυτό το κουτρουβάλισμα φάνηκε σαν να κρατάει μια αιωνιότητα πριν προσγειωθεί με την πλάτη και πάρει μια τελευταία στροφή. Όταν τελικά κατάφερε να σταματήσει βρισκόταν μέσα σε μια μικρή ζούγκλα ανεμοδαρμένων θάμνων. Χώθηκε κάτω από μια τούφα ασπάλαθου κι έμεινε ακίνητος. Μέσα από τα κλαριά μπορούσε να δει αμυδρά αυτούς που περνούσαν από τον δρόμο.
Δυο χωροφύλακες έφτασαν τρέχοντας, με τα όπλα τους σε ετοιμότητα. Σταμάτησαν βλέποντας το αμάξι στο χαντάκι.
«Χωροφυλακή!» φώναξε ένας απ’ αυτούς σηκώνοντας το όπλο του. «Βγες έξω!»
«Δεν βλέπεις ότι εδώ έχει γίνει κάποιο ατύχημα;» εξέφρασε ο άλλος τη διαφωνία του.
«Κι αυτές οι τρύπες από σφαίρες;» είπε ο πρώτος με έναν μορφασμό. «Ήταν κι αυτές ατύχημα; Βγες έξω!» επανέλαβε.
Βαριανασαίνοντας ο Hernandez παρακολουθούσε τα περιγράμματά τους, στο φόντο του ουρανού που βρισκόταν από πάνω του. Έβαλε ξανά το πιστόλι στην τσέπη του και πρόσεξε πως έτρεχε αίμα από τα γδαρμένα του χέρια.
«Πρέπει να πέθανε» είπε ο δεύτερος χωροφύλακας.
Κινούμενοι με προσοχή, και με τα όπλα τους σε ετοιμότητα, οι δύο χωροφύλακες προσέγγισαν το αυτοκίνητο. O Hernandez εκμεταλλεύτηκε το γεγονός ότι είχαν εστιάσει στο αμάξι και του είχαν στρέψει τις πλάτες τους. Πετάχτηκε προς ένα δασωμένο σημείο και χώθηκε ανάμεσα στα δέντρα όπου μπορούσε ξανά να στέκεται όρθιος. Τα ρούχα του είχαν σκιστεί και ήταν μελανιασμένος σαν να τον είχαν δείρει.
«Θεούλη μου!» είπε ένας από τους χωροφύλακες. «Δεν είναι κανείς μέσα στο αμάξι».
Κι άλλοι βηματισμοί μπορούσαν να ακουστούν από τον δρόμο. Ο Hernandez συγκέντρωσε τις δυνάμεις του και τρέχοντας διέσχισε τον δρόμο, με κατεύθυνση ένα δασωμένο σημείο από την άλλη πλευρά. Οι χωροφύλακες δεν είδαν τίποτα αλλά σίγουρα άκουσαν κάποιον θόρυβο, καθώς αμέσως στράφηκαν κοιτώντας τριγύρω.
«Τι συμπεραίνεις απ’ όλα αυτά;» ρώτησε ο ένας τους. «Δεν έχουμε ούτε τον επιτιθέμενο, ούτε το θύμα. Τίποτα εκτός από ένα παρατημένο αμάξι».
Κι άλλοι χωροφύλακες φάνηκαν να καταφθάνουν.
«Δεν το πιάνεις;» απάντησε ο άλλος. «Ήταν ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών και όλοι τους εξαφανίστηκαν. Ο τύπος που ήταν μέσα στο αμάξι βγήκε και εξαφανίστηκε γιατί αλλιώς θα έπρεπε να μας δώσει εξηγήσεις. Κρύβονται όλοι κάπου κοντά, εδώ γύρω, περιμένοντας να φύγουμε».
Ο Hernandez έτριξε τα δόντια του. Οι μπάσταρδοι που του την είχαν στήσει, σίγουρα είχαν χρόνο να εξαφανιστούν. Ήταν βέβαιο ότι γνώριζαν την κάθε γωνιά αυτών των βουνών, κάτι που δεν ίσχυε για εκείνον. Και ήταν εξίσου βέβαιο πως αν έμενε εκεί μπορεί να τον έπιαναν, και τότε το παιχνίδι θα είχε τελειώσει.
Από την άλλη, αν άρχιζε να τρέχει μέσα στη βλάστηση, δεν θα πήγαινε μακριά. Τα δάχτυλα έχουν φαγούρα στη σκανδάλη σε αυτά εδώ τα μέρη.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή άρχισε να φυσάει ξαφνικά ένας δυνατός άνεμος μιστράλ που λυσσομανούσε σαν αφηνιασμένο άλογο. Έβγαζε έναν τσιριχτό ήχο στο επίπεδο του εδάφους και κουνούσε τα δέντρα. Παρασέρνοντας τα πάντα κατέληγε στη θάλασσα που ήδη είχε ανταριάσει.
Ήταν η στιγμή για να κάνει ο Hernandez την κίνησή του. Στη στροφή του δρόμου, οι χωροφύλακες που στέκονταν γύρω από το αμάξι ήταν πλέον τέσσερις. Προφανώς, δεν βιάζονταν να χωθούν μέσα στη βλάστηση, σε αναζήτηση κάποιων τύπων με τόσο καλό σημάδι.
Ο Hernandez βγήκε από το δασωμένο σημείο και κινούμενος στην πλαγιά του βουνού κατευθύνθηκε προς την ισπανική πλευρά που ήταν εκεί στο βάθος, κάπου τριακόσια μέτρα μακριά. Βαστούσε όμως την ανάσα του μέχρι κάποιοι βράχοι να τον κρύψουν από τον δρόμο.
Μια ώρα αργότερα είχε φτάσει σε ένα αγροτόσπιτο που ήταν καρφωμένο σε αυτή την άγονη ερημιά. Το κεφάλι του είχε ένα βουητό από τον τσιριχτό άνεμο και τα αυτιά του κουδούνιζαν.
Ένας μικρόσωμος τύπος τον παρακολουθούσε καθώς πλησίαζε.
«Salut» είπε ο Hernandez στα καταλανικά.
«Salut» ανταπέδωσε ο άνθρωπος βαριεστημένα.
«Βρίσκομαι στην Ισπανία;»
«Ναι».
«Θα ήθελα λίγο να φρεσκαριστώ γιατί αν πέσω έτσι πάνω στους χωροφύλακες θα τους φανώ ύποπτος».
«Έλα μέσα» είπε ο αγρότης. «Ο γιος μου μπορεί να σε οδηγήσει. Θα σου κοστίσει χίλιες πεσέτες». Ένα αγόρι εμφανίστηκε από το πουθενά. «Jep, θα πας αυτόν τον κύριο ως το Port Bou».
Το red n’ noir προτείνει βιβλία του Δαίμονα:
-
Προϊόν σε προσφοράΗ δικαιοσύνη των περιπλανώμενωνOriginal price was: €2,12.€1,48Η τρέχουσα τιμή είναι: €1,48.
-
Προϊόν σε προσφοράΟ Simenon έχει ένα προαίσθημαOriginal price was: €2,12.€1,48Η τρέχουσα τιμή είναι: €1,48.
-
Προϊόν σε προσφοράΗ συνηθισμένη άτυχη περιπέτεια του Αρχιβάλδη ΡαποπόρOriginal price was: €6,36.€4,45Η τρέχουσα τιμή είναι: €4,45.
Το red n’ noir προτείνει βιβλία των εκδόσεων «D»
-
Προϊόν σε προσφοράΔίχως ίχνος μεταμέλειαςOriginal price was: €8,48.€5,94Η τρέχουσα τιμή είναι: €5,94.
-
Προϊόν σε προσφοράΟ ύποπτοςOriginal price was: €7,00.€6,30Η τρέχουσα τιμή είναι: €6,30.